Αρχείο κατηγορίας Παγκόσμια κεφάλαια

Παγκόσμια κεφάλαια (και δεν σηκώνουμε κεφάλια;)

ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ II

ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ:

… τα πλεονεκτήματα μίας μικτής οικονομίας και ο κίνδυνος διάλυσης των Η.Π.Α. – Μέρος ΙΙ

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

  

Συνέχεια από το Μέρος Ι ΕΝΔΙΑΜΕΣΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η άριστη μορφή κράτους ή πολιτεύματος, η πιο ευεργετική δηλαδή για την πλειονότητα του λαού και με το μικρότερο κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί για εγωιστικούς σκοπούς, με βάση την αρχή της χρυσής μεσότητας, είναι ο συνδυασμός δημοκρατίας και ολιγαρχίας – όπου θα αποφεύγονται τόσο η φτώχεια, όσο και ο υπερβολικός πλούτος και όπου τα περισσότερα δικαιώματα θα εκχωρούνται στη μεσαία τάξη των πολιτών” (Αριστοτέλης).

Όπως διαπιστώσαμε αναλύοντας «επιγραμματικά» το σύστημα του κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού (σοσιαλισμός), δεν υπάρχουν «καταρρεύσεις», αλλά μετεξελίξεις. Έτσι λοιπόν, ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» δεν οδήγησε τις οικονομίες, στις οποίες εφαρμόσθηκε (με όποιον τρόπο), στον «γνήσιο κομμουνισμό», αλλά στον απολυταρχικό καπιταλισμό: στην παντοδυναμία δηλαδή ενός κρατικού μηχανισμού, μίας ολιγαρχίας καλύτερα, η οποία θέλει να ελέγχει τα πάντα «δικτατορικά» – δυστυχώς όχι σε συνδυασμό με τη δημοκρατία, όπως πρότεινε ο Αριστοτέλης. Αποδείχθηκε λοιπόν ότι επρόκειτο για μία ουτοπία, για μία φαντασίωση καλύτερα ή για ένα αυθαίρετο ευχολόγιο του εμπνευστή του.  

Από την άλλη πλευρά, η ελεύθερη αγορά, μέσα από υφέσεις, διαρκείς κρίσεις και πολιτικές ανακατατάξεις (με πρόσφατη τον εγκληματικό νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος επιβάλλεται με τη βοήθεια του ΔΝΤ, του ΝΑΤΟ κλπ.), φαίνεται να οδηγείται στο μονοπωλιακό καπιταλισμό: στην παντοδυναμία δηλαδή των αγορών (Καρτέλ, χρηματοπιστωτική μαφία), οι οποίες θέλουν επίσης να ελέγχουν τα πάντα δικτατορικά. Επομένως, ήταν επίσης μία ουτοπία του εμπνευστή της, του A.Smith, ο οποίος ισχυρίσθηκε εσφαλμένα πως, όταν οι άνθρωποι καλύπτουν τις ανάγκες τους, παύουν πια να συσσωρεύουν (άρθρο μας). Οι δύο αυτές σύγχρονες μετεξελίξεις, οι καρκινογόνες μεταστάσεις καλύτερα κάποιων περισσότερο ή λιγότερο υγιών «κυττάρων», φαίνεται ότι θα βρεθούν στο μέλλον αντιμέτωπες μεταξύ τους: αφού τόσο η μία, όσο και η άλλη, δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς να αναπτύσσονται και να επεκτείνονται. Εμείς έχουμε την άποψη ότι, το καταστροφικό αυτό ενδεχόμενο ίσως μπορεί ακόμη να αποφευχθεί, εάν περιορισθεί η ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση, καθώς επίσης εάν αποτραπεί ο πόλεμος μεταξύ των πλεονασματικών με τα ελλειμματικά κράτη – έτσι ώστε να μεσολαβήσει εκείνο το χρονικό διάστημα, το οποίο χρειάζονται οι όποιες υγιείς δυνάμεις έχουν απομείνει στο σύστημα, οι απλοί πολίτες ουσιαστικά, καθώς επίσης οι  μικρομεσαίες επιχειρήσεις, για να μπορέσουν να αντιστρέψουν την τάση. Εάν δε απαιτηθεί η βραχυπρόθεσμη επιστροφή στα εθνικά κράτη, κάτι που μάλλον φαίνεται απαραίτητο, δεν θα πρέπει να υπάρξει κανένας δισταγμός – αφού η σύγκρουση των δύο σημερινών κυρίαρχων συστημάτων θα σήμαινε ίσως την «αμετάκλητη» κατάρρευση ολόκληρης της ανθρωπότητας.  

Η ΜΙΚΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Μεταξύ όλων των «εφαρμογών» της Δημοκρατίας, η ομοσπονδιακή οργάνωση ενός κράτους είναι η πλέον αποτελεσματική – καθώς επίσης η συγγενέστερη. Το ομοσπονδιακό σύστημα οριοθετεί και περιορίζει την απόλυτη κυριαρχία της κρατικής εξουσίας, επειδή την τεμαχίζει σε επί μέρους κομμάτια – παραχωρώντας στην κεντρική κυβέρνηση μόνο ορισμένα, ακριβώς προκαθορισμένα δικαιώματα. Είναι το μοναδικό μέσον, με το οποίο ελέγχεται όχι μόνο η εξουσία της πλειοψηφίας του λαού (κυβερνών κόμμα) αλλά, επίσης, η λαϊκή κυριαρχία” (Lord Acton).  Σύμφωνα με την παραπάνω «ρήση», η ομοσπονδιακή δομή ενός κράτους (όπως για παράδειγμα της Γερμανίας) είναι το πλέον εύφορο έδαφος για να ανθήσει η Άμεση Δημοκρατία. Στην περίπτωση δε της χώρας μας, θα μπορούσε να συμβεί, εάν οι περιφέρειες (Καλλικράτης) μετεξελίσσονταν σε ομοσπονδιακά κρατίδια – κάτι που δεν είναι πολύ δύσκολο στην εφαρμογή του, ενώ μπορεί να μας προφυλάξει από εσφαλμένες «λαϊκές ετυμηγορίες», οι οποίες παραδίδουν την απόλυτη εξουσία σε «κόμματα ενός ανδρός», τα οποία υπεξαιρούν την ψήφο με παραπλανητικές υποσχέσεις.  Περαιτέρω, διαπιστώνοντας ακόμη μία φορά την απίστευτη σοφία των προγόνων μας (παν μέτρον άριστον), έχουμε την άποψη ότι η μικτή οικονομία, στην οποία τόσο το κράτος, όσο και οι πολίτες, έχουν «μοιράσει» δίκαια, συνετά καλύτερα τις «εξουσίες» και τις δραστηριότητες μεταξύ τους, είναι η μοναδική ίσως λύση του προβλήματος. Παρά το ότι δε καταφέραμε να βαδίσουμε από τις φυλές στις πόλεις-κράτη, καθώς επίσης από τις πόλεις-κράτη στα εθνικά κράτη με απόλυτη επιτυχία, δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε το ίδιο ούτε για τις διακρατικές ενώσεις, αλλά ούτε και για την παγκοσμιοποίηση – ενώ καμία νομισματική ένωση μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να επιβιώσει. Πολλοί από εμάς επιθυμούν πράγματι να γίνουν ευρωπαίοι πολίτες και στη συνέχεια πολίτες του κόσμου – αντί Έλληνες, Γερμανοί κλπ. Εν τούτοις, υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ των επιθυμιών μας, των υποσυνείδητων «ενστάσεων» μας, καθώς επίσης των δυνατοτήτων μας – μία απόσταση που απαιτεί πάρα πολύ χρόνο για να διανυθεί ομαλά.  

Το σύστημα της μικτής οικονομίας τώρα, σε συνθήκες άμεσης δημοκρατίας, είναι ίσως το μόνο που δεν έχει αποτύχει ακόμη, αφού έχει μερικώς εφαρμοσθεί μόνο στην Ελβετία – σε κάποια άλλη μορφή και στην Καλιφόρνια. Εδώ υπενθυμίζουμε μία φράση του F. D. Roosevelt, ο οποίος είχε πει ότι “Το σύστημα της ελεύθερης αγοράς δεν έχει αποτύχει στην εποχή μας, αλλά απλά δεν έχει γίνει ακόμη η προσπάθεια σωστής εφαρμογής του”. Στο συγκεκριμένο σύστημα, το κράτος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να καθορίζει τους κανόνες λειτουργίας των επιχειρήσεων – ρυθμίζοντας την ελεύθερη αγορά, με κριτήριο το κοινό περί Δικαίου αίσθημα. Με τη βοήθεια επιτροπών ανταγωνισμού, οφείλει να διατηρεί το μέγεθος των επιχειρήσεων σε λογικά πλαίσια, καθώς επίσης να επιβλέπει με μεγάλη αυστηρότητα τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού τομέα – με τη βοήθεια μίας κεντρικής τράπεζας, η οποία είναι απαράδεκτο να ανήκει σε ιδιώτες (όπως δυστυχώς συμβαίνει με την Τράπεζα της Ελλάδας, τη Fed κλπ.).  Σε γενικές γραμμές λοιπόν, το κράτος πρέπει να απαγορεύει τη μόχλευση, τα παράγωγα επίσης, να υποχρεώνει τις τράπεζες να δανείζουν μόνο τις καταθέσεις τους, να τις διαχωρίζει σε εμπορικές-επενδυτικές (GlassSteagall), τεμαχίζοντας τις υπερβολικά μεγάλες, να διώκει τη φοροαποφυγή των πολυεθνικών (κατάργηση των off shore εταιρειών, έλεγχος των υπερτιμολογήσεων κλπ.), καθώς επίσης όλα όσα ευρίσκονται προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Από την άλλη πλευρά βέβαια, θα πρέπει να έχει στην αποκλειστική ιδιοκτησία του όλες τις κοινωφελείς επιχειρήσεις (ενέργεια, ύδρευση), ορισμένες στρατηγικές (λιμάνια), καθώς επίσης κάποιες «εν δυνάμει» κερδοφόρες (τον ΟΠΑΠ για παράδειγμα) – έτσι ώστε να μην εξαρτάται από τους επιχειρηματίες και να μπορεί να αντιπαρατίθεται μαζί τους.  Επειδή όμως το δημόσιο είναι συνήθως «επιρρεπές» στη διαφθορά, στη διαπλοκή, στην κακοδιαχείριση κλπ., οφείλουν οι πολίτες να συμμετέχουν ενεργά στη λειτουργία του – ιδιαίτερα στον έλεγχο του. Στα πλαίσια αυτά, θεωρούμε ότι το πολίτευμα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας έχει πλέον ολοκληρώσει τον κύκλο του και πρέπει να αντικατασταθεί από ένα επόμενο: από τη Φιλελεύθερη, Άμεση Δημοκρατία, έτσι όπως αυτή εφαρμόζεται από την Ελβετία (άρθρο μας) και μάλλον προετοιμάζεται από τη Γερμανία – δυστυχώς δυσλειτουργεί στην Καλιφόρνια, από την οποία όμως οφείλουμε να αντλήσουμε διδάγματα (όπως και από κάποιες άλλες εξελίξεις στις Η.Π.Α., τις οποίες θα αναλύσουμε στη συνέχεια).

Πρώτη προτεραιότητα τώρα της φιλελεύθερης, άμεσης δημοκρατίας στη χώρα μας, οφείλει να είναι η δημιουργία εξειδικευμένων επιτροπών Πολιτών – οι οποίοι θα εκλέγονται σε ετήσια βάση με κλήρο, μεταξύ αυτών που θα υποβάλλουν αιτήματα επιλογής τους, ανάλογα με το γνωστικό πεδίο τους. Οι εθελοντικές αυτές επιτροπές, θα έχουν σκοπό τον έλεγχο όλων των δραστηριοτήτων του δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων των λογιστικών καταστάσεων, καθώς επίσης των Ισολογισμών των πολιτικών κομμάτων – κυρίως βέβαια των κομμάτων εξουσίας.  Φυσικά, όλες οι καταστάσεις και οι Ισολογισμοί των κομμάτων, καθώς επίσης του στενότερου ή ευρύτερου δημοσίου, με τα ανάλογα ενημερωτικά (όπως συμβαίνει με τις εισηγμένες εταιρείες), οφείλουν να προετοιμάζονται και να αναρτώνται με διαφάνεια στο διαδίκτυο – έτσι ώστε να είναι «προσβάσιμες» όχι μόνο στις επιτροπές, αλλά σε όλους τους ενδιαφερομένους για τη χώρα τους Πολίτες, όπως και στα ΜΜΕ.  Περαιτέρω, άλλες επιτροπές Πολιτών πρέπει να ελέγχουν τους εκάστοτε νόμους που ψηφίζονται από το Κοινοβούλιο, με τους σημαντικότερους από αυτούς να προϋποθέτουν δημοψηφίσματα – όπως συμβαίνει στην Ελβετία. Για παράδειγμα, η προσφυγή της χώρας σε έναν διεθνή οργανισμό, όπως στο ΔΝΤ, όφειλε να είναι απόφαση του συνόλου των Πολιτών της – επίσης όλοι οι νόμοι, οι οποίοι αφορούν σοβαρά θέματα των βουλευτών της (ευθύνες υπουργών κλπ.). Φυσικά το ίδιο ισχύει και για τις επιτροπές ελέγχου οικονομικών σκανδάλων του δημοσίου, έτσι ώστε να μην είναι οι ίδιοι αυτοί που ελέγχονται και ελέγχουν.

Κλείνοντας, όπως έχουμε αναφέρει και στο παρελθόν η Φιλελεύθερη, Άμεση Δημοκρατία οφείλει να στηρίζεται: (α)  Σε ένα σύνολο υγιών Θεσμών, οι οποίοι καθορίζουν επακριβώς το πλαίσιο, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται όλοι οι Πολίτες, ανταγωνιζόμενοι με ίσους όρους. (β)  Σε ένα σύνολο συνειδητών πολιτών, το οποίο να κατανοεί επαρκώς τις αρχές της Οικονομίας και της Δημοκρατίας ή, τουλάχιστον, να έχει διαμορφώσει ένα χαρακτήρα συνεπή προς το συγκεκριμένο «τρόπο ζωής» και, τέλος,   (γ)  Σε μία υψηλής ποιότητας ηγεσία, η οποία να μπορεί να κατευθύνει ορθολογικά το κράτος (όχι απλά να διαχειρίζεται το δημόσιο πλούτο), καθώς επίσης να διαφυλάσσει τη χώρα της, τουλάχιστον στις κρίσιμες στιγμές – χωρίς ποτέ να επιτρέπει σε τρίτους να την προσβάλλουν. Τα απολύτως απαραίτητα χαρίσματα που πρέπει να διαθέτει η ηγεσία αυτή δεν είναι άλλα από το να μπορεί να πείθει τεκμηριωμένα, να εμπνέει και να διδάσκει – να εκπαιδεύει δηλαδή τους κυβερνωμένους.  

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΤΙΣ Η.Π.Α.

Στο εσωτερικό της υπερδύναμης φαίνεται ότι «σιγοβράζει» μία εξέγερση – αρχικά εναντίον των μεγάλων τραπεζών και της Wall Street. Σε οκτώ Πολιτείες (μεταξύ των οποίων η Ουάσιγκτον, η Λουϊζιάνα, η Μασαχουσέτη και η Καλιφόρνια, στην οποία λειτουργεί η άμεση δημοκρατία), τα κοινοβούλια προετοιμάζουν την ίδρυση κρατικών εμπορικών τραπεζών. Με τις ενέργειες τους αυτές οι υπερχρεωμένες Πολιτείες θέλουν να επιτύχουν την παροχή περισσοτέρων δανείων για τις τοπικές οικονομίες τους (πραγματική αγορά) με χαμηλότερα επιτόκια – καθώς επίσης την εισροή των τραπεζικών κερδών στο δικό τους προϋπολογισμό. Το γεγονός αυτό προκλήθηκε από τη δυσαρέσκεια των Πολιτειών απέναντι στις μεγάλες τράπεζες οι οποίες, παρά το ότι διασώθηκαν με τα χρήματα των φορολογουμένων, αφενός μεν συνέχισαν να προσφέρουν μεγάλες προμήθειες στα στελέχη τους, αφετέρου δε περιόρισαν τα δάνεια τους στην πραγματική οικονομία – επιλέγοντας την κερδοσκοπία και τις χρηματιστηριακές επενδύσεις. Η «εξέγερση» αυτή, η οποία δεν προέρχεται από τους δρόμους (διαδηλώσεις), αλλά από τους εφοριακούς, από τους λοιπούς ΔΥ, από τις επιχειρήσεις και από τους κυβερνήτες των επί μέρους Πολιτειών, κερδίζει συνεχώς έδαφος – κυρίως επειδή οι κυβερνήσεις τους ευρίσκονται αντιμέτωπες με μία κλιμακούμενη ανεργία, με τεράστιες ζημίες προϋπολογισμών, καθώς επίσης με μεγάλα ελλείμματα στα συνταξιοδοτικά ταμεία. «Υπάρχει ένας και μοναδικός τρόπος για να σταθεροποιήσουμε ή/και να ισοσκελίσουμε τους προϋπολογισμούς μας: η ίδρυση κρατικών τραπεζών», αναφέρεται χαρακτηριστικά. «Η Καλιφόρνια είναι η μεγαλύτερη οικονομία των Η.Π.Α. Εν τούτοις, δεν είμαστε σε θέση να οδηγήσουμε τα δισεκατομμύρια των κρατικών μας εσόδων στην οικονομία της Πολιτείας μας, επειδή τα τοποθετούμε στις μεγάλες τράπεζες, οι οποίες κερδοσκοπούν ασύστολα με τα δικά μας χρήματα – στοιχηματίζοντας στο τέλος, με τη βοήθεια των παραγώγων, ακόμη και εναντίον των ομολόγων του δημοσίου μας». Σημείο αναφοράς των παραπάνω εξελίξεων φαίνεται πως είναι η τράπεζα της Β. Ντακότας – η μια και μοναδική κρατική τράπεζα των Η.Π.Α., η οποία ιδρύθηκε το 1919 και λειτουργεί έκτοτε κερδοφόρα. Η Πολιτεία της Βόρειας Ντακότας καταθέτει στο ινστιτούτο αυτό τα φορολογικά έσοδα της, απαιτώντας σαν αντάλλαγμα να διατίθενται για όσο το δυνατόν περισσότερα δάνεια στις τοπικές επιχειρήσεις. Η τράπεζα ελέγχεται βέβαια αυστηρά, αφού οι ισολογισμοί της αναλύονται τόσο από ανεξάρτητους ελεγκτές, όσο και από την ίδια την κυβέρνηση της Πολιτείας.  

