Αρχείο κατηγορίας Θύραθεν και τοξικά

Κείμενα μερικής ιστορικής κατανόησης και άγνοιας της χριστιανικής οικονομίας

Σκέψεις: σχέσεις Επιστήμης Θρησκείας ΙΙ

Σκέψεις για τις σχέσεις Επιστήμης και Θρησκείας

 

Του Αλέκου Αναγνωστάκη*

 

[Συνέχεια από το μέρος Ι] …Μπορεί, επιμένουν, αφού κατά διάφορους ιεράρχες οι βάσεις αρμονικής συνύπαρξης και επαναπροσέγγισης θρησκείας και επιστήμης ενυπάρχουν στην κοινή ανάγκη, τόσο από τη θρησκεία όσο και από την επιστήμη, της πίστης, αφού οποιαδήποτε θεώρηση του κόσμου προϋποθέτει ένα αρχικό άρθρο πίστης ή το ανάλογό της στην επιστήμη, την παραδοχή σε αρχικές προϋποθέσεις – αξιώματα στη βάση των οποίων αναπτύσσεται ένα επιστημονικό πεδίο.

 

«Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος. Ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν. Πάντα δι’ αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν.…» σημειώνει στο χαιρετισμό του εκ μέρους της ελλαδικής εκκλησίας ο Χωροεπίσκοπος Αρσινόης Γεώργιος την ημέρα του προστάτη των Χημικών Αγίου Μενίγνου του Κναφέως στις 23.11.003 Αυτή είναι η θρησκευτική παραδοχή και στη βάση αυτή η χριστιανική θεολογία τοποθετείται στο πρόβλημα της σχέσης ύλης και πνεύματος θεωρώντας την ύλη δημιούργημα του άχρονου Θεού που δημιουργεί το σύμπαν μετά του χρόνου και του χώρου. «Εν αρχή ην η Μεγάλη Έκρηξις. Η Έκρηξις ην αυτογέννητος και δεν υπάρχει νόημα εις τυχόν ερώτησιν περί του αιτίου της ή περί του εκραγέντος. Η Έκρηξις ην εν Αρχή (προς τον εαυτό της). Πάντα (περιλαμβανομένου του χρόνου, του χώρου και της αιτιότητος) δι’ αυτής εγένετο. Εν τη Εκρήξει ζωή ην περιλαμβανομένης της ζωής των ανθρώπων…» είναι η επιστημονική αρχική παραδοχή σημειώνει με νόημα στον ίδιο χαιρετισμό ο χωροεπίσκοπος.

Η θρησκευτική κοσμοαντίληψη λοιπόν θεμελιώνεται σε δόγματα (Την ύπαρξη και αιωνιότητα του Θεού, τη Δημιουργία του σύμπαντος κόσμου από αυτόν κ.α.). Η επιστημονική κοσμοαντίληψη, π.χ. η υλιστική, θεμελιώνεται σε αξιώματα τα οποία τίθενται: (Την αυθυπαρξία της ύλης, το άπειρο του χρόνου και του χώρου κ.λ.π.).

Το θρησκευτικό δόγμα και το επιστημονικό αξίωμα είναι όμως ισοδύναμα από λογική, επιστημονική και κοινωνική άποψη; Το θρησκευτικό δόγμα δεν μπορεί, δεν πρέπει και δεν επιτρέπεται να τεθεί στη δοκιμασία της διάψευσης. Είναι αυτοαποδεικνυόμενη άρνηση της αμφιβολίας, κατήχηση του απόλυτου. Επομένως το θρησκευτικό δόγμα ενέχει ως εσωτερικό του συστατικό την, με διάφορα μέσα, επιβολή.

Το επιστημονικό αξίωμα όμως έχει ιστορικό χαρακτήρα αφού είναι αυστηρή παραδοχή επί της οποίας θεμελιώνεται μέσω του πειράματος και της παρατήρησης ένα επιστημονικό πεδίο. Επομένως είναι ταυτόχρονα αμφιβολία, επαλήθευση ή διαψευσιμότητα. Από τη γένεσή της, για παράδειγμα, ως το τέλος του 18ου αιώνα χρειάστηκε να περάσουν δυο χιλιάδες τριακόσια περίπου χρόνια, μετά την αφάνεια στην οποία την οδήγησαν η επίθεση των επικρατουσών ιδεών του Πλάτωνα και Αριστοτέλη, για να επανέλθει σε ισχύ η θεωρία του Λεύκιππου και του Δημόκριτου, οι οποίοι προσπαθώντας να διεισδύσουν στην ενδοδομή της ύλης υποστήριξαν πως αυτή αποτελείται από αδιαίρετα σωματίδια, τα άτομα. Σε λίγες δεκαετίες, με την ανακάλυψη του ηλεκτρονίου από τον Τόμσον, στο τέλος του 19ου αιώνα, η αντίληψη της έλλειψης εσωτερικής δομής του ατόμου κατέρρευσε, μετατοπιζόμενη στα νέα όρια της: Στα ενδότερα της ύλης, στα σωμάτια από τα οποία αυτό αποτελείται. Η ανθρωπότητα μέχρι το 1932 πίστευε πως η δομή των σωμάτων βασίζεται τελικά σε τέσσερα σωμάτια τα οποία μάλιστα δεν υποδιαιρούνται: Τα πρωτόνια, τα ηλεκτρόνια, τα νετρόνια και τα φωτόνια, με τα τρία πρώτα να δομούν το άτομο. Μεταξύ όμως του 1930 και του 1950, αλλά και στη συνέχεια, με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, ανακαλύφθηκαν ή δημιουργήθηκαν νέα σωμάτια, που αποτελούν τον εσωτερικό μικρόκοσμό του από αυτά δομημένου μεγάκοσμου που ζούμε. Αυτά έχουν πλέον – συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονίων, νετρονίων και πρωτονίων – εσωτερική ενδοδομή. Αποτελούνται δηλαδή από επιμέρους σωματίδια τα οποία αυτά προς το παρόν, θεωρούνται πως είναι άτμητα και προσδιορίζουν τα νέα ανθρώπινα όρια. Προς το παρόν. Αφού ήδη φυσικοί εικάζουν ότι τα κουάρκς και τα λεπτόνια έχουν και αυτά εσωτερική δομή, δηλαδή με τη σειρά τους, αποτελούνται από άλλα σωματίδια που δεν έχουν ακόμα ανακαλυφθεί.

Αυτό το διαρκές και συναρπαστικό ταξίδι της επιστήμης στο πιο κοντινό και ταυτόχρονα το πλέον μακρινό, στο εσωτερικό της ύλης, οδήγησε σε πρωτόγνωρα επιστημονικά άλματα, ανακαλύψεις και εφαρμογές που με τη σειρά τους άλλαξαν τους όρους και τρόπους επικοινωνίας και αποξένωσης του ανθρώπου. Μετέβαλλαν δραστικά τους τρόπους και τις δυνατότητες στην οργάνωση της παραγωγής και της εργασίας, στην κίνηση των κεφαλαίων.

Δημιούργησαν νέες δυνατότητες για την κοινωνική απελευθέρωση αλλά και την καταδυνάστευση των λαών. Συνέτειναν καθοριστικά στη δημιουργία επιστημονικών αλμάτων σε άλλα επιστημονικά πεδία όπως στη βιολογία – βιοτεχνολογία κλπ. Η ίδια η διαρκής κίνηση, η δυναμική εμφάνισης, εξαφάνισης και μετασχηματισμού των σωματίων, η γένεση και το σβήσιμο αστέρων στο μεγάκοσμο, επιβεβαιώνουν πως η φύση είναι μια διαρκής κίνηση, μια αέναη ανανεούμενη ενότητα εμφάνισης και εξαφάνισης. [3] Κάθε επομένως επιστημονική κατάκτηση είναι ένα πρόσκαιρο όριο που πλουτίζοντας τις γνώσεις του ανθρώπου ανοίγει ταυτόχρονα νέες περιοχές άγνοιας και επομένως νέες απαιτήσεις. Είναι μια περίπλοκη κατασκευή που συνθέτει, οργανώνει και ερμηνεύει «προφανή» και εμπειρικά δεδομένα, επιστημονικές γνωστικές κατακτήσεις, μαζί με πολιτισμικές και φιλοσοφικές τάσεις. Δίχως αυτό το ταξίδι προς την ασυμπτωτική γνώση της αντικειμενικής πραγματικότητας να τελειώνει ποτέ.

Όχι, αντιτείνει ο πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών Πάνος Λιγομενίδης, φυσικός με ερευνητικό έργο στους τομείς της τεχνητής νοημοσύνης και καθηγητής στα πανεπιστήμια του Stanford, της Μαδρίτης και Maryland, στο λόγο του στην Ακαδημία Αθηνών στις 2.01 του 2010. “Η αδυναμία, τονίζει, ορθολογικής επιστημονικής εξήγησης ορισμένων φυσικών φαινομένων αποκαλύπτει τους περιορισμούς της ανθρώπινης επιχειρηματολογίας και καταδεικνύει πως, ίσως, ο δρόμος προς την «αλήθεια» βρίσκεται έξω από την ανθρώπινη νόηση”. Αλλά ποια είναι αυτά τα φυσικά φαινόμενα, ποιοι είναι οι περιορισμοί , οι οποίοι μάλιστα αποκαλύπτονται και πώς η ανθρώπινη νόηση προσλαμβάνει το αναγκαίο της ύπαρξης της αλήθειας έξω από τον εαυτό της, έξω από την ανθρώπινη νόηση;

Η επιστήμη σαν μια ανθρώπινη δημιουργία, απόπειρα του ανθρώπου να κατανοήσει τον πραγματικό κόσμο, συνεπάγεται σχετικά υποκειμενικούς βαθμούς ελευθερίας γι’ αυτόν που δημιουργεί. Ως δημιουργία κατά ένα μέρος καθορίζεται από το αξιωματικά αυθαίρετο. Αλλά ως κατανόηση του αντικειμενικά υπάρχοντος εξελισσόμενου κόσμου μια επιστημονική θεωρία οφείλει να είναι αντικειμενική. [4] Δηλαδή να περιέχει, επαληθευόμενα στοιχεία αλήθειας, γνωστικές κατακτήσεις οι οποίες αφήνουν αποστάγματα που αντιστοιχούν στο αντικειμενικά εξελισσόμενο υπάρχον ώστε να μπορούμε π.χ. να προγραμματίζουμε και υλοποιούμε ένα ταξίδι στη σελήνη χωρίς να χανόμαστε στο διάστημα. Η επιστήμη φυσικά παραμένει ανθρώπινο δημιούργημα και συνεπώς όχι αλάνθαστο. Μπορεί να γνωρίσει σε μεγάλο βαθμό την πραγματικότητα, δίχως όμως να φθάνει ποτέ στην πλήρη και οριστική κατάκτησή της. Τα όρια και το περιορισμένο επομένως της ανθρώπινης δυνατότητας εμφανίζονται στην ανάπτυξη των επιστημών. Τα όρια και το πεπερασμένο υπάρχουν και ταυτόχρονα αναιρούνται για να επανεμφανισθούν ξανά ως νέα όρια και νέοι περιορισμοί στην ασυμπτωτική συγκλονιστική πορεία του ανθρώπου για την κατανόηση της αντικειμενικής πραγματικότητας. Η επιστήμη όμως δεν είναι αυτόνομη περιοχή και ιδανικό βασίλειο του ορθού λόγου, τόπος καθαρής ορθολογικότητας. Είναι κοινωνική πρακτική που συνδέεται οργανικά με την τεχνολογία, την παραγωγή, το σύνολο των υπερδομών. Υπηρετείται από επιστήμονες που φέρουν διαμορφούμενες αντιλήψεις και προκαταλήψεις και κατέχουν συγκεκριμένη θέση στην κοινωνία. Η επιστήμη είναι εσωτερικό πραγματικό στοιχείο αυτής της κάθε φορά κοινωνίας στην εξέλιξη της! Γι’ αυτό στο χώρο της επιστήμης και των επιστημόνων ο θεολογικός προβληματισμός, οι κοινωνικές διεργασίες που την προκαλούν, την αποτρέπουν ή και την συντηρούν, εμφανίζονται ως εγγενές στοιχείο πολλών επιστημονικών έργων. Η ίδια η επιστήμη δια επιστημόνων εκτρέφει και την άρνηση της! Εκτρέφει δηλαδή παλαιά και σημερινά κυρίαρχα θρησκευτικά ρεύματα, παλαιά και σύγχρονα ρεύματα μυστικισμού και ανορθολογισμού.

Παρόλο λοιπόν που τα θρησκευτικά ρεύματα και το χριστιανικό φάνηκαν πως είναι υποχρεωμένα να υποχωρούν συνεχώς μπροστά στην επιστημονική γνώση και στην εξέλιξη της, παρόλο που ο θεός εκδιώκεται από τα φαινόμενα που υποτίθεται ότι καθόριζε (δημιουργία έμβιων όντων, κίνηση πλανητών, δημιουργία ανθρώπου, κ.α.), εντούτοις η θρησκεία, σύμφωνα με την επίσημη εκκλησία και επιστήμονες, επιστρέφει με νέα ρούχα και νέα πανοπλία. Επιστρέφει δια της αρχής της απροσδιοριστίας του Heisenberg, [5] δια του πιθανοκρατικού χαρακτήρα της κβαντομηχανικής που εκθρονίζει δήθεν το θεμελιώδες αξίωμα της αιτιότητας και τα σωμάτια ελευθέρα τη βουλήσει να επιλέγουν πλέον τις καταστάσεις ύπαρξης τους. Επανέρχεται δια της άυλης ενέργειας – Θεού που αποκαλύπτεται δήθεν από την ειδική θεωρία της σχετικότητας. Η επιστήμη δια της εκκλησίας, η επιστήμη δια επιστημόνων όχι μόνο διαπλέκεται με τα θρησκευτικά δόγματα αλλά επιχειρείται να τα ενισχύσει!

 

Η άυλη πυρά των επιστημονικών ανακαλύψεων

 

Αλλά τι συνεπάγεται η οικειοποίηση από την εκκλησία επιστημονικών κατακτήσεων για την ίδια την επιστήμη; Η παραδειγματική προσέγγιση του θέματος περιορίζει και αδικεί. Ωστόσο ας αμαρτήσουμε! Όπως είναι γνωστό στον κόσμο της μικροφυσικής, στον κόσμο των σωματιδίων θεωρείται ότι ισχύει η αρχή της αβεβαιότητας του Heisenberg. Άρα, κατά το σπουδαίο Δανό φυσικό, «πάει» η αιτιοκρατία [6]. Επαληθεύεται επίσης η γνωστή ποσοτική σχέση του Einstein μεταξύ μάζας και ενέργειας E=mc2,. Επομένως ζήτωσαν η ενέργεια, το άυλο, το πνεύμα, η αφυλοποίηση της ύλης, η θεϊκή παρουσία. Το φωτόνιο επιπροσθέτως είναι ένα ιδιότυπο σωμάτιο που εμφανίζεται με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικού κύματος και σωματίου. Άρα ο κόσμος συντίθεται τελικά από κύματα, από άυλες οντότητες, το πνεύμα, δια του οποίου “επιστρέφει” ο θριαμβεύοντας Θεός. Δεν υπάρχει ιστός στο internet εκκλησιαστικού ιδρύματος, ομιλία ιερωμένων όλης της ιεραρχίας που να μην στηρίζεται σε αυτήν την επιχειρηματολογία επικαλούμενη τον Einstein ή Heisenberg.

Ταυτίζεται όμως η μάζα με την ύλη ή η μάζα, η ενέργεια, τα πεδία είναι μορφές εκδήλωσης της ύλης όταν κατά τον ίδιο τον Einstein, “μαζικά σωμάτια, ηλεκτρικό και μαγνητικό πεδίο συνθέτουν την ύλη”; Και η σχέση αμοιβαίας μετατροπής της μάζας σε ενέργεια και το αντίθετο είναι σχέση τελικής επικράτησης της ενέργειας “από την οποία το παν αναδύεται και όπου το παν επιστρέφει” κατά τον γνωστό ανθρωπολόγο ιερωμένο Chardin, ή σχέση ενότητας μέσα στη διαφορά τους;[7]

Καταργείται η αιτιοκρατία γενικά, ή η αρχή της αβεβαιότητας αναφέρεται σε φαινόμενα που συμβαίνουν σε σχετικά πολύ μικρά μήκη ή πολύ μεγάλες ταχύτητες όπου κατά τον ίδιο τον Heisenberg η οντολογία του υλισμού δεν είναι επεκτάσιμη στην ατομική κλίμακα; Η αρχή της αβεβαιότητας ισχύει ταυτόχρονα για μεγέθη που μετριώνται σε όλους τους άξονες ή σύμφωνα πάλι με τον ίδιο τον Heisenberg, μόνο σε ένα και τον ίδιο άξονα ενώ όλα τα υπόλοιπα ζεύγη μεγεθών σε διαφορετικούς άξονες μπορούν να μετρηθούν ταυτόχρονα με απόλυτη ακρίβεια; Αλλά γιατί οι πιθανότητες σημαίνουν και συνεπάγονται έλλειψη αιτίων και καθορισμού του αποτελέσματος από αυτές; Οι νόμοι του τυχαίου είναι χαοτικό προϊόν άγνοιας και θεϊκής τελικά παρέμβασης, ή έκφραση του πολυδύναμου χαρακτήρα του μικρόκοσμου και του μεγάκοσμου; Οι πιθανές τελικές καταστάσεις και αντίστοιχες πιθανότητες να βρεθεί ένα σύστημα στην κατάσταση που τελικά θα βρεθεί είναι απρόβλεπτη, χαοτική και προϊόν ελεύθερης (θεϊκά εντέλει) παρεχόμενης βούλησης [8], ή καθορίζονται από την αρχική κατάσταση του συστήματος πολλώ μάλλον αφού ποτέ δεν καθορίσθηκε κατάσταση ή κατανομή πιθανοτήτων έξω από την κβαντομηχανικά προβλεπόμενη;

Αλλά και στην ατομική κλίμακα, καταργείται η αιτιοκρατία, ή κατά τον μεγάλο γάλλο διανοητή και επιστήμονα Langevin συμπληρώνεται με μιας νέας μορφής αιτιοκρατία, την πιθανοκρατική αιτιοκρατία, σε μια συζήτηση που συνεχίζεται 80 χρόνια τώρα, αποκρύβεται από την εκκλησία και επαναφέρεται στην ανάπτυξη της για πολλοστή φορά από τον Ε Μπιτσάκη; [9] Και πώς θεμελιώνεται το συμπέρασμα ότι, η γνώση της ύλης πληρέστερα και βαθύτερα (σωμάτια, αντισωμάτια, μετατροπές τους, ατομικές μεταστοιχειώσεις, δυϊσμός φωτονίου), το πέρασμα δηλαδή από το μηχανιστικό αμετάβλητο κόσμο των σωματίων (Newton), στο δυναμικό κόσμο των αλληλοεξαρτώμενων σωματείων, οδηγεί στην αναίρεση της ύπαρξης της ύλης, όταν μάλιστα η αναζήτηση συνεχίζεται;

Αυθαίρετες παραδοχές, αποκρύψεις προβληματισμών, τέλος σε αναζητήσεις που συνοδεύεται από τις αντιλήψεις περί της ολοκλήρωσης δήθεν της επιστήμης, λήψη αυτού που πρέπει να αποδειχθεί ως δεδομένου, αλλοιώσεις επιστημονικών θεωριών! Ο σύγχρονος Άμβωνας που παραχωρεί με μεγαλοκαρδία δήθεν η εκκλησία στην επιστήμη είναι εντέλει το δογματικό κούρνιασμα στην ακινησία και στο υπάρχον. Είναι μια άυλη πυρά των επιστημονικών ανακαλύψεων. Είναι το μέσον, το όχημα, μιας δήθεν και μάταιης δραπέτευσης στον επέκεινα κόσμο! Είναι η συνέχιση της διαπάλης σε μια διαρκώς μεταβαλλόμενη σχέση ανάμεσα στην εξ αποκαλύψεως αλήθεια και στην επιστημονική γνώση η οποία ωθείται τελικά στην αναζήτηση και ανακάλυψη των σχέσεων ανάμεσα σε εκείνο που, στο υποκειμενικό δεδομένο της συνείδησης, αντιστοιχεί αντικειμενικά.

