Αρχείο κατηγορίας Φιλοσοφία και Πολιτική

Η Αριστερά χρειάζεται επανεκκίνηση

Η Αριστερά χρειάζεται επανεκκίνηση

 

Συνέντευξη του Oliver Huitson με τον Ken Loach [Κεν Λόουτς]

 

Η νέα του ταινία του Κεν Λόουτς, το «Πνεύμα του ΄45», είναι ένας παθιασμένος απολογισμός της ενότητας που οικοδόμησε το μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας, σε αντιδιαστολή με τη σημερινή διάλυση. Ο Όλιβερ Χιούστον συζητά μαζί του για την ταινία, το κράτος πρόνοιας, τη Θάτσερ, τα συνδικάτα και το Νέο Εργατικό Κόμμα. Μπορούμε να αιχμαλωτίσουμε ξανά το πνεύμα; 

–   Όλιβερ Χιούστον: Η παραγωγή της ταινίας είχε ανακοινωθεί μετά την ψήφιση του νόμου για την Υγεία και την Κοινωνική Πρόνοια, τον Μάρτη του 2012. Σε ποιο βαθμό η ψήφιση των μεταρρυθμίσεων στο ΕΣΥ επηρέασε την απόφασή σας να κάνετε την ταινία; Ήταν μια απάντηση στις γενικότερες επιθέσεις στο κράτος πρόνοιας από το 2010; 

Κεν Λόουτς: Προφανώς, ο Νόμος για την Υγεία και την Κοινωνική Πρόνοια είναι μόνο ένα σκαλί σε μια κατηφορική σκάλα. Εδώ και καιρό στο πίσω μέρος του μυαλού μου υπήρχε η ιδέα για την καταγραφή του μεταπολεμικού πνεύματος. Είχα την ευκαιρία να κάνω αυτό το ντοκιμαντέρ και σκέφτηκα ότι αυτή ήταν η κατάλληλη στιγμή. Ένα άλλο ζήτημα είναι ότι πρέπει να απεικονίσουμε τους ανθρώπους που έχουν έντονες μνήμες, ενώ είναι ακόμα εν ζωή. Από αυτήν την άποψη, υπάρχει μια επείγουσα ανάγκη. Αλλά, ο κυριότερος λόγος είναι ότι αυτό το οικονομικό σύστημα έχει προδήλως αποτύχει σε κάθε πεδίο. Και όσο περισσότερο αποτυγχάνει, τόσο πιο πολύ οι υποστηριχτές του  προσπαθούν να το υποστηρίξουν, με ολοένα και πιο απογοητευτικά αποτελέσματα. Σκέφτηκα ότι ήταν καιρός να θυμηθούμε τι συνέβη μετά το ΄45 και να προσπαθήσουμε να διδαχθούμε από αυτό. Έχει διαγραφεί από την ιστορία γιατί κανένα από τα κυρίαρχα κόμματα δενοιάζεται να μας το θυμίσει. Ασφαλώς, οι Συντηρητικοί (Tories) δεν θέλουν να το θυμούνται, ούτε οι Φιλελεύθεροι, και σίγουρα όχι το Εργατικό κόμμα, γιατί  όλοι αυτοί είναι υπέρμαχοι του ελεύθερου ανταγωνισμού.  

– O.Χ.: Όσον αφορά σε αυτό σας προκάλεσε έκπληξη, από την άποψη του τι συνέβη μετά το 2008, με την έννοια ότι πολλοί προσδοκούσαν ένα είδος αντιστροφής των νεοφιλελεύθερων τάσεων των τελευταίων 30 χρόνων – εκπλαγήκατε από το γεγονός ότι επιταχύνονται παρά αντιστρέφονται; 

ΚΛ: Καθόλου, γιατί οι πιο απελπισμένοι άνθρωποι οδηγούνται στη (ακραία) βασική τους ιδεολογία. Οι Εργατικοί κάνουν ό,τι έκαναν το ΄45, όταν ήταν ακόμα σοσιαλδημοκράτες και οι σοσιαλδημοκράτες πιστεύουν ότι ο καπιταλισμός είναι προοδευτικός και πρέπει απλώς να τον διαχειριστούν καλύτερα από τους Συντηρητικούς. Έτσι, όσο έρχονται πιο δύσκολοι καιροί, τόσοι πιο προετοιμασμένοι είναι να θυσιάσουν τον κοινωνικό μισθό και τις κοινωνικές παροχές προκειμένου να στηρίξουν τον καπιταλισμό. Και οι Συντηρητικοί δεν νοιάζονται γιατί αυτή είναι έτσι κι αλλιώς η ατζέντα τους. Οι Εργατικοί και ο Μίλιμπαντ, με την ιδέα του για τον καλοκάγαθο καπιταλισμό, παρερμηνεύουν τη φύση του συστήματος, σε σημείο να αναρωτιέσαι από που προέρχονται. Σίγουρα, το ζήτημα δεν αφορά στο πώς μεγάλωσε κανείς. Αν υπήρχε ένα πράγμα που έπρεπε να είχε μάθει ο Μίλιμπαντ από το σπίτι του, είναι ότι ο καπιταλισμός βασίζεται στην ταξική πάλη και όχι στην ταξική συνεργασία.

– Ο.Χ.: Ας  μιλήσουμε μετά για το Νέο Εργατικό κόμμα. Προφανώς, από την άποψη της νομοθετικής δημιουργίας του κράτους πρόνοιας η ταινία καλύπτει αρκετά, αλλά ποιο ήταν το πνεύμα εκείνων των χρόνων;  

Κ.Λ.: Ήταν συνεργατικό. Η εμπειρία του πολέμου ήταν ότι ξεκάθαρα οι ένοπλες δυνάμεις ήταν οργανωμένες από το κράτος, όχι από ιδιωτικούς στρατούς που θα πήγαιναν να πολεμήσουν. Δεν υπήρχαν, όπως έχουμε σήμερα, ιδιωτικοί εργολάβοι που πληρώνονταν για να κάνουν τη δουλειά του στρατού, ήταν ένοπλες δυνάμεις του κράτους. Κάποιες βιομηχανίες κρατικοποιήθηκαν γιατί δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν ιδιωτικές επιχειρήσεις, ήταν τόσο αναποτελεσματικές, όπως τα μεταλλεία που έπρεπε να κρατικοποιηθούν. Και ασφαλώς, οι θυσίες, οι βομβαρδισμοί και το εσωτερικό μέτωπο, όπως και η στρατιωτική θητεία, έφεραν τους ανθρώπους κοντά: οι άνθρωποι έπρεπε να είναι καλοί γείτονες, έτσι ώστε να δημιουργείται ένα αίσθημα συλλογικότητας, αλληλεγγύης. Αυτό ήταν ένα στοιχείο. 

Ένα άλλο στοιχείο ήταν η κατάθλιψη και η μαζική ανεργία τη δεκαετία του 1930, η πολιτική διαμάχη τη δεκαετία του 1920, η άνοδος του φασισμού  και των δικτατοριών, αλλά και μια διάχυτη σκέψη: προκειμένου να λύσουμε τα προβλήματα της ειρήνης, γιατί δεν χρησιμοποιούμε τους τρόπους με τους οποίους λύσαμε τα προβλήματα του πολέμου, δηλαδή δια της συνεργασίας και της συλλογικότητας;  Ήταν ένα θέμα κοινής λογικής, όχι ένα ζήτημα ιδεολογίας. Δουλεύαμε με αυτό τον τρόπο επί 6 χρόνια, με καλά αποτελέσματα, με αυτόν τον τρόπο πρέπει να συνεχίσουμε να δουλεύουμε μαζί για να κτίσουμε τα σπίτια των ανθρώπων και να τους φροντίσουμε και να ξαναφτιάξουμε τις βιομηχανίες. 

– Ο.Χ: Υπήρξε μια μακρά ιστορία εξελίξεων εντός του εργατικού κινήματος, αλλά πιστεύετε ότι η δημιουργία του κράτους πρόνοιας θα ήταν δυνατή χωρίς τον πόλεμο; 

Κ.Λ: Πιστεύω ότι ο πόλεμος ήταν ο καταλύτης. Πιστεύω ότι τότε, όπως και τώρα, υπήρχε ένα αίσθημα δυσαρέσκειας, απογοήτευσης, αλλά η δεκαετία του 1930 ήταν μια πολύ ήρεμη περίοδος. Το όπλο της γενικής απεργίας παρήγαγε αποτελέσματα πριν, το 1926, και οι μεγάλες απεργίες των ανθρακωρύχων ήταν δίκαιες στην αρχή της δεκαετίας 1920. Έτσι, την δεκαετία του 1920 δόθηκε ένας αγώνας στην βιομηχανία, τη δεκαετία του 1930 η ανεργία βρισκόταν στις 2.5 έως 3 μονάδες. Ήταν μια πολύ ήρεμη περίοδος, και αυτό χρειαζόταν. Εκ των υστέρων, θα μπορούσαμε να πούμε ότι χρειαζόταν αυτό το τρομερό τράνταγμα – και τι τρομερό πράγμα ήταν αυτό! -, αλλά χωρίς εκείνο το τράνταγμα είναι δύσκολο να συμπεράνουμε τι θα μπορούσε να δώσει ελπίδες στους ανθρώπους, τη δεκαετία του 1930, ώστε να ξεκινήσουν να οργανώνονται, και να εκλέξουν μια κυβέρνηση των Εργατικών με στοιχεία ενός σοσιαλιστικού προγράμματος. Δεν ήταν ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα, αλλά είχε στοιχεία ενός σοσιαλιστικού προγράμματος. 

– Ο.Χ: Στην ταινία παρουσιάζετε τη δημιουργία του κράτους πρόνοιας και στη συνέχεια κάνουμε ένα άλμα στο 1979, τη Θάτσερ, τις ιδιωτικοποιήσεις.  Πώς, κατά τη γνώμη σας, η Θάτσερ κατάφερε να νικήσει, όχι μόνο στις εκλογές του 1979, αλλά και στις δυο επόμενες εκλογές, κατεβαίνοντας με μια πλατφόρμα ανατροπής πολλών μεταπολεμικών κατακτήσεων; 

Κ.Λ: Λοιπόν… η μακρά κυβέρνηση των Tories (Συντηρητικών) τη δεκαετία του 1950, και οι κυβερνήσεις των Εργατικών τη δεκαετία του 1960 και 1970 δεν αναγέννησαν την ιδέα της κοινής ιδιοκτησίας, δεν θεμελίωσαν καμιά βιομηχανική δημοκρατία. Οι κρατικές βιομηχανίες  ήταν κρατικοί φορείς που λειτουργούσαν ως ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπου υπήρχε ακόμα διαμάχη μεταξύ της διοίκησης και του εργατικού δυναμικού. Δεν αναγεννήθηκαν, δεν επένδυσαν σωστά, κι έτσι  η ιδέα του δημοσίου  σπιλώθηκε και οι ίδιες οι βιομηχανίες παρήκμασαν, κατακερματίστηκαν για να αλλάξουν ιδιοκτησιακό καθεστώς. Και η Θάτσερ ασφαλώς το επιδίωκε αυτό, με την άρνησή της να επενδύσει,  έτσι ώστε όλοι να κουραστούν με την ιδέα και αυτή να μπορέσει τότε να παρουσιάσει την ιδιωτικοποίηση σαν μια θεραπεία- και πιστεύω ότι αυτή ήταν μια αρκετά συνειδητή απόφαση. 

Γιατί εκλέχθηκαν οι Συντηρητικοί; Γιατί οι Εργατικοί απέτυχαν σαν σοσιαλδημοκράτες. Υποθέτω ότι η παγκόσμια οικονομία ήταν εναντίον τους, αλλά η ήττα προέρχεται μέσα από αυτό που μερικοί από εμάς αποκαλούμε εγγενείς συγκρούσεις στο ίδιο το σύστημα, εσωτερικές αντιφάσεις, ο καπιταλισμός περνά μέσα από αυτούς τους κύκλους. Ο καπιταλισμός κατέρρεε,  και το Εργατικό κόμμα πάσχιζε ακόμα να στηρίξει τον καπιταλισμό. Και πλήρωσε το τίμημα. Η Θάτσερ μπόρεσε, έτσι, να εμφανιστεί σαν κάτι νέο, με το να βρει μια λύση για τις παλιές κουρασμένες κρατικοποιημένες βιομηχανίες, επιτιθέμενη στα συνδικάτα και το Εργατικό κόμμα που έριχνε το βάρος του στα εργατικά συνδικάτα και ταυτόχρονα βρισκόταν σε σύγκρουση μαζί τους. Και, φυσικά, ο συντηρητικός Τύπος – δεν πρέπει να το υποτιμάμε ποτέ αυτό – και η Θάτσερ θα μπορούσαν να εμφανιστούν ως κάτι νέο. Αλλά η ίδια έπρεπε ακόμα να νικήσει τα συνδικάτα, και κάποιοι από εμάς θα συμφωνούσαν ότι οι ιδιωτικοποιήσεις έγιναν γιατί τα συνδικάτα ηττήθηκαν και οι ανθρακωρύχοι νικήθηκαν στη μάχη με τις δυνάμεις της αστυνομίας.    

– Ο.Χ.: Από μόνη της η ταινία είναι ξεκάθαρα πολεμική. Ποια είναι η γνώμη σας για την απάντηση της λαϊκής κουλτούρας στο οικονομικό κραχ και την λιτότητα σε γενικές γραμμές, όπου αυτό το είδος της πολεμικής φαίνεται αρκετά σπάνιο; 

Κ.Λ: Είναι δύσκολο να πω, δεν είμαι σίγουρος τι είναι λαϊκή κουλτούρα. Υπάρχει μια κουλτούρα που έχει αναπτυχθεί μέσω των νέων μέσων ενημέρωσης, η οποία μπορεί να είναι αρκετά ανατρεπτική και κριτική, ένα προϊόν των περικοπών της λιτότητας κλπ. Αλλά, αναπόφευκτα, είναι σαν ένα πυροτέχνημα και δεν θα οδηγήσει σε ένα συνεκτικό κίνημα με ένα συνεκτικό πρόγραμμα, αλλά είναι παρ' όλα αυτά μια αναπόφευκτη απάντηση. Πιστεύω ότι τα μαζικά μέσα ενημέρωσης όσον αφορά στον κυρίαρχο τύπο και στις τηλεοπτικές εκπομπές είναι, όπως θα αναμένατε να είναι, πολύ ευνοϊκά για την κυβέρνηση. Προωθούν διαιρέσεις ανάμεσα στους εργαζόμενους, βρίσκουν εξιλαστήρια θύματα, δαιμονοποιούν δίκαια αιτήματα, σε αντίθεση με τους φοροφυγάδες που επιπλέουν μέσα και έξω, αλλά στο ζήτημα της μόνιμης επίθεσης, ο καθένας υποστηρίζει ότι τα προνόμια δημιουργούνται για να αισθανόμαστε ένοχοι. Υπάρχει παραδοσιακά μια μεγάλη επίθεση στους μετανάστες και πάντα πρέπει να βρίσκουν εξιλαστήρια θύματα όταν η οικονομία καταρρέει. Ποτέ δεν είναι οι άνθρωποι που προκαλούν την κατάρρευση ή επωφελούνται από αυτή, είναι οι άνθρωποι που γίνονται μακράν φτωχότεροι, έτσι δεν προκαλεί έκπληξη αυτό. 

Ασφαλώς, ο κίνδυνος είναι ότι δημιουργείται ένα γόνιμο έδαφος για το φασισμό. Υπάρχει μαζική ανεργία, στοχευμένοι αποδιοπομπαίοι τράγοι, απουσία πολιτικής εκπροσώπησης της αριστεράς. Δεν έχουμε εκπροσώπηση, ούτε σε ένα πολιτικό κίνημα, ούτε στις τηλεοπτικές εκπομπές, ούτε στον τύπο… Η αριστερά μετά βίας υπάρχει και υπάρχει ένα τεράστιο κύμα θυμού σχετικά με το τι συμβαίνει, αλλά δεν αποτυπώνεται σε ένα πολιτικό κίνημα και βρίσκεται στο περιθώριο από τα κυρίαρχα μέσα.  

