Αρχείο κατηγορίας Παγκόσμια κεφάλαια

Παγκόσμια κεφάλαια (και δεν σηκώνουμε κεφάλια;)

Ελλάδα: Η επιρροή της δυναστείας Ρότσιλντ

Η επιρροή της δυναστείας Ρότσιλντ στην Ελλάδα

 

Του Ιωάννη Μιχαλέτου

 

Η δυναστεία των χρηματιστών και τραπεζιτών Ρότσιλντ (Rothschild) εδώ και τρεις αιώνες ασκεί μεγάλη επιρροή σε πάμπολλες οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στον πλανήτη συμπεριλαμβανομένης της τωρινής κρίσης του ευρώ και της παράπλευρης κρίσης του ελληνικού δημόσιου χρέους. Λόγω της πραγματικά ασύλληπτης περιουσίας τους και των συμμετοχών τους σε πάσης φύσεως κεφαλαιοκρατικές δραστηριότητες, η λειτουργία του Οίκου των Ρότσιλντ δομείται παραδοσιακά με εντολοδόχους, που αναλαμβάνουν -έναντι ανταλλαγμάτων- να στηρίξουν τις επιδιώξεις τους, εν είδει υπερ-εργολάβων. Παράλληλα, οι Ρότσιλντ ενδιαφέρονται για την κατακύρωση στη σφαίρα των συμφερόντων τους του ορυκτού πλούτου των κρατών, με τα οποία συναλλάσσονται. 

Με βάση τα παραπάνω, η παρούσα έρευνα θα επικεντρωθεί στον γνωστό κερδοσκόπο Τζωρτζ Σόρος και στον ρόλο του ως εντολοδόχου των Ρότσιλντ για τα Βαλκάνια, καθώς και στις προσπάθειες τους, εδώ και δεκαετίες, να γίνουν κυρίαρχοι του φυσικού πλούτου της περιοχής, μέσω τρίτων…

Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΡΟΤΣΙΛΝΤ

Στα μέσα του 18ου αι., ο Moses Bauer Rothschild καταγράφεται ως ο ιδρυτής μιας από τις διασημότερες και πλουσιότερες οικογένειες όλων των εποχών. Γεννημένος το 1744 στη Φρανκφούρτη, απέκτησε το προσωνύμιο «Rothschild» -που στα Γερμανικά μεταφράζεται ως «κόκκινη ασπίδα»- και αναρριχήθηκε στο τότε χρηματοπιστωτικό σύστημα ως χρηματοδότης πριγκίπων και των μικρών κρατών που αποτελούσαν την τότε Γερμανία. Δεν αποτελεί φυσικά σύμπτωση ότι η έδρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αλλά και το οικονομικό κέντρο της σημερινής Γερμανίας είναι η Φρανκφούρτη, ενώ το έμβλημα της πόλης δεν είναι παρά μια κόκκινη ασπίδα! Ο πατριάρχης των Ρότσιλντ είχε 5 υιούς, οι οποίοι σταδιακά ακολούθησαν χρηματοοικονομικές σταδιοδρομίες σε διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες και σύντομα έγιναν κυρίαρχοι των εξελίξεων εκεί. Ο Σολομών ίδρυσε την εταιρία του στη Βιέννη, ο Κάρολος στη Νάπολη, ο Νέιθαν στο Λονδίνο, ο Τζέιμς στο Παρίσι και ο Άμσελ παρέμεινε στην Φρανκφούρτη. Σήμερα ενεργοί είναι, ουσιαστικά, οι οίκοι του Λονδίνου και των Παρισίων, και διαπλέκονται, μέσω μιας πλειάδας εταιριών, με τα μεγαλύτερα επιχειρηματικά ονόματα του πλανήτη.

Ο ΒΡΕΤΑΝΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ

Edmund Rothschild (1916-2009). Ίδρυσε την εταιρία BRINCO Corporation (British Newfound land Development Corporation), η οποία ανέλαβε την εκμετάλλευση τεράστιων ορυχείων πολύτιμων μετάλλων στον Κα ναδά μεταπολεμικά, ενώ η κόρη του είναι η σύζυγος του Marcus Egius, Προέδρου της Barclays Global Financial Group και του BBC. O Edmund είναι κατ' εξοχήν μέλος του βρετανικού κατεστημένου και έπαιξε σημαντικό ρόλο στο άνοιγμα της Ιαπωνίας στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, μέσω των δικών του τραπεζών.

– Evelyn Rothschild (1931). Ο ισχυρός ανήρ της οικογένειας και κάτοχος πολλών τίτλων και προεδριών εταιριών. Αποτέλεσε μέλος ή πρόεδρος των Δ.Σ. του Economist, της παγκόσμιας αυτοκρατορίας διαμαντιών De Beers, της εταιρίας υπολογιστών IBM, της εφημερίδας Daily Telegraph, ενώ ίδρυσε την ένωση για τη μελέτη του τραπεζικού και χρηματοοικονομικού συστήματος, με έδρα τη Φρανκφούρτη. Ο Evelyn διατηρεί δεσμούς αρκετών ετών με πολιτικούς που έχουν κατ' επανάληψη διατελέσει κύριοι σύμβουλοι πρωθυπουργών, όπως ο Peter Mandelson για τον Tony Blair, o Vernon Jordan για τον Bill Clinton, ενώ είναι επιστήθιος φίλος του Τζωρτζ Σόρος.  Ο Vernon Jordan είναι και ο διευθύνων σύμβουλος στην εταιρία Lazard Freres & Co. LLC, η οποία στις αρχές Μαΐου προσκλήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση να αναλάβει χρέη συμβούλου για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και των δυσκολιών για την αποπληρωμή του χρέους… Η σύζυγος του Evelyn, γόνος της πολύ πλούσιας οικογένειας Στέιν της Νέας Υόρκης, είναι μεγάλη χρηματοδότρια της Hilary Clinton.

– Nathan Philip Rothschild (1971). Ο Nathan είναι ο υιός του Jacob Rothschild και πρόεδρος ή μεγαλομέτοχος εταιριών, όπως οι RIT Capital, Atticus Capital, JNR Limited, NM Rothschild, Vanco, British Petroleum, Rio Tinto κ.ά. Πρόσφατα διαδέχθηκε στη διεύθυνση των εταιριών τον πατέρα του, ο οποίος είναι στενός φίλος του Χένρι Κίσιντζερ, με το οποίο έχουν κοινή εταιρεία πολιτικών συμβούλων.

Ο ΓΑΛΛΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ

– David Rene Rothschild (1942). Ο David είναι ο επικεφαλής του χρηματοοικονομικού ομίλου ΝΜ Rothschild Group και της Τράπεζας Rothschild & Cie Banque.

– Eduard Rothschild (1957). Ο Eduard είναι μεγαλομέτοχος των εταιριών του αδερφού του David, ιδιοκτήτης της εφημερίδας Liberation και της μεταλλουργικής εταιρίας Imerys, με εγκαταστάσεις σε πολλές χώρες του κόσμου.

Η ΣΧΕΣΗ ΤΖΟΡΤΖ ΣΟΡΟΣ ΚΑΙ ΡΟΤΣΙΛΝΤ

Ο Τζωρτζ Σόρος γεννήθηκε στη Βουδαπέστη το 1930 ως Georgy Schwartz και το 1936 η οικογένεια του άλλαξε το επώνυμο της σε Sorosz. Έφυγε από τη μεταπολεμική Κομμουνιστική Ουγγαρία και σπούδασε στη Μ. Βρετανία και στις ΗΠΑ, όπου σταδιακά δημιούργησε μια κολοσσιαία χρηματιστηριακή αυτοκρατορία, με εξειδίκευση στη νομισματική χειραγώγηση. Παράλληλα, είναι πασίγνωστος μέσω των ομώνυμων ιδρυμάτων του, τα οποία έχουν ανοίξει παραρτήματα στην Ανατολική Ευρώπη και, εν πολλοίς, αποτελούσαν το μακρύ χέρι της αμερικανικής πολιτικής σε αυτές τις χώρες. Η διασύνδεση του με τους Ρότσιλντ γίνεται μέσω των προσώπων που απαρτίζουν τα Δ.Σ. των εταιριών του. Ο Richard Katz, μέλος του Quantum Fund του Σόρος, είναι και επικεφαλής της Rothschild Italia S.p.A. (με έδρα το Μιλάνο) αλλά και της Τράπεζας Ν. Μ. Rothschild & Sons (με έδρα το Λονδίνο). Έτερος συνεργάτης είναι ο Nils Ο. Taube, μέλος επίσης του Quantum Fund αλλά και του St. James Place Capital, συμφερόντων Ρότσιλντ. Επιπλέον, συνεργάτης του Σόρος είναι και ο Michael Cicurel, διευθυντής της Τράπεζας Rothschild & Cie Banque.

 

ΤΟ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ ΔΙΑΣΥΝΔΕΣΕΩΝ

· Κόσοβο. Στην επαρχία του Κοσόβου η ανάμειξη του Σόρος είναι έντονη, μέσω των δεκάδων ΜΚΟ που χρηματοδότησε με ποσά που ξεπερνούν τα 400 εκατ. ευρώ, από το 1991 και εντεύθεν, και προπαγάνδιζαν την εξέγερση των Αλβανών και τη συνεπακόλουθη εγκατάσταση της διεθνούς δύναμης. Επιπλέον, το Κόσοβο αποκαλείται συχνά «Κουβέιτ των Βαλκανίων», λόγω των μεγάλων ποσοτήτων χρυσού, άνθρακα, μόλυβδου, χρωμίου, αργύρου, ουρανίου και χαλκού που διαθέτει. Η ενεργοποίηση» του στην περιοχή είχε καθαρά οικονομικό ενδιαφέρον, πέρα από τις προφανείς γεωπολιτικές προεκτάσεις.

Ο Σόρος,, ταυτόχρονα είναι ο κύριος χρηματοδότης της μεγάλης σε κυκλοφορία αλβανικής εφημερίδας στην Πρίστινα Koha ditore και κύριος συνεργάτης του Αλβανού επιχειρηματία Ekrem Luka, που έχει σχεδόν το μονοπώλιο στην κινητή τηλεφωνία και τη βιομηχανία ζύθου στην περιοχή. Η εταιρία Alferon έχει αγοράσει το σύμπλεγμα των μεταλλουργείων Feronikl στην περιοχή, μέσω τριών επιχειρηματιών από το Καζακστάν, με κυριότερο μέτοχο τον Alexander Mashkevic. Ο ίδιος είχε εργαστεί ως διευθυντικό στέλεχος στην εταιρία ορυχείων ENRC (Eurasian Natural Resources Corporation), πρόεδρος της οποίας ήταν ο Johannes Sittard, παλαίμαχο στέλεχος των επιχειρήσεων των Ρότσιλντ στο Λονδίνο. Παράλληλα, είναι και το δεξί χέρι του Ινδού μεγιστάνα των μετάλλων Lakshmi Mittal, στου οποίου τις εταιρίες εμφανίζονται ως μεγαλομέτοχοι μέλη της οικογένειας των Ρότσιλντ. Εκτός από την Alferon, η εταιρία Global Steel Corporation (ιδιοκτησίας Mittal) διαθέτει και άλλη παρουσία στο Κόσοβο, μέσω της βουλγαρικής θυγατρικής της, Kremikovici, η οποία (το 2005) αγόρασε τα ορυχεία χρωμίου Lamkos στην περιοχή Vucitrn του Κοσόβου. Η οικογένεια Mittal έχει επενδύσει μεγάλα κεφάλαια και στη Ρουμανία. Η σύνδεση τους με τους Ρότσιλντ γίνεται μέσω του Wilbur Ross (μέλος Δ.Σ εταιειών τους), ο οποίος σταδιο δρόμησε ως επενδυτικός τραπεζίτης σε τράπεζες των Ρότσιλντ, στο Λονδίνο. Η σύνδεση των δυο οικογενειών γίνεται εμφανέστερη από την κοινή τους συμμετοχή στην εταιρία Field Fresh Foods Company που εδρεύει στην Ινδία και εξάγει τρόφιμα κυρίως στην Ε.Ε.

· Μαυροβούνιο.  Όπως και στην περίπτωση του Κοσόβου, η περίοδος πριν την ανεξαρτησία του (το 2006) σημαδεύτηκε από την έντονη ανάμειξη του Σόρος στη δημιουργία ΜΚΟ, όπως οι CEDEM, Helsinki Committee for Human Rights, Human Rights Action και Hominem Querum. Όλες υποστήριζαν τη διακήρυξη ανεξαρτησίας του Μαυροβουνίου, με ρητορική είτε συναφή με τα «ανθρώπινα δικαιώματα», είτε συχνά με την προοπτική οικονομικής ανάπτυξης. Τα επακόλουθα, όμως, απέδειξαν ότι πρόκειται για μια ακόμη συμφωνία καλά οργανωμένης οικονομικής επέκτασης της πλειάδας συμφερόντων που απαρτίζουν την αυτοκρατορία των Ρότσιλντ. Ο πρώτος «επενδυτής» ήταν ο Καναδός επιχειρηματίας Salford και στέλεχος των επιχειρήσεων του Nathaniel Rothschild, που άρχισε την κατασκευή τεραστίας μαρίνας και εμπορικών τουριστικών κέντρων στο Μαυροβούνιο, αγοράζοντας τα καλύτερα παράλια σημεία της χώρας. Ταυτόχρονα, η Τράπεζα ΟΤΡ Banking Group (συμφερόντων Ρότσιλντ) εξαγόρασε την Εμπορική Τράπεζα του Μαυροβουνίου, που ήλεγχε σχεδόν το ήμισυ των καταθέσεων στη χώρα. Επιπλέον, ο Ρώσος επιχειρηματίας και συνεργάτης του Nathaniel Rothschild, Deripaska, εξαγόρασε την Εταιρία Αλουμινίου του Μαυροβουνίου και τα μεταλλεία βωξίτη, μαζί με τεράστιες εκτάσεις παράλιας γης.

· Βοσνία.  Βασιζόμενος στην ίδια πλοκή, ο Σόρος χρηματοδότησε μια σειρά οργανώσεων όπως οι Helsinki Committee for Human Rights, Lex International, Press Now, Soros Media Centre, Nezavisne Novine, Alternative Television Banja Luka και Net Novinar, και ξεκίνησε ένα νέο γύρο εξαγορών εταιριών στρατηγικής σημασίας.  Η εταιρία Mittal εξαγόρασε το σύμπλεγμα μεταλλείων RZR Ljubija, που διαθέτει τεράστια αποθέματα απολήψιμου σιδήρου υψηλής περιεκτικότητας. Ταυτόχρονα, ο Ρώσος επιχειρηματίας Deripaska (μέσω της εταιρίας Stabag και χρηματοδότησης των Ρότσιλντ) αγόρασε δίκτυο αυτοκινητοδρόμων, ενώ ο επιχειρηματίας Salford, συνεργάτης των Ρότσιλντ, εξαγόρασε τη μεγαλύτερη εταιρία παραγωγής τροφίμων στη χώρα. Η περίπτωση των Mittal έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί έχουν διεισδύσει σε πολύ μεγάλο βαθμό στη Βοσνία, εξαγοράζοντας τη βιομηχανία χάλυβα στη Ζένιτσα, που είναι ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια του είδους στα Βαλκάνια. Η ουγγρική εταιρία πετρελαιοειδών MOL, στην οποία μεγαλομέτοχοι είναι τόσο οι Ρότσιλντ όσο και ο Σόρος, εξαγόρασε τη βοσνιακή Energopetrol, η οποία έχει αγοράσει πολύ μεγάλα μερίδια στην αγορά καυσίμων σε Κόσοβο, Μαυροβούνιο, Κροατία και Ρουμανία. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σε όλες τις χώρες των Βαλκανίων, οι εταιρίες εξαγοράστηκαν κυριολεκτικά έναντι πινακίου φακής και απέδωσαν πολύ μεγάλα κέρδη στους νέους ιδιοκτήτες τους, καθώς οι λόγοι της χαμηλής αξίας πώλησης τους ήταν πολιτικοί και όχι επιχειρηματικοί.

· Σκόπια. Η εταιρία Mittal κατέχει εξέχουσα θέση, έχοντας εξαγοράσει το μεγαλύτερο μεταλλουργικό συγκρότημα της χώρας. Ο δε Σόρος χρηματοδοτεί αφειδώς οργανώσεις όπως οι Helsinki Committee, Centre for Multicultural Understanding, Association for Democratic Initiatives, έχοντας ως στενούς συνεργάτες του κορυφαίους πολιτικούς των Σκοπίων, όπως ο Branko Crvenkovski.  Αρκετά μέλη της σκοπιανής ελίτ έχουν λάβει υποτροφίες από ιδρύματα του Σόρος, ενώ ο ίδιος είχε χρηματοδοτήσει τόσο την κυβέρνηση των Σκοπίων, όσο και τις διεθνείς προσπάθειες αναγνώρισης του κράτους τους με την ονομασία «Μακεδονία». Επιπλέον, ο Σόρος ελέγχει μεγάλο πακέτο μετοχών στην εταιρίακινητής τηλεφωνίας ΜΤ, μέσω της θυγατρικής Stonebridge Communications, ενώ καλά πληροφορημένες πηγές αναφέρουν ότι διαθέτει και μεγάλες εκτάσεις γης, οι οποίες δεν αξιοποιούνται ακόμα εμπορικά.

ΟΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

Στα μέσα του 2007 ιδρύθηκε από τον Τζ. Σόρος το European Council of Foreign Affairs (ECFR), στο οποίο είναι μέλη πολλές προσωπικότητες που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην περιοχή τη δεκαετία του '90, όπως οι Μάρτι Αχτισάαρι, Τζουλιάνο Ντ'Αμάτο, Γιόσκα Φίσερ, Ντομινίκ Στρος-Καν κ.ά. Ο Μάρτι Αχτισάαρι είναι ο Φινλανδός πολιτικός που έπαιξε κύριο ρόλο στη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσόβου ως επικεφαλής των διεθνών Αρχών. Ο Στρος-Καν είναι, βεβαίως, ο πρόεδρος του ΔΝΤ, ενώ είναι αξιοσημείωτο ότι την εν λόγω θέση την κατέλαβε μερικούς μήνες μετά την ίδρυση του ECFR. Επιπλέον, θεωρείται ότι θα κατέβει ως αντίπαλος του Σαρκοζί στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2012. Ας σημειωθεί εδώ η υποστήριξη που παρείχε στην Ελλάδα ο Σαρκοζί στο θέμα της οικονομικής ενίσχυσης, αλλά και στο ζήτημα του ονόματος της Μακεδονίας – στάση εντελώς αντίθετη με εκείνη των ατόμων που συμμετέχουν στο «σύστημα Σόρος».

Κοινό χαρακτηριστικό των συντελεστών αυτής της ομάδας είναι ο καταλυτικός ρόλος τους, κατά τη διάρκεια των εμφυλίων στη Γιουγκοσλαβία, όπως και οι αγώνες τους υπέρ του βομβαρδισμού της Σερβίας το 1999, υπέρ των Σκοπίων, υπέρ της ανεξαρτησίας του Μαυροβουνίου και υπέρ Της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Ηδη, το ECFR έχει εκδόσει ειδική έκθεση που χαρακτηρίζει την Ελλάδα και την Κύπρο ως «Δουρειους Ιππους της Ρωσίας στην Ευρώπη», ενώ έχουν αρχίσει μια διαδικασία αποδόμησης των ευρωπαϊκών ηγεσιών που προσεγγίζουν Μόσχα και Πεκίνο. Καλά τεκμηριωμένες πηγές στις ΗΠΑ και τη Γερμανία σχολιάζουν ότι ο σκοπός του ECFR είναι να υποστηρίξει -στο επίπεδο της διανόησης- πολιτικές που έχουν ως στόχο τη δημιουργία της «Μεγάλης Αλβανίας», την περαιτέρω ταπείνωση της Σερβίας, τον εξοβελισμό της ρωσικής επιρροής και την τιμωρία της Ελλάδας και της Κύπρου για προηγούμενες πρωτοβουλίες τους. Προκειμένου να γίνει ευρέως αποδεκτός ο ρόλος τους, χρησιμοποιούντο επικάλυμμα του «ευρωπαϊκού κέντρου μελετών», ενώ ήδη έχουν ανοίξει παραρτήματα σε διάφορες πόλεις, όπως η Σόφια στη Βουλγαρία.

Ουσιαστικά, πρόκειται για μια επανακάμψη των φαντασμάτων της δεκαετίας του '90, τα οποία στηρίζονται σε ένα πλανητικό σύστημα οικονομοπολιτικής εξουσίας, που θεωρεί ότι οι σημερινές εξελίξεις στα Βαλκάνια δεν συμβαδίζουν με τα συμφέροντα του. Ο λόγος που εμφανίστηκε τη δεδομένη χρονική στιγμή το ECFR είναι η αποτυχία προηγούμενων σχεδίων και οργανισμών που ελέγχονταν από τον Σόρος. Η γνωστή ΜΚΟ «Παρατηρητήριο του Ελσίνκι» ουσιαστικά χρεωκόπησε το 2007, ενώ ο ρόλος του ως μηχανισμός προπαγάνδας είχε αποκαλυφθεί προ καιρού. Ο οργανισμός αυτός είχε δημιουργηθεί τη δεκαετία του 70 με έδρα τη Βιέννη και, μετά το 1989, φέρεται να έπαιξε ρόλο στην υπονόμευση κυβερνήσεων και κρατών στη Ρωσία και στις χώρες των Βαλκανίων. Πρόσχημα για τη δράση του «ΙΙαρατηρητηρίου» παρέμεναν πάντα τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ προστέθηκαν οι μειονότητες, οι μετανάστες, ο αντι-εθνικισμός και ο αντι-ρατσισμός.

Τέλος, και το Open Society Foundation του Σόρος αντιμετωπίζει προβλήματα καθώς, παρόλες τις χιλιάδες υποτροφιών που δόθηκαν με σκοπό τον προσηλυτισμό νέων ταλαντούχων Βαλκανίων επιστημόνων, αρκετοί από αυτούς δεν ενστερνίστηκαν ιδέες που αντιτίθεντο στα εθνικά τους συμφέροντα, ενώ και η κυβέρνηση του Μπους δεν παρείχε ικανή κάλυψη στον Σόρος, λόγω της διαπλοκής του με διπλωμάτες που πρόσκεινται στους Δημοκρατικούς και τις σκοτεινές διαδρομές τους, σε σχέση με το οργανωμένο έγκλημα σε Κόσοβο, ΠΓΔΜ και Αλβανία. Η δε ίδρυση του ECFR συνδέεται τόσο με την επίσκεψη του Ρότσιλντ στην Αθήνα, τον Μάρτιο του 2009, όσο και με τη Διάσκεψη της Μπίλντερμπεργκ στη Βουλιαγμένη τον Μάιο του ίδιου έτους, αλλά και τη συνεπακόλουθη «ελληνική κρίση του χρέους», που εξελίσσεται σε έναν χρηματοοικονομικό πόλεμο ΗΠΑ-ΕΕ, από τον οποίο μέχρι στιγμής κερδισμένοι βγαίνουν οι «τραπεζίτες των πολέμων», όπως έχουν χαρακτηριστεί κατά το παρελθόν οι Ρότσιλντ.