Ένα ειδικό κρατικό πρόγραμμα καθορίζει τη συμμετοχή της δημόσιας τράπεζας στο δανεισμό τοπικών ταμιευτηρίων – τα οποία επίσης προωθούν την τοπική οικονομία. Η τράπεζα της Β. Ντακότας, η οποία λειτουργεί σαν συνεργάτης των υπολοίπων τραπεζών και όχι σαν ανταγωνιστής, αύξησε τον όγκο των δανείων της κατά 35% την περίοδο της κρίσης (2007-2010), όταν οι μεγάλες τράπεζες της Wall Street, την ίδια χρονική περίοδο, μείωσαν κατά 53% τα δάνεια τους.  Τα τελευταία δέκα χρόνια η κρατική τράπεζα έχει εμβάσει 300 εκ. $ κέρδη στο ταμείο της Πολιτείας, λειτουργώντας με απόδοση 19% επί των κατατεθειμένων κεφαλαίων της – όταν ο μέσος όρος του χρηματοπιστωτικού κλάδου των Η.Π.Α. απέδωσε μόλις 7,65%. Σαν αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων της κεντρικής τράπεζας, η ανεργία στη Β. Ντακότα διατηρείται στο 3,5% – όταν η αντίστοιχη στην Αλάσκα, η οποία παράγει τη διπλή ποσότητα πετρελαίου, ευρίσκεται στο 7,7%. Σύμφωνα τώρα με τοπικούς αναλυτές, “Οι πολιτικοί στην Ουάσιγκτον είναι έμμισθοι υπάλληλοι των τραπεζών. Οι πέντε μεγαλύτερες τράπεζες ελέγχουν περισσότερες καταθέσεις, από τις 45 επόμενες. Οι τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες των Η.Π.Α. μείωσαν, μεταξύ των ετών 2007 και 2010, τα δάνεια τους στην πραγματική οικονομία κατά 53%. Ο αριθμός των ταμιευτηρίων και των συνεταιριστικών τραπεζών μειώθηκε κατά 30% σε σχέση με το 1990 – στα 6.600 ιδρύματα.  Η Πολιτεία της Όρεγκον πρέπει, στο δυσκολότερο έτος από πλευράς ελλειμμάτων της ιστορίας της, να πληρώσει τόκους ύψους 13,5 εκ. $ στις Bank of America, Morgan Stanley και JP Morgan Chase για παράγωγα προϊόντα, με τα οποία χρηματοδοτήθηκαν κάποια έργα υποδομών. Εάν η Πολιτεία είχε μία κρατική τράπεζα, δεν θα υποχρεωνόταν να πληρώνει προμήθειες, ούτε τόσο υψηλά επιτόκια – επομένως, δεν θα επιβάρυνε τους πολίτες της με διαρκώς αυξανόμενους φόρους, οι οποίοι καταλήγουν ουσιαστικά στα ταμεία των τραπεζών”.

Για να κατανοήσουμε τη σημασία των κρατικών τραπεζών στο παράδειγμα της χώρας μας, αρκεί ίσως να αναφέρουμε ότι, οι τόκοι των δανείων που έχει λάβει η Ελλάδα υπολογίζονται σήμερα στα 17 δις € – 28 δις € το 2015, σύμφωνα με το μεσοπρόθεσμο. Οι ιδιωτικές τράπεζες, δανειζόμενες με 1,5% επιτόκιο από την ΕΚΤ, μας δανείζουν με μέσον όρο 6%, οπότε κερδίζουν, σε ύψος δανείων 350 δις €, περί τα 16 δις € εις βάρος μας – το οκταπλάσιο δηλαδή των εσόδων που θα αποφέρει ο νέος φόρος ακινήτων ή όσο σχεδόν οι μισθοί όλων των ΔΥ. Εάν όμως υπήρχε μία κρατική τράπεζα, ο προϋπολογισμός μας θα είχε κατά πολύ μικρότερα ελλείμματα – οπότε δεν θα απαιτούνταν νέοι φόροι ή απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων. Είναι όμως ποτέ δυνατόν να το επιτρέψει η σημερινή Ευρώπη των τραπεζών, η οποία λειτουργεί εις βάρος της Ευρώπης των Πολιτών της;  Επιστρέφοντας στις Η.Π.Α., από τη μία πλευρά οι πολίτες στους δρόμους διαδηλώνουν εναντίον των τραπεζών (Wall Street), ενώ από την άλλη οι Πολιτείες, στην πρωτεύουσα του καπιταλισμού, εξεγείρονται εναντίον της Ομοσπονδιακής κυβέρνησης και ιδρύουν δικές τους, κρατικές τράπεζες – έτσι ώστε να αποδεσμευθούν από τα νύχια της χρηματοπιστωτικής μαφίας, η οποία είναι «κατασκεύασμα» του μονοπωλιακού καπιταλισμού και της νεοφιλελεύθερης δικτατορίας.   Παράλληλα, με «ηγέτη» την Καλιφόρνια, συζητούνται σοβαρά αποσχίσεις και ανεξαρτητοποιήσεις αμερικανικών Πολιτειώνένα ενδεχόμενο που θα μπορούσε να οδηγήσει στην πλήρη διάλυση των Η.Π.Α., μέσα από αιματηρές κοινωνικές εξεγέρσεις και επανάληψη των εμφυλίων πολέμων, ειδικά όταν το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο αποφασίσει να μεταναστεύσει μαζικά στις αγορές του μέλλοντος (Κίνα κλπ.).

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Όπως φαίνεται, η σταδιακή αλλαγή του συστήματος προς την κατεύθυνση της φιλελεύθερης, άμεσης Δημοκρατίας, σε καθεστώς μικτής οικονομίας, η οποία μπορεί να επιβιώσει χωρίς να απαιτείται αδιάκοπη ανάπτυξη, θα ήταν ένα σημαντικό βήμα προς ένα ασφαλές μέλλον – με μία «υποφερτά» περιορισμένη ελευθερία. Στα πλαίσια αυτά, όχι μόνο δεν θα έπρεπε να ιδιωτικοποιηθούν οι επιχειρήσεις αλλά, αντίθετα, να κρατικοποιηθούν οι κοινωφελείς, οι στρατηγικές και οι κερδοφόρες – ενώ υπάρχει μεγάλη ανάγκη ενίσχυσης της οικονομίας από κρατικές τράπεζες. Ολοκληρώνοντας, εάν η κρίση χρέους της Δύσης δεν αντιμετωπισθεί από όλες τις χώρες μαζί, σε συνθήκες συνεργασίας και όχι ανταγωνισμού, χωρίς εθνικιστικές «οπισθοδρομήσεις» και επεκτατικές βλέψεις, ο κόσμος θα βιώσει πολύ δύσκολες ημέρες – ημέρες αποκάλυψης. Έχοντας την άποψη ότι, η Ελλάδα ήταν αυτή που «πυροδότησε» τις αλλαγές, «ταράζοντας τα νερά» όπως συνέβαινε ανέκαθεν στην Ιστορία, θεωρούμε πως η επίλυση της Ελληνικής κρίσης έχει απόλυτη προτεραιότητα – ενώ ο τρόπος που τελικά θα επιλεχθεί, θα καθορίσει παράλληλα το μέλλον ολόκληρου του πλανήτη.

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 02. Οκτωβρίου 2011, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου – ενώ έχει εκδώσει πρόσφατα το δεύτερο βιβλίο της σειράς «Η κρίση των κρίσεων».

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2442.aspx

ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ I

ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ:

Η κλιμάκωση της πυρκαγιάς, η ουτοπία της κεντρικά κατευθυνόμενης οικονομίας, τα αδιέξοδα της ελεύθερης αγοράς, η απειλή του απολυταρχισμού… – Μέρος Ι

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

Έχουμε μάθει ότι, παρά τις καλές προθέσεις, καθώς επίσης παρά μία σωστή λειτουργικά Οργάνωση, η ηθική εντιμότητα δεν μπορεί να διατηρηθεί εντός ενός συστήματος, το οποίο καταστρέφει την προσωπική ελευθερία και την ατομική υπευθυνότητα. Οι σοσιαλιστές πιστεύουν σε δύο πράγματα, τα οποία είναι εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, πιθανότατα δε αντικρουόμενα: στην ελευθερία και στην οργάνωση ” (F. A. Hayek E. Halevy).

Ανάλυση

Η χώρα μας είναι αντιμέτωπη με το χειρότερο εφιάλτη στην Ιστορία της, με την εισβολή του ΔΝΤ, του εντολοδόχου της χρηματοπιστωτικής μαφίας και του Καρτέλ δηλαδή, καθώς επίσης με τις απίστευτες επιθέσεις της Γερμανίας – κυρίως μέσω ενός άμετρου «γκεμπελικού» διασυρμού, με τη συμμετοχή κάποιων διατεταγμένων γερμανικών ΜΜΕ. Η Ελλάδα έχει ταυτόχρονα τεράστια προβλήματα ρευστότητας, δανεισμού και πολιτικής ανεπάρκειας, οπότε θεωρούμε ότι μόνο εμείς «υποφέρουμε» – ενώ ολόκληρος ο υπόλοιπος κόσμος υποφέρει ελάχιστα ή και καθόλου. Μοναδική ίσως εξαίρεση υποθέτουμε ότι αποτελεί η αντίστοιχα υπερχρεωμένη Ιταλία (πολύ λιγότερο η Πορτογαλία, το Βέλγιο, η Ισπανία και η Ιρλανδία), η οποία ευρίσκεται επίσης στο στόχαστρο τόσο των αγορών, όσο και της Γερμανίας – γεγονός που μας υποχρεώνει να αναρωτηθούμε, μήπως η αλαζονική συμπεριφορά της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης οφείλεται στη δικαστική διαμάχη, σε σχέση με τις πολεμικές επανορθώσεις στη Χάγη – όπου «κατήγοροι» είναι από κοινού η Ιταλία και η Ελλάδα, κατηγορούμενος δε η Γερμανία.  

Εν τούτοις, μάλλον δεν είναι η χώρα μας αυτή που αντιμετωπίζει τα μεγαλύτερα προβλήματα, αφού η κρίση χρέους φαίνεται να οδηγεί όχι μόνο στη διάλυση της Ευρωζώνης, μετά την άκρως επιτυχημένη απόβαση του ΔΝΤ, αλλά και σε μία αντίστοιχη των Η.Π.Α. – μέσα από εξεγέρσεις, «αποσκιρτήσεις» και επικίνδυνες επαναστάσεις, μεταξύ άλλων λόγω της πολυπολιτισμικής δομής της υπερδύναμης. Δηλαδή, αφενός μεν απομακρύνεται συνεχώς η ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, μέσα από τη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, αφετέρου φαίνεται όλο και πιο πιθανή μία «απόσχιση» ορισμένων υπερχρεωμένων Πολιτειών των Η.Π.Α. – με αποτελέσματα που είναι πολύ δύσκολο να προβλεφθούν, όπως θα αναλύσουμε στο τέλος του άρθρου μας. Σε γενικές γραμμές λοιπόν, η Γερμανία γίνεται όλο και πιο «εθνικιστική» (αν και η ομοσπονδιακή δομή της μάλλον εμποδίζει την επάνοδο του εθνικοσοσιαλισμού), η Γαλλία παραπαίει, η Μ. Βρετανία επίσης, η Ευρωζώνη κινδυνεύει σοβαρά να «αποσυντεθεί» και οι Σκανδιναβικές δημοκρατίες αντιμετωπίζουν με τη σειρά τους τις εταιρείες αξιολόγησηςFitch, αδυνατώντας να προσβάλλει το δημόσιο χρέος τους, επειδή είναι σχετικά χαμηλό, προειδοποιεί για υπερχρέωση των νοικοκυριών) – ενώ η Ελβετία, η μοναδική φιλελεύθερη, άμεση δημοκρατία του πλανήτη, στην οποία το κράτος είναι πραγματικά στην υπηρεσία του πολίτη, κινδυνεύει από πάρα πολλές πλευρές (άρθρο). 

Στην Ανατολική Ευρώπη, η οποία «βάλλεται» επίσης από το ΔΝΤ (στην πρώην Γιουγκοσλαβία είχε επιλεχθεί το «δόγμα του σοκ» – ή εισβολή του ΝΑΤΟ δηλαδή, όπως και στο Ιράκ), έχουν δημιουργηθεί νέες εστίες πυρκαγιάς, οι οποίες απειλούν τα μέγιστα τόσο το Αυστριακό όσο και το Ελληνικό τραπεζικό σύστημα – ενώ τα μέταλλα, όπως ο χρυσός και το ασήμι, έχουν εισέλθει σε «πορεία χειραγώγησης». Παράλληλα, ορισμένες μεγάλες Πολιτείες των Η.Π.Α. αυτονομούνται, στη Ρωσία αναπτύσσεται μία ιδιάζουσα μορφή εθνικοσοσιαλισμού, ενώ η καταχρεωμένη Ιαπωνία αλλάζει συνεχώς κυβερνήτες, χωρίς να μπορεί να διαφύγει από την κρίση – στην οποία οδηγήθηκε τη δεκαετία του ’80 από τις Η.Π.Α.  Η Βραζιλία προσπαθεί να αντιδράσει, η Νότια Αφρική επίσης, στη λεηλατημένη Τουρκία κυριαρχεί ένας «εθνικοθρησκευτικός απολυταρχισμός», ενώ στη Β. Αφρική, καθώς επίσης στη Μέση Ανατολή, έχουν ξεσπάσει ή/και κυοφορούνται αιματηρές επαναστάσεις, εμφύλιοι και λοιποί πόλεμοι. Τέλος, η απολυταρχική Κίνα επεμβαίνει κυριαρχικά σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, ενώ ο συναλλαγματικός πόλεμος μαίνεται – γεγονότα και καταστάσεις που δεν μας προϊδεάζουν για ένα ειρηνικό μέλλον, αλλά μάλλον για συνθήκες αποκάλυψης. Επομένως, απαιτούνται επειγόντως λύσεις, για την καταπολέμηση των συνεχώς κλιμακούμενων «δυσλειτουργιών» διεθνώς. Οι λύσεις αυτές δε ίσως προϋποθέτουν  ένα διαφορετικό πολιτικοοικονομικό σύστημα – αφού τα παλαιότερα έχουν μάλλον ολοκληρώσει τον «κύκλο» τους. Φυσικά είναι πολύ πιθανόν η αποτυχία των συστημάτων να οφείλεται στη μη συνειδητή αντίδραση των ανθρώπων απέναντι στους φραγμούς, στους περιορισμούς της ελευθερίας καλύτερα, τους οποίους προϋποθέτει ή απαιτεί η κοινωνική συμβίωση. Επίσης, στην έμφυτη τάση κάποιων ανθρώπων για δύναμη και εξουσία – χαρακτηριστικά τα οποία στερούν από τους υπόλοιπους τα βασικά μέσα διαβίωσης και την ελευθερία τους.           

Στα πλαίσια αυτά θεωρούμε σκόπιμο να αναλύσουμε τα υφιστάμενα συστήματα, έχοντας τη γνώμη ότι, οι διαφορετικές πολιτικές απόψεις των ανθρώπων, δεν οφείλονται στον τελικό στόχο. Ο στόχος αυτός είναι για τη συντριπτική πλειοψηφία ο ίδιος: η κοινωνική δικαιοσύνη, η μεγαλύτερη δυνατή ισότητα και η ασφάλεια. Οι «πολιτικές» διαφορές επικεντρώνονται κυρίως στο δρόμο που επιλέγεται, έτσι ώστε να φτάσουν κάποτε οι άνθρωποι στον ίδιο, εκ των προτέρων γνωστό τελικό στόχο, καθώς επίσης στην «ποσότητα/ποιότητα» της απαιτούμενης ελευθερίας. Με απλούστερα λόγια, δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων, όσον αφορά τους τελικούς στόχους της κοινωνικής οργάνωσης, του πολιτεύματος δηλαδή που επιδιώκουν – αφού σχεδόν για όλους το ζητούμενο είναι η εξασφάλιση της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ισότητας και της ασφάλειας, σε συνθήκες ελευθερίας. Κάποιοι όμως θεωρούν ότι, για να επικρατήσουν τα κοινά για όλους «ιδανικά», θα πρέπει να ακολουθηθεί το σύστημα του σοσιαλισμού – ενώ κάποιοι άλλοι επιλέγουν τον καπιταλισμό, τον ολοκληρωτισμό ή ένα άλλο πολίτευμα. Ειδικότερα λοιπόν τα εξής:   

Η ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΟΜΕΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ένας πολιτικός, ο οποίος θα είχε την ιδέα να επιβάλλει στους ιδιώτες τον τρόπο, με τον οποίο θα χρησιμοποιούσαν τα κεφάλαια τους, δεν θα αναλάμβανε μόνο μία άσκοπη φροντίδα, αλλά θα επιζητούσε μία εξουσία, την οποία δεν μπορεί κανείς να εμπιστευθεί σε κανένα κοινοβούλιο και σε καμία κυβέρνηση – πόσο μάλλον σε ένα και μοναδικό άτομο. Μία τέτοια εξουσία δεν θα μπορούσε πουθενά άλλού να είναι τόσο επικίνδυνη, όσο στα χέρια ενός ανθρώπου, ο οποίος θα ήταν τόσο ανόητος και τόσο εγωιστής, ώστε να θεωρήσει τον εαυτό του ικανό να την ασκήσει” (Adam Smith). Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι (δεν επικεντρωνόμαστε στις πολιτικές παρατάξεις ή στους κομματικούς μηχανισμούς εξουσίας), οι οποίοι αυτοαποκαλούνται σοσιαλιστές – εννοώντας συνήθως ότι, πιστεύουν μέσα από την καρδιά τους στα ιδανικά του σοσιαλισμού. Οι άνθρωποι αυτοί δεν απασχολούν τις σκέψεις τους ή δεν θεωρούν ότι πρέπει να τις απασχολήσουν, σχετικά με ποιόν τρόπο είναι εφικτό να επιτύχουν πρακτικά την εφαρμογή ενός συστήματος, το οποίο θα τους εξασφαλίζει τα ιδανικά τους – δηλαδή, την κοινωνική δικαιοσύνη, τη μεγαλύτερη δυνατή ισότητα και την ασφάλεια. Αυτό που επιθυμούν, καθώς επίσης αυτό που γνωρίζουν είναι ότι, πρέπει με κάθε τρόπο να τα καταφέρουν.