– ΟΧ.: Και, τέλος, σε αυτό το σημείο, αν αναφερόμαστε στο Εργατικό κόμμα, όπως υπάρχει σήμερα, υπάρχει καμιά ελπίδα για ένα εκσυγχρονισμένο Εργατικό κόμμα ή έχει έρθει η στιγμή για μια μαζική δημοκρατική οργάνωση πέρα από το Εργατικό κόμμα; 

Κ.Λ.: Δεν συζητάμε για τη μεταρρύθμιση του εργατικού κόμματος εδώ και έναν αιώνα; Από την εποχή του Ράμσεϊ ΜακΝτόναλντ ξεστρατίσαμε από την γενική απεργία. Η κυβέρνηση του 1945 ήταν πραγματικά ένα φωτεινό σημείο, ένα επίτευγμα του Εργατικού κόμματος, αλλά σήμερα δεν διακρίνω μια σοσιαλιστική ηγεσία στο Εργατικό κόμμα. Αδυνατώ. Ο σοσιαλισμός βρίσκεται στο περιθώριο της πολιτική εδώ και 50 χρόνια, και το Εργατικό κόμμα έχει μετατοπιστεί σταθερά προς τα δεξιά από την ηγεσία του.

Πιστεύω ότι τα εργατικά συνδικάτα παίζουν βασικό ρόλο. Αν τα εργατικά συνδικάτα έλεγαν ότι πρόκειται να κάνουμε ότι κάναμε έναν αιώνα πριν, θα ανακαλύψουμε ότι ένα μέρος αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα της εργασίας και θα υποστηρίζουμε μόνο υποψήφιους οι οποίοι υποστηρίζουν πολιτικές της αριστεράς και τότε μπορούμε να ξαναρχίσουμε. Αλλά χρειαζόμαστε ένα νέο κίνημα και ένα νέο κόμμα. Και αυτό χρειάζεται όλους τους ανθρώπους της αριστεράς που βρίσκονται ακόμα μέσα στο Εργατικό κόμμα, ώστε να δημιουργηθεί κάτι νέο, μαζί  με τα συνδικάτα.  

Τα συνδικάτα είναι απαραίτητα. Αλλά είναι σαν τα σκυλιά, όσο περισσότερο τα κλωτσάς τόσο περισσότερο σέρνονται πίσω από τον αφέντη. Και πραγματικά, χρειάζεται να ξυπνήσουν και να πουν ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, ότι δεν πρόκειται να διεκδικήσουμε το Εργατικό κόμμα. Αναφέρομαι στην τελευταία εκλογή ηγεσίας (στο Εργατικό κόμμα) όπου η αριστερά δεν είχε υποψήφιο, αυτό συνέβη μετά από δεκαετίες που οι άνθρωποι έλεγαν ότι διεκδικούν το Εργατικό κόμμα – δεν μπόρεσαν να κατεβάσουν ούτε έναν υποψήφιο, γιατί είχαν καθοριστεί από τον Μπλερ και τη συμμορία του. Τα συνδικάτα έπρεπε να κόψουν τους δεσμούς από τους Εργατικούς, να ξαναρχίσουν, με οποιονδήποτε στα αριστερά, με όλες τις καμπάνιες: την καμπάνια για το ΕΣΥ (NHS, National Security System), την καμπάνια για την στέγαση, τις καμπάνιες για τις υπηρεσίες της κοινότητας – όλους. Ας αρχίσουμε ξανά, και τότε μπορούμε πραγματικά να προχωρήσουμε. 

Μετάφραση: Αιμιλία Κουκούμα

ΠΗΓΗ: portside.org. Το είδα: 14-03-2013, http://aristeri-diexodos.blogspot.gr/2013/03/blog-post_8543.html

Η ανατροπή στην Ελλάδα μπορεί να έρθει από μιά αριστερά

Η ανατροπή στην Ελλάδα μπορεί να έρθει από μια Αριστερά, δυναμική σε Παγκόσμια κλίμακα.

Του Αλέξανδρου Σταθακιού*

H μερική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ τον Μάη και τον Ιούνη του 2012, αλλά και η πραγματική πίεση για «άμεσες και πρακτικές αριστερές λύσεις» στο κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα της Χώρας «έβαλε» ίσως «στον πάγο» την αναζήτηση μιας αριστερής ταυτότητας που θα υπερβαίνει το μέτωπο αντίστασης στον νεοφιλελευθερισμό και στον φασίζοντα νεοσυντηρητισμό που επελαύνουν και θα μπορέσει να σταθεί ως «νέα μεγάλη διήγηση»:

Συνέχεια

ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Το εφαλτήριο ενός αριστερού πολιτικού ρεύματος διεξόδου

Του Τριαντάφυλλου Σερμέτη*

 

Βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη χρονική στιγμή στην οποία βιώνεται μια ριζική εκκρεμότητα της πολιτικής κατεύθυνσης της χώρας. Είναι επιτακτική ανάγκη να αναδυθεί,  μέσα από τη μηδενιστική απαξιακή κατάσταση  του γίγνεσθαι, εκείνο το κοινωνικό και συλλογικό υποκείμενο, με τα κατάλληλα αξιολογικά στοιχεία, που θα δώσει την πολιτική διέξοδο και θα οικοδομήσει  τη νέα μεταπολίτευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, ως πολιτικός φορέας, έχει αναλάβει το εγχείρημα  να οδηγήσει τη χώρα σε μια μεταβατική κατάσταση διεξόδου, καταρχήν από αυτή την κρίση, και να οδηγήσει την κοινωνία στον τελικό στόχο του σοσιαλισμού.

Συνέχεια

Ο νέος χαρακτήρας της αριστεράς

Ο νέος χαρακτήρας της αριστεράς

 

Του Δημήτρη Καζάκη

 

Καμιά μεταλλαγή του κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας δεν μπορεί να συμβεί δίχως την κατάλληλη προσαρμογή της αριστεράς. Από ιστορική άποψη η αριστερά υπήρξε ανέκαθεν μια πολιτική έννοια δίχως ξεκάθαρο περιεχόμενο, δίχως σαφείς κοινωνικές, ταξικές και ιδεολογικο-πολιτικές αναφορές. Δεν ήταν παρά ένα αναγκαίο προϊόν της τυπικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και επομένως φέρει ανεξίτηλα και εγγενώς όλες τις παραμορφώσεις, αυταπάτες και διαστροφές του κοινοβουλευτισμού. H άνδρωση της κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης της εργατικής τάξης, ή άνοδος της πάλης για εργατικά και λαϊκά αιτήματα, οδήγησε και στην αναγκαία ιστορική μετεξέλιξη της αριστεράς.

Από μια συγκεχυμένη κοινοβουλευτική έννοια – όπου πρυτάνευαν τα αισθήματα κοινωνικής αδικίας και τα διάφορα δόγματα «κοινωνικής δικαιοσύνης» – στην επαναστατικά, κοινωνικά και ταξικά διαφοροποιημένη έννοια της αριστεράς. Η αριστερά έπαψε να είναι συνώνυμο της ηθικής ή ηθικολογικής καταγγελίας της όποιας αδικίας για να μετατραπεί σε ανοιχτό πεδίο οργανωμένης αντιπαράθεσης ιδεολογικο-πολιτικών ρευμάτων, κομμάτων και τάσεων, ιδεώδες περιβάλλον για την μαχητική ανάδειξη της ολοκληρωμένης ταξικής προοπτικής της εργατικής τάξης.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η αναφορά στην αριστερά ως αυτοτελή πολιτική έννοια δεν υπήρχε μέχρι τη δεκαετία του '60. Έως τότε η αριστερά δεν συνιστούσε τίποτε περισσότερο από έναν πολιτικό επιθετικό προσδιορισμό τάσεων και ρευμάτων στο εσωτερικό των εργατικών, λαϊκών και επαναστατικών κινημάτων. Στη δεκαετία του '60 και στο έδαφος της βαθιάς κρίσης της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας, η οποία μετεξελισσόταν γοργά σε οργανικό πυλώνα του πολιτικού συστήματος εξουσίας του μεγάλου κεφαλαίου, αλλά και του «διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος» που αντιμετώπιζε τα δικά του εσωτερικά αδιέξοδα, έγινε μια συστηματική προσπάθεια από τον ιδεολογικό και πολιτικό μηχανισμό του ιμπεριαλισμού, ιδίως των ΗΠΑ, να οικοδομηθεί μια «νέα αριστερά», ή στην ευρωπαϊκή της εκδοχή μια «ανανεωτική αριστερά». Μια αριστερά αρκούντως αφηρημένη ώστε να είναι παντελώς ξεκομμένη και απόλυτα εχθρική προς τις όποιες κοινωνικο-ταξικές αναφορές, προπομπός της ιμπεριαλιστικής ιδεολογίας και πολιτικής. Η ολοκλήρωση της πορείας μεταλλαγής της σοσιαλδημοκρατίας από ένα «αστικό κόμμα της εργατικής τάξης» σε μαχητική πολιτική δύναμη του μονοπωλιακού κεφαλαίου, η εκφυλιστική πορεία και η πλήρης διάλυση του «διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, μαζί με τη συνολική υποχώρηση του οργανωμένου εργατικού κινήματος, επέτρεψαν σ' αυτήν την ιμπεριαλιστική «νέα αριστερά» τελικά να επικρατήσει. Σήμερα, στις συνθήκες κρίσης πολιτικής και κοινωνικής εκπροσώπησης του εργαζόμενου λαού, η αριστερά γενικά μετεξελίσσεται όλο και περισσότερο σε μια γενική αδιαφοροποίητη έννοια, όπου χωρούν τα πάντα. Η αριστερά όλο και περισσότερο μετατρέπεται σε χώρο πολιτικής συμβίωσης με ότι πιο αντιδραστικό και σκοταδιστικό έχει γεννήσει η λογική της προσαρμογής στις επιταγές του μεγάλου κεφαλαίου και της παγκόσμιας αγοράς του. Όλο περισσότερο αποσπάται από τα πιο άμεσα λαϊκά, εργατικά και δημοκρατικά αιτήματα, αποσπάται από τις αληθινές αγωνίες του εργαζόμενου λαού για να μεταβληθεί σε μια χρήσιμη εφεδρεία των κυρίαρχων δυνάμεων για τη πολιτική διαχείριση της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Επομένως, αριστερά γενικά δεν υπάρχει, ή υπάρχει απλά και μόνο για να συσκοτίζει ανυπέρβλητες ταξικές διαφορές ανάμεσα σε δυνάμεις και πολιτικές, ενώ η μετατροπή της σε κεντρικό σημείο αναφοράς αποτελεί τυπική διαστροφή όσων κατανοούν την πολιτική με επιδερμικούς κοινοβουλευτικούς όρους και αδυνατούν να απευθυνθούν πρωταρχικά στους ίδιους τους εργαζόμενους και το λαό.

Πρέπει να είναι σαφές πως η επιλογή μιας πολιτικής δύναμης να αναφέρεται πρωταρχικά στην αριστερά γενικά, όπως κι αν την αυτοπροσδιορίζει, προδίδει την απόστασή της από την εργαζόμενη κοινωνία, αποδεικνύει τον τυπικά αστικό τρόπο κατανόησης της πολιτικής, όπου οι εργαζόμενοι είναι καταδικασμένοι στο περιθώριο ως οπαδοί της μιας, ή της άλλης πολιτικής ηγεσίας. Αυτοί που αναφέρονται σήμερα στην αριστερά ως υποκείμενο της πολιτικής τους, είναι γιατί θεωρούν τον λαό και τους εργαζόμενους ως αντικείμενο χειραγώγησης. Δεν έχει καμιά σημασία πόσο ριζοσπαστικά χρώματα φέρει η αριστερά καθενός, η ουσία δεν αλλάζει. Όλοι τους έχουν αποδεχτεί πλήρως τον παραδοσιακό πολιτικό μύθο του κοινοβουλευτισμού της αγυρτείας και της διαφθοράς, ο λαός για να εκφραστεί και για να βγει στο πολιτικό προσκήνιο χρειάζεται μια διαμεσολαβούσα δύναμη. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα απ' αυτό. Ο λαός δεν χρειάζεται διαμεσολαβητές για να χαράξει την πορεία του. Χρειάζεται πρωτοπόρους αγωνιστές που τον βοηθούν να βγει ο ίδιος ορμητικά στο προσκήνιο και να οικοδομήσει ο ίδιος την ενότητα μέσα στις γραμμές του. Θυμάστε το παλιό σύνθημα του ΠΑΣΟΚ το 1981; Ο λαός στην εξουσία, το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση; Είναι ακριβώς αυτή η χυδαία θεωρία της διαμεσολάβησης. Η αληθινή δημοκρατία από την σκοπιά των καταπιεσμένων αυτής της κοινωνίας απαιτεί τον λαό στην εξουσία και πάλι τον λαό στην κυβέρνηση. Κανενός είδους κυβέρνηση, όσο σοσιαλιστική, επαναστατική, ή αριστερή κι αν αυτοχρίζεται, δεν πρόκειται να λειτουργήσει υπέρ του λαού, δεν πρόκειται να απαλλάξει τον εργαζόμενο από τα δεσμά του, όσο ο ίδιος ο λαός δεν θα βρίσκεται στο περιθώριο της πολιτικής και δεν θα ασκεί άμεσα, πρακτικά και αφεαυτού του τον καθοριστικό έλεγχο σε όλες τις πτυχές της δημόσιας διακυβέρνησης.

Γι' αυτό και οι εκκλήσεις για την «κυβέρνηση της αριστεράς», δεν είναι μόνο η αναγκαία πρόφαση για όσους στο όνομα γενικά της αριστεράς επιζητούν την ενότητα με τις πολιτικές υποταγής στο μεγάλο κεφάλαιο, το ευρώ, την ΕΕ και το καθεστώς ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, αλλά συνιστά επίσης και μια συστηματική προσπάθεια ανοικτής υπονόμευσης της αναγκαίας κοινής δράσης του λαού και των εργαζομένων με επίκεντρο τα πιο άμεσα και ζωτικά τους αιτήματα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι πιο τυπικοί πρωταγωνιστές της «κυβέρνησης της αριστεράς» έχουν όλοι τους στο παρελθόν διακριθεί για την προκλητικά διασπαστική τους πρακτική απέναντι σε κάθε συμμαχική πρωτοβουλία, που δεν ήταν του ελέγχου τους και δεν «στρογγύλευε» αρκετά τα αιτήματά της, ώστε να είναι επαρκώς ταξικά, εθνικά και πολιτικά ακίνδυνα. Έχουν επίσης διακριθεί για τις προνομιακές συμφωνίες πάνω και κάτω από το τραπέζι της πολιτικής συναλλαγής, για την ανοιχτή πρακτόρευση κεντρικών πολιτικών επιλογών του κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας στο εσωτερικό, αλλά και στο εξωτερικό, για την αναγωγή της δικής τους πολιτικής επιβίωσης και εκλογής στο κοινοβούλιο ως πρωτεύον ζήτημα της όποιας «ενότητας της αριστεράς». Για μια ακόμη φορά επαληθεύεται το ιστορικό δίδαγμα ότι οι μεγαλύτεροι διασπαστές, οι χειρότεροι εκπρόσωποι του παρασκηνίου στην πολιτική, οι πιο ένθερμοι θιασώτες της πολιτικής διαβολής, της συκοφαντίας, του καυγά για τις καρέκλες στην κορυφή, του παραγοντισμού και της προσωπικής προβολής, είναι πάντα εκείνοι που φωνάζουν πιο δυνατά απ' όλους για την «ενότητα». Ιδιαίτερα όταν αυτοί μυρίζονται εξουσία.

Η κραυγή «κυβέρνηση της αριστεράς», σημαίνει πραχτικά την νομή της εξουσίας με τους ίδιους όρους που την διεκδικούσαν και οι παραδοσιακές δυνάμεις εναλλαγής στην διακυβέρνηση. Το σύνθημα αυτό απευθύνεται όχι στον λαό, αλλά στους «δικούς μας», στα στελέχη και τους οπαδούς που πεινασμένοι για εξουσία δεν νοιάζονται για τίποτε άλλο, εκτός από την άνοδό του κόμματος στην διακυβέρνηση. Προκειμένου να γίνει κάτι τέτοιο δεν υπάρχει πολιτική κωλοτούμπα που δεν θα κάνουν, δεν υπάρχει τίποτε που δεν θα ανεχθούν ή δεν θα αποδεχτούν, αρκεί να κερδίσουν το πολυπόθητο τρόπαιο: την «κυβέρνηση της αριστεράς». Είναι η «ώρα της αριστεράς», φωνάζουν ορισμένοι με το μάτι τόσο λιμασμένο για εξουσία που δεν τους ξεχωρίζεις από τους πάλαι ποτέ «πρασινοφρουρούς», ή την «γαλάζια γενιά» της παλιάς δικομματικής εναλλαγής. Ο λαός απλά πρέπει να τους αναδείξει στην εξουσία και έπειτα θα πρέπει να υποταχθεί στους νέους επιβήτορες.

