Αναδιανεμητικό ή κεφαλαιοποιητικό σύστημα;
Των Αντ. Ναξάκη, Παν. Μπούρδαλα*
α. Εισαγωγή
Στο πλαίσιο της νέας καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης – νεοφιλελευθερισμού και των επιταγών του Διευθυντηρίου της Ε.Ε., το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό σύστημα αποτελεί ένα ακόμα κεντρικό άξονα αποδόμησης. Η στρατηγική τους αφορά την πλήρη διάλυση του κοινωνικού του χαρακτήρα (αναδιανεμητικό σύστημα αλληλεγγύης με κρατική εγγύηση) και τη πλήρη αποθέωση της ατομικής ευθύνης της νεολαίας, των ανέργων, των ημιαπασχολούμενων, των εργαζομένων και των συνταξιούχων (ανταποδοτικό-κεφαλαιοποιητικό σύστημα) μέσα στο χρόνο μιας γενιάς – 30 χρόνια. Πρόκειται για την «μετάβαση από σύστημα καθορισμένων παροχών σε αυτό καθορισμένων εισφορών» ή αλλιώς «μετάβαση από το κράτος πρόνοιας στην αγορά πρόνοιας».
Πέρα από την αφαίμαξη των ταμείων με τα «θαλασσοδάνεια» πριν το 1990 (άτοκη χρήση των τότε ανθηρών αποθεματικών με υψηλό πληθωρισμό από επιχειρήσεις κλπ, με κλοπή άνω των 75 δις €), της χρηματιστηριακής τους εκμετάλλευσης επί Κ. Σημίτη, τα δομημένα ομόλογα επί Κ. Καραμανλή, έχουμε εισφοροδιαφυγές και εισφοροαπαλλαγές πάνω από 8 δις €, άρνηση των υποχρεώσεων του κράτους (με τους δικούς του νόμους Σιούφα, Ρέππα κλπ) 8,7 δις €… Ταυτόχρονα, ενώ θα έπρεπε να έχουμε διμερή χρηματοδότηση (3/9 εργαζόμενοι, 6/9 εργοδότες) οδηγηθήκαμε στην τριμερή (από 3/9 για εργαζόμενους εργοδότες και κράτος), με μόνους συνεπείς τους εργαζόμενους!!!
Στη χώρα μας η ευθεία αποδόμηση αρχίζει επί Κ. Μητσοτάκη (1990) με τους ν. 1902/90 (Γιαννάκου) και κυρίως 2084/92 (Σιούφα). Την ίδια περίοδο ο παραγόμενος συλλογικός μας πλούτος σε Ε.Ε. και Ελλάδα έχει ρυθμό αύξησης κατά μ.ο. περί το 4%, που σημαίνει ότι σε περίπου 25 χρόνια θα έχουμε διπλασιασμό. Και ενώ θα έπρεπε – από πλευράς δικαίου – να αυξηθούν από τότε οι βασικοί μας μισθοί, να μειωθεί ο εργάσιμος χρόνος και οι ασφαλιστικές μας εισφορές, συνέβησαν τα ακριβώς αντίθετα.
Στην επόμενη φάση, το σύστημα έχασε μετά τον ξεσηκωμό ενάντια στο ν. Γιαννίτση (2000-2001), που σάρωνε πολλά, αλλά η μη ανάπτυξη σταθερού και ανεξάρτητου κινήματος, οδήγησε σε συμβιβασμό με το ν. 3029/2002 (Ρέππα, με τη στήριξη Πολυζωγόπουλου – ΓΣΕΕ) και ν. 3232/04 (διαδοχική ασφάλιση). Ήδη από την 1/1/2008 αρχίζει η παραπέρα μείωση των συντάξεων έως και 15% στην πλήρη εφαρμογή του).
γ) Της κατάδειξης για την απόλυτα μονομερή πολιτική του κράτους υπέρ των πλουτοκρατών – μεγαλοεπιχειρηματιών, της αποδοχής των εισφοροδιαφυγών (έως 21% φέτος), των εισφοροαπαλλαγών, των εισφοροκλοπών τους, τη μαύρη εργασία και την καθήλωση των βασικών μας μισθών. Την απόδειξη ότι όχι μόνο δεν γίνεται δίκαιη αναδιανομή του πλούτου, αλλά δεν δίνεται διόλου μερίδιο ούτε από την αύξησή του.