Από την άλλη πλευρά, λόγω της φρενήρους δραστηριότητας των Ρότσιλντ, έχει προκληθεί αντισυσπείρωση εναντίον τους και είναι πολύ πιθανόν το ερχόμενο διάστημα να υπάρξουν αποκαλύψεις και εξελίξεις, που θα στρέφονται εναντίον τους. Ο χρόνος θα δείξει τι ακριβώς θα γίνει, αλλά είναι χρήσιμο για τον αναγνώστη να το κρατήσει αυτό ως μια πολύ ισχυρή πιθανότητα. Σημειωτέον ότι όλες οι εταιρίες, οργανισμοί και πρόσωπα που δραστηριοποιούνται στα Βαλκάνια έχουν σαφέστατα στόχευση να «αλώσουν» την ελληνική αγορά είτε συμμετέχοντας σε ιδιωτικοποιήσεις κρατικών εταιριών, είτε αποκτώντας τον έλεγχο ιδιωτικών ελληνικών οργανισμών, ιδιαίτερα στον τραπεζικό και βιομηχανικό τομέα. Δεν είναι τυχαίο ότι, σε όλες τις άλλες βαλκανικές χώρες, αυτό επιτεύχθηκε ύστερα από την προσφυγή τους στο ΔΝΤ,.. Η ευθύνη των κυβερνώντων είναι ζωτικής και ιστορικής σημασίας, τόσο για τη χώρα όσο και για τους ίδιους, ως εκπροσώπους μιας πολιτικής τάξης που καταρρέει υπό το βάρος της αποτυχίας και της συσσωρευμένης διαφθοράς δεκαετιών.

Ο "ΑΞΟΝΑΣ ΕΠΙΡΡΟΗΣ" ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Εάν εξετάσουμε τις εν γένει τοποθετήσεις των εκπροσώπων που συγκροτούν τη «γραμμή Σόρος», εύκολα διαπιστώνουμε την υπεράσπιση τους στο θέμα του «Σχεδίου Ανάν», την ευνοϊκά διακείμμενη πολιτική υπέρ των Σκοπίων και -εσχάτως- τη στήριξη τους για την υπαγωγή της χώρας στο ΔΝΤ. Έχοντας ως βάση αυτές τις επιλογές, στην Ελλάδα έχει δημιουργηθεί ένα δίκτυο επαφών του Σόρος, το οποίο εκτείνεται σε όλα τα κύρια επίπεδα διαμόρφωσης αποφάσεων.

Σε οικονομικό επίπεδο, κύριος εκφραστής των συμφερόντων Σόρος είναι η εταιρία επενδύσεων Soros Real Estate Partners. Ιδρυτικά στελέχη της εταιρίας αυτής, έπειτα από χρόνια παρουσίας σε ομίλους όπως η Goldman Sachs, η JP Morgan και η Hilton international, τοποθέτησαν μέσω του fund κεφάλαια άνω του 1 δισ. δολαρίων, σε δεκάδες έργα στην αγορά ακίνητης περιουσίας (www.capital.gr/news.asp? Details=181450). Εν συνεχεία, ίδρυσαν την Dolphin Capital, η οποία έχει ίδια κεφάλαια 884 εκατ. ευρώ, ενώ η αξία του πάγιου ενεργητικού της ξεπερνά σήμερα το 1,9 δισ. ευρώ. Σήμερα αποτελεί τη μεγαλύτερη εταιρία real estate στην αγορά Alternative Investment Market του χρηματιστηρίου του Λονδίνου. Επενδύει σε μεγάλες παραθαλάσσιες εκτάσεις σε Ανατολική Μεσόγειο και Κεντρική Αμερική, και δημιουργεί υψηλού επιπέδου τουριστικά θέρετρα. Το χαρτοφυλάκιο ακινήτων σε Ελλάδα και Κύπρο ξεπερνά τα 63.000 στρέμματα γης (www.capital.gr/Articles.asp?id=966766). Τυχαίο, αν και άξιο αναφοράς, είναι και το γεγονός ότι η σύζυγος του Κώστα Μπακογιάννη, γιου και πολιτικού συμβούλου (2006-2009) της Ντόρας Μπακογιάννη όταν η ίδια ήταν Υπουργός Εξωτερικών, είναι συγγενής α' βαθμού μεγαλοστελέχους της Soros Estate Partners.

Σε τεχνοκρατικό επίπεδο, το ελληνικό think-tank ΕΛΙΑΜΕΠ αποτελεί τον κυριότερο συνεκτικό κρίκο με τις βαλκανικές οργανώσεις του Σόρος. Ο δε πρόεδρος του είναι μέλος του ECFR, αλλά και τακτικός συνομιλητής της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ, αποτελώντας ένα από τα πλέον τακτικά μέλη της Λέσχης και ξεπερνώντας σε αριθμό συμμετοχών τους περισσότερους Έλληνες πολιτικούς, συμπεριλαμβανομένων και πρωθυπουργών! Ταυτόχρονα, η σύζυγος του βρίσκεται, από το φθινόπωρο του 2009, στη θέση της Ειδικής Γραμματέως Αξιοποίησης Διεθνών Προγραμμάτων του Υπουργείου Εξωτερικών. Όπως σημείωσε ρητορικά ελληνική ηλεκτρονική εφημερίδα (www. antinews.gr/?p=32224): «Δικαιούται η γυναίκα του προέδρου ενός think-tank, που χρηματοδοτείται από το ΥΠΕΞ, να καταλαμβάνει κομβική,και πολιτική θέση μέσα στο Υπουργείο;» Είναι γνωστό ότι το ΕΛΙΑΜΕΠ λαμβάνει μια πάγια -και διόλου ευκαταφρόνητη- πίστωση από το ΥΠΕΞ εδώ και δυο δεκαετίες, ενώ η Ειδική Γραμματεία αναλαμβάνει τη διαχείριση κονδυλίων εκατ. ευρώ για διεθνή ερευνητικά προγράμματα. (www.eliamep.gr/old-site/eliameold/eliamep/www.eliamep.gr/eliamep/content/home/about_eliamep/funding/el/index.html)
Ο ακαδημαϊκός βραχίονας των απόψεων Σάρος στην Ελλάδα εκφράζεται μέσω του South East European Studies at Oxford – SEESOX (Τμήμα Μελετών Νοτιοανατολικής Ευρώπης του Κολλεγίου St. Anthony του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης). Η εφημερίδα Το Κυπριακό Ποντίκι, σε πρόσφατο άρθρο της ανέφερε ότι «δύο καθηγητές ελληνικής καταγωγής οτο Λονδίνο, υπέρμαχοι του Σχεδίου Ανάν, οι Καλυψώ Νικολαΐδου και Όθων Ανασταοάκης της SEESOX, πρωτοστατούν στη διοργάνωση σεμιναρίου, με θέμα την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας και με κύριο ομιλητή τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου! Το σεμινάριο προώθησης, διαφήμισης και ωραιοποίησης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής θα λάβει χώρα μεταξύ 30 Απριλίου – 2 Μαΐου, 2010». (www.pontiki.com.cy/23/3623.html)
Κατά τη διαμονή της στο Χάρβαρντ, η κ. Νικολαΐδου ανέλαβε την ίδρυση της έδρας του προγράμματος Κόκκαλη για τη ΝΑ Ευρώπη, μέσω της οποίας πήραν υποτροφία αρκετοί Βαλκάνιοι πολιτικοί, μερικοί εκ των οποίων αποτελούν σφόδρα πολέμιους της χώρας, όπως ο ΥΠΕΞ των Σκοπίων Μιλοσόφοκι και πολλοί άλλοι. Από το 1996, είναι σύμβουλος του σημερινού πρωθυπουργού για ευρωπαϊκά θέματα ενώ, παράλληλα, έχει υπάρξει και σύμβουλος του πρώην πρωθυπουργού Κ. Σημίτη. Δημοσιογραφικοί κύκλοι την αναφέρουν ως υπέρμαχο της έλευσης του ΔΝΤ στην Ελλάδα, ήδη από τον Οκτώβριο του 2009.  

ΠΗΓΗ: δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Hellenic Nexus τον Ιούνιο του 2010.

Πόλεμος στη Λιβύη … το νόμισμα και τα δάνεια

 Πόλεμος στη Λιβύη:

 Δεν είναι το πετρέλαιο, είναι το νόμισμα και τα δάνεια

 

Του John Perkins* – Μετάφραση: inprecor


 

Ο πρόεδρος της  Παγκόσμιας Τράπεζας, Robert Zoellick είπε  ότι ελπίζει ο οργανισμός να έχει έναν ρόλο στην ανοικοδόμηση της  Λιβύης όταν η χώρα εξέλθει από την τρέχουσα αναταραχή.  O  Zoellick, μιλώντας στο πάνελ μιας εκδήλωσης,  επεσήμανε τον ρόλο που ανέλαβε εγκαίρως η τράπεζα στην ανοικοδόμηση της Γαλλίας, της Ιαπωνίας και άλλων χωρών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

«Με τον όρο ανοικοδόμηση σήμερα εννοούμε την Ακτή του Ελεφαντοστού, εννοούμε το νότιο Σουδάν, εννοούμε τη Λιβερία, τη Σρι Λάνκα και ελπίζω ότι θα εννοούμε και τη Λιβύη», είπε ο Zoellick.  Όσον αφορά στην Ακτή του Ελεφαντοστού, ο Zoellick, όπως είπε, ήλπιζε ότι μέσα «σε δύο εβδομάδες» η τράπεζα θα προωθούσε  «περίπου εκατό εκατομμύρια δολάρια ως υποστήριξη έκτακτης ανάγκης.»

Στις Ηνωμένες Πολιτείες ακούμε διάφορους εκπροσώπους από ποικίλες πλευρές να προσπαθούν να εξηγήσουν γιατί βρισκόμαστε (οι Αμερικανοί) ξαφνικά μπλεγμένοι σε έναν ακόμη πόλεμο της Μέσης Ανατολής. Και πολλοί από εμάς πιάνουν τον εαυτό τους να αναρωτιέται σχετικά με τις επίσημες δικαιολογίες που διατυπώνονται. Γνωρίζουμε καλά ότι οι αληθινές αιτίες συζητούνται σπάνια στα μέσα ενημέρωσης  ή από την κυβέρνησή μας.

Αν και η πλέον λογική εξήγηση για την εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο στη Λιβύη σχετίζεται με τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας, και ειδικότερα το πετρέλαιο, αυξάνει διαρκώς και ο αριθμός εκείνων που διαφωνούν με την εξήγηση αυτή. Οι διαφωνίες αυτές, κατά κύριο λόγο, εστιάζουν το ενδιαφέρον τους γύρω από την οικονομική σχέση της Λιβύης με την Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), την Τράπεζα Διεθνών Διευθετήσεων (BRI), και τις πολυεθνικές εταιρίες.

Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η κεντρική τράπεζα της Λιβύης ανήκει κατά 100% στο κράτος. Και στα θησαυροφυλάκιά της, σύμφωνα πάντα με το ΔΝΤ, εκτιμάται ότι υπάρχουν σχεδόν 144 τόνοι χρυσού. Τη σημασία του επίσης έχει το γεγονός ότι τους μήνες που προηγήθηκαν του ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που επέτρεψε στις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους  να  επέμβουν στη Λιβύη, ο Μουαμάρ Καντάφι ανοιχτά υπερθεμάτιζε υπέρ της δημιουργίας ενός νέου νομίσματος, το οποίο θα συναγωνιζόταν το δολάριο και το ευρώ. Πράγματι, κάλεσε τα αφρικανικά και μουσουλμανικά κράτη να συμμετάσχουν σε μια συμμαχία, η οποία θα έκανε νόμισμά της αυτό το νέο νόμισμα, το χρυσό Δηνάριο, και θα το αναγνώριζαν ως μοναδικό νόμισμα για τις συναλλαγές τους και το συνάλλαγμά τους. Με άλλα λόγια, θα πωλούσαν το πετρέλαιο και άλλα προϊόντα στις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο μόνο για χρυσά Δηνάρια.

Οι ΗΠΑ και οι άλλες χώρες της G8, η Παγκόσμια Τράπεζα, η BIS, και οι πολυεθνικές εταιρίες δεν χαίρονται ιδιαίτερα με τους ηγέτες που απειλούν την κυριαρχία τους στις αγορές παγκόσμιου νομίσματος ή που εμφανίζονται να κινούνται μακριά από το διεθνές τραπεζικό σύστημα που ευνοεί την κυριαρχία των πολυεθνικών. Ο Σαντάμ Χουσεΐν είχε υποστηρίξει  πολιτικές παρόμοιες με αυτές που εξέφρασε ο Καντάφι λίγο πριν οι ΗΠΑ στείλουν τα στρατεύματα τους στο Ιράκ.

Στις ομιλίες μου, το βρίσκω συχνά απαραίτητο να υπενθυμίσω στο ακροατήριο ένα σημείο που σε μένα φαίνεται προφανές, αλλά παρανοείται από τόσους πολλούς: ότι η Παγκόσμια Τράπεζα στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου  μια Παγκόσμια Τράπεζα είναι, μάλλον μία Αμερικανική τράπεζα. Ομοίως, ο πιο στενός αμφιθαλής αδελφός της, το ΔΝΤ. Στην πραγματικότητα, εάν κάποιος εξετάσει τα εκτελεστικά συμβούλια της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ και τα δικαιώματα ψήφου στον πίνακα που κάθε μέλος του  διαθέτει, αντιλαμβάνεται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ελέγχουν περίπου 16 τοις εκατό των ψηφοφοριών στην Παγκόσμια Τράπεζα – (έναντι  7% περίπου της Ιαπωνίας, το δεύτερο μεγαλύτερο μέλος, 4.5% της Κίνας, 4.00% της Γερμανίας  και 3.8% του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας). Αναλόγως ελέγχουν σχεδόν το 17% των ψήφων του ΔΝΤ (έναντι 6%  που έχουν περίπου  η Ιαπωνία και η Γερμανία και σχεδόν 5% που έχουν το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία). Επιπλέον, οι ΗΠΑ έχουν το δικαίωμα βέτο σε όλες τις σημαντικές αποφάσεις και, ας μην ξεχνάμε, ο  Πρόεδρος των ΗΠΑ διορίζει τον Πρόεδρο της Παγκόσμιας Τράπεζας.

Μετά από όλα αυτά, μπορούμε ν’ αναρωτηθούμε: Τι συμβαίνει όταν ένα «παρείσακτο» κράτος, όπως η Λιβύη, απειλεί να γονατίσει το τραπεζικό σύστημα που ωφελεί την κυριαρχία των πολυεθνικών εταιρειών; Τι  συμβαίνει σε μια «αυτοκρατορία»  όταν δεν μπορεί πλέον αποτελεσματικά να είναι απροκάλυπτα ιμπεριαλιστική;

Ένας καθορισμός «της αυτοκρατορίας» ( Στο βιβλίο μου The Secret History of the American Empire) λέει ότι αυτοκρατορία είναι ένα κράτος που εξουσιάζει άλλα κράτη επιβάλλοντας το νόμισμά του στα εδάφη που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του. Η αυτοκρατορία διατηρεί μια μεγάλη  στρατιωτική δύναμη που είναι έτοιμη να προστατεύσει το νόμισμα και  ολόκληρο το οικονομικό σύστημα της, του οποίου η διαιώνιση θα στηριχτεί στη χρήση ακραίας βίας, εφόσον αυτό κριθεί απαραίτητο. Αυτό έκαναν οι αρχαίοι Ρωμαίοι. Έτσι έκαναν οι Ισπανοί  και οι Βρετανοί κατά τη διάρκεια οικοδόμησης της αυτοκρατορίας τους. Τώρα οι ΗΠΑ ή, πιο συγκεκριμένα, η κυριαρχία των πολυεθνικών, κάνουν το ίδιο πράγμα και εμφανίζονται αποφασισμένες να τιμωρήσουν τον οποιονδήποτε προσπαθήσει να τους σταματήσει. Ο Καντάφι είναι μόνο το πιο πρόσφατο παράδειγμα.

Το να αντιληφθεί κανείς τον πόλεμο ενάντια στον Καντάφι ως έναν πόλεμο για την υπεράσπιση της αυτοκρατορίας είναι ένα βήμα που βοηθά στην κατεύθυνση να αναρωτηθεί αν επιθυμεί να συνεχίσει αυτή την πορεία οικοδόμησης της αυτοκρατορίας ή αν, αντίθετα, θέλει να τιμήσει τις δημοκρατικές αρχές που διδασκόμαστε να πιστεύουμε ότι είναι τα θεμέλια της χώρας μας.

Η ιστορία διδάσκει ότι οι αυτοκρατορίες δεν αντέχουν στο χρόνο: είτε καταρρέουν είτε νικιούνται. Ακολουθούν πόλεμοι και μια άλλη αυτοκρατορία γεμίζει το κενό. Το παρελθόν στέλνει αναγκαστικά ένα  μήνυμα. Πρέπει να αλλάξουμε. Δεν μπορούμε να παρακολουθούμε την ιστορία να επαναλαμβάνεται.

Ας μην επιτρέψουμε σε αυτήν την αυτοκρατορία να καταρρεύσει και να αντικατασταθεί από μια άλλη. Αντ’ αυτού, ας δεσμευτούμε να δημιουργήσουμε μια νέα συνείδηση. Ας μας εμπνεύσουν οι λαϊκές κινητοποιήσεις στη Μέση Ανατολή – που ενθαρρύνονται από τις νεολαίες που πρέπει να ζήσουν με το μέλλον και τροφοδοτούνται με «καύσιμα» μέσω των κοινωνικών δικτύων – για να απαιτήσουμε να δεσμευθεί η χώρα μας, τα οικονομικά όργανα μας και οι πολυεθνικές εταιρίες που εξαρτώνται από μας, για να αγοράσουμε τα αγαθά και τις υπηρεσίες τους, στην κατεύθυνση της συμμετοχής ενός κόσμου που είναι βιώσιμος, ειρηνικός και  με ευμάρεια για όλους.

Είμαστε στο χαμηλότερο σημείο. Έχει έρθει ο καιρός και για μένα αλλά και για εσάς να προχωρήσουμε πέρα από αυτό το κατώτατο όριο, να κινηθούμε πέρα από το σκοτεινό κενό της σκληρής εκμετάλλευσης και απληστίας προς τη συμπόνια και τη συνεργασία.

 

* Ο John Perkins είναι ο συγγραφέας του βιβλίου  «Εξομολογήσεις ενός οικονομικού εκτελεστή» και οικονομικός εκτελεστής, κατά δήλωσή του, της εταιρείας Chas T. Main μεταξύ 1971 – 1981. Περισσότερα εδώ: http://www.johnperkins.org/

 

Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Information Clearing House

 

ΠΗΓΗ: 29 Απριλίου 2011, http://www.inprecor.gr/index.php/archives/57985

ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΩΝ IΙ

ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΩΝ:

  η επιθυμητή πολιτική των χαμηλών επιτοκίων, το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο και η έξοδος της χώρας μας από την παγίδα του χρέους – Μέρος ΙΙ

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

Συνέχεια από το Μέρος Ι… ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΩΝ

 Η μεγάλη δυσκολία τώρα των διεθνών κερδοσκόπων, το πρόβλημα τους καλύτερα, εάν μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει έτσι, είναι το γεγονός ότι μπορούν να παίξουν το παραπάνω παιχνίδι μόνο μία φορά, με κάθε χώρα. Επομένως, είναι «υποχρεωμένοι» να αναζητούν συνεχώς νέα «θύματα» – καινούργια κράτη δηλαδή για να δραστηριοποιηθούν επιχειρηματικά (business), στηριζόμενοι στο φόβο της χρεοκοπίας, τον οποίο οι ίδιοι καλλιεργούν συστηματικά.

Συμπερασματικά λοιπόν, μετά από ένα απαραίτητο διάλλειμα, κατά τη διάρκεια του οποίου σχεδιάζουν να κερδίζουν από τις αποκρατικοποιήσεις στις χώρες που έχουν υπαχθεί ήδη στο ΔΝΤ (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία κλπ), ή από τις διασώσεις των τραπεζών τους, θα συνεχίσουν την επίθεση τους στην Ισπανία, στο Βέλγιο, στην Ιταλία και αλλού. Οι επιθέσεις αυτές θα αποδυναμώνουν συνεχώς τις χώρες που συμμετέχουν στο ταμείο διάσωσης (EFSF), με αποτέλεσμα να είναι η μία μετά την άλλη υποψήφια θύματα – χωρίς να εξαιρείται φυσικά η Γερμανία.  

Για την καταπολέμηση της θανατηφόρας αυτής επιδημίας, δεν βοηθάει η θεραπεία των συμπτωμάτων – όπως για παράδειγμα η αύξηση του ποσού που διαχειρίζεται το ταμείο διάσωσης της Ευρωζώνης ή η επί πλέον αγορά ομολόγων εκ μέρους της ΕΚΤ, όπως συμβαίνει σήμερα. Όσο και αν κάτι τέτοιο φαίνεται βραχυπρόθεσμα αποτελεσματικό, σε μακροπρόθεσμη βάση είναι αδύνατον να σταματήσει τους κερδοσκόπους – πόσο μάλλον όταν πια έχει επιτραπεί στο ΔΝΤ η «απόβαση στις χώρες του Ευρώ», στις οποίες πλέον εγκαθιστά τυπικές κυβερνήσεις (άρθρο μας).   

Αυτό που φαίνεται απαραίτητο λοιπόν εκ μέρους της Ευρωζώνης, ειδικά επειδή ο πλανήτης «καίγεται», η μάστιγα των τόκων καταστρέφει τη συνοχή των κοινωνιών και το ΔΝΤ δεν φαίνεται πρόθυμο να επιστρέψει στις ιδρυτικές του αξίες, είναι η «συστημική» θεραπεία του προβλήματος.

Στα πλαίσια αυτής της «θεραπείας», τα οικονομικά κίνητρα οφείλουν να αλλαχθούν σε τέτοιο βαθμό, έτσι ώστε να είναι ξανά προτιμότερη η επιχειρηματική δραστηριοποίηση στην πραγματική οικονομία – ενώ ο χρηματοπιστωτικός κλάδος πρέπει να περιορισθεί δραστικά, να «ρυθμισθεί» όπως λέγεται, με στόχο να μην αποδίδουν πλέον τα χρηματοπιστωτικά του τεχνάσματα.

Σε τελική ανάλυση η Πολιτεία, με την ενεργό συμμετοχή των Πολιτών της (άμεση δημοκρατία), πρέπει να επανακτήσει την εξουσία και να «σταθεροποιήσει τις τιμές» μεταξύ της πραγματικής και της χρηματοπιστωτικής Οικονομίας – οι οποίες έχουν διαστρεβλωθεί σε τεράστιο βαθμό.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΧΑΜΗΛΩΝ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ

«Η κερδοσκοπία ενδυναμώνει μία ήδη υφιστάμενη τάση – είτε πρόκειται για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, είτε για τις τιμές των πρώτων υλών και εμπορευμάτων, είτε για τα επιτόκια, είτε για τα ομόλογα. Ο στόχος της είναι να εκμεταλλευθεί κερδοφόρα τις διαφορές στις τιμές, οι οποίες είναι το αποτέλεσμα της σκόπιμης ενδυνάμωσης των ήδη υφισταμένων τάσεων. Πρόκειται λοιπόν για μία απλούστατη λογική, η οποία πρέπει να αντιμετωπισθεί επίσης απλά».

Σύμφωνα με τον παραπάνω κανόνα, η πραγματική λύση για την κρίση χρέους της Ευρώπης είναι ουσιαστικά πολύ απλή: Το ταμείο στήριξης της Ευρωζώνης (EFSF), το οποίο δημιουργήθηκε με τα χρήματα που διέθεσε αφενός μεν η κεντρική τράπεζα, αφετέρου τα κράτη-μέλη της, οφείλει να «μεταλλαχθεί» σε ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο (ΕΝΤ) – στα ίχνη του ΔΝΤ, έτσι όπως αυτό λειτούργησε την πρώτη περίοδο της ίδρυσης του (από το 1945 έως το 1971).