Αυτός είναι κι ο λόγος που η αριστερά σήμερα δεν είναι συνώνυμο της προόδου, ούτε συνιστά αναγκαστικά μια προοδευτική δύναμη. Τα βασικά κριτήρια για τον πολιτικά προοδευτικό, ή μη χαρακτήρα μιας πολιτικής δύναμης είναι τρία:

Πρώτο, η άμεση πρακτική συμβολή της στην κοινωνικοπολιτική οργάνωση και ανασυγκρότηση του εργαζόμενου λαού, με πρωταρχικό σκοπό να οικοδομηθεί η ενότητα του ίδιου του λαού μέσα από την υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών ιδεολογίας και κομματικής ταυτότητας εντός του.

Δεύτερο, ο ρόλος της στην ανάπτυξη του εργατικού και λαϊκού κινήματος ως κυρίαρχου πολιτικού υποκειμένου με όρους και πρακτικές που να προσιδιάζουν στις νέες ιστορικές συνθήκες που επιβάλουν εξ ανάγκης την μετωπική αναμέτρηση με το επίσημο σύστημα εξουσίας.

Τρίτο, η σχέση της με την ανάδειξη των πιο άμεσων ζωτικών αιτημάτων των άλλων εργαζομένων σε πρωτεύον πεδίο αναφοράς της πολιτικής γενικά. Και υπάρχει σήμερα πιο ζωτικό και πιεστικό αίτημα, πιο ταξικό αίτημα από την διεκδίκηση της εθνικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας, της λαϊκής αυτοδιάθεσης και κυριαρχίας ενάντια στον χρηματιστικό νεοφεουδαρχισμό της ευρωζώνης και της ΕΕ; Υπάρχει σήμερα πιο επιτακτικό αίτημα από την μονομερή διαγραφή του δημόσιου χρέους στη βάση της κατάκτησης της δημοκρατίας από τον λαό;  

Με βάση αυτά τα κριτήρια χαράσσονται οι σύγχρονες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην πρόοδο και τη συντήρηση, ανάμεσα στη δημοκρατία και την αντίδραση κι όχι με γενικές αναφορές σε αριστερές περγαμηνές, αληθινές ή ψεύτικες. Καμιά φυγή στη σφαίρα του ιδεατού σοσιαλισμού, κανένα σύνθημα του συρμού όπως «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός», κανένας ταξικός όρκος στην επανάσταση, ούτε η πίστη σε κάποιο ανώτερο ιδεώδες, δεν μπορεί να κρύψει τον αντιδραστικό χαρακτήρα μιας αριστεράς που συμβάλει καθημερινά στη διάλυση των μαζικών οργανώσεων του εργατικού και λαϊκού κινήματος, που υποκαθιστά τους εργαζόμενους και το λαό με τη δική της πολιτική επικράτηση και υποτάσσει τα εργατικά και λαϊκά αιτήματα στις δικές της ιδεοληψίες, σκοπιμότητες και εσωτερικές ισορροπίες.

ΠΗΓΗ: Δευτέρα 28-01-2013, http://dimitriskazakis.blogspot.gr/2013/01/blog-post_26.html

Η Λίστα Λαγκάρντ ή ο κλέψας του κλέψαντος

Η Λίστα Λαγκάρντ ή ο κλέψας του κλέψαντος

 

Του Γιώργου Ρούση

 

Απέναντι σε σκάνδαλα τύπου λίστας Λαγκάρντ εμφανίζονται δυο εξίσου λαθεμένες στάσεις.

Η πρώτη η οποία είναι και κυρίαρχη, υπερτονίζει τη σημασία αυτών των σκανδάλων. Στόχος είναι να αποδειχτεί ότι για την κρίση υπεύθυνη είναι η κακή διαχείριση με αποκορύφωμα τα σκάνδαλα. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται να οδηγηθεί η κοινή γνώμη στο συμπέρασμα ότι η κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί από μια χρηστή διαχείριση, με την εφαρμογή των νόμων, δίχως απάτες και λοβιτούρες, ή με άλλα λόγια ότι για να αντιμετωπιστεί η κρίση και να επανέλθουμε στους κανονικούς μας ρυθμούς, το κύριο αν όχι το άπαν, είναι η αλλαγή του πολιτικού προσωπικού από ένα άλλο πιο ικανό και έντιμο.

Με αυτόν τον τρόπο περισώζεται το κύρος του υπεύθυνου για την κρίση καπιταλιστικού συστήματος. Αποσιωπάται το γεγονός ότι η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίου αποτελεί θεμελιακή αρχή της ΕΕ καθώς επίσης και το ότι στο βασίλειο του χρήματος-Μαμωνά, του κέρδους και της κλοπής ξένης εργασίας, η «νόμιμη» κλοπή αποτελεί θεμελιακή αξία.

Αποσιωπάται ότι όπως επισημαίνει ο Μπρεχτ, όσο κλέφτης είναι ο ληστής των τραπεζών, άλλο τόσο ίσως και περισσότερο είναι ο τραπεζίτης. Αποσιωπάται ακόμη το γεγονός ότι η μίζα ισχύει για περίπου το 80% των διεθνών συναλλαγών, και ότι ο τζίρος από τη διαφθορά είναι μεν τεράστιος σε σχέση με τις απολαβές του πλήθους που λιμοκτονεί, είναι όμως αμελητέος σε σχέση με το νόμιμο τζίρο του κεφαλαίου.

Εξίσου λαθεμένες είναι όμως και οι απόψεις που αντιμετωπίζουν υποθέσεις όπως εκείνη της λίστας Λαγκάρντ μόνον ως «πυροτέχνημα αποπροσανατολισμού» και την αλλοίωση της ως «ανούσια λεπτομέρεια».

Αυτού του τύπου οι τοποθετήσεις εντάσσονται στην ευρύτερη αδιέξοδη πολιτική του «όλα ή τίποτα». Παραγνωρίζουν τη λαϊκή απαίτηση για κάθαρση, και διευκολύνουν με αυτήν τους τη στάση, δυνάμεις όπως η «Χρυσή Αυγή», να εμφανίζονται ως ο μοναδικός εκφραστής αυτού του λαϊκού αιτήματος.

Παραβλέπουν ότι σε τέτοιες περιπτώσεις ακόμη και η τήρηση της αστικής νομιμότητας έχει τη σημασία της, και ότι η αποκάλυψη της σαπίλας του αστικού πολιτικού κόσμου είναι σημαντική.

Το ζητούμενο δεν είναι να απαξιώνεται παντελώς η αναγκαιότητα αποκάλυψης και τιμωρίας των ενόχων τέτοιων σκανδάλων. Το ζητούμενο είναι να καταδεικνύεται το γεγονός ότι το σύστημα δεν έχει κανένα πρόβλημα να πετάξει σαν στημένες λεμονόκουπες πολιτικούς του υπηρέτες, φτάνει να διασωθεί συνολικά το ίδιο, ότι η αποκάλυψη της λίστας Λαγκάρντ είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στις πάμπολλες άλλες παρόμοιες που υπάρχουν, και τέλος ότι εκτός από τα παράνομα σκάνδαλα κυριαρχεί το «νόμιμο» καπιταλιστικό σκάνδαλο το οποίο και τα εκτρέφει.

Αυτό, όπως απέδειξε και η σχετική αρνητική εμπειρία του «υπαρκτού σοσιαλισμού», σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι αυτά τα σκάνδαλα θα πάψουν να υπάρχουν, με την ανατροπή του καπιταλισμού, αν δεν υπάρξει ουσιαστική λαϊκή συμμετοχή και έλεγχος των διαχειριστών, σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης.

Αν το καλοσκεφτούμε, η υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ο κλέψας του κλέψαντος. Αποτελείται από στοιχεία που κάποιος υπέκλεψε από τα αρχεία μιας κλέφτρας -τράπεζας, και τα οποία αποκαλύπτουν μεταξύ άλλων ορισμένους κλέφτες φόρων και ίσως κατόχους κλεμμένου-μαύρου χρήματος, μια λίστα που μας παρέδωσε η τότε υπουργός οικονομικών της Γαλλίας και μετέπειτα γενική διευθύντρια του ΔΝΤ γνωστού τοκογλυφικού -άρα κατά Αριστοτέλη κλέφτη – οργανισμού, από την οποία κάποιοι πολιτικοί υπερασπιστές του συστήματος νόμιμης κλοπής, απέκρυψαν -«έκλεψαν» κάποια ονόματα….

Ας ανατρέψουμε λοιπόν και ας τιμωρήσουμε όπως τους αξίζει τους παράνομους και «νόμιμους» κλέφτες.

 

Γιώργος Ρούσης

 

ΠΗΓΗ: Άρθρο στην "Εφημερίδα των Συντακτών". Το είδα: 23-01-2013, http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=4298

Νεοελληνικός μηδενισμός

Νεοελληνικός μηδενισμός

Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη

Στην νεοελληνική πραγματικότητα, η λέξη μηδενιστής, χρησιμοποιήθηκε συνήθως από την κατεστημένη «κομματοκρατίλα«, ενάντια σε όσους τολμούσαν να ασκούν κριτική στο μεταπολιτευτικό καθεστώς, «δίχως να έχουν πρόταση«. Στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση, οι κυρίαρχες ελίτ «χτυπούσαν» ως λαϊκιστή, όποιον τολμούσε να έχει μεν πρόταση, αλλά μπολιασμένη με ανθρωπιά και ευαισθησία.

Με αυτές τις ταμπέλες νομιμοποιήθηκε στην τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα, η ιδεολογική ηγεμονία του «εκσυγχρονισμού» που καταδίκασε στη σιωπή, τις τελευταίες δημιουργικές δυνάμεις του τόπου, αναδεικνύοντας τον νεοελληνικό μεταπρατικό παρασιτικό καπιταλισμό σε κυρίαρχη αφήγηση της κοινωνίας.

Συνέχεια

Η ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΑΝΟΥΣ

Η ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΑΝΟΥΣ

 

Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη

 

Στο σπίτι του κρεμασμένου, λένε, δεν μιλάνε για σχοινί. Κι' όμως, σ' αυτήν την κρίση, γι' αυτήν την κρίση, μιλάνε περισσότερο απ' όλους οι κατασκευαστές του σχοινιού, οι εφευρέτες της θηλιάς, οι χειριστές της αγχόνης κι΄ακόμη περισσότερο οι μέχρι χθες φανατικοί υποστηρικτές-διαφημιστές της κρεμάλας.

Ένας νέος αφορισμός που θα άξιζε πραγματικά, θα μπορούσε να ισχυρίζεται, ότι η κρίση θα κλείσει τον κύκλο της, όταν ο τελευταίος ομιλών οικονομολόγος θα κλείσει το στόμα του τελευταίου δημοσιογράφου, αφού προηγουμένως και οι δύο μαζί ράψουν το στόμα του τελευταίου ομιλούντος πολιτικού. 

Όχι – μόνο – γιατί είναι οι πραγματικά υπεύθυνοι για την κρίση, αλλά γιατί ο λόγος τους συνεχίζει να αποκρύπτει τα πραγματικά αίτια της, περιορίζοντας έτσι δραματικά της όποιες δυνατότητες διεξόδου από το φαύλο κύκλο της.

Να εξηγηθώ ευθύς εξ' αρχής. Η παρούσα κρίση δεν είναι απλά και μόνο μια οικονομική κρίση. Πολύ περισσότερο, δεν είναι απλά και μόνο μια βαθιά πολιτική κρίση. Είναι μια κρίση της πολιτικής εν γένει, γιατί δεν αμφισβητεί μόνο ένα συγκεκριμένο οικονομικό ή πολιτικό σύστημα, αλλά ταυτόχρονα και προπάντων το νόημα της πολιτικής.  Η κρεμάλα είναι πολιτική και το σχοινί οικονομικό. Πίσω από τις κάμερες και τις πένες οι γνωστοί-άγνωστοι που θέλουν να τη βγάλουν πάλι καθαρή αναμεταδίδοντας τις πιο «πιασάρικες» – κατά την άποψη των ελίτ – φάσεις του ματς.

Εν τούτοις, τώρα κάποιοι, ελάχιστοι και πάλι, διαπιστώνουν με οδύνη, ότι η μέχρι χθες αδιαφορία τους για την πολιτική, δεν εγγυάται τελικά ανοσία όσον αφορά τις επιπτώσεις της. Δεν το ομολογούν αλλά διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους για τη μείωση της αγοραστκής τους δύναμης. Η αλήθεια είναι ότι η απολιτική συμπεριφορά που επέδειξε το λαός μας ιδιαίτερα τις δύο τελευταίες δεκαετίες, αποτελούσε στην πραγματικότητα συστατικό στοιχείο της πολιτικής όπως αυτή οργανωνόταν από τις κυρίαρχες ελίτ. Η έλλειψη πληροφόρησης – όταν αγοράζαμε εφημερίδες cd – η διαστρεβλωμένη πληροφόρηση όταν βλέπαμε τηλεοπτικές ειδήσεις ή η αποθέωση του μεσημεριανού τηλεοπτικού ξεκατινιάσματος, ανήκουν κι αυτά σε ένα συγκεκριμένο είδος πολιτικής. Ολόιδια όπως η ρητορική μπουρδολογία (περί ισχυρής Ελλάδος) και ο κομματικός καριερισμός ανήκουν σε συγκεκριμένο είδος πολιτικής.

Σ' αυτό το είδος πολιτικής, όσοι έντιμα επιχείρησαν να ασχοληθούν με την πολιτική, ίσως δεν πρόλαβαν καν να διαπιστώσουν, ότι κατέστησαν σκλάβοι του χρόνου, αφήνοντας να καταντήσουν οι πράξεις τους μια σκέτη αντανακλαστική αντίδραση απέναντι στο ρεύμα των γεγονότων, που άλλοι καθόριζαν στο παρασκήνιο της διαπλοκής. Σ' όλη την μεταπολιτευτική περίοδο, δεν θυμάμαι στ' αλήθεια πολιτική που να μην βαριανασαίνει από μέρα σε μέρα, διαμορφώνοντας μια ατέλειωτη αλυσίδα από – συχνά αλληλοσυγκρουόμενα – προσωρινά μέτρα που ήταν βέβαιο πως αργά ή γρήγορα θα επισκίαζαν τον γενικό σκοπό, αν υπήρξε ποτέ τέτοιος.  Για σαράντα περίπου χρόνια η πολιτική στη χώρα καντήντησε μια απλή πλαδαρή διεκπεραίωση, αποστεωμένη από κάθε έλλογο οραματικό στοιχείο ή πρόταγμα.     

Κάπως έτσι, πιαστήκαμε όλοι μας, ως έθνος, αιχμάλωτοι του χρόνου.

Σιγά σιγά, μετατρέψαμε τη ζωή μας σε μια ατέλειωτη σειρά από μορφασμούς, Κοιτάξτε γύρω σας τις γκριμάτσες των ανθρώπων. Γεμίσαμε με φόβους για ότι θα μπορούσε να απειλήσει την άνεση μας και γινόμαστε έξαλλοι  για κάθε χαμένη ευκαιρία  που υποσχόταν αναρρίχηση και επιτυχία. Θεωρήσαμε – συχνά -τον εαυτό μας ως την ύψιστη αυθεντία στα πάντα, δεν σεβαστήκαμε τίποτα, και πλημμυρίσαμε την κοινωνική, οικογενειακή ή και ατομική μας ατμόσφαιρα με μια πανταχού παρούσα πλήξη, που δεν ήταν τίποτα περισσότερο  από την  άπληστη απαίτηση διασκέδασης πάση θυσία και με κάθε μέσο. Τα σκυλάδικα, τα μπουρδέλα, τα τζογοπρακτορεία, τα κομμωτήρια και τα ινστιτούτα «αγέραστης» ομορφιάς, έγινα οι πιο προσοδοφόρες επιχειρήσεις.  Κι επειδή η πλήξη δεν ξέρει τι να κάνει τον ελεύθερο χρόνο, τον σκοτώνει. Τον σκοτώνει, αναζητώντας διαρκώς και νέα ερεθίσματα.  Μια ολόκληρη κοινωνία σαν ανοργασμική γεροντοκόρη έψαχνε λυσσασμένα να βρει ένα κάποιο σημείο G.