Ένας περιορισμένος αριθμός τώρα αυτών των σοσιαλιστών δεν συνειδητοποιεί ότι, το βασικό «εργαλείο» για την επίτευξη της σοσιαλιστικής αλλαγής είναι η κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία – η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλους σκοπούς, συχνά «μη συμβατούς» με τις επιθυμίες των ανθρώπων, όπως (παράδειγμα) για την καταπίεση ορισμένων ομάδων πολιτών, αντίθετων με το πολίτευμα. Η συγκεκριμένη μορφή οικονομικής οργάνωσης είναι λοιπόν ο στόχος όλων αυτών, οι οποίοι ουσιαστικά (συνήθως εν αγνοία τους) απαιτούν την αντικατάσταση της οικονομίας του κέρδους (ελεύθερη αγορά), από αυτήν της κάλυψης των ανθρωπίνων αναγκών (κεντρικός σχεδιασμός) – επομένως, των αγορών από το κράτος. Αναλυτικότερα, στη σοσιαλιστική οικονομία το κράτος προσπαθεί να προβλέψει τις ανάγκες των πολιτών, προγραμματίζοντας την κάλυψη τους στα πλαίσια του εφικτού (χωρίς δάνεια) από πολίτες, οι οποίοι ουσιαστικά εργάζονται όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι. Για παράδειγμα, εάν προβλέπει το κράτος ότι, οι πολίτες του θα χρειαστούν τον επόμενο χρόνο 1.000 τόνους πορτοκάλια και 500 τόνους μήλα, οργανώνει την παραγωγή και κατευθύνει τους αγρότες ανάλογα. Εάν όμως, όπως συνήθως συμβαίνει, οι πολίτες αλλάξουν ξαφνικά συνήθειες, τότε ο κεντρικός σχεδιασμός της παραγωγής αποδεικνύεται εντελώς λανθασμένος – κάτι που δεν συμβαίνει σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς, ή, εάν συμβεί, τότε το ρίσκο αναλαμβάνεται εξ ολοκλήρου από τους ιδιώτες-επιχειρηματίες, οι οποίοι δεν προέβλεψαν σωστά και δεν προβληματίζει το κράτος.    

Συνεχίζοντας οι Γάλλοι συγγραφείς, οι οποίοι μετά την γαλλική επανάσταση τοποθέτησαν τις βάσεις, επάνω στις οποίες στηρίχθηκε ο μοντέρνος σοσιαλισμός, γνώριζαν με απόλυτη βεβαιότητα ότι, οι ιδέες τους θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν πρακτικά μόνο από ένα αυστηρό, δικτατορικό καθεστώς. Πολύ αργότερα, μετά την επανάσταση του 1848 δηλαδή, οι σοσιαλιστικές ιδέες υποχρεώθηκαν να ενωθούν με τις πανίσχυρες δυνάμεις της ελευθερίας – με στόχο την επίτευξη ενός «δημοκρατικού σοσιαλισμού», τον οποίο επιθυμούσαν οι περισσότεροι άνθρωποι. Εν τούτοις, οι σημαντικότεροι θεωρητικοί ηγέτες, παρά το ότι δήλωναν οπαδοί του δημοκρατικού σοσιαλισμού, γνώριζαν ανέκαθεν πολύ καλά πως η Δημοκρατία και ο Σοσιαλισμός έχουν έναν και μοναδικό κοινό παρανομαστή: την ισότητα. Ενώ όμως η Δημοκρατία αναζητάει την ισότητα μέσα από το δρόμο της ελευθερίας, ο Σοσιαλισμός προκρίνει την καταναγκαστική επιβολή της – με τη βοήθεια της δικτατορίας του προλεταριάτου, η οποία φυσικά δεν επιβάλλεται μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες (εκλογές), αλλά με λαϊκές εξεγέρσεις και με αιματηρές επαναστάσεις.  Το ξεκίνημα της εφαρμογής του σοσιαλισμού στην πράξη, οδήγησε ουσιαστικά στη ρωσική επανάσταση, στον εθνικοσοσιαλισμό της Γερμανίας, στο σταλινισμό, στη μετέπειτα σοβιετική ένωση, στον κινεζικό κομμουνισμό, καθώς επίσης στις σημερινές εξελικτικές τους καταστάσεις: στον κατά κάποιον τρόπο «εθνικοσοσιαλιστικό» καπιταλισμό της Ρωσίας και στον απολυταρχικό καπιταλισμό της Κίνας. Παρά το ότι λοιπόν ο K.Marx θεωρούσε πως, η εξέλιξη της δικτατορίας του προλεταριάτου θα ήταν ο δημοκρατικός σοσιαλισμός, ο οποίος θα εξασφάλιζε σε όλους τους ανθρώπους κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα και πλήρη ασφάλεια, η σημερινή «κατάληξη» είναι εντελώς διαφορετική.  Ίσως οφείλουμε να υπενθυμίσουμε εδώ ότι, ο K. Marx δεν ήταν ο «αρχιτέκτονας» του υπαρκτού σοσιαλισμού – αφού το φοβερό αυτό έργο το ανέλαβε ο Lenin. Το σημαντικότερο βιβλίο του άλλωστε, το «Κεφάλαιο», είναι ουσιαστικά το βιβλίο της κρίσης του καπιταλισμού, ενώ σε ολόκληρο το έργο του δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα που να αναφέρεται στην επόμενη ημέρα – στο πως δηλαδή θα έπρεπε να οργανωθεί και να λειτουργήσει το κράτος, μετά την κατάκτηση της εξουσίας από το λαό. Είχε γράψει απλά ότι, κατά τη «μεταβατική» περίοδο του σοσιαλισμού θα υπήρχε η δικτατορία του προλεταριάτου – μετά από αυτήν, ο γνήσιος κομμουνισμός.

Ουσιαστικά είχε αναφερθεί σε ένα αταξικό σύστημα, το οποίο θα καταργούσε την ατομική ιδιοκτησία – οπότε η κοινωνία θα ήταν ο ιδιοκτήτης όλων των μέσων παραγωγής. Δεν είχε όμως αναλύσει καθόλου τις «λεπτομέρειες», όπως για παράδειγμα το πώς ακριβώς η «κοινωνία» θα ήταν ο ιδιοκτήτης των εργοστασίων, κατά πόσο θα υπήρχε ή μη έντονη διαμάχη μεταξύ διαχειριστών και υφισταμένων, εάν θα μπορούσαν να προβλεφθούν οι ανθρώπινες ανάγκες, έτσι ώστε να σχεδιάζεται κεντρικά η κάλυψη τους, εάν πράγματι θα δραστηριοποιούνταν δημιουργικά οι άνθρωποι, χωρίς ιδιοτελή και ανταγωνιστικά κίνητρα, πως θα συμπεριφέρονταν οι πολιτικοί προϊστάμενοι (κόμμα) απέναντι στα απλά μέλη της κοινωνίας κοκ. Ανεξάρτητα πάντως από όλα αυτά, σήμερα, μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», καθώς επίσης μετά την άνοδο του απολυταρχικού καπιταλισμού, φαίνεται πως έχουμε λάβει όλες τις απαντήσεις, ενώ έχουν τεκμηριωθεί επαρκώς όλες οι δυσλειτουργίες αυτού του πολιτικού συστήματος – ειδικά η «ιδιάζουσα» σχέση του με την ελευθερία, καθώς επίσης η αδυναμία του να προετοιμάσει τον «γνήσιο κομμουνισμό» (ότι και αν εννοούσε ο χαρισματικός εμπνευστής του με αυτήν την έκφραση).

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

Με εξαίρεση τα απόρθητα μονοπώλια, τα κέρδη είναι ταυτόχρονα η «κορωνίδα» και η «αχίλλειος πτέρνα» του καπιταλισμού – επειδή καμία επιχείρηση δεν μπορεί να κρατήσει μόνιμα τις τιμές της, πολύ επάνω από το κόστος. Με έναν μόνο τρόπο μπορούν να διαιωνίζονται τα κέρδη: η επιχείρηση, ή ολόκληρη η οικονομία, πρέπει συνεχώς να επεκτείνονται” (K. Marx). Αναμφίβολα, ένα από τα παρακλάδια της γαλλικής επανάστασης οδήγησε στην ιδιαίτερη οικονομία της ελεύθερης αγοράς, την οποία βίωσε με επιτυχία η δύση μέχρι σήμερα – μέσα από έναν «δημοκρατικό σοσιαλισμό», «κοινωνικό καπιταλισμό» κατά άλλους, ο οποίος, στηριζόμενος κυρίως στο νεωτεριστή επιχειρηματία, στον ανταγωνισμό, στην ανάπτυξη, στην ιδιοτέλεια, στη φορολογία και στο δανεισμό (παραγωγή χρημάτων από το πουθενά), σηματοδότησε μία εποχή τεράστιας υλικής προόδου, καθώς επίσης μεγάλης ευμάρειας για το μεγαλύτερο μέρος του δυτικού πληθυσμού.

Εν τούτοις, η κατωτέρω περιγραφή της εξέλιξης και του τέλους της ελεύθερης αγοράς (καπιταλισμού), με βάση την επιγραμματική παρουσίαση των αναλύσεων του K.Marx, φαίνεται να είναι σήμερα περισσότερο επίκαιρη από ποτέ: Με βάση το νομικό καθεστώς της ατομικής ιδιοκτησίας, οι επιχειρηματίες είναι οι ιδιοκτήτες των θέσεων εργασίας, στο βαθμό που είναι οι κάτοχοι των μηχανών και του εξοπλισμού – χωρίς τα οποία οι άνθρωποι δεν μπορούν να εργασθούν. Εάν κάποιος δεν είναι διατεθειμένος να εργασθεί τις ώρες που απαιτεί ο επιχειρηματίας, ή με το μισθό που προσφέρει, δεν βρίσκει δουλειά. Όπως και κάθε άλλος μέσα στο «σύστημα», ο εργαζόμενος δεν έχει το δικαίωμα ή την ισχύ να ζητήσει περισσότερα, από όσο αξίζει ο χρόνος εργασίας του, σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού – ο οποίος έχει σήμερα δυστυχώς παγκοσμιοποιηθεί, με αποτέλεσμα ο Αμερικανός (για παράδειγμα) εργαζόμενος, να υποχρεωθεί κάποια στιγμή να ανταγωνισθεί τον Κινέζο «ομόλογο» του.  Το «σύστημα» είναι «δίκαιο», χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι, οι εργαζόμενοι δεν είναι θύματα εκμετάλλευσης – επειδή υποχρεώνονται να εργάζονται περισσότερες ώρες και με χαμηλότερους μισθούς, εάν θέλουν να διατηρηθεί η επιχείρηση, η οποία τους προσφέρει εργασία.

Από την άλλη πλευρά τώρα, όλοι οι επιχειρηματίες έχουν κέρδη – αλλά και όλοι ευρίσκονται σε μεταξύ τους διαρκή ανταγωνισμό. Προσπαθούν λοιπόν να «συσσωρεύσουν», να επεκτείνουν δηλαδή την κλίμακα παραγωγής τους, εις βάρος των ανταγωνιστών τους. Η επέκταση όμως δεν είναι καθόλου εύκολη – μεταξύ άλλων επειδή απαιτεί περισσότερους εργαζομένους, η απόκτηση των οποίων σημαίνει ότι, πρέπει να αυξηθούν οι προσφερόμενοι μισθοί (οι επιχειρηματίες δηλαδή αναγκάζονται να «πλειοδοτήσουν» μεταξύ τους, για τις υπηρεσίες του εργατικού δυναμικού). Οι μισθοί λοιπόν τείνουν να αυξηθούν, η υπεραξία (κέρδος) ακολουθεί πτωτική πορεία (τα κέρδη διαβρώνονται από τους αυξανόμενους μισθούς), ο επιχειρηματίας εγκαθιστά στο εργοστάσιο του μηχανές, οι οποίες εξοικονομούν εργατικά χέρια και μειώνουν το κόστος, οι ανταγωνιστές του τον ακολουθούν και το ποσοστό κέρδους του συνεχίζει να μειώνεται – μέχρι το σημείο που η παραγωγή δεν είναι πλέον κερδοφόρα. Παράλληλα, η κατανάλωση περιορίζεται, αφού οι μηχανές αντικαθιστούν τους εργαζομένους και αυξάνεται η ανεργία ή μειώνονται οι μισθοί – οπότε η οικονομία εισέρχεται σε ύφεση (κρίση του καπιταλισμού), η οποία συνοδεύεται από χρεοκοπίες, με αποτέλεσμα να κλείνουν οι μικρότερες επιχειρήσεις.  

Μία καπιταλιστική κρίση όμως δεν σημαίνει ότι το «παιχνίδι τελείωσε» – το αντίθετο μάλιστα. Καθώς οι εργαζόμενοι χάνουν τις δουλειές τους, αναγκάζονται να αποδεχθούν χαμηλότερους μισθούς. Επειδή οι μηχανές ή οι μικρές επιχειρήσεις πωλούνται σε χαμηλές τιμές, οι μεγαλύτερες εταιρείες μπορούν να τις αποκτήσουν, πληρώνοντας πολύ λιγότερα από την αξία τους. Επομένως, η κρίση εξυπηρετεί ουσιαστικά την ικανότητα του «συστήματος» να επεκτείνεται – οπότε, είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί και όχι ο τρόπος, με τον οποίο αποτυγχάνει. Εν τούτοις, κάποια στιγμή ολόκληρη η διαδικασία φτάνει στο τέλος της, το οποίο περιγράφεται πάρα πολύ καλά από τον K. Marx ως εξής: “Μαζί με την αδιάκοπη μείωση του αριθμού των μεγιστάνων του κεφαλαίου, οι οποίοι σφετερίζονται και μονοπωλούν όλα σχεδόν τα πλεονεκτήματα αυτής της διαδικασίας «μετασχηματισμού», μεγαλώνει και το πλήθος εκείνων που βιώνουν τη φτώχεια, την καταπίεση, τη δουλεία, την εξαχρείωση και την εκμετάλλευση. Η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας φθάνουν τελικά σε ένα σημείο, όπου είναι ασύμβατα με το καπιταλιστικό τους περίβλημα – με αποτέλεσμα να διαρρηγνύεται. Έτσι λοιπόν φθάνει το τέλος της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας, όπου οι απαλλοτριωτές απαλλοτριώνονται”. Σε κάθε κρίση λοιπόν, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις απορροφούν τις μικρότερες (ενδεχομένως αυτό να συμβεί και με τα κράτη, όπως παρατηρείται σήμερα), έως εκείνο το χρονικό σημείο, κατά το οποίο θα χρεοκοπήσουν τελικά ακόμη και οι βιομηχανικοί κολοσσοί – οπότε το σύστημα καταρρέει, αφού έχει εξαντλήσει την ίδια την πηγή της ενέργειας του: την υπεραξία (κέρδος). Αν και επιδρούν δε δυνάμεις, οι οποίες βοηθούν και παρατείνουν το τέλος του (όπως ίσως η διάσωση των τραπεζών σήμερα, από τους φορολογουμένους πολίτες των κρατών), ο «επιθανάτιος ρόγχος» είναι αναπόδραστος, ισχυρίζεται ο πνευματικός ηγέτης του σοσιαλισμού. 

 

Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 02. Οκτωβρίου 2011, viliardos@kbanalysis.com    * Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου – ενώ έχει εκδώσει πρόσφατα το δεύτερο βιβλίο της σειράς «Η κρίση των κρίσεων».

 ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2442.aspx

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

ΧΡΕΩΚΟΠΙΑ: ιδιαίτερα επικερδής επιχείρηση με χορηγούς

ΧΡΕΩΚΟΠΙΑ: Μια ιδιαίτερα επικερδής επιχείρηση με χορηγό τους εργαζόμενους

 

Του Λεωνίδα Βατικιώτη


 

Θέμα χρόνου και …τρόπου είναι πλέον η χρεοκοπία της Ελλάδας. Η τελική ρύθμιση των δύο αυτών παραμέτρων θα σημάνει μεν το τέλος των αλληλοαναιρούμενων και χαοτικών σεναρίων για το μέλλει γεννέσθαι με την ελληνική οικονομία και περισσότερο την ευρωζώνη. Θα σηματοδοτήσει όμως και την αρχή ενός νέου κύκλου αίματος στο εσωτερικό, μια πρωτοφανή, πολύ πιο βάρβαρη επίθεση στα κοινωνικά και εργασιακά μας δικαιώματα, ακόμη και σε σχέση με αυτήν που είναι σε εξέλιξη την τελευταία διετία από τους «μεσίτες» του ΠΑΣΟΚ.