Το ταμείο αυτό θα πρέπει να προσφέρει τα απαραίτητα χρηματοπιστωτικά μέσα στις χώρες του Ευρώ, με τη βοήθεια της έκδοσης ευρωομολόγων. Ταυτόχρονα, τόσο το ΕΝΤ, όσο και η ΕΚΤ, οφείλουν να εγγυώνται για τα δημόσια χρέη όλων των χωρών-μελών τους. Κατ’ αυτόν τον απλούστατο τρόπο, δεν θα υπάρχει κανένας λόγος ύπαρξης υψηλών «προμηθειών ρίσκου» (Spreads, CDS), καθώς επίσης τοκογλυφικών επιτοκίων 

Συνεχίζοντας, τόσο η ΕΚΤ, όσο και το ΕΝΤ, θα πρέπει να καθορίζουν από κοινού τα επιτόκια των ευρωομολόγων – ειδικότερα, λόγω του αυξημένου επιπέδου των δημοσίων χρεών, ελαφρά χαμηλότερα από το μέσο ρυθμό ανάπτυξης της Ευρωζώνης (2-3%). Το μακροπρόθεσμο επιτόκιο οφείλει να καθορίζεται από μία διαδικασία, ανάλογη με αυτήν που αποφασίζεται το εκάστοτε βραχυπρόθεσμο βασικό επιτόκιο από την ΕΚΤ (1,25% σήμερα).

Στην περίπτωση τώρα που εκδίδονται νέα ομόλογα δημοσίου από τις χώρες της ζώνης του ευρώ, χωρίς να υπάρχουν ενδιαφερόμενοι από τις αγορές κεφαλαίου, θα πρέπει να αγοράζονται από το ΕΝΤ (αν και στην περίπτωση αυτή θα ήταν μάλλον απίθανο να μη βρεθούν αγοραστές, αφού υπάρχουν τεράστιες ποσότητες κεφαλαίων διεθνώς, τα οποία αναζητούν διαρκώς σίγουρες τοποθετήσεις – τα συναλλαγματικά διαθέσιμα μόνο της Κίνας υπερβαίνουν τα 3 τρις $).

Τα κριτήρια τώρα, με τα οποία θα παρέχονται πιστώσεις στις χώρες-μέλη της ένωσης, θα πρέπει να είναι ανάλογα με αυτά του ΔΝΤ – προσαρμοσμένα στις ιδιαίτερες συνθήκες της Ευρώπης. Με τον τρόπο αυτό ο κύκλος του διαβόλου, ο οποίος ξεκινάει με την απαίτηση τοκογλυφικών επιτοκίων εκ μέρους των αγορών και συνεχίζει με τις προσπάθειες υπερβολικών μέτρων άμεσης μείωσης των ελλειμμάτων, τα οποία οδηγούν σε καταστροφικές υφέσεις (στασιμοπληθωρισμός – η απόλυτη συνταγή χρεοκοπίας), σε περαιτέρω αύξηση των δημοσίων χρεών, καθώς επίσης σε ακόμη υψηλότερα επιτόκια δανεισμού, θα πάψει πια να υφίσταται.

Ο στόχος της Ευρώπης θα έπρεπε λοιπόν να είναι η διατήρηση των επιτοκίων δανεισμού σε ένα επίπεδο της τάξης του 1,5% – με αποτέλεσμα τη φυσιολογική αύξηση του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, τον περιορισμό της ανεργίας, καθώς επίσης τη μείωση τόσο των ελλειμμάτων, όσο και των δημοσίων χρεών όλων των χωρών-μελών της Ευρωζώνης. Κατ’ επακόλουθο, όσο υψηλότερο είναι σήμερα το δημόσιο χρέος ή/και τα επιτόκια δανεισμού μίας χώρας, τόσο γρηγορότερα θα μειωνόταν.

Για παράδειγμα, εάν η Ελλάδα δανειζόταν με 1,5%, αντί με περίπου 5,2% που δανείζεται σήμερα, η επιβάρυνση των τόκων του χρέους της στον προϋπολογισμό της, θα μειωνόταν αισθητά – από τα 17 δις € ετησίως (340 δις € δημόσιο χρέος), στα 5,1 δις € ετησίως. Επομένως, κατά περίπου 12 δις € – όσο είναι δηλαδή το μισό του σημερινού μας ελλείμματος, με αποτέλεσμα να διαμορφωνόταν, χωρίς καμία άλλη ενέργεια, στο 5% επί του ΑΕΠ (από 10,4% σήμερα).

Έτσι, υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα μείωνε παράλληλα τις υπερβολικές δαπάνες του δημοσίου (προερχόμενες κυρίως από τη διαπλοκή, από τη διαφθορά κλπ), καθώς επίσης το αρνητικό ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών (χωρίς τους απίστευτους  φόρους της κυβέρνησης μας, οι οποίοι μας οδηγούν, σκόπιμα ή μη, στη υποδούλωση), θα μπορούσε να ισοσκελίσει σχετικά εύκολα τον προϋπολογισμό της – μειώνοντας στη συνέχεια το δημόσιο χρέος της, χωρίς φυσικά να ξεπουλήσει δημόσια περιουσία, υπακούοντας άβουλα στις εντολές των συνδίκων του διαβόλου. Όπως έχουμε άλλωστε επανειλημμένα τονίσει, το πρόβλημα της χώρας μας δεν είναι τόσο το χρέος, όσο οι τόκοι, με τους οποίους επιβαρυνόμαστε.

Περαιτέρω, εκτός από τις ελλειμματικές χώρες της Ευρωζώνης, οι υπόλοιπες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, θα είχαν επίσης σημαντικά πλεονεκτήματα. Σε αντίθεση με την πολιτική της μείωσης των δαπανών ή της αύξησης των φόρων που ακολουθούν σήμερα, η στρατηγική των χαμηλών επιτοκίων οδηγεί επίσης στη σταθεροποίηση της οικονομίας, όπως πολύ σωστά επιθυμεί η Γερμανία  – δια μέσου όμως της ανάπτυξης. Εκτός αυτού, αφενός μεν οι εξαγωγές τους στις ελλειμματικές χώρες θα συνέχιζαν, χωρίς το φόβο της απώλειας χρημάτων, αφετέρου δεν θα διακοπτόταν η εγκατάσταση των εταιρειών τους (Lidl, Carrefour κλπ) σε αυτές.   

Ταυτόχρονα, με τον τρόπο αυτό, όπως έχουμε αναφέρει αρκετές φορές (άρθρο μας), μπορεί (και πρέπει) να αποφευχθεί η διαγραφή (haircut) των δημοσίων χρεών της Ελλάδας, της Ιρλανδίας κλπ – η οποία θα ζημίωνε τους διεθνείς επενδυτές, ενώ θα απειλούσε πολλές μικρές τράπεζες, ιδιώτες επενδυτές και ασφαλιστικά ταμεία.

Συνεχίζοντας, η διαγραφή ύψους 30-40% επί των δημοσίων χρεών της Ελλάδας ή της Ιρλανδίας, δεν θα είχε ουσιαστικά κανένα αποτέλεσμα – αφού το δημόσιο χρέος τους θα αυξανόταν πολύ γρήγορα, τουλάχιστον για εκείνο το χρονικό διάστημα που το επιτόκιο δανεισμού θα παρέμενε υψηλότερο από τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης τους (με αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης -4% και επιτόκιο 5% στην Ελλάδα, καθώς επίσης με την ανεργία στο 20%, η διαγραφή χρεών, ακόμη και του 50%, θα καθυστερούσε ελάχιστα το μοιραίο).

Ολοκληρώνοντας, από την θέση των δανειστών, η πολιτική χαμηλών επιτοκίων δεν θα ήταν λιγότερο προτιμητέα. Από τη μία πλευρά βέβαια θα έπρεπε να «διαγράψουν» ένα μέρος των «επιτοκιακών» κερδών τους – την τοκογλυφική τρόπον τινά υπεραξία τους. Από την άλλη πλευρά όμως, θα διευκόλυναν τις υπερχρεωμένες χώρες στην μακροπρόθεσμη αποπληρωμή των χρεών τους, χωρίς να υποχρεωθούν σε απώλεια των κεφαλαίων τους. Επομένως, η συνολική ζημία τους θα ήταν χαμηλότερη, από αυτήν της ενδεχόμενης (και πολύ πιθανής) διαγραφής ενός μεγάλου μέρους (έως και 70%) των απαιτήσεων τους.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 Κατά την άποψη μας, τελικά θα επικρατήσει η κοινή λογική στην Ευρώπη – οπότε θα επιλεχθεί η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων, ταυτόχρονα με την εκδίωξη του ΔΝΤ, καθώς επίσης με την ίδρυση ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, το οποίο θα «συνεπικουρείται» από την ίδρυση και λειτουργία ευρωπαϊκών εταιρειών αξιολόγησης (με απώτερο στόχο την πολιτική ένωση της Ευρώπης και την απεξάρτηση τις από τις Η.Π.Α.).

Παράλληλα, πιστεύουμε ότι τελικά θα δοθεί στη χώρα μας η δυνατότητα της μακροπρόθεσμης αποπληρωμής των συνολικών δημοσίων χρεών της (340 δις €) –  με επιτόκιο που δεν θα υπερβαίνει το 1,5% ετησίως. Επομένως, τυχόν ενέργειες της όποιας κυβέρνησης μας, οι οποίες ενδεχομένως θα θελήσουν να επιταχύνουν την αποκρατικοποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων μας, ειδικά σε μία εποχή, κατά την οποία έχουν σκόπιμα εντελώς απαξιωθεί, μόνο σαν άκρως ενδοτικές θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν (τονίζουμε ξανά ότι, η ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών επιχειρήσεων, όπου και αν αυτή δρομολογείται, είναι μια εντελώς απαράδεκτη διαδικασία συλλογικής εξαθλίωσης)

Περαιτέρω, η ανάπτυξη που οφείλουμε να επιδιώξουμε δεν θα μπορέσει ποτέ να επιτευχθεί, εάν δεν διαθέτουμε καμία μεγάλη εταιρεία στη χώρα μας – με τις κοινωφελείς να αποτελούν την «αιχμή του δόρατος». Σε κάθε περίπτωση βέβαια, οφείλουμε να δραστηριοποιηθούμε όλοι παράλληλα, έτσι ώστε να καταπολεμηθεί η γραφειοκρατία, να μηδενισθούν τα ελλείμματα του προϋπολογισμού μας, να αυξηθούν οι εξαγωγές μας, καθώς επίσης να περιορισθούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι εισαγωγές μας.

Είναι επιεικώς απαράδεκτο να εισάγουμε αγροτικά προϊόντα στη χώρα μας, να καταναλώνουμε περισσότερα από όσα κερδίζουμε, να ξεπουλάμε τη δημόσια περιουσία μας, να αισχροκερδούμε στην τουριστική βιομηχανία μας, να φοροδιαφεύγουμε, να δωροδοκούμαστε, να απασχολούμε ξένους εργάτες, απλά και μόνο για να μην εργαζόμαστε οι ίδιοι, να μην απαιτούμε την τιμωρία των επίορκων «δημοσίων λειτουργών», να μην αντιδρούμε στην «κατάργηση» της συνταγματικής τάξης από ένα απαράδεκτο «μνημόνιο υποτέλειας», να ανεχόμαστε ανεπαρκείς ή ενδοτικούς πολιτικούς και τόσα πολλά άλλα, τα οποία μας «ανάγκασαν» να επαιτούμε διεθνώς, αντί να απαιτούμε – καθώς επίσης να διακινδυνεύσουμε την εθνική μας κυριαρχία, καταντώντας τα ανόητα θύματα μίας ενορχηστρωμένης επίθεσης των κερδοσκόπων, οι οποίοι δικαίως θεώρησαν ότι είμαστε ανίκανοι να προστατέψουμε σωστά την πάμπλουτη χώρα μας. 

Ολοκληρώνοντας, ανεξάρτητα από τις τελικές αποφάσεις της Ευρωζώνης, οι οποίες πιστεύουμε ότι θα «σεβασθούν» τελικά την κοινή λογική και δεν θα υποταχθούν στην τευτονική Γερμανία ή στο μονοπώλιο των κεντρικών τραπεζών υπό την BIS, επιθυμούμε να τονίσουμε ξανά ότι, η πλέον ανώδυνη και έντιμη ταυτόχρονα λύση για τη χώρα μας, είναι ο διακανονισμός της αποπληρωμής του συνολικού δημοσίου χρέους μας μακροπρόθεσμα – ή δυνατόν σε σαράντα ισόποσες ετήσιες δόσεις, με επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε βασικό της ΕΚΤ.

Για όσους θεωρούν αδιανόητο ένα τόσο χαμηλό επιτόκιο (1,25%), είναι ίσως αρκετό να υπενθυμίσουμε ότι, η ΕΚΤ δανείζει σήμερα τις εμπορικές τράπεζες με ανάλογα χαμηλό επιτόκιο – επιτρέποντας τους να δανείζουν αυτές το κράτος, με κατά πολύ μεγαλύτερο (άνω του 5%). Με τον τρόπο αυτό συνεχίζουν να ισχυροποιούνται οι τράπεζες, εις βάρος των Ελλήνων Πολιτών – κάτι που μάλλον πολύ δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί δίκαιο ή έντιμο, οπότε δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συνεχίσουμε να το ανεχόμαστε.

Με το ίδιο τρόπο (άδικη, καταστροφική, εάν όχι «ενδοτική») θα χαρακτηρίζαμε και την περίπτωση της πληρωμής μόνο των τόκων των δανείων μας, με μία περίοδο χάριτος για την εξόφληση των χρεολυσίων, η οποία δυστυχώς φαίνεται, σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου, να συζητείται από την κυβέρνηση μας – αφού κάτι τέτοιο απλά θα ανέβαλλε τη χρεοκοπία της χώρας μας για κάποια χρόνια, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η υποδούλωση της, καθώς επίσης η λεηλασία της δημόσιας, αλλά και της ιδιωτικής περιουσίας μας, από το διεθνές Καρτέλ των τοκογλύφων. 

Η καθυστέρηση της πληρωμής ενός δανείου απλά «συσσωρεύει» τόκους, οι οποίοι στη συνέχεια καθιστούν ανέφικτο τον περιορισμό του χρέους – επιβαρύνοντας το με επιτόκια που είναι αδύνατον ποτέ να εξοφλήσει ο οφειλέτης, παραμένοντας αιώνια στον ορό των τοκογλύφων (σε μνημόνια που διαδέχονται τα επόμενα, ακόμη πιο καταστροφικά και εγγυημένα με περιουσιακά στοιχεία, η αξία των οποίων μειώνεται τεχνητά διαρκώς – έτσι ώστε να διευκολύνεται η πώληση τους σε εξευτελιστικές τιμές).         

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 17. Απριλίου 2011, viliardos@kbanalysis.com      

 

* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2328.aspx

ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΩΝ I

ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΩΝ:

Η επέλαση του μονοπωλιακού καπιταλισμού, τα ασφαλιστήρια έναντι πιστωτικών κινδύνων, οι αγορές,… – Μέρος Ι

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

Οι αμερικανοί Πολίτες χρειάστηκαν είκοσι ολόκληρα χρόνια, καθώς επίσης τη χρηματιστηριακή καταστροφή του 2008, για να καταλάβουν τις αληθινές επιπτώσεις των αποκρατικοποιήσεων, καθώς επίσης για να αποδεχθούν τη θλιβερή πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία: ο ταχύτερος τρόπος της ιδιωτικοποίησης του πλούτου είναι η κλοπή”.

Το σύστημα της ελεύθερης αγοράς, το οποίο οδήγησε τις Η.Π.Α. σε μία από τις καλύτερες περιόδους της ιστορίας της, έπαψε πια να υπάρχει – πριν από τριάντα περίπου χρόνια. Στη θέση του εγκαταστάθηκε, με την «αμέριστη» βοήθεια της Πολιτικής, των διατεταγμένων πολιτικών καλύτερα, ο μονοπωλιακός καπιταλισμός – στηριζόμενος στη «νεοφιλελεύθερη θεωρεία», έτσι όπως αυτή μεταφέρεται στην πράξη από το Καρτέλ (ειδικά από το τραπεζικό). Το νέο αυτό οικονομικό σύστημα οδήγησε την υπερδύναμη, όπως είναι πλέον εμφανές, στο δίλημμα: «Επέκταση ή Χρεοκοπία;». Η μονοδρομημένη απάντηση δόθηκε σύντομα, ενώ έγινε «αισθητή» στην Ευρώπη μετά την εισβολή του ΔΝΤ στην Ελλάδα – στα πλαίσια της απόβασης του στην Ευρωζώνη. Η χώρα μας, ευρισκόμενη στο μάτι του κυκλώνα, διαδραμάτισε ακόμη μία φορά έναν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο, «εκ διαμέτρου» αντίθετο δυστυχώς με αυτόν στο 2ο Παγκόσμιο πόλεμο – τον οποίο πρόσφατα, σχεδόν εβδομήντα χρόνια αργότερα, ακολούθησε ο 1ος Οικονομικός.      

Ειδικότερα, η δεκαετία του 1980 ήταν η εποχή που επικρατούσε γενική ευφορία σε όλο το «δυτικό» κόσμο – ο οποίος τότε άρχισε να αυξάνει τα χρέη του. Κάτω από τις «οδηγίες» της νεοφιλελεύθερης σχολής, κυρίως οι Η.Π.Α., θεώρησαν την επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων, την έντεχνη υπεξαίρεση, την κλοπή της δημόσιας περιουσίας καλύτερα, καθώς επίσης τη δυστυχώς «ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση» της οικονομίας, ως αναπότρεπτες εξελίξεις. Στα πλαίσια αυτά οι «αγγλοσάξονες» τραπεζίτες, καθώς επίσης οι συνάδελφοί τους διαχειριστές κερδοσκοπικών κεφαλαίων, κατασκεύασαν ένα απίστευτο «νομικό πλαίσιο κλοπής» – διαλύοντας το υπάρχον μέχρι τότε αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο είχε προστατέψει την χώρα (Η.Π.Α.) από τη λεηλασία της ελίτ (εκείνων των ανθρώπων δηλαδή, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από τα προσόντα της διάνοιας και της θέλησης άνω του κανονικού).

Εκατό χρόνια νομικών περιορισμών σε χρηματιστηριακούς Οίκους, ανακηρύχθηκαν αυθαίρετα ως εμπόδια στην ελευθερία των επιχειρήσεων – από τις «δυνάμεις της αγοράς». Εκτός αυτού, τα πολιτικά κόμματα έπαψαν πια να υπηρετούν την Πολιτεία – ανταγωνιζόμενα μεταξύ τους απλά και μόνο για το ποιο θα εξυπηρετούσε καλύτερα τη Wall Street (γεγονός που συμβαίνει σήμερα, εν μέρει βέβαια, και στην Ελλάδα). Λίγα χρόνια αργότερα η νέα κυβέρνηση των Η.Π.Α. (B.Clinton), αναζήτησε στην Goldman Sachs «ταλέντα» ικανά για να διαχειριστούν την οικονομία – παράλληλα, για να διδάξουν στους εκλεκτούς της άρχουσας τάξης πώς να δανείζονται, πώς να διαχειρίζονται το «πλαστό» χρήμα, πως να κρύβουν την οικονομική τους αδυναμία, πως να μην «αναλώνονται» στην παραγωγή, καθώς επίσης πώς να μετατρέψουν την μεσαία τάξη σε δουλοπάροικους υψηλής τεχνολογίας και καταναλωτές, βαθειά εθισμένους στην χρήση των πιστωτικών καρτών.

Έτσι, στο τέλος της προηγούμενης δεκαετίας, το 2% του Αμερικανικού πληθυσμού έλεγχε άνω του 90% του πλούτου της χώρας (συνυπολογίζοντας τον πληθωρισμό, οι μισθοί της μεσαίας τάξης παρέμεναν στα επίπεδα του 1970). Χρειάστηκαν άλλα δέκα χρόνια για να συντελεστεί, με την κατάργηση του ρυθμιστικού πλαισίου που αφορούσε στις τράπεζες, η μεγαλύτερη «αρπαγή» της ιστορίας: ένας πλούτος αξίας περίπου 14 τρις $ (συνολικές αμερικανικές αποταμιεύσεις), κατέληξε στα «χρηματοφυλάκια» έξι τραπεζών – με τη βοήθεια της FedΌταν συνήλθαν οι αμερικανοί από το σοκ, διαπίστωσαν έντρομοι ότι οι τράπεζες ελέγχουν το 60% περίπου του ΑΕΠ. Παράλληλα, συνειδητοποίησαν ότι ο τομέας της ανώτατης παιδείας είχε σοβαρά ελαττώματα – αφού ο πνευματικός υποβιβασμός των πολιτών προηγήθηκε της υπεξαίρεσης του δημόσιου πλούτου και της αναβίωσης των επεκτατικών πολέμων. Η εκπαίδευση (επαγγελματική εξειδίκευση) αντικατέστησε ουσιαστικά την παιδεία (καλλιέργεια, ευρύτερη μόρφωση), όπως ο αμοραλισμός τους ηθικούς κανόνες. Η κλασσική φιλοσοφία εκδιώχθηκε από τις εκπαιδευτικές αίθουσες, ενώ τα διδάγματά της θεωρήθηκαν μη εφαρμόσιμα την εποχή του «ευ ζην» (της χωρίς προσπάθεια καλοπέρασης) και της κουλτούρας των ναρκωτικών.

Από την άλλη πλευρά τώρα το αμερικανικό Καρτέλ, έχοντας λεηλατήσει εντελώς την ίδια του τη χώρα, ήταν υποχρεωμένο πια να επεκταθεί οικονομικά στον υπόλοιπο κόσμο, με τον παράλληλο στόχο να αποφευχθεί η μητέρα των κρίσεων (Η.Π.Α.) – πόσο μάλλον αφού είχε ήδη χρηματοδοτήσει (2008) τις επόμενες «πρωτοβουλίες» του με τη μεγαλύτερη ληστεία όλων των εποχών (άρθρο μας), την οποία ανέλαβε να «μεταφέρει ανώδυνα» στους συμμάχους της υπερδύναμης ένας εντελώς διαφορετικός, «νέος» Πρόεδρος (τον οποίο δυστυχώς πίστεψαν, πέφτοντας στην παγίδα). Τα γεγονότα λοιπόν πήραν το δρόμο τους, όπως έχουμε αναφέρει στα κείμενα μας «Σκάκι με το διάβολο» και «Το χρονικό της αποτυχίας» – αφού ο «κύβος είχε ριφθεί». Τα αδύναμα ευρωπαϊκά κράτη, τα οποία είχαν υιοθετήσει επιπόλαια ένα κοινό νόμισμα, παρά το ότι γνώριζαν ότι δεν αποτελούν έναν «άριστο νομισματικό χώρο», ενώ δεν διέθεταν τα απαραίτητα εφόδια για να ανταγωνιστούν τα ισχυρότερα, δεν είχαν καμία επιλογή – με αποτέλεσμα να οδηγούνται, το ένα μετά το άλλο, στο «ικρίωμα».

Το πρόσφατο, ευρύτατο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, το οποίο ανακοίνωσε η Ελληνική κυβέρνηση, προφανώς κατ’ εντολή της σκιώδους, είναι χαρακτηριστικό, όσον αφορά το συγκεκριμένο γεγονός (υπεξαίρεση της δημόσιας περιουσίας, προς όφελος του Καρτέλ, κατά το «πρότυπο» των νεοφιλελεύθερων Η.Π.Α.) – ειδικά όταν αποφασίζεται μέσα στα πλαίσια ενός απίστευτου αφελληνισμού, ο οποίος «επιδοτείται» από μία άνευ προηγουμένου λαθρομετανάστευση, με την «ύποπτη» ανοχή των κομμάτων εξουσίας. Δυστυχώς όλοι οι Έλληνες, όπως οι αμερικανοί στο παρελθόν, θα καταλάβουν πολύ αργότερα ότι, τα όποια έσοδα από αυτού του είδους τις «πρωτοβουλίες», όχι μόνο δεν θα καταλήξουν στα δημόσια ταμεία, μειώνοντας τις επιβαρύνσεις τους αλλά, αντίθετα, θα συμβάλουν στην περαιτέρω επιδείνωση των σημερινών τους δυσκολιών – αφού θα πάψουν πια να εισπράττονται μερίσματα, θα περιορισθούν οι θέσεις απασχόλησης (η αύξηση της ανεργίας κατά 1% κοστίζει πάνω από 400 εκ. € ετησίως), θα μειωθούν τα φορολογικά έσοδα (φοροαποφυγή των πολυεθνικών), θα συρρικνωθεί το κοινωνικό κράτος κλπ.