Όλα αυτά δεν αναιρούν το (αποκρυπτόμενο εν πολλοίς) γεγονός ότι η κρίση που ξέσπασε στη χώρα μας, αποτελεί ουσιαστικά μέρος μιας βαθύτερης και ευρύτερης κρίσης που αγκαλιάζει ολόκληρη την πραγματικότητα του δυτικού  – τουλάχιστον –  κόσμου. Άλλωστε,  οι παρυφές των βουνών καίγονται πρώτες.

Η παρούσα κρίση αντιπροσωπεύει μεταξύ άλλων τη χρεοκοπία του προφανούς,  καθώς αυτό το οποίο θεωρούσαμε προφανές επί δεκαετίες, αίφνης, έγινε θολό και σκοτεινό. Αυτό το οποίο θεωρούσαμε επί δεκαετίες ως κάτι οριστικά τελειωμένο, εμφανίζεται τώρα ως κάτι προσωρινό και εν τέλει ζητούμενο. Η τραγωδία είναι πως αυτό το χρεοκοπημένο προφανές, δεν αφορά μόνο στην οικονομική μας ευμάρεια, αλλά ακόμη και στον ίδιο τον πυρήνα της δημοκρατικής λειτουργίας της κοινωνίας μας. Μέσα στην αμέριμνη ατμόσφαιρα των προηγούμενων δεκαετιών, παγιώθηκε η αντίληψη ότι ορισμένα εθνικά χαρακτηριστικά, μας τοποθετούν πέρα από τα όρια της φασιστικής μόλυνσης. Αυτή η βαρύτατη αμέλεια της αριστεράς που δεν αναρωτιέται ούτε τώρα, τι προκάλεσε τη διατήρηση του ναζισμού στην εθνική μας ζωή έστω ως ένα περιφερειακό φαινόμενο, το οποίο βασίστηκε στον παθολογικό υπόκοσμο της κοινωνίας και έρχεται τώρα να διεκδικήσει κεντρικό πολιτικό ρόλο. Δυστυχώς σύντροφοι, οι δημοκρατικές αρχές δεν απονέμονται στο έθνος άπαξ δια παντός. Τώρα με οδύνη ανακαλύπτουμε ότι οι αρχές τις οποίες επικαλούμαστε απλά δεν υπάρχουν πλέον. Αν ο λαός μας διαμόρφωσε στο παρελθόν μια σπουδαία δημοκρατική παράδοση, το γεγονός αυτό από μόνο του δεν σημαίνει ότι οι δημοκρατικές αρχές είναι και θα είναι έμφυτες στο έθνος, στο παρόν και στο μέλλον. Ο λαός που τον λέμε ελληνικό, επειδή απλά μιλά ελληνικά, ήταν εξ' αρχής βέβαιο πως θα μεταμορφωνόταν ανεπίγνωστα σε καλοπερασάκια καταναλωτή, σε μιαν αδιάφορη μάζα. Ίσως να είναι η ώρα, ίσως και να είναι πια αργά, να απελευθερωθεί η ελληνική αριστερά από τις χρόνιες ψευδαισθήσεις της.

Το πιο καταδικασμένο στη σιωπή στοιχείο της τρέχουσας κρίσης, είναι πως πάνω απ' όλα, η κρίση αυτή, αντιπροσωπεύει μια άγρια διαμάχη αναφορικά με το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης, συνύπαρξης και πράξης. Πάει καιρός, που σαν λαός, έχουμε βουλιάξει στο επίπεδο μιας ανώνυμης (για τους ελληναράδες, επώνυμης) μάζας, για την οποία η συνείδηση, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, το νόημα της αλήθειας και της δικαιοσύνης, της πολιτισμένης συμπεριφοράς και του θάρρους αποτελούσε και αποτελεί, άχρηστο βάρος. Ένα βαρίδι που μας εμποδίζει στον αγώνα κατάκτησης της φαινομενικής ή της αληθινής άνεσης. Το τραγελαφικό είναι ότι στον κίνδυνο απώλειας αυτής της άνεσης, οι διεκδικήσεις μας επικαλούνται αυτό ακριβώς το βάρος που μέχρι χθες ξορκίζαμε. Ότι με κυνισμό φτύναμε χθες στις κατ' ιδίαν συντροφιές των «πετυχημένων», γίνεται σήμερα η σημαία της κριτικής μας στην πολιτική και στους άλλους γύρω μας.

Όμως, όσο κι αν αυτή η συμπεριφορά μοιάζει αντιφατική, είναι εν τούτοις ερμηνεύσιμη. Γιατί, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην ατομική ζωή, έτσι και στην κοινωνία, είναι ευκολότερο να απαλλαγεί κανείς από τις ψευδαισθήσεις που έχει σε σχέση με τους άλλους, παρά να ξεμπλέξει με τις «ονειρώξεις» που έχει με την «πάρτη» του.     

Εδώ νομίζω πως βρίσκεται και το κουμπί της κρίσης.

Αφού η κρίση εκδηλώνεται ως απογοήτευση από την ελπίδα, ως ανώμαλη προσγείωση στην πραγματικότητα, ή ως αντικατάσταση της ελπίδας με την απόγνωση, είναι επιτακτική η ανάγκη να απελευθερωθούμε από τις ψευδαισθήσεις μας. Και για να γίνει αυτό, απαιτείται να απαλλαγούμε από το πέπλο των ψυχικών διαθέσεων -αυτό που μας κινεί μέχρι στιγμής ως άτομα αλλά και ως κοινωνία- και να οδηγηθούμε σε μια βαθιά πολιτική  συνειδητοποίηση.

Με άλλα λόγια, καθώς η κρίση εκδηλώνεται – μεταξύ των άλλων – και ως συναισθηματικό σοκ, το ουσιώδες ερώτημα είναι αν το σοκ αυτό θα ανοίξει τα μάτια κάποιων κοινωνικών ομάδων προς μια βαθύτερη και αυθεντικότερη συνειδητοποίηση ή θα ενισχύσει τις προηγούμενες προκαταλήψεις, αχρηστεύοντας με νέες ψευδαισθήσεις την ικανότητα του λαού να κινηθεί προς μια κατεύθυνση διεξόδου.  Κι ακόμη περισσότερο: Θα απελευθερώσει άραγε η αυθεντική αληθής κατανόηση της πραγματικότητας, νέα ενέργεια, κριτικό ζήλο και νέο ακτιβισμό ή θα επιφέρει νέα κατάθλιψη βυθίζοντας μας όλους στην παθητικότητα και στο λήθαργο;

Από τα ερωτήματα αυτά αναδεικνύεται και ένα νέο πολιτικό κριτήριο. Ποιά πολιτική τελικά ενισχύει τις παλιές ψευδαισθήσεις και ποιά απελευθερώνει τις διαδικασίες μιας ειλικρινούς συνειδητοποίησης;

Ποιά πολιτική διευκολύνει την παραμονή του λαού μας στην κατάσταση της ανηλικότητας; Ποιά πολιτική υπονομεύει τις όποιες λιγοστές προσπάθειες να βρει ο λαός μας το θάρρος να απελευθερωθεί από τις νηπιακές ψευδαισθήσεις του; Ποιά πολιτική εξωθεί το λαό στην αυτο-ενοχοποίηση, που είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για την εν συνεχεία απο-ενοχοποίηση και την αέναη διαιώνιση των ψευδαισθήσεων του προφανούς;

Θα αποτολμήσω έναν ακόμη αφορισμό: Πρέπει να ξαναγίνουμε λαός. Σπεύδω να αναγνωρίσω, πως στην παρούσα συγκυρία, μοιάζει η απλή επιβίωση να αποτελεί το πάν και πως είμαστε ένας λαός που πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι στην εκμηδένιση του. Αν θέλουμε να μιλάμε με ειλικρίνεια.Όμως ένας λαός αποτελεί Λαό (με λ κεφαλαίο) τότε και μόνον τότε, όταν βάζει κατά νου κάτι παραπάνω από την απλή επιβίωσή του. Προφανώς δεν μιλώ για μια νέα Μεγάλη Ιδέα. Μιλώ για την κατάστρωση ενός προγράμματος που θα καθορίζει και θα καθορίζεται από ένα νέο νόημα ύπαρξης για το λαό μας.  Έχει ωριμάσει νομίζω ο καιρός που πρέπει να μας είναι αδιανόητη η ύπαρξη του λαού μας ως απλή επιβίωση ή ως μια τυχαιότητα της ιστορίας, που μάλιστα τώρα τυχαίνει να κλείνει τον κύκλο της. 

Χρειαζόμαστε άμεσα και εσπευσμένα, ένα νέο αληθή και ελληνικό Διαφωτισμό που δεν θα έχει σχεδόν τίποτα να κάνει με τα λαμπρά φώτα της Εσπερίας.

Χρειαζόμαστε ήδη από χθες, το θάρρος και την αποφασιστικότητα του λαού  που πριν απ' όλα δεν διστάζει να γνωρίσει τι διαδραματίζεται γύρω του. Ύστερα, δεν ξεπέφτει σε μιαν αδιάφοροι τύφλωση και τέλος έχει το κουράγιο να πράττει και να μεταβάλλει τα δεδομένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποδεικνύεται αντάξιος της ελευθερίας του

Καλώς ή κακώς, όπως μπορεί να συμβεί σε κάθε πεπερασμένη ύπαρξη, εκπέσαμε σαν λαός σε μια νηπιώδη χρόνια αφασία. Όμως η λαϊκότητα ενός λαού,  όπως και η ανθρωπιά ενός ανθρώπου, έγκειται ακριβώς στο να βρει το θάρρος να αποδεσμευτεί απ' αυτή την ανελευθερία που του αρνείται την ενηλικίωση. Ζόρικα πράγματα. Έτσι κι αλλιώς, όμως, ελευθερία, ενηλικίωση και ριψοκινδύνευση ήταν και είναι πάντα ίχνη του ίδιου υφάσματος.

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ, 14.09.12

Ο Αναρχικός Έχει Πατρίδα;

Ο Αναρχικός Έχει Πατρίδα;

 

Του Μιχαήλ Μπακούνιν και του Μ. Ράπτη -Πάμπλο


Πολύς λόγος γίνεται (ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια) για την εθνική συνείδηση που μπορεί να έχει ένας σοσιαλιστής ή ένας αναρχικός.

Ας μας απαντήσουν δυο μορφές του αναρχικού χώρου. Ο σημαντικότερος αναρχικός διανοητής παγκοσμίως Μιχαήλ Μπακούνιν και ο σημαντικότερος Έλληνας αναρχικός διανοητής Μ. Ράπτης ("Πάμπλο"). Ακολουθούν τέσσερα κειμενάκια των Μπακούνιν και Πάμπλο προς μελέτη…

"… Η ευημερία του κράτους είναι η αθλιότητα του πραγματικού έθνους, του λαού. Το μεγαλείο και η ισχύς του κράτους είναι η σκλαβιά του λαού… Το κράτος δεν είναι η πατρίδα. Είναι η αφαίρεση, ο μεταφυσικός, μυστικιστικός, πολιτικός, νομικός μύθος της πατρίδας. Οι λαϊκές μάζες όλων των χωρών αγαπούν βαθιά την πατρίδα τους. Αλλ' αυτό είναι μια φυσική πραγματική αγάπη. Ο πατριωτισμός του λαού δεν είναι ιδέα, αλλά γεγονός… Η πατρίδα, η εθνικότητα, όπως και η ατομικότητα, είναι ένα γεγονός φυσικό και κοινωνικό, ψυχολογικό και ιστορικό ταυτόχρονα. Δεν είναι μια θεωρητική αρχή.

Δεν μπορούμε να ονομάσουμε ανθρώπινη αρχή, παρά μόνο ότι είναι καθολικό, κοινό σ' όλους τους ανθρώπους. Η εθνικότητα τους χωρίζει. Δεν είναι λοιπόν αρχή. Αλλά αυτό που είναι η αρχή, είναι ο σεβασμός που ο καθένας πρέπει να έχει για τα φυσικά, πραγματικά ή κοινωνικά γεγονότα. Η εθνικότητα, όπως και η ατομικότητα, είναι ένα από τα γεγονότα αυτά. Οφείλουμε λοιπόν να τη σεβόμαστε. Η καταπίεση της είναι έγκλημα, … γίνεται ιερή αρχή κάθε φορά που απειλείται ή καταπιέζεται. Γι' αυτό λοιπόν αισθάνομαι ειλικρινά και πάντα τον πατριώτη κάθε καταπιεσμένης πατρίδας". (Γαλλική έκδοση των απάντων Μ. Μπακούνιν, τόμος I, σελ. 225 -227, μετ. Πόλυ Γκέκα, εκδ. Πλέθρον)

********

"Η πατρίδα αντιπροσωπέυει το αδιαφιλονίκητο και ιερό δικαίωμα κάθε ανθρώπου, ομάδας ανθρώπων, ενώσεων, κοινοτήτων, περιοχών, να ζούν, να σκέφτονται, να θέλουν και να δρούν κατά τον τρόπο τους, που γεννήθηκε ως αποτέλεσμα της μακρόχρονης ιστορικής εξέλιξης.

Υποκλίνομαι λοιπόν μπρος στην παράδοση και την ιστορία των λαών, γιατί είναι το αίμα και η σάρκα, η σκέψη και η θέληση κάθε λαού.

Γι' αυτό, ειλικρινά, είμαι ο πατριώτης όλων των καταπιεσμένων πατρίδων.

Είμαι πατριώτης και διεθνιστής ταυτόχρονα" Μιχαήλ Μπακούνιν (Γράμματα για τον Πατριωτισμό,1869)

*********

"… Ο λαός επίσης είναι από τη φύση του πατριώτης. Αγαπά τη γη όπου γεννήθηκε, το κλίμα μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε… Ο πραγματικός, ζωντανός, ισχυρός, φυσικός πατριωτισμός του λαού, δεν είναι καθόλου εθνικός πατριωτισμός, ούτε καν τοπικός, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος του αποκλειστικά κοινοτικός. Αλλά αγαπά ακόμα τη γλώσσα που μιλά… Ταυτίζεται επίσης με τα έθιμα και τις αληθινές ή λαθεμένες αντιλήψεις της χώρας του. Αν αυτά τα έθιμα, αυτές οι ιδέες κι αυτή η γλώσσα καλύπτουν μια περιοχή, τότε αρχίζει να γίνεται πραγματικά ένας τοπικός πατριώτης. Αν καλύπτουν ένα ολόκληρο έθνος, τότε γίνεται ένας εθνικός πατριώτης. Με την έννοια αυτή, κανείς δεν είναι τόσο βαθιά ούτε τόσο ειλικρινά πατριώτης όσο ο λαός… (Μ. Μπακούνιν και Ιταλία, 2ο μέρος, σελ. 81-83 μετ. Πόλυ Γκέκα, εκδ. Πλέθρον)

********

[…] Η βασική αντινομία, που χαρακτηρίζει αυτή τη στιγμή τη νέα τάξη, είναι η προσπάθεια προς ένα ενιαίο οικονομικά κόσμο, όμως πολιτικά κατακερματισμένο, ώστε τα μικρά του τμήματα να ελέγχονται ευκολότερα και που οδηγούν βέβαια από την άλλη μεριά, στο βαθμό που τα μέρη αυτά θέλουν να αντισταθούν, στην έξαρση του εθνικιστικού φαινομένου. Φαινόμενο το οποίο η νέα τάξη θεωρεί, αυτή τη στιγμή, σαν το κυριότερο εμπόδιο για την ομαλή λειτουργία της αναγκαίας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Από την άποψη αυτή, η αναβίωση των εθνικισμών δεν μπορεί να θεωρείται σαν αρνητική, απλώς, εκδήλωση, που εναντιώνεται στην παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, αλλά και σαν αναπόφευκτη εκδήλωση αντίστασης όλων εκείνων, οι οποίοι αισθάνονται ότι είναι υποχρεωμένοι ή να αγωνιστούν για να διατηρήσουν μια δική τους εθνική ταυτότητα ή να υποταχθούν απολύτως στη νέα τάξη πραγμάτων. Από την άποψη της αποτελεσματικότητας των αντιδράσεων στην εδραίωση τέτοιου κέντρου, θα ‘πρεπε επομένως, εκ μέρους της επαναστατικής Αριστεράς, καταρχήν να υπάρχει μια αντίδραση σε κάθε περίπτωση που η νέα τάξη προσπαθεί να κατακερματίσει ένα ήδη συγκροτημένο σύνολο και να τασσόμαστε κατά της προσπάθειας αυτής.