Η χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας θα πάρει την μορφή ενός νέου, γενναίου κουρέματος του ελληνικού δημόσιου χρέους, ακόμη και της τάξης του 50%. Η προοπτική αυτή πρώτ’ απ’ όλα συνιστά την πιο παταγώδη πολιτική χρεωκοπία των κυβερνητικών σχεδίων που από την Άνοιξη του 2010 σερβίρονταν υπό την απειλή της χρεοκοπίας: Μνημόνιο ή χρεοκοπία, Μεσοπρόθεσμο ή χρεοκοπία κοκ. επαναλάμβανε κάθε τρεις και λίγο η κυβέρνηση και ο φιλικός της Τύπος για να φτάσουμε στο σημείο να έχουμε δεχθεί ήδη πλήθος Μνημονίων, ένα Μεσοπρόθεσμο ενώ ήδη ετοιμάζεται άλλο ένα «αναθεωρημένο» που θα κατατεθεί στον Οκτώβρη και η χρεοκοπία να είναι προ των πυλών. Τούτη, η αναπάντεχη φαινομενικά, εξέλιξη δεν σημαίνει ότι απέτυχαν. Η πέρα για αποτελεσματική επιχείρηση ξεφορτώματος των ελληνικών ομολόγων από τις γαλλογερμανικές τράπεζες, κατεδάφισης των εργασιακών δικαιωμάτων και ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας, διαβεβαιώνει πως το ζητούμενο της ιδεολογικής τρομοκρατίας και των Μνημονίων δεν ήταν η αποφυγή της πτώχευσης αλλά η κοινωνική αναδιανομή και η μεταβίβαση του πλούτου από το εσωτερικό στο εξωτερικό της χώρας. Αυτή η επιχείρηση είναι σε εξέλιξη και πρόκειται για μια επιχείρηση που θα αποδειχθεί εξαιρετικά επωφελής απ’ όσους την «τρέχουν»!

Εκ πρώτης όψεως αυτή η εκτίμηση δεν δικαιολογείται. Πως είναι δυνατό να επωφεληθούν οι τράπεζες από ένα κούρεμα των ομολόγων που έχουν στα χαρτοφυλάκια τους, είναι το ερώτημα που τίθεται, από τη στιγμή που θα υποστούν απώλειες. Η απάντηση ωστόσο δεν βρίσκεται στο -80 ή το -50 που είναι οι υποθετικές απώλειες από μια απομείωση της τάξης του 20%, όπως αυτή που αποφασίστηκε με τη συμφωνία της 21ης Ιουλίου, ή του 50% που θα αποφασιστεί τους επόμενους μήνες. Η απάντηση βρίσκεται στο θετικό πρόσημο (!) που έχουν οι αφαιρέσεις της αποφασισμένης ή επικείμενης απομείωσης από την τιμή στην οποία σήμερα (!) διαπραγματεύονται στην δευτερογενή αγορά τα ελληνικά ομόλογα κι όχι φυσικά την ονομαστική τους αξία. Κι εδώ, βάσει του ότι η τιμή τους φτάνει στο 36% της ονομαστικής προκύπτει κέρδος, όχι ζημιά για το κηφηναριό των τραπεζιτών και των κερδοσκόπων! Γι’ αυτό το λόγο από τον Ιούλιο και μετά, σύμφωνα με ρεπορτάζ των New York Times που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη 28 Σεπτέμβρη, έχει αυξηθεί η ζήτηση ελληνικών ομολόγων. Δίνεις δηλαδή 36 λεπτά και το αγοράζεις και μετά σου το επαναγοράζουν με 80 λεπτά, βάσει της συμφωνίας της 21ης Ιουλίου, ή με 50 λεπτά σε ένα ενδεχόμενο «γενναίο» κούρεμα. Στην μια περίπτωση κερδίζουν 44 και στην άλλη 14 λεπτά. Πως να μην γίνουν ανάρπαστα τα ελληνικά ομόλογα! «Η πέραση αυτού του εμπορίου είναι απλώς το τελευταίο σημάδι που δείχνει ότι η προσεκτικά δομημένη ανταλλαγή ομολόγων που συμφωνήθηκε μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών του ιδιωτικού τομέα μπορεί να είναι μια πολύ πιο επωφελής συμφωνία για τους επενδυτές παρά για τους φορολογούμενους. “Ο καθένας ξέρει πως ήταν μια καλή συμφωνία για τις τράπεζες” δηλώνει ο Ότμαρ Ίσινγκ, κορυφαίος γερμανός οικονομολόγος που υπηρέτησε στην εκτελεστική επιτροπή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. “Δε θα βοηθήσει καθόλου την Ελλάδα”», δηλώνει στους New York Times. Και συνεχίζει η αμερικανική εφημερίδα: «Σύμφωνα με ένα άτομο με άμεση γνώση της συμφωνίας ανταλλαγής χρέους, περίπου 30% των επενδυτών που αναμένεται να συμμετάσχουν στην ανταλλαγή αγόρασαν τα ομόλογά τους μετά την 21η Ιουλίου. Δεν είναι οι αρχικοί κάτοχοι των ομολόγων – κατά βάση μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες – αλλά κυρίως κερδοσκόποι επενδυτές που επιδιώκουν να επωφεληθούν από την απότομη πτώση των τιμών των ελληνικών ομολόγων».

Επομένως κάθε άλλο παρά ζημιές θα εγγράψουν οι πιστωτές σε περίπτωση κουρέματος του δημόσιου χρέους. Η χρεοκοπία ωστόσο (γιατί περί αυτού θα πρόκειται όσο κι αν βγουν τα παπαγαλάκια να την εμφανίζουν σαν μια νέα, σπουδαία επιτυχία της κυβέρνησης Τσολάκογλου) η πέμπτη μάλιστα χρεοκοπία μετά απ’ αυτές του 1827, του 1843, του 1893 και του 1932 παρότι θα αποδειχθεί ευκαιρία για νέα κέρδη από την μεριά των πιστωτών, σε ό,τι αφορά τους εργαζόμενους και την μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία θα αποδειχθεί τεράστια κοινωνική καταστροφή. Το σχέδιο με την κωδική ονομασία Εύρηκα όπως περιγράφτηκε στον Τύπο τις προηγούμενες μέρες (και το οποίο επεξεργάστηκε ιδιωτική εταιρεία συμβούλων) συμπυκνώνει τα σενάρια που αρχίζουν να σχηματοποιούνται στην ίδια την Γερμανία για το αντίτιμο που θα καταβάλει η Ελλάδα «των κάτω» για την χρεοκοπία. Στην πραγματικότητα, θα γίνει και με την χρεοκοπία ό,τι ακριβώς συνέβη και με τη «διάσωση», που αν και επωφελής για τους Γερμανούς, στο εσωτερικό πουλήθηκε …χρυσάφι κι αποτέλεσε χρυσή ευκαιρία για νέα μέτρα λιτότητας, που μας βυθίζουν στην εξαθλίωση. Καθόλου τυχαία δεν ήταν σε αυτό το πλαίσιο η δήλωση στο περιοδικό Business Week του γερμανού υπουργού Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, (ο οποίος συχνά στον Διεθνή Τύπο χαρακτηρίζεται κι ως «no-nonsense» ή «ο άνθρωπος που δε λέει τίποτε το περιττό» σε ελεύθερη μετάφραση) ότι «η Ελλάδα θα χρειαστεί 10 χρόνια για να βγει από την κρίση».

Το γερμανικό σχέδιο περιλαμβάνει τρεις κυρίως παραμέτρους. Αρχικά προβλέπει την μεταβίβαση όλων των περιουσιακών στοιχείων της Ελλάδας, που υπολογίζονται σε 125 δισ. ευρώ σε ένα χαρτοφυλάκιο, η διαχείριση του οποίου θα ανατεθεί στο εξωτερικό. Το ξεπούλημα δηλαδή της ελληνικής δημόσιας περιουσίας θα γίνει κατ’ ευθείαν από το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες, με αποτέλεσμα να μείνουν όνειρα θερινής νυκτός οι ελπίδες που έθρεφαν οι έλληνες μαυραγορίτες, όπως για παράδειγμα μέλη και στελέχη του ΣΕΒ, ότι θα αρπάξουν και οι ίδιοι έστω και κάποια ψίχουλα από την πίτα. «Ούτε αυτά» προστάζει το Τέταρτο Ράιχ, με τη σύμφωνη γνώμη των δωσίλογων της κυβέρνησης Παπανδρέου.

Το δεύτερο σκέλος των «αντιποίνων» προβλέπει κατάληψη του υπουργείου Οικονομικών από γερμανούς τεχνοκράτες, οι οποίοι θα έχουν τον πρώτο και τελευταίο λόγο για κάθε δαπάνη του ελληνικού δημοσίου. Για κάθε ευρώ. Μοναδικό ζητούμενο θα είναι να εμφανίζονται πλεονάσματα σε κάθε χρήση που θα πάψει φυσικά να είναι ετήσια και θα γίνει μηνιαία! Κι αν εμφανίζονται ελλείμματα τότε δεν θα πληρώνονται ούτε μισθοί, ούτε συντάξεις! Το θεσμικό πλαίσιο το έχει ήδη ετοιμάσει η κυβέρνηση του Γιωργάκη Τσολάκογλου που πλέον χαρακτηρίζεται μεταβατική, λόγω και της αδυναμίας της να πετύχει όσα υποσχέθηκε. Η δημόσια επίπληξη της Μέρκελ στον Γιωργάκη, που άκουγε δίπλα της σαν κρετίνος, για την απογοήτευση που προκαλεί η Ελλάδα, σηματοδοτεί το τέλος της προστασίας που ανέκαθεν απολάμβαναν οι συνεργάτες και οι κουκουλοφόροι, όταν έκαναν καλά τη δουλειά τους. Το χρηματοδοτικό κενό που εμφανίζεται μέχρι το τέλος του έτους ακόμη κι αν προχωρήσει το ξεπούλημα των 10 επιχειρήσεων, από τις οποίες αναμένουν να εισπράξουν 5 δισ. ευρώ, ακόμη κι αν εισπράξουν τα 23 δισ. από τα έκτακτα φορολογικά μέτρα (γεγονός αδύνατο, όπως έδειξε και η παράταση της προθεσμίας για την καταβολή της πρώτης δόσης του χαρατσιού που έληγε προχθές, Παρασκευή) απειλεί να καταβροχθίσει πριν απ’ όλους τα ανδρείκελα του υπουργικού συμβουλίου.

Πρόκειται για κενό που, απαιτείται να τονίσουμε, είναι πριν απ’ όλα δημιούργημα των πληρωμών για τόκους που θα φθάσουν τα 4 δισ. ευρώ και για ομόλογα που λήγουν αξίας 8,5 δισ. ευρώ. Όρος επομένως για την ανατροπή αυτού του εφιάλτη είναι η παύση πληρωμών και η διαγραφή του δημόσιου χρέους και η έξοδος φυσικά από το ευρώ, που θα λειτουργήσει προς όφελος των εργαζομένων. Πρόκειται για προοπτική που απεύχεται ολόκληρο το πολιτικό σύστημα από την κυβέρνηση Τσολάκογλου μέχρι την καθεστωτική Αριστερά (όπως έδειξαν οι πανομοιότυπες δηλώσεις της Παπαρήγα και του Τσίπρα) και φυσικά η οικονομική ελίτ που οδήγησε την Ελλάδα στη χρεοκοπία. Αλήθεια πόση υποκρισία θέλει για να δηλώνει κανείς ότι οι ωφελημένοι από την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ θα είναι οι απατεώνες, όπως έκανε την προηγούμενη Κυριακή ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας στον Αλέξη Παπαχελά (βλέπε Wikileaks); Παρεμπιπτόντως ως δική του συμβολή στον αγώνα για την κάθαρση του δημόσιου βίου δεν δίνει ο Απόστολος Ταμβακάκης στη δημοσιότητα τις μισθοδοσίες των δημοσιογράφων που «μπουκώνει» η Εθνική; Επίσης δεν μας λέει τι έκανε η Εθνική Τράπεζα τα χρήματα που μάζεψε από την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου πέρυσι; Αύξησε άραγε την κεφαλαιακή της επάρκεια με τα 2,8 δισ. ευρώ που συγκέντρωσε, όπως είχε προαναγγείλει; Είναι ερωτήσεις που δεν έγιναν από τον διευθυντή της Καθημερινής…

Τρίτο και πιο φαρμακερό είναι το μέτρο μετατροπής της Ελλάδας σε αποικία της Γερμανίας, μέσω της μετατροπής της σε μια απέραντη Ειδική Οικονομική Ζώνη. Ήδη σύμφωνα με πληροφορίες και δημοσιεύματα τουλάχιστον τέσσερις περιφερειάρχες έχουν προχωρήσει σε συζητήσεις με Γερμανούς που αφορούν το νομικό τρόπο κατά τον οποίο θα ξεπεραστούν οι τελευταίες ασήμαντες λεπτομέρειες για την υλοποίηση του σχεδίου, δεδομένου ότι το κοινοτικό δίκαιο απαγορεύει στο όνομα της εγγύησης του ελεύθερου ανταγωνισμού την δημιουργία μακιλαδόρας εντός των γεωγραφικών ορίων της ΕΕ. Γι’ αυτό τον λόγο αντίστοιχες ζώνες που είχαν δημιουργηθεί στην Πολωνία, αμέσως μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», με το πέρας μιας μεταβατικής περιόδου που λήγει το 2012, θα καταργηθούν τουλάχιστον επισήμως και θα μεταφερθούν στην Ελλάδα. Οι έλληνες εργαζόμενοι έτσι γίνεται η προσπάθεια να μετατραπούν στα νέα θύματα, τους νέους ηττημένους της επέλασης του κεφαλαίου.

 

ΠΗΓΗ: Δημοσιεύτηκε στο ΠΡΙΝ, 2-10-2011, 02/10/2011, http://leonidasvatikiotis.wordpress.com/2011/10/02/%…80/ 

Το χρήμα … με υπερβατικές ιδιότητες

Το χρήμα: Ένα πράγμα με υπερβατικές ιδιότητες

Το χρήμα σαν μια κοινωνική σχέση στον καπιταλισμό. Μια εισαγωγή στη μαρξιστική έννοια του χρήματος*

 

Του Michael Heinrich**    Μετάφραση: Γιώργος Παπανικολάου***

 



Τι είναι το χρήμα; Αυτή η ερώτηση δύσκολα συναντάται στο καθημερινό εμπόριο. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι να υπάρχει αρκετό. Οι αστικές οικονομικές θεωρίες μειώνουν το χρήμα στην οικονομική του λειτουργία. Αλλά η πανταχού παρουσία του χρήματος είναι κρίσιμη και προϋποθέτει κάποιες συνθήκες. Έτσι η κριτική των οικονομικών αγορών είναι ελλιπής όταν αποσιωπά ορισμένες θεμελιώδεις κοινωνικές σχέσεις που αντικειμενοποιούνται στο χρήμα.

«Το χρήμα κάνει τον κόσμο να κινείται». Αυτή η δήλωση επιβεβαιώνεται σ όλα τα επίπεδα της καθημερινής ζωής στην καπιταλιστική κοινωνία: είτε το θέμα αφορά την αγορά ψωμιού, επιχειρηματικές επενδύσεις ή συνταξιοδοτικά ταμεία, η σχετική ερώτηση είναι πάντα εάν υπάρχει αρκετό χρήμα και εάν όχι, πώς να βρούμε περισσότερο. Εκείνο που εκπλήσσει ωστόσο, είναι ότι το χρήμα μετά βίας παίζει κάποιο ρόλο στις νεοκλασικές οικονομικές θεωρίες, οι οποίες επικρατούν στα πανεπιστήμια και μεταξύ των οικονομικών συμβούλων των κυβερνήσεων. Για την νεοκλασική σχολή που παρέχει την θεωρητική στήριξη για τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές, το χρήμα είναι απλώς ένα μέσο κυκλοφορίας, ένα πρακτικό βοήθημα που απλοποιεί τις συναλλαγές και χρησιμοποιείται σαν μονάδα μέτρησης. Αλλά η νεοκλασική σχολή αρνείται στο χρήμα οποιαδήποτε εγγενή οικονομική σχέση: μόνο οι «πραγματικές» ποσότητες, η ποσότητα των αγαθών που παράγονται και ανταλλάσσονται, επενδύονται ή καταναλώνονται, είναι αποφασιστικές απ την νεοκλασική άποψη. Η νομισματική σφαίρα φαίνεται για την νεοκλασική σχολή σαν ένα πέπλο που κρέμεται πάνω απ την «πραγματική» σφαίρα των φυσικών προϊόντων. Αυτό το πέπλο μπορεί να προκαλέσει βραχυπρόθεσμη ζημιά σαν αποτέλεσμα κακής διαχείρισης (όπως όταν οι κεντρικές τράπεζες τυπώνουν πάρα πολύ χρήμα και προκαλούν έτσι πληθωρισμό), αλλά μακροπρόθεσμα, οι «πραγματικές» θεμελιώδεις σχέσεις επιβάλλονται. Και όταν επιτρέπεται στις αγορές να λειτουργήσουν χωρίς εμπόδια- έτσι λέει το μάθημα της επικρατούσας νεοκλασικής σχολής- ένα κοινωνικό «βέλτιστο» (μέγιστο αποτέλεσμα στη χαμηλότερη τιμή) επακολουθεί.