Όπως έχουμε άλλωστε αναφέρει (άρθρο μας), «Εάν δεν ελεγχθούν οι αγορές, θα ιδιωτικοποιηθούν τα κράτη, μετατρέποντας τους Πολίτες είτε σε θλιβερά, εξαθλιωμένα υποζύγια των αυτονομημένων κεφαλαίων τους, είτε σε υπηκόους απολυταρχικών καθεστώτων». Από την άλλη πλευρά τώρα, παρά το ότι αρκετά από τα ισχυρά κράτη της ζώνης του Ευρώ  φαντάζονται ότι θα καταφέρουν να αποφύγουν το μοιραίο, στηριζόμενα στην «πρόσκαιρη» οικονομική υπεροχή τους, η «αλυσιδωτή» διαδικασία των «συγκοινωνούντων δοχείων», η οποία είναι προφανώς σε εξέλιξη, δεν πρόκειται στο τέλος να τους επιτρέψει να «αποδράσουν» – ενδεχομένως με την επί πλέον «συμβολή» του δομικού πληθωρισμού (αύξηση του εργατικού κόστους), ο οποίος σύντομα θα «προσβάλλει» απειλητικά την παραγωγική μηχανή τους.  

Έτσι λοιπόν, αν και ο βασικός «πυρήνας» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Γερμανία (εννοούμε πάντοτε τους Πολίτες και όχι τα κράτη, τα οποία διευθύνονται πλέον από τις αγορές), θέλει να πιστεύει ότι τελικά θα μπορέσει να τα καταφέρει, η «πτώση» της, εάν δεν λειτουργήσει συλλογικά, είναι προδιαγεγραμμένη. Άλλωστε εκεί βρίσκονται τα περισσότερα «λάφυρα» (ιδιωτικές καταθέσεις άνω των 4,5 τρις € κλπ), τα οποία είναι αδύνατον να μην στοχοποιήσουν οι «αγορές» – πόσο μάλλον όταν ο πραγματικός εχθρός του μονοπωλιακού καπιταλισμού, ο «απολυταρχικός» με έδρα την Κίνα, είναι αρκετά ισχυρός για να μπορεί να προστατεύει το «ζωτικό» χώρο του. 

ΤΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ (CDS) ΚΑΙ ΤΑ SPREADS

 Πριν ακόμη αναλύσουμε τον τρόπο, με τον οποίο επιχειρείται η «άλωση της Ευρωζώνης», θεωρούμε σκόπιμη την περιληπτική, μικρή αναφορά μας στα ασφαλιστήρια πιστωτικών κινδύνων (CDSCredit Default Swaps). Ειδικότερα λοιπόν, αυτός που παρέχει σε κάποιον άλλο ένα δάνειο, διατρέχει τον κίνδυνο να χάσει τα χρήματα του. Έναντι του ρίσκου που αναλαμβάνει, χρεώνει με τόκους αυτόν, στον οποίο εγκρίνει τη συγκεκριμένη πίστωση (αυτή τουλάχιστον είναι η «επίσημη ερμηνεία», η δικαιολογία καλύτερα των τοκογλύφων). Όσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να χάσει τα χρήματα του ο δανειστής, τόσο υψηλότερο είναι το επιτόκιο που χρεώνει.

Με τη βοήθεια των ασφαλιστηρίων πιστωτικών κινδύνων τώρα οι δανειστές, οι οποίοι αγοράζουν ένα τέτοιο συμβόλαιο, προστατεύονται από την ενδεχόμενη απώλεια των χρημάτων, τα οποία δανείζουν. Έναντι αυτού (προστασία), πληρώνουν ένα συγκεκριμένο ασφάλιστρο, το οποίο βασίζεται στην ονομαστική αξία των πιστώσεων που παρέχουν (κεφάλαιο). Όταν τώρα ο δανειστής πληρώνει ασφάλιστρα κινδύνου ίσα με 1.000 μονάδες βάσης (10% του κεφαλαίου), τότε είναι ουσιαστικά υποχρεωμένος να τα χρεώσει στον οφειλέτη – επί πλέον του επιτοκίου, το οποίο θα ήθελε να κερδίσει. Θεωρώντας αυτό το επιτόκιο ίσο με το 3%, όσον αφορά τα ομόλογα της Ευρωζώνης, με αυτό δηλαδή που «χρεώνεται» το γερμανικό ομόλογο, τότε ο δανειστής θα πρέπει να χρεώσει τον οφειλέτη το λιγότερο με 13% (το 10% για τα ασφάλιστρα που πληρώνει και το 3% για το «κέρδος» του – για το «ρίσκο» του, όπως χαρακτηρίζουν έντεχνα το κέρδος τους οι διεθνείς τοκογλύφοι).

Η διαφορά αυτή «εμφανίζεται» στα γνωστά μας (Credit) Spreads («διαφορικά» επιτόκια») – μία ονομασία, η οποία στα ομόλογα δεν αναφέρεται στην απόλυτη κερδοφορία τους, αλλά στον επί πλέον τοκισμό τους, σε σχέση με το επιτόκιο ενός άλλου ομολόγου ιδίας διαρκείας (10ετές κλπ), το οποίο θεωρείται «μηδενικού ρίσκου» (στην περίπτωση της Ευρωζώνης το ομόλογο του γερμανικού δημοσίου, με επιτόκιο περί το 3%). Όταν λοιπόν τα Spreads των δεκαετών ομολόγων του Ελληνικού δημοσίου καταγράφουν την τιμή των 1.075 μονάδων βάσης, με τα CDS στις 1.000 μονάδες βάσης (για παράδειγμα), τότε το επιτόκιο, με το οποίο θα μπορούσε (θεωρητικά) να δανεισθεί το Ελληνικό δημόσιο, θα ήταν 13,75% και όχι 13%. 

Περαιτέρω, εάν ο οφειλέτης (κράτη, επιχειρήσεις κλπ) δεν μπορέσει να επιστρέψει το δάνειο του, εάν χρεοκοπήσει δηλαδή, τότε ο δανειστής πληρώνεται από τον ασφαλιστή. Κατ’ επέκταση, τα εξασφαλισμένα με CDS δάνεια που παρέχουν οι τράπεζες δεν εγγράφονται σαν τέτοια στα βιβλία τους – οπότε συνήθως δεν απαιτείται η διατήρηση του ελάχιστου αποθεματικού (fractional reserve) στις κεντρικές τράπεζες (αυτός ήταν ο κύριος λόγος της επιτυχίας των CDOs, των χρηματοπιστωτικών προϊόντων δηλαδή που είχαν «συσκευάσει» μαζί πολλές δανειακές «συμβάσεις» διαφορετικού ρίσκου και τα οποία οδήγησαν το σύστημα σχεδόν στην κατάρρευση του).   

Ίσως οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ το τεράστιο ρίσκο των ασφαλιστικών εταιρειών, στην περίπτωση της χρεοκοπίας ενός κράτους – το οποίο είχαμε τονίσει, όσον αφορά την Ελλάδα, στο άρθρο μας «Ασφαλιστική βόμβα μεγατόνων» (επίσης σε προηγούμενο, το οποίο αφορούσε την AIG σε σχέση με τη Lehman Brothers). Για παράδειγμα, εάν μία χώρα ασφαλισμένη με CDS 1.000 μονάδων βάσης (10%) χρεοκοπήσει τον πρώτο χρόνο της ασφάλισης της, τότε η ασφαλιστική εταιρεία είναι υποχρεωμένη να πληρώσει το δεκαπλάσιο των ασφαλίστρων που έχει εισπράξει – ενώ οι διεθνείς κερδοσκόποι, οι οποίοι αγοράζουν τα ασφάλιστρα «μοχλευμένα» (leverage), επενδύοντας ελάχιστα χρήματα (έως και 1%) στην αγορά παραγώγων, θα υποχρεώνονταν σε πολλαπλάσιες ζημίες.

Όμως, η ενδεχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας τον Μάιο του 2010, εντός του πρώτου έτους δηλαδή της ασφάλισης της με CDS χαμηλότερα των 200 μονάδων βάσης (2%) κατά μέσον όρο, θα κόστιζε στις ασφαλιστικές εταιρείες το 50πλάσιο – στους δε κερδοσκόπους ασύλληπτα ποσά (σήμερα, στις ασφαλιστικές εταιρείες, «μόλις» τα δεκαπλάσια – αντίστοιχα χαμηλότερα στους κερδοσκόπους). Επομένως, η «διάσωση» της ήταν το λιγότερο υποχρεωτική – γεγονός που δυστυχώς δεν «εκμεταλλεύθηκε» (σκόπιμα ή λόγω ανεπάρκειας) η κυβέρνηση μας, εις βάρος όλων των Ελλήνων Πολιτών.   Κλείνοντας, τα ασφαλιστήρια (CDS) διαπραγματεύονται στις χρηματιστηριακές αγορές ελεύθερα – χωριστά δηλαδή από τα δάνεια (ομόλογα κλπ), τα οποία ασφαλίζουν, ενώ χρησιμοποιούνται τόσο για τον περιορισμό των επενδυτικών ρίσκων, όσο και για τη διασπορά των κινδύνων. Μπορούν όμως επίσης να χρησιμοποιηθούν με στόχο την κερδοσκοπία – για παράδειγμα, ως στοιχήματα σε σχέση με την πτώχευση μίας επιχείρησης ή ενός κράτους. Στην προκειμένη περίπτωση, είναι σαν να ασφαλίζει κάποιος το σπίτι του γείτονα έναντι πυρκαγιάς – με αποτέλεσμα να έχει σημαντικό κίνητρο, για να το «πυρπολήσει» ο ίδιος.

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΩΝ

 Μεταξύ των ετών 2003 και 2007 οι τρείς μεγάλες επενδυτικές αγορές (ακίνητα, μετοχές και πρώτες ύλες) παρουσίασαν σημαντικές αυξήσεις – ανερχόμενες έτσι σε επίπεδα, τα οποία παρουσίαζαν μεγάλες «πτωτικές» δυνατότητες (οι αγορές κερδίζουν από την κινητικότητα και τις έντονες διακυμάνσεις – ποτέ από τη σταθερότητα). Όταν λοιπόν το 2007 οι τιμές των ακινήτων άρχισαν να μειώνονται, ακολούθησαν οι τιμές των μετοχών, ενώ ο κύκλος ολοκληρώθηκε, με τη ραγδαία πτώση των τιμών των πρώτων υλών. Έτσι, για πρώτη φορά μετά το 1929, «απαξιώθηκαν» σχεδόν ταυτόχρονα τρία από τα σπουδαιότερα «περιουσιακά» προϊόντα – με αποτέλεσμα η κρίση των ενυπόθηκων δανείων στις Η.Π.Α. (subrimes) να εξελιχθεί σε μία παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.     

Οι κυβερνήσεις, διακρίνοντας τον κίνδυνο να οδηγηθεί σε εκτεταμένη ύφεση η παγκόσμια οικονομία, επένδυσαν τεράστια ποσά στη διάσωση (bailout) των μεγάλων (too big to fail) τραπεζών, καθώς επίσης στην σταθεροποίηση της ανάπτυξης. Κατ’ επακόλουθο, τα δημόσια χρέη αυξήθηκαν σε μεγάλο βαθμό σε εκείνες τις χώρες, όσον αφορά την Ευρωζώνη, στις οποίες «έσπασε» η φούσκα των ακινήτων – στην Ιρλανδία και στην Ισπανία. Αντίστοιχη αύξηση παρουσίασαν και τα χρέη εκείνων των κρατών, τα οποία υπέφεραν πριν από την κρίση, τόσο από τα αρνητικά ισοζύγια των εξωτερικών συναλλαγών τους, όσο και από τα μεγάλα ελλείμματα των ετησίων προϋπολογισμών τους – της Ελλάδας και της Πορτογαλίας.

Οι διεθνείς κερδοσκόποι, με τη συντονισμένη χρήση των «όπλων» τους (εταιρείες αξιολόγησης, ΜΜΕ κλπ), εκμεταλλεύθηκαν αμέσως το γεγονός αυτό, αυξάνοντας τα επιτόκια των ομολόγων του δημοσίου των συγκεκριμένων χωρών, με τη βοήθεια των ασφαλιστηρίων πιστωτικών κινδύνων (CDS) – ξεκινώντας τις επιθέσεις τους από την πιο αδύναμη χώρα (Ελλάδα). Αφού τα επιτόκια λοιπόν στην Ελλάδα αναρριχήθηκαν σε επίπεδα που ξεπέρασαν το 10%, οι επιθέσεις των κερδοσκόπων κλιμακώθηκαν – με αποτέλεσμα να πλησιάσουν τα επιτόκια στην Ιρλανδία το 9% και στην Πορτογαλία το 8%. Η Ευρωζώνη, στην προσπάθεια της να αντισταθεί στην «επιδημία», υποχρεώθηκε στην δημιουργία ενός μηχανισμού στήριξης – δυστυχώς πολύ συντηρητικά, ενεργώντας πάντοτε εκ των υστέρων (πολύ συχνά, οι εταιρείες αξιολόγησης υποτιμούσαν την πιστοληπτική ικανότητα χωρών και τραπεζών την Παρασκευή το απόγευμα, σχεδόν πάντοτε πριν από την εκάστοτε σύνοδο των Ευρωπαίων το επόμενο Σαββατοκύριακο). Αναλυτικότερα, οι επιθέσεις «ενορχηστρώνονταν» στα εξής τέσσερα στάδια:     

(α) Για όσο χρονικό διάστημα δεν είχαν ασκηθεί κερδοσκοπικές πιέσεις στα ομόλογα του δημοσίου κάποιας χώρας, βασιζόμενες στο υψηλό δημόσιο χρέος της, σε συνδυασμό με τα μεγάλα ελλείμματα του προϋπολογισμού της, οι διεθνείς «επενδυτές», όπως η Goldman Sachs και η Deutsche Bank, έκλειναν ένα συμβόλαιο (CDS) με κάποιον λιγότερο έξυπνο επενδυτή – συνήθως με κάποιο συνταξιοδοτικό ταμείο ή με μία τοπική τράπεζα. Ο επενδυτής διαβεβαίωνε τον εκδότη ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος χρεοκοπίας μίας χώρας της Ευρωζώνης και αγόραζε το συμβόλαιο, έναντι ενός πολύ μικρού ασφαλιστηρίου (1-2% επί του κεφαλαίου) – ασφαλίζοντας έτσι το σπίτι του γείτονα, έναντι πυρκαγιάς.

(β) Σε δεύτερο στάδιο άρχιζαν οι επιθέσεις στη δύστυχη χώρα (η «πυρπόληση» του σπιτιού του γείτονα), στην οποία είχε στηριχθεί το ασφαλιστικό συμβόλαιο – κατ’ αρχήν με τη βοήθεια των ΜΜΕ και στη συνέχεια με τις «εκτιμήσεις» των αμερικανών οικονομολόγων, των μεγάλων επενδυτικών ονομάτων (G.Soros), των εταιρειών αξιολόγησης κλπ. Ο στόχος αυτών των επιθέσεων ήταν να αυξηθεί κατά το δυνατόν ο φόβος, σε σχέση με το ενδεχόμενο χρεοκοπίας (στάσης πληρωμών) της συγκεκριμένης χώρας – έτσι ώστε να ακολουθήσει η ανοδική πορεία των τιμών των ασφαλιστηρίων (CDS), καθώς επίσης των επιτοκίων δανεισμού. Η αξία λοιπόν των αρχικών ασφαλιστηρίων, τα οποία είχε συνάψει ο διεθνής επενδυτής (Goldman Sachs κλπ) με το λιγότερο έξυπνο «συνάδελφο» του αυξανόταν σε σημαντικό βαθμό – με αποτέλεσμα, όταν η άνοδος είχε φτάσει σε κάποιο αξιόλογο επίπεδο, να πουλάει ο διεθνής επενδυτής το συμβόλαιο (CDS), με τεράστιο κέρδος.    

(γ) Στη συνέχεια, ο διεθνής επενδυτής αγόραζε μόνος του τα υψηλών αποδόσεων (επιτοκίων) δημόσια ομόλογα, δανειζόμενος με φθηνό χρήμα από την κεντρική τράπεζα. Ταυτόχρονα, έντεινε τις πιέσεις του στην Ευρωζώνη, με στόχο να μην επιτραπεί εκ μέρους της η χρεοκοπία ενός κράτους-μέλους της, έτσι ώστε να εξασφαλίσει ένα ακόμη κέρδος. Για παράδειγμα, έχοντας αγοράσει τα ομόλογα του Ελληνικού δημοσίου στο 70% της αρχικής τους αξίας, έχει κάθε λόγο να μην επιθυμεί πλέον τη χρεοκοπία της – την πυρκαγιά δηλαδή στο σπίτι του γείτονα, αφού είναι πλέον ο ίδιος ιδιοκτήτης του. Έτσι, θα μπορεί να εισπράξει το 100% της αξίας των ομολόγων του Ελληνικού δημοσίου (συν τους τόκους), τα οποία έχει αγοράσει στο 70% – επιτυγχάνοντας τεράστιο κέρδος.  

(δ) Τέλος, οι δυνατότητες εξασφάλισης περαιτέρω κερδών, από τη συγκεκριμένη χώρα, προϋποθέτουν προφανώς την εισβολή του ΔΝΤ. Μέσω του Ταμείου, οι διεθνείς επενδυτικές τράπεζες έχουν την προοπτική να κερδίσουν για μία ακόμη φορά, από την «επιβεβλημένη» αποκρατικοποίηση των εταιρειών που ανήκουν στο δημόσιο της συγκεκριμένης χώρας – αφενός μεν από τις προμήθειες επί των τιμών της πώλησης τους προς τις πολυεθνικές, την οποία οργανώνουν/μεθοδεύουν οι ίδιες, αφετέρου από την υπεραξία των μετοχών που συνήθως αγοράζουν σε χαμηλές τιμές, όταν το χρηματιστήριο καταρρέει λόγω της υπαγωγής της χώρας στο ΔΝΤ.

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 17. Απριλίου 2011, viliardos@kbanalysis.com      

* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2328.aspx

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Η ΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Η ΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ:

Η ιστορία, για την ακρίβεια, η ιστορία ως μέσο καταγραφής των αλλαγών και των εξελίξεων, είναι η ιστορία της επίδρασης των ελίτ, επάνω στην αδρανή μάζα της κοινωνίας

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

Όπως αναφέραμε στην προηγούμενη ανάλυση μας (Η ΤΡΑΠΕΖΑ), “Μέχρι στιγμής, η παραγωγή του χρήματος είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας των κεντρικών με τις εμπορικές τράπεζες – επίσης ο καθορισμός των επιτοκίων, αφού οι κεντρικές τράπεζες αποφασίζουν μόνο για το εκάστοτε βασικό επιτόκιοΠρόκειται λοιπόν για μία κεντρικά κατευθυνόμενη, «κομμουνιστική» διαδικασία, η οποία δεν υπάγεται στους νόμους της ελεύθερης αγοράς.

Εάν τώρα οι εμπορικές τράπεζες υποχρεώνονταν στην κατά 100% κάλυψη των πιστώσεων προς τους πελάτες τους, εάν δηλαδή απαιτούταν η παροχή εγγυήσεων εκ μέρους τους όχι μόνο για τα μετρητά, αλλά και για τα λογιστικά χρήματα, όπως είχε ζητήσει ο υπέρμαχος του νεοφιλελευθερισμού (M. Friedman), τότε οι κεντρικές τράπεζες θα είχαν τον απόλυτο έλεγχο επί των ποσοτήτων (παραγωγής) χρήματος.

Κατ’ επέκταση, όποια χώρα ή όποια ελίτ-ομάδα κατόρθωνε να επιβάλλει στις εμπορικές τράπεζες την παραπάνω υποχρέωση, έχοντας ή αποκτώντας τον έλεγχο της κεντρικής, θα μπορούσε να αναδειχθεί στον απόλυτο κυρίαρχο του παιχνιδιού – αφού, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο M. A. Rothschild, αυτός που εκδίδει και ελέγχει τα χρήματα ενός κράτους (πόσο μάλλον μίας οικονομικής ζώνης), δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το ποιος ψηφίζει τους νόμους του.

Προφανώς δε, όπως συμπεραίνεται από την «απαίτηση» του M. Friedman, ο απώτερος σκοπός της νεοφιλελεύθερης «σχολής» δεν είναι βέβαια η ελεύθερη αγορά, αλλά η κεντρικά κατευθυνόμενη – όχι όμως από το «λαό», όπως πρεσβεύει ο κομουνισμός, αλλά από μία προνομιακή ελίτ, μέσω της εγκατάστασης μονοπωλιακών δομών σε μία Οικονομία (κυρίως στο χρηματοπιστωτικό τομέα)”.     

Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, η συνεχής «απαίτηση» των κεντρικών τραπεζών όλων των δυτικών χωρών, σε σχέση με την ανεξαρτησία τους από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία (κατ’ επέκταση από τους Πολίτες), αν και θεωρητικά έχει στόχο την οικονομική σταθερότητα, στην πραγματικότητα αποσκοπεί κάπου αλλού. Κατά την άποψη μας ο απώτερος σκοπός της, ο στόχος δηλαδή όλων των κεντρικών τραπεζών υπό την Τράπεζα των Τραπεζών (BIS), δεν είναι άλλος από την πλήρη «αποκρατικοποίηση» της εξουσίας – έτσι όπως θα τον αναλύσουμε σε επόμενο άρθρο μας.

Επιθυμώντας τώρα να αναφέρουμε ακόμη μία φορά τα αποτελέσματα της εισβολής των συνδίκων του διαβόλου σε μία χώρα, παραθέτουμε μέρος ενός προηγουμένου κειμένου μας, το οποίο αφορά την ασιατική κρίση.   

 

Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ 1997

 

Ο μεγαλύτερος φόβος όλων σχεδόν των ασιατικών χωρών (αλλά και πολλών άλλων αναπτυσσομένων οικονομιών, όπως η Ρωσία, η Βραζιλία, η Τουρκία κλπ), είναι η είσοδος των ξένων επενδυτικών κεφαλαίων, τα οποία συνήθως τοποθετούνται βραχυπρόθεσμα και κερδοσκοπικά – κυρίως στα χρηματιστήρια, στα ακίνητα και στο εμπόριο, ενώ πολύ λιγότερο σε παραγωγικές επενδύσεις.

Η αιτία είναι το ότι, οι περισσότερες από αυτές τις χώρες έχουν υποστεί την εισβολή του ΔΝΤ, αμέσως μετά τη μαζική έξοδο των επενδυτικών κεφαλαίων από τις αγορές τους, η οποία τις οδήγησε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Κάτι σχετικά ανάλογο έχει επίσης συμβεί στην πατρίδα μας, όταν τα ξένα κεφάλαια τοποθετήθηκαν στο Ελληνικό χρηματιστήριο, επίσης στο εμπόριο, μετά την ατυχή είσοδο μας στην Ευρωζώνη – αποβιομηχανοποιώντας την σε μεγάλο βαθμό.

Περιληπτικά, στις αρχές του Ιουλίου του 1997, ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση στην Ταϊλάνδη – με αποτέλεσμα τη ραγδαία υποτίμηση του νομίσματος της, καθώς επίσης τη μαζική «απόδραση» των ξένων κερδοσκοπικών κεφαλαίων από τη χώρα. Η κεντρική τράπεζα της Ταϊλάνδης, στην προσπάθεια της να ελέγξει την κατάσταση, χρησιμοποίησε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια από τα συναλλαγματικά της αποθέματα – αγοράζοντας το νόμισμα της για να στηρίξει την ισοτιμία του. Δυστυχώς, οι προσπάθειες της απέτυχαν, με αποτέλεσμα να μην έχει τη δυνατότητα η χώρα να πληρώσει τις υποχρεώσεις της – τρείς μόλις εβδομάδες μετά το ξέσπασμα της κρίσης.