Και εάν αυτό συμβεί, όταν βρισκόμαστε μπροστά στην ανασυγκρότηση νέων εθνικών κρατών, που αναζητούν σαν προστασία τους απέναντι στον πολιτικό έλεγχο της νέας τάξης, μια δική τους εθνική ταυτότητα, αυτό να μην μας οδηγεί σε μια αρνητική καταδίκη των προσπαθειών αυτών.[…]Προσωπικά θεωρώ ότι είναι αναγκαία οι Έλληνες να αποκτήσουν μια συνείδηση του εθνισμού τους και να είναι έτοιμοι, όταν πρόκειται να γίνει μία περαιτέρω συρρίκνωση του λεγομένου εθνικού τους κορμού, να αντισταθούν. Να μην επαναλάβουν το έγκλημα, την αδυναμία, την προδοσία, τη δειλία που έδειξαν στο ζήτημα της Κύπρου. Δεν είμαι υπέρ μιας επανάληψης της Κύπρου και στην Ελλάδα. Δεν θεωρώ ότι είναι τίποτα το διεθνιστικό μία αδιαφορία πλήρης αν γίνει ή δεν γίνει και στην Ελλάδα κάτι παρόμοιο που έγινε στην Κύπρο. Μα με ποιο θάρρος μπορείς να λες ότι είσαι υπέρ των Κούρδων ή των Παλαιστινίων που ζητάνε μια πατρίδα κι όταν γίνει σ' ένα τμήμα δικό σου εισβολή, κατοχή, αλλαγή πληθυσμών και δημιουργείται δικό σου παλαιστινιακό ζήτημα, ποια στάση κρατάς απέναντι στην Κύπρο; Και ξεκινώντας απ' αυτά, ποια στάση πρόκειται να κρατήσεις αν συμβεί κάτι παρόμοιο στην Ελλάδα; Είναι σωστό ότι ο εθνισμός που είναι απαραίτητος, δεν είναι σε καμία αντίθεση με το διεθνισμό. Ο κάθε διεθνιστής έχει και μια ιδιαίτερη πατρίδα και είναι φυσικό την πατρίδα αυτή να την αγαπάει όχι περισσότερο από τις άλλες, αλλά τουλάχιστον το ίδιο.

Είναι φυσικό επίσης να αισθάνεται ότι δεν μπορεί να έχει δράση επαναστατική, αν δεν δείχνει απέναντι στο λαό του μια συμπαράσταση. Σε ποιον κάτοικο της χώρας σου μπορείς να μιλήσεις και να πεις ότι σου είναι αδιάφορη η ιστορία της Κύπρου ή η επανάληψη της ιστορίας της Κύπρου αύριο και να νομίζεις ότι με τέτοια στάση μπορεί να ‘χεις οποιοδήποτε δεσμό με το λαό σου για άλλες επιτεύξεις; Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρα της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι. […} (Μ. Ράπτης -Πάμπλο, Άρδην τεύχος 29)

*********

ΥΓ.1: Αν ζούσε σήμερα ο Μπακούνιν και έλεγε τέτοια πράγματα, οι σημερινοί αναρχικοί της άρνησης και της απαξίωσης (δηλαδή της ήττας) θα τον έλεγαν φασίστα και ξεμωραμένο εθνικιστή.

Αλλά ο Μπακούνιν δεν αρκούνταν στο να πίνει μπύρες στο πάρκο Ναυαρίνου ή στα παγκάκια της πλατείας Εξαρχείων, να λέει ό,τι του κατεβαίνει, να ψευτοδιασκεδάζει με "δήθεν" και εναλλακτικά δρώμενα, να επικροτεί τους πράκτορες της ασφάλειας που πετούν μολότωφ για να διαλύουν τις μεγάλες συγκεντρώσεις και στο τσακίρ κέφι να πουλάει αλληλεγγύη σε μετανάστες- έτσι γιατί πρέπει…

Ο Μπακούνιν δεν αμπελοφιλοσοφούσε ηττημένος. Αποσκοπούσε στη νίκη της ιδέας του και γι' αυτό πρώτα απ' όλα αποδέχτηκε τον εαυτό του, που αυτονόητα αγαπούσε την πατρίδα του και αποδέχτηκε και τους υπολοίπους που ένοιωθαν το ίδιο…


ΥΓ.2:
Το πτυελοδοχείο του Μπακούνιν το χυτό Συντρόφια μήπως βρέθηκε κι εκείνο; Να φτύσω μέσα με οργή που οι νέες εποχές. Με κάνουνε να μοιάζω με κρετίνο… (Θανάσης Παπακωνσταντίνου) (Μ. Ράπτης -Πάμπλο, Άρδην τεύχος 29)

 

ΠΗΓΗ: http://www.eglimatikotita.gr/2011/06/blog-post_2852.html

Ο πουριτανισμός δεξιάς & αριστεράς απειλεί…

Ο πουριτανισμός της δεξιάς και της αριστεράς απειλεί με ευνουχισμό τον λαό μας

 

Του Δημήτρη Καζάκη

 

 

Δεν μπορεί, θα το έχετε σκεφτεί κι εσείς. Γιατί οι κυβερνώντες και τα επιτελεία τους, τα εγχώρια, αλλά κυρίως τα ξένα, επιμένουν στην ίδια πολιτική, στις ίδιες συνταγές, ενώ ξέρουν πολύ καλά ότι είναι αδύνατο να δώσουν κάποια λύση; Δεν σκέφτονται τις συνέπειες; Δεν φοβούνται; Γιατί τέτοια μανία να συνεχίσουν στον ίδιο μονόδρομο που οδηγεί με μαθηματική βεβαιότητα στην ολοκληρωτική καταστροφή;

Το πώς σκέφτονται σήμερα οι κυβερνώντες και τα επιτελεία τους έχει ελάχιστη σχέση με οποιαδήποτε μορφή επιστήμης. Οι λογικές τους αντλούνται περισσότερο από μια προτεσταντική «εγκόσμια» θεολογία, ένα είδος σύγχρονου πουριτανισμού, που έχει συνεπάρει βαθιά το επίσημο πολιτικό σύστημα και στην Ελλάδα. Ένας γερμανός καθηγητής της Χαϊδελβέργης των αρχών του 20ου αιώνα, ταυτόχρονα θεολόγος, φιλόσοφος και νομοδιδάσκαλος, έγραφε για το πνεύμα του προτεσταντισμού τα εξής: «Η προσωπική αφοσίωση στην δουλειά και το κέρδος, η οποία αποτελεί τον ακούσιο και ασυνείδητο ασκητισμό του σύγχρονου ανθρώπου, είναι ο γόνος ενός συνειδητού ‘εγκόσμιου' ασκητισμού της δουλειάς… Το ‘πνεύμα του καλούντος',… δίχως αγάπη για τον κόσμο, γίνεται η πηγή μιας ακούραστης και με συστηματικό τρόπο πειθαρχημένης εργατικότητας, όπου η εργασία επιδιώκεται για χάρη της εργασίας, για χάρη της θανάτωσης της σάρκας, όπου το προϊόν της εργασίας δεν προορίζεται για να καταναλωθεί με απόλαυση, αλλά με σκοπό την συνεχή αναπαραγωγή του απασχολούμενου κεφαλαίου. Από τότε που η επιθετικά ενεργητική ηθική εμπνευσμένη από το δόγμα του προκαθορισμένου προορισμού ωθεί τον εκλεκτό στην πλήρη ανάπτυξη των θεόσταλτων δυνάμεών του και του το προσφέρει ως σημάδι για να είναι σίγουρος για την επιλογή του, η εργασία γίνεται ορθολογική και συστηματική. Με την κατάρριψη του κινήτρου της ευκολίας και της απόλαυσης, ο ασκητισμός βάζει τα θεμέλια της τυραννίας της εργασίας πάνω στους ανθρώπους.»[1]

Η δουλειά για την δουλειά και όχι η δουλειά για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Η δουλειά με κίνητρο τον ασκητισμό και την προσωπική επιτυχία, η οποία μετριέται με τις απολαβές και την ανάδειξη του εκλεκτού της στην εγκόσμια ιεραρχία της θρησκευτικής πίστης. Κι όχι η δουλειά που εξασφαλίζει απολαύσεις, ευημερία, ευκολίες και ελεύθερο χρόνο στην κοινωνία. Αυτή είναι η ηθική του προτεσταντισμού, ο οποίος δόξαζε από γεννησιμιού του τον ασκητισμό, την φτώχεια, την εξαθλίωση, τις θυσίες, ως βασικό κίνητρο για την πρόοδο.

Το ίδιο και σήμερα. Σε μια κατάσταση απίστευτης χλιδής και πλουτισμού για πολύ λίγους, η σύγχρονη οικονομική και πολιτική θεολογία του προτεσταντισμού, εξακολουθεί να διδάσκει στην κοινωνία τον ασκητισμό και να επιδοκιμάζει την δουλειά για την δουλειά υπό οποιαδήποτε προσωπική θυσία. Μόνο όποιος πονά και ματώνει για τη δουλειά του, όποιος αναλώνεται ολόκληρος γι' αυτήν, χωρίς να υπολογίζει κόπο και ανταμοιβές, μόνο αυτός αποτελεί το πρότυπο του εκλεκτού της σημερινής κοινωνίας, όπου η άρχουσα τάξη διδάσκει στους φτωχούς και πένητες την ασκητική ως υπέρτατη αξία. Όποιος τολμήσει να μιλήσει για ανελαστικά δικαιώματα, για κοινωνική ευημερία και προπαντός για ελεύθερο χρόνο αντάξιο των κατακτήσεων του σύγχρονου πολιτισμού, τότε αυτός δεν παρά ένας τεμπέλης, ένας λεχρίτης, ένα παράσιτο, άξιος μόνο για την υπέρτατη τιμωρία. Άξιος μόνο για να εισπράξει αυτό που ο Λούθηρος, με όλη την πατερική αγάπη και στοργή που διέκρινε το δόγμα του, υποδείκνυε στους άρχοντες όταν χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τους εξεγερμένους χωρικούς της εποχής του: «Μαχαιρώστε, χτυπήστε, σκοτώστε όποιον μπορείτε.»[2] Βλέπετε, οι χωρικοί τόλμησαν να αμφισβητήσουν τις αρετές της ασκητικής λιτοδίαιτης ζωής και της πειθήνιας υπακοής στους ανώτερούς τους. «Συνεπώς,» έγραφε ο Λούθηρος, «αφήστε όποιον μπορεί να χτυπήσει, να σκοτώσει και να μαχαιρώσει, κρυφά ή φανερά, και να θυμάστε ότι τίποτα δεν μπορεί να είναι πιο δηλητηριώδες, επιζήμιο, ή διαβολικό από έναν επαναστάτη. Είναι ακριβώς όπως όταν κάποιος πρέπει να σκοτώσει ένα λυσσασμένο σκυλί…»[3]

Το δόγμα αυτό βρήκε την ύψιστη δικαίωσή του στην ηθική του πουριτανού: «Η εργασία που αυτός εξιδανικεύει δεν είναι απλά μια απαίτηση που επιβάλλεται από την φύση, ή μια τιμωρία για το αμάρτημα του Αδάμ. Είναι αφεαυτού της ένα είδος ασκητικής πειθαρχίας, περισσότερο αυστηρής από οποιαδήποτε άλλο δόγμα – μια πειθαρχία που έχει επιβληθεί από την θέληση του Κυρίου και η οποία θα πρέπει να εκτελείται όχι σε απομόνωση, αλλά κατά την εμπρόθεσμη εκτέλεση των κοσμικών καθηκόντων. Δεν είναι απλά ένα οικονομικό μέσο, που θα πρέπει να αφεθεί στην άκρη όταν οι φυσικές ανάγκες έχουν ικανοποιηθεί. Είναι ένας πνευματικός σκοπός, γιατί μόνο μέσα από αυτήν η ψυχή μπορεί να βρει την υγεία της και θα πρέπει να συνεχίζεται ως ηθικό καθήκον πολύ μετά αφού πάψει να αποτελεί υλική ανάγκη… Αυτό που απαιτείται από τον Πουριτανό δεν είναι ατομικές αξιέπαινες πράξεις, αλλά μια άγια ζωή – ένα σύστημα όπου κάθε στοιχείο είναι ομαδοποιημένο γύρω από μια κεντρική ιδέα, την υπηρεσία του Θεού, από την οποία όλα τα ανησυχητικά περιττά έχουν κλαδευτεί και στην οποία έχουν υποταχθεί όλα τα άλλα επιμέρους συμφέροντα[4]

Ο Πουριτανός, που ίσως να προέρχεται από τους Καθαρούς του μεσαίωνα, αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο και τον κόσμο υπό το πρίσμα του καλού και του κακού. Ότι δεν συνάδει με τον Ορθό Δρόμο, τον μονόδρομο της δικής του μοναδικής αρετής, του ασκητισμού και της αποθέωσης της δουλειάς, είναι κακό και καταδικαστέο. Έτσι και σήμερα οι σύγχρονοι Πουριτανοί αναγνωρίζουν μόνο ηθικά διλλήματα στην οικονομία και την πολιτική. Το έλλειμμα είναι κακό και διαβολικό, ενώ το πλεόνασμα είναι ηθικό και καλό. Η δουλειά είναι η μετουσίωση της αρετής αρκεί να μην συνοδεύεται από απαιτήσεις καλύτερης αμοιβής, μεγαλύτερης σχόλης και γενικών απολαβών. 

Όποιος δαπανά περισσότερα απ' όσα εισπράττει, αυτό δεν είναι παρά απόδειξη του κακού, σπάταλου και ανήθικου τρόπου ζωής του. Η ζωή του ανθρώπου είναι μια διαρκής θυσία, ένα κακοτράχαλο μονοπάτι προς την αρετή που μόνο λίγοι μπορούν να φτάσουν. Κι επομένως τι πειράζει αν οι πολιτικές που επιβάλλονται από τον μοναδικά Ορθό Δρόμο, οδηγούν χιλιάδες σε αυτοκτονία και εκατομμύρια σε εξαθλίωση και ανεργία. Αυτοί δεν είναι τίποτε άλλο από προβληματικοί και ανάξιοι.

Με τον ίδιο ήθος και ύφος σήμερα, οι σημερινοί πολιτικοί επίγονοι του Πουριτανισμού μιλούν με άνεση ότι η περικοπή των συντάξεων είναι δυσάρεστη, αλλά θα γίνει, προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα, καθώς μας διεμύνησε ο υπουργός Εργασίας Γ. Βρούτσης. Ποια χειρότερα δεν είπε. Πάμε από το κακό στο χειρότερο, για να αποφευχθούν τα χειρότερα. Χαρείτε λογική. Μιλώντας στον ΣΚΑΙ (8/7), ο Γ. Βρούτσης τόνισε πως δεν νοείται ο νεοεισερχόμενος στην αγορά εργασίας να μισθοδοτείται με 583 ευρώ και να υπάρχουν συνταξιούχοι που λαμβάνουν 1.400 ευρώ. Κι έτσι η προσωποποίηση του πιο απόλυτου κοινωνικού παράσιτου, έρχεται να κρίνει πόσο θα πρέπει να αμείβεται ο εργαζόμενος και ο συνταξιούχος. Όχι με βάση τις ανάγκες για επιβίωση, αλλά με βάση τους δικούς του κανόνες πίστης. Δουλειά για την δουλειά. Όποιος δεν μπορεί να δουλέψει είναι βάρος για την κοινωνία κι έτσι μόνο χαριστικά μπορεί να ζει, μόνο σαν προϊόν φιλανθρωπίας των παράσιτων του είδους του κ. Βούρτση. Arbeit macht Frei (η εργασία απελευθερώνει), έγραφαν οι ναζί ομογάλακτοι του στην πύλη του Άουσβιτς, πριν εμφανιστούν οι στρατιές «τεχνοκρατών» και μετατρέψουν αυτήν την επιτομή της πολιτικής και οικονομικής θεολογίας του πουριτανισμού σε παγκόσμιο δόγμα.