Και αν αξίζει κάτι είναι ότι «Η κριτική της θρησκείας οδηγεί στη διδαχή ότι ο άνθρωπος είναι το υπέρτατο ον για τον άνθρωπο, δηλαδή στην κατηγορική επιταγή της ανατροπής όλων των σχέσεων που κάνουν τον άνθρωπο ένα ον ταπεινωμένο, υποδουλωμένο» (Ένγκελς). Η θρησκεία, μορφή κοινωνικής συνείδησης, ενταγμένη στις κοινωνικές δομές, είναι ενταγμένη στην πάλη των τάξεων. Και ακριβώς αυτό ερμηνεύει το άνοιγμα της βεντάλιας στην κοινωνική συμπεριφορά των θρησκευόμενων και του κλήρου. Υπεραντιδραστική συμπεριφορά από τη μια αλλά και με τα όπλα στο χέρι στο πλευρό των επαναστατών στη Νικαράγουα, στο Μεξικό, δίπλα στον Άρη Βελουχιώτη ο παπα-Ανυπόμονος και άλλοι ιερωμένοι. Αυτό ακριβώς επαληθεύει στην πράξη τη θέση πως «δεν είναι όρος ένταξης ή μη στο εργατικό και αριστερό κίνημα, οι αθεϊστικές ή όχι αντιλήψεις των αγωνιστών». Προϋπόθεση όμως για να εμφανιστούν οι νέοι παπα-Ανυπόμονοι είναι να υπάρξει ο συλλογικός, εργατικός Άρης του 21ου αιώνα!

 

  * Ο Αλ. Αναγνωστάκης είναι φυσικός

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΙ

 

[6]. W. Heisenberg: “Physik und Philosophie” (“ Ο νόμος της αιτιότητας δεν ισχύει πλέον στην κβαντική θεωρία..”)

[7]. Ευτύχης Μπιτσάκης, ό.π.

[8]. N. Bohr, Ατομική Θεωρία και Περιγραφή της Φύσης.

[9]. Ε Μπιτσάκη: “Από τη Πυρά στον Άμβωνα”, “Η εξέλιξη των Θεωριών της Φυσικής” εκδόσεις Δαίδαλος- Ι. Ζαχαρόπουλος, “Ο νέος επιστημονικός Ρεαλισμός”, 1999, εκδόσεις Gutenberg.

 

ΠΗΓΗ: http://www.aristerovima.gr/details.php?id=1975

Σκέψεις: σχέσεις Επιστήμης Θρησκείας Ι

Σκέψεις για τις σχέσεις Επιστήμης και Θρησκείας Ι

 

Του Αλέκου Αναγνωστάκη*

 

Εκατόν εβδομήντα χρόνια από την έκδοση του γνωστού έργου του Αυγούστου Comte «Μαθήματα της φιλοσοφίας του θετικισμού», το 1840, η επιστήμη δεν αντικατέστησε τη θρησκεία και οι εικόνες και οι γιορτές των αγίων δεν αντικαταστάθηκαν από τις γιορτές και τις εικόνες των μεγάλων επιστημόνων με βάση το αντίστοιχο θετικιστικό εορτολόγιο – ημερολόγιο που είχε εκπονήσει και προτείνει ο σπουδαίος διανοητής. Αντίθετα.

Οι διάφοροι τόποι λατρείας του Θεού (εκκλησίες, τζαμιά, συναγωγές) ξαναγεμίζουν. Εκατοντάδες αιρέσεις εμφανίζονται που διεκδικούν την ιδιοποίηση, στην ορθότερη για την κάθε μία από αυτές, διαμεσολάβηση του ανθρώπου με το θείο μαζί και ο νεοπαγανισμός ή η νεοειδωλολατρία. Σαν μαγνητικό αδιαχώριστο δίπολο πάνε μαζί σατανιστικά λεγόμενα σχήματα, χαρτορίχτρες, καφετζούδες, αστρολόγοι με μόνιμες εκπομπές στην τηλεόραση. Όλη η βεντάλια του μυστικισμού και ανορθολογισμού ξεδιπλώνεται εντός της καθημερινότητας του σημερινού ανθρώπου.
Και αυτό συμβαίνει σε μια εποχή, στην εποχή μας, στην οποία οι τάσεις, οι δυνάμεις και οι σχέσεις που υπάρχουν μέσα στη σημερινή κοινωνία έχουν στον πυρήνα τους το ανώτερο ποιοτικά στάδιο δυνητικού επιστημονικού μετασχηματισμού της φύσης και της κοινωνίας. Την ανώτερη από ποτέ τάση μετάβασης από την «καταναγκαστική στη δημιουργική εργασία» με την επιστήμη άμεσα ενταγμένη, καθοριστική δύναμη παραγωγής.

H ταυτόχρονη επομένως έκρηξη τόσο της γνώσης όσο και του ανορθολογισμού, του μυστικισμού και της θρησκευτικότητας, επιβεβαιώνει ξανά, με αρνητικό έστω τρόπο, πως η αντιμετώπιση της θρησκείας αποκλειστικά σαν γέννημα της αντίθεσης πλάνης- επιστημονικής αλήθειας που επανέρχεται με το κίνημα των αποκαλούμενων Νέων Αθεϊστών [1], είναι ανεπαρκής. Κι αυτό γιατί αυτή η προσέγγιση αφαιρεί από την οπτική της την κοινωνική μήτρα των θρησκειών. Στην ουσία «Πατέρας» της απατηλής, αλλοτριωμένης, συνείδησης του ανθρώπου, άρα και της θρησκευτικής, είναι η ατομική ιδιοκτησία. Η οποία δεν είναι μόνο η βάση απανθρωποίησης των οικονομικών σχέσεων και εκμετάλλευσης αλλά και αιτία παραμόρφωσης, αλλοτρίωσης και μυστικοποίησης του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων. (Όπως περιφράζει κάποιος με «συρματοπλέγματα» το «χωράφι» του, με τον ίδιο τρόπο περιφράζει και την καρδιά του απέναντι στους συνανθρώπους του). «Υιός» είναι ο καθολικός θεός των κοινωνιών της «καθολικής εμπορευσιμότητας», το εμπόρευμα, το οποίο μυστικοποιεί το σκοπό δημιουργίας του συνολικού – υλικού και πνευματικού – παραγόμενου ανθρώπινου πλούτου, εκτρέφει τα ανορθολογικά ρεύματα. Ανταγωνιστικότητα, Παραγωγικότητα, Ατομισμός, Αβεβαιότητα στην εργασία, Ανεργία, Εξαθλίωση, είναι το ορθόδοξο «Πνεύμα» του κόσμου της αγοράς απ’ όπου το πνεύμα έχει εκλείψει.

Στην εποχή μας λοιπόν, παρόλο που χαρακτηρίζεται εποχή της γνώσης, η θρησκεία, ο ανορθολογισμός γενικότερα, έχοντας τις ρίζες τους στη γη και όχι στον ουρανό, εξαπλώνονται ακριβώς γιατί, όπως λέει ο Μαρξ, αποτελούν ανεστραμμένη εικόνα ενός κόσμου ήδη ανεστραμμένου. Οι άνθρωποι, μαζί και επιστήμονες, αναζητούν τη θαλπωρή στον επέκεινα κόσμο όπου εναποθέτουν την ελπίδα της πραγμάτωσης κάποτε του ιδανικού της δικαίωσης και της ικανοποίησης όλων των ανθρώπινων βαθύτερων αναγκών, αφού στην επίγεια ζωή, τα μεγάλα ζητήματα και ερωτήματα εξαιρετικά δύσκολα βρίσκουν θετικές ερμηνείες και λύσεις οι οποίες θα έδιναν ουσιαστικό περιεχόμενο στη ζωή τους.

Η θρησκεία λοιπόν, επαναφέροντας την περίφημη ρήση του Μαρξ, είναι «η καθολική θεωρία του κόσμου τούτου, η εγκυκλοπαιδική του σύνοψη, η εκλαϊκευμένη λογική του, το πνευματικό του αποκορύφωμα, ο ενθουσιασμός του, το καθολικό θεμέλιο της παραμυθίας του και της δικαίωσης του. Είναι η φαντασμαγορική πραγμάτωση της ανθρώπινης ουσίας, γιατί η ανθρώπινη ουσία δεν έχει πραγματωθεί αληθινά. Είναι ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, το πνεύμα ενός κόσμου απ’ όπου το πνεύμα έχει λείψει… ». [2] Στη βάση αυτής της διχοτόμησης κατά την οποία ο άνθρωπος είναι εδώ, σε αυτόν τον υλικό κόσμο και ταυτόχρονα αλλού, στον κόσμο του Θεού, στη βάση αυτής της θρησκευτικής υπερβατικής αποξένωσης, βρίσκεται η πραγματική αποξένωση του ανθρώπου μέσα στην διαμορφούμενη κοινωνική πραγματικότητα η οποία φαντάζει πως έτσι είναι και έτσι θα ΄ναι πάντα.

Στο παραπάνω κοινωνικό υπόβαθρο αναπτύσσεται η σχέση επιστήμης και θρησκείας. Σχέση που χαρακτηρίζεται από μια συνεχή διαπάλη αλλά και συνεχή (επανα)διαπραγμάτευση, από μια ελικοειδή ανέλιξη με βήματα οξείας σύγκρουσης, παροδικών, πρόσκαιρων, εύθραυστων και αντιστρέψιμων επιχειρούμενων συμβιβασμών. Συμβιβασμών που επιχειρούνται ανάμεσα σε άτομα, θεσμούς και κοινωνικές ομάδες, σχετικά με τη διαμόρφωση ενός πλέγματος απόψεων για τη δομή του κόσμου, για το είδος των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, για το ρόλο του ατόμου.

Η δίκη του Γαλιλαίου το 1633 και η αναταραχή που προκάλεσε η Καταγωγή των Ειδών του Δαρβίνου μετά τη δημοσίευσή της το 1859, είναι παραδειγματικά και συμβολικά δύο από τα γνωστότερα επεισόδια αυτής της πορείας. Από τη μια: Η απαγόρευση με αποκεφαλισμό με νόμο του έτους 385 (Θεοδοσιανός Κώδιξ 9.16.8-12) όσων επιμένουν να ασχολούνται με αυτή την απαγορευμένη πλάνη, τα μαθηματικά, διότι «δεν διαφέρει το αμάρτημα να διδάσκεις από το να διδάσκεσαι». Οι διώξεις και οι απαγορεύσεις στη φεουδαρχία και το Μεσαίωνα. Η απαγόρευση σε όλους τους κληρικούς της μελέτης της φυσικής από τον πάπα Αλέξανδρο το 1163. Η αντιμετώπιση των μαθηματικών, της αναζήτησης της γνώσης, ως «αμαρτία όταν δεν αποβλέπει στην αναζήτηση του θεού.» (Θωμάς Ακινάτης 1275).

Η καταδίκη στην Κωνσταντινούπολη το 1082 από τον πατριάρχη Ευστράτιο Γαρίδα του «ύπατου των φιλοσόφων» Ιωάννη Ιταλού με έντεκα αναθέματα και σε υποχρεωτικό μοναστικό εγκλεισμό, με το σκεπτικό ότι ο Ιταλός ήταν: «Ελληνόπληκτος και δαιμονόπληκτος και διέδιδε …μακάβριες διδασκαλίες των Ελλήνων (Πλάτωνα και Νεοπλατωνικoούς), την άρνηση του εκκλησιαστικού δόγματος ότι το σύμπαν δημιουργήθηκε εκ του μηδενός…». Η απαγόρευση, ή ματαίωση στην πράξη της διδασκαλίας της εξέλιξης των ειδών του Δαρβίνου ως την εποχή μας. Και από την άλλη, ενίοτε εκεί, στην ίδια περίοδο – όσο μάλιστα πλησιάζουμε προς την Αναγέννηση, π.χ. στην πρώτη δίκη του Γαλιλαίου το 1616 – η επιδίωξη συμβιβασμού. Για παράδειγμα: Η επίτευξη συμφωνίας ανάμεσα στο Γαλιλαίο και την εκκλησία, με τη βοήθεια ισχυρών εκκλησιαστικών παραγόντων, ώστε ο επιστήμονας Γαλιλαίος ”να συζητάει και να διδάσκει τον ηλιοκεντρισμό μόνο ως μέσο υπολογισμού της θέσης των ουρανίων σωμάτων, αρκεί αυτή η αναζήτηση και η διδασκαλία να μην έχει επίπτωση στην κοσμολογία, δηλαδή στη δομή του σύμπαντος. Αυτή καθοριζόταν με βάση τα θρησκευτικά δόγματα. Συμβιβασμός που μεθοδεύεται από το Διευθυντή του εξαιρετικά σημαντικού Collegio Romano, τον Καρδινάλιο Bellarmine, κατά τις συνεδριάσεις της Ιεράς Εξέτασης τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1616. Συμβιβασμός που επέφερε αποτέλεσμα: Το 1632, ο Γαλιλαίος εκδίδει το “Διάλογοι ανάμεσα στα δύο βασικά συστήματα του κόσμου – Το πτολεμαϊκό και το κοπερνίκειο”, ύστερα από κανονική άδεια της Εκκλησίας, όπως προέβλεπαν οι νόμοι για κάθε νέο βιβλίο. Ο συμβιβασμός αυτός συμπίπτει με τις μεγάλες ήττες των Καθολικών δυνάμεων και την αμφισβήτηση της παπικής εξουσίας στη διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέμου.

Στο μεταξύ όμως πληθαίνουν οι καταγγελίες προς την Ιερά Εξέταση εκκλησιαστικών τιτλούχων αλλά και συναδέλφων του Γαλιλαίου. Και τελικά, το συνολικό «κλίμα» του βιβλίου, κατά την Εκκλησία, συνηγορεί υπερ του ότι ο Γαλιλαίος ασπάζεται τις απόψεις που αναπτύσσει, κατά παράβαση του συμβιβασμού του 1616! Παρά τις προσπάθειες να βρεθεί και πάλι μια συμβιβαστική λύση, το δικαστήριο τον καταδικάζει – έστω και όχι ομόφωνα – σε ποινή ισόβιο κατ’ οίκον περιορισμό, την πρώτη φάση της οποίας εκτίει όμως στην οικία του ίδιου του Αρχιεπισκόπου της Σιένα! Ο ίδιος στο όνομα της Αγίας και ομοούσιας Τριάδας αποκηρύσσει τις ιδέες του ως αιρετικές! Ο Bellarmine έχει πεθάνει. Οι συσχετισμοί έχουν αλλάξει. Οι σύμμαχοι του Γαλιλαίου δεν μπορούν πλέον να είναι τόσο κατηγορηματικοί όσο παλιά, αφού βρισκόμαστε σε περίοδο κατά την οποία η Καθολική Εκκλησία δέχεται σοβαρές απειλές. Αντίθετα τριάντα δύο μόλις χρόνια πριν, στις 17 Φλεβάρη του 1600, ο Τζορντάνο Μπρούνο, με εισήγηση πάλι του ίδιου καρδινάλιου, του Bellarmine, ρίχνεται στην πυρά γιατί παραδεχόταν την απειρότητα του σύμπαντος, το ηλιοκεντρικό σύστημα και την ύπαρξη πολλών κόσμων.

Στη σχέση επιστήμης και θρησκείας συνεπώς εκφράζονται οι εκάστοτε συσχετισμοί, οι εκάστοτε πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές διαμάχες. Διακόσια τριάντα χρόνια μετά, το 1891, ο πάπας Λέων ΙΓ΄ εγκαινιάζει το Αστεροσκοπείο του Βατικανού και υπενθύμιζε σ’ αυτούς που κατηγορούσαν την Εκκλησία ως φίλη του σκοταδισμού και ως παράγοντα άγνοιας και ως εχθρού της επιστήμης και της προόδου, πως τα εγκαίνια του Αστεροσκοπείου μαρτυρούσαν καθαρά, ότι η Εκκλησία και οι ποιμένες της δεν αντιτίθενται στην αληθινή και σταθερή επιστήμη. Αντίθετα την ασπάζονται, την ενθαρρύνουν και την προωθούν. Χρειάστηκαν όμως άλλα 70 χρόνια, χρειάστηκε να περάσουν τρεις αιώνες από την καταδίκη, ώστε η Δυτική Εκκλησία – όπως η ίδια ισχυρίζεται – να αναγνωρίσει το σφάλμα της το 1982 και να αποκατασταθεί η ίδια επιχειρώντας την αποκατάσταση του Γαλιλαίου στο εσωτερικό της.