ζ) Της ανάσχεσης της ενσωμάτωσης των γραφειοκρατικών τριτοβάθμιων συνδικάτων (ΑΔΕΔΥ- ΓΣΕΕ-ΠΑΣΕΓΕΣ κλπ) με κίνημα κυρίως από «τα κάτω».
Θεωρούμε ότι μεσοπρόθεσμα – μέχρι την σχεδιαζόμενη καθιέρωση του απολύτως ανταποδοτικού – κεφαλαιοποιητικού συστήματος – θα επιχειρήσουν να περάσουν προηγουμένως από το συνταξιοδοτικό ενδιάμεσο σύστημα των «τριών πυλώνων» τύπου ΟΓΑ, που στην ουσία είναι ένας πυλώνας με δύο επικουρικούς:
2ος Μιας επικουρικής που θα είναι κλαδική ή διακλαδική και θα «τζογάρεται» σε χρηματιστήρια, ομόλογα και ομόλογα ομολόγων.
Θεωρούμε ακόμα ότι έτσι ερμηνεύεται και το ασφαλιστικό μέρος του συστήματος (αυξήσεις στις κρατήσεις κλάδου ασθένειας, αυξήσεις σε εξετάσεις προληπτικής ιατρικής, ασθενειών, θεραπείας, νοσηλείας, φαρμάκων) οι οποίες ήδη έχουν αρκετά επιβαρυνθεί με την καθήλωση του ΕΣΥ, IKA και τις λίστες φαρμάκων.
Σίγουρα όμως σχεδιάζουν σύντομα την εξίσωση προς τα κάτω αδρών – γυναικών, παλαιών και νέων ασφαλισμένων, νέα κατηγορία για τη νέα γενιά ασφαλισμένων, θεσμοθέτηση κινήτρων «εθελοντικής» παραμονής στην εργασία μετά τα 65, «επανακαθορισμό» των βαρέων και ανθυγιεινών, «επανεξέταση» των αναπηρικών συντάξεων, «ενοποίηση» των ταμείων προς τα κάτω (τύπου ΙΚΑ), «εξυγίανση» των κλάδων ασθένειας…
β. Οι βαθύτεροι στόχοι του κεφαλαίου
Αυτό βεβαίως σημαίνει εγκατάλειψη της αρχής της ισότητας εισοδήματος εργαζόμενων – συνταξιούχων και σύνδεση της σύνταξης με την απόδοση των κεφαλαίων των εισφορών, που οδηγεί θεωρητικά από το να χάσει ο συνταξιούχος την σύνταξή του (περίπτωση Enron) μέχρι να παίρνει σύνταξη μεγαλύτερη απ’ ότι θα έπαιρνε με βάση το αναδιανεμητικό σύστημα (σε περίπτωση που τα κεφάλαια των εισφορών θα έχουν μεγάλες αποδόσεις). Το τελευταίο βεβαίως μοιάζει με τις προσδοκίες που έτρεφαν οι αποταμιευτές που αποφάσισαν να τζογάρουν (κεφαλαιοποιήσουν) τις οικονομίες τους και θα πραγματοποιηθεί, όσο πραγματοποιήθηκε και γι’ αυτούς…
α) Το Αγγλοσαξονικό, όπου την κύρια σύνταξη απέδιδε το κράτος για όλους, μέσω του προϋπολογισμού, αντλώντας τους πόρους του από τα εισοδήματα και τα κέρδη.
Βεβαίως υπήρχαν μικτά συστήματα, όπως στην χώρα μας, όπου δεν υπήρχε ταμείο κύριας σύνταξης στους δημόσιους υπάλληλους, αλλά μόνο η λογιστική αναφορά του στις μισθολογικές καταστάσεις. Ιδιαίτερα για τους εκπαιδευτικούς μέχρι πρόσφατα δεν υπήρχε ούτε αυτό, αφού το κράτος από την 10ετία του ’50 είχε δεσμευτεί να καταβάλλει τις εισφορές του εργαζόμενου (εκτός από εκείνες του εργοδότη) έναντι αυξήσεων, που δεν δόθηκαν.