Για τον κεϋνσιανισμό, που παίζει σήμερα έναν πολύ μικρό ρόλο στην ακαδημαϊκή οικονομική επιστήμη, το χρήμα έχει πολύ μεγαλύτερη οικονομική σημασία απ ότι για την νεοκλασική θεωρία. Το χρήμα δεν περιορίζεται στην λειτουργία του σαν μέσο κυκλοφορίας, αλλά μάλλον η ικανότητά του να λειτουργεί σαν ένα μέσο δια τήρησης της αξίας, ωθείται σε πρώτη γραμμή και συνδέεται με την θεμελιακή ανασφάλεια των συνθηκών σε μια οικονομία αγοράς: το χρήμα λειτουργεί σαν μέσο διασφάλισης έναντι ενός κατά κύριο λόγο αβέβαιου μέλλοντος. Εάν η αβεβαιότητα είναι σε άνοδο, σύμφωνα με το κεντρικό επιχείρημα, διατηρείται περισσότερο χρήμα «ρευστό», έτσι τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις δαπανούν λιγότερο ή εμπλέκονται λιγότερο σε μακροπρόθεσμες επενδύσεις, για να μην χάσουν την πρόσβασή τους σε χρήμα βραχυπρόθεσμα. Αυτό οδηγεί σε αυξημένα επιτόκια και μείωση επενδύσεων, το οποίο με τη σειρά του οδηγεί σε μειωμένο εισόδημα και αυξημένη ανεργία. Ο κεϋνσιανισμός δεν αναγνωρίζει μια αυτόματη διαδικασία ικανή να θεραπεύσει μια τέτοια κρίση και από εδώ προκύπτει η ανάγκη για κρατική παρέμβαση.

Η κεϋνσιανή θεώρηση του χρήματος είναι περισσότερο διαφοροποιημένη από εκείνη της νεοκλασικής σχολής, κοινή ωστόσο και στις δυο είναι μια τάση κυρίως να μειώσουν το χρήμα σε μια απλή ουσιώδη λειτουργία. Και για τις δυο θεωρίες, το χρήμα είναι προ πάντων, ένα βοήθημα, ασήμαντο σύμφωνα με την νεοκλασική θεωρία, σημαντικό στην περίπτωση του κεϋνσιανισμού. Το ερώτημα τι είναι πράγματι το χρήμα και πως συνδέεται με τον ειδικό τρόπο κοινωνικοποίησης που είναι εγγενής σε μια κοινωνία που παράγει εμπορεύματα, δεν τίθεται καν.

Χρήμα- απλώς ένα υπερεκτιμημένο εργαλείο;

Αυτή η ερώτηση ωστόσο, ήταν κεντρική στη μαρξιστική εξέταση του χρήματος. Διάφορες τάσεις στις αγγλικές και γαλλικές εργατικές κινήσεις του 19ου αιώνα αποσκοπούσαν στο να μετασχηματίσουν τον καπιταλισμό, αλλάζοντας το νομισματικό σύστημα: έτσι η ιδιωτική εμπορευματική παραγωγή θα διατηρούνταν, αλλά το χρήμα θα το αντικαθιστούσαν δελτία που θα δηλώνουν ώρες εργασίας ή πιστοποιητικά τιτλοποίησης αγαθών (όμοια μ ένα εισιτήριο θεάτρου). Σε αντίθεση με αυτές τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, ο Μάρξ προσπάθησε να δείξει ότι ο αστικός τρόπος παραγωγής κάνει αναγκαίο ένα ιδιαίτερο μέσο συναλλαγής, το χρήμα, το οποίο απ την ίδια τη φύση του, δεν είναι τόσο άκακο όσο ένα εισιτήριο θεάτρου.

Οι ξεχωριστοί παραγωγοί ιδιωτικών εμπορευμάτων, συνδέονται ο ένας με τον άλλον μέσω του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, αλλά τα προϊόντα τους αποκτούν κοινωνικό χαρακτήρα μόνο αναδρομικά, δηλαδή όταν πραγματοποιούν την αξία τους στην αγορά. Σε μια κοινωνία που βασίζεται στην συναλλαγή, ο κοινωνικός χαρακτήρας των αγαθών που παράγονται, δεν συνίσταται μόνο στην ικανότητά τους να ικανοποιούν τις ανάγκες των άλλων: τα προϊόντα πρέπει ν αντικρίζονται σε μια ποσοτική σχέση συναλλαγής, το ένα με το άλλο, πρέπει να κατέχουν μια αξία επιπρόσθετα της αξίας χρήσης τους. Στην αστική κοινωνία ο πλούτος γίνεται μια αφηρημένη ποσότητα: αυτός δεν συνίσταται πλέον από μια πολλαπλότητα αξιών χρήσης και αγαθών, αλλά από αφηρημένη «αξία». Αλλά η αξία δεν μπορεί να κατακτηθεί θεωρώντας ένα απλό εμπόρευμα, διότι αυτό υπάρχει μόνο στη σχέση του με τα άλλα εμπορεύματα. Ωστόσο, η αξία βρίσκει μόνο μια περιορισμένη, συμπληρωματική έκφραση, σε μια σχέση συναλλαγής μ ένα άλλο εμπόρευμα. Η αξία ενός εμπορεύματος μπορεί να πετύχει μια καθολική αξιακή κοινωνική έκφραση, μόνο όταν μπορεί να συσχετιστεί με μια άλλη ανεξάρτητη ενσάρκωση της αξίας- δηλαδή όταν μπορεί ν αναφέρεται σ ένα πράγμα που στέκεται σε σχέση με όλα τα άλλα εμπορεύματα, όχι απλά σαν ένα άλλο εμπόρευμα, αλλά σαν μια άμεση μορφή της ύπαρξης της αξίας. Μόνο σε μια τέτοια σχέση, μπορεί ένα απλό εμπόρευμα πραγματικά να επιβεβαιώσει τον χαρακτήρα του σαν αξία ανεξάρτητη απ τον υλικό του χαρακτήρα σαν αξία χρήσης. Ο αφηρημένος πλούτος κάνει αναγκαίο ένα ιδιαίτερο υλικό τύπο ύπαρξης- και το χρήμα είναι ακριβώς αυτό.

Σε μια κοινωνία βασισμένη στην ανταλλαγή εμπορευμάτων, το χρήμα δεν είναι απλώς ένα περισσότερο ή λιγότερο σημαντικό εργαλείο. Είναι ένα αναγκαίο μέσο οικονομικής κοινωνικής προσαρμογής. Οι ατομικοί παραγωγοί εμπορευμάτων, δεν συγκροτούν την κοινωνική τους σχέση ο ένας με τον άλλον σαν άνθρωποι. Μόνο τα προϊόντα τους στέκουν σε σχέση το ένα με το άλλο, σαν αξίες. Για την ακρίβεια, επειδή τα απομονωμένα άτομα χάνονται πίσω απ τα προϊόντα τους, η κοινωνική συνοχή πρέπει- με την κυριολεκτική έννοια- ν αντικειμενοποιηθεί, να περιοριστεί σ ένα πράγμα, το χρήμα. Το χρήμα δεν είναι απλά- όπως διατείνεται η νεοκλασική σχολή- μια απλοποίηση της διαδικασίας της συναλλαγής, το οποίο μπορεί κυρίως να διανεμηθεί. Μάλλον, το χρήμα είναι το μέσο με το οποίο απομονωμένοι ατομικοί παραγωγοί εμπορευμάτων μπορούν να συσχετιστούν ο ένας με τον άλλον. Όπως το χρήμα, ένα  πράγμα αποκτά κοινωνικές ιδιότητες και κοινωνικές δυνάμεις. Ο Μάρξ περιγράφει αυτή την «υπερβατική» ιδιότητα ενός πράγματος σαν φετιχισμό. Ένας τέτοιος φετιχισμός δεν είναι απλώς μια πλάνη ή ένα είδος «εσφαλμένης συνείδησης». Στην αστική κοινωνία το χρήμα πραγματικά κατέχει τη μεγαλύτερη δύναμη. Ωστόσο, αυτό κατέχει μια τέτοια δύναμη, μόνο χάρη σε μια ειδική κοινωνική σχέση, η οποία υποκρύπτεται από κάτω: οι ξεχωριστοί κάτοχοι εμπορευμάτων, οι οποίοι συγκροτούν την κοινωνική τους σχέση μόνο μέσω ενός πράγματος, του χρήματος.

Το χρήμα έχει δύναμη μόνο γιατί όλοι οι κοινωνικοί πρωταγωνιστές σχετίζονται με το χρήμα, σαν χρήμα, δηλαδή, σαν μια ανεξάρτητη ενσάρκωση της αξίας.Αλλά στο βαθμό που τα άτομα ενεργούν σαν κάτοχοι εμπορευμάτων, ανταλλάσσοντας προϊόντα, δεν έχουν άλλη επιλογή, παρά να έρθουν σε μια τέτοια σχέση με το χρήμα. Έχουμε πει ότι ο φετιχισμός περιέχει μια πλανερή άποψη ως προς το ότι το χρήμα φαίνεται να κατέχει μια εγγενή κοινωνική δύναμη. Το γεγονός ότι αυτή η δύναμη είναι το αποτέλεσμα μιας αυτόματα εκτελεσμένης κοινωνικής διαδικασίας, κάνει δυνατό ν αποφεύγεται η σύλληψη της καθημερινής επίγνωσης (αυτού του γεγονότος). Η διαδικασία χάνεται στο αποτέλεσμά της. Η παραγωγή εμπορευμάτων είναι έτσι αδύνατη, χωρίς τη συσχέτιση μεταξύ εμπορευμάτων και χρήματος. Γι αυτό το λόγο, υπάρχει ένας κύριος περιορισμός για όλα τα ουτοπικά σχέδια: εάν κάποιος επιθυμεί να καταργήσει το χρήμα, το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων που καθιστούν αναγκαίο το χρήμα, πρέπει επίσης να καταργηθεί. Δεν μπορεί κανείς να έχει το ένα χωρίς το άλλο.

Απ’ το χρήμα στο κεφάλαιο.

Εάν το σύνολο της κοινωνικής διαδικασίας της αναπαραγωγής διαμεσολαβείται απ το εμπόρευμα και το χρήμα, δηλαδή εάν η εμπορευματική παραγωγή δεν συνίσταται απλώς σε μια εσωτερική ύπαρξη μέσα στο πλαίσιο ενός διαφορετικού τρόπου παραγωγής (όπως ήταν η περίπτωση της πρώϊμης φεουδαρχικής περιόδου στη Δυτική Ευρώπη), τότε το χρήμα αποκτά μια νέα ποιότητα σαν κεφάλαιο. Η αυτόνομη ενσωμάτωση της αξίας, μέσω της οποίας η οικονομική κοινωνικοποίηση της εμπορευματικής παραγωγής ολοκληρώνεται, το ίδιο γίνεται ο κύριος σκοπός της οικονομικής δραστηριότητας. Για την ακρίβεια, επειδή το χρήμα είναι η ενσάρκωση του αφηρημένου πλούτου, ο οποίος δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε ενυπάρχοντα όρια, δεν μπορεί κάποιος να έχει «αρκετό» χρήμα στη διάθεσή του.

Το εμπόριο και η παραγωγή δεν πρέπει μόνο να δημιουργούν χρήμα, αλλά πρέπει επίσης να δημιουργούν συνεχώς αυξανόμενες ποσότητες χρήματος. Η γενίκευση της εμπορευματικής παραγωγής είναι δυνατή μόνο όταν η παραγωγή η ίδια μετασχηματίζεται σε καπιταλιστική παραγωγή, όταν ο πολλαπλασιασμός και η αύξηση του αφηρημένου πλούτου γίνεται ο άμεσος σκοπός της παραγωγής και όλες οι άλλες κοινωνικές σχέσεις υπάγονται σ αυτό τον σκοπό. Η «καταστρεπτική δύναμη του χρήματος» που ήταν το αντικείμενο των περισσότερων κριτικών σε πολλούς προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής (από πολλούς συγγραφείς στην αρχαία Ελλάδα για παράδειγμα), βρίσκεται ακριβώς σ αυτή τη διαδικασία της καπιταλιστικοποίησης της κοινωνίας, σαν αποτέλεσμα της γενίκευσης της χρηματικής σχέσης. Σοσιαλιστικές ιδέες της αγοράς που στοχεύουν να καταργήσουν την καπιταλιστική παραγωγή, ενώ διατηρούν την αγορά, την εμπορευματική παραγωγή και το χρήμα (λόγω της «αποτελεσματικότητάς τους» στην περιοχή της παραγωγής και της καινοτομίας), έρχονται αντιμέτωπες με το θεμελιώδες πρόβλημα του πώς να εμποδίσουν μια επανακαπιταλιστικοποίηση της κοινωνίας χωρίς να εμποδίσουν την «αποτελεσματικότητα» της αγοράς.

Καπιταλιστική παραγωγή και οικονομικές αγορές.

Επειδή η κοινωνική συνοχή σε μια κοινωνία εμπορευματικής ανταλλαγής είναι κυρίως εδραιωμένη μέσω του χρήματος, το χρήμα επίσης έχει τη δύναμη να διασπάσει τη συνοχή: η «πιθανότητα των κρίσεων»- την οποία ο Μάρξ επίσης σημείωνε στο 3ο κεφάλαιο του Κεφαλαίου- είναι δοσμένη με το χρήμα. Το χρήμα όχι μόνο διαμεσολαβεί τη συναλλαγή μέσα στην αλυσίδα εμπόρευμα-χρήμα-εμπόρευμα (κάποιος πουλά το δικό του εμπόρευμα για ν αγοράσει στη συνέχεια άλλο εμπόρευμα), αυτό μπορεί επίσης να διασπάσει τη διαμεσολάβηση: πώληση χωρίς επακόλουθη αγορά (δηλαδή το χρήμα που πάρθηκε από πώληση δεν χρησιμοποιείται για περαιτέρω αγορές), οδηγεί σε μια διάσπαση της αλυσίδας της αναπαραγωγής. Όταν αυτό συμβεί, τα παραγόμενα προϊόντα δεν μπορούν πλέον να πουληθούν και η παραγωγή περιορίζεται ή εν μέρει λιμνάζει. Η συνέπεια αυτού είναι αχρησιμοποίητο κεφάλαιο απ τη μια πλευρά και αναπασχόλητες δυνάμεις εργασίας απ την άλλη. Αλλά μια σειρά επιπλέον περιστάσεων είναι αναγκαία ώστε η πιθανότητα μιας κρίσης να φτάσει σε σημείο να γίνει μια πραγματική κρίση.

Στον παραδοσιακό μαρξισμό, αυτές οι περιστάσεις τοποθετούνται κυρίως στις συνθήκες της καπιταλιστικής παραγωγής, όπως στο «νόμο της τάσης της πτώσης του ποσοστού του κέρδους». Σε αντίθεση, το χρήμα και η πίστη παίζουν έναν δευτερεύοντα ρόλο σαν απλά «φαινόμενα της κυκλοφορίας». Σαν αποτέλεσμα μιας μονόπλευρης άποψης εστιασμένης στην παραγωγή, χάνει κάποιος τη θέα του γεγονότος ότι όπως εμπορευματική παραγωγή χωρίς χρήμα είναι αδύνατη, καπιταλιστική παραγωγή δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς πίστη (καθώς επίσης εξελιγμένες μορφές του ίδιου, όπως πίστη-χρήμα, κεφαλαιακό απόθεμα κλπ). Για την ακρίβεια ο ευλύγιστος χαρακτήρας της καπιταλιστικής παραγωγής παραμένει στο γεγονός ότι η συσσώρευση δεν συναντά τα όριά της με το πραγματοποιημένο κέρδος των προηγούμενων περιόδων παραγωγής, αλλά μάλλον μπορεί να επεκταθεί πολύ πέρα από αυτό μέσω της πίστης, η οποία υποδηλώνει τον κίνδυνο κρίσεων και υπερπαραγωγής. Ωστόσο, η πίστη αφορά (ή οι μετοχές εφαρμόζονται, όπως μπορεί να είναι η περίπτωση), μόνο σε κείνους τους τομείς όπου μπορεί ν αναμένεται ένα υψηλό επίπεδο μελλοντικού κέρδους. Απ αυτή την άποψη, ένα ισχυρό κερδοσκοπικό στοιχείο είναι εγγενές στο όλο οικονομικό σύστημα. Αυτό το κερδοσκοπικό στοιχείο ενισχύεται επιπλέον μέσω ιδιαίτερων οικονομικών εργαλείων όπως προαιρετικές προθεσμιακές συναλλαγές (τιτλοποιήσεις με την αγορά ειδικών μετοχών σε μια εκ των προτέρων προσδιορισμένη τιμή). Ωστόσο, ένα κερδοσκοπικό στοιχείο είναι εγγενές σε κάθε ιδιαίτερη περίσταση της καπιταλιστικής παραγωγής: ένας επιχειρηματίας δεν μπορεί ποτέ να είναι τελείως σίγουρος εάν τα προϊόντα του μπορούν να πουληθούν και σε τι τιμή ή εάν οι επενδύσεις που κάνει θα φέρουν το αναμενόμενο επίπεδο κέρδους στο μέλλον. Έτσι πίστη και κερδοσκοπία δεν είναι σε καμιά περίπτωση εξωτερικές περιστάσεις που παρουσιάζονται σε μια κατά τα άλλα μη κερδοσκοπική καπιταλιστική παραγωγή. Χωρίς χρηματοοικονομικό τομέα και κερδοσκοπία, η καπιταλιστική παραγωγή είναι αδύνατη. Δεν αφορά μόνο την περίπτωση ότι αυτή η συσχέτιση θα μπορούσε να είναι πιο ισχυρή αν λαμβάνονταν υπόψη μέσα στο πεδίο της θεωρίας των κρίσεων, παρά όπως έγινε στον παραδοσιακό μαρξισμό. Είναι επίσης σημαντικό ζήτημα, για τη σύγχρονη κριτική της παγκοσμιοποίησης. Είναι σύνηθες ο κριτικισμός να κατευθύνεται ενάντια σ έναν «ξεσαλωμένο» καπιταλισμό του οποίου οι καταστρεπτικές δυνάμεις φαίνεται να κατευθύνονται από ένα κερδοσκοπικό χρηματοοικονομικό σύστημα.