Ήταν κάτι σαν παρεξήγηση. (Ή περί της ισοδυναμίας δόγματος και αξιώματος)

 

Η σφοδρή αντιπαράθεση θρησκείας – εκκλησίας επιστήμης που χαρακτήρισε μια ολόκληρη εποχή και οδήγησε σε διώξεις, φυλακίσεις, εξορίες και δολοφονίες τολμηρών επιστημόνων, επιχειρείται να υποβαθμιστεί. Γι’ αυτό χαρακτηρίζεται πλέον κατά τον Πάπα Παύλο τον 6ο (1976) λίγο πολύ σαν «παρεξήγηση που διαταράσσει τη διανοητική μας ισορροπία και αποτελεί το μεγάλο πρόβλημα της εποχής μας». «Τόσο η θρησκεία όσο και η επιστήμη πρέπει να διατηρήσουν την αυτονομία και την ιδιαιτερότητα τους, με αναγκαίο το δύσκολο διάλογο μεταξύ τους», συμπυκνώνει το 1987 ο Πάπας Ιωάννης Παύλος επ’ ευκαιρία της τρίτης εκατονταετίας από την επανέκδοση από το Βατικανό του έργου του Newton, Principia Mathematica.

Στις 23 Μάρτη του 2009, ο εκπρόσωπος του αστεροσκοπείου του Βατικανού, ιερέας Κρίστοφερ Κόρμπαλι, υποστηρίζει σε γνωστή εφημερίδα ότι η επιστήμη μπορεί να συνδυαστεί με τη θρησκεία. Το Βατικανό, συνεχίζει, αποδέχεται τη θεωρία της Μεγάλης Εκρηξης ως γενεσιουργό αιτία του Σύμπαντος. Θεωρεί πιθανό να υπάρχει εξωγήινη ζωή και υποστηρίζει πως τελικά ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο, ενώ η επιστήμη μελετά τον τρόπο με τον οποίο το πραγματοποίησε. Στην εποχή του Γαλιλαίου, συμπληρώνει, η επιστημονική μέθοδος βρισκόταν στην παιδική της ηλικία. Τώρα η επιστήμη είναι αποδεκτή ως ένας – όχι όμως και ο μοναδικός – τρόπος για να αντιληφθούμε τον εαυτό μας και τον κόσμο όπου ζούμε.. Υπό την επίβλεψη της Αγίας Έδρας κληρικοί αστρονόμοι πραγματοποιούν πειράματα. Μελετούν τη συμπεριφορά των πλανητών και υποστηρίζουν, σχεδόν 800 χρόνια μετά την Ιερά Παπική Εξέταση, πως οι επιστημονικές θεωρίες μπορούν να συνδυαστούν με τη Θρησκεία.

Τον 19ο αιώνα η Εκκλησία αισθανόταν, κατά τον Κάρμπαλι, ότι έπρεπε να πει στους επιστήμονες να μη φοβούνται τη θρησκεία. Πλέον αποστολή μας, τονίζει, είναι να υπενθυμίζουμε στους πιστούς ότι δεν υπάρχει τίποτα να φοβούνται την επιστήμη.

Και στην καθ’ ημάς Ανατολή, στην ορθόδοξη χριστιανοσύνη; «Όταν σκέπτομαι» την Oρθοδοξία στους επόμενους αιώνες, γράφει ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος, «την οραματίζομαι ανοικτή στην εξέλιξη, στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται από την επιστήμη, την τέχνη, την τεχνολογία. H θέση της Oρθοδοξίας δεν είναι στο περιθώριο της ιστορίας αλλά στο κέντρο των κοινωνικών ζυμώσεων, στην πρωτοπορία της προόδου».

Οι προαναφερθείσες σύγχρονες, κυρίαρχες πλέον, απόψεις της εκκλησίας σε όσον αφορά τη σχέση επιστήμης – θρησκείας συγκατοικούν με την ισχυρή τάση της επιθετικής υπεραντιδραστικής πολιτικής θρησκευτικότητας, είτε πρόκειται για τη χριστιανική Δεξιά στις ΗΠΑ, τον φανατικό θρησκευτικό εθνικισμό των Ισραηλινών ή τους ισχυρούς αντιδραστικούς ελληνικούς εκκλησιαστικούς και πολιτικούς κύκλους. Οι απόψεις αυτές συγκατοικούν με το φονταμενταλισμό, δηλαδή την τυφλή υπακοή στις θρησκευτικές αρχές και παραδόσεις. Με αιώνιες δήθεν αλήθειες που η θεία αποκάλυψη και τα ιερά κείμενα έχουν δώσει μια για πάντα και οι οποίες τίθενται υπεράνω των νόμων και των δικαιωμάτων των πολιτών, σε μια κατάσταση μέσα στην οποία ο ορθός λόγος εξαφανίζεται. («Ο Θεός μου είπε να ηγηθώ του έθνους μου. Εκείνος μου είπε και να εισβάλλω στο Iράκ», δηλώνει ο εκλεκτός της χριστιανικής ακροδεξιάς των HΠA Tζορτζ Mπους.)

Η αναγνώριση λοιπόν της αμοιβαίας εγκυρότητας και αυτονομίας τόσο της επιστήμης όσο και θρησκείας, η κάθε μια στο χώρο της, σύμφωνα με τις απόψεις τόσο των σύγχρονων εκκλησιαστικών ταγών όσο και πιστών επιστημόνων, πρέπει να γίνει αποδεκτή ως προϋπόθεση και ως βάση για μια θετική συνύπαρξη και σχέση μεταξύ των δύο αυτών χώρων του ανθρώπινου πολιτισμού, ως βάση για ένα δύσκολο αλλά αναγκαίο διάλογο.

Αλλά τι σημαίνει και πως κατανοείται η εγκυρότητα και η αυτονομία τόσο της επιστήμης όσο και της θρησκείας μεταξύ τους όταν την ίδια στιγμή, οι ίδιοι που την διακηρύσσουν μετατοπίζονται στην ιδιοποίηση επιστημονικών κατακτήσεων από τη σύγχρονη φυσική, τη βιολογία, τα μαθηματικά και την κοσμολογία για να αποδείξουν την ύπαρξη του Θεού; Και είναι αυτός ο επιδιωκόμενος ιστορικός συμβιβασμός που καθορίζει τη στάση της εκκλησίας ή η αρχή ότι «πλέον αποστολή μας, είναι να υπενθυμίζουμε στους πιστούς ότι δεν υπάρχει τίποτα να φοβούνται την επιστήμη»; Και τι συνεπάγεται στην αντιμετώπιση της επιστήμης από την εκκλησία η ρήση πως «πλέον δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα από την επιστήμη»; Μπορεί τελικά να υπάρξει μια τέτοια εγκυρότητα, συνύπαρξη και αυτονομία;

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Ι

[1]. Ρεύμα με αξιόλογη κοινωνική δράση αλλά και συγγραφική δραστηριότητα με το οποίο η Αριστερά οφείλει να επικοινωνήσει. Στην Αμερική, τουλάχιστον πέντε βιβλία έγιναν μπεστ σέλερ: Σαμ Χάρις, Το «Τέλος της Πίστης», Εκδόσεις Ενάλιος 2008. και «Επιστολή σε ένα Χριστιανικό Εθνος», εκδ. Κέδρος 2007, Ντάνιελ Ντένετ, «Λύνοντας τα Μάγια» εκδ Viking Adult 2006, Ρίτσαρντ Ντόκινς, «Η περί Θεού αυταπάτη» εκδ Κάτοπτρο 2007, Κρίστοφερ Χίτσενς. «Ο Θεός δεν είναι Τέλειος», εκδ. Atlantic Books. Στη Γερμανία επίσης το Ίδρυμα «Giordano Bruno» υποστηρίζει τις ενέργειες για ανάρτηση πινακίδων στα λεωφορεία με το μήνυμα «Δεν υπάρχει, σχεδόν με βεβαιότητα, θεός» κλπ.

[2]. Καρλ Μαρξ, Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας

[3]. Ευτύχης Μπιτσάκης, Από την Πυρά στον Άμβωνα, εκδόσεις Τόπος

[4]. Στο ίδιο

[5]. Η αρχή της απροδιοριστίας ή διαφορετικά αρχή της αβεβαιότητας διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1927 από τον Werner Heisenberg. Σύμφωνα με αυτήν “είναι αδύνατο να μετρήσουμε ταυτόχρονα, τη θέση και την ορμή σωματιδίου με απεριόριστη ακρίβεια”. Πρακτικά σημαίνει πως αν μετρήσουμε με απόλυτη βεβαιότητα την ορμή ενός σωματιδίου τότε είναι αδύνατο να ξέρουμε που βρίσκεται αυτό. Ο ίδιος ο Χάιζενμπεργκ εξήγησε ότι αυτή η ελάχιστη αβεβαιότητα στη μέτρηση των Δx και Δp δεν είναι πειραματικό σφάλμα, δεν οφείλεται στις ατέλειες των πειραματικών συσκευών, αλλά προκύπτει από την δομή της ύλης αυτής καθ΄ εαυτήν, είναι άμεση συνέπεια του κυματοσωματιδιακού διυσμού της ύλης. Σε θεωρητικό επίπεδο, είναι αποτέλεσμα των μη μεταθετικών σχέσεων ανάμεσα στους κβαντομηχανικούς τελεστές θέσης και ορμής.

 

[Συνεχίζεται με το μέρος ΙΙ]

 

ΠΗΓΗ: http://www.aristerovima.gr/details.php?id=1975

Περί Ελευσινίων Μυστηρίων

Περί Ελευσινίων Μυστηρίων

 

Της Αμαλίας  Κ. Ηλιάδη*


 

Η λέξη Μυστήριο σημαίνει το απόρρητο, το μυστικό και προέρχεται ετυμολογικά από το ρήμα «μυείν» που σημαίνει κλείνω. Ο Μύστης-μυσταγωγός ασκώντας τη μυστική λατρεία προς το θείο προσβλέπει στην ένωση, στη συνοχή της κοινότητας των μυημένων, ανώτερων πνευματικά ανθρώπων.

Οι αιώνιες αλήθειες της ανθρώπινης ψυχής, ως φυσικές και αλληγορικές αναπαραστάσεις ανθρώπων, μέσω της Δήμητρας, της χθόνιας θεότητας της γης και του Άδη-θανάτου, αποκαλύπτονται στους μυημένους. Η Γη ως μήτηρ με αγροτικό χαρακτήρα και  γονιμότητα συμπυκνώνει τη ζωή και το θάνατο, την εναλλαγή του φωτός και της σκιάς ως φυσικού και μεταφυσικού φαινομένου.

Η προέλευση των Ελευσινίων Μυστηρίων είναι προελληνική, πελασγική ή μυκηναϊκή. Για πρώτη φορά τέλεση μυστηρίων εντοπίζεται  στη Βοιωτία. Οι Αχαιοί και οι Ίωνες υιοθέτησαν και αφομοίωσαν χθόνιες θεότητες ενώ οι Ευμολπίδες, το βασιλικό γένος της Ελευσίνας, υπήρξαν από τους πρώτους Ιεροφάντες, Κήρυκες και δαδούχους των Ελευσινίων Μυστηρίων.

Οι Αθηναίοι ήταν βέβαια αυτοί που «απογείωσαν» τα Ελευσίνια Μυστήρια συντελώντας στην απώτατη ακμή τους. Από την εποχή του απογείου του 5ου αι. μ.Χ. και της αίγλης της τυρρανίδας των Πεισιστρατιδών, πολιτικοί, οικονομικοί και κοινωνικοί λόγοι οδήγησαν την Αθήνα σε μια πνευματική ηγεμονία άνευ προηγουμένου.  Το Ψήφισμα του Περικλή περί κατάργησης της   προσόδου στα Ελευσίνια Μυστήρια απάλειψε τον  ελιτίστικο χαρακτήρα τους, αφού έτσι τα προηγούμενα χρόνια ήταν προορισμένα μόνο για υψηλές «εισόδους». Το «άνοιγμα»,  όμως, των Μυστηρίων σε όλους εκτός των μη ομιλούντων την Ελληνική (π.χ. Πέρσες) τα καθιστά χαμηλότερης πνευματικής ποιότητας.

Τα Μεγάλα Μυστήρια διαρκούσαν 9 ημέρες και θεωρούνταν Πανελλήνια Γιορτή.   Κάθε  Φθινόπωρο, κατά τις αρχές του Οκτωβρίου, από την εποχή της Τυραννίδας των Πεισιστρατιδών  κατά το απόγειο του 5ου αι. π.Χ. οι Αθηναίοι τελούσαν  τα Ελευσίνια Μυστήρια μεταφέροντας τα ιερά αντικείμενα σε κίστη (καλάθι) από την Ελευσίνα στην Αθήνα και το αντίστροφο. Ο Άρχων Βασιλεύς στην Ποικίλη Στοά της Αγοράς πρωτοστατούσε στην κάθαρση με αλμυρό νερό και αργότερα στην πορεία στην Ιερά Οδό προς την Ελευσίνα. Στην στάση του Κηφισού οι αισχρολογίες και τα άσεμνα αστεία αποτελούσαν τον προάγγελο της μυστηριακής τελετουργίας του Τελεστηρίου: η εναλλαγή σκότους και φωτός που συνάδει με την αρχιτεκτονική δόμηση του κτιρίου, τα δρώμενα για τη Μητέρα, την Κόρη και τον Πλούτωνα (όπως αναπαριστώνται κυρίως σε αρχαία έργα τέχνης) που συμβολίζουν τον ιερό γάμο ζωής και θανάτου, ώθησαν τον Αριστοφάνη, τον Πλάτωνα, άλλους αρχαίους και χριστιανούς συγγραφείς καθώς και νεότερους μελετητές, όπως τον Φουκάρ και τον Νόακ , να υποθέσουν τη χρήση μηχανημάτων προς εντυπωσιασμό κατά την τέλεση των Ελευσινίων Μυστηρίων.

Τα έντονα αυτά θεατρικά στοιχεία καθώς και οι ισχυροί συμβολισμοί ( στάχυς του αδύτου, μύηση, Τελετή, Εποπτεία) θα προσφέρουν αργότερα στο Χριστιανισμό, σύμφωνα και με τη μαρτυρία του Ιππόλυτου, χριστιανού συγγραφέα του 2ου αι. μ.Χ., ιδεολογικό περιεχόμενο συμβατό με αυτό των Ελευσινίων:

θερισμός=θάνατος/ελπίδα=προσδοκία ανάστασης. Βέβαια,  με την έλευση  και τελειωτική επικράτηση του Χριστιανισμού και την Εσχατολογική του Διδασκαλία τα Ελευσίνια Μυστήρια έλαβαν χαρακτήρα περισσότερο τελετουργικό και αποστεωμένο.

 

* Η Αμαλία Κ. Ηλιάδη είναι φιλόλογος – ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ’ το Α.Π.Θ.), Υπεύθυνη Σχολικής Βιβλιοθήκης 2ου Ε.Π.Α.Λ.  Τρικάλων, ailiadi@sch.gr, http://users.sch.gr/ailiadi, http://blogs.sch.gr/ailiadi,  http://www.matia.gr, http://www.emy67.wordpress.com.

Άνθρωπος: ολότητα και τμήμα του εαυτού του

Ο άνθρωπος ως «ολότητα» και ως «τμήμα του εαυτού του»

 

Του Σταύρου Κιολέογλου*

 

Homo sum, humani nihil a me alienum puto

(Είμαι άνθρωπος.

Δε θεωρώ σε μένα ξένο τίποτα το ανθρώπινο,

Terenzio, Heautontimorumenos, v. 77)

 

Σύντομη περιγραφή της διαλεκτικής υλιστικής μεθόδου

 

Η εμπειρική έρευνα ενός οποιουδήποτε ζωντανού και πραγματικού φαινομένου προϋποθέτει – από την αρχή της ακόμα – μια σύλληψη του εξεταζόμενου φαινομένου και του περιεχομένου του. Το πρόβλημα τίθεται όταν τα γεγονότα και οι αφηρημένοι προσδιορισμοί που «ξεπήδησαν» από την ανάλυση και από το διαμελισμό του φαινομένου, ξεκινούν να γίνονται αντιφατικοί και να αλληλοαποκλείονται αμοιβαία.

Σε αυτό το σημείο η τυπική λογική που είναι απαραίτητη για την ανάλυση, θέλοντας να ελευθερωθεί από το αντιφατικό περιεχόμενο του φαινομένου για να διατηρήσει αμετάβλητη την αρχική του στατική σύλληψη, θεωρεί την αντιφατική κίνηση ως εξωτερική από τα ίδια τα γεγονότα καθιστώντας όλο και πιο αφηρημένο το ίδιο το περιεχόμενο του φαινομένου, ανάγοντάς το σε νεκρά εξωτερικά γεγονότα και θεωρητικοποιώντας το ως απλό πρόσχημα για την εφαρμογή μιας αφηρημένης μορφής. Μια τυπική ακραία συνέπεια μιας τέτοιας διαστρέβλωσης και χειραγώγησης της ουσιώδης πραγματικότητας του φαινομένου είναι ο χυδαίος εμπειρισμός και ο θετικισμός.