Βάσει λοιπόν της αναδιανεμητικής αρχής, το κράτος ήταν υποχρεωμένο να εγγυηθεί την ισότητα εισοδήματος εργαζομένων – συνταξιούχων. Η εγκατάλειψη λοιπόν της αναδιανεμητικής αρχής και η αποδοχή αυτής της εγκατάλειψης είναι ο κύριος στόχος της αναδιάρθρωσης των ασφαλιστικών συστημάτων. Ο δεύτερος και εξ ίσου κύριος στόχος είναι η μετάβαση σε κεφαλαιοποιητικά συστήματα, ή αλλιώς, συστήματα ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Σ’ αυτή τη φράση «κρύβεται» ένα νέο αστικό φαντασιακό, που περιλαμβάνει την κεφαλαιοποίηση της περιουσίας και των διαθέσιμων των ασφαλιστικών ταμείων, ανεξάρτητα από το αν είναι ταμεία κύριας ή επικουρικής ασφάλισης.
Ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε λίγο καλύτερα την πορεία ανάπτυξης αυτής της καπιταλιστικής ιδέας. Πρώτα – πρώτα η πρωτοβάθμια περίθαλψη, ο διαγνωστικός τομέας της υγείας, όπως και μεγάλο μέρος της θεραπείας των ασθενών θα ιδιωτικοποιηθούν άμεσα, αφού βεβαίως οι ιδιωτικές ασφαλιστικές θα διαθέτουν δικά τους ιατρικά κέντρα ή θα είναι συμβαλλόμενες με ιδιωτικά ιατρικά κέντρα. Τα Νοσοκομεία θα παραμείνουν μόνο για τις ασύμφορες καταστάσεις περίθαλψης και θα λειτουργούν βεβαίως με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.
Μια τέτοια διαδικασία απαιτεί την δημιουργία σε πρώτη φάση παντού ταμείων κύριας ασφάλισης. Την εγκατάλειψη δηλαδή των εικονικών ταμείων, όπου υπήρχαν έως τώρα.
Συμπερασματικά, είναι φανερό από τα παραπάνω, πως συστήματα πλήρους κεφαλαιοποίησης ασφαλιστικών δικαιωμάτων για να αναπτυχθούν και τελικά να εφαρμοστούν απαιτείται για τον Ευρωπαϊκό τουλάχιστον κύκλο, μια μακριά χρονικά περίοδος, της τάξης των 30χρόνων.
γ. Η ιδεολογική μάχη υποκειμένων κεφαλαίου – εργασίας
α) Η κοινωνία γερνάει και σε λίγα χρόνια η αναλογία εργαζομένων προς τους συνταξιούχους θα έχει μεταβληθεί δραματικά, έχοντας την τάση να πάει στο 1-1.
γ) Τα αναδιανεμητικά συστήματα είναι ακριβά, σε σχέση με τα κεφαλαιοποιητικά, γιατί στηρίζονται σε υπηρεσίες μεγάλου αριθμού υπαλλήλων.
Οι δυνάμεις της εργασίας συγκροτούν ιδεολογική αντεπίθεση για υποστήριξη του αναδιανεμητικού συστήματος.
Σημασία για την βιωσιμότητα των ασφαλιστικών συστημάτων (αναδιανεμητικών) έχει, όχι η αναλογία συνταξιούχων προς τα ενεργά άτομα, αλλά η αναλογία των συντάξεων ως προς το Α.Ε.Π. και την παραγωγικότητα. Με αύξηση 3,8% του Α.Ε.Π. και 3% της παραγωγικότητας που εξαγγέλλει η κυβέρνηση, η δαπάνη για συντάξεις, που είναι σήμερα στο 12% του Α.Ε.Π., τα επόμενα 50 χρόνια θα πέσει στο 6% του Α.Ε.Π.. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκών χωρών σειρά μελετών έχουν δείξει ότι μια αύξηση του Α.Ε.Π. της τάξης του 2% κατ’ έτος είναι προβλέψιμη για τα επόμενα 40 χρόνια και σημαίνει διπλασιασμό του πλούτου των Ευρωπαϊκών χωρών. Έτσι κι αν ακόμα το ποσοστό των συντάξεων επί του Α.Ε.Π. αυξηθεί, αυτό θα αποτελεί μικρό μέρος απ’ αυτόν τον διπλασιασμό του πλούτου.