Το δυστύχημα όμως είναι πώς αυτό το πνεύμα του πουριτανισμού έχει κατακτήσει και την περιώνυμη αριστερά. Ο κοινωνικός ασκητισμός και οι θυσίες αποτελούν, υποτίθεται, πολύτιμες αρετές και για την αριστερά ιδίως για την περίοδο της όποιας μετάβασης. Δείτε, π.χ., πόσοι και πόσοι δεν εκθειάζουν τις αναγκαίες θυσίες που υποτίθεται ότι πρέπει να υποστεί η κοινωνία στο όνομα της προόδου, του σοσιαλισμού, του κομμουνισμού. Δεν πειράζει αν πεθάνουν χιλιάδες, δεν πειράζει αν περάσει μαρτύρια η κοινωνία προκειμένου να ικανοποιηθεί η ιδεοληψία που διακατέχει την αριστερά.

Ο αριστερός πουριτανισμός διακατέχεται από δυο συναφείς εκδοχές: Η πρώτη περίπτωση είναι εκείνη του «πλάνου Β». Η δεύτερη περίπτωση είναι της λεγόμενης αντικαπιταλιστικής διεξόδου.

Το «πλάνο Β» είναι το γνωστό παραμύθι που χρησιμοποίησε προεκλογικά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Αν αποτύχει η διαπραγμάτευση με τους εταίρους της ευρωζώνης, τότε θα προχωρήσει, υποτίθεται, στο «πλάνο Β», δηλαδή την έξοδο από το ευρώ. Εδώ δεν μας απασχολεί το κατά πόσο πίστευε κάτι τέτοιο η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Θα πρέπει να είναι ηλίθιος κάποιος για να πιστεύει ακόμη ότι ο κ. Τσίπρας και οι δικοί του είχαν την παραμικρή πρόθεση να προχωρήσουν σε «πλάνο Β». Απλά ήταν ένα προεκλογικό τρικ για να εκμηδενίσουν την όποια εσωκομματική «αριστερή» κριτική. Και το πέτυχαν.

Όμως, ας σκεφτούμε λιγάκι το όλο σχήμα. Υπάρχουν πολλοί που το υποστηρίζουν. Ας διαπραγματευτούμε πρώτα και ύστερα αν δεν πετύχουμε τίποτε, τότε ας προχωρήσουμε στην έξοδο από το ευρώ και την μονομερή διαγραφή του χρέους. Έτσι λένε. Όσοι από αυτούς είναι καλοπροαίρετοι, απλά θα τους πούμε ότι δεν ξέρουν τι λένε, δεν έχουν επαφή με το τι συμβαίνει στην κοινωνία, με το σε ποια κατάσταση βρίσκεται η οικονομία. Έτσι, λοιπόν, σε όλα τα μεγαλεπήβολα σχέδια – που συχνά είναι σκέτες φαντασιώσεις – που σκαρφίζονται για να διαπραγματευτούν με τους ευρωπαίους και τους δανειστές της χώρας, δεν μας απαντούν στο εξής απλό: Πόσο χρόνο θα πάρουν οι πολυπόθητες διαπραγματεύσεις για το καλό της χώρας; Πόσο χρόνο θα χρειαστούν για να αντιληφθούν ότι δεν υπάρχει περιθώριο διαπραγμάτευσης με τους θύτες ενός λαού; Εκτίμηση συνεπειών έχουν κάνει; Με άλλα λόγια για όσο αυτοί θα διαπραγματεύονται εντός του ευρώ και υπό καθεστώς ύφεσης, πόσοι ακόμη θα πεθάνουν, πόσοι θα βγουν στην ανεργία και στην εξαθλίωση. Διότι αντιμετώπιση της ύφεσης εντός του ευρώ μπορεί να γίνει μόνο με έναν τρόπο, τον τρόπο της Μέρκελ. Όχι γιατί η Μέρκελ είναι κακιά και πεισματάρα, όπως νομίζει ο Τσίπρας, αλλά γιατί η ίδια η αρχιτεκτονική του ευρώ δεν επιτρέπει άλλη πολιτική.

Και να ξαναρχόμαστε στο επίδικο ζήτημα: που τραβούν την κόκκινη γραμμή της δικής τους διαπραγμάτευσης όσοι θεωρούν ότι η μονομερής διαγραφή του χρέους και η έξοδος από το ευρώ, είναι «πλάνο Β»; Πόσους νεκρούς, εξαθλιωμένους και άνεργους σηκώνει η δική τους συνείδηση; Ή μήπως δεν τους καίγεται καρφί; Θα πρέπει να πούμε ότι ακόμη και τώρα να σταματήσουν τα μέτρα περιορισμού και μειώσεων στην ελληνική οικονομία, η ύφεση δεν πρόκειται να αναχαιτιστεί. Έχει αποκτήσει τη δική της δυναμική κατάρρευσης και παρακμής προσθέτοντας κάθε μήνα 28 χιλιάδες νέους ανέργους, οδηγεί στην αυτοκτονία γύρω στους 50 και σπρώχνει πάνω από 50 χιλιάδες στην ανέχεια και διώχνει από την χώρα πάνω από 20 χιλιάδες κυρίως νέα παιδιά, την αφρόκρεμα της ελληνικής κοινωνίας. Κι αυτό κάθε μήνα που περνά, παίρνονται δεν παίρνονται πρόσθετα μέτρα περικοπών και λιτότητας.

Τι προτίθενται να κάνουν όλοι αυτοί που μας υπόσχονται ότι πρώτα θα διαπραγματευτούν και έπειτα, αν δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, θα προχωρήσουν στην μονομερή διαγραφή και έξοδο από την ευρωζώνη; Απλούστατα διακατέχονται από τον ίδιο πουριτανισμό με την άρχουσα τάξη που δεν βάζει την ευημερία του λαού σε πρώτη προτεραιότητα, ενώ αντιλαμβάνονται την μονομερή διαγραφή και την έξοδο από το ευρώ με τους ίδιους όρους που το αντιλαμβάνεται και η κυρίαρχη προπαγάνδα.

Υπάρχουν κι εκείνοι που εκδηλώνουν τον αντικαπιταλισμό τους με τον ίδιο τρόπο που οι πουριτανοί αποστρέφονταν την αληθινή ζωή. Πόσες και πόσες φορές δεν ακούσαμε από δαύτους να μας λένε ότι χρειάζονται θυσίες από τον λαό για να αλλάξουμε ρότα, πάντα σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. 

Μας κάνει εντύπωση με τι ευκολία ορισμένοι πούροι «επαναστάτες» αποδέχονται ότι ο λαός θα δεινοπαθήσει προκειμένου να μπει στον ίσιο δρόμο, της αντικαπιταλιστικής αρετής. Μάλιστα ακούσαμε τον κ. Λαπαβίτσα να υποστηρίζει το δικό του δόγμα του σοκ, με βάση το οποίο το πέρασμα σε εθνικό νόμισμα θα αποτελέσει ένα ισχυρό σοκ για την ελληνική οικονομία κι αυτό θα την ξυπνήσει από τον λήθαργο της ύφεσης. Με άλλα λόγια υπάρχει δεξιό δόγμα του σοκ και αριστερό δόγμα του σοκ. Ο κοινός παρανομαστής; Ο λαός θα υποφέρει, αλλά στην μεν πρώτη περίπτωση χωρίς ελπίδα, ενώ στην άλλη περίπτωση με την ελπίδα για καλύτερες μέρες. Με την ίδια λογική υπάρχει δεξιά πείνα, αλλά και αριστερή πείνα.

Τι φούμαρα είναι όλα αυτά; Τι ανοησίες; Θεωρίες και προτάσεις που ξεκινούν με την προϋπόθεση ότι ο λαός θα υποφέρει, έστω και για λίγο στην μετάβαση, μέχρι να βρει τον δρόμο του παραδείσου, είναι επικίνδυνες. Διαφέρουν από τον πουριτανισμό της άρχουσας τάξης, μόνο ως προς τις διακηρυγμένες προθέσεις τους. Διαπνέονται από την ίδια λογική που θέλει τον λαό να περνά από ένα είδος καθαρτηρίου σε συνθήκες ασκητισμού και θυσιών προκειμένου να εξαγνιστεί για να εισέλθει στο βασίλειο του Θεού, στην δική του αντικαπιταλιστική ουτοπία.

Η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Η μονομερής διαγραφή του χρέους και η συντεταγμένη έξοδος από το ευρώ δεν είναι «πλάνο Β», αλλά αναγκαίο «πλάνο Α», αν θέλει κανείς να σταματήσει εδώ και τώρα την αποκαλούμενη ευγενικά «ανθρωπιστική κρίση», την κατάρρευση και διάλυση της ελληνικής κοινωνίας. Η στροφή αυτή δεν πρόκειται να κοστίσει τίποτε στην μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Αντίθετα η αντιστροφή της τάσης, η ευημερία του λαού, η αύξηση των εισοδημάτων του από την πρώτη κιόλας στιγμή, η κατάκτηση ανελαστικών δικαιωμάτων στην εργασία, στην κοινωνία και στην πολιτική, αποτελούν ασφαλές κριτήριο ότι η νέα κατάσταση πάει μπροστά με βάση το συμφέρον της μεγάλης πλειοψηφίας. Κι όχι μόνο. Η άνοδος της ευημερίας και των εισοδημάτων του λαού από την πρώτη κιόλας στιγμή, μαζί με την θεμελίωση ανελαστικών δικαιωμάτων, αποτελούν θεμελιακούς όρους για ανάκαμψη της οικονομίας, ανόδου της εσωτερικής αγοράς, αναχαίτισης της ανεργίας και καταπολέμησης της φτώχειας. 

Αυτοί που λένε ότι θα πάμε σε νέο εθνικό νόμισμα για να το υποτιμήσουμε, να κλείσουμε τις τράπεζες για λίγο και σιγά-σιγά θα δει ο λαός καλό, δεν είναι μόνο ότι δεν έχουν ιδέα για τι πράγμα μιλάνε, αλλά στην πραγματικότητα αντιλαμβάνονται την εναλλακτική πολιτική με τον κλασσικό πουριτανικό τρόπο. Μόνο που δεν υπάρχει περίπτωση να ξεφύγει η Ελλάδα από την πεπατημένη, αν από την πρώτη στιγμή δεν συντρίψει τις εσωτερικές μονοπωλιακές καταστάσεις και δεν σταθεροποιήσει το νέο εθνικό της νόμισμα, έτσι ώστε να δοθεί η δυνατότητα σε εργαζόμενους και παραγωγούς να αυξάνουν δραστικά τα εισοδήματά τους. Δίχως αυτό δεν θα υπάρχει δυνατότητα αποταμίευσης και δεν θα μπορούν να γίνουν σοβαρές επενδύσεις στην παραγωγή και τις υποδομές ώστε να αλλάξει η πορεία της χώρας. Δίχως την ικανοποίηση των βασικών βιοτικών αναγκών και ταυτόχρονα χωρίς την δυνατότητα άμεσου περιορισμού του πραγματικά εργάσιμου χρόνου με παράλληλη αύξηση του αληθινά ελεύθερου χρόνου (ανύπαρκτου ουσιαστικά σήμερα), πώς φαντάζεται κανείς ότι ο λαός θα συμμετέχει ουσιαστικά στα κοινά, θα πληροφορείται και θα αποφασίζει άμεσα για όλα όσα τον αφορούν; Και χωρίς να συνδυαστούν όλα αυτά με την δραστική μείωση της ηλικίας συνταξιοδότησης, μαζί με την ανελαστική προστασία της νεανικής εργασίας, τότε πώς θα μπορέσουμε να αναχαιτίσουμε την ανεργία από την πρώτη κιόλας στιγμή και θα φέρουμε πίσω τα παιδιά μας που κυνηγημένα από την σημερινή κατάσταση κατέφυγαν στο εξωτερικό;

Όποιος σήμερα εμφανίζεται να μας λέει ότι με την μονομερή διαγραφή του χρέους και την έξοδο από το ευρώ, θα υποφέρουμε ως λαός, αλλά δεν πειράζει προκειμένου οι επόμενες γενιές να δουν μια καλύτερη ζωή, τότε κουμπώνομαι. Αν ξέρει τι λέει, τότε είναι επικίνδυνος γιατί αυτό που ζητά στην ουσία είναι η επιστροφή στα παλιά. Να φύγουν, δηλαδή, τα σημερινά κακά αφεντικά και να έρθουν στη θέση τους κάποια άλλα καλά αφεντικά, αντικαπιταλιστικά ίσως, που ξέρουν πώς θα φροντίσουν τον καλό λαό που ξέρει μόνο να ασκείται σε θυσίες.

Οι λογικές αυτές μου θυμίζουν την συζήτηση κατά την διάρκεια του Πρώτου και Δεύτερου Παγκόσμιου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1919-20 στην Μόσχα, όπου η επαναστατική ηγεσία της νέας εξουσίας είχε ως δεδομένο και μάλιστα νομοτελειακό ότι η πείνα, ναι η πείνα, αποτελεί μεταβατικό όρο προς τον σοσιαλισμό, συνιστά απαράβατη φάση της σοσιαλιστικής επανάστασης. Είχαν μια τόσο πεισμένοι γι' αυτό, που όταν ένας από τους πιο επιφανείς οικονομολόγους της εποχής εκείνης, ο Όιγκεν Βάργκα, τόλμησε να τους πει ότι δεν μπορούν να ταυτίζουν την πείνα με την μετάβαση στον σοσιαλισμό, η αφρόκρεμα της επανάστασης απλά τον αγνόησε. Και ναι μεν η επαναστατική ηγεσία της εποχής εκείνης είχε πραγματικά επιδοθεί τα πρώτα χρόνια σ' έναν πρωτοφανή ασκητισμό προς όφελος της επανάστασης, αλλά αυτό δεν μπορεί να θεωρείται καθήκον και για τον λαό. Η λογική αυτή εξέθρεψε τέρατα, παρά το γεγονός ότι πήγασε από τις καλύτερες των προθέσεων.

Η μάχη μας θα πρέπει να είναι από τώρα να απαλλαγούμε από την γοητεία της θεολογίας του πουριτανισμού που κυριαρχεί σε δεξιά και αριστερά. Γι' αυτό και θα πρέπει να γίνει κτήμα μας η παλιά γνωστή ρήση των αγνών λαϊκών αγωνιστών, το συμφέρον, η ευημερία και η κυριαρχία του λαού πάνω και πρώτα απ' όλα τα άλλα.

Παραπομπές

[1] Ernst Troeltsch, Protestantism and Progress, New York: Putnam, 1912, σελ. 136-37.

[2] E. G. Rupp & Benjamin Drewey, Martin Luther, Documents of Modern History, London: Edward Arnold, 1970, σελ. 126.

[3] Ό. π., σελ. 121.

[4] R. H. Tawney, Religion and the Rise of Capitalism, London: Harcourt, 1926, σελ. 200-01.

 

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 9 Αυγούστου 2012, http://eleftheri-ellada.blogspot.gr/2012/08/blog-post_2749.html

Πρόγραμμα: Απάντηση στην ηγεσία του ΚΚΕ Γ-ΙΙ

Η απάντηση στην ηγεσία του Κόμματος σχετικά με το Πρόγραμμα – Γ΄ Μέρος (τελευταίο) – VΙ (τελευταίο)

 

Της «Νέας Σποράς»

 

Συνέχεια από το Γ΄ Μέρος – V

12. Η συνέχεια του προγράμματος για το ΑΑΔΜ και το ζήτημα της εξουσίας

Ωστόσο, το πρόγραμμα του Κόμματος στο ζήτημα του ΑΑΔΜ και της εξουσίας έχει και συνέχεια, η οποία δεν μπορεί να αποσιωπηθεί ή και να διαστρεβλωθεί, γιατί είναι απολύτως σαφής και ως πρόνοια και πρόβλεψη ήρθε να επαληθευτεί πλήρως μια και αντανακλά πραγματικές πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις του μόλις πρόσφατου παρελθόντος, τις οποίες με πολύ μεγάλη ένταση τις ζήσαμε όλοι μας.