Η αναλυτική λογική (διάνοια – Verstand) κυρίως αποσυνθέτει το φαινόμενο ακινητοποιώντας το περιεχόμενο (επειδή δεν μπορεί να το αποφύγει εντελώς) σε απλούς, αφηρημένους προσδιορισμούς και αναπαριστά το πραγματικό, αναγκαστικά, ως μια αφηρημένη μεταφυσική ολότητα. Η ιστορική ανάλυση (ο διαλεκτικός λόγος – Vernunft) δεν αρνείται σχολαστικά την αναλυτική διάνοια αλλά την προϋποθέτει ανασυνθέτοντας το πραγματικό περιεχόμενο του φαινομένου έτσι όπως είναι αντικειμενικά: ως εσωτερική ενότητα αντίθετων προσδιορισμών, «ανατρέποντας» («διευρύνοντας») τις αφαιρέσεις και τις έννοιες της ίδιας της λογικής ανάλυσης της διάνοιας, μεταβάλλοντας την αρχική σύλληψη του ίδιου του φαινομένου, εκθέτοντας τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του φαινομένου ως προϊόντα και αποτελέσματα μιας ιστορικής διαδικασίας. Η λογική ανάλυση, κάθε φορά που δεν αίρεται διαλεκτικά στο αντίθετό της, στην ιστορική ανάλυση, μυστικοποιεί το περιεχόμενο της πραγματικής κίνησης του φαινομένου ανάγοντάς το σε γενικές φόρμουλες με αξιώσεις ψευδούς καθολικότητας, συγχέοντας την τυχαιότητα με την αναγκαιότητα και «εξηγώντας» τα πραγματικά φαινόμενα με την εξωτερική αφηρημένη τους ταυτότητα. Η ιστορική ανάλυση, επιστρέφοντας κατά κάποιον τρόπο στο συγκεκριμένο πραγματικό φαινόμενο, το ανασυνθέτει ως εσωτερική αντιφατική ενότητα των πολλαπλών αφηρημένων καθορισμών που «ξεπήδησαν» από τη λογική ανάλυση, ανακαλύπτοντας τις ουσιώδεις εσωτερικές σχέσεις του που το θέτουν εν ζωή και οι οποίες δεν είναι ως τέτοιες νοούμενες από την αναλυτική λογική, δεδομένου ότι αυτή τις προϋποθέτει ήδη δοσμένες και μια και για πάντα. Η εμπειρική έρευνα ενός φαινομένου λοιπόν δεν συνίσταται σε μια καταγραφή «γεγονότων» σύμφωνα με ένα γενικό νόμο ανάπτυξης που υπερίπταται της αντιφατικής κίνησης (ανάπτυξης) του ίδιου του φαινομένου, αλλά είναι η ίδια η σύλληψη του φαινομένου σύμφωνα με τη διαλεκτική μέθοδο όπου το «γεγονός» συγκεκριμενοποιείται σε μια πραγματικότητα αναγκαίων ουσιωδών σχέσεων που αντιτίθενται, αν και διατηρώντας την, στη φαινομενική εμφάνιση του «γεγονότος» καθ’εαυτού.


Λίγα λόγια πάνω στην καταγωγή και ανάπτυξη των ψυχικών φαινομένων

 

«Το μάτι έγινε ανθρώπινο μάτι, μόλις το αντικείμενό του έγινε ένα κοινωνικό, ανθρώπινο αντικείμενο, φτιαγμένο από τον άνθρωπο και για τον άνθρωπο», μάς λέει ο Μαρξ στα οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα του 1844.

Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πως το ίδιο επακριβώς ισχύει για τον εγκέφαλο και για όλες τις αισθήσεις του, η μόρφωση των οποίων είναι «έργο όλης της ιστορίας της ανθρωπότητας μέχρι σήμερα». Ο άνθρωπος, συνεπώς, δεν είναι μια ενσωμάτωση σε μια κάποια κοινωνική διάσταση, η σχέση του με την κοινωνία δεν είναι μια απλή εξωτερική σχέση. Ο άνθρωπος είναι η κοινωνική ύπαρξη.

Ο άνθρωπος δεν είναι ένα άθροισμα κυττάρων και συναισθημάτων, αναμειγμένα με λίγη περισσότερη ή λίγη λιγότερη κοινωνία. Αυτή η θέση, που αξιώνει μάλιστα να είναι και «αντικειμενική», δεν είναι παρά μια εκλεκτική αστική σούπα. Ο άνθρωπος δεν είναι καθόλου ένα άθροισμα ή, που είναι το ίδιο, ένα μηχανικό σύνολο πραγμάτων και στοιχείων, αλλά συνιστά μια διαλεκτική ολότητα που σημαίνει ολότητα-διαλεκτικών-σχέσεων.                                                                 

Τι εννοούμε όμως με την έννοια της «ολότητας»; Ολότητα είναι εκείνο το όλον που έχει ως χαρακτηριστικό του την εσωτερική συνάφεια, τον εσωτερικό αμοιβαίο δεσμό και αλληλεπίδραση των πλευρών (μερών) του. Η κινητήριος πηγή της ολότητας είναι, άρα, η εσωτερική της αντίφαση και που φυσικά μπορεί να βρίσκεται σε διάφορα στάδια της ανάπτυξής της, ανοίγοντας με αυτό τον τρόπο και τους αντίστοιχους δρόμους για την επιστημονική μελέτη της ολότητας και των φυσικών νόμων της αλλαγής της. Η ανθρώπινη ολότητα βγαίνει από τα «σπλάχνα» μιας προγενέστερης αναπτυξιακής διαδικασίας και αντίστοιχης σε αυτήν ολότητας αλλά την ίδια στιγμή και εντός αυτής της τελευταίας αρχίζουν να «ανατέλλουν» και οι προϋποθέσεις για τη μεταγενέστερη ολότητα. Η νέα μεταγενέστερη ολότητα, τελικά, προκύπτει κατ'ανάγκη και μέσω της διαλεκτικής άρνησης της προγενέστερης και μπορεί να προσεγγιστεί επιστημονικά στη συνεχή/ασυνεχή εξωτερική της αναπτυξιακή κίνηση μονάχα σε ενότητα με το νέο εσωτερικό της αντιφατικό προτσές που φέρει τις δικές του αντιφάσεις και οι οποίες δε μπορούν μηχανιστικά να αναχθούν στις εσωτερικές αναπτυξιακές αντιφάσεις της προγενέστερης διαδικασίας και στην αντίστοιχη σε αυτήν ολότητα. Σε αυτή την αναπτυξιακή κίνηση λοιπόν η βιολογική επιμέρους πλευρά – που για τον εαυτό της (per se`) μόνο ως αφαίρεση μπορεί να υπάρξει – είναι η πιο απλή εξωτερική σχέση της ανθρώπινης ολότητας στις μεταγενέστερες διαλεκτικές στιγμές της αλλά όχι και στις προγενέστερες. Η διαφορά μεταξύ αυτών των δυο στιγμών είναι μια διαφορά ιστορική και όχι απλά χρονολογική.

Η ποιότητα της ανθρώπινης ολότητας (το «Είναι» της) δεν ανάγεται στις ποιότητες των επιμέρους πλευρών (μερών), δεν προκύπτει μηχανιστικά από το άθροισμά τους αλλά ανακύπτει από το αντιφατικό προτσές της διαλεκτικής άρσης των δομικών τους σχέσεων όπου οι ποσοτικές αλλαγές μετατρέπονται σε ποιοτικές και όπου οι αιτίες της άρνησης υπάρχουν σε ανηρμένη, μετασχηματισμένη μορφή στα αποτελέσματα της άρνησης και τα αποτελέσματα υφίστανται σε υποταγμένη μορφή στις νέες αιτίες, όπου το «παλιό» και οι προγενέστερες ολότητες – φυσική, χημική, βιολογική ολότητα – δεν πεθαίνουν αλλά υφίστανται σε ανηρμένη, μετασχηματισμένη και υποταγμένη μορφή στο «νέο», στη μεταγενέστερη κοινωνική ολότητα. Αυτή η αντιφατική αναπτυξιακή κίνηση καταλήγει στο φυσικό βιολογικό θάνατο του ατόμου όταν η εσωτερική κίνηση της ανθρώπινης ολότητας αρνείται τον εαυτό της «εν εαυτώ». Η κίνηση της ζωής λοιπόν οργανωμένη σε βιολογικά κύτταρα είναι η άρνηση της ζωής οργανωμένης σε χημικά μόρια. Η κοινωνική ανθρώπινη ζωή είναι η άρνηση της άρνησης που προϋποθέτει τις «δυο προηγούμενες ζωές» αλλά τις εμπεριέχει σε διαλεκτικά ανηρμένες, μετασχηματισμένες και υποταγμένες μορφές και δεν ανάγεται σ’αυτές.

Με άλλα λόγια, αυτό σημαίνει πως η ανθρώπινη ζωή, ο άνθρωπος, δεν ανάγεται στη βιολογική (γονίδια), χημική, φυσική και κοινωνιολογική του ζωή. Εδώ, λέγοντας κοινωνιολογική ζωή, εννοούμε την απλή εξωτερική κοινωνική σχέση, το λεγόμενο και κοινωνικό περίγυρο ή περιβάλλον. Η ανθρώπινη ολότητα δε δύναται να υπάρξει χωρίς τη βιολογική, χημική και φυσική της υπόσταση. Η βαθμιαία και σταδιακή ανάπτυξη του ανθρώπινου εμβρύου μέσα στη μήτρα είναι ένα – αντιφατικό – προτσές που υπακούει πιστά και αποκλειστικά στους σιδερένιους νόμους της βιολογίας. Με την έξοδο του εμβρύου από την κοιλιά της μητέρας του γεννιέται ο άνθρωπος ως φυσικό και βιολογικό άτομο, προικισμένο με μια βιολογική φύση που σε σύγκριση με την αντίστοιχη φύση των υπόλοιπων θηλαστικών φαντάζει ιδιαίτερα αδύναμη και χωρίς το παραμικρό ίχνος συνείδησης, σκέψης και αυτόνομης δραστηριότητας. Με μια προσεκτική, εμπειρική ματιά στο βασίλειο των ζώων, στο οποίο άλλωστε ανήκει και ο άνθρωπος, θα διαπιστώσουμε την πλήρη «αρμονία» του κάθε ζωικού είδους με το περιβάλλον, «αρμονία» που δεν απορρέει από την καθυπόταξη των ζωικών ειδών σε ένα αφηρημένο εχθρικό περιβάλλον. Το περιβάλλον δεν είναι μια αφαίρεση που υπάρχει έξω και μακριά από τα διάφορα είδη του ζωικού βασιλείου, αλλά είναι πολύ συγκεκριμένο και ειδικό για το κάθε ξεχωριστό και ειδικό ζωικό είδος. Η ανατομία, φυσιολογία και μορφολογία του ψαριού θα μάς φαινόταν πολύ περίεργη και εντελώς ακατανόητη αν δεν τις μελετούσαμε σε σχέση με το ειδικό περιβάλλον του ψαριού που είναι το νερό. Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την ανατομία, τη βιολογία και τη φυσιολογία ενός οργανισμού από τον πιο απλό μέχρι και τον πιο σύνθετο αποτελεί αναγκαία συνθήκη να μελετάμε τον επί εξέτασιν οργανισμό, όχι σε σχέση με το γενικό και αφηρημένο εξωτερικό περιβάλλον αλλά προσδιορίζοντας και εντοπίζοντας την εσωτερική σχέση και συνάφεια του οργανισμού με το περιβάλλον. Η κατανόηση του οργανισμού λύνεται στην κατανόηση του περιβάλλοντός του και η κατανόηση του περιβάλλοντος λύνεται στην κατανόηση του οργανισμού.

Η σχέση λοιπόν των οργανισμών ως υποκειμένων με το αντικειμενικό τους περιβάλλον, από το βακτήριο μέχρι και τον άνθρωπο, είναι μια διαλεκτική σχέση όπου το υποκείμενο και το αντικείμενο αλληλοκαθορίζονται σε μια σχέση ενότητας και πάλης αντιθέτων, όπου το ένα δεν υπάρχει ανεξάρτητα από το άλλο και που η αναπτυξιακή κίνηση προκύπτει από αυτήν τη διαλεκτική εσωτερική αντίφαση χωρίς να «χάνεται» το υποκείμενο στο αντικείμενο και το αντίστροφο. Συνεπώς, οι οργανισμοί παράγουν το περιβάλλον τους μα είναι ταυτόχρονα το περιβάλλον που καθορίζει την παραγωγική δραστηριότητα των οργανισμών. Αυτό που στο γυμνό μάτι φαίνεται ως παθητική προσαρμογή του οργανισμού στο περιβάλλον, στην πραγματικότητα είναι η πράξη παραγωγής του περιβάλλοντος εκ μέρους της δραστηριότητας του οργανισμού που μετατρέπεται στο αντίθετό της, «στην προσαρμογή». Η αιτία (παραγωγική δραστηριότητα) γίνεται αποτέλεσμα («προσαρμογή») και το αποτέλεσμα ξαναγίνεται αιτία. Η βιολογική φύση του ανθρώπου και η ανθρώπινη συνειδητή σκέψη είναι αδύνατον να κατανοηθούν επιστημονικά αποσπασμένες από το ειδικό φυσικό περιβάλλον τους. Αυτό το περιβάλλον είναι η ολότητα των κοινωνικών σχέσεων. Η συνείδηση, αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή ανθρώπινου ψυχισμού που συνίσταται στην ιδεατή, ψυχική αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας, η προέλευση της οποίας δε δύναται να εντοπιστεί στις νευρικές συνάψεις του εγκεφάλου αλλά στην ιστορική γενετήσια πράξη της ανθρώπινης κοινωνίας. Ο ανθρώπινος ψυχισμός δεν είναι έμφυτος και ούτε η βιολογία του Homo Sapiens μάς χαρίστηκε από τη «θεά» Φύση ή μέσω μιας φυσικής επιλογής που με το αόρατο χέρι της επιλέγει τους καταλληλότερους που προσαρμόζονται σε ένα αφηρημένο και αμετακίνητο φυσικό περιβάλλον.

 Κάθε πράξη παραγωγής διαμεσολαβείται από μια πράξη κατανάλωσης και κάθε πράξη κατανάλωσης διαμεσολαβείται από μια πράξη παραγωγής.

Τα ζώα, λόγου χάρη, παράγουν διαμέσου της πρακτικής τους δραστηριότητας προς μια κατεύθυνση και μονάχα υπό το βάρος της φυσικής αναγκαιότητας για την άμεση, βιολογική επιβίωση. Η πρακτική δραστηριότητα των ζώων παράγει το ειδολογικό περιβάλλον της επιβίωσής τους, το ειδικό φυσικό τους περιβάλλον αλλά πάντα αυτή η παραγωγική δραστηριότητα διαμεσολαβείται από την κατανάλωση των «έτοιμων» προϊόντων της φύσης. Έτσι όμως, ουσιαστικά, η μόνη παραγωγή των ζώων είναι η αναπαραγωγή της άμεσης βιολογικής ανάγκης και του είδους που τους υπαγορεύεται από τη βουβότητα του γενετικού ενστίκτου. Κάθε μικρό ζώο από τη στιγμή που αναπτύσσει την αυτόνομη δραστηριότητά του πρέπει να δημιουργήσει ξανά και από την αρχή, μόνο του ή μέσα στις αγέλες, όλη την προγενέστερη επιγενετική γνώση και εμπειρία του είδους του. Γνώση και εμπειρία που με το θάνατο του ζώου χάνεται και δε γίνεται γνώση του είδους αφού δεν ενσωματώνεται στο βιολογικά κληρονομούμενο ένστικτο. Η μόνη καθολική γνώση που μένει πάντα είναι εκείνη που υπαγορεύεται από το ένστικτο για την ικανοποίηση της άμεσης βιολογικής αναγκαιότητας. Η βιολογία, η φυσιολογία και ο ψυχισμός των ζώων αντανακλά την παραγωγική τους δραστηριότητα η οποία, σε τελική ανάλυση, ταυτίζεται γενικά με την κατανάλωση των έτοιμων προϊόντων της φύσης και ειδικότερα με την αναπαραγωγή της βιολογικής ανάγκης και του είδους τους που υπακούν στους σιδερένιους νόμους του βιολογικού ενστίκτου. Ο άνθρωπος, σε πλήρη αντίθεση με τα υπόλοιπα ζώα και θηλαστικά, διαμέσου της δραστηριότητάς του, παράγει καθολικά και προς όλες τις κατευθύνσεις μονάχα όταν αυτή η δραστηριότητα δεν εξαρτάται από την ικανοποίηση των άμεσων βιολογικών του αναγκών και τούτο προϋποθέτει όχι την κατανάλωση των έτοιμων προϊόντων της Φύσης αλλά το μετασχηματισμό της. Η παραγωγή του πρώτου υλικού αντικειμένου κατασκευασμένο από την πρακτική δραστηριότητα του πρωτόγονου ανθρώπου που ικανοποιεί την άμεση βιολογική αναγκαιότητα αποτελεί συνάμα και την πρώτη πράξη της Ιστορίας και αναγκαία προϋποθέτει την πρωτόγονη κομμουνιστική κοινωνία. Αυτό φυσικά δε σημαίνει πως ο «άνθρωπος» ξύπνησε ως αυστραλοπίθηκος και κοιμήθηκε ως «σοφός άνθρωπος». Η βιολογική φύση αναπτύσσεται στην υλική ενότητά της με τις κοινωνικές σχέσεις αλλά η ενότητα προϋποθέτει τη διαφορά: ο πρωτόγονος κοινωνικός άνθρωπος αλλάζοντας και μετασχηματίζοντας την εξωτερική φύση, αλλάζει την εσωτερική του φύση, μετασχηματίζει την ανατομία, τη φυσιολογία και τη βιολογία του. Η πρακτική δραστηριότητα του παραγωγικού μετασχηματισμού της Φύσης δεν παράγει μονάχα το υλικό αντικείμενο που ικανοποιεί μια συγκεκριμένη ανάγκη αλλά και τον ίδιο τον παραγωγό. Η ικανοποίηση της ανάγκης, η κατανάλωση του πραγματικού αντικειμένου της, παράγει μια νέα ανάγκη μετασχηματίζοντας την προηγούμενη (π.χ. άμεσα βιολογική) σε υποταγμένη στιγμή της ως διαλεκτικά ανηρμένη ανάγκη. Η βιολογία γίνεται κοινωνία.

Η ανθρώπινη συνείδηση και νόηση είναι αμέσως ιστορικό και κοινωνικό προϊόν και αποτέλεσμα της υλικής ενότητας και πάλης του ανθρώπου με τη Φύση, της ενότητας και πάλης του ανθρώπου με τις κοινωνικές του σχέσεις οι οποίες καθορίζονται από τις ιστορικές παραγωγικές σχέσεις των ανθρώπων μέσα από τις οποίες η Φύση μετασχηματίζεται και γίνεται Φύση για τον άνθρωπο, μέσα από τις οποίες ο άνθρωπος δημιουργεί την ανθρώπινη ύπαρξή του ανθρωποποιώντας τη βιολογία του, μεταβάλλοντάς την. Ανθρωποποίηση που προκύπτει από την πράξη κοινωνικοποίησης του βιολογικού του σώματος. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που έλεγε ο μεγάλος Ρώσος ψυχολόγος Vygotskij (ο οποίος κυνηγήθηκε ανηλεώς από το σταλινισμό)  πως το παιδί αφού γεννιέται έχει νόηση προγλωσσική και γλώσσα προνοητική. Με τις πρώτες λέξεις του αρχίζει και το πολυσύνθετο αντιφατικό ταξίδι του, γλωσσοποιώντας τη νόησή του και νοητικοποιώντας τη γλώσσα του. Οι κρίσεις ανάπτυξής του είναι ποιοτικά άλματα, η εσωτερική δομή και οι σχέσεις αλληλεξάρτησης των ψυχικών λειτουργιών αλλάζουν ως λειτουργικά δυναμικά συστήματα και, σε ενότητα με αυτές, η δομή της δραστηριότητάς του μετασχηματίζεται καθώς και η σχέση του με τον εξωτερικό, αντικειμενικό κόσμο. Ένα παιδί προσχολικής ηλικίας, για παράδειγμα, σκέφτεται με τη μνήμη του. Στη σχολική του ηλικία, θυμάται με τη σκέψη του. Η λέξη, με τη σημασία της, διαμεσολαβεί την άμεση αισθητηριακή αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας και με αυτό τον τρόπο ο άνθρωπος στο γίγνεσθαι της ανθρωποποίησής του (που είναι ιστορικής, κοινωνικής «φύσης») επιτυγχάνει το διαλεκτικό πέρασμα από το αισθητό στο λογικό-συνειδητό, κατέχει τις εσωτερικές, ουσιαστικές σχέσεις των αντικειμένων που είναι προϊόντα όλης της ιστορίας της ανθρωπότητας.