γ) Όσον αφορά την προπαγάνδα για την ακρίβεια των αναδιανεμητικών συστημάτων σε σχέση με τα κεφαλαιοποιητικά, σειρά μελετών στην Ε.Ε. έχουν δείξει ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ο λόγος είναι προφανής. Η κεφαλαιοποίηση των πόρων των ταμείων απαιτεί μηχανισμούς επενδύσεων κατά πολύ ακριβότερους από τους σημερινούς αναδιανεμητικούς μηχανισμούς.
ε) Όμως οι δυνάμεις του κεφαλαίου μ’ όλο αυτό τον θόρυβο προσπαθούν να κρύψουν το πιο σημαντικό ζήτημα για την βιωσιμότητα και την δυναμική ανάπτυξη των αναδιανεμητικών ασφαλιστικών συστημάτων. Και αυτό δεν είναι άλλο από τα ελαστικά ωράρια, το ωρομίσθιο, την εργασία με σύμβαση έργου, κλπ.
α) Να κρύψει τον διπλασιασμό του πλούτου τα επόμενα 40 χρόνια, ώστε να τον καρπωθεί ολόκληρο το κεφάλαιο.
γ) Να νομιμοποιήσει την ληστεία των ήδη καταβληθέντων εισφορών από τους εργαζόμενους τα προηγούμενα χρόνια.
Μ’ άλλα λόγια μόνο οι εισφορές επί αυξημένων μισθών και επί όλου του μισθού που πληρώνουν οι εργοδότες μπορούν να δώσουν διέξοδο στα παραπάνω προβλήματα των δυνάμεων της ζωντανής εργασίας. Συμπερασματικά, στην αύξηση του κεφαλαίου οι δυνάμεις της εργασίας πρέπει να αντιτάξουν μια ριζικά αντίθετη μ’ αυτήν πολιτική, με άξονες.
β) Την ριζική επαναδιαπραγμάτευση του παραγόμενου πλούτου υπέρ των δυνάμεων της εργασίας και με τις τρεις μορφές του.
δ) Με ισχυρά επιδόματα ανεργίας και περίθαλψη για όλους τους ανέργους, ντόπιους και μετανάστες.
στ) Με την απαίτηση: «κανείς εργαζόμενος ανασφάλιστος».
Σ’ αυτό το κεφαλαιώδες ζήτημα, αν δεν μιλήσουμε με την μέγιστη δυνατή καθαρότητα και ειλικρίνεια, όλα τα προηγούμενα θα παραμείνουν καλές ίσως διαπιστώσεις.
Έτσι μέσα σε μια 20ετία (1985-2005), ότι υπήρχε ως εργασιακή συλλογικότητα αντίστασης στο Δυτικό κόσμο, δέχτηκε συντριπτικά πλήγματα. Παρ’ ότι στην χώρα μας η παραγωγή υλικών προϊόντων και η μεγάλη βιομηχανία δεν είχαν την ανάπτυξη που είχαν στις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες, τα φαινόμενα ήταν ίδια. Γιατί βεβαίως οι επιπτώσεις της νέας τεχνολογικής επανάστασης συνοδεύτηκαν με την απελευθέρωση των αγορών από δασμούς στην εισαγωγή προϊόντων, με αποτέλεσμα τα πολύ φτηνά πλέον, βιομηχανικά κυρίως, προϊόντα του ανεπτυγμένου βορρά να συντρίψουν τις μικρές τοπικές παραγωγές.
δ. Τα αίτια της σημερινής κατάστασης
α) Τα ρουσφετολογικά συστήματα προσλήψεων ( άρχισαν και στην εκπαίδευση – ωρομίσθιοι).