Ότι το χρηματοοικονομικό σύστημα θέτει πρότυπα αποδοτικότητας και ωφέλειας, με τα οποία οι ξεχωριστές επιχειρήσεις πρέπει να συμμορφωθούν αφού επιθυμούν να πετύχουν κέρδος ή να διανείμουν τα αποθέματά τους, καθόλου δεν είναι ένα πρόσφατο φαινόμενο. Το χρηματοοικονομικό σύστημα πάντα είχε μια τέτοια «λειτουργία ελέγχου». Εκείνο που είναι νέο είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχει αναδυθεί ένα διεθνοποιημένο χρηματοοικονομικό σύστημα, το οποίο με αυξανόμενο ρυθμό υπαγορεύει διεθνή πρότυπα καπιταλιστικής διατίμησης. Εάν η αύξηση της κερδοσκοπίας φαίνεται σαν η κύρια αιτία των κακών του καπιταλισμού, η οποία επομένως είναι ανάγκη να ρυθμιστεί, η αναγκαία ενδοσχέση μεταξύ του χρηματοοικονομικού συστήματος και της καπιταλιστικής παραγωγής διασπάται και- τουλάχιστον σκόπιμα- ένας «καλός» παραγωγικός καπιταλισμός αντιδιαστέλλεται σ έναν «κακό» κερδοσκοπικό χρηματοοικονομικό καπιταλισμό. Με κανένα τρόπο δεν είναι η ποσότητα ρύθμισης αναγκαία για να ρυθμίσει «αποτελεσματικά» προσχεδιασμένες κεφαλαιακές ροές, έτσι ώστε μ αυτή την έννοια οι απαιτήσεις των κριτικών της παγκοσμιοποίησης για περισσότερη ρύθμιση να μην είναι αυτόματα μη ρεαλιστικές ή αδύνατον να υλοποιηθούν. Ωστόσο, κάποιος δικαιούται ν αμφιβάλλει εάν μια τέτοια ρύθμιση θα οδηγούσε σε εξαφάνιση των πιο απεχθών όψεων του καπιταλισμού. Ακόμη και σ ένα υψηλά ρυθμισμένο καπιταλισμό, η ικανοποίηση των αναγκών και των επιθυμιών, ο περιορισμός της κοινωνικής ανισότητας, ή ακόμη μια καλή ζωή δεν θάναι ο σκοπός της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά μάλλον η διατίμηση, η συσσώρευση αφηρημένου πλούτου- ένας σκοπός για τον οποίο οι άνθρωποι και η φύση αποτελούν μόνο μέσα και επομένως η μεταχείρισή τους είναι ανάλογη.

* (πρωτοδημοσιεύτηκε στη Γερμανία το Γενάρη/Φλεβάρη του 2002).  Η αληθινή έννοια της αξίας

 ** http://www.dampfboot-verlag.de/buecher/a79.html

*** (μέλος της ΣΟ του ΠΚ – Λάρισα)

ΠΗΓΗ:   Ημερομηνία καταχώρησης 22-09-2011, http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=10296

ΧΡΕΗ, ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΙΙ

ΧΡΕΗ, ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ:

Τα ομόλογα, από μέσον για τη χρηματοδότηση των πολέμων, εξελίχθηκαν στο μονεταριστικό όπλο για την ανάληψη της δημοκρατικής εξουσίας από τους Πολίτες – ενώ η κάποτε απολυταρχική Γαλλία αναδείχθηκε στο πιο φημισμένο θύμα τους – Μέρος ΙΙ

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

Συνέχεια από το Μέρος Ι

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΟΜΟΛΟΓΩΝ

Όπως φαίνεται από την οικονομική ιστορία, τα ομόλογα του δημοσίου αποτελούν «ιταλική εφεύρεση» – ξεκίνησαν δηλαδή από την Ιταλία, ενώ παραδόξως φαίνεται ότι στην ίδια χώρα θα ολοκληρώσουν την έκτοτε συνεχώς αυξητική πορεία τους.

Ειδικότερα, κάπου στο 14ο αιώνα, οι κυβερνώντες τη Φλωρεντία αποφάσισαν να μισθώσουν στρατιώτες – αφού οι πλούσιοι έμποροι της πόλης, οι οποίοι διεξήγαγαν πολέμους, δεν ήθελαν να πολεμήσουν οι ίδιοι. Για την πληρωμή όμως των μισθοφόρων χρειαζόντουσαν πολλά χρήματα – περισσότερα από όσα είχαν οι διοικούντες την πόλη στη διάθεση τους. Φυσικά θα μπορούσαν να αυξήσουν τους φόρους, αφού υπήρχαν αρκετοί πλούσιοι μεταξύ των υπηκόων τους. Οι έμποροι όμως της πόλης-κράτους θα θεωρούσαν τη φορολόγηση της περιουσίας τους μεγάλη προσβολή, απέναντι στην ελευθερία τους (οι φόροι είναι μία σχετικά νέα εφεύρεση των κυβερνώντων – μόνο το εμπόριο με κρασί και με αλάτι υπόκειντο εκείνη την εποχή σε κρατήσεις). Οι κυβερνώντες λοιπόν είχαν μία και μόνο επιλογή: να δανεισθούν τα απαραίτητα χρήματα. Όμως, αν και σήμερα ο δανεισμός δεν είναι καθόλου δύσκολος, κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα ήταν μία εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία – επειδή, όποιος δανείζει χρήματα απαιτεί τόκους, οι οποίοι ήταν απαγορευμένοι από τη χριστιανική θρησκεία.

Μερικά χρόνια πριν το πρόβλημα θα μπορούσε να είχε λυθεί, αφού στη Φλωρεντία είχαν εγκατασταθεί ορισμένοι από τους μεγαλύτερους δανειστές της Ευρώπης. Οι «τοκογλύφοι» αυτοί είχαν ανακαλύψει έναν τρόπο, με τον οποίο μπορούσαν να κερδίζουν δανείζοντας χρήματα, χωρίς να έρχονται σε αντίθεση με την εκκλησία. Οι πρώτοι αυτοί τραπεζίτες του κόσμου δεν απαιτούσαν τόκους – τουλάχιστον δεν τους ονόμαζαν έτσι, «βαφτίζοντας» τους προμήθειες για τους κόπους τους. Οι πελάτες τους ήταν λοιπόν ικανοποιημένοι, οι καθολικοί καρδινάλιοι επίσης και ο «νεογέννητος καπιταλισμός», ο οποίος στηρίζεται στην πίστωση, είχε βρει τρόπο να «ξεγελάσει» την εκκλησία. Περαιτέρω, ένα από τα δύο μεγαλύτερα τραπεζικά ιδρύματα της Φλωρεντίας ήταν ο οίκος των Peruzzi – με υποκαταστήματα σχεδόν σε όλες τις σημαντικές πόλεις της Ιταλίας, καθώς επίσης στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στο Βέλγιο, στην Τυνησία, στη Μαγιόρκα, στη Ρόδο και στην Κύπρο. Το Μάρτιο του 1338 ο διευθυντής της επιχείρησης είχε ταξιδέψει στην Αγγλία, επειδή ο τότε βασιλιάς της χρειαζόταν χρήματα για τη διεξαγωγή του πολέμου εναντίον της Γαλλίας. Ο τραπεζίτης δάνεισε το βασιλιά, περιμένοντας ότι θα κέρδιζε μεγάλα ποσά.

Εν τούτοις, το κόστος του πολέμου ήταν τεράστιο και τα λάφυρα ελάχιστα – οπότε ο βασιλιάς δεν μπόρεσε να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του και ο τραπεζίτης χρεοκόπησε. Παράλληλα, πτώχευσε και η δεύτερη τράπεζα της πόλης, η οποία είχε επενδύσει επίσης στην Αγγλία – οπότε η Φλωρεντία βίωσε την πρώτη χρηματοπιστωτική κρίση της Ιστορίας. Σύμφωνα δε με τον ιστορικό που τα περιγράφει, «Σε αντίθεση με σήμερα, εκείνη την εποχή δεν υπήρχε κανένας για να διασώσει τις τράπεζες». Λόγω της συγκεκριμένης κατάστασης λοιπόν, δεν υπήρχε πλέον κανένας που να μπορούσε να δανείσει τους κυβερνώντες τη Φλωρεντία, με τα χρήματα που είχε ανάγκη για να πληρώσει τους στρατιώτες-μισθοφόρους. Επομένως υπήρχαν δύο μόνο επιλογές «εξόδου από την κρίση»: Είτε η λιτότητα, με την αποφυγή της διεξαγωγής πολέμων, είτε η εύρεση ενός άλλου τρόπου, ο οποίος θα μπορούσε να εξασφαλίσει δανεικά, χωρίς να υπάρξει πρόβλημα με την απαγόρευση των τόκων από την εκκλησία. Οι Φλωρεντιανοί κατάφεραν να πετύχουν το τελευταίο, εφευρίσκοντας ένα σύστημα επιστρεφόμενων φόρων – όπως η Βενετία και η Γένουα: οι Πολίτες δηλαδή πλήρωναν φόρους, αλλά έπαιρναν τα χρήματα τους πίσω, με κέρδος. Επειδή επρόκειτο για υποχρεωτικές πληρωμές (καταναγκαστικές), η εκκλησία δεν είχε αντίρρηση να αποζημιώνονται οι Πολίτες, οπότε οι τόκοι ήταν νόμιμοι. «Μία επαναστατική ιδέα, η οποία έμελε να αλλάξει την πορεία του κόσμου για πάντα», όπως αναφέρει ο Βρετανός ιστορικός N. Ferguson.

Συνεχίζοντας, οι Πολίτες έπαιρναν ως απόδειξη καταβολής των χρημάτων τους (φόρων) ένα γραμμάτιο – ένα ομόλογο ουσιαστικά, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα. Όποιος είχε στην κατοχή του αυτό το ομόλογο, έπαιρνε πίσω τα χρήματα του μαζί με τους τόκους. Επειδή τώρα αυτά τα χαρτιά (ομόλογα) αντιπροσώπευαν χρήματα, οι άνθρωποι άρχισαν γρήγορα να τα ανταλλάσουν μεταξύ τους. Η αξία δε των ομολόγων ήταν σε πλήρη αντιστοιχία με την εμπιστοσύνη των Πολιτών στην πόλη τους – αφού μόνο εάν πίστευαν όλοι ότι ήταν σε θέση να τα πληρώσει η κυβέρνηση, γινόντουσαν αποδεκτά ως μέσο πληρωμής των δικών τους υποχρεώσεων. Εάν λοιπόν τα χρέη της πόλης ήταν χαμηλά και τα έσοδα της υψηλά, οι προϋποθέσεις πληρωμής των ομολόγων αυξάνονταν, οπότε αυξανόταν και η αξία τους – ένας «μηχανισμός» που λειτουργεί μέχρι και σήμερα.

Η ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΩΝ ΟΜΟΛΟΓΩΝ

Η εφεύρεση των Ιταλών επεκτάθηκε γρήγορα στην υπόλοιπη Ευρώπη – με πρώτη την Ολλανδία. Η μικρή αυτή χώρα, με πληθυσμό 1,5 εκ. ανθρώπων, κήρυξε τον πόλεμο στην Ισπανία (το 1568) – μία παγκόσμια υπερδύναμη τότε, με 20 εκ. κατοίκους. Η Ολλανδία κέρδισε τελικά τον πόλεμο, κυρίως επειδή είχε τη δυνατότητα να δανείζεται χρήματα, με το «τέχνασμα» των ομολόγων – οπότε είχε τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί το κόστος. Αναλυτικότερα, αν και η Ισπανία δανειζόταν επίσης χρήματα, όπως η Αγγλία προηγουμένως (το 14ο αιώνα), κανένας τραπεζίτης δεν ήταν πρόθυμος να τα παρέχει – αφού οι βασιλείς ήταν ελεύθεροι να μην πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, γεγονός είχε αποδείξει το πάθημα των δύο τραπεζών της Φλωρεντίας στην Αγγλία (κάτι που συμβαίνει και σήμερα, όσον αφορά τα κράτη). Δυστυχώς για την Ισπανία, ο βασιλιάς της (Φίλιππος ο δεύτερος) δεν είχε εκδώσει ομόλογα, ενώ αργότερα είπε «Δεν μπόρεσα ποτέ μου να καταλάβω το θέμα με τα δάνεια και τους τόκους» – σε αντίθεση με τους Ολλανδούς, οι οποίοι το είχαν κατανοήσει πολύ πριν.  Οι έμποροι του Άμστερνταμ και του Ρότερνταμ ήταν πάρα πολύ πλούσιοι, οπότε η κυβέρνηση δανειζόταν το απαραίτητο κεφάλαιο για την διεξαγωγή του πολέμου με την Ισπανία από αυτούς, εκδίδοντας ομόλογα. Εν τούτοις, η διαδικασία δεν ήταν πια υποχρεωτική, όπως στη Φλωρεντία, αλλά εθελούσια όπως σήμερα – αφού πλέον δεν υπήρχε απαγόρευση χρέωσης τόκων. Οι Πολίτες δε δάνειζαν ευχαρίστως το κράτος τους, αφού έτσι εξασφάλιζαν, παράλληλα με τους τόκους, την τότε δημοκρατία και την εθνική τους ανεξαρτησία.

Ουσιαστικά λοιπόν, τα ομόλογα εξελίχθηκαν στο μονεταριστικό όπλο για την ανάληψη της δημοκρατικής (κοινοβουλευτικής) εξουσίας από τους Πολίτες – ενώ η τότε ολοκληρωτική (απολυταρχική) Γαλλία «αναδείχθηκε» στο μεγαλύτερο, στο πιο φημισμένο καλύτερα θύμα τους. Αντίθετα, η μη αγορά των ομολόγων από τους Πολίτες, όπως συμβαίνει σήμερα, μπορεί να εξελιχθεί στο μονεταριστικό όπλο για την ανάληψη της απολυταρχικής εξουσίας από τους νέους αγοραστές τους – το χρηματοπιστωτικό κτήνος. Στο θέμα της Γαλλίας, το 1788 ο βασιλιάς Λουδοβίκος ο 16ος αναγκάσθηκε να κηρύξει πτώχευση του κράτους – οπότε ένα χρόνο αργότερα, ο λαός εισέβαλλε στη Βαστίλη, στα πλαίσια της Γαλλικής επανάστασης, η οποία άλλαξε τη ροή του κόσμου. Το παράδοξο είναι το ότι η Βρετανία τότε, είχε τα τριπλάσια δημόσια χρέη από τη Γαλλία, σε όρους ΑΕΠ, χωρίς όμως να χρεοκοπήσει – επειδή το δημοκρατικό βασίλειο εισέπραττε χρήματα από το λαό, με τη βοήθεια της έκδοσης ομολόγων. Αντίθετα, η απολυταρχική Γαλλία δεν μπορούσε να δανειστεί από το λαό της, αφού ο βασιλιάς της ήταν δεσποτικός, διεφθαρμένος και δεν τον συμπαθούσε κανείς. Έτσι αναγκάσθηκε να χρεοκοπήσει, ενώ η χρεοκοπία ήταν η βαθύτερη αφορμή, εάν όχι η αιτία της φημισμένης Γαλλικής επανάστασης – ενδεχομένως και των επαναστάσεων που θα ακολουθήσουν στο προσεχές μέλλον, από τους λαούς των σημερινών χωρών της υπερχρεωμένης Δύσης.   

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

Δύο αιώνες μετά τη Γαλλική επανάσταση, δεν υπάρχουν πλέον πολλοί δικτάτορες ή δεσποτικοί βασιλείς στον πλανήτη. Στις σύγχρονες δημοκρατίες λοιπόν θα ήταν αυτονόητος ο δανεισμός των κρατών από τους Πολίτες τους, εφόσον αυτός εξυπηρετεί τα δικά τους συμφέροντα – για παράδειγμα, τις κοινωνικές τους ανάγκες (δημόσια Παιδεία, Υγεία κλπ.), την εθνική τους ανεξαρτησία (άμυνα) και άλλα πολλά.  Εν τούτοις, η διαδικασία του δανεισμού έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό έκτοτε, αφού είναι πλέον οι τράπεζες, αυτές που δανείζουν τα κράτη. Δηλαδή, τα κράτη διαθέτουν συνεχώς λιγότερα ομόλογα στους Πολίτες τους – ενώ τα περισσότερα αγοράζονται από τις τράπεζες, καθώς επίσης από τα υπόλοιπα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Παραδόξως δε, οι Πολίτες εμπιστεύονται περισσότερο τις τράπεζες από τα κράτη, παρά το ότι οι κυβερνήσεις είναι αυτές που τελικά εγγυώνται τις τραπεζικές αποταμιεύσεις τους (ουσιαστικά τα δάνεια τους προς τις τράπεζες, με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια καταθέσεων), σε περιπτώσεις απειλής των τραπεζών με χρεοκοπία. Έχουμε φτάσει σε τέτοιο σημείο «παραλογισμού» μάλιστα, όπου οι τράπεζες έχουν το θράσος να «εξεγείρονται», εάν θελήσει το κράτος να εκδώσει μόνο του «λαϊκά ομόλογα» – με την αιτιολογία ότι είναι εις βάρος των καταθέσεων ΤΟΥΣ. Παράλληλα, ενώ δανείζονται από τους Πολίτες (καταθέσεις) ή από την ΕΚΤ, με επιτόκια ύψους περί το 1,5%, δανείζουν τα κράτη (τους Πολίτες τους σε τελική ανάλυση, αφού αυτοί πληρώνουν τους τόκους μέσω των φόρων) με πολύ υψηλότερα – κάποιες φορές με επιτόκια που ξεπερνούν ακόμη και το 5%, επικαλούμενες αυξημένο ρίσκο!      