Η συνείδηση, λοιπόν, και η αντιφατική διαδικασία ανάπτυξής της, το πώς η καθολικότητα των σημασιών που έχει επεξεργαστεί ο κοινωνικός, ιστορικός άνθρωπος συγκεκριμενοποιείται με «οστά και σάρκα» ως προσωπικό νόημα και ατομικοποιούνται από μέρους του πραγματικού, ενεργού υποκείμενου αφομοιώνοντας και υπερβαίνοντας τις κοινωνικές του σχέσεις για να δημιουργήσει νέες ανάγκες που σημαίνει νέες κοινωνικές σχέσεις αρνούμενο διαλεκτικά τις παλιές, είναι και το αντικείμενο της επιστημονικής ψυχολογίας.

Η ενότητα της Φύσης και της κοινωνίας συνίσταται στην υλικότητά τους αλλά ενότητα σημαίνει και διαφορά αφού η Φύση μέσω της συνειδητής σκοποθετούσας δραστηριότητας του ανθρώπου μετασχηματίζεται και υποτάσσεται στις κοινωνικές του ανάγκες, η ίδια η κοινωνία είναι η ιστορικά μετασχηματιζόμενη Φύση. Οι άμεσες βιολογικές ανάγκες, μετατρέπονται σε κοινωνικές χωρίς φυσικά οι πρώτες να παύουν να υπάρχουν αφού διατηρούνται σε μετασχηματισμένες ανάγκες, σε διαλεκτικά υποταγμένες στιγμές της αντιφατικής ανάπτυξης του ανθρώπου. Οι ανάγκες είναι πάντοτε συγκεκριμένες ανάγκες, συγκεκριμένων ανθρώπων που είναι ταυτόχρονα καθολικές ως ανάγκες ιστορικών, κοινωνικών ανθρώπων χωρίς να υπάρχει σχολαστική ταύτιση αλλά διαλεκτική ενότητα αλληλομετατροπής. Mέσα στο αντικείμενο της ψυχολογίας που θέλει να λέγεται Επιστημονική είναι και το πως αναπτύσσονται στην οντογένεση του ατόμου αυτές οι συγκεκριμένες ανάγκες και το πως η δραστηριότητά του τις μετασχηματίζει και μετασχηματίζεται από αυτές. Δεν είναι λοιπόν ο αφηρημένος, εξωιστορικός βιολογικός εγκέφαλος που σαν computer «σκέφτεται και συνειδητοποιεί». Η πρακτική, ανθρώπινη δραστηριότητα, δεν υπάρχει εν κενώ μέσα σε έναν αφηρημένο και αυτοαναφορικό αντικειμενικό κόσμο, ούτε ο κόσμος των αντικειμένων είναι ο κόσμος της «καθαρής» συνείδησης. Η ανθρώπινη συνείδηση δε βρίσκεται απλώς σε υλική ενότητα με τη δραστηριότητα του υποκειμένου αλλά είναι και το ιδεατό προϊόν της που αντανακλά τον αντικειμενικό κόσμο μέσα στον ιστορικά κοινωνικοποιημένο βιολογικό εγκέφαλο. Η δραστηριότητα σφυρηλατεί τη συνείδηση και αυτή, με τη σειρά της, την καθορίζει και την επηρεάζει. Οι ιστορικές, κοινωνικές σχέσεις δεν «εισβάλουν» στο ΕΓΩ, είναι το οντολογικό του θεμέλιο και η αλλαγή του τρόπου παραγωγής αυτών των κοινωνικών σχέσεων συμπίπτει με ένα ποιοτικό άλμα στις ίδιες του τις ανάγκες,  επαναστατικοποιώντας τον τρόπο εκδήλωσης των αναγκών και των ικανοτήτων καθεαυτών, ριζοσπατικοποιώντας τον τρόπο εξωτερίκευσης της ζωής των ατόμων. Μια επιστημονική ψυχολογία πρέπει να μελετά τη βιολογική (φυσική) και κοινωνική ανάπτυξη του υποκειμένου στην υλική ενότητά τους χωρίς να λησμονά το βασικό: πως η πρώτη είναι διαλεκτικά υποταγμένη στη δεύτερη και μετασχηματίζεται από αυτήν και εκείνη, με τη σειρά της, καθορίζει τη δεύτερη. Οι έμφυτες βιολογικές ικανότητες του ανθρώπου μπορούν να υπάρξουν πραγματικά ως ικανότητες μονάχα αφομοιώνοντας τον κοινωνικό αντικειμενικό πλούτο. Η αφομοίωση του κοινωνικού πλούτου είναι όμως, ταυτόχρονα, η διαμεσολάβηση της πράξης δημιουργίας του. Το ξεχωριστό άτομο, συνεπώς, γεννιέται ως ιδιαίτερη συμπύκνωση των κοινωνικών του σχέσεων στο βαθμό που τις υπερβαίνει διαλεκτικά για να επιβεβαιώσει την ανθρώπινη ζωή του. Με άλλα λόγια, το ξεχωριστό άτομο είναι ένας ατομικός, προσωπικός τρόπος εκδήλωσης του καθολικού ανθρώπινου είδους και το καθολικό ανθρώπινο είδος δε μπορεί να είναι άλλο παρά ο καθολικός τρόπος εκδήλωσης του ξεχωριστού ατόμου.

Ένα παιδί όταν γεννιέται, γεννιέται χωρίς συνείδηση και χωρίς ψυχισμό. Γεννιέται ως φυσικό και βιολογικό άτομο και η ιστορία του μέχρις αυτού του σημείου είναι η ιστορία της βιολογίας και της φυσιολογίας του, ακριβώς όπως συμβαίνει καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής των ζώων παρόλη την εξαιρετικά διαφορετική βιολογική και φυσιολογική ποιότητα μεταξύ ζώου και νεογέννητου παιδιού. Μονάχα και καθόσον η ιστορία του παιδιού γίνεται κοινωνική ιστορία το παιδί θα αναπτύξει συνείδηση και ψυχισμό, διότι μόνον τότε θα έχει παραγάγει μέσα στο κεφάλι του το είδος της συνείδησής του και το υποκειμενικό είδος του ψυχισμού του και σε ενότητα με αυτά ανθρωποποιεί τη βιολογία και τη φυσιολογία του. Παρατηρούμε λοιπόν πως το οντογενετικό προτσές της ανθρώπινης ολότητας φέρει εντός του σε μετασχηματισμένη μορφή, όλη τη φυλογενετική ιστορία του ανθρώπινου είδους μέχρι σήμερα.

Αυτό το παιδί γίνεται ενήλικος και καταναλώνει ένα χάπι LSD. Από αυτή την πράξη συνεπάγεται πως είναι αρκετά πιθανό να αναπτύξει κάποιο ψυχωτικό σύνδρομο με ψευδαισθήσεις ή και με παραληρήματα. Θα αναπτύξει δηλαδή μια ψυχική διαταραχή και αυτό επειδή οι ενεργοί μεταβολίτες του χαπιού θα παρεμβληθούν σε κάποιες από τις λειτουργίες των νευρώνων του εγκεφάλου και σε αρκετές άλλες φυσικά στο υπόλοιπο σώμα του ενηλίκου. Αυτή η συγκεκριμένη διαπίστωση που είναι μια επιστημονική εμπειρική αλήθεια, είναι πάντα μια διαπίστωση αληθινή. Αλλά αν θεωρούμε ή, ακόμα χειρότερα, θεωρητικοποιούμε πως η Κατάθλιψη ή ο Αλκοολισμός ή η Νευρική Ανορεξία ή ακόμα και αυτή η ίδια πρωταρχική πράξη του ενηλίκου να καταναλώσει το χάπι LSD, αποτελούν οργανικές ασθένειες του εγκεφάλου του, ένα «πράγμα καθ’ εαυτό», τότε θα πρέπει να μάς γεννάται αυτόματα και το ερώτημα: Για ποιόν ανθρώπινο εγκέφαλο κάνουμε λόγο; Για εκείνον τον «καθαρό» βιολογικό ή για εκείνον που είναι «μολυσμένος», που διαμεσολαβείται από τις κοινωνικές σχέσεις; Ο πρώτος, σαν τέτοιος, δεν έχει υπάρξει ποτέ και οι κοινωνικές σχέσεις στον καπιταλισμό είναι, πραγματικά, σχέσεις χιμαιρικές.

 

O «γενικός» άνθρωπος condicio sine qua non της Nεωτερικότητας

 

Η γένεση και ανάπτυξη του ανθρώπινου ψυχισμού, εφόσον ανθρώπινος και όχι κτηνώδης – ζωώδης, είναι αδιάρρηκτα δεμένοι με τη γένεση και ανάπτυξη του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος και τα περιεχόμενα των ψυχικών διαδικασιών δεν ανάγονται στις αναγκαίες βιολογικές προϋποθέσεις του ανθρώπινου είδους, προϋποθέσεις που καθορίζουν τη μορφή των ψυχικών διαδικασιών η οποία και αναπτύχθηκε διαλεκτικά σε όλο το ανθρώπινο είδος σε ενότητα με τις παραγωγικές κοινωνικές σχέσεις. Οι άνθρωποι παράγοντας τα μέσα της υλικής τους ύπαρξης δεν αναπαράγουν τους εαυτούς τους απλώς ως βιολογικές ή φυσικές υπάρξεις, αλλά παράγουν κοινωνικά τους εαυτούς τους δημιουργώντας το δικό τους ανθρώπινο και ιστορικό κόσμο και, σε ενότητα με αυτόν, τις δικές τους ειδικά ανθρώπινες ανάγκες. Οι άνθρωποι, παράγοντας κοινωνικά τα αντικείμενα της συνείδησης και των αισθήσεών τους, μορφώνουν τις αισθήσεις και τη συνείδησή τους. Συνεπώς, η ανθρώπινη ύπαρξη, είναι μια καθαρή αφαίρεση αν δεν υποκειμενοποιείται ως ύπαρξη συγκεκριμένη που αντικειμενοποιεί πρακτικά τον εαυτό της, εσωτερικεύοντας όλον τον κοινωνικό αντικειμενικό πλούτο: έτσι όπως οι άνθρωποι εξωτερικεύουν και αντικειμενοποιούν τη ζωή τους, έτσι και αυτοί είναι, έτσι εσωτερικεύονται και αναδύονται ως πραγματικές υποκειμενικότητες. Η συγκεκριμένη ανθρώπινη ύπαρξη, η πραγματική διαδικασία της ανθρώπινης ζωής, υπάρχει πραγματικά όχι στη συνείδηση ή στη φαντασία, αλλά μονάχα διαμέσου του καθολικού των κοινωνικών ιστορικών σχέσεων, καθολικό που καθιστά δυνατές αμφότερες, τη συγκεκριμένη συνείδηση και φαντασία. Τα αντικείμενα, λοιπόν, της πραγματικής διαδικασίας της ανθρώπινης υποκειμενοποίησης δεν είναι αντικείμενα αιώνια, αφηρημένα, ή πνευματικά αλλά ιστορικά, κοινωνικά και υλικά. Αυτό που πραγματικά είναι οι άνθρωποι εξαρτάται από τις πραγματικές, υλικές συνθήκες της κοινωνικής τους παραγωγής. Οι βιολογικοί αναγωγισμοί που αναζητούν τις αιτίες της ψυχικής οδύνης στις συνάψεις και στις βιοχημικές ενώσεις του εγκεφάλου δεν συνιστούν τίποτε άλλο παρά συλλογή νεκρών γεγονότων αλλά και η φαινομενολογική ψυχολογία που θεωρητικοποιεί μια ανιστορική και ακοινωνική ανθρώπινη ολότητα που είναι προικισμένη με μια ενυπάρχουσα «προθετική» συνείδηση, προϋποθέτει όλα αυτά που πρέπει να αποδείξει: τη διαδικασία παραγωγής της ανθρώπινης συνείδησης εκ μέρους του πραγματικού, ζωντανού και ενεργού ανθρώπου. Ακόμα, το να υποστηρίζεται πως το βιολογικό και το ψυχικό αναπτύσσονται μαζί σε παράλληλα σύμπαντα ή ενεργώντας το ένα πάνω στο άλλο, είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα μεταφυσικής: η αφαίρεση που αφαιρεί τον άνθρωπο από την ολότητα των κοινωνικών του σχέσεων αποστερεί από τον ανθρώπινο ψυχισμό το πραγματικό και οντολογικό του θεμέλιο. Η συνείδηση και ο ανθρώπινος ψυχισμός γεννιούνται, ακριβώς, αντιφατικά από το διαλεκτικό μετασχηματισμό του βιολογικού σώματος του ανθρώπου εκ μέρους του κοινωνικού του σώματος και αυτή η ενότητα και πάλη των αντιθέτων (βιολογικό και κοινωνικό) είναι μια υλική διαδικασία: δυο σώματα διαφορετικά και ως τέτοια υπάρχοντα μονάχα στην ενότητά τους, δυο σώματα ενωμένα και υπάρχοντα ως τέτοια μόνο-γιατί-διαφορετικά

Ο άνθρωπος, λοιπόν, θεωρούμενος από τον ΠΟΥ (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας) ως βιο – ψυχο – κοινωνική ολότητα, είναι ένας μηχανικός άνθρωπος, έξω από τον εαυτό του και χωρισμένος σε τρεις μεταφυσικές διαστάσεις που αλληλεπιδρούν αφηρημένα. Είναι ο «γενικός» άνθρωπος του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: ο άνθρωπος για να υποκειμενοποιηθεί ως συγκεκριμένη και πραγματική ύπαρξη πρέπει να μετατραπεί στο αντίθετό του, στο «γενικό» άνθρωπο ως αφηρημένη εργατική δύναμη και η απόδειξη της ύπαρξής του, η επιβεβαίωση της ανθρώπινης αντικειμενοποίησής του, ανάγεται στην τιμή της άμεσης υλικής του αναπαραγωγής. Η καπιταλιστική τάξη και το αστικό κράτος, ως το πολιτικό μόρφωμα που υπερασπίζεται τα υλικά καπιταλιστικά συμφέροντα, κρατούν την απόδειξη της ύπαρξής τους στην ιδιωτική οικειοποίηση του προϊόντος της κοινωνικής εργασίας η οποία συγκεκριμενοποιείται στην εκμετάλλευση της αφηρημένης εργασίας, μετατρέποντας την εργασία (που είναι η οντολογική [πραγματική και ιστορική] βάση από την οποία ο άνθρωπος αναδύεται ως υποκειμενικότητα, πράγμα διαμετρικά αντίθετο στην «εργασία γενικά» που επαινείται από τους αστούς σαν μοναδική πηγή του κοινωνικού πλούτου, ακριβώς δηλαδή, σαν μοναδική πηγή του πλούτου του αστού) σε απλό μέσο για την άμεση υλική επιβίωση και η ιδιωτική «κατακράτηση» των μέσων παραγωγής (που είναι οι πηγές της ανθρώπινης ζωής), πλασαρισμένη ως δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία, αποστερεί από την ανθρώπινη ύπαρξη τις αναγκαίες προϋποθέσεις τις για την ανθρώπινη πραγματοποίησή της που είναι ανθρώπινη μονάχα καθόσον υπερβαίνει την απλή αναπαραγωγή των άμεσων υλικών της αναγκών.