γ) Η πολιτική των ενιαίων μισθολογίων της αριστεράς, που ενίσχυσε και συγκάλυψε τα επιδοματικά παζάρια κάτω από το τραπέζι, αντί της πολιτικής των αυξήσεων στους βασικούς μισθούς, μέσω συλλογικών συμβάσεων ανά κλάδο, που θα αναδείκνυε τα ταξικά αγωνιστικά των εργαζομένων.
Έτσι σήμερα τα ζητήματα αλληλεγγύης, η αντίληψη ότι οποιοσδήποτε αγώνας των εργαζομένων αφορά όλους, κλπ, έχουν χαθεί σημαντικά από την εργατική συνείδηση. Είναι φυσικό λοιπόν, η πολιτική της σαλαμοποίησης, που χρησιμοποιούν οι κυβερνήσεις (δηλαδή το κτύπημα κομμάτι – κομμάτι) για να συντρίψουν την ζωντανή εργασία, να μην βρίσκει μεγάλες αντιστάσεις. Παρ’ όλα αυτά είναι φανερό, πως οι χώροι που κυριαρχεί ακόμα η μόνιμη εργασία, έχουν την υποχρέωση και το καθήκον, να σηκώσουν το βάρος της επίθεσης στην σύνταξη – περίθαλψη – μισθούς. Και βεβαίως προτεραιότητα σ’ αυτούς τους χώρους έχει ο δημόσιος και ευρύτερος δημόσιος τομέας, γιατί σ’ αυτούς η μονιμότητα είναι ισχυρή.
Οι δυνάμεις της ζωντανής εργασίας, εκτός από ιδεολογικά, βρίσκονται σε δυσχερέστατη θέση πολιτικά και οργανωτικά. Οι συλλογικότητες στον ιδιωτικό χώρο έχουν καταστραφεί και πρέπει να επανασυγκροτηθούν. Κανένα εργατικό κίνημα δεν μπορεί να υπάρξει, εάν στο χώρο της ημιαπασχόλησης, των συμβάσεων έργου, κλπ, δεν επαναλειτουργήσει η εργατική συλλογική συνείδηση.
Για να μπορέσει όμως να γίνει κάτι τέτοιο, απαιτείται η ύπαρξη μιας γραμμής που:
β). Καμιά τέτοια γραμμή δεν μπορεί να έχει νόημα, αν δεν παίρνει υπ’ όψιν της τις οργανωτικές και πολιτικές δυνατότητες της ζωντανής εργασίας, όπως και του αντιπάλου. Άρα καμιά γραμμή δεν μπορεί να συγκροτηθεί στην βάση ή με επίκεντρο τα γ/θμια όργανα ΓΕΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ.
α) Στο επίπεδο των συλλογικών συμβάσεων.
2 Όλο το βάρος στις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, με κατάργηση των επιδομάτων και ενσωμάτωσή τους στους βασικούς μισθούς, με αυξήσεις στους βασικούς μισθούς, με σύνδεση του μισθού μόνο με τα χρόνια υπηρεσίας (καμιά σκέψη για σύνδεσή του με την αξιολόγηση), με διατήρηση της αναλογίας των εισφορών στο: 2/3 εργοδότης – 1/3 εργαζόμενος.
Γενική μείωση του εργάσιμου χρόνου και του ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης. Το αίτημα πρέπει να τεθεί από κάθε κλάδο με την μορφή που η βάση του θεωρεί αναγκαίο.
δ) Κανείς απλήρωτος και ανασφάλιστος χρόνος.
Πάτρα 10-04-2002/7-11-2007
* Το κείμενο είναι σύντμηση (7-11-2007) αρχικού κειμένου (Πάτρα, 10-04-2002) του Αντώνη Ναξάκη (τώρα μέλους του ΔΣ της ΕΛΜΕ Χανίων) με παρατηρήσεις και συνυπογραφή του Παναγιώτη Μπούρδαλα (τώρα αντιπροέδρου της Α΄ ΕΛΜΕ Αχαΐας) εισαγωγή του δεύτερου, που έχει και την ευθύνη της σύντμησης.