Το πρόγραμμα προβλέπει περαιτέρω ότι: «Σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς στην επιρροή των αστικών κομμάτων και των συμμάχων τους, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων με βάση το κοινοβούλιο χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα.

Η δρομολόγηση κυβερνητικών μέτρων που στοχεύουν στην ανακούφιση του λαού, ενάντια στο πολυεθνικό κεφάλαιο, στην εξάρτηση και τη συμμετοχή της χώρας στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, είναι δυνατόν να συσπειρώνει και να πείθει για την ανάγκη γενικότερης ρήξης.

Το ΚΚΕ επιδιώκει μια τέτοια κυβέρνηση, με τη δράση της και τη γενικότερη λαϊκή παρέμβαση, να συμβάλει στην έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας. Το διάστημα μέσα στο οποίο θα κριθεί αν η κυβέρνηση θα προχωρήσει προς τα εμπρός δε θα είναι μακρόχρονο. Η πείρα δείχνει ότι θα είναι βραχύχρονο. Αν οι εξελίξεις δεν πάρουν θετική πορεία, τότε η κυβέρνηση θα ανατραπεί, κάτω από την αντίδραση της κυρίαρχης τάξης και την ιμπεριαλιστική παρέμβαση. Η ανατροπή της δε σημαίνει υποχρεωτικά συνολικό πισωγύρισμα. Μπορεί να γίνει παράγοντας για να κατανοηθεί βαθύτερα η ανάγκη ριζικής ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος.

Σε κάθε περίπτωση ο αποφασιστικός παράγοντας θα είναι η ενότητα της εργατικής τάξης, η κατάκτηση του ηγετικού καθοδηγητικού ρόλου της, καθώς και του Κόμματός της, του ΚΚΕ, στο Μέτωπο» (Στο ίδιο, σελ. 123).

Το παραπάνω απόσπασμα που παραθέτουμε είναι τόσο ξεκάθαρο που δεν χρειάζεται κανένα σχολιασμό από την πλευρά μας. Το μόνο που χρειάζεται να διευκρινιστεί είναι αν η ηγεσία του Κόμματος θα μπορούσε, με βάση τις προβλέψεις και τις πρόνοιες που αναφέρονται στο συγκεκριμένο απόσπασμα του προγράμματος, να δώσει απάντηση στο πολιτικό πρόβλημα της χώρας, όχι μόνο ως του συγκεκριμένου κοινοβουλευτικού δρόμου υλοποίησης του προγράμματος αλλά και ως δρόμου που προσεγγίζει την επαναστατική διαδικασία με τη γενικότερη έννοια. Κι αυτό θα έπρεπε να το έχει κάνει ήδη από τον καιρό που ξέσπασε η οικονομική κρίση.

Και όταν λέμε «ως δρόμου που προσεγγίζει την επαναστατική διαδικασία» εννοούμε την ανάγκη προβολής της δημιουργίας του ΑΑΔΜ και της αντίστοιχης κυβέρνησης του ΑΑΔΜ, της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας εκ μέρους του ΑΑΔΜ, που θα είχε συγκεκριμένο χαρακτήρα, μια και οι κοινωνικές δυνάμεις του Μετώπου είναι σχεδόν ίδιες με τις κινητήριες δυνάμεις της σοσιαλιστικής επανάστασης. Δηλαδή, ο χαρακτήρας της εξουσίας του ΑΑΔΜ θα ήταν δημοκρατικός, επαναστατικός και θα έκφραζε την εξουσία της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων της πόλης και του χωριού.

Η απάντηση από την πλευρά μας είναι απολύτως καταφατική για τους παρακάτω λόγους:

Πρώτο, γιατί η οικονομική κρίση που ξέσπασε όξυνε στο έπακρο όλα τα προβλήματα της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων γενικότερα. Παραπέρα οι εργαζόμενοι έχαναν κοινωνικές κατακτήσεις που είχαν κερδίσει τις προηγούμενες δεκαετίες με σκληρούς ακόμη και αιματηρούς αγώνες. Αυξανόταν θεαματικά η ανεργία, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους. Εμφανίστηκε ξανά έντονο κύμα μετανάστευσης, ιδιαίτερα των νέων επιστημόνων.

Δεύτερο, γιατί, ταυτόχρονα, σημειώθηκε η μεγαλύτερη καταστροφή στα μικροαστικά στρώματα στην ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, γεγονός που έφερνε πιο κοντά την κοινωνική συμμαχία της εργατικής τάξης με τα στρώματα αυτά.

Τρίτο, γιατί προχωρούσαν με πολύ γρήγορους ρυθμούς οι διαδικασίες απαξίωσης του δικομματισμού και του αστικού πολιτικού συστήματος συνολικά.

Τέταρτο, γιατί η άρχουσα τάξη άρχισε να στερεύει από λύσεις στο πολιτικό επίπεδο και αυτό φάνηκε και με τη δημιουργία της κυβέρνησης Λουκά Παπαδήμου.

Πέμπτο, γιατί η άρχουσα τάξη αντιμετώπιζε μεγάλα και πραγματικά οικονομικά προβλήματα, τα οποία όπως έχει δείξει η ζωή μέχρι τώρα δεν μπορεί να τα επιλύσει. Επομένως στη συνείδηση του ελληνικού λαού άρχισε να κάνει την εμφάνισή της η ανάγκη για «άλλη» λύση, ακαθόριστη, ασπόνδυλη, αδιαμόρφωτη αλλά πάντως δεν συμπεριελάμβανε τα κόμματα του δικομματισμού.

Έκτο, γιατί η κρίση είχε επηρεάσει πολύ σοβαρά την Ευρωπαϊκή Ένωση και της είχε εντείνει αποφασιστικά τις διαλυτικές της τάσεις. Κατ' επέκταση δεν έπρεπε να παραμένει κανείς δέσμιος του γεγονότος ότι οι εργαζόμενοι και γενικότερα ο ελληνικός λαός δεν είχαν φτάσει να απορρίψουν συνολικά την Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπήρχε η αναγκαία βάση. Κι αυτή ήταν η απόρριψη, από την πλευρά του ελληνικού λαού, της οικονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ερχόταν μέσα από την απόρριψη των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων.

Έβδομο, γιατί η άρχουσα τάξη ήταν διασπασμένη μια και η ίδια είχε εισέλθει στη διαδικασία της καταστροφής της και λόγω της κρίσης και λόγω της ευρωενωσιακής οικονομικής πολιτικής.

Όγδοο, γιατί παρά το γεγονός ότι ο ελληνικός λαός δεν είχε φτάσει να απορρίψει συνολικά την Ευρωπαϊκή Ένωση, το όραμα, όμως, είχε αμαυρωθεί σημαντικά. Δηλαδή γινόταν κατανοητό ότι το συγκεκριμένο όραμα της συγκεκριμένης Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν όραμα της άρχουσας τάξης και όχι όραμα των εργαζομένων.

Ένατο, γιατί ο ΣΥΝ – ΣΥΡΙΖΑ, υπό ορισμένη έννοια, ήταν μέρος του προβλήματος της οικονομικής και πολιτικής κρίσης εξ αιτίας του στρατηγικού του προσανατολισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ. Αλλά πρότεινε μια λύση που ήταν η απόρριψη των μνημονίων, που σε τελική ανάλυση του αναιρούσε την ίδια του τη στρατηγική.

Δέκατο, γιατί ο ελληνικός λαός πρόσβλεπε στο ΚΚΕ μια και είχε επαληθευτεί με την πολιτική του και τη στάση του για μια πολιτική της άρχουσας τάξης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εφαρμοζόταν από βάθους χρόνου και επέφερε μόνο δεινά και συμφορές για τους εργαζόμενους και τη χώρα. Η άρχουσα τάξη ήταν μπροστά σε μια ήττα στρατηγικής σημασίας γι αυτήν. Για το λόγο αυτό τη μάχη την έδινε πάνω στη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ.

Ενδέκατο, γιατί, παρόλο που η άρχουσα τάξη έδινε μια μάχη στρατηγικής σημασίας η λύση που πρόσφερε ήταν αδιέξοδη και το ομολογούσε κι από πάνω. Δεν ήταν σε θέση να διαβεβαιώσει τον ελληνικό λαό ότι τα μνημόνια θα μπορούσαν να οδηγήσουν την ελληνική οικονομία και τη χώρα σε έξοδο από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία. Και σε κάθε περίπτωση η κρίση θα ήταν μακροχρόνια και θα είχε πολλά θύματα. Αυτό ακριβώς το γεγονός αποκάλυπτε τη δύσκολη θέση που είχε περιέλθει η άρχουσα τάξη.

Δωδέκατο, γιατί το εργατικό κίνημα, αν και το ΚΚΕ επωμίζεται τις δικές του ευθύνες για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν αυτό, ανέβαινε σε αγωνιστικότητα και  είχε μπροστά του σαφώς πιο αγωνιστική προοπτική απ' ότι τα προηγούμενα χρόνια.

Εκτός, όμως, από τους παραπάνω λόγους που ήδη αναφέρθηκαν, πρέπει να προστεθούν άλλοι δύο λόγοι καίριας πολιτική σημασίας για τον ελληνικό λαό:

Πρώτο: Η αυτοακύρωση του αστικού κοινοβουλίου, που πραγματοποιήθηκε μέσα από την καταπάτηση στοιχειωδών αστικοδημοκρατικών διαδικασιών απ' την ίδια την αστική τάξη της χώρας και τον ιμπεριαλισμό -ΔΝΤ-ΕΕ και τα αστικά κόμματα. Η άρνησή τους, σε πρώτο και προκλητικό βαθμό στην ίδια τη δημοκρατία τους και τη λειτουργία της, διά μέσου του τρόπου που εγκρίθηκαν τα δύο μνημόνια και οι αντίστοιχες δανειακές συμβάσεις, που προβλέπανε την αφαίρεση όλων των κοινωνικών κατακτήσεων των εργαζομένων και το δουλοπρεπές ξεπούλημα της κρατικής περιουσίας.

Δεύτερο: Ο ρόλος και η παρουσία της τρόικας στη χώρα μας, η συμπεριφορά της οποίας, με τον πιο προκλητικό και ωμό τρόπο υπαγόρευαν εντολές προς ιθαγενείς και που αναδεικνύει την επιδείνωση των σχέσεων εξάρτησης, τα ζητήματα των κυριαρχικών δικαιωμάτων και σε τελική ανάλυση το ζήτημα της ίδιας της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας μας.

Επομένως όλοι οι αντικειμενικοί και υποκειμενικοί όροι που είχαν δημιουργηθεί και είχε μπροστά της η ελληνική κοινωνία ευνοούσαν το ΚΚΕ, έφτανε αυτό να προβάλει την πρόταση του προγράμματος του Κόμματος για το Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο πάλης και την κυβέρνηση αυτού του Μετώπου. Πράγμα που δεν έκανε.

Εμείς, τελικά, από την πλευρά μας, δεν ζητήσαμε από την ηγεσία του Κόμματος να δεχτεί την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για «Αριστερή Κυβέρνηση». Ούτε ζητήσαμε να απευθυνθεί στον ΣΥΡΙΖΑ με βάση την πρόταση του προγράμματος του Κόμματος ή και να παζαρέψει ως προς την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ με την πρόταση του Κόμματος στο πλαίσιο της διερευνητικής διαδικασίας.

Ζητήσαμε μόνο και αποκλειστικά να προβάλει η ηγεσία του Κόμματος την πρόταση του προγράμματος του Κόμματος, γιατί τότε και μόνο τότε ο ελληνικός λαός θα είχε μπροστά του μια πραγματική λύση. Και το γεγονός αυτό θα άλλαζε τους όρους της πολιτικής αντιπαράθεσης. Θα εξανάγκαζε και τον ΣΥΡΙΖΑ να τοποθετηθεί απέναντι στην πολιτική λύση που θα πρόβαλε το ΚΚΕ και κατ' επέκταση να αποκαλυφτεί. Να αποκαλυφτεί και ως προς την ενότητα της Αριστεράς και ως προς την ίδια του την πολιτική. Και προπαντός, η προώθηση της πρότασης του προγράμματος δεν θα έδινε τη δυνατότητα στον ΣΥΡΙΖΑ να προβάλλεται ως η αποκλειστική εναλλακτική λύση στο πολιτικό πρόβλημα της χώρας. Κι αυτό το ζητήσαμε να γίνει, όταν και οι πιο αδαείς ακόμη για τα πολιτικά πράγματα της χώρας είχαν καταλάβει ότι ο δικομματισμός βρισκόταν μπροστά σε μία συντριβή του.

13. Τι μας απάντησε η ηγεσία του Κόμματος

Καταθέτουμε τις απαντήσεις που μας έδωσε η ηγεσία του Κόμματος:

1. «Το ΑΑΔ Μέτωπο ως συμμαχία συγκροτείται από τα κάτω, ως κοινωνική συμμαχία, της εργατικής τάξης και των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων» («Ρ» 03/06/2012 σελ. 15). Είναι κραυγαλέο για να περάσει απαρατήρητο αλλά η ηγεσία του Κόμματος με αυτήν την τοποθέτηση άλλαξε το χαρακτήρα του ΑΑΔΜ ως κοινωνικοπολιτικού Μετώπου και το θεωρεί μόνο κοινωνικό Μέτωπο.

2. «Το ΑΑΔ Μέτωπο είναι η συμμαχία που δρα ως ένα ενιαίο ισχυρό λαϊκό ρεύμα για την αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου και το πέρασμα στο σοσιαλισμό» (Στο ίδιο). Δηλαδή, το ΑΑΔΜ δεν διεκδικεί την εξουσία αλλά χρησιμεύει μόνο και αποκλειστικά ως μοχλός για την αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων.

3. «Το 15ο Συνέδριο δεν ταυτίζει το ΑΑΔ Μέτωπο με την κυβέρνηση των αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δημοκρατικών δυνάμεων. Και σε κάθε περίπτωση, ο σχηματισμός κυβέρνησης της αριστεράς δεν έχει καμιά σχέση με την κυβέρνηση που περιγράφει το 15ο Συνέδριο» (Στο ίδιο). Εδώ ομολογείται ανοιχτά ότι το ΑΑΔΜ δεν αντιστοιχείται με κυβέρνηση του ΑΑΔΜ. Και φυσικά μια κυβέρνηση του ΑΑΔΜ δεν έχει καμιά σχέση με την κυβέρνηση που πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η ηγεσία του Κόμματος για να μας κατηγορήσει την επικαλείται και μας την αποδίδει  συνειδητά, ενώ από την πλευρά μας ούτε την επικαλεστήκαμε ούτε και θέλαμε να την επικαλεστούμε.

4. «Το ζήτημα της κυβέρνησης των αντιιμπεριαλιστικών, αντιμονοπωλιακών δημοκρατικών δυνάμεων μπαίνει ως ενδεχόμενο, ότι μπορεί και να προκύψει και όχι ως διεκδίκηση του ΑΑΔ Μετώπου, πολύ περισσότερο του ΚΚΕ. Αλλωστε, αν το Πρόγραμμα του ΚΚΕ το τοποθετούσε όπως το βάζουν οι «όψιμοι υπερασπιστές του Προγράμματος», πολέμιοι του ΚΚΕ, είναι σαν το ΚΚΕ να αποδεχόταν ότι ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό υπάρχει ενδιάμεσο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, αλλά τέτοιο δεν υπάρχει. Είναι σαν να έπρεπε στη στρατηγική του ΚΚΕ, να υπάρχει ενδιάμεσο στάδιο και στόχος, η κυβέρνηση του ΑΑΔ Μετώπου, ανάμεσα στην εξουσία του κεφαλαίου και στην εργατική λαϊκή εξουσία» (Στο ίδιο).

Εδώ πλέον η ηγεσία του Κόμματος «παίζει τα ρέστα της». Αποκαλύπτεται ολοκληρωτικά. Μία σαφή και τεκμηριωμένη πρόβλεψη του προγράμματος του Κόμματος, που είναι οργανικό τμήμα του προγράμματος και που επαληθεύεται περίτρανα την παρουσιάζει, εκ των υστέρων και μετά από 16 χρόνια, ως ένα απλό «ενδεχόμενο»!!! Η ηγεσία του Κόμματος φαίνεται ότι ξεχνάει(;!) ότι αυτή η ίδια έχει γράψει το πρόγραμμα του Κόμματος και αυτή η ίδια έφερε αυτό το πρόγραμμα για έγκριση στο 15ο προγραμματικό Συνέδριο του ΚΚΕ. Και εγκρίθηκε.