Η εμπορευματοποίηση των αντικειμένων της κοινωνικής ανθρώπινης δραστηριότητας που πραγματοποιείται στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής δεν παράγει μονάχα το αντικείμενο ως εμπόρευμα αλλά και το εμπορευματοποιημένο της υποκείμενο: η αντικειμενικότητα του εμπορεύματος ως αντιφατική ενότητα αξίας χρήσης και ανταλλακτικής αξίας, εσωτερικεύεται στο επίπεδο του πραγματικού και ενεργού υποκειμένου που την αναπαράγει σαν δική του εσωτερική και ανταγωνιστική αντίφαση: είναι η συγκεκριμένη και ποιοτικά μοναδική ανθρώπινη δραστηριότητα που για να μπορέσει να υπάρξει ως τέτοια πρέπει να μετατραπεί στο αντίθετό της, πρέπει να αλλοτριωθεί σε αφηρημένη ανθρώπινη δραστηριότητα, σε «εργασία γενικά» που ανταλλάσσεται στην ελεύθερη αγορά σύμφωνα με ένα καθολικό ποσοτικό ισοδύναμο το οποίο μυστικοποιεί τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων, αποδίδοντας στα αντικείμενα που είναι από αυτούς δημιουργημένα, μια δικιά τους αυτόνομη και υπεραισθητή κοινωνική ζωή. Η αλλοτρίωση της συγκεκριμένης εργασίας σε αφηρημένη εργασία, «εργασία γενικά», προϋποθέτει τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, «δολοφονία του λαού» τον ονόμαζε ο Μαρξ, ο οποίος γιγαντώνεται συνεχώς αποτελώντας το πραγματικό θεμέλιο της κυριαρχίας της νεκρής αντικειμενοποημένης εργασίας πάνω στη ζωντανή εργασία που διαστρεβλώνει – και πολλές φορές πολύ τραγικά – τη διαδικασία της ανθρώπινης υποκειμενοποίησης η οποία αντικειμενοποιείται με όρους σε αυτήν ξένη αφού ο κοινωνικός αντικειμενικός πλούτος παραγμένος από τη δραστηριότητα του ιστορικού, κοινωνικού ανθρώπου γίνεται μια δύναμη σε αυτόν αλλότρια και ξένη που τον καθυποτάσσει, κομματιάζοντάς τον σε προσθήκη και εξάρτημα της παραγωγικής διαδικασίας. Αν τώρα πρόκειται για απλό ή μονομερώς πολύ-εξειδικευμένο εξάρτημα, αυτό δεν αλλάζει τίποτα επί της ουσίας, αν εξαιρέσουμε τον κρετινισμό του επαγγέλματος ο οποίος είναι το αποτέλεσμα και όχι η αιτία του καταμερισμού της εργασίας στις ταξικές κοινωνίες. Η συσσώρευση του ποσοτικού ισοδύναμου, το χρήμα, είναι το πραγματοποιημένο όνειρο των αλχημιστών του Μεσαίωνα, αλλά οφείλει τη μοντέρνα πραγματοποίησή του στο «καθολικό δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία» που προϋποθέτει την πολύ συγκεκριμένη τάξη των «Senza Riserve» πάνω στις πλάτες των οποίων η αστική τάξη συσσωρεύει κεφάλαιο, θρυμματίζοντας την ανθρώπινη ζωή για να την επανενώσει κάτω από την κυριαρχία του. Η Φιλοσοφική Λίθος ανακαλύφθηκε στη μοντέρνα εποχή: «δεν πρέπει πια να λέμε πως η μία ώρα ενός ανθρώπου αξίζει όσο η μία ώρα ενός άλλου ανθρώπου, αλλά πως ένας άνθρωπος μιας ώρας αξίζει όσο ένας άλλος άνθρωπος μιας ώρας. Ο χρόνος είναι τα πάντα, ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε. Στην καλύτερη περίπτωση να είναι το κουφάρι του χρόνου. Δεν υπάρχει πλέον ζήτημα ποιότητας. Η ποσότητα μόνη της αποφασίζει για τα πάντα: ώρα με την ώρα, μέρα με τη μέρα. Και αυτή η ισοπέδωση της εργασίας δεν είναι το έργο της Αιώνιας Πρόνοιας του Προυντόν. Είναι απλά η πραγματικότητα της σύγχρονης βιομηχανίας». (Marx, Miseria della Filosofia, μετάφραση του γράφοντος). Το χρήμα είναι η κοινωνικοποίηση των ανθρώπινων δυνατοτήτων ως ανταλλάξιμων ποσοτικών μεγεθών, ως δυνατοτήτων "γενικά", των οποίων η νεκρή συσσώρευση πρέπει ν' αυξάνει το χρήμα αφαιμάσσοντας τις ικανότητες και στρεβλώνοντας τις ανάγκες. Το χρήμα τα κάνει όλα αυτά αγοράζοντας τον χρόνο των ανθρώπων. Και τι απομένει από τον άνθρωπο αν του στερήσεις τον χρόνο του, αν όχι το κουφάρι του εαυτού του; Ορίστε, λοιπόν, πως η φυσική ιστορία του καπιταλισμού έρχεται σε σύγκρουση με την φυσική ιστορία του ανθρώπινου είδους, ανάγοντας τον άνθρωπο σε απλή βιολογική ύπαρξη. Τουτέστιν, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει διόλου αν η ψυχιατρική επιστήμη αναπαράγει τις ιδεολογικές θέσεις της κυρίαρχης τάξης, αναζητώντας με το σιδερένιο νεο-θετικιστικό πάθος του «νεκρού γεγονότος», την «Ηθική» στις εγκεφαλικές λειτουργίες και επινοεί την νιοστή «ψυχική διαταραχή». Η ψυχική οδύνη του πραγματικού, ιστορικού ανθρώπου ως οδύνη πραγματική και όχι αφηρημένα ψυχολογική ή βιολογική δεν είναι μια υποκειμενική κατασκευή που μπορεί να αντικειμενοποιηθεί στο ντελίριο ή στις εκκρίσεις του βιολογικού του σώματος αλλά στην κοινωνική του σωματικότητα και, πάνω απ’ όλα, στις πραγματικές αντιφάσεις παραγωγής και αναπαραγωγής αυτής της υλικής σωματικότητας.

 

Η κοινωνική παθογένεια ως πραγματική συνθήκη νοσηρότητας

 

Με την ουσιαστική υπαγωγή της εργασίας στο Κεφάλαιο, διανοίγεται και ο δρόμος για την πολιτική της βιοεξουσίας η οποία και εγκαθιδρύεται σταδιακά, στο πλάι της πολιτικής εξουσίας, μετά τη μεγάλη βιομηχανική επανάσταση. Μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, η βιοεξουσία, ως παράγωγη των οικονομικών νόμων της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου που φτάνει και ως το σήμερα, μετατρέπεται στην πλέον «τριχοειδή» εξουσία και με τις νεώτερες τεχνικές αποκλεισμού και ελέγχου (που δεν είναι φανταστική αλλά ζώσα πραγματικότητα να τις συγκρίνουμε με το « Πανόπτικον» του Jeremy Bentham εφαρμοσμένο σε ευρεία κλίμακα σε όλη την κοινωνία) παράγονται τεράστια κέρδη για το Κεφάλαιο και την αστική τάξη. Η ψυχιατρική επιστήμη -των βιολογιστικών, οργανιστικών καταβολών -είναι ένα από τα πολλά νόμιμα τέκνα της πολιτικής της βιοεξουσίας. Αν εξετάσουμε, μ’ ένα σύντομο αλλά διεισδυτικό βλέμμα, τη σύγχρονη ψυχιατρική επιστήμη των βιολογιστικών καταβολών θα διαπιστώσουμε το «υπαρξιακό» της άγχος να καθιερωθεί σαν ομοούσια επιστήμη με την επιστήμη της κλασικής οργανικής ιατρικής και γενικότερα με τις υπόλοιπες φυσικές επιστήμες.

Στην οργανική ιατρική, η έννοια της ασθένειας και της αρρώστιας, εμπεριέχει μια αντικειμενική συνθήκη νοσηρότητας, δηλαδή μια πραγματική αντιφατική συνθήκη ιστορικής ανάπτυξης της νόσου που μπορεί να αφαιρεθεί και να αντικειμενοποιηθεί νοητικά, κάνοντας επιστημονικές εννοιολογικές αφαιρέσεις, χρησιμοποιώντας τα μεθοδολογικά εργαλεία που είναι διαθέσιμα ιστορικά. Με αυτό τον τρόπο η ασθένεια μελετάται και κατανοείται στις πολύπλευρες και ουσιώδεις σχέσεις αλληλεπίδρασης και αλληλοδιείσδυσης των βιολογικών και κοινωνικών νομοτελειών της, αναδεικνύοντας εμπράκτως την ερμηνευτική και θεραπευτική αδυναμία του τυπικού μεταφυσικού σχήματος (σημαίνον -σημαινόμενο) που προϋποθέτει μια αρχική αιτία και ένα τελικό αποτέλεσμα και τη μεταξύ τους γραμμική σχέση. Η ιατρική διάγνωση, προϋποθέτει τη διαλεκτική σχέση μεταξύ γιατρού και ασθενή: ο γιατρός ακούει τον ασθενή που του διηγείται τα συμπτώματα. Τα συμπτώματα συνιστούν το αισθητηριακά συγκεκριμένο, το ειδικό. Η ιατρική σκέψη, ξεκινώντας από το συγκεκριμένο, προσπαθεί να το γενικοποιήσει, να αντικειμενοποιήσει τις εξωτερικές και απλούστερες σχέσεις του (πρώτη άρνηση, Διάνοια – Verstand) σε μια αντικειμενική σημειολογία στο σώμα του ασθενή προβαίνοντας σε σύνθεση διαμέσου της ανάλυσης, του διαμελισμού και της απόσπασης της ενιαίας -μέσα στη διαφορά -αντιφατικής ανάπτυξης της νόσου εκλαμβάνοντας την ουσία της νόσου ως ενυπάρχουσα στα αποκομμένα και διαμελισμένα μέρη της. Εδώ, οι ιατρικές νοητικές αφαιρέσεις και έννοιες είναι στατικές, δεδομένες, έτοιμες, αμετάβλητες και ταυτίζουν (ανάγουν) την αντικειμενικότητα της νόσου με τα διαμελισμένα μέρη και τις αποσπασμένες πλευρές της (ή και με το μηχανικό τους άθροισμα), το ουσιώδες με το επουσιώδες, την αναγκαιότητα με το τυχαίο και ούτω καθεξής. Η ιατρική σκέψη, κατά την επιστροφή της από το αφηρημένο στην «επιφάνεια», στο ειδικό και συγκεκριμένο σύμπτωμα, προβαίνει σε διάγνωση των εσωτερικών του συνδέσεων και συναφειών, το ανασυνθέτει νοητικά ως εσωτερική ενότητα των διάφορων πολλαπλών προσδιορισμών της αντικειμενικής (πραγματικής) συνθήκης νοσηρότητας, υπερβαίνοντας διαλεκτικά τα άμεσα δεδομένα της εμπειρικής εποπτείας. (Λόγος και Γνώση, άρνηση της άρνησης – Vernunft). Εδώ, η ανάλυση γίνεται μέσω της σύνθεσης και ο ιατρικός Λόγος "διευρύνει" την υφή των ίδιων των ιατρικών εννοιών προβαίνοντας στην απεικόνιση της εσωτερικής ενότητας της νόσου δια της διαφοράς, η υλική ενότητα της νόσου συνίσταται στην εσωτερική συνάφεια του διαφορετικού και η διαφορά της παρίσταται μέσω της ενότητας, δηλαδή διαμέσου της νοητικής σύλληψης της ενότητας των πολλαπλών προσδιορισμών της πραγματικής συνθήκης νοσηρότητας από και διαμέσου της νοητικής -και όχι απλά και μόνο αισθητηριακής -ανασύνθεσης των διαμελισμένων από τη διάνοια πλευρών και μερών ως στιγμών της ενιαίας αναπτυξιακής διαδικασίας της νόσου που διαμεσολαβούνται και αλληλοπροσδιορίζονται αμοιβαία και διαλεκτικά.

Η ιατρική νόηση στο επίπεδο του διαλεκτικού λόγου είναι το ίδιο το μεταβαλλόμενο, το αναπτυσσόμενο περιεχόμενο της ουσίας της νόσου που μορφοποιείται στο λόγο. Η ιατρική νόηση, ως λόγος, αρνείται διαλεκτικά τη διάνοια και στοχεύει στην πράξη και στη θεραπεία. Η ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη των τελευταίων δεκαετιών κάνει εφικτή την εργαστηριακή και εργαλειακή διάγνωση (ραδιογραφία, υπέρηχος, αξονική και μαγνητική τομογραφία, PET, SPECT…) που επιτρέπουν στο γιατρό να προβεί σε διάγνωση ασθένειας, δηλαδή να διαγνωστεί μια αντικειμενική συνθήκη νοσηρότητας, ανεξάρτητα, ως ένα βαθμό, από την παρουσία του υποκειμενικού συμπτώματος.

Στην περίπτωση της ψυχιατρικής, το σύμπτωμα, που είναι αυτό που λέει ο «ασθενής» για τον εαυτό του και για τον κόσμο και αυτό που λένε οι συγγενείς, οι φίλοι και οι γονείς του για αυτόν τον ίδιο, γίνεται αμέσως αντικειμενική σημειολογία, δηλαδή γίνεται άμεσα διάγνωση οργανικής ασθένειας του εγκεφάλου. Η ψυχιατρική σκέψη, εγκλωβισμένη στην προδιαλεκτική βαθμίδα της γνώσης, στην προσπάθειά της να ορίσει την αντικειμενική συνθήκη νοσηρότητας, διαπράττει και το «προπατορικό της αμάρτημα»: το πάσχων και υποφέρων υποκείμενο που καλείται να το κατανοήσει και να το ερμηνεύσει, απογυμνώνεται από την αντιφατική του υποκειμενικότητα και ανάγεται σε παθητικό αντικείμενο που προσεγγίζεται ποσοτικά και εφόσον «τεμαχίζεται» πάνω στο τραπέζι της αυτοψίας των κλινικών κατηγοριών και υποκατηγοριών. Αυτή η αφαίρεση που αφαιρεί το άτομο από την ολότητα των κοινωνικών του σχέσεων αφαιρεί, ταυτοχρόνως, τον ανθρώπινο ψυχισμό από το οντολογικό του θεμέλιο καταλήγοντας σε μια αφαίρεση απριοριστική και στο βάλτο του βιολογικού αναγωγισμού, θεωρώντας τον ψυχισμό ενυπάρχων ή αναδυόμενο στον «καθεαυτό» βιολογικό εγκέφαλο. Μια τέτοια αφαίρεση, στη θέση του πραγματικού ατόμου, επινοεί το αφηρημένο άτομο, το μεταφυσικό άτομο που υπάρχει μονάχα στην ανθηρή ψυχιατρική φαντασία και σύμφωνα με την οποία, η ψυχική διαταραχή είναι ένα εσωτερικό γνώρισμα του πάσχοντος υποκειμένου, μια ιδιωτική και προσωπική του συνθήκη που χρίζει διαχείρισης, δηλαδή μια οργανική ασθένεια του εγκεφάλου του, όπου η σχέση του υποκειμένου με την κοινωνία είναι μια απλή εξωτερική σχέση. Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθεί πως η ψυχιατρική είχε ήδη μετουσιώσει σε σύλληψη και διαγνωστική πρακτική, από την εποχή του «Ληναίου της ψυχιατρικής», Emil Kraepelin, το νεο-θετικιστικό δόγμα «Evidence Based Medicine» -Ιατρική του «καθαρού γεγονότος» -το οποίο απονεκρώνει και την παραμικρή διαλεκτική σύλληψη της ασθένειας και την αντίστοιχη διαλεκτική μέθοδο διάγνωσής της, όπως αυτές συνοπτικά περιγράφτηκαν παραπάνω, αφού απολυτοποιεί την κίνηση της σκέψης από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο νοητά αφηρημένο (Διάνοια) με αποτέλεσμα η αντικειμενικότητα της νόσου ως νοητά συγκεκριμένη να ανάγεται στις ταξινομήσεις των συμπτωμάτων και στην εξωτερική ομοιότητα ουσιαστικά αποκομμένων και διαμελισμένων αντικειμενικών σημειολογιών (ή και στο μηχανικό άθροισμά τους). Οι ψυχικές διαταραχές έχουν μια υλική προέλευση, δηλαδή μια προέλευση πραγματική, που δεν κατάγεται όμως μέσα «στο κεφάλι» εκείνου που υποφέρει. Ο άνθρωπος που υποφέρει ψυχικά και που μάλιστα μπορεί να υποφέρει ανυπερθέτως τραγικά, είναι η έκφραση μιας κοινωνικής αντίφασης. Η ψυχική διαταραχή είναι μια ανθρώπινη συνθήκη που εσωτερικοποίησε και εσωτερικοποιεί κοινωνικές αντιφάσεις και που τις κάνει δικές της, εσωτερικές και υποκειμενικές αντιφάσεις. Αντιφάσεις, που φυσικά διαμεσολαβούνται από το βιολογικό υπόστρωμα του υποκειμένου. Το Είναι, συνεπώς, καθορίζει τη συνείδηση. Ο χυδαίος υλισμός, τυπικός της αστικής κοινωνίας που ανασυνθέτει το Όλον προσθέτοντας μηχανιστικά τα Επιμέρους διαμελισμένα τμήματά του, αποτραβά το βλέμμα του από την κοινωνία και θεωρητικοποιεί τον μεταφυσικό άνθρωπο που πάσχει ψυχικά εξαιτίας μιας νευροενδοκρινολογικής ή και νευροδιαβιβαστικής διαταραχής και εσχάτως προστέθηκε και μια ενδοκυτταρική διαταραχή των νευρώνων στη διάδοση κάποιων χημικών μηνυμάτων. Οι ενδεχόμενες και απειράριθμες συνέπειες της ψυχικής διαταραχής ταυτοποιούνται με τις αιτίες, η συνείδηση καθορίζει το Είναι, η αίσθηση εξομοιώνεται με το αισθανόμενο και ιδού πως αναγεννιέται «μαγικά» ο υποκειμενικός ιδεαλισμός πάνω στο έδαφος του χυδαίου υλισμού. Η (βιο)ψυχιατρική επιστήμη από τη γενετήσια πράξη της γίνεται ιδεολογία, αυθεντική σκοταδιστική δύναμη που μυστικοποιεί το πραγματικό της αντικείμενο και που μπορεί επάξια να σταθεί δίπλα στις υπόλοιπες παραποιητικές αστικές ιδεολογίες. Η ιατρικοποίηση του ανθρώπινου υπαρξιακού αδιεξόδου και η ταύτιση του συναισθήματος της ευτυχίας ως εγγραφή μέσα στο νευρικό σύστημα του απομονωμένου «Ροβινσόνα» ανθρώπου αποτελεί ατόφια ιδεολογική κατασκευή που νομιμοποιεί με το κύρος του αστικού επιστημονισμού τις πραγματικές υλικές αντιφάσεις των καπιταλιστικών σχέσεων (ανα)παραγωγής της ανθρώπινης ζωής, όπου «τα πράγματα αποκτούν ιδιότητες προσώπων στο μέτρο που το πρόσωπο του ανθρώπου πραγμοποιείται». Ο αντικειμενοποιημένος άνθρωπος χωρίς αντικειμενική υποκειμενικότητα, ο άνθρωπος «πράγμα» τμήμα του εαυτού του, είναι ο «καθολικός, αφηρημένος και γενικός άνθρωπος» που συνιστά condicio sine qua non για την αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου – αναπαραγωγή που εξασφαλίζει την ταξικότητα των κοινωνιών και το homo homini lupus που τις χαρακτηρίζει -στις αλλοτριωμένες και αλλοτριωτικές κοινωνίες των μοντέρνων χρόνων της νεωτερικότητας και του ανορθόλογου ορθολογισμού της κοινωνικής σχέσης κεφάλαιο.

Παραφράζοντας τον Καρλ Μαρξ, μπορούμε να συνοψίσουμε με τη νουθέτηση πως, αυτό που πραγματικά χρειάζεται, δεν είναι να δημιουργήσουμε «μια σωστή επιστημονική συνείδηση» για το «υπάρχον γεγονός» των ψυχικών διαταραχών ως εκδηλώσεων της κακής λειτουργίας του βιολογικού σώματος του αφηρημένου ανθρώπου αλλά να ανατρέψουμε αυτό το «υπάρχον».