Στη συνέχεια, η κρίση εξαπλώθηκε με πολύ γρήγορο ρυθμό στις γειτονικές χώρες – όπως στην Ινδονησία, στην Ταιβάν και στη Ν. Κορέα. Λίγο αργότερα, τα περισσότερα κράτη της περιοχής υποχρεώθηκαν να καταφύγουν στη «βοήθεια» του ΔΝΤ, για να αποφύγουν τη χρεοκοπία (στάση πληρωμών). Οι «πραιτοριανοί» των συνδίκων του διαβόλου, οι οποίοι κατέφθασαν στις ασιατικές χώρες, χρησιμοποίησαν για την καταπολέμηση της κρίσης τις ίδιες μεθόδους, τις οποίες είχαν δοκιμάσει στο Μεξικό – κατά τη διάρκεια της εκεί κρίσης.

Η κρίση όμως του Μεξικού είχε εντελώς διαφορετικές αιτίες, αφού οφειλόταν κυρίως στη «χαλαρή» νομισματική και οικονομική πολιτική της κυβέρνησης του (διαρκή, μεγάλα ελλείμματα προϋπολογισμών κλπ), η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τη διαφυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό, τη μαζική φοροδιαφυγή, την τεράστια  διαφθορά της πολιτικής εξουσίας, καθώς επίσης την υπερβολική αύξηση του δημοσίου χρέους (κάτι ανάλογο δηλαδή, όσον αφορά τη διαφθορά μόνο, με αυτό που συνέβη στην Ελλάδα). Η ανεύθυνη αυτή πολιτική της διεφθαρμένης ηγεσίας του Μεξικού, είχε δημιουργήσει έναν υπερπληθωρισμό, ο οποίος απειλούσε να καταστρέψει σε ελάχιστο χρονικό διάστημα όλη τη χώρα.

Το ΔΝΤ έθεσε σαν προϋπόθεση για την παροχή δανείων προς την κυβέρνηση του Μεξικού, τον άμεσο περιορισμό των δημοσίων δαπανών, το «πάγωμα» των μισθών, καθώς επίσης τη λήψη αντιπληθωριστικών μέτρων – ουσιαστικά με εγγύηση την παραγωγή πετρελαίου του Μεξικού, από το οποίο εξασφάλισαν ο Η.Π.Α. μεγάλες ποσότητες, σε εξαιρετικά συμφέρουσες τιμές (από τις εισαγωγές αυτές εξοφλήθηκε στην πραγματικότητα, πολλαπλά φυσικά, το ΔΝΤ).  

Το ΔΝΤ λοιπόν αποφάσισε να εφαρμόσει την ίδια πολιτική στην κρίση της Ασίας – ανάλογη δηλαδή με αυτήν του Μεξικού, παρά το ότι οι αιτίες εδώ ήταν εντελώς διαφορετικές. Αναλυτικότερα, οι χώρες της περιοχής (Ινδονησία, Ταιβάν, Ν. Κορέα κλπ) είχαν υποχρεωθεί από τις Η.Π.Α. στις αρχές της δεκαετίας του ’90 (ασκήθηκαν τεράστιες πολιτικές πιέσεις εκ μέρους της υπερδύναμης), να καταργήσουν όλους τους νόμους, οι οποίοι εμπόδιζαν την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων. Ουσιαστικά λοιπόν οι Η.Π.Α. επέβαλλαν τις δέκα εντολές του κεφαλαίου, «απελευθερώνοντας» εντελώς τις τοπικές χρηματαγορές.

Το αποτέλεσμα ήταν η μαζική επέλαση των βραχυπρόθεσμων κερδοσκοπικών κεφαλαίων στις ασιατικές χώρες, με στόχο την εξασφάλιση άμεσων και υπερβολικών κερδών. Τα κεφάλαια αυτά κατέστρεψαν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα τις οικονομίες όλων των χωρών, στις οποίες εισέβαλλαν αφού, αντί να χρηματοδοτούν μακροπρόθεσμα βιομηχανικές και λοιπές επενδύσεις, με λογικά κέρδη, αναζητούσαν τη γρήγορη και υπερβολική κερδοσκοπία.

Έτσι δημιούργησαν τεράστιες κερδοσκοπικές φούσκες στην περιοχή – ειδικά στο χώρο της ακίνητης περιουσίας οι οποίες, όταν «έσπασαν», παρέσυραν τις οικονομίες όλων των χωρών στην καταστροφή (ουσιαστικά κάτι ανάλογο συνέβη στην Ιρλανδία και στην Ισπανία, οδηγώντας τον ιδιωτικό τομέα τους στην υπερχρέωση).

Οι ασιατικές λοιπόν «τίγρεις» αναγκάσθηκαν να ζητήσουν τελικά τη «βοήθεια» των πυροσβεστών του ΔΝΤ, οι οποίοι βέβαια εργαζόταν προς όφελος της χώρας, η οποία προκάλεσε τις πυρκαγιές. Φυσικά το «ταμείο» αντέδρασε θετικά στην αρχή, παρέχοντας τα δάνεια που του ζητήθηκαν – αφού ο πραγματικός σκοπός του ήταν να προστατεύσει από τη χρεοκοπία τις τράπεζες, τα συνταξιοδοτικά ταμεία, τα επενδυτικά κεφάλαια, τους ιδιώτες κερδοσκόπους κλπ (κυρίως αμερικανούς), οι οποίοι είχαν επενδύσει τεράστια ποσά στην ασιατική φούσκα των ακινήτων, «στοιχηματίζοντας» στη συνέχεια στο «σπάσιμο» της, το οποίο θα προκαλούσε τη ραγδαία υποτίμηση των νομισμάτων τους (όπως για παράδειγμα ο G. Soros, ο οποίος πουλούσε ανοιχτά το νόμισμα της Ινδονησίας, οδηγώντας την στη χρεοκοπία).

Τα πρώτα δάνεια λοιπόν δόθηκαν, σε συμφωνία με το ΔΝΤ, με την προϋπόθεση να χρησιμοποιηθούν από τις κυβερνήσεις της Ινδονησίας, της Ταϊλάνδης και της Ν. Κορέας, για την εξόφληση των ξένων κερδοσκόπων. Αμέσως μετά, αφού εξοφλήθηκαν δηλαδή οι «δυτικοί» κερδοσκόποι, ακολούθησε η «θεραπεία-σοκ», με την υποχρέωση των τοπικών πληθυσμών σε μία καταστροφική  υφεσιακή πολιτική λιτότητας άνευ προηγουμένου. Οι μισθοί κατακρεουργήθηκαν, οι δαπάνες για την Υγεία, την Παιδεία κλπ. περιορίσθηκαν στο ελάχιστο και τα δάνεια προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις σταμάτησαν σχεδόν εξ ολοκλήρου.

Από τη Ν. Κορέα μέχρι την Ινδονησία, εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένων έχασαν τις θέσεις απασχόλησης τους, οδηγούμενοι στην ανεργία, ενώ απαγορεύθηκε στα κράτη να προσφέρουν οποιουδήποτε είδους βοήθεια στους πληγέντες Πολίτες τους. Πολλά σχολεία έκλεισαν, τα φάρμακα στα νοσοκομεία τελείωσαν, οι άνθρωποι πέθαιναν στους δρόμους, η εγκληματικότητα ξεπέρασε ακόμη και την πιο νοσηρή φαντασία, ενώ η πείνα και η έλλειψη τροφής έφτασαν στο απροχώρητο. Ένας ολόκληρος τομέας της μεσαίας τάξης, η οποία ανήκε στους κερδισμένους της προηγούμενης δεκαετίας, έπαψε πια να υπάρχει.

Όπως πάντα, αυτοί που πλήρωσαν τα περισσότερα ήταν τα αδύναμα κοινωνικά στρώματα, ενώ η λεηλασία της ιδιωτικής περιουσίας (ακίνητα, οικόπεδα κλπ), μέσω της υπερβολικής φορολόγησης, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Πολλές κοινωφελείς επιχειρήσεις «αποκρατικοποιήθηκαν», καταλήγοντας στην ιδιοκτησία των ξένων πολυεθνικών σε τιμές ευκαιρίας, το κόστος ζωής εκτινάχθηκε στα ύψη, ενώ η δημόσια περιουσία περιήλθε στα χέρια των εισβολέων – πάντοτε με νομιμοφανείς, απόλυτα διαφανείς διαδικασίες.

Η επέλαση του ΔΝΤ δεν είχε τελικά να ζηλέψει τίποτα, σε σχέση με τη διεξαγωγή ενός συμβατικού πολέμου – αφού άφησε ανθρώπινα ερείπια στο πέρασμα της και κοινωνίες που δεν πρόκειται ποτέ να συνέλθουν, από το σοκ της απόλυτης εξαθλίωσης και της καταστροφής. Σε κάθε περίπτωση, οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής της Ασίας δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσουν τα βασανιστήρια που υπέστησαν από τους αιμοχαρείς μισθοφόρους των τοκογλύφων, οι οποίοι δεν έχουν κανενός είδους ηθικούς φραγμούς, όταν «εκτελούν» τις απίστευτες εντολές της «σκιώδους» ηγεσίας τους. 

Ολοκληρώνοντας, επιθυμούμε να τονίσουμε ξανά ότι, η πλέον ανώδυνη και έντιμη ταυτόχρονα λύση για τη χώρα μας, είναι ο διακανονισμός της αποπληρωμής του δημοσίου χρέους μας μακροπρόθεσμα – ή δυνατόν σε σαράντα ισόποσες ετήσιες δόσεις, με επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε βασικό της ΕΚΤ.

Για όσους θεωρούν αδιανόητο ένα τόσο χαμηλό επιτόκιο (1,25%), είναι ίσως αρκετό να υπενθυμίσουμε ότι, η ΕΚΤ δανείζει σήμερα τις εμπορικές τράπεζες με ανάλογα χαμηλό επιτόκιο – επιτρέποντας τους να δανείζουν αυτές το κράτος, με κατά πολύ μεγαλύτερο (άνω του 5%). Με τον τρόπο αυτό συνεχίζουν να ισχυροποιούνται οι τράπεζες, εις βάρος των Ελλήνων Πολιτών – κάτι που πολύ δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί δίκαιο.     

 

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 14. Απριλίου 2011, viliardos@kbanalysis.com      

 * Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2328.aspx

Το επισφαλές δάνειο

Το επισφαλές δάνειο

 

Του Ηλία Σταμπολιάδη*


 

Επισφαλές δάνειο θεωρούμε εκείνο που ο δανειστής αναλαμβάνει κάποιον κίνδυνο όταν ο δανειζόμενος είναι σε αδύναμη θέση να ξεπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Στην περίπτωση αυτή ο δανειστής ζητάει ένα αυξημένο επιτόκιο έναντι άλλου ισχυρού δανειζόμενου. Σε περίπτωση που ο δανειζόμενος έχει περιουσιακά στοιχεία που μπορούν να υποθηκευτούν τότε ο αδύναμος δανειολήπτης μπορεί να επιτύχει ένα μικρότερο επιτόκιο διότι στην προκειμένη περίπτωση ο ίδιος αναλαμβάνει τον κίνδυνο μη  αποπληρωμής.

Κλασσικό παράδειγμα ενυπόθηκου δανείου είναι αυτό για αγορά ακινήτου, όπου το επιτόκιο κυμαίνεται γύρω στο 4% ενώ στην περίπτωση μη ενυπόθηκου δανείου το επιτόκιο είναι γύρω στο 8-10% για καταναλωτικά  δάνεια ενώ για τις πιστωτικές κάρτες ανεβαίνει γύρω στο 17%. Τις τελευταίες δεκαετίες η Ελλάδα δανείζετο χρήματα, ή εξέδιδε ομόλογα, με υψηλό επιτόκιο λόγω του ελλείμματος στο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών της αλλά και της μικρής παραγωγικότητα της σε σχέση με άλλα κράτη όπως η Γερμανία, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία.

 

Δεν υπάρχει ουδεμία αμφιβολία ότι οι δανειστές και οι αγοραστές των ομολόγων γνώριζαν και γνωρίζουν την κατάσταση της Ελλάδος, όπως και άλλων χωρών και οι σύμβουλοι τους καθορίζουν όχι μόνο την κλίμακα αξιοπιστίας αλλά και το ποσοστό προσαύξησης του επιτοκίου, τα λεγόμενα spreads, έναντι του καλύτερου δανειζόμενου, π.χ. της Γερμανίας. Για τιμή των Ελληνικών spreads 900 μονάδες, το επιτόκιο δανεισμού της Ελλάδος θα είναι χονδρικά 9% μεγαλύτερο από αυτό της Γερμανίας.

 

Όταν το τοκογλυφικό επιτόκιο  και η μωρία των Ελληνικών κυβερνήσεων οδήγησαν την Ελλάδα σε υπέρογκο χρέος, που πρακτικά είναι αδύνατο να πληρωθεί, τότε οι δανειστές και οι κάτοχοι Ελληνικών ομολόγων αποποιήθηκαν το ρίσκο που είχαν αναλάβει έναντι των υψηλών επιτοκίων και οδήγησαν τη χώρα  σε δανεισμό από την τρόϊκα  με χαμηλότερο επιτόκιο για την αποπληρωμή των χρεών.  Η τρόικα όμως, προς εξασφάλιση των χρημάτων της  ζήτησε αφενός τη δημοσιονομική διαχείριση του κράτους και αφετέρου υποθήκευσε την εθνική ανεξαρτησία, που την εξασφαλίζει η δανειακή σύμβαση, την οποία αποδέχθηκαν άμεσα  η κυβέρνηση και έμμεσα σύσσωμη η αντιπολίτευση.

 

Η  ενυπόθηκη δανειοδότηση της τρόϊκα δεν θα διατεθεί δια την οικονομική ανάπτυξη της χώρας αλλά για αποπληρωμή ΜΗ ενυπόθηκων δανείων που έγιναν με αντίστοιχο υψηλό επιτόκιο. Πέραν από την προδοσία, που συνιστά η αποδοχή της δανειακής σύμβασης, η κυβέρνηση συνεχίζει την ολοκλήρωση της με το να μην αποδέχεται την αναδιάρθρωση του χρέους, την αποπληρωμή του οποίου ανέλαβε ο μηχανισμός στήριξης έναντι υποθήκης της εθνικής μας ανεξαρτησίας.  Οι δανειστές και οι κάτοχοι ομολόγων εκ των πραγμάτων παύουν να έχουν οποιονδήποτε κίνδυνο και ως εκ τούτου δεν δικαιούνται τα υψηλά επιτόκια που αρχικά είχαν απαιτήσει λόγω του κινδύνου μη αποπληρωμής που ανέλαβαν. Η αναδιάρθρωση του χρέους με όρους του καλύτερου δανειζόμενου από αρχής, αποτελεί δίκαιο αίτημα των Ελλήνων και όχι δείγμα ανεντιμότητας όπως θέλουν να το παρουσιάζουν. Εάν γίνει αυτό το πραγματικό χρέος θα πέσει στο 1/5 της λογιστικής του αξίας, πράγμα που θα επιτρέψει την αποπληρωμή του και θα εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Το αίτημα είναι προφανές και δίκαιο και θα μπορούσαμε να το διεκδικήσουμε ακόμη και στα πλαίσια του ΟΗΕ.

 

* Ηλίας Σταμπολιάδης, Πολυτεχνείο Κρήτης, 15 Απριλίου 2011.

Ο Καπιταλισμός ως Θρησκεία

Ο Καπιταλισμός ως Θρησκεία*

 

Walter Benjamin [Μτφρ.: Λεωνίδας Μαρσιανός]


 

…Τρία είναι τα χαρακτηριστικά τα οποία μπορούμε επί του παρόντος να αναγνωρίσουμε όσον αφορά τη θρησκευτική δομή του καπιταλισμού. Πρώτον, ο καπιταλισμός είναι μια καθαρά λατρευτική θρησκεία, ίσως η πιο ακραία που υπήρξε ποτέ. Όλα εντός του είναι φορείς νοήματος μόνο στο βαθμό που συνυφαίνονται με τη λατρευτική πρακτική, αλλά δεν γνωρίζει συγκεκριμένη δογματική ή θεολογία.

Απ' αυτή τη σκοπιά άλλωστε εξηγούνται οι θρησκευτικές αποχρώσεις που αποκτά ο ωφελιμισμός. Αυτή η συγκεκριμενοποίηση της λατρείας είναι συνδεδεμένη με το δεύτερο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού: τη μονιμότητα της λατρείας.

Ο καπιταλισμός είναι το απόγειο μιας λατρείας sans [t] reve et sans merci.[1]. Δεν υπάρχουν "καθημερινές". Είναι σαν κάθε ημέρα να είναι εορτή, με την τρομακτική έννοια της εκδίπλωσης ολόκληρης της ιερής μεγαλοπρέπειας, της απόλυτης έντασης του λάτρη. Και τρίτον, η λατρεία αυτή είναι ενοχοποιητική. Ο καπιταλισμός είναι ενδεχομένως η πρώτη περίπτωση λατρείας που παράγει ενοχή, όχι εξιλέωση. Αυτό το θρησκευτικό σύστημα προελαύνει με τεράστια ορμή. Μια υπέρμετρα ένοχη συνείδηση, ανίκανη να εξιλεωθεί, κυριαρχεί στη λατρεία αυτή, με προοπτική όχι να εξιλεώσει την ενοχή, αλλά να την καταστήσει οικουμενική, να τη σφυρηλατήσει στη συνείδηση και εν τέλει να περιπλέξει τον ίδιο τον Θεό στην ενοχή, εγείροντάς του έτσι το συμφέρον της εξιλέωσης. Επιπλέον, το γεγονός της εξιλέωσης δεν αναμένεται να συμβεί χάρη στην ίδια τη λατρεία, ούτε εξαιτίας μιας μεταρρύθμισης της θρησκείας αυτής, η οποία θα έπρεπε να καταφύγει σε κάτι βέβαιο που θα περιείχε η τελευταία, ούτε ακόμη χάρη στην απάρνησή της.

Ενοικεί ακριβώς στην ίδια την ουσία αυτού του θρησκευτικού κινήματος, του καπιταλισμού, η αντοχή μέχρις εσχάτων, μέχρι τελικά να ενοχοποιηθεί πλήρως και ο Θεός ενώ η πραγματοποιημένη κατάσταση του κόσμου να γίνει η απόγνωση, γεγονός για το οποίο διακαώς ελπίζει ακόμα. Εκεί έγκειται και το ιστορικά ανήκουστο του καπιταλισμού, ότι θρησκεία πλέον δεν αποτελεί η αναμόρφωση της ύπαρξης αλλά ο κατακερματισμός της. Είναι η επέκταση της απόγνωσης σε θρησκευτική κατάσταση του κόσμου, απ' την οποία αναμένεται να εκπορευτεί η ίαση. Η υπερβατικότητα του Θεού έχει εκπέσει. Δεν είναι νεκρός, αλλά έχει ενωθεί με την ανθρώπινη μοίρα. Αυτή η διέλευση του πλανήτη ανθρώπου διαμέσου του οίκου της απόγνωσης προς την απόλυτη μοναχικότητα της τροχιάς του είναι το ήθος που εντοπίζει ο Νίτσε. Αυτός ο άνθρωπος είναι ο υπεράνθρωπος, ο πρώτος που έχοντας επίγνωση της θρησκείας του καπιταλισμού ξεκινά την εκπλήρωσή της. Το τέταρτο χαρακτηριστικό της είναι ότι ο Θεός πρέπει πάντοτε να της αποκρύπτεται, ενώ η όποια αναφορά σε αυτόν να γίνεται μόνον όποτε η ενοχοποίησή του φτάνει στο ζενίθ. Η λατρεία τελετουργεί ενώπιον μιας άγουρης θεότητας· κάθε παράσταση της τελευταίας, κάθε σκέψη για αυτήν προδίδει το μυστικό της ανωριμότητάς της. …

Ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε παρασιτικά στον χριστιανισμό της Δύσης – και πρέπει να τονιστεί όχι μόνο για την περίπτωση του Καλβινισμού, αλλά και για τα υπόλοιπα ορθόδοξα χριστιανικά ρεύματα – μέχρι το σημείο εκείνο όπου η ιστορία του χριστιανισμού έγινε αναγκαστικά η ιστορία του παρασίτου του, δηλαδή του καπιταλισμού….

Οι έγνοιες: μια πνευματική αρρώστια, προσιδιάζουσα στην καπιταλιστική εποχή. Πνευματικό (όχι υλικό) αδιέξοδο στη φτώχεια, τη μοναστική ζωή των πλανόδιων, των επαιτών. Μια κατάσταση τόσο αδιέξοδη, προκαλεί ενοχή. Οι "έγνοιες" είναι ο δείκτης αυτής της ένοχης συνείδησης που προκαλείται από το αδιέξοδο. "Έγνοιες" προκαλούνται από τον φόβο του συλλογικού, όχι του ατομικού-υλικού αδιεξόδου….

Εξαγορά φόνου [2] /Θησαυρός των καλών έργων/Αμοιβή οφειλόμενη στον ιερέα(.) Ο Πλούτων ως θεός του πλούτου. [3]

 

Σημειώσεις του μεταφραστή

 

[1] Χωρίς ανακωχή και χωρίς έλεος. Ο Benjamin έγραψε "sans reve…" που σημαίνει χωρίς όνειρο…" Οι επιμελητές της έκδοσης των απάντων του συγγραφέα, δεχόμενοι την πρόταση του Uwe Steiner, θεώρησαν παραδρομή του την αναγραφή reve αντί treve (ανακωχή). Οι άγγλος, πάλι, μεταφραστής αποδίδει: without dream or mercy (χωρίς όνειρο ή έλεος).

[2] Εξαγορά φόνου [Wergeld]: Θεσμός του τευτονικού δικαίου σύμφωνα με τον οποίο ο ανθρωποκτόνος αποζημίωνε χρηματικά τους συγγενείς του θύματος, εξασφαλίζοντας έτσι την περαιτέρω ατιμωρησία του.

[3] Εδώ επιχειρείται μια σύνδεση του αισθήματος ενοχής, της οικονομικής οφειλής, του θανάτου και της θρησκείας. Ο Πλούτων στην αρχαιοελληνική μυθολογία είναι ο φύλακας της πύλης του Άδη. Ο Πλούτων εμφανίζεται ως "θεός του επίγειου πλούτου" στον Φάουστ του Γκαίτε. Σημειωτέον δε ότι, στο δεύτερο μέρος του έργου αυτού, πράξη πέμπτη, εμφανίζονται επίσης και οι "Έγνοιες" και η "Οφειλή."

 

*  (1921) (απόσπασμα)

 

ΠΗΓΗ: Πανοπτικόν: Τετράδιο Ολικής Αντιπαράθεσης, Τεύχος 7, (Ιαν. 2005).

Κρίση και στρατηγική του ελληνικού Κεφαλαίου ΙΙΙ

Κρίση και στρατηγική του ελληνικού Κεφαλαίου – Μέρος ΙΙΙ

 

Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου

 

Συνέχεια από το Μέρος ΙΙ

7. Οι τρεις βασικές διαστάσεις του ζητήματος

 

Βασική μας θέση είναι πως τα πράγματα πήραν αυτή τη διάσταση επειδή το αληθινό πρόβλημα αφενός αφορούσε την κρίση στρατηγικής του ελληνικού κεφαλαίου αλλά, αφετέρου, επειδή πυροδότησε και ευρύτερες διεργασίες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Ελλάδα είναι χώρα της Ευρωζώνης, κατά συνέπεια η συγκεκριμένη κρίση, η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο της παγκόσμιας ύφεσης, δεν μπορούσε να έχει μόνο «τοπικά» αποτελέσματα.