Από την άλλη πλευρά βέβαια, τα χρέη των κρατών έχουν εκτοξευθεί στα ύψη, ενώ τη θέση του τότε «δεσποτισμού» έχει πάρει η διαφθορά, η διαπλοκή και όλα τα υπόλοιπα πολιτικά σκάνδαλα, τα οποία προφανώς λειτουργούν εις βάρος της εμπιστοσύνης των Πολιτών προς τις κυβερνήσεις τους – αντίθετα, λειτουργούν προς όφελος των τραπεζών ή των υπολοίπων χρηματοπιστωτικών «τέκνων» του σύγχρονου καπιταλισμού (hedge fund, επενδυτικά κεφάλαια κλπ.), στα ταμεία των οποίων εισρέουν πλέον οι αποταμιεύσεις της πλειοψηφίας των Πολιτών. Ολοκληρώνοντας, είναι χαρακτηριστική η δήλωση ενός εκλογικού βοηθού πρώην Αμερικανού προέδρου, σύμφωνα με την οποία: «Μερικά χρόνια πριν ονειρευόμουν να ξαναγεννηθώ σαν Πρόεδρος, σαν Πάπας ή σαν μεγάλος σταρ του ποδοσφαίρου. Σήμερα τα όνειρά μου έχουν αλλάξει, αφού θα ήθελα να επιστρέψω στη γη σαν αγοραστής κρατικών ομολόγων – επειδή από τη θέση αυτή μπορείς να τρομοκρατήσεις ακόμη και τα μεγαλύτερα κράτη, κερδίζοντας παράλληλα το σεβασμό τους, καθώς επίσης τεράστια ποσά». 

Η ΑΠΟΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση και ειδικά η διάσωση πολλών τραπεζών από τα κράτη (από τους Πολίτες τους ουσιαστικά), έχει αλλάξει αρκετά τα δεδομένα – δυστυχώς, μάλλον προς όφελος των «νέων χρηματοπιστωτικών θηρίων» και εις βάρος τόσο των λαών, όσο και των τραπεζών τους. Ειδικότερα, η διάσωση των τραπεζών από τα κράτη και το ετεροβαρές ρίσκο (άρθρο μας), δημιούργησε τις ιδανικές προϋποθέσεις της επίθεσης των υπολοίπων χρηματοπιστωτικών «θηρίων», εναντίον των τραπεζών – ένα «πολεμικό παιχνίδι» με τεράστια κέρδη και ελάχιστο ρίσκο, αφού εάν τυχόν χαθεί ο πόλεμος από τις τράπεζες, θα πληρώσουν οι Πολίτες. Στα πλαίσια αυτά, (κυρίως μετά την ανακοίνωση εκ μέρους του ΔΝΤ σε σχέση με το ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν ελλειμματικά κεφάλαια ύψους 200 δις €), ένας μεγάλος αριθμός κερδοσκοπικών κεφαλαίων (hedge funds) «στοιχηματίζει» στην πτώση των χρηματιστηριακών τιμών των τραπεζών ή/και στη χρεοκοπία τους.

Σύμφωνα με επίσημες στατιστικές, από τα μέσα Αυγούστου τα «στοιχήματα» (ανοιχτές πωλήσεις) στην πτώση των τιμών των γερμανικών τραπεζών έχουν αυξηθεί κατά 31% (στο 1,24%), των αμερικανικών κατά 44% (στο 2,75%) και των βρετανικών κατά 16% (στο 3,02%). Στη Γαλλία, στην Ισπανία, στην Ιταλία και στο Βέλγιο δεν υπήρξαν ανάλογες εξελίξεις, αφού σε αυτές τις χώρες έχουν απαγορευθεί οι ανοιχτές πωλήσεις (πωλήσεις μετοχών τις οποίες δανείζεται κανείς, με ελάχιστο κόστος και τις πουλάει, με την προοπτική να τις επιστρέψει αγοράζοντας τες σε χαμηλότερες τιμές). Σε τελική ανάλυση λοιπόν οι τράπεζες, από τοκογλυφικοί δανειστές των κρατών, με τη βοήθεια των αποταμιεύσεων των Πολιτών τους, καθώς επίσης με την παραγωγή χρημάτων από το πουθενά, έχουν «μεταλλαχθεί» σε «οφειλέτες» τους – εισπράττοντας ουσιαστικά χρήματα από τα κράτη για τη διάσωση τους, χωρίς κόστος.

Όσον αφορά δε τους Πολίτες, αφενός μεν δανείζουν χαμηλότοκα τις τράπεζες με τις αποταμιεύσεις τους (οπότε μέσω αυτών υψηλότοκα τα κράτη και την πραγματική Οικονομία), αφετέρου φορολογούνται από τις χώρες τους, με ποσά που οδηγούνται ξανά στις τράπεζες – πολλές φορές μέσα από αυτές, στα υπόλοιπα χρηματοπιστωτικά «ιδρύματα» (hedge funds κλπ.). Αντί λοιπόν τα κράτη να εκδίδουν ομόλογα για να μην φορολογούν τους πλούσιους Πολίτες τους, όπως κάποτε στην Ιταλία, εκδίδουν ομόλογα και φορολογούν ταυτόχρονα τους φτωχούς Πολίτες τους, όχι μόνο για την κάλυψη των κοινωνικών τους αναγκών (παιδεία, υγεία κλπ.), τις οποίες συνεχώς περιορίζουν, καθώς επίσης των τόκων των τραπεζών αλλά, επί πλέον, για τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού κτήνους – το οποίο φυσικά συνεχώς μεγεθύνεται, με τη βοήθεια όλων αυτών των «μεθοδεύσεων». Επομένως, το δυτικό σύστημα έχει «απορυθμισθεί» εντελώς, με την πολλαπλή λεηλασία των Πολιτών να είναι σε πλήρη εξέλιξη – γεγονότα που υποθέτουμε ότι σύντομα θα οδηγήσουν σε τεράστια αδιέξοδα, με επακόλουθα που πολύ δύσκολα μπορούν να προβλεφθούν.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τα οικονομικά σχετικά υγιή κράτη (δύσκολα να θεωρήσει κανείς υγιές ένα κράτος όπως η Γερμανία, με χρέος που πλησιάζει το 90% του ΑΕΠ της, σαν αποτέλεσμα της διάσωσης των τραπεζών της), είναι δύσκολο να βοηθήσουν και τις αδύναμες χώρες (στην περίπτωση της Ευρωζώνης την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Ισπανία, την Ιταλία, το Βέλγιο κλπ.), και τις τράπεζες τους – τόσο τις ξένες, όσο και τις δικές τους. Παράλληλα, τα οικονομικά αδύναμα κράτη, αλλά πανίσχυρα στρατιωτικά (όπως οι Η.Π.Α.), είναι επίσης δύσκολο να διασώσουν τον εαυτό τους, τους εργαζομένους πολίτες, τις παραγωγικές επιχειρήσεις τους και τις τράπεζες τους – κυρίως λόγω της έντονης αποβιομηχανοποίησης και του μεγέθους τους. Από την άλλη πλευρά οι Πολίτες, ειδικά αυτοί των χωρών της Ευρωζώνης, πιθανόν να μην έχουν τη διάθεση να φορολογούνται συνεχώς περισσότερο, για να διασώζουν τα αδύναμα κράτη και τις τράπεζες τους, καθώς επίσης για να χρηματοδοτήσουν μία ακόμη αχόρταγη κρατική μηχανή – όπως υποθέτουν πως θα είναι αυτή των ενδεχομένων Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.

Κατά την άποψη μας λοιπόν, εάν δεν επιλεχθούν άμεσα καθαρές, βιώσιμες λύσεις, οι οποίες να εξασφαλίζουν παράλληλα τόσο την αναδιάρθρωση, όσο και τον πλήρη έλεγχο του χρηματοπιστωτικού τέρατος, με το διαχωρισμό των επενδυτικών από τις εμπορικές τράπεζες (GlassSteagall Act), με στοχευμένες κρατικοποιήσεις ή/και με «κατατμήσεις» τραπεζών, το παιχνίδι θα φτάσει σύντομα στο τέλος του – όπου με βάση τις ιστορικές εμπειρίες, μάλλον θα συνοδευθεί από εμφύλιες αντιπαραθέσεις, από κοινωνικές αναταραχές, από αιματηρές λαϊκές επαναστάσεις, από έντονες διακρατικές αντιπαλότητες και από ξαφνικούς πολέμους.  

 

Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 04. Σεπτεμβρίου 2011, viliardos@kbanalysis.com      

* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Είναι σύμβουλος επιχειρήσεων, με πολλά συγγράμματα και μελέτες, ενώ έχει εκδώσει πρόσφατα το δεύτερο βιβλίο της σειράς «Η κρίση των κρίσεων».

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2414.aspx

ΧΡΕΗ, ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ Ι

ΧΡΕΗ, ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ: Τα ομόλογα, … – Μέρος Ι

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*



 “Τα βαθύτερα αίτια πίσω από τα γεγονότα, τα οποία οδηγούν μία πάμπλουτη, πολλαπλά προικισμένη χώρα, όπως για παράδειγμα την Ελλάδα, στα ελλείμματα και στην υπερχρέωση, είναι η μακροχρόνια έλλειψη εμπιστοσύνης των Πολιτών προς την Πολιτεία – προς την Πολιτική, προς τους Θεσμούς, προς το «πλαίσιο» λειτουργίας (επιχειρηματικό, φορολογικό κα.), καθώς επίσης προς τις πάσης φύσεως υπόλοιπες «εξουσίες» (ΜΜΕ, συνδικαλιστικές οργανώσεις κλπ.).

Η χρεοκοπία τώρα ενός κράτους δεν προκαλείται τόσο από την υπερχρέωση ή από την απώλεια της πιστοληπτικής αξιολόγησης του, όσο από την άρνηση των Πολιτών του να συμμετέχουν στη χρηματοδότηση του, καθώς επίσης στις προσπάθειες εξυγίανσης της οικονομίας του – από την ανυπακοή τους δηλαδή στα μέτρα που επιλέγονται από την εκάστοτε κυβέρνηση. Κατ’ επέκταση, μία κυβέρνηση είναι «καταδικασμένη», όταν δεν είναι ικανή να εφαρμόσει τα προγράμματα που έχει ψηφίσει ή συμφωνήσει με τους δανειστές – όταν δεν μπορεί πλέον να πείσει τους Πολίτες να πληρώσουν κερδίζοντας, ως οφείλει, την εμπιστοσύνη τους. Τέλος, όταν μία χώρα χρεοκοπεί, είναι μάλλον αναπόφευκτες οι αιματηρές κοινωνικές εξεγέρσεις – με το Κοινοβούλιο ή τους υπόλοιπους Θεσμούς της να απειλούνται με την «τύχη» της «λαιμητόμου και της Βαστίλης», έτσι όπως βιώθηκαν στα πλαίσια της Γαλλικής ΕπανάστασηςΣε κάθε περίπτωση, πάντοτε υπάρχουν λύσεις, ακόμη και όταν μία χώρα ευρίσκεται στο χείλος της καταστροφής – υπερχρεωμένη, εξευτελισμένη, υποχείριο των δανειστών ή των «εταίρων» της και «καταρρακωμένη». Αρκεί να υπάρξει, έστω και την ύστατη στιγμή, μία επαρκής, έντιμη πολιτική ηγεσία, η οποία να μπορέσει να ανακτήσει την πλήρη εμπιστοσύνη των Πολιτών της – υποχρεώνοντας τους Θεσμούς, καθώς επίσης όλες τις υπόλοιπες εξουσίες, να λειτουργήσουν σωστά και με ανιδιοτέλεια, προς όφελος του συνόλου”.    

ΟΙ ΛΥΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΧΡΕΩΣΗΣ

Ανεξάρτητα από τις παραπάνω διαπιστώσεις, η αύξηση των δημοσίων χρεών ήταν ανέκαθεν το αποτέλεσμα κρίσεων ή/και πολέμων – ενώ για τη Δύση, η σημερινή κρίση χρέους είναι ήδη η τέταρτη, από το ξεκίνημα του εικοστού αιώνα (ενδεχομένως η πρώτη, η οποία οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην ανεπάρκεια ή/και στην εκτεταμένη διαφθορά της δυτικής Πολιτικής). Χωρίς να αναλωθούμε σε περιττές λεπτομέρειες, υπάρχουν ουσιαστικά πέντε βασικές «απαντήσεις» στο πρόβλημα του χρέους – είτε αυτό αφορά πολύπλοκες διακρατικές ενώσεις, όπως την Ευρωζώνη, είτε αυτόνομα κράτη: 

(α)  Διαγραφή χρέους (haircut): Συνώνυμο ουσιαστικά με τη χρεοκοπία, έχει χρησιμοποιηθεί για πάρα πολλά χρόνια, από αρκετές χώρες – με κύριο στόχο τη μείωση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, λόγω της επιβάρυνσης των τόκων. Χωρίς καμία αμφιβολία πρόκειται για μία επικίνδυνη διαδικασία, αφού η άρνηση πληρωμής χρέους δημιουργεί τεράστια προβλήματα στους πιστωτές – είτε αυτοί είναι οι Πολίτες του κράτους (εσωτερικός δανεισμός), είτε οι τράπεζες του, είτε οι διεθνείς, πάσης φύσεως δανειστές του. Σε κάθε περίπτωση, καταστρέφονται αυτόματα χρήματα («καίγονται», επειδή η πίστωση τα παράγει, ενώ η εξόφληση τα «αναιρεί»), κυρίως επειδή τα ομόλογα του δημοσίου χάνουν εντελώς την αξία τους. Μίας μεγάλης έκτασης διαγραφή χρεών θα μπορούσε να οδηγήσει στην «σύντηξη» του χρηματοπιστωτικού συστήματος, μέσα από τις χρεοκοπίες τραπεζών και τον πανικό των επενδυτών, με αποτέλεσμα να βυθιστεί στην ύφεση η παγκόσμια οικονομία – με καταστροφικές συνέπειες τόσο για τις επιχειρήσεις, όσο και για τους ιδιώτες. Η «ελαφριάς μορφής», η ελεγχόμενη καλύτερα κρατική πτώχευση, όπου τα κράτη πληρώνουν τα ονομαστικά χρέη τους, αλλά διαφοροποιούν τις συνθήκες (επιτόκια, χρόνος αποπληρωμής κλπ.), σε συμφωνία με τους πιστωτές τους, έχει ηπιότερα αποτελέσματα για το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα – μέθοδος που ακολουθήθηκε από αρκετές χώρες μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο, στις οποίες οι κυβερνήσεις τους επέβαλλαν ανώτατα όρια επιτοκίων δανεισμού και ύψους χρεολυσίων (τα κράτη εξοικονομούσαν τόκους και χρόνο, χωρίς να δημιουργούν χρηματοπιστωτικά σοκ – ίσως ο μοναδικός «βατός» δρόμος για την Ελλάδα σήμερα).

(β)  Εσωτερικός δανεισμός: Είναι ο δρόμος που έχει επιλέξει η Ιαπωνία, η οποία καταφέρνει να πληρώνει τις υποχρεώσεις της, παρά το ότι έχει το «μακράν» υψηλότερο χρέος παγκοσμίως (220% του ΑΕΠ της, με αυξητικές τάσεις). Η δυνατότητα της αυτή προέρχεται από τον πλούτο του ιδιωτικού τομέα της, σε συνδυασμό με την «πατριωτική» του εντιμότητα – αφού κατέχει σχεδόν το 90% του δημοσίου χρέους, με επιτόκια που δεν ξεπερνούν το 1%. Η «μέθοδος» αυτή θα μπορούσε να είχε εφαρμοσθεί και από την Ελλάδα, ο ιδιωτικός τομέας της οποίας ήταν από τους υγιέστερους στην Ευρώπη (άρθρο μας), εάν η κυβέρνηση είχε κάνει σωστές επιλογές, όταν ανέλαβε την εξουσία – πόσο μάλλον σε συνδυασμό με το μηδενισμό του χρέους και με τα εθνικά ομόλογα, προς όφελος της εθνικής μας κυριαρχίας. Απαραίτητη προϋπόθεση βέβαια θα ήταν η εμπιστοσύνη των Πολιτών προς την Πολιτεία, κατά το παράδειγμα της Ιαπωνίας – κάτι που μάλλον δεν μπόρεσε να επιτευχθεί στη χώρα μας. Τέλος, ο εσωτερικός δανεισμός έχει υιοθετηθεί σε κάποιο βαθμό και από την Ιταλία, το δημόσιο χρέος της οποίας ξεπερνάει το 120% του ΑΕΠ της – γεγονός όμως δεν φαίνεται να διατηρείται στο μέλλον, εάν δεν καταπολεμηθεί άμεσα η ασυνέπεια, η αυξανόμενη διαφθορά και η διαπλοκή στη χώρα (η Ιταλία κινδυνεύει πολύ περισσότερο από την Ισπανία να χρεοκοπήσει, ειδικά εάν τυχόν οι Πολίτες της «αποσύρουν» την εμπιστοσύνη τους προς την κυβέρνηση – αφού το δημόσιο χρέος της, σε σχέση με το ΑΕΠ της, είναι διπλάσιο από αυτό της Ισπανίας).     