 

* Ο Σταύρος Κιολέογλου είναι Φοιτητής ιατρικής


Πηγές και προτεινόμενη βιβλιογραφία:

 
1. Per la critica dell’economia politica & introduzione del 1857 – K. Marx.
Edizioni “Lotta Comunista”, Italia

2. Manoscritti economico-filosofici del 1844 – K. Marx. Edizioni “Einaudi”, Italia.

3. L’utopia della realta – F. Basaglia. Edizioni “Einaudi”, Italia

4. Materialismo ed empiriocriticismo – V. I. Lenin. Edizioni “Lotta Comunista”, Italia

5. Sorvegliare e punire – M. Foucault. Edizioni “Einaudi”, Italia

6. Problemi dello sviluppo psichico – A. N. Leontyev. Edizioni “Riuniti”, Italia

7. Il materialismo dialettico – Henri Lefebvre. Edizioni “Einaudi”, Italia

8. Gene, organismo e ambiente – Richard Lewontin. Edizioni “Laterza”, Italia

 

ΠΗΓΗ: http://imiorofos.org/node/697 και 30-10-2010-23:47:17, http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=8779

 

Το τσιγάρο που κρατάς…

Το τσιγάρο που κρατάς…

 

Του φιλαλήθη/philalethe00

 

Επειδή θάβουμε νεκρούς αντί να τους αναστήνουμε (εμείς οι ακόλουθοι αυτού που πάτησε – δια του θανάτου Του – τον θάνατο), βλέπουμε συνεχώς μπροστά μας ναυάγια, ναυάγια πραγματικά,  χωρίς αυτεπίγνωση, και που πραγματικά δεν τους δόθηκαν οι ευκαιρίες από τον κόσμο αυτό.
“I’m always feeling steered away/By someone trying to tell me/what to say and do/ […] Open up, and they’ll shove in their meaning of life”, όπως λέγανε και κάποιοι οργισμένοι νέοι(οι The Offspring) παληότερα, αντιτιθέμενοι στην μόδα(“Freedom from the tyranny of fashion”, ελευθερία από την τυραννία της μόδας – αστική έννοια, συνυφασμένη με την “Πρόοδο” –  που λένε και οι Αμερικανοί Ορθόδοξοι του “Death to the world”, δηλαδή)…
Όταν έχουμε κάποιον λ.χ. που, απλώς, καπνίζει, που “φουμάρει”, έτσι, είναι μια περίπτωση μάλλον ανακουφιστική. Ξέφυγε από πολλές από τις Σειρήνες που ετοιμάζονταν να τον αφήσουν κρανίο και οστά και έχει ενα, απλώς, έθος, κάποτε δεύτερη φύση…

 

Ως γνωστόν δε, οι καταστηματάρχες μερών εστίασης, ψυχαγωγίας, καφενείων, καφωδείων κτλ., απεφάνθησαν ότι δεν θα τηρήσουν, εξ αρχής τουλάχιστον, την απαγόρευση την αυστηρή του Υπουργείου: θέλουν μεταβατική περίοδο(πατήστε εδώ για την είδηση) .

Τα πράγματα σχετικά με το θέμα του καπνίσματος δεν είναι πια και τόσο άσχημα όσο μας τα παρουσίαζε μία ορισμένως μικροαστική ψευδοχριστιανική αυτονομημένη (και για αυτό περίπου μηδενιστική) ηθική· αυτή, δηλαδή, που θέλει τους καπνίζοντες -ιδιαίτερα δε τις καπνίζουσες-, όπως και τους έχοντες ενώτιον (ενώτιον =”σκουλαρίκι”) κτλ. να είναι αλητάμπουρες ή “νυμφίδια” και τα τοιαύτα [-ενώ παράλληλα ο τραπεζίτης είναι ένας εύφημος άνδρας της τοπικής κοινωνίας, όπως βέβαια και του συνοικιακού κομμωτηρίου…]. Θα ήθελα να σας το δείξω αυτό μέσω δύο μορφών χαρακτηριστικών για εμάς εδώ, του “καπνιστή” έως τινός σημείου Φώτη Κόντογλου, και της -ομοίως- Οσίας Μαρίας Σκομπτσόβα, της έχουσας ακολουθήσει το τραχύ, αλλά και συγκλονιστικά όμορφο μονοπάτι της “αντισυμβατικής αγιότητας” της τόσο κοινής και συχνής στην ρωμαϊικη και ρωσική Ορθόδοξη αγιότητα…

Έτσι, λοιπόν, ο Φώτης Κόντογλου έχει πολλά να μας διδάξη εδώ. Έζησε σε μια εποχή που προφανώς δεν υπήρχε η σημερινή άποψη για τον καπνό και το κάπνισμα· οι καπνοβιομηχανίες έκαναν το bamboozling (=περιπαιγμός) των καταναλωτών τους, όπως ακριβώς σήμερα κάνει η φαρμακοβιομηχανία, λ.χ. σε όλη της την χαοτική έκταση.  Αφήστε δε που τα περίφημα δικαιώματα του καταναλωτή αναπτύχθηκαν αρκετά αργά, μετά την δεκαετία του ’60 και ειδικότερα τον J. F. Kennedy, κατά την οποία απεβίωσε, όχι ακόμη 70ετής, ο μεγάλος – με όλη την θέρμη της άφοβης καρδιάς του- υπέρμαχος της Ορθόδοξης Παράδοσης, λογοτέχνης, μεταφραστής, δοκιμιογράφος, αγιογράφος.

Ο Κόντογλου, λοιπόν, ήταν καπνιστής. Παράλληλα, όμως, έψαχνε και μελετούσε πολύ “ψαγμένα”, εξεζητημένα κείμενα Πατερικά, Αγίων· ποιος, λ.χ., ξέρει την “Αντιφώνησιν” του Αγίου (τότε, δεν είχε εισέτι αναγνωρισθεί) Αθανασίου του Παρίου(του “Κολλυβά”, της Φιλοκαλικής Αναγέννησης) ; Κι’ όμως, ο Κόντογλου την γνωρίζει μέσα-έξω και την προτείνει και σε φίλους του. Έτσι, μελετώντας για ένα κείμενό του για κάποια εφημερίδα όπου έγραφε τακτικά και συστηματικά (πρέπει να ήταν η “Ελευθερία”, αν δεν με απατάει η μνήμη), έπεσε πάνω στις συμβουλές του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη, ο οποίος προσπαθούσε να μεταποιήση επί το Ορθοδοξώτερον τα διάφορα, ανόητα και κακόδοξα, “χριστιανικά” “savoir vivre” που ερχόντουσαν από την προτεσταντική Ευρώπη και έγραφε συμβουλές ηθικού τύπου σε βιβλία του όπως “Η Χρηστοήθεια των Χριστιανών” και “Συμβουλευτικόν εγχειρίδιον” (που ο Γιανναράς θεώρησε κατεξοχήν Δυτικά, αλλά εσφαλμένα). Στο τελευταίο είναι που πρέπει να ανακάλυψε, λοιπόν, μία συμβουλή που μιλάει για το κάπνισμα, μας λέει ο φίλος του και καθηγητής Φιλοσοφίας στις ΗΠΑ (με μεγάλο έργο και αγιολογικό) Κ. Καβαρνός. Ο ίδιος ο Κόντογλου το έκοψε εκείνη την περίοδο και είπε στον φίλο του ότι, περίπου, το έκοψε με οργή, αμέσως, μόλις ακριβώς κατάλαβε ότι του κάνει κακό και δεν τον ωφελεί. Αλλά σκεφτείτε, αυτά συνέβησαν όταν ο Κόντογλου ήταν σε ηλικία σχετικώς μεγάλη… Δεν συνέβη κάτι τέτοιο την εποχή που γυρνούσε με πείνα και δίψα από την Ευρώπη (Γαλλία), λ.χ…. Γεγονός είναι ότι, αφού γνώρισε την αλήθεια, εμβιωματική ή συμβουλευτική, υπάκουσε σε αυτήν… Αλλά δεν παύει, βέβαια, η διαδρομή αυτή του καπνιστή να υφίσταται…

Το ίδιο συνέβη με την Οσία Μαρία Σκομπτσόβα, που μαρτύρησε στα στρατόπεδα Συγκέντρωσης, εξ ου και λέγεται Αγία Μαρία του Ravensbruck. Αυτή είναι γνωστό, ότι, ούσα μοναχή ακόμη (ο μοναχισμός της ήταν “κοινωνικός”, πράγμα κατάλληλο κατά τον θαυμάσιο Μητροπολίτη Ευλόγιο του Παρισιού), ενίοτε και με τα ράσα, κάπνιζε κάποιο τσιγάρο… Ακόμη, αυτό που σκανδάλιζε κάποιους που ήσαν πιο ηθικιστές, ήταν ότι το έκανε φανερά… Αυτοί θεωρούσαν ότι είναι πολύ κακό πρότυπο αυτή η συμπεριφορά, ενώ η Αγία είχε ένα χαρακτήρα ιδιαίτερα επαναστατικό και αγιακά και ταπεινά/διακονητικά αντισυμβατικό, που παρ’ όλ’ αυτά και παρά τις προσδοκίες του Νικολάι Μπερντιάεφ (βλ. και φωτό στο ιστολόγιο παραπλεύρως), δεν την εμπόδισε καθόλου από το να διατηρήσει το μοναχικό σχήμα, και να αντέξη το πραγματικά υπερκόσμιο μαρτύριό της στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, πολλές φορές νηστεύοντας (!) συνάμα ή τις τεράστιες ευθύνες της φροντίδας ανθρώπων αστέγων, “περιθωριακών”, πρώην εγκλείστων σε “άσυλα” (που έβρισκε τεχνικές να ελευθερώσει) στο περίφημο σπίτι της οδού ντε Λουρμέλ, κ.π.ά…

Όλα αυτά, βέβαια, μην νομίσετε ότι τα λέμε για δικαίωση του πράγματος, δικαίωση της όποιας υποδούλωσης στα λεγόμενα ψεκτά πάθη που έγινε συνώνυμο της αλλόκοτης εποχής μας. Αλλά τα λέμε, διότι “όσο γνωρίζεις πιο βαθιά, τόσο αγαπάς πιο πλέρια”…  Έτσι..;

Η μοναξιά στον δημόσιο χώρο

Η μοναξιά στον δημόσιο χώρο

 

Του Δημοσθένη Κούρτοβικ *

 

Χριστιανοί στον δημόσιο χώρο; Αυτό στην Ελλάδα ακούγεται απειλητικό, μετά τις εμπειρίες των τελευταίων δεκαετιών. Αλλά ο Σταύρος Ζουμπουλάκης είναι άλλου τύπου χριστιανός.

Βαθιά και ακλόνητα χριστιανός ορθόδοξος, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης μού θυμίζει ωστόσο περισσότερο καθολικό ή προτεστάντη στοχαστή. Διότι το αίτημα για μια χριστιανική ηθική εντός του κόσμου, αίτημα που προβάλλει συνεχώς ο Ζουμπουλάκης και τον οδηγεί όχι απλώς σε σύγκλιση αλλά σε ταύτιση με τον ανθρωπισμό της αριστερής ιδεολογίας, αρθρώθηκε με επεξεργασμένη, συνεπή μορφή κυρίως μέσα στο πλαίσιο της πνευματικής παράδοσης αυτών των δύο ομολογιών.

Στην ορθόδοξη παράδοση, το ζήτημα της χριστιανικής ηθικής ως μεταρρυθμιστικής κοινωνικής δράσης εξαερώθηκε ανάμεσα σε μια θεολογία αδιάφορη γιατο επίγειο ανθρώπινο δράμα και μια διάχυτη θρησκευτικότητα που τιμά την Ορθοδοξία όχι για το περιεχόμενο αλλά για τους τύπους της, ανα γνωρίζοντάς τους ως αναπόσπαστο τμήμα της πολιτισμικής-εθνικής ταυτότητας.

Θαυμάζω τον Ζουμπουλάκη. Είναι εύκολο για έναν αριστερό να στηλιτεύει τον ακραίο συντηρητισμό της Εκκλησίας, τον φανατισμό και την εθνικιστική μισαλλοδοξία της, τη διαφθορά της και το καθεστώς διοίκησης που θρέφει αυτή τη διαφθορά, να διακηρύσσει την ανάγκη εκσυγχρονισμού και ευαισθητοποίησής της σε προβληματισμούς της εποχής μας, ανοίγματός της σε ειλικρινή, ουσιαστικό, χωρίς δογματική αλαζονεία διάλογο με άλλες ομολογίες, άλλες θρησκείες, άλλες πολιτισμικές παραδόσεις, να υπερασπίζεται το δικαίωμα των μουσουλμάνων να έχουν τζαμί στην Αθήνα και σε άλλες ελληνικές πόλεις, να είναι υπέρ του ουδετερόθρησκου κράτους. Είναι όμως δύσκολο για έναν αριστερό χριστιανό, όταν πρέπει να υποστηρίξει τέτοιες θέσεις σχεδόν μόνος απέναντι σ' ένα κοινό – το δικό του κοινό – που έχει συνηθίσει σ' έναν πολύ διαφορετικό λόγο.

Το Χριστιανοί στον δημόσιο χώρο συνεχίζει, εξειδικεύει και επικαιροποιεί κατά τόπους την προβληματική του προ οκταετίας Ο Θεός στην Πόλη. Αποτελείται, όπως κι εκείνο, από άρθρα του Ζουμπουλάκη και εισηγήσεις του σε συνέδρια, ύλη που εδώ καλύπτει την περίοδο από το 2003 ως το 2009. Τι έχει αλλάξει στον δημόσιο χώρο από το προηγούμενο βιβλίο, σε ό, τι αφορά τα θέματα που απασχολούν τον Ζουμπουλάκη; Ο ρασοφόρος ηγεμονισμός και εθνικιστικός φανατισμός της εποχής Χριστόδουλου έχει παρέλθει ή έστω έχει πάψει να κυριαρχεί. Η ελληνική Εκκλησία, κηλιδωμένη και από τα σκάνδαλα που συγκλόνισαν το πανελλήνιο το 2005, δεν έχει πια το κύρος και τη συνεγερτική δύναμη που είχε λίγο παλιότερα. Μου φαίνεται πως και γενικά οι θρησκείες (με την εξαίρεση του Ισλάμ) βρίσκονται διεθνώς πάλι σε υποχώρηση, μετά τη σχετική ανάκαμψή τ ους τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα. Έχουν ανακύψει καινούργια ζητήματα, με περιεχόμενο περισσότερο π ολιτικό και πολιτισμικό παρά θρησκευτικό, όπως π.χ. η διαμάχη για τη μουσουλμανική μαντίλα. Αν αυτές οι εξελίξεις αφαιρούν από τα νεότερα

κείμενα του Ζουμπουλάκη τον χαρακτήρα της επείγουσας τοποθέτησης πάνω σε φλέγοντα θέματα της επικαιρότητας, του επιτρέπουν ωστόσο να κρίνει με περισσότερη νηφαλιότητα και, προπαντός, βαθαίνοντας την προοπτική της σκέψης του.

Πράγματι, στα πιο ενδιαφέροντα (για έναν μη ειδικό περί τα εκκλησιαστικά) κομμάτια αυτού του βιβλίου, που συναπαρτίζουν το πρώτο μισό του, ο Ζουμπουλάκης διαλέγεται, κριτικά τις περισσότερες φορές, αλλά κατανοητικά, με διανοητές και καλλιτέχνες της σύγχρονης πολιτισμικής μας παράδοσης που τους απασχόλησε η Ορθοδοξία: με τον Γιώργο Θεοτοκά και τον χριστιανικό ανθρωπισμό του, με την άθεη ορθόδοξη ευλάβεια του αρχαιολόγου και ιστορικού της βυζαντινής τέχνης Δημητρίου Πάλλα, με τον Χρήστο Γιανναρά ως κύριο εκφραστή του νεορθόδοξου ρεύματος, με τον αριστερό και «λακανικό» χριστιανισμό του Θάνου Λίποβατς, με τον ζωγράφο Χρήστο Παπανικολάου και το ζήτημα της ανανέωσης της ορθόδοξης εκκλησιαστικής ζωγραφικής.

 

Το κρισ ιμότερο κείμενο του βιβλίου είναι ίσως το σχετικό με τον Γιανναρά. Ο Ζουμπουλάκης εκφράζει κατανόηση για το εγχείρημα του Γιανναρά, στο μεταίχμιο ανάμεσα στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, ν' απεγκλωβίσει την ορθόδοξη διδασκαλία αφ' ενός από την αποστεωμένη ακαδημαϊκή θεολογία, αφ' ετέρου από τη στενόμυαλη και στενόκαρδη χρηστοήθεια των παρεκκλησιαστικών οργανώσεων.

 

Αλλά αμέσως έπειτα ασκεί δριμύτατη κριτική στην αποηθικοποίηση του χριστιανισμού από τον Γιανναρά, ο οποίος ερμηνεύει την έννοια της αμαρτίας απλώς ως συνολική υπαρκτική αποτυχία του ανθρώπινου γένους («πράγμα λίαν ανακουφιστικό για τον καθένα μας», σχολιάζει ειρωνικά ο Ζουμπουλάκης). Για τον Γιανναρά, η μόνη χριστιανική ηθική είναι η μέθεξη του πιστού στο μυστήριο της Ευχαριστίας, «μια συλλογική πράξη ενότητας και κοινωνίας». Σε συμφωνία με αυτή τη θέση, η ατομικότητα απορρίπτεται κατηγορηματικά από τον Γιανναρά (και από ολόκληρο το νεορθόδοξο ρεύμα) ως δυτική στρέβλωση της ανθρώπινης ουσίας, και σε κριτήριο της αλήθειας αναγορεύεται ο λαός, με κορυφαία έκφραση της λαϊκής ευλάβειας τη θρησκευτική πανήγυρη. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς τις πολιτικές προεκτάσεις αυτής της θεολογίας, οι οποίες βρήκαν άλλωστε συγκεκριμένες εκφράσεις στον δημόσιο βίο μας των τελευταίων δύο δεκαετιών.