Σ’ ότι αφορά την κρίση του ελληνικού καπιταλισμού, η αδυναμία εκπόνησης μιας εναλλακτικής αστικής στρατηγικής από την ελληνική άρχουσα τάξη εκτιμήθηκε αρνητικά από τις διεθνείς χρηματαγορές με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια διαδικασία απόσυρσης της εμπιστοσύνης των χρηματοπιστωτικών οίκων απέναντι στον ελληνικό καπιταλισμό. Με άλλα λόγια το πραγματικό πρόβλημα δεν ήταν ούτε το έλλειμμα ούτε το χρέος (άλλωστε όπως δείξαμε κι άλλες χώρες αντιμετωπίζουν παρόμοια ζητήματα) αλλά δύο εντελώς διαφορετικά ζητήματα: η απαξίωση που γνώρισε ο ελληνικός καπιταλισμός από τις διεθνείς αγορές και η συνολικότερη διεθνή διάσταση της κρίσης. Ας τα δούμε αυτά τα δύο ζητήματα πιο αναλυτικά.

Σε σχέση με τις αγορές σχηματίστηκε η εκτίμηση πως ο ελληνικός καπιταλισμός είναι πιθανό να μπει σε πορεία υποβάθμισής του στο διεθνή καταμερισμό εργασίας στο επόμενο διάστημα και κατά συνέπεια ενείχε κινδύνους η επένδυση σε αυτόν και γι’ αυτό η Ελλάδα σήμερα δανείζεται με τόσο υψηλά επιτόκια . Αυτό είχε την αντανάκλασή του και στο τραπεζικό σύστημα: οι τράπεζες αναζητούν στο εξωτερικό κεφάλαια για τη συντήρηση της ζήτησης αλλά η χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας συντελεί στη διαμόρφωση των υψηλών επιτοκίων δανεισμού (Πελαγίδης- Μητσόπουλος 2010: 248). Γιατί, όμως συμβαίνει αυτό; Η κατεύθυνση κεφαλαίων στο χώρο της χρηματοπιστωτικής σφαίρας συμπυκνώνουν μια πρόβλεψη εμπεριέχοντας ένα σημαντικό στοιχείο ρίσκου: οι αγορές κάνουν μια εκτίμηση για τη μελλοντική παραγωγή υπολογίζοντας σε ένα δικαίωμα στο μελλοντικό εισόδημα που αναμένεται να προέλθει από αυτή την παραγωγή. Το πρόβλημα, όμως, είναι πως δεν υπάρχει τρόπος που να εγγυάται ότι τα κέρδη αυτά όντως θα πραγματοποιηθούν. Έτσι από τη στιγμή που οι αγορές σχηματίζουν την εντύπωση πως οι συνθήκες που επικρατούν σε μια χώρα (και σε αυτό συμπεριλαμβάνονται παράγοντες όπως η στρατηγική της αστικής τάξης αλλά και οι αντιστάσεις των κυριαρχούμενων στρωμάτων) δεν διασφαλίζουν την αρχικά προβλεπόμενη κερδοφορία τότε «υποβαθμίζουν» τη συγκεκριμένη χώρα μέσω της μαζικής εκροής κεφαλαίων ή/ και μέσω της ανόδου των επιτοκίων (Ιωακείμογλου 2010β).

Σ’ ότι αφορά τη διεθνή της διάσταση η ελληνική κρίση έχει να κάνει με το ευρώ και τους ενδοιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Η προσπάθεια αρκετών ευρωπαϊκών χωρών ήταν να δημιουργήσουν ένα ισχυρό νόμισμα που σταδιακά θα λειτουργούσε ως το παγκόσμιο αποταμιευτικό νόμισμα. Πράγματι η πορεία του ευρώ θα είναι αποβεί ιδιαίτερα ικανοποιητική κερδίζοντας σημαντικά μερίδια στις παγκόσμιες αγορές. Έτσι στις διεθνείς αγορές χρεογράφων το ευρώ το Δεκέμβριο του 2007 εκφράζει το 32,7% της συνολικής αξίας τους σε σχέση με το 21,7% που εξέφραζε το 1999. Αντίστοιχα η συμμετοχή του δολαρίου μειώθηκε από 46,8% το 1999 σε 43,2% το 2007. Το 2004 το 19% των συναλλαγών σε συγκεκριμένα χρηματο- οικονομικά προιόντα (spot, swaps, outiright) ήταν σε ευρώ, με το δολάριο να κυριαρχεί με ποσοστό 44% και τη βρετανική λίρα στο 8,5% και το γιεν στο 10%. Το πιο σημαντικό όμως, είναι η παρουσία του ευρώ στο σύνολο των παγκόσμιων αποθεματικών. Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία το 2007 το 63,9% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων ήταν σε δολάρια ΗΠΑ (έναντι 71% το 1999), το μερίδιο του ευρώ κυμαινόταν στο 26,5%, (έναντι 17,9% το 1999), η στερλίνα περιοριζόταν στο 4,7%, (έναντι 2,9% το 1999), και το γιεν στο 2,9% (έναντι 6,8% το 1995). (Μελάς 2010: 35). Συμπερασματικά το ευρώ κατόρθωσε να παρουσιάσει μια σημαντική δυναμική, χωρίς βεβαίως να μεταβληθεί στο κύριο αποθεματικό νόμισμα, η οποία συντέλεσε στο να περιοριστεί, έστω και ανισόμετρα, η παρουσία των άλλων νομισμάτων. Η εξέλιξη αυτή θα συναντήσει την αντίδραση των αντίπαλων σχηματισμών, πόσο μάλλον που το ευρώ από το διάστημα της δημιουργίας του ανατιμήθηκε πλειστάκις έναντι του δολαρίου και της λίρας.

Η κρίση στην Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε ως κερκόπορτα όχι μόνο για να αντληθούν κερδοσκοπικά κέρδη από τον ακριβό δανεισμό αλλά επίσης για να μετατραπεί η κρίση της Ελλάδας σε κρίση του Ευρώ. Στο εσωτερικό της Ευρωζώνης αυτό αποτυπώθηκε στις πραγματικές αντιθέσεις μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας. Η Γαλλία βλέποντας τον κίνδυνο που δημιουργούνταν θέλησε να βοηθήσει την Ελλάδα, όχι βέβαια για λόγους φιλευσπλαχνίας αλλά διότι φοβήθηκε πως η κρίση στη συνέχεια θα επεκτεινόταν και στην Πορτογαλία και την Ισπανία με αποτέλεσμα να επέλθει η κατάρρευση του κοινού νομίσματος. Η Γερμανία από την πλευρά της έχει εκτιμήσει πως τα ιδιαίτερα συμφέροντά της εκφράζονταν μέσω της υφιστάμενης κατάστασης όπου όντας η χώρα με τη μεγαλύτερη παραγωγικότητα είχε καταφέρει να ηγεμονεύσει ως εξαγωγική δύναμη στο χώρο της ευρωζώνης. Διαφορετικά ειπωμένο, η περαιτέρω εξαγωγική διείσδυση της Γερμανίας δε βασίστηκε στις ονομαστικές ανταλλακτικές αξίες των βασικών αποθεματικών νομισμάτων αλλά στην τεχνολογική καινοτομία, όπου διατήρησε την πρωτοπορία της σε συγκεκριμένους βιομηχανικούς κλάδους (αυτοκινητοβιομηχανία, χημική βιομηχανία, μηχανολογικός εξοπλισμός), στο διευρυμένο τομέα των κεφαλαιακών αγαθών καθώς και στην καθήλωση των μισθών (Χωραφάς 2010: 12- 13). Το αποτέλεσμα ήταν μεταξύ 2000 και 2010 η Γερμανία να έχει συσσωρεύσει ένα πολύ μεγάλο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών, μόνο το 2007 ήταν της τάξης του 8%. Αυτό συνέβη γιατί στο διάστημα αυτό οι μεν εξαγωγές πολλαπλασιάστηκαν αλλά η εσωτερική ζήτηση έμεινε στάσιμη σημειώνοντας μια ανεπαίσθητη αύξηση του 0,2% ετησίως. Η ασήμαντη αύξηση της εσωτερικής ζήτησης οφείλεται στη στασιμότητα της πραγματικής αμοιβής της εργασίας, 0,4%- κατά πολύ μικρότερη της αύξησης της παραγωγικότητας. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν μέσα σε μια δεκαετία ένα προϊόν να στοιχίζει 25% περισσότερο αν έχει παραχθεί στην Ελλάδα, την Ιταλία, τη Πορτογαλία και την Ισπανία , 23% στην Ιρλανδία και 13% στη Γαλλία ενώ στη Γερμανία η τιμή του έχει παραμείνει σταθερή (Φλάσμπεκ 2010: 57).

Κατά συνέπεια για τη Γερμανία οποιαδήποτε βοήθεια προς την Ελλάδα θεωρήθηκε πως θα λειτουργούσε ως αφορμή για να περιοριστούν τα κέρδη των γερμανικών επιχειρήσεων αφού αυτό θα συνέβαλε ανασχετικά και στις διαφορές παραγωγικότητας ενώ θα δημιουργούσε και εσωτερικά προβλήματα στη Γερμανία αφού ο εξαγωγικός της θρίαμβος στηρίχτηκε και σε πολιτικές λιτότητας, ενός εύρους που δε γνώρισαν οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Διαφορετικά ειπωμένο ο γερμανικός καπιταλισμός συμφώνησε να συμμετάσχει στο ευρώ θεωρώντας πως οι άλλοι σχηματισμοί χάνοντας το όπλο των υποτιμήσεων δεν θα μπορούσαν να συναγωνιστούν τη δική του υψηλή παραγωγικότητα σε συνδυασμό με τη μισθολογική συγκράτηση. Όταν οι επιπτώσεις αυτής της πολιτικής άρχισαν να γίνονται ορατές υπήρξε η εκτίμηση πως είναι προτιμότερο να πιεστεί η ελληνική οικονομία παρά να τεθεί σε αμφισβήτηση το όλο πλαίσιο που επέφερε πολύ μεγάλα κέρδη στη Γερμανία. Διαφορετικά ειπωμένο με την υιοθέτηση του ευρώ η Γερμανία φάνηκε να παίρνει μια επιλογή «επικέντρωσης» των δραστηριοτήτων της εντός της ευρωζώνης. Γι’ αυτό και το 43% των εξαγωγών της γίνεται ενός της νομισματικής ένωσης.

Υπάρχει βεβαίως και μια τρίτη, πρόσθετη, διάσταση η οποία δεν έχει πάρει ακόμα σαφή χαρακτηριστικά αλλά εκτιμούμε πως στο προσεχές μέλλον θα απασχολήσει τη γενικότερη ριζοσπαστική σκέψη. Ξεκινώντας από την Ελλάδα, η οποία παρεμπιπτόντως πάντοτε αποτελούσε μια δυτική ανορθοδοξία με το δυναμικό εργατικό κίνημα, την ισχυρή αριστερή παράδοση και το μετατοπισμένο πιο προς τ’ αριστερά πολιτικό σύστημα, φαίνεται να επιδιώκεται η μετάβαση σε μια νέα φάση για τους αναπτυγμένους καπιταλιστικούς σχηματισμούς.

Η σημερινή κρίση αποδεικνύει πως η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους δεν εμφανίζει αντίρροπες τάσεις ούτε μέσω των αλλαγών στην οργάνωση της παραγωγής (εφαρμογή των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων) ούτε μέσω των τεχνολογικών καινοτομιών (χρήση της πληροφορικής στην παραγωγή, νέοι αυτοματισμοί, βιοτεχνολογία). Ταυτόχρονα το γεγονός πως σημαντικό μέρος της επέκταση της συσσώρευσης συνδέθηκε με την ανάπτυξη των υπηρεσιών, δηλαδή σε χώρους έντασης εργασίας, δημιούργησε όρια στην αύξηση της παραγωγικότητας. Έπειτα η δυναμική παρουσία στο διεθνή καταμερισμό εθνικών σχηματισμών χαμηλού κόστους εργασίας αλλά αυξημένων δεξιοτήτων του συλλογικού εργαζόμενου εργασίας (πχ Κίνα, Ινδία) αντικειμενικά πίεσε τα ηγεμονικά κράτη δημιουργώντας συνθήκες μειωμένης κερδοφορίας. Τέλος η κατεύθυνση ενός τμήματος των παραγωγικών κερδών στο χώρο του χρηματοπιστωτικού συστήματος λειτουργούσε ανασταλτικά στην υιοθέτηση ευρύτερων παραγωγικών και εργασιακών αναδιαρθρώσεων.

Η κρίση που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ το 2007-2008 με τη μορφή της φούσκας στις αξίες των ακινήτων συμπύκνωσε όλα τα προηγούμενα προβλήματα. Ακριβώς επειδή η χρηματοπιστωτική επέκταση λειτουργούσε ως προ-επικύρωση παραγωγής μελλοντικών αξιών και κερδών, εμπεριείχε το κίνδυνο της απότομης διόρθωσης και της μαζικής απαξίωσης χρηματο-οικονομικών τίτλων που σε συνδυασμό με την υποβόσκουσα τάση υπερσυσσώρευσης οδήγησαν στην παγκόσμια οικονομική κρίση.

Το πρόβλημα, ωστόσο, με τη συγκεκριμένη οικονομική κρίση είναι πως δεν αποτελεί παρά την (επαν) ενεργοποίηση της κρίσης του 1973 η οποία δεν είχε επιλυθεί αλλά απλώς αναβληθεί, αφού διατηρήθηκαν τα κρισιακά στοιχεία σε μια λανθάνουσα κατάσταση. Όπως έχει δείξει ο Μπρένερ η οικονομική επένδυση στις ΗΠΑ, την ΕΕ και την Ιαπωνία σε όλους τους δείκτες (μεγέθυνση του προϊόντος, επένδυση, απασχόληση, μισθοί) επιδεινώνεται συνεχώς από το 1973 (Brenner 2002; Brenner 2008) – βλ. και τα στοιχεία των πινάκων 3 και 4 του παραρτήματος. Για τον Μπρένερ το πρόβλημα εστιάζεται στην ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ αμερικανικών, ιαπωνικών και ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και δεδομένου πως τα μεγέθη είναι απαγορευτικά για αποσύρσεις παγίου κεφαλαίου δημιουργείται πτώση στο μέσο ποσοστό κέρδους των παραγωγικών τομέων, γεγονός που οδηγεί σε επιβράδυνση των επενδύσεων και σε συμπίεση των μισθών. Η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης συνέβαλε στην αποτροπή κατάρρευσης της κερδοφορίας αλλά δεν την απεκατέστησε στα προ του ’74 ύψη. Έτσι, το πρόβλημα της συσσώρευσης του κεφαλαίου επιχειρήθηκε να επιλυθεί μέσω της αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης που θα χρηματοδοτούνταν από την επέκταση του δανεισμού, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία μιας σειράς από χρηματοπιστωτικές φούσκες. Η αποτυχία της αστικής στρατηγικής ήταν πως επένδυσε καθοριστικά σε μια κατεύθυνση «μεγέθυνσης του χρέους». Με αυτό τον τρόπο υπήρχε η εκτίμηση πως οι καπιταλιστές θα έβγαζαν κέρδη από τα δάνεια που παρείχαν στους εργαζόμενους και από την άλλη πως με αυτό τον τρόπο θα ενισχυόταν η ζήτηση καπιταλιστικών εμπορευμάτων (Wolff 2008). Εν τούτοις, oι πρόσφατες εξελίξεις έδειξαν πως μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί να δώσει απάντηση στη δομική κρίση του καπιταλισμού.

Σταθήκαμε λίγο πιο διεξοδικά στα θέμα της παγκόσμιας κρίσης για να δείξουμε το βάθος των προβλημάτων και τα αδιέξοδα στα οποία οδήγησαν οι μέχρι τώρα «λύσεις». Αυτό που πρέπει να γίνει σαφές είναι πως η κρίση δεν αφορά μόνο την Ελλάδα αλλά ότι η Ελλάδα εντάσσεται με ένα ιδιόμορφο τρόπο μέσα σε αυτή. Ακολουθείται με διαλεκτικό τρόπο η πορεία «ελληνική κρίση – κρίση του ευρώ – παγκόσμια κρίση» και αντίστροφα. Σε κάθε περίπτωση, και εδώ η Ελλάδα λειτουργεί ως «πειραματόζωο», είναι απαραίτητη η ανεύρεση νέων τρόπων αναστροφής της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Αυτό που φαίνεται να κυριαρχεί ως επιλογή είναι η κατεύθυνση της αλλαγής του συσχετισμού μεταξύ απόλυτης και σχετικής υπεραξίας. Αυτό δε σημαίνει πως δε θα συνεχίσει να κυριαρχεί η σχετική υπεραξία αλλά πως θα υπάρξει μεγάλη μείωση της συμμετοχής της εργασίας στον παραγόμενο πλούτο με παράλληλη αύξηση του χρόνου της απασχόλησης. Γι αυτό και στην Ελλάδα τα μέτρα δεν περιορίζονται σε μια νέα περίοδο λιτότητας αλλά εκφράζουν την τάση κατάργησης κοινωνικών κατακτήσεων δεκαετιών, με πρόσχημα την έλευση της κρίσης.


8. Υπάρχει περίπτωση τα συγκεκριμένα μέτρα να οδηγήσουν στην ανάκαμψη;

 

Βάση των όσων αναφέραμε εκτιμούμε πως τα συγκεκριμένα μέτρα που λήφθηκαν όχι μόνο δεν θα συντελέσουν στη μείωση του ελλείμματος αλλά το πιο πιθανό είναι πως θα βυθίσουν τη χώρα σε βαθιά ύφεση. Καταρχήν τα μέτρα δεν αποφασίστηκαν για τους λόγους που προβλήθηκαν, αφού όπως είδαμε το όλο ζήτημα είναι αρκετά διαφορετικό, και κατά προέκταση είναι δύσκολο να υπάρξει αντιστοίχηση μεταξύ μέτρων και στόχων. Από εκεί πέρα ανακύπτουν και άλλα θέματα. Η βασική αντίληψη περί δημοσιονομικής εξυγίανσης στηρίζεται στην άποψη πως με περιορισμό της συνολικής ζήτησης θα ακολουθήσει κρίση των πωλήσεων με αποτέλεσμα την πτώση των τιμών και στη συνέχεια αναθέρμανση της αγοράς. Αυτό που δεν πρέπει να γίνει, υποστηρίζουν οι θιασώτες της κυβερνητικής πολιτικής, είναι μια αύξηση των μισθών γιατί τότε θα περιοριστούν τα κέρδη και επομένως οι επενδύσεις και στη συνέχεια η απασχόληση. Ωστόσο αυτό που δεν γίνεται αντιληπτό, όχι για λόγους νοημοσύνης αλλά επειδή πρόκειται για σαφώς ταξικές πολιτικές, είναι πως η αύξηση των κερδών και των επενδύσεων γίνεται εφικτή μόνο αν το βάρος της οικονομικής πολιτικής κατευθύνεται στην επέκταση της συνολικής ζήτησης. Σε αντίθετη περίπτωση τα «φθηνά» εμπορεύματα θα μείνουν απούλητα, οι επιχειρήσεις θα περιορίσουν την παραγωγή τους, η ανεργία θα αυξηθεί και η ύφεση θα βαθύνει.

Γιατί θα συμβεί αυτό; Πολύ απλά γιατί η μείωση των μισθών θα επιφέρει μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, γεγονός που θα επηρεάσει αρνητικά τη συνολική ζήτηση και μέσω αυτής τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. Οι επιχειρήσεις διαπιστώνοντας πως το παραγωγικό τους δυναμικό δεν χρησιμοποιείται επαρκώς δεν έχουν λόγω να προχωρήσουν σε νέες επενδύσεις – πόσο μάλλον που στην περίπτωση της Ελλάδας ένα μεγάλο τμήμα του αποθέματος του παγίου κεφαλαίου συσσωρεύθηκε πρόσφατα. Το αποτέλεσμα θα είναι να μειωθεί η συμβολή όλων των συνιστωσών της εσωτερικής ζήτησης με άμεσο αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας, γεγονός που θα συντελέσει στην περαιτέρω μείωση της εσωτερικής ζήτησης κοκ. Η χειρότερη, δε, προοπτική θα είναι η δυσκολία που θα έχει η ελληνική οικονομία να επανέλθει στην αρχική της κατάσταση ακόμα και όταν, κάποτε, αυξηθεί η ζήτηση. Κι αυτό γιατί μέχρι τότε θα έχει καταστραφεί ένα τμήμα του κεφαλαιακού αποθέματος,, θα έχουν πτωχεύσει αρκετές επιχειρήσεις ενώ ένα τμήμα του εργατικού δυναμικού που θα βρίσκεται στην ανεργία θα έχει χάσει τις γνώσεις και τις δεξιότητές του (Ιωακείμογλου 2010α:).

Συμπερασματικά η μείωση των εισοδημάτων δεν θα λύσει το πρόβλημα αλλά, αντιθέτως, θα δημιουργήσει πληθώρα νέων ζητημάτων (Θανασούλας 2010: 13). Στον δε τραπεζικό τομέα θα αυξηθεί η επισφάλεια των τραπεζών με συνέπεια τη νέα περιστολή της ρευστότητας στους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας (Λαπατσιώρας- Μηλιός 2010: 12)


9. Συμπέρασμα

 

Όπως έχει δείξει η «Σχολή Αλτουσέρ» η ιδιαιτερότητα του πολιτικού είναι πως συμπυκνώνει την ταξική πάλη σε όλα τα επίπεδα. Υπό αυτή την έννοια τα πρόσφατα κυβερνητικά μέτρα δεν είναι απλώς μια οικονομικού χαρακτήρα απάντηση στην κρίση, αλλά μια σαφής πολιτική στρατηγική που εκφράζει συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα. Η ελληνική άρχουσα τάξη βρίσκεται μέσα σε μια δίνη η οποία αποτελεί προϊόν πολλών και διαφορετικών εκφάνσεων της ταξικής πάλης: την αδυναμίας συνέχισης του συγκεκριμένου τρόπου ένταξης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, των αντιφάσεων που έχει δημιουργήσει η χρήση του ευρώ στο πλαίσιο της παγκόσμιας κρίσης, της ανάγκης συμμόρφωσης όλων των εθνικών σχηματισμών με τις κατευθύνσεις των ισχυρών ευρωπαϊκών αστικών τάξεων, της προσπάθειας σε διεθνή κλίμακα ανεύρεσης ενός νέου μοντέλου συσσώρευσης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εκτιμούμε πως τα επόμενα χρόνια θα χαρακτηριστούν από προσπάθειες των εθνικών αστικών τάξεων για συστηματική και εντατική μετακύλιση του κόστους της κρίσης στον κόσμο της ζωντανής εργασίας. Σε αυτό οι οργανωμένες, πολιτικά και συνδικαλιστικά, μορφές εκπροσώπησης των λαϊκών συμφερόντων θα κληθούν να σχεδιάσουν αποτελεσματικές στρατηγικές ανάσχεσης της επίθεσης του κεφαλαίου. Το μέλλον, πέραν του ότι διαρκεί πολύ, προοιωνίζεται και πολύ ενδιαφέρον…

 

ΠΗΓΗ: http://aristerovima.gr/details.php?id=2057

Κρίση και στρατηγική του ελληνικού Κεφαλαίου Ι

Κρίση και στρατηγική του ελληνικού Κεφαλαίου – Μέρος Ι

 

Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου

1. Εισαγωγή

Στο παρόν άρθρο ασχολούμαστε με τις διαστάσεις των πρόσφατων οικονομικών μέτρων που ελήφθησαν στην Ελλάδα με αφορμή την αύξηση του ελλείμματος και του δημόσιου χρέους. Η βασική μας κατεύθυνση είναι να δείξουμε πως η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που την παρουσιάζει η επίσημη ρητορεία. Η όλη κατάσταση εκκινεί από την διάχυση της παγκόσμιας κρίσης στο εσωτερικό των χωρών της ΟΝΕ και των ζητημάτων που προκύπτουν από την ύπαρξη κοινού νομίσματος σε εθνικούς σχηματισμούς διαφορετικής παραγωγικότητας, τον ειδικό ρόλο του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου μέσα στη συγκυρία αλλά και τη διατήρηση της ηγεμονικής θέση της Γερμανίας εντός της ΕΕ.