Αλλά, στην έσχατη περίπτωση, και ως ένα απλό ενδεχόμενο να υπολάβει κανείς την πρόταση του 15ου Συνεδρίου, αφού η ίδια η ζωή την εμφάνισε κατά τρόπο καταλυτικό, γιατί η ηγεσία του Κόμματος την προσπέρασε με τόση βιασύνη και ευκολία; Η απάντηση είναι πολύ απλή. Δεν την πίστευε! Αλλά τότε μπορεί να μας εξηγήσει, γιατί την περιέλαβε στο πρόγραμμα του Κόμματος; Με ποια σκοπιμότητα;

Παραπέρα. Η ηγεσία του Κόμματος δεν αποκαλύπτεται μόνο. Διαπράττει και μία απάτη που δεν την τιμά καθόλου. Εισάγει από το παράθυρο τη γνωστή άποψη περί ενδιάμεσου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό! Και μας την αποδίδει, με πρόσχημα τη θέση μας για τη σχετική πρόβλεψη του προγράμματος του Κόμματος. Και αυτή η απάτη είναι διπλή. Γιατί, από τη μια, μας αποδίδει μια θέση που κατ' επανάληψη έχουμε απορρίψει, από την άλλη, χρησιμοποιεί αυτή τη θέση για να απορρίψει το πρόγραμμα του Κόμματος, που η ίδια προώθησε!   

Αλλά το σπουδαιότερο. Η ηγεσία του Κόμματος παρόλο που έχει υποπέσει σε κραυγαλέο θεωρητικό λάθος, που της το ανέτρεψε η ίδια η ζωή και εκλογικά με τιμωρητικό τρόπο, εξακολουθεί να επαναλαμβάνει τις ίδιες θεωρητικές αλχημείες. Φυσικά δεν υπάρχει ενδιάμεσος κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό. Η θέση αυτή είναι ένα απαράδεκτο και ανήθικο κατασκεύασμα της ίδιας της ηγεσίας που μας το αποδίδει για να αποκρύψει τον πραγματικό λόγο που δεν προώθησε τη σχετική πρόβλεψη του προγράμματος. Και ο λόγος αυτός είναι πολύ συγκεκριμένος. Είναι η ύπαρξη της μεταβατικής περιόδου μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού, που σαφώς δεν αντιστοιχεί σε έναν ιδιαίτερο κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό αλλά αντιστοιχεί σε μια ενδιάμεση μορφή εξουσίας κατά την οποία θα κριθεί το «ποιος ποιον». Αυτή η εξουσία εκφράζει τις κοινωνικές δυνάμεις του ΑΑΔΜ, που, σημειωτέον, είναι σχεδόν οι ίδιες με τις κινητήριες κοινωνικές δυνάμεις της σοσιαλιστικής επανάστασης.    

Και γιατί λέμε σχεδόν; Γιατί στις κοινωνικές δυνάμεις του ΑΑΔΜ το πρόγραμμα του Κόμματος περιλαμβάνει όλα τα μεσαία στρώματα. Ωστόσο στο ίδιο το πρόγραμμα του Κόμματος και στην αντίστοιχη παράγραφο για τις κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης αναφέρεται: «Το ΚΚΕ επιδιώκει να πείσει και άλλα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων ότι τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά τους δεν υπηρετούνται με τη διατήρηση του καπιταλιστικού συστήματος. Ότι πρέπει να σταθούν στο πλευρό των δυνάμεων που παλεύουν για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Έστω και ουδετερότητα αυτών των στρωμάτων θα συμβάλει στο πέρασμα στο σοσιαλισμό. Η πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης θα εξαλείψει τις αυταπάτες για τον καπιταλισμό και θα διαλύσει τις προκαταλήψεις για το σοσιαλισμό» (Ντοκουμέντα, 15ο Συνέδριο, σελ. 114).

Ύστερα από όλα όσα αναφέρθηκαν η ηγεσία του Κόμματος είναι παντελώς αδικαιολόγητη να αποποιείται το ίδιο της το πρόγραμμα, να αποποιείται τη δυνατότητα του ΑΑΔΜ να σχηματίσει κυβέρνηση, μπροστά στο φόβο της και την ανασφάλειά της μήπως και τυχόν η μεταβατική περίοδος εξουσίας του ΑΑΔΜ μεταβληθεί σε «στάδιο» της κοινωνικής εξέλιξης προς όφελος του καπιταλισμού.  Γι αυτό το λόγο κατά την προεκλογική περίοδο προτίμησε τη «σιγουριά» της εργατικής λαϊκής εξουσίας, που αποτιμήθηκε τελικά με το 4.5%.  Αλλά με αυτόν τον τρόπο πρέπει να καταλάβει η ηγεσία του Κόμματος ότι υπονομεύει και την υπόθεση του σοσιαλισμού. Και η ίδια η ζωή το απέδειξε, και απέδειξε και το πόσο δίκιο έχουμε.

5. «Ακόμη και στη στοχευμένα επικίνδυνη αντίληψη περί διεκδίκησης κυβέρνησης, προϋπόθεση είναι να υπάρχει το ΑΑΔ Μέτωπο, αλλά ακόμη δεν έχει συγκροτηθεί, βρίσκεται στα σπάργανα» («Ρ», 03/06/2012, σελ. 15). Εδώ θα ζητήσουμε συγγνώμη από τους αναγνώστες μας και να μας επιτραπεί να χαλαρώσουμε λίγο και να απαντήσουμε με το γνωστό ανέκδοτο του δολοφόνου πατροκτόνου, που παρουσιαζόταν ως ορφανός από πατέρα για να τον λυπηθούν οι δικαστές του! Δεν φτάνει που η ηγεσία του Κόμματος δεν έκανε τίποτα για τη δημιουργία του ΑΑΔΜ, τώρα, αιτιάται την έλλειψή του για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα και, ταυτόχρονα, καταφεύγει να εξακολουθεί να υποστηρίζει τις ανυπόστατες κατηγορίες της αφού χαρακτηρίζει την πρόταση του 15ου Συνεδρίου που καταθέτουμε ως «στοχευμένα επικίνδυνη αντίληψη»! Και το 15ο Συνέδριο επικίνδυνο!!! Το ίδιο ακριβώς επιχείρημα χρησιμοποιεί και για το εργατικό κίνημα.

6. «Το πρόγραμμα του ΚΚΕ, έχει εμπλουτιστεί από τα επόμενα Συνέδρια του Κόμματος, 16ο , 17ο , 18ο» (Στο ίδιο).  Για τη διαδικασία του προγραμματικού εμπλουτισμού έχουμε τοποθετηθεί κατ' επανάληψη, τη θεωρούμε κομματικά αντικαταστατική και κατ' επέκταση κομματικά παράνομη, δεδομένου πως κανένα από αυτά τα Συνέδρια δεν ήταν προγραμματικό και το πρόγραμμα του Κόμματος αλλάζει αποκλειστικά και μόνο με προγραμματικό Συνέδριο. Αλλά και στο επί της ουσίας θέμα ισχυριζόμαστε ότι όλες οι προγραμματικές προσθήκες δεν έκαναν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από το να αναιρούν το ίδιο το πρόγραμμα του Κόμματος.

Τελικό συμπέρασμα

Είναι φανερό, και νομίζουμε ότι το αποδείξαμε, ότι η ηγεσία του Κόμματος επιχειρεί, και με χοντροκομμένο τρόπο, μια άλλη ερμηνεία του προγράμματος του Κόμματος με μια αντίληψη που δεν εκφράζει την αντίληψη και την ουσία του προγράμματος. Η ηγεσία του Κόμματος άλλαξε το χαρακτήρα του Μετώπου από κοινωνικοπολιτικό και το έκανε κοινωνικό (σε ορισμένες περιπτώσεις το παρουσιάζει και ως εργατικό αποκλειστικά).

Το Μέτωπο το κατανοεί μόνο ως μέσο συγκέντρωσης κοινωνικών δυνάμεων, εργατική τάξη και μικροαστικά στρώματα, που ορισμένες από αυτές θα φτάσουν έως και την επανάσταση. Στερεί τη δυνατότητα από το Μέτωπο να δημιουργήσει κυβέρνηση και να καταλάβει την πολιτική εξουσία. Τέλος για να ξεφύγει από τη δικαιολογημένη κριτική μας διαπράττει ένα ατόπημα που δεν ταιριάζει σε μια ηγεσία ενός Κομμουνιστικού Κόμματος και δη του ΚΚΕ. Παρουσιάζει, διαστρέφοντας την πραγματικότητα, ρητές αναφορές και προβλέψεις του προγράμματος του Κόμματος, ως πολιτικά ενδεχόμενα.

Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί τώρα είναι ένα και μοναδικό. Μπορεί η ηγεσία του Κόμματός μας να αλλάξει αντίληψη και άποψη για το κορυφαίο ντοκουμέντο του Κόμματος που είναι το πρόγραμμά του;  Η απάντηση σ' αυτό το ένα και μοναδικό ερώτημα είναι μία και μοναδική. Φυσικά και μπορεί να αλλάξει άποψη για το πρόγραμμα του Κόμματος, αρκεί να εκτεθεί ανοιχτά στην εργατική τάξη και τα μέλη του Κόμματος αυτή η άποψη.

Εδώ όμως τι διαπιστώσαμε; Διαπιστώσαμε ότι η ηγεσία του Κόμματος έκρυβε την άποψή της για πάρα πολλά χρόνια, ότι επέλεξε τη διαδικασία του προγραμματικού εμπλουτισμού για να αλλάξει επί της ουσίας το πρόγραμμα και να παρουσιάζεται, την ίδια στιγμή, ότι το υπερασπίζεται μπροστά σε όσους πραγματικά το υπερασπίζονταν. Παράλληλα να παρουσιάζει όλους όσους υπερασπίζονται το πρόγραμμα ως κομματική αντιπολίτευση!;

Αν υπήρχε η ανάγκη αλλαγής του προγράμματος του Κόμματος τότε η ηγεσία του Κόμματος όφειλε εκ του ρόλου της να εκθέσει ανοιχτά την άποψή της και να καταθέσει την αντίστοιχη πρότασή της, η οποία θα αντιμετωπιζόταν από τα μέλη του Κόμματος μέσα από τις συντεταγμένες κομματικές διαδικασίες που προβλέπονται στο καταστατικό του Κόμματος για το πρόγραμμα.

Διαπιστώνουμε, όμως, ότι, παρά το γεγονός ότι η άποψη της ηγεσίας του Κόμματος είναι μία και ενιαία, ότι παρουσιάζει συνοχή και είναι ολοκληρωμένη, δεν τη παρουσίασε «μία και καλή» αλλά προτίμησε την τμηματική της παρουσίαση. Έτσι προέκυψε ο προγραμματικός εμπλουτισμός των 16ου, 17ου, 18ου Συνεδρίων, που θα ολοκληρωνόταν στο προσεχές 19ο Συνέδριο.

Δεν θέλουμε να υποθέσουμε και αποκρούουμε τη σκέψη ότι επρόκειτο για μια μακράς πνοής σχεδιασμένη κίνηση, και εκ των προτέρων, που ανοίχτηκε στο χρόνο. Αυτό, όμως, που δεν μπορεί να παραβλέψει κανένας πλέον, είναι ότι αυτή η αντίληψη και άποψη της ηγεσίας του Κόμματος διαψεύστηκε με τον πιο δραματικό τρόπο από την ίδια τη ζωή στην πιο δραματική, πολιτικά, περίοδο της νεώτερης ιστορίας της χώρας. Και το γεγονός αυτό πια δεν της αφήνει κανένα άλλο περιθώριο παρά να αναλάβει τις ιστορικού χαρακτήρα ευθύνες της και να διευκολύνει την επίλυση του πολιτικού και κομματικού ζητήματος.

14. Αντί επιλόγου

«Με πείσμα στις ταξικές μάχες

Μετά απ' όλα τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι οι δήθεν «υπερασπιστές» του προγράμματος του Κόμματος, διαγράφουν με μια μονοκοντυλιά, 16ο, 17ο,18ο Συνέδρια του ΚΚΕ και τις αποφάσεις τους, τα οποία στη βάση των αντικειμενικών κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων εμπλούτισαν το πρόγραμμα του ΚΚΕ, τη στρατηγική του, αφού ήδη έχουν ακυρώσει το ίδιο το πρόγραμμα που επεξεργάστηκε το 15ο Συνέδριο. Σπέρνουν συγχύσεις, καλλιεργούν την καχυποψία γύρω από τη γραμμή και την καθοδήγηση του ΚΚΕ, υπονομεύουν ανοιχτά το Κόμμα, σπρώχνουν στην αδράνεια και την άρνηση της ταξικής πάλης, δίνουν όπλα στον αντίπαλο να πολεμά το ΚΚΕ.

Η 94χρονη Ιστορία του ΚΚΕ, έχει δώσει πλούσια πείρα στο Κόμμα για τους σκοπούς και τις επιδιώξεις τέτοιων ενεργειών. Η πίστη στο Κόμμα και στη γραμμή του, στην ενιαία θέληση για δράση με τη γραμμή, στην υπεράσπιση και διαφύλαξη της αδιάσπαστης σχέσης καθοδηγητικών οργάνων και ΚΟΒ αλλά και της λειτουργίας με βάση τις αρχές μας, η αδιαλλαξία απέναντι στον ταξικό αντίπαλο και στον οπορτουνισμό, αποτελούν θεμέλια για την ύπαρξη και την ιστορική του συνέχεια.

Και μπροστά στις εκλογές (ΣΣ, εννοεί στις 17 του Ιούνη) η με πείσμα και αποφασιστικότητα ακούραστη μαχητική δράση για την ενίσχυσή του στη βάση των παραπάνω θεμελιακών γνωρισμάτων του Κόμματος, είναι η καλύτερη απάντηση στον ταξικό εχθρό και στους «άσπονδους» φίλους, δήθεν υπερασπιστές του ΚΚΕ που βρίσκονται ήδη στην απέναντι όχθη» (Στο ίδιο).

Συντακτική Επιτροπή του «Ριζοσπάστη»  Και για την αντιγραφή του επιλόγου του «Ριζοσπάστη «Νέα Σπορά»

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΛΟΓΟΚΟΠΙΑ*

«Όταν σε κάποια κομματική συνέλευση είπα ότι η επαναστατική λογοκοπία για επαναστατικό πόλεμο μπορεί να χαντακώσει την επανάστασή μας, με κατέκριναν για την οξύτητα της πολεμικής μου. Υπάρχουν όμως στιγμές που είσαι υποχρεωμένος – όταν υπάρχει κίνδυνος να προξενηθεί ανεπανόρθωτο κακό και στο Κόμμα και στην επανάσταση- να βάλεις το ζήτημα ορθά-κοφτά και να ονομάσεις τα πράγματα με το πραγματικό τους όνομα.

Η επαναστατική λογοκοπία τις περισσότερες φορές είναι αρρώστια των επαναστατικών κομμάτων σε συνθήκες που τα κόμματα αυτά πραγματοποιούν άμεσα ή έμμεσα την επαφή, τη συνένωση, τη σύμπλεξη των προλεταριακών και των μικροαστικών στοιχείων και όταν η πορεία των επαναστατικών γεγονότων παρουσιάζει μεγάλες και γρήγορες αλλαγές. Η επαναστατική λογοκοπία είναι επανάληψη επαναστατικών συνθημάτων χωρίς να παίρνονται υπόψη οι αντικειμενικές συνθήκες, όταν έχουμε μια συγκεκριμένη αλλαγή των γεγονότων, μια συγκεκριμένη κατάσταση πραγμάτων. Συνθήματα υπέροχα , ενθουσιαστικά, μεθυστικά -μα αστήρικτα- να η ουσία της επαναστατικής λογοκοπίας».

 

*Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος 35, σελίδα 343.

                                                                                           «Νέα Σπορά»

 

ΠΗΓΗ: Δευτέρα, 23 Ιουλίου 2012, http://neaspora.blogspot.gr/2012/07/blog-post_23.html