Ο Ζουμπουλάκης είναι σφοδρός πολέμιος αυτού του ρεύματος σκέψης. Η χριστιανική ηθική σημαίνει γι' αυτόν την προσωπική ευθύνη απέναντι στον άλλο, τον εντελώς συγκεκριμένο κάθε φορά άλλο. Η αμαρτία δεν έχει την ισοπεδωτική οντολογική έννοια που της δίνει ο Γιανναράς, είναι η παράβαση των βιβλικών εντολών της αγάπης και της φροντίδας για τους άλλους. Η ατομικότητα όχι μόνο δεν απορρίπτεται αλλά αποτελεί όρο εκ των ων ουκ άνευ για τη στάση ευθύνης του πιστού, όπως εξάλλου και για κάθε δημιουργική έκφραση της χριστιανικής πίστης στον σύγχρονο κόσμο.

  Χωρίς να παραγνωρίζει καθόλου τον ρόλο που έπαιξε η Ορθοδοξία στη συγκρότηση της εθνοπολιτισμικής ταυτότητας των ορθόδοξων λαών, ο Ζουμπουλάκης θεωρεί ότι η ευλάβεια που απορρέει από τη συγκίνηση για τα ήθη, τα έθιμα, τις ιερουργίες που συνδέονται με το χριστιανορθόδοξο εκκλησιαστικό τυπικό δεν έχει σχέση με το ευαγγελικό μήνυμα. Η Ορθοδοξία με τέτοιο περιεχόμενο δεν είναι παρά η λατρεία των προγόνων, μια πιο εκλεπτυσμένη μορφή μαγείας και δεισιδαιμονίας. Εδώ βρίσκεται η ουσία της αντιπαράθεσής του με τον Δημήτριο Πάλλα. «Δεν θλίβομαι διόλου», καταλήγει ο Ζουμπουλάκης, «που ο ορθολογιστής και μαρξιστής Πάλλας δεν μπορεί να απαλλαγεί από αυτή [τη μορφή ευλάβειας], συντάσσομαι όμως με εκείνους που, επειδή πιστεύουν στην καθολική αλήθεια της ευαγγελικής διδασκαλίας, μπορούν και θυσιάζουν τις αγαπημένες φόρμες του παρελθόντος προς χάριν της».

Δήλωση που συνοψίζει άριστα το πώς ο Ζουμπουλάκης αντιλαμβάνεται τη χριστιανική θρησκευτικότητα. Στο δίλημμα του υπότιτλου του βιβλίου του, «πίστη ή πολιτιστική ταυτότητα;», αυτός τάσσεται με το μέρος της πίστης. Επιλογή που μπορεί ν' αφήσει σκεπτικό έναν ρασιοναλιστή, αλλά που κάνει την πίστη, με το νόημα που της δίνει ο Ζουμπουλάκης, ανοιχτή επιτέλους στον κόσμο και στο καινούργιο.

 

ΠΗΓΗ: ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο, 10 Ιουλίου 2010,  http://www.tanea.gr/default.asp?pid=30&ct=19&artid=4583761&enthDate=10072010

 

* Σημείωση: Βιογραφικό του Δημοσθένη Κούρτοβικ στην ηλεκτρονική  Διεύθυνση,  http://www.ellinikagrammata.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=257%3Apeter-carey&catid=52%3A2009&Itemid=1⟨=el

Κατωτερότητα της γυναίκας στον "Χριστιανισμό"

H οντολογική θεμελίωση της κατωτερότητας της γυναίκας στον Χριστιανισμό


Του Ευτύχη Μπιτσάκη*

 

Οι αντιλήψεις της χριστιανικής θρησκείας για τις γυναίκες καθορίστηκαν από τις συνθήκες της εμφάνισης και της συγκρότησης του χριστιανισμού: συνθήκες οικονομικές, κοινωνικές και ιδεολογικές. Ο Χριστιανισμός, σωτηριακή θρησκεία, εμφανίστηκε ως κίνημα διαμαρτυρίας στην περίοδο της γενικευμένης βαρβαρότητας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ως κίνημα των κατακτημένων λαών, των δούλων, των πληβειακών στρωμάτων. Πηγές του χριστιανισμού ήταν οι ιουδαϊκές παραδόσεις, ειδικά η αναμονή του Μεσσία, αλλά και παραδόσεων των Αιγυπτίων και των λαών της Μέσης Ανατολής. Μορφές όπως της Παρθένου, του Θεού που θνήσκει και ανασταίνεται κ.λπ., υπάρχουν ακόμα και στους ελληνικούς ειδωλολατρικούς μύθους.

Ο Χριστιανισμός συγκροτήθηκε δογματικά από τον Παύλο και τους πατέρες της Εκκλησίας, με στοιχεία από την ιουδαϊκή παράδοση και την ελληνική φιλοσοφία. Βασική αρχή του χριστιανισμού είναι ο οντολογικός δυϊσμός: η αντίθεση ύλης και πνεύματος, σώματος και ψυχής, δυϊσμός σύμφωνος με την ιουδαϊκή παράδοση, αλλά και με τον ιδεαλισμό των Πυθαγορίων, του Πλάτωνα και των Νεοπλατωνικών. Κατά τον Χριστιανισμό, ο Θεός, πνευματική αρχή, δημιούργησε τον κόσμο εκ του μηδενός. Η ύλη, συνεπώς, είναι δημιούργημα του πνεύματος και κατ' αρχήν, κατώτερη. Αλλά η αντίθεση αυτή, όπως θα σημειώσουμε, δεν είναι απόλυτη.

Ως προς τον άνθρωπο: «Λαβών χουν» ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο και ενεφύσησεν εις αυτόν «πνοήν ζώσαν». Πρώτη αντίφαση: σώμα θνητό, υλικό, και άυλη, αθάνατη ψυχή. Και η γυναίκα; Αυτή πλάστηκε από την πλευρά του Αδάμ, ως «βοηθός» του. Συνεπώς: Ύλη, κατώτερη από το πνεύμα. Γυναίκα, υποδεέστερη από τον Άντρα. Επιπλέον: Οι Πρωτόπλαστοι ζούσαν στον Παράδεισο. Για την εκδίωξη και την απαρχή των δεινών τους, υπεύθυνη ήταν η γυναίκα: η Εύα και το μήλο της Γνώσεως. (Σ' αυτό τον μύθο θα ανιχνεύσουμε μια πρώτη μορφή αποξένωσης, που θα διατυπωνόταν φιλοσοφικά από τον Χέγκελ και θα ερμηνευόταν κοινωνιολογικά από τον Μαρξ). Αλλά: Δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού: μήπως ο μύθος μαρτυρεί υπέρ της πνευματικής ανωτερότητας της γυναίκας; Η πτώση του ανθρώπου, γράφει η Τζίνα Πολίτη, ήταν αποτέλεσμα της ανυπακοής της Εύας απέναντι στον αυταρχικό νόμο του Πατρός. «Η ανυπακοή της θα γινόταν αίτιο της ενσάρκωσης του Υιού, ο οποίος θα ανοίξει το δρόμο της επίγειας ανυπακοής […]. Τοποθετημένη σ' αυτό το πλαίσιο, η Πτώση απαλλάσσεται από την ιδιότητα του μελοδράματος του boudoir και η Εύα από τον ρόλο μιας επιπόλαιης κοκέτας». (Τζίνα Πολίτη, Περί αμαρτίας, πάθους, βλέμματος και άλλων τινών, Άγρα, 2006, σελ. 52).

Αυτά ως προς την οντολογική θεμελίωση του χριστιανισμού. Το θεμέλιο αυτό και οι εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες καθόρισαν την ιστορικά μεταβαλλόμενη αντίληψη και πράξη της χριστιανικής θρησκείας και Εκκλησίας, σε σχέση με τις γυναίκες.

Η ύλη, λοιπόν, δημιούργημα και κατώτερη από το πνεύμα. Όμως, ως δημιούργημα, η ύλη μετέχει στην ιερότητα του κτίσματος. Το σώμα, κατώτερο από την ψυχή. Η επίγεια ζωή, προετοιμασία θανάτου. «Άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού». Αρνητική συνεπώς αντίληψη για τη ζωή. Ο χριστιανικός ασκητισμός είναι στάση ζωής θεμελιωμένη σʼ αυτές τις αρχές. Όμως η ύλη μετέχει της ιερότητας της δημιουργίας. Η φροντίδα για το σώμα δεν είναι αμαρτία. Ο ιερέας εύχεται υπέρ «ευκρασίας αέρων, ευφορίας των καρπών της γης» και ευλογεί τον «άρτον και τον οίνον». Ο άνθρωπος είναι φορέας του προπατορικού αμαρτήματος και ο σαρκικός έρωτας είναι αμάρτημα. (Ο πιστός, πριν κοιμηθεί προσεύχεται για ύπνο «πάσης σατανικής φαντασίας απηλλαγμένον»). Όμως ο ιερέας εύχεται στους νεόνυμφους «αρμονίαν ψυχών και σωμάτων». Ευλογεί την οικογένεια, παρομοιάζοντας την μητέρα ως «άμπελον ευκλιματούσαν» με τα παιδιά, «κύκλω της Τραπέζης», πραγμάτωση της χαράς της ζωής. Συνεπώς: Αντιφάσεις! Ασκητικό και «υλιστικό» ρεύμα. Πώς εξελίχτηκαν λοιπόν οι απόψεις και η πρακτική της χριστιανικής θρησκείας για τον κόσμο, τη ζωή και ειδικά για τη γυναίκα;


Η γυναίκα, εξελικτικά στην ιστορία, από τη σκοπιά του Χριστιανισμού

 


Η πρωτόγονη, παγανιστική αντίληψη για τη ζωή, ήταν αισιόδοξη. Στις αρχαίες κοινωνίες και αντίστοιχα στις μυθικές κοσμοαντιλήψεις, η γυναίκα δεν ήταν κατώτερη από τον άνδρα. Ιέρειες και Θεές κοσμούν ειδικά το πάνθεο των ελληνικών μύθων (η Δήμητρα, π.χ., είναι θεά της γεωργίας, η Ήρα προστάτις της οικογένειας).

Επίσης, στην πρωτόγονη οικογένεια η θέση της γυναίκας δεν ήταν υποδεέστερη. Το αντίθετο. Και η ύπαρξη της μητριαρχίας μαρτυρεί την υπεροχή της γυναίκας σε μια φάση των πρωτόγονων κοινωνιών. Όμως ο Χριστιανισμός εμφανίστηκε και διαδόθηκε σε μια δουλοκτητική κοινωνία, και ειδικά στην πατριαρχική ιουδαϊκή κοινωνία. Πατριαρχικές κοινωνικές σχέσεις και δουλεία καθόρισαν την υποδεέστερη θέση της γυναίκας στις κοινωνίες του πρώιμου Χριστιανισμού. Ως προς τη δουλοκτησία, ο Παύλος έγραφε στην Πρός Εφεσίους επιστολή: «Οι δούλοι υπακούετε τοίς κυρίοις κατά σάρκα μετά φόβου και τρόμου εν απλότητι της καρδίας υμών ως τώ Χριστώ». Παρά ορισμένες αντίθετες απόψεις, ο Χριστιανισμός δέχτηκε τη δουλεία και συνιστούσε την υποταγή. Την ίδια εποχή, οι πατριαρχικές κοινωνικές σχέσεις καθόρισαν τη στάση της εκκλησίας απέναντι στην γυναίκα και την οικογένεια. Πάλι ο Παύλος στην πρός Εφεσίους επιστολήν: «Αι γυναίκες τοις ιδίοις ανδράσιν υποτάσσεσθε, ως εν Κυρίω, ότι ο ανήρ εστί κεφαλή της γυναικός, ως και ο Χριστός κεφαλή της Εκκλησίας». Επίσης «ώσπερ η Εκκλησία υποτάσσεται τω Χριστώ, ούτω και αι γυναίκες τοις ιδίοις ανδράσιν εν παντί». Παρά ταύτα, «οι ανδρες αγαπάν τας εαυτών γυναίκας ως τα εαυτών σώματα». (Μεγαλοψυχία τους.)

Η κατωτερότητα της γυναίκας συνεπώς ήταν οντολογικά θεμελιωμένη. Η αμαρτωλή φύση της, επίσης δεδομένη, λόγω του προπατορικού αμαρτήματος. Η γυναίκα είναι μιαρή. Δεν δικαιούται να εισέρχεται στο Ιερό της Εκκλησίας. Δεν δικαιούται να γίνει ιέρεια.
Αλλά υπάρχει και μια άλλη πλευρά, η οποία δεν αφορά μόνο τις γυναίκες: Είναι γνωστοί οι διωγμοί των χριστιανών στην περιοχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όμως ο Κωνσταντίνος ο λεγόμενος Μέγας, ανακήρυξε το 313 τον Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η αντίθεση ειδωλολατρών-χριστιανών αντιστράφηκε. Τώρα οι χριστιανοί γκρέμιζαν τους ειδωλολατρικούς ναούς και δολοφονούσαν ειδωλολάτρες. Ο Ιουλιανός (331-363), ο οποίος θέλησε να ξαναδώσει ζωή στην αρχαία θρησκεία, στον αρχαίο ορθολογισμό και στην αισιόδοξη αντίληψη για τη ζωή, ονομάστηκε αποστάτης και παραβάτης. Η μαθηματικός και φιλόσοφος Υπατία (370-415 μ.Χ) δολοφονήθηκε από τους χριστιανούς. Η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας κάηκε από τους χριστιανούς. Η θρησκεία της αγάπης είχε μεταμορφωθεί σε θρησκεία του μίσους. Εν τέλει ο Ιουστινιανός έκλεισε τις φιλοσοφικές σχολές, βάζοντας και τυπικά τέλος στην αρχαία Φιλοσοφία.
Και εδώ ανακύπτει μια νέα αντίφαση: Ο Παύλος και οι Πατέρες, γνώστες της ελληνικής γραμματείας, προσπάθησαν να θεμελιώσουν φιλοσοφικά τη νέα θρησκεία στηριζόμενοι κυρίως στον Πλάτωνα και στους Νεοπλατωνικούς. Όμως η ειδωλολατρεία, όπως και ο ελληνικός ορθολογισμός και ο ανθρωπισμός (στωϊκοί, σοφιστές, Δημόκριτος, Επίκουρος, κ.λπ.), βρισκόταν σε αντίφαση με τη νέα θρησκεία, η οποία αναπτύχθηκε πριν και μετά την περίοδο της καταπληκτικής άνθησης της ελληνικής επιστήμης, ειδικά των μαθηματικών και της αστρονομίας. (Ας θυμηθούμε: Ευκλείδης 300 π.Χ., Αρχιμήδης 287-212 π.Χ., Απολλώνιος 200 π.Χ., Ίππαρχος 160 π.Χ., Ερατοσθένης 200 μ.Χ., κ.λπ). Λοιπόν;

Αναφερθήκαμε στη δολοφονία της Υπατίας. Το κάψιμο πρωτοπόρων επιστημόνων θα συνεχιζόταν τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Στον βυζαντινό Μεσαίωνα, η γυναίκα αντιμετωπιζόταν ως κατώτερη από τον άντρα. Όμως θυμηθείτε την Κασσιανή και την Άννα την Κομνηνή. Και αυτές δεν ήταν οι μόνες μορφωμένες. Ακόμα και στον δυτικό Μεσαίωνα, οι γυναίκες στα μοναστήρια καλλιεργούσαν τα γράμματα και συνέβαλλαν στην ανάπτυξή τους.


Η καπιταλιστική περίοδος

 


Και ο καπιταλισμός; Οι επαναστάσεις της αστικής τάξης δεν αναγνώρισαν αμέσως την ισότητα ανδρών και γυναικών. Στην Ελλάδα η ισότητα αναγνωρίστηκε μόλις το 1975! Βέβαια, εν τέλει, και με αγώνες, η τυπική ισότητα ανδρών και γυναικών αναγνωρίστηκε στις κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες. Ο καπιταλισμός «απελευθέρωσε τις γυναίκες», μετατρέποντας τις σε «ελεύθερη εργατική δύναμη». Ελευθερία με διπλή δουλεία: εργασία και οικογένεια. Συνολικά: Η γενικευμένη αλλοτρίωση στις κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες καθόρισε και τις νέες μορφές της γυναικείας δυστυχίας. Ας θυμηθούμε τον Μαρξ: Παντού όπου κυριάρχησε ο καπιταλισμός, κατέστρεψε τις φεουδαρχικές πατριαρχικές σχέσεις. Στη θέση τής σκεπασμένης με θρησκευτικές και πολιτικές αυταπάτες εκμετάλλευσης, έβαλε την ανοιχτή, ξεδιάντροπη, άμεση, σκληρή εκμετάλλευση. Το γυμνό συμφέρον. ("Κομμουνιστικό Μανιφέστο".) Ο νοών νοείτω, για άντρες και για γυναίκες!

Και τώρα τί; Εχθρός της γυναίκας δεν είναι ο άντρας. Κοινός εχθρός είναι ο καπιταλισμός. Πρώτα λοιπόν η ανατροπή της σημερινής μορφής ανταγωνιστικής κοινωνικής συμβίωσης. Και την ίδια στιγμή: Θα ξαναβρεί η ανθρωπότητα τη γοητεία του μύθου και της ουτοπίας σ' ένα ανώτερο επίπεδο; Το θαυμάζειν ως στιγμή του συμπαντικού γίγνεσθαι; Την ενότητα του άντρα και της γυναίκας, ενότητα που δεν εκμηδενίζει τη διαφορά;

Σημείωση: Βλ. σχετικά τα βιβλία του ιδίου:

* Δρόμοι της Διαλεκτικής, εκδόσεις Άγρα, 2003

* Από την πυρά στον Άμβωνα, εκδόσεις Τόπος, 2009

–  Για τη θέση των γυναικών-επιστημόνων, βλ. Eric Sartori Histoire des Femmes Scientifiques, εκδόσεις Plon, 2006

* Ο Ευτύχης Μπιτσάκης είναι Ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.


ΠΗΓΗ: Δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ, 29/5/2010

 

Σημείωση admin: Αυτονόητο είναι ότι το κείμενο αδικεί την αυθεντική ορθόδοξη θεολογία, παρερμηνεύει τη θεολογία και αγνοεί το ιστορικό περιβάλλον της εποχής. Ταυτόχρονα προβάλλει σημερινές 'χριστιανικές" αγκυλώσεις και αιρετικές αποκλίσεις στο ιστορικό παρελθόν. Αξίζει όμως να διαβαστεί διότι οδηγεί σε αναστοχασμό και αυτοκριτική.