Από εκεί και πέρα, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, το ζήτημα με το έλλειμμα και το χρέος χρησιμοποιείται ως εφαλτήριο για να εφαρμοστούν ταξικές πολιτικές επιθετικού χαρακτήρα.

Ο λόγος που γίνεται αυτό έχει να κάνει με την αδυναμία του ελληνικού καπιταλισμού να συνεχίζει να εντάσσεται με τον ίδιο τρόπο εντός του διεθνή καταμερισμού εργασίας. Η αποτυχία υιοθέτησης ενός τεχνολογικά και κλαδικά αναδιαρθρωμένου μοντέλου που θα συντελούσε στην άνοδο της ελληνικής ανταγωνιστικότητας απέναντι στους ισχυρούς ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς, έχει ως αποτέλεσμα την προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος μέσω του μετακύλισης του σχετικού κόστους στα λαϊκά στρώματα με όχημα τα πρόσφατα οικονομικά μέτρα (μείωση αμοιβών, μεγαλύτερη εργασιακή ευελιξία, αύξηση του ορίου απολύσεων, μείωση των συντάξεων). Διαφορετικά ειπωμένο, βιώνουμε αυτή την περίοδο την πιο επιθετική κίνηση του αστικού κράτους στο οικονομικό επίπεδο από το τέλος του εμφυλίου και ύστερα. Η προσπάθεια αυτή εδράζεται στα ραγδαία μεταφορά πλούτου από την εργασία στο κεφάλαιο σε βαθμό πρωτοφανέρωτο για τα νεώτερα χρονικά Μέσα από αυτό το σχέδιο η ελληνική αστική τάξη εκτιμά πως θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις πιέσεις που δέχεται από τα κεφάλαια σχηματισμών υψηλότερης παραγωγικότητας.


2. Το Γενικότερο Πλαίσιο

 

Η είσοδος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης έφερε στην επιφάνεια την δομική αντίφαση που ενυπήρχε εξαρχής στο εγχείρημα του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος. Όπως ακόμα και ο Πωλ Κρούγκμαν έχει υποστηρίξει (Κρούγκμαν 2010), που μόνο για ύποπτος για μαρξιστικές απόψεις δεν μπορεί να θεωρηθεί, η δημιουργία ενός ενιαίου νομίσματος από χώρες με εντελώς διαφορετικά επίπεδα παραγωγικότητας ήταν αναμενόμενο κάποια στιγμή να φέρει στην επιφάνεια μια σειρά από αντιφάσεις. Αντιφάσεις που σχετίζονταν με τα διαφορετικά διαρθρωτικά χαρακτηριστικά κάθε χώρας, τους άνισους ρυθμούς κεφαλαιακής συσσώρευσης, τις άνισες επιδόσεις στο διεθνή ανταγωνισμό που οδήγησαν όχι μόνο σε αποκλίσεις στους ρυθμούς πληθωρισμού, στην αύξηση του ΑΕΠ και στη διόγκωση του δημόσιου χρέους αλλά, κυρίως, στη διαφορετικότητα της διεθνούς εξειδίκευσης των εθνικών παραγωγικών συστημάτων (de Grauwe 2009).

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το κοινό νόμισμα χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης για εκσυγχρονισμό των λιγότερων ανταγωνιστικών κεφαλαίων σε συνθήκες καπιταλιστικής ανάπτυξης από τη στιγμή που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί πια το όπλο της υποτίμησης. Βεβαίως δεν πρόκειται για μια ουδέτερη διαδικασία και βάση του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης η τάση των πραγμάτων θα είναι οι διαφορές μεταξύ των εθνικών κεφαλαίων συνολικά ιδωμένων να αυξάνονται. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο η Γερμανία, ως ο πιο ισχυρός οικονομικά εθνικός, σχηματισμός της ΕΕ επέλεξε τη λύση του ευρώ. Εκτίμησε πως η υπεροχή της ανταγωνιστικότητάς της, ενισχυμένη από την αδυναμία πραγματοποίησης υποτιμήσεων θα οδηγούσε σε μια εκτεταμένη ανάπτυξη των εξαγωγών της, όπως και έγινε. Από εκεί και πέρα η εξελισσόμενη οικονομική κρίση τροποποίησε μερικά, αλλά όχι συνολικά, το υφιστάμενο πλαίσιο. Δημιουργήθηκαν συνθήκες ύφεσης όπου το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας έγινε πιο έντονο με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, τη δυσχέρανση των δημοσιονομικών δεικτών και την αύξηση του κόστους δανεισμού. Αυτό συνέβει γιατί περιορίστηκαν οι καταναλωτικές δαπάνες με συνέπεια τη μείωση των κρατικών εσόδων και την αύξηση του ελλείμματος ως ποσοστού ενός συρρικνούμενου ΑΕΠ. Η κατάσταση αυτή εντείνεται από το γεγονός πως η πτώση της παραγωγής οδηγεί σε αύξηση της ανεργίας με αποτέλεσμα την ακόμα μεγαλύτερη υστέρηση δημόσιων εσόδων και την πιο συχνή προσφυγή στο δανεισμό για την κάλυψη των αναγκών. Το γεγονός της απουσίας ουσιαστικών αναδιανεμητικών πολιτικών που θα αντιστάθμιζαν την ανισόμετρη ανάπτυξη, δεν φανερώνει τίποτε άλλο παρά πως η ΕΕ δεν αποτελεί μια συνομοσπονδία, πόσο μάλλον μια ομοσπονδία, αλλά μια ειδική θεσμική συνάρθρωση εθνικών καπιταλιστικών σχηματισμών οι οποίοι ανταγωνίζονται για τη μεγαλύτερη δυνατή απόσπαση του παραγόμενου πλούτου.
Η νέα αυτή πραγματικότητα θα οδηγήσει την ελληνική αστική τάξη σε μια αλλαγή υποδείγματος για τον τρόπο με τον οποίο εντάσσεται στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Για να μπορέσουμε όμως να καταλάβουμε ποιο είναι το περιεχόμενο αυτής της αλλαγής υποδείγματος είναι αναγκαίο να αποσαφηνίσουμε ορισμένους μύθους που προσπαθεί να επιβάλει η άρχουσα τάξη μέσω των πολιτικών της εκπροσώπων και των διαμορφωτών της κοινής γνώμης.

 

3. Μύθος 1:Yπάρχει μια ιδιαίτερη απόκλιση της ελληνικής οικονομίας, η οποία δημιουργεί την ανάγκη για τη λήψη τέτοιας έκτασης μέτρων λιτότητας

 

Πραγματικά, αν πάρει στα σοβαρά κανείς τα όσα αναφέρονται από τα ΜΜΕ, τους επίσημους κυβερνητικούς κύκλους αλλά και μερίδα των οργανικών διανοουμένων, στην προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν τη βαναυσότητα των μέτρων, θα σχηματίσει την εντύπωση πως στην ελληνική οικονομία συμβαίνουν πρωτοφανείς εξελίξεις αποτελώντας μια οριακή περίπτωση για τα δυτικά δεδομένα. Ωστόσο τα διαθέσιμα στοιχεία μόνο αυτό δε δείχνουν. Καταρχήν το ελληνικό κράτος δεν είναι το πιο σπάταλο της Ευρώπης. Η λειτουργία του στοιχίζει το 17,3% του ελληνικού ΑΕΠ, ενώ οι αντίστοιχες δαπάνες για το γερμανικό κράτος φτάνουν στο 19,9%, για το Γαλλικό στο 24%, για το βρετανικό στο 23,7% ενώ ο μ.ο της ευρωζώνης φτάνει στο 21,8% (Βεργόπουλος 2010). Σε ό,τι αφορά τα ελλείμματα οι ΗΠΑ εμφανίζουν έλλειμμα το 2009 12,5%, η Ιαπωνία 10,5% και ο μο των χωρών της ευρωζώνης ήταν 6,6%.

Στον τομέα του χρέους μπορεί το ελληνικό χρέος να φτάνει στο 113,4% του ΑΕΠ το 2009 αλλά η πολύ ισχυρή οικονομικά Ιαπωνία διαπιστώνει πως το δικό της χρέος έχει εκτοξευτεί στο 197,2% . Η κατάσταση, δε, εμφανίζεται πολύ διαφορετική αν λάβουμε υπόψη μας το συνολικό χρέος κάθε χώρας (δηλαδή το σύνολο του ποσού που έχει δανειστεί το κράτος, οι επιχειρήσεις και οι ιδιώτες): Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΝΤ το συνολικό ελληνικό χρέος φτάνει στο 179% του ΑΕΠ όταν ο μο της ΕΕ είναι 175% και η Ολλανδία παρουσιάζει συνολικό χρέος 234% του ΑΕΠ, η Ιρλανδία 222%, το Βέλγιο 219%, η Ισπανία 207% η Πορτογαλία 197% η Ιταλία 194%. Αντίστοιχα συμπεράσματα προκύπτουν αν μελετήσει κανείς τα στοιχεία για το εξωτερικό χρέος (δηλαδή τις οφειλές του κράτους, των επιχειρήσεων και των ιδιωτών προς τις ξένες τράπεζες δεδομένου πως ένα τμήμα του χρέους αφορά τράπεζες της ίδιας χώρας): Μεταξύ των λεγόμενων PIGS (Portugal, Ireland, Greece, Spain) η Ιρλανδία χρωστάει το 414% του ΑΕΠ, η Πορτογαλία το 130%, η Ελλάδα το 89,5% και η Ισπανία το 80% (Δελαστίκ 2010α).

Επιπρόσθετα μπορεί η Ελλάδα να εμφανίζει υψηλές δανειακές ανάγκες, ωστόσο η κατάσταση για πολλά άλλα δυτικά κράτη δεν εμφανίζεται διαφορετική. Συγκεκριμένα οι νέες δανειακές ανάγκες της χώρας για το 2010 αναμένεται να φτάσουν τα 50 δισεκατομμύρια ευρώ, τη στιγμή που άλλες «μικρές» χώρες όπως το Βέλγιο και η Ολλανδία θα δανειστούν από 100 δισεκατομμύρια εκάστη. Κι αν για τις ξένες τράπεζες το ρίσκο δανεισμού 50 δις. προς την Ελλάδα θεωρείται υψηλό τότε τι μπορεί να ειπωθεί για τη Γερμανία που μπορεί μεν να έχει το εννεαπλάσιο ΑΕΠ σε σχέση με το ελληνικό, αλλά αναμένεται να δανειστεί 370 δις. ευρώ; Η δε Γαλλία θα φτάσει τα 450 δις και η Ιταλία τα 400 δις με αποτέλεσμα η αντιστοιχία του δανεισμού προς το ΑΕΠ τους να κινείται στα ίδια επίπεδα με την Ελλάδα (Δελαστίκ 2010β).

Τι προκύπτει από όλα τα παραπάνω; Καταρχήν πως παρόμοια οικονομικά προβλήματα αντιμετωπίζουν και άλλες δυτικές χώρες. Όταν αυτό άρχισε να γίνεται σαφές τότε επιστρατεύτηκε ένα δεύτερο επιχείρημα: πως η Ελλάδα αντιμετωπίζει και πρόβλημα χρέους και πρόβλημα ελλειμμάτων και είναι ο συνδυασμός των δύο αυτών προβλημάτων που δημιουργεί την οξυμένη κατάσταση. Το ζήτημα, όμως, είναι, πως αυτό το επιχείρημα εμπεριέχει δύο αντιφάσεις. Η πρώτη είναι πως χώρες πολύ πιο αναπτυγμένες από την Ελλάδα οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία παρουσιάζουν επίσης και υψηλό έλλειμμα αλλά και υψηλό χρέος. Το γεγονός πως δεν αντιμετωπίζουν παρόμοια με την Ελλάδα προβλήματα έχει να κάνει με τ’ ότι ως πολύ πιο ισχυρές οικονομικά δυνάμεις είναι σε θέση να διαχειριστούν τις επιπτώσεις, σ’ αυτή τη φάσης, της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης με διαφορετικό τρόπο. Η δεύτερη αντίφαση έχει να κάνει με τ’ ότι πολύ σύντομα άρχισε να δημιουργείται ένα συνολικότερο πλαίσιο δραματοποίησης της κατάστασης και στην Πορτογαλία και την Ισπανία. Η Ισπανία όμως δεν έχει υψηλό χρέος ενώ η Πορτογαλία δεν έχει υψηλό χρέος και το έλλειμμά της είναι σαφώς χαμηλότερο από αυτό της Ελλάδας. Κατά συνέπεια κάπου άλλου πρέπει να αναζητηθούν τα αίτια. Όπως θα δείξουμε στην παράγραφο 6 αυτό έχει κύρια να κάνει με το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που παρουσιάζει η Ελλάδα, αλλά και η Πορτογαλία με την Ισπανία, το οποίο οξύνει η παρούσα παγκόσμια κρίση και η διαπλοκή της με την κρίση του ευρώ, γεγονός που οδηγεί τις αγορές στην απόσυρση της εμπιστοσύνης τους προς τους νοτιοευρωπαικούς καπιταλισμούς.


4. Μύθος 2: Το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας δημιουργήθηκε γιατί τα τελευταία χρόνια οι έλληνες εργαζόμενοι απόκτησαν ένα καταναλωτικό πρότυπο που δεν αντιστοιχούσε στις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας.

 

Το παραπάνω με απλά λόγια σημαίνει πως στο προηγούμενο διάστημα δόθηκαν αυξήσεις τις οποίες δεν μπορούσε να αντέξει η ελληνική οικονομία με αποτέλεσμα να αυξηθεί υπέρμετρα το κόστος παραγωγής και τα ελληνικά προϊόντα να καταστούν μη ανταγωνιστικά. Η λογική συνέπεια αυτού του μυθεύματος είναι πως από εδώ και πέρα θα πρέπει να μειωθεί το εισόδημα των ελλήνων εργαζομένων έτσι ώστε να αποκατασταθεί η χαμένη ανταγωνιστικότητα.

Ωστόσο, η θεωρία της αύξησης των πραγματικών εισοδημάτων στην Ελλάδα και μάλιστα με ρυθμούς υπέρτερους από αυτούς του μ.ο των χωρών της ΕΕ-15 είναι επιδεκτική κριτικής για πολλούς λόγους. Πράγματι τα διαθέσιμα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνουν πως μεταξύ 1995 και 2008 η σωρευτική αύξηση της αγοραστικής δύναμης των μέσων αποδοχών στην Ελλάδα έφτασε το 37%. Εντούτοις η αύξηση αυτή είναι υπερεκτιμημένη: Καταρχήν λαμβάνει υπόψη τον μέσο πληθωρισμό και όχι τον πληθωρισμό που αντιστοιχεί σε καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες που κατά κύριο λόγο κάνουν χρήση τα νοικοκυριά των εργαζομένων. Σύμφωνα με τους σχετικούς υπολογισμούς η υπερεκτίμηση αυτή προσεγγίζει κάθε χρόνο το 0,7% (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2009). Έπειτα ο μέσος μισθός δεν αντανακλά την πραγματικότητα που βιώνει η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων αφού σε αυτόν περιλαμβάνονται και οι πολύ υψηλές αμοιβές των στελεχών. Τέλος οι μέσες πραγματικές αποδοχές δεν είναι υπολογισμένες για σταθερό αριθμό ωρών, αλλά για το σύνολο του χρόνου εργασίας με αποτέλεσμα να συνυπολογίζονται και οι αμοιβές για υπερωρίες.

Το πρόβλημα είναι πως η απουσία τέτοιων στοιχείων για όλη την περίοδο δεν διευκολύνει να βγάλουμε ξεκάθαρα συμπεράσματα για το τι συνέβη στην μεγάλη πλειοψηφία των μισθωτών. Για το λόγο αυτό εκτιμούμε πως είναι ασφαλέστερο να χρησιμοποιήσουμε διαφορετικά εργαλεία για να κατανοήσουμε τι ακριβώς έχει συμβεί.

Ξεκινώντας από τη συμμετοχή των μισθών στο ΑΕΠ διαπιστώνουμε πως υπάρχει μια μακροχρόνια τάση μείωσης του μεριδίου τους από 56% το 1995 σε 54% το 2008. Η επιδείνωση των όρων διαβίωσης των Ελλήνων φαίνεται και από το γεγονός πως το ποσοστό της αποταμίευσης των νοικοκυριών ως ποσοστό του εισοδήματος μειώνεται από 14,1% το 1996 σε 8,9% το 2004. Ταυτόχρονα το ποσοστό του πληθυσμού που βρισκόταν κάτω από το όριο της φτώχειας το 2006 έφτανε το 21%. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως οι μισοί φτωχοί έχουν εισόδημα μικρότερο από το 44,4% του διαμέσου εισοδήματος και άρα απέχουν σημαντικά από το να εξέλθουν από τη φτώχεια (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2008: 210- 211). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να γίνει κατανοητό το γεγονός της μαζικής προσφυγής στον ιδιωτικό δανεισμό. Ένα σημαντικό τμήμα των ελλήνων μη μπορώντας να ικανοποιήσει τις καταναλωτικές του ανάγκες με τον τρόπο της προηγούμενης γενιάς, προσέφυγε στις τράπεζες. Το αποτέλεσμα ήταν ο δανεισμός των νοικοκυριών, ύστερα και από την απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης το 2003, να αυξηθεί κατακόρυφα, 28% ετησίως για την περίοδο 2002- 2007. Ως ποσοστό του ΑΕΠ η συνολική δανειακή επιβάρυνση των ελληνικών νοικοκυριών αυξήθηκε στο 50% στο τέλος του 2009 από 34,7% στο τέλος του 2005 (Μητράκος- Συμιγιάννης 2009: 7).

Ένας άλλος δείκτης που αποτυπώνει τις κοινωνικές ανισότητες είναι η φορολογία όπου οι έμμεσοι φόροι συνεισφέρουν κατά 66% στα φορολογικά έσοδα, οι μισθωτοί κατά 12%, οι μεγάλες επιχειρήσεις κατά 10%, οι μικρές επιχειρήσεις κατά 4% και οι επαγγελματίες κατά 3% (Κυπριανίδης- Μηλιός 2010: 10) Αλλά και στους πιο «αναλογικούς» άμεσους φόρους η κατάσταση δεν εμφανίζεται δικαιότερη: σε σχέση με τη φορολόγηση του εισοδήματος το 2004 οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι κατέβαλαν το 44% των φόρων εισοδήματος ενώ το 2006 το 50,1%. Αντίθετα οι επιχειρήσεις ενώ το 2004 είχαν καταβάλει το 43% των φόρων εισοδήματος, το 2006 κατέβαλαν το 36,3% των φόρων εισοδήματος (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ 2008: 22- 23).

Το παραπάνω μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνο ως το αποτέλεσμα μιας συνειδητής ταξικής κρατικής πολιτικής σε σχέση και με τη φορολογία. Και δεν μπορούσαν να είναι τα πράγματα διαφορετικά από της στιγμή που για τις μεγάλες επιχειρήσεις η φορολογική επιβάρυνση από 29,9% το 2000 μειώθηκε σε 18,6% το 2006. Το ίδιο έτος ο αντίστοιχος συντελεστής φορο¬λογικής επιβάρυνσης ήταν στην Ισπανία 53,3%, στην Γαλλία 31,4%, στην Ιταλία 27,1%, στην Κύπρο 26,8%, στο Βέλγιο 21,6%, στην Δανία 32,3%, στην Πορτογαλία 22,6%, στην Αγγλία 27,7% και στην Ε.Ε-25 ήταν 28,7%. Αντίθετα, η πραγματική φορολογική επιβάρυνση της εργασίας στην Ελλάδα το 2000 ανερχόταν σε 34,5% και το 2006 αυξήθηκε σε 35,1%. Κατά το ίδιο έτος ο αντίστοιχος συντελε¬στής φορολογικής επιβάρυνσης ήταν στην Ισπανία 30,8%, στην Γαλλία 41,9%, στην Ιταλία 42,5%, στην Κύπρο 24,18%, στο Βέλγιο 42,7%, στην Δανία 37,1%, στην Πορ¬τογαλία 28,6%, στην Αγγλία 25,8% και στην Ε.Ε-25 ήταν 36,4%. Διαπιστώνεται δηλαδή ότι η πραγματική φορολογική επιβάρυνση της εργασίας στην Ελλάδα αντιστοιχεί στο μέσο όρο της Ε.Ε-25, ενώ η πραγματική φορολογική επιβάρυνση για τα κέρδη ανέρχεται σχεδόν στο ήμισυ του μέσου όρου της Ε.Ε -25 (15,9% στην Ελλάδα, έναντι 33% στην Ε.Ε-25. (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2009: 93).

Το συνολικό αποτέλεσμα όλων όσων αναφέρθηκαν είναι η Ελλάδα να διακρίνεται για τις οικονομικές της ανισότητες. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές από τη στιγμή που το εισόδημα του 20% των περισσότερο εύπορων ελλήνων που κατέχουν το 40,4% του συνολικού εθνικού εισοδήματος, είναι περίπου εξαπλάσιο από το εισόδημα του 20% των λιγότερο εύπορων ελλήνων που κατέχουν το 7% του εισοδήματος. Αντίθετα στις χώρες της ΕΕ15 η διαφορά δεν υπερβαίνει την τελευταία δεκαετία τις 4,8 φορές (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2008: 213).

Γενικό συμπέρασμα: Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας οι κοινωνικές ανισότητες στην Ελλάδα αυξήθηκαν γιατί ο παραγόμενος πλούτος διαμοιράστηκε πολύ άνισα. Κατά συνέπεια τα σημερινά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να θεωρηθεί πως οφείλονται στην (υποτιθέμενη) αύξηση των εισοδημάτων των εργαζομένων…

 

ΠΗΓΗ: http://aristerovima.gr/details.php?id=2057

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Κρίση και στρατηγική του ελληνικού Κεφαλαίου ΙΙ

Κρίση και στρατηγική του ελληνικού Κεφαλαίου – Μέρος ΙΙ

 

Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου


Συνέχεια από το Μέρος Ι

5. Μύθος 3: Η (υποτιθέμενη) αύξηση των μισθών οδήγησε σε ραγδαία μείωση των εξαγωγών

 

Το πρώτο σημείο στο οποίο αξίζει να σταθεί κανείς είναι πως ακόμα και αν δεχτούμε, ως υπόθεση εργασίας, πως υπάρχει πραγματική αύξηση των μισθών αυτό δεν οδηγεί αναγκαστικά και σε πτώση της ανταγωνιστικότητας. Κι αυτό γιατί ακόμα και αν δεν λάβουμε υπόψη μας τις μεθοδολογικές παρατηρήσεις που κάναμε στην προηγούμενη παράγραφο, η παραγωγικότητα της εργασίας προς το μο της ΕΕ 15 έχει αυξηθεί περισσότερο απ’ ότι οι μισθοί (19% έναντι 14%). Κατά συνέπεια το πρόβλημα δεν πρέπει να εστιάζεται στους μισθούς. Ταυτόχρονα είναι λάθος να θεωρείται πως το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας είναι τωρινό πρόβλημα – πόσο μάλλον πως γι’ αυτό φταίει η άνοδος των μισθών.