(γ)  Πληθωρισμός: Πρόκειται για μία «αγαπημένη» ιστορικά μέθοδο, για την αντιμετώπιση της υπερχρέωσης. Όταν ακριβαίνουν οι τιμές, αυξάνονται συνήθως τόσο τα εισοδήματα (μισθοί κλπ.), όσο και τα φορολογικά έσοδα των κρατών – παρά το ότι τα χρήματα χάνουν σε αγοραστική αξία. Αντίθετα, το ύψος των υφισταμένων χρεών παραμένει σταθερό, κάτι που διευκολύνει σε σημαντικό βαθμό τη διαχείριση τους. Σύμφωνα με πολλούς οικονομολόγους, η αύξηση του πληθωρισμού σήμερα στο 4-6% θα ήταν αρκετή για την επίλυση του προβλήματος της Δύσης. Δυστυχώς, όσον αφορά την Ευρωζώνη, δεν συμφωνεί η Γερμανία, λόγω των φόβων της από το παρελθόν (υπήρξε δύο φορές θύμα του υπερπληθωρισμού). Ο πληθωρισμός βέβαια (όπως και η διαγραφή χρεών) είναι εις βάρος των αποταμιευτών, καθώς επίσης των ιδιοκτητών περιουσιακών στοιχείων (με εξαίρεση τα ακίνητα και κάποια άλλα), αφού οι απαιτήσεις τους περιορίζονται σε όρους αγοραστικής αξίας των χρημάτων τους. Συνήθως επηρεάζονται ανάλογα και οι συντάξεις – ενώ οι μισθοί ακολουθούν την αυξητική πορεία των τιμών και δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα (ακόμη και σε ιστορικές περιόδους υπερπληθωρισμού, οι μισθωτοί ήταν σε σχετικά καλή θέση). Το μεγάλο πρόβλημα είναι όμως το ότι, ο πληθωρισμός δεν είναι εύκολο να χειρισθεί με ακρίβεια. Για παράδειγμα σήμερα, παρά το ότι οι κεντρικές τράπεζες αυξάνουν συνεχώς την ποσότητα χρήματος («τυπώνουν»), οι τιμές δεν είναι ανοδικές, επειδή κανένας δεν θέλει να ξοδέψει – ούτε οι καταναλωτές, ούτε οι επιχειρηματίες, για τη χρηματοδότηση νέων επενδύσεων. Κάποια στιγμή όμως τα πράγματα αλλάζουν ξαφνικά, οι δαπάνες τόσο των καταναλωτών, όσο και των επιχειρήσεων αυξάνονται απότομα, οι κεντρικές τράπεζες δεν προλαβαίνουν να απορροφήσουν την υπερβάλλουσα ποσότητα χρημάτων και ο υπερπληθωρισμός (άνω του 10%) καταστρέφει τελικά το νόμισμα – το οποίο απαξιώνεται εντελώς, με τρομακτικά επώδυνες συνέπειες για όλους (Πολίτες και κράτη).

(δ)  Λιτότητα: Εάν ακολουθηθεί η συγκεκριμένη τακτική (όπως σήμερα στην Ευρώπη, κατ’ εντολή της Γερμανίας), οι κυβερνήσεις μπορούν να επιλέξουν εύκολα εκείνες τις ομάδες της κοινωνίας, οι οποίες θα επιβαρυνθούν περισσότερο (με τη βοήθεια της φορολογικής πολιτικής). Το πρόβλημα είναι όμως πως το ίδιο το κράτος είναι ένας σημαντικός οικονομικός παράγοντας – οπότε, εάν καθυστερεί τις επενδύσεις, μειώνει τις αμοιβές και απολύει δημοσίους υπαλλήλους, οδηγεί τη χώρα σε ύφεση. Το αποτέλεσμα είναι να περιορίζονται τα έσοδα του και να αυξάνουν οι δαπάνες του, λόγω της ανεργίας που προκαλεί – με αναγκαστικό επακόλουθο τη συνέχιση της ανόδου των χρεών, τόσο σε απόλυτα, όσο και σε σχετικά μεγέθη (ως προς το ΑΕΠ κλπ.). Επομένως, η λιτότητα κοστίζει ανάπτυξη και η ελλειμματική ανάπτυξη οδηγεί την οικονομία στη χρεοκοπία – εκτός εάν η πολιτική της λιτότητας εφαρμόζεται από πειθαρχημένες, πλούσιες χώρες, χωρίς μεγάλα ελλείμματα και χρέη, αφού μόνο αυτές έχουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτούν την οικονομία τους για εκείνο το χρονικό διάστημα (αρκετά μεγάλο) που απαιτείται για την εξυγίανση τους.  

(ε)  Ανάπτυξη: Τα κράτη δεν είναι υποχρεωμένα να συμπεριφέρονται σαν τις καλές νοικοκυρές (A.Merkel), οι οποίες κάνουν οικονομία για να μειώσουν τα χρέη τους – αφού η «διαχειρισιμότητα» των οφειλών τους δεν εξαρτάται από το απόλυτο ύψος τους, αλλά από τη σχέση τους αναφορικά με το ΑΕΠ. Για παράδειγμα, οι Η.Π.Α. περιόρισαν το δημόσιο χρέος τους μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο από το 108% του ΑΕΠ, στο 50% – παρά το ότι, σε απόλυτα μεγέθη, οι οφειλές τους αυξήθηκαν (από τα 269 δις $ τότε, στα 274 δις $).  Ειδικότερα, όσο υψηλότερο είναι το ΑΕΠ μίας χώρας, τόσο περισσότερα είναι τα φορολογικά έσοδα, τα οποία έχει στη διάθεση της η κυβέρνηση για την αποπληρωμή των τόκων και των χρεολυσίων των δανείων της. Ουσιαστικά, αρκεί να αυξάνεται το ΑΕΠ με ρυθμό υψηλότερο των επιτοκίων, για να θεωρείται απόλυτα διαχειρίσιμο το χρέος. Ακριβώς για το λόγο αυτό, η ανάπτυξη θεωρείται ως ο «βασιλικός δρόμος» για την έξοδο από μία χρηματοπιστωτική κρίση – είναι όμως ταυτόχρονα ο δυσκολότερος στην επίτευξη του. Πόσο μάλλον κάτω από τις σημερινές συνθήκες, οι οποίες θυμίζουν τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930 – χαμηλή ανάπτυξη, χαμηλός πληθωρισμός και ανοιχτά σύνορα για το διεθνές κεφάλαιο. Την εποχή εκείνη (1933), όπου οι Η.Π.Α. υιοθέτησαν καθυστερημένα τον κανόνα του χρυσού (απαγορεύοντας την κατοχή του από τους ιδιώτες και μετατρέποντας όλα τα αποθέματα σε ράβδους, στην ιδιοκτησία του κράτους – εξ’ ου και τα εναπομένοντα νομίσματα Double Eagle, ονομαστικής αξίας μόλις 20 $, πωλούνται με 7,6 εκ. $), καμία σχεδόν βιομηχανική χώρα δεν εξόφλησε τις υποχρεώσεις της – ενώ ακολούθησε ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος.  Ολοκληρώνοντας, θεωρούμε σκόπιμο να προσθέσουμε εδώ τον Πίνακα Ι, ο οποίος καταγράφει τις είκοσι χώρες, οι οποίες εξάγουν τις μεγαλύτερες ποσότητες όπλων παγκοσμίως:

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Οι μεγαλύτεροι εξαγωγείς πολεμικού εξοπλισμού παγκοσμίως

Χώρα

Μερίδιο Αγοράς %

Χώρα

Μερίδιο Αγοράς %

 

 

 

 

Η.Π.Α.

30,3

Ισραήλ

1,9

Ρωσία

23,0

Ουκρανία

1,7

Γερμανία

11,0

Ελβετία

1,2

Γαλλία

7,0

Καναδάς

1,0

Μ. Βρετανία

4,0

Ν. Αφρική

0,5

Ολλανδία

3,0

Ν. Κορέα

0,5

Κίνα

3,0

Πολωνία

0,5

Ισπανία

3,0

Βέλγιο

0,5

Ιταλία

2,0

Νορβηγία

0,4

Σουηδία

2,0

Βραζιλία

0,3

Πηγή: Spiegel, Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Σημείωση: Οι εξαγωγές όπλων τα τελευταία πέντε έτη αυξήθηκαν κατά 20% – ενώ η Γερμανία κατάφερε να διπλασιάσει το μερίδιο της, κυρίως στους τομείς των υποβρυχίων, των πολεμικών πλοίων και των αρμάτων μάχης (σημαντικότεροι πελάτες της η Τουρκία με 14% των εξαγωγών της, η Ελλάδα με 13% και η Ν. Αφρική με 12%).  Όπως διαπιστώνεται από τον Πίνακα Ι, όλες οι υπόλοιπες χώρες του πλανήτη εξάγουν μόλις το 3,2% του πολεμικού εξοπλισμού παγκοσμίως, ενώ μόνο η Η.Π.Α. και η Ρωσία το 53,3%. Η υπεροχή της «πλούσιας Δύσης» στον τομέα είναι εμφανής, όπως επίσης η μεγάλη αδυναμία της Κίνας να ανταγωνιστεί τις δύο πολεμικές υπερδυνάμεις – αλλά και την τρίτη κατά σειρά, τη Γερμανία. Επίσης θεωρούμε σκόπιμο να επαναλάβουμε τον Πίνακα ΙΙ, στον οποίο φαίνεται η εξέλιξη των δημοσίων χρεών της υπερδύναμης, μετά την κατάληψη της εξουσίας από τα παιδιά του Σικάγου και την εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής τους – η οποία μείωσε ραγδαία την εμπιστοσύνη των Πολιτών προς την Πολιτεία, ενώ οδήγησε τελικά τις Η.Π.Α. στην αποβιομηχανοποίηση, μέσα από την παγίδα των ιδιωτικοποιήσεων:

ΠΙΝΑΚΑΣ IΙ: Ιστορική κατανομή του δημοσίου χρέους των Η.Π.Α., συνολικού ύψους 14,3 τρις $

Περίοδος

Πρόεδρος

Ποσοστό επί του συν. χρέους

*Χρέος

 

 

 

 

Έως το 1981

Προ Reagan

7,0%

1,01

1981-1989

Reagan

13,2%

1,89

1989-1993

Bush senior

10,5%

1,50

1993-2001

Clinton

9,8%

1,40

2001-2009

Bush junior

42,7%

6,11

2009-2010

**Obama

16,8%

2,39

 

 

 

 

Σύνολα

 

100%

14,3

* Αύξηση χρέους σε τρις $. ** Εντός ενός μόνο έτους ξεπέρασε την οκταετία Reagan ενώ, εάν δεν συμβεί κάτι εξαιρετικό, θα ξεπεράσει ακόμη και τον Bush junior. Σημείωση: Ο μεγαλύτερος πιστωτής των Η.Π.Α. είναι η Fed, αφού κατέχει το 11,6% του δημοσίου χρέους – ήτοι 1,66 τρις $. Ακολουθεί η Κίνα (1,20 τρις $) και η Ιαπωνία (0,91 τρις $). Πηγή: New York Times, Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Όπως συμπεραίνουμε από τον Πίνακα IΙ οι Η.Π.Α., έως και το 1981, συσσώρευσαν χρέη ύψους μόλις 1,01 τρις $ – γεγονός που συνέβη και στις περισσότερες άλλες χώρες της Δύσης, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Από το 2001 όμως μέχρι το 2009 το δημόσιο χρέος έφτασε στα ύψη, αφού αυξήθηκε κατά 6,11 τρις $ – μία κατάσταση που συνεχίζει να υφίσταται, μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Obama. Το γεγονός αυτό δεν μας επιτρέπει μεγάλες ελπίδες για το μέλλον, όσο και αν ακούγεται το αντίθετο – αφού η αντιστροφή της τάσης είναι, κατά την άποψη μας, εξαιρετικά δύσκολη.

Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 04. Σεπτεμβρίου 2011, viliardos@kbanalysis.com  * Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Είναι σύμβουλος επιχειρήσεων, με πολλά συγγράμματα και μελέτες, ενώ έχει εκδώσει πρόσφατα το δεύτερο βιβλίο της σειράς «Η κρίση των κρίσεων».

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2414.aspx

ΟΥΡΟΥΓΟΥΑΗ, Η ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΙΙΙ

ΟΥΡΟΥΓΟΥΑΗ, Η ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΚΡΙΣΗ:

…. ο αντίθετος δρόμος της Αργεντινής και συμπεράσματα για την Ελλάδα – Μέρος ΙΙΙ

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

Συνέχεια από το Μέρος ΙΙ

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ

Η προσέγγιση της κρίσης από την Αργεντινή ήταν εντελώς διαφορετική, από αυτήν της Ουρουγουάης. Επομένως θεωρούμε σκόπιμη μία μικρή αναφορά, έτσι ώστε να συμπεράνουμε ποια από τις δύο χώρες ακολούθησε το σωστότερο δρόμο – κρίνοντας αποκλειστικά και μόνο εκ του αποτελέσματος για τους Πολίτες (η έννοια «σωστό» δεν έχει απολύτως κανένα νόημα, εάν δεν εξετάζεται από την πλευρά του ποιόν ωφελεί και ποιόν ζημιώνει).     

Το Δεκέμβρη του 2001 η Αργεντινή κήρυξε στάση πληρωμών (άρθρο μας), η οποία αφορούσε τόσο τους εγχώριους, όσο και τους ξένους ιδιοκτήτες των ομολόγων της. Το συνολικό ποσόν, το οποίο όφειλε να αναδιαρθρωθεί, ήταν της τάξης των 100 δις $ (περί τα 70 δις €) – αν και η πρόταση αναδιάρθρωσης προς τους πιστωτές της δεν έγινε έως το 2004 και δεν ολοκληρώθηκε ούτε το 2005. Τελικά, οι ιθύνοντες της Αργεντινής πρότειναν στους δανειστές την εξόφληση ενός μέρους των απαιτήσεων τους, αναγκάζοντας τους «είτε να δεχθούν, είτε να το αφήσουν» (take it or leave it offer).   

Το 75% των δανειστών της Αργεντινής συμφώνησε να αποδεχθεί την πρόταση της κυβέρνησης, η οποία προέβλεπε διαγραφή χρεών (haircut) ύψους περί το 65% (μέσω επέκτασης του χρόνου αποπληρωμής, μείωσης της ονομαστικής αξίας και δόσεις με χαμηλά επιτόκια). Η διαμάχη μεταξύ της Αργεντινής και του 25% των πιστωτών της, οι οποίοι δεν αποδέχθηκαν την πρόταση της κυβέρνησης, συνέχισε μέχρι το 2010, όπου η Αργεντινή κατάφερε να ολοκληρώσει μία επόμενη συμφωνία – ενώ απομένουν ακόμη 7,5 δις $ χρέους, στις χώρες που εκπροσωπούνται από «το κλαμπ του Παρισιού».

Στην περίπτωση της Αργεντινής πρόκειται προφανώς για ένα «πιστωτικό γεγονός», το οποίο ενεργοποιεί τα CDS – ενώ η S&P αξιολόγησε της Αργεντινή με SD (Επιλεκτική χρεοκοπία), όπως ακριβώς την Ουρουγουάη  (Ελλάδα) και η Fitch με DD, ήδη από το 2001. 

Μετά την αναδιάρθρωση χρέους, η Ουρουγουάη εισήλθε αμέσως σε πορεία ανάπτυξης, επιτυγχάνοντας μέσους ρυθμούς αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ, της τάξης του 8% μεταξύ των ετών 2004 και 2008. Παραδόξως, η οικονομία της Αργεντινής αναπτύχθηκε ανάλογα βασιζόμενη, μεταξύ άλλων, στις υψηλότερες τιμές των εμπορευμάτων. Κατά τη διάρκεια λοιπόν της ίδιας χρονικής περιόδου, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης της Αργεντινής ήταν 8,5% – παρά την «οικονομική ανεπάρκεια» των κυβερνητικών στελεχών της, καθώς επίσης την απομόνωση της από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου.

Επομένως, η μορφή της αναδιάρθρωσης, είτε αυτή της Ουρουγουάης (soft), είτε αυτή της Αργεντινής (hard), δεν διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο, όσον αφορά την εξέλιξη των δύο χωρών – ενώ η Αργεντινή, σε αντίθεση με την Ουρουγουάη, κατάφερε τελικά να μειώσει στο μισό το δανεισμό της, με τεράστια οφέλη τόσο για τον προϋπολογισμό (τόκοι δανείων), όσο και για τους Πολίτες της.

Όσον αφορά δε τις αγορές, σε τελική ανάλυση κρίνουν και δανείζουν ανάλογα με τη προβλεπόμενη μελλοντική εξέλιξη της χώρας και όχι με βάση τις ζημίες τους από το παρελθόν – οπότε μία χώρα, η οποία επιλέγει το δύσκολο δρόμο (λιτότητα, ύφεση κλπ.), χωρίς καμία ελπίδα επιτυχίας όπως η Ελλάδα, είναι πολύ πιο δύσκολο να επανέλθει στις αγορές, από μία άλλη που επιλέγει ριζικές λύσεις (haircut κλπ.), οι οποίες εξασφαλίζουν τη μελλοντική της ανάπτυξη.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Σχεδόν για τρία ολόκληρα χρόνια ασχολούμαστε με την οικονομική ενημέρωση, στο βαθμό που μπορούμε – με όλα τα τυχόν λάθη ή τις παραλείψεις μας. Σκοπός μας δεν είναι η απόδοση ευθυνών, οι κατηγορίες η/και η κριτική κανενός (θα ήταν μάλλον ανόητο), αλλά απλά και μόνο η ανάλυση όλων όσων συμβαίνουν ή έχουν συμβεί με κάποιες, ή δυνατόν «εποικοδομητικές» προτάσεις – αφού πιστεύουμε απόλυτα ότι, η γνώση είναι δύναμη, ενώ η άμεση Δημοκρατία απαιτεί πλήρη ενημέρωση των Πολιτών μίας χώρας (η οποία πρέπει να επιδιώκεται σε όλους τους «τομείς γνώσης» και όχι μόνο στα οικονομικά).

Περαιτέρω θεωρούμε ότι, η άμεση Δημοκρατία είναι η μοναδική λύση μας απέναντι στην παντοδυναμία του απολυταρχικού καπιταλισμού (κινεζικός δρόμος), ο οποίος διαδέχθηκε τον «υπαρκτό σοσιαλισμό», καθώς επίσης απέναντι