Ας το εξετάσουμε αυτό λίγο πιο αναλυτικά. Για να θεωρήσουμε πως τώρα υπάρχει κρίση ανταγωνιστικότητας αυτό σημαίνει πως σε κάποια, πολύ πρόσφατη, χρονική φάση αυτό το πρόβλημα δεν υπήρχε και γι’ αυτό η ελληνική οικονομία γνώριζε σημαντική ανάπτυξη. Ωστόσο σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία η σχέση εξαγωγών προς εισαγωγές για την περίοδο 1960 – 1989 παρουσιάζει ορισμένες, όχι σημαντικές, αυξομειώσεις κυμαινόμενη μεταξύ 1/3 και 1/2,5. Η σαφής αυτή υπεροχή των εισαγωγών αντανακλά ένα έλλειμμα ανταγωνιστικότητας αλλά, σε καμία περίπτωση, δεν οδήγησε στην πτώχευση της χώρας ούτε σε κάποια αντίστοιχη οικονομική καταστροφή. Στη συνέχεια η δεκαετία 1990- 1999 χαρακτηρίστηκε από μια παγίωση της σχέσης στο 1/2,5. Τέλος για την περίοδο 2000- 2009 μπορούμε να καταλήξουμε στα ακόλουθα:

α) παρατηρείται μια περιορισμένη διολίσθηση της σχέσης εξαγωγών/ εισαγωγών η οποία κυμαίνεται γύρω από το ύψος του 1/3. Η εξέλιξη αυτή συνδέεται με την ένταση του τρόπου ένταξης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και ειδικότερα με τις πιέσεις που δέχθηκε η ελληνική οικονομία λόγω της ένταξής της στη ζώνη του ευρώ από εθνικούς σχηματισμούς με υπέρτερη παραγωγικότητα αλλά και σε αυτή καθ’ αυτή τη χρήση του ευρώ ως ακριβού νομίσματος για τις συναλλαγές με τις χώρες εκτός ευρωζώνης. β) Σε κάθε περίπτωση πάντως η δεκαετία αυτή δε φαίνεται να χαρακτηρίζεται από κάποια δραστική μείωση των εξαγωγών, τέτοιας τάξης που να δικαιολογεί τη λήψη αντίστοιχης εμβέλειας μέτρων όπως αυτά που αποφάσισαν από κοινού Κυβέρνηση, Ευρωπαϊκή Ένωση και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Τ’ ότι δεν υπάρχει πρόβλημα κατακόρυφης μείωσης της ελληνικής ανταγωνιστικότητας φαίνεται και από τα υπάρχοντα στοιχεία που αφορούν την εξέλιξη της συμμετοχής των ελληνικών στις παγκόσμιες εξαγωγές, στις εξαγωγές των χωρών της ζώνης του Ευρώ καθώς και στις εξαγωγές στο σύνολο των χωρών της ΕΕ. Ωστόσο ούτε αυτά τα στοιχεία δείχνουν κάποια βαθιά κρίση εξαγωγών. Υπάρχουν διακυμάνσεις οι οποίες οφείλονται σε συγκυριακούς λόγους αλλά όλα κινούνται σε πολύ συγκεκριμένα πλαίσια. Έτσι την περίοδο 2000 – 2008 η συμμετοχή των ελληνικών στις παγκόσμιες εξαγωγές κυμαίνεται μεταξύ 0,016 και 0,018 του συνόλου, στις εξαγωγές των χωρών της ΟΝΕ από 0,048 μέχρι 0,059 και στις εξαγωγές των χωρών της ΕΕ από 0,037 μέχρι 0,049 Βεβαίως θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως ακόμα και για το μέγεθος της Ελλάδας οι επιδόσεις αυτές είναι πολύ χαμηλές. Δε θα διαφωνήσουμε πως ο ελληνικός καπιταλισμός δεν αντλεί τη δυναμική του από τη βιομηχανία αλλά σε κάθε περίπτωση τα συγκεκριμένα στοιχεία δεν δείχνουν κάποια καθίζηση των εξαγωγών.


6. Ποιο είναι το πραγματικό πρόβλημα;

 

Το πραγματικό πρόβλημα έχει να κάνει με το μοντέλο ένταξης στο διεθνή καταμερισμό εργασίας που υιοθέτησε η ελληνική αστική τάξη μεταπολεμικά. Το βάρος δινόταν πρωταρχικά στον εφοπλισμό, άλλωστε η Ελλάδα παραμένει σταθερά η πιο ισχυρή ναυτιλιακή δύναμη στον κόσμο, και στην ανάπτυξη του κατασκευών (πέραν της κατασκευαστικής ανοικοδόμησης της χώρας αξίζει να αναφερθεί και η πολύ σημαντική παρουσία των ελληνικών κατασκευαστικών εταιρειών στη Β. Αφρική και στη Μ. Ανατολή) και του τουρισμού και μόνον δευτερευόντως και υποτελώς στη βιομηχανία και μάλιστα στην εξαγωγική εκδοχή της. Στη συνέχεια και με την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ/ ΕΕ την όλη αυτή κατεύθυνση ενίσχυσαν και οι κοινοτικοί πόροι.

Το τουριστικό συνάλλαγμα, τα έσοδα από τον εφοπλισμό και οι πόροι από την ΕΟΚ συντελούν αποφασιστικά στη μείωση του εμπορικού ελλείμματος. Διαφορετικά ειπωμένο το σχετικά αδύνατο σημείο του ελληνικού καπιταλισμού που ήταν η ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας του, το αντιστάθμιζε το γεγονός της πολύ ισχυρής ναυτιλιακής παρουσίας, της ανάπτυξης της τουριστικής βιομηχανίας και των πόρων από την ΕΟΚ/ ΕΕ που σε σημαντικό βαθμό κατευθύνονταν στο κατασκευαστικό κεφάλαιο.

Στη δεκαετία του ’90 το ακόμα μεγαλύτερο άνοιγμα των διεθνών αγορών που έφερε η νίκη του νεοφιλελευθερισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, (το φαινόμενο που για ορισμένους ονομάστηκε «παγκοσμιοποίηση») ενέτεινε τις πιέσεις απέναντι στην ελληνική οικονομία. Η λύση που επιλέχτηκε για να ανταπεξέλθει στα νέα δεδομένα δεν ήταν κάποιας μορφής τεχνολογικής μετασχηματισμός ή μια ριζική αναδιαμόρφωση του τρόπου οργάνωσης της εργασίας, όπως υπήρξε ο φορντισμός στο παρελθόν, πέραν της υιοθέτησης ορισμένων μορφών εργασιακής ευελιξίας. Αντίθετα δόθηκε βάρος στη συνέχιση του ίδιου μοντέλου με ταυτόχρονη ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης των λαϊκών στρωμάτων (μείωση της συμμετοχής της εργασίας στο παραγόμενο προϊόν, αυξήσεις μικρότερες από την άνοδο της παραγωγικότητας) καθώς και μέσω της αξιοποίησης της φτηνής μεταναστευτικής εργασίας. Είναι δε χαρακτηριστικό πως σε μια περίοδο έντονης κεφαλαιακής διεθνοποίησης η Ελλάδα είναι η χώρα με πολύ λίγες άμεσες επενδύσεις προς το εξωτερικό και αυτές σχεδόν αποκλειστικά στο χώρο των πρώην «σοσιαλιστικών» χωρών της Βαλκανικής.

Η ένταξη στην ΟΝΕ, η πραγματοποίηση μεγάλων κατασκευαστικών έργων, η διοργάνωση των Ολυμπιακών αγώνων το 2004, δεν διαφοροποίησαν αυτή την στρατηγική αλλά την ενίσχυαν. Ταυτόχρονα συνεχίστηκαν διάφορες παράλληλες μορφές ενίσχυσης του συνασπισμού εξουσίας και των στηριγμάτων του όπως η ανοχή στην παραοικονομία (η οποία αισίως έφτασε στις αρχές του 21ου αιώνα το 28,5% του ΑΕΠ), η διαπλοκή μονοπωλιακών μερίδων και κρατικού μηχανισμού με αποτέλεσμα την υπερκοστολόγηση δημόσιων έργων κοκ.

Τα προβλήματα άρχισαν να οξύνονται όταν εμφανίστηκε μείωση των ευρωπαϊκών πόρων, πτώση των εσόδων από τον τουρισμό, αύξηση του δανεισμού για να καλυφτεί το κόστος που δημιουργούσε η προνομιακή μεταχείριση στην ανάληψη δημόσιων έργων από συγκεκριμένους μονοπωλιακούς ομίλους (πολύ χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του σκανδάλου της Ζήμενς), σταθερά υψηλά κόστη στρατιωτικών δαπανών κυρίως λόγω ευρύτερων γεωπολιτικών σχεδιασμών και υποχρεώσεων, υπερκοστόλογηση δημόσιων δαπανών (ενδεικτικό παράδειγμα η λειτουργία του νοσοκομειακού τομέα με ότι αυτός περιλαμβάνει: φάρμακα, ιατρικά μηχανήματα, ιατρικές εξετάσεις που εκτελούνται από τον ιδιωτικό τομέα λόγω αδυναμίας τέλεσής τους από τον δημόσιο), αλλαγή νηολογίου για τους έλληνες εφοπλιστές και κατεύθυνση προς το κυπριακό νηολόγιο. Ταυτόχρονα η ένταξη στην ΕΕ σχηματισμών χαμηλότερης κόστους εργασίας (των πρώην «σοσιαλιστικών» χωρών) ενέτεινε την εικόνα της μειωμένης ελληνικής παραγωγικότητας αφού αυξήθηκε περισσότερο ο ανταγωνισμός εντός της ίδιας οικονομικής ολοκλήρωσης. Εξέλιξη που έπληξε κυρίως τους ελληνικούς παραδοσιακούς κλάδους έντασης εργασίας (κλωστοϋφαντουργία, ένδυση, υπόδηση) με συνέπεια είτε την πτώχευση επιχειρήσεων είτε την μετοίκησή τους σε χώρες της Βαλκανικής. Σημαντικό επίσης ρόλο έπαιξε και ο υψηλός πληθωρισμός που παρουσίασε η Ελλάδα σε σχέση με τον μ.ο των χωρών της Ευρωζώνης. Ίσως κάποιος να μη δώσει σημασία θεωρώντας πως ένας πληθωρισμός της τάξης του 3,5% δεν αποτελεί κάτι σημαντικό. Δεν είναι έτσι, όμως, δεδομένου πως στις χώρες του ευρώ ο πληθωρισμός κυμαινόταν περίπου στο 2,2%, πράγμα που συνιστούσε μια διαφορά της τάξης του 70%. Στη διάρκεια μια δεκαετίας αυτή η απόκλιση συνέβαλε ουσιαστικά στην μείωση της ελληνικής ανταγωνιστικότητας.

Το τραπεζικό κεφάλαιο από την πλευρά του επιχείρησε να ασκήσει πιέσεις στις επιχειρήσεις προς την κατεύθυνση έντονων αναδιαρθρώσεων, ωστόσο αυτό προσέκρουσε στην αδυναμία αρκετών εταιρειών να ενσωματώσουν τόσο σημαντικές αλλαγές στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης με αποτέλεσμα συχνά να παράγονται αποδιαρθρωτικά αποτελέσματα. Έτσι από ένα σημείο και μετά θα δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος αφού η κρίση οδήγησε στον περιορισμό των χρηματοδοτήσεων προς τις επιχειρήσεις, πράγμα που ενίσχυσε ακόμα περισσότερο την ύφεση κοκ.

Όλα αυτά θα κάνουν πολύ έντονη την παρουσία τους και στην αποδοτικότητα των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας η οριακή αποτελεσματικότητα του παγίου κεφαλαίου ακολούθησε μακροχρόνια ανοδική πορεία μέχρι το 2004 και αυτό σε σημαντικό βαθμό σχετίζεται και με την σημαντική αύξηση των επενδύσεων, (πρώτη μεταξύ των χωρών της ΕΕ για την περίοδο 1996- 2004) σε μηχανολογικό εξοπλισμό (Ιωακείμογλου- Μηλιός 2006: 590- 591) . Από εκεί και πέρα κάθε πρόσθετη μονάδα επένδυσης σε πάγιο κεφάλαιο συνοδευόταν από μικρότερη αύξηση του παραγόμενου προϊόντος. Πρόκειται για το τέλος ενός επενδυτικού κύκλου ο οποίος χαρακτηρίστηκε από τη χρήση νέων τεχνολογιών στον εισαγόμενο από το εξωτερικό μηχανολογικό εξοπλισμό. Ο συγκεκριμένος κύκλος ξεκίνησε το 1996 και από 25% που ήταν η σχέση προϊόντος/ κεφαλαίου το 1995 έφτασε στο 28,5% το 2005. Από το 2006 η άνοδος ανακόπηκε και μετατράπηκε σε πτώση το 2008 (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2009).

Το συνολικό αποτέλεσμα είναι πως βοηθούσης και της παγκόσμιας ύφεσης η ελληνική οικονομία από το 2005 αρχίζει να εμφανίζει έντονα στοιχεία συστολής. Έτσι η εξέλιξη του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε σταθερές τιμές, υπήρξε ανοδική κατά την περίοδο 1996-2004, παρουσίασε κάμψη από το 2005 και κατέστη στην συνέχεια έντονα πτωτική. Σύμφωνα, δε, με τις προβλέψεις, το ΑΕΠ θα μειωθεί, σε σταθερές τιμές, κατά περίπου 2% το 2010. Ο ετήσιος ρυθµός ανάπτυξης επιβραδύνθηκε από 4,0% το 2007 στο 2,9% το 2008 και στο -2% το 2009. Τελευταίο αλλά όχι έσχατο, η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 4,0% το 2008 ενώ το 2007 είχε παρουσιάσει άνοδο 2,7%.

Στο επίπεδο της κρατικής διαχείρισης η κρίση συμπυκνώθηκε στην άνοδο του δημόσιου ελλείμματος από 6,6% που ήταν το 2008 στο 12,9% του ΑΕΠ στο 2009. Αυτό οφείλεται σε μια σημαντική μείωση των εσόδων και των επιστροφών εσόδων (περίπου 4%), καθώς και στην αύξηση των δημοσίων δαπανών (περίπου 2/%). Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ σε όλη τη περίοδο 2002- 2008 τα δημόσια έσοδα σημείωναν κάθε έτος αύξηση, το 2009 για πρώτη φορά θα σημειωθεί μείωση 1,1 δις. ευρώ.

Μέσα σε αυτό το πνεύμα θα πρέπει να διαβάσουμε τα ακόλουθα δεδομένα:
Σε ότι αφορά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών η πρώτη διαπίστωση που κάνουμε έχει σχέση με το εμπορικό έλλειμμα. Παρατηρούμε πως υπάρχει μια μείωση του ελλείμματος μέχρι το 2004, όπου και λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων υπήρξε μια σημαντική οικονομική ανάπτυξη, στη συνέχεια το έλλειμμα αυξάνει και το 2008 βρίσκεται στα επίπεδα του 2000, για να μειωθεί ξανά το 2009 λόγω της από-διεθνοποίησης που προκαλεί η παγκόσμια ύφεση. Σε κάθε περίπτωση πάντως δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε ενός τέτοιου εύρους κρίση εξαγωγών που να δικαιολογεί, έστω και από αστική σκοπιά, την ένταση των μέτρων που ελήφθησαν. Επίσης αν λάβουμε υπόψη μας και την παράμετρο των καυσίμων, η Ελλάδα ως ενεργειακά εξαρτημένη χώρα θα βρισκόταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από πλευράς εμπορικού ισοζυγίου αν δεν είχε να αντιμετωπίσει και αυτό το πρόβλημα. Έπειτα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο παράγοντας του σχετικά υψηλότερου πληθωρισμού που σε καθεστώς σταθερών ονομαστικών ισοτιμιών οδήγησε στη σταδιακή απώλεια ανταγωνιστικότητας πολλών ελληνικών προϊόντων καθώς και η άνοδος των εισαγωγών που οφείλεται τόσο στην οικονομική μεγέθυνση που συνέβαλε στην αύξηση της ζήτησης για εισαγόμενα προϊόντα όσο και στις επενδύσεις σε εισαγόμενο μηχανολογικό εξοπλισμό (Μηλιός 2010).

Με αντίστοιχο τρόπο με το εμπορικό έλλειμμα κινείται και η εξέλιξη του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Μείωση μέχρι το 2004, αύξηση μέχρι το 2008, ξανά μείωση του 2009. Ωστόσο θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως το έλλειμμα κινείται στη μετά 2004 περίοδο σε πολύ πιο υψηλά επίπεδα από ότι στην πριν του 2004. Αυτό από τη μια επαναεπιβεβαιώνει πως δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια ξαφνική κρίση εξαγωγών και από την άλλη δείχνει πως οι υπόλοιποι δείκτες εμφανίζουν μια υπέρτερη υστέρηση. Ο πρώτος λόγος που συμβαίνει κάτι τέτοιο θεωρούμε πως είναι η πτώση των ταξιδιωτικών εισπράξεων η οποία είναι σχεδόν συνεχής από το 2000 μέχρι το 2009- παρά τη διοργάνωση των Ολυμπιακών που θα περίμενε κανείς, (και γι’ αυτό άλλωστε, υποτίθεται, πως ανέλαβε η χώρα αυτό δυσβάστακτο κόστος), να λειτουργήσει ενισχυτικά για τον τουρισμό. Εκτιμούμε πως σημαντικός παράγοντας σε αυτή την εξέλιξη θα πρέπει να είναι η υιοθέτηση του (ακριβού) ευρώ. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την μείωση των τρεχουσών μεταβιβάσεων, δηλαδή των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων. Παρατηρούμε πως η ολοκλήρωση του Τρίτου Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης λειτουργεί αρνητικά σε αυτό τον δείκτη.

Αυτό που θα πρέπει να υπογραμμιστεί είναι ότι η κρίση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναδεικνύει μια σημαντικότατη απόκλιση της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν της αλλά και με τον μ.ο τω χωρών της ευρωζώνης. Πρόκειται για μια κρίση που αγγίζει και την Ισπανία και την Πορτογαλία φέρνοντας στην επιφάνεια παρόμοια οικονομικά προβλήματα. Συγκεκριμένα την περίοδο 2006- 2009 το ελληνικό έλλειμμα κινείται σταθερά σε διψήφια νούμερα ενώ την περίοδο κατά μέσο όρο οι χώρες της ευρωζώνης κινούνται μεταξύ +0,4% και -0,8%, το έλλειμμα της Πορτογαλίας βρίσκεται σταθερά στο 10% και της Ισπανίας κυμαίνεται μεταξύ 7% και 10% (European Economy 2009). Κατά συνέπεια δεν είναι ούτε το έλλειμμα, ούτε το χρέος, ούτε η ανεργία το βασικό ζήτημα αλλά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που αναδεικνύει ευρύτερα προβλήματα παραγωγικότητας.

Η κρίση ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διαπλέχθηκε με την παγκόσμια κρίση κάνοντας δυσχερή τον μέχρι τότε ρόλο των ελληνικών τραπεζών. Τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα μέχρι το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης ήταν σε θέση να καλύπτουν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών δανειζόμενα από το εξωτερικό έτσι ώστε να ικανοποιηθεί η αυξανόμενη ζήτηση για συνάλλαγμα. Με τον τρόπο αυτό αντικαθιστούσαν και τις εισροές για τις αγορές κρατικών ομολόγων και μετοχών που στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του ευρώ συνέβαλαν στην κάλυψη του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Ωστόσο η έλλειψη ρευστότητας των ξένων τραπεζών που προήλθε από την κρίση συντέλεσε στην αδυναμία εξεύρεσης φθηνού χρήματος για τις ελληνικές τράπεζες με αποτέλεσμα την αύξηση του ελλείμματος (Πελαγίδης- Μητσόπουλος 2010: 247).

Περνώντας στο ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών το βασικό πρόβλημα που διαπιστώνουμε αφορά το έλλειμμα από επενδύσεις χαρτοφυλακίου και ειδικά σε ομόλογα και έντοκα γραμμάτια. Η περίοδος 2000- 2004 χαρακτηρίζεται από μια σχετική σταθερότητα και το έλλειμμα διατηρείται στο 5-6%. Στη συνέχεια η υπερθέρμανση της οικονομίας με την αύξηση του ΑΕΠ έχει ως αποτέλεσμα τη δραστική μείωση του ελλείμματος στο 1,8% το 2006, αλλά από το 2007 παρατηρείται ραγδαία άνοδος με αποτέλεσμα το 2009 να φτάσει το έλλειμμα στο 11,7%. Εκτιμούμε πως η εξέλιξη αυτή οφείλεται σε αρκετούς παράγοντες: μείωση του πραγματικού ΑΕΠ το 2009 λόγω της ύφεσης, αύξηση της προσφυγής σε δανεισμό λόγω της κόστους των δημόσιων έργων που πραγματοποιήθηκαν την προηγούμενη περίοδο, μείωση της φορολογικών εσόδων τόσο λόγω της οικονομικής συστολής που έφερε η παγκόσμια ύφεση και στην Ελλάδα όσο και λόγω της μείωσης της φορολόγησης των επιχειρήσεων.

Όλα τα παραπάνω έχουν, όπως είναι φυσικό, συνέπειες στο χρέος. Από το 2006 υπάρχει αύξηση των δαπανών για την εξυπηρέτηση του χρέους, το 2009 παρατηρείται μια σημαντική μεγέθυνση αυτού καθ’ αυτού του χρέους, ενώ από το 2007 αυξάνεται το χρέος σημαντικά και σε απόλυτους αριθμούς. Πάνω σε αυτό θέλουμε να κάνουμε δύο παρατηρήσεις:

Η πρώτη είναι πως η αύξηση της χρέους αποτελεί σοβαρό ζήτημα το οποίο δεν είναι εύκολο να παρακαμφθεί. Πρόκειται για ένα σημαντικό πρόβλημα για την ελληνική αστική τάξη που φανερώνει την κρίση του μοντέλου καπιταλιστικής ανάπτυξης που είχε υιοθετηθεί τα προηγούμενα (πολλά) χρόνια. Τα διαθέσιμα στοιχεία φανερώνουν πως ενώ η δεκαετία 2000- 2009 χαρακτηρίζεται από υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης στην ουσία αυτό δεν βελτιώνει την κατάσταση της οικονομίας αφού, η ανάπτυξη αυτή κατευθύνεται στην αποπληρωμή των τόκων, ενώ αν λάβουμε υπόψη και την πληρωμή των χρεολυσίων τότε δημιουργείται ένα έλλειμμα που οδηγεί σε νέα προσφυγή σε δανεισμό. Η κρίση του 2009 που θα χαρακτηριστεί από αρνητική ανάπτυξη θα εκτινάξει την ελλειμματικότητα της ελληνικής οικονομίας. Η συνολική εικόνα επιδεινώνεται αν αναλογιστούμε πως πολλά ληξιπρόθεσμα δάνεια θα πρέπει να πληρωθούν μέσα στην περίοδο 2011- 2013 ενώ ο μέσος όρος αποπληρωμής των δανείων θα μειωθεί από τα 10 στα 7 χρόνια.

Ωστόσο, κι αυτή είναι η δεύτερη παρατήρηση, δεν πρόκειται για κάτι το ιστορικά πρωτοφανές, ούτε πρέπει να γίνονται συσχετίσεις με το 1898 ή το 1932 που οι ιστορικές συνθήκες ήταν εντελώς διαφορετικές ( απουσία, κοινού νομίσματος, μικρότερος βαθμός διεθνοποίησης για την ελληνική οικονομία- άρα μικρότερη επίδραση στη διεθνή οικονομία από τις δύο χρεωκοπίες). Έπειτα όπως φαίνεται και το 2002 και το 2003 η κατάσταση ήταν σαφώς πιο επιβαρυμένη αφού οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους ήταν υψηλότερες. Εξάλλου σχεδόν όλο το χρέος (97%) είναι σε ευρώ κατά συνέπεια δεν επηρεάζεται από τις διακυμάνσεις του ευρώ με το δολάριο, το γιεν και τη λίρα και δεν τίθεται θέμα ανεπάρκειας συναλλάγματος (Βεργόπουλος 2009) ενώ το 75% βρίσκεται στην κατοχή ευρωπαϊκών τραπεζών οι οποίες για προφανείς λόγους δεν θα επιθυμούσαν μια κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας. Τέλος το 75% του χρέους είναι με σταθερό επιτόκιο και το 25% με κυμαινόμενο κατά συνέπεια η επίδραση των αγορών αφορά κυρίως τα νέα δάνεια (Σταθάκης 2010). ..

 

ΠΗΓΗ: http://aristerovima.gr/details.php?id=2057

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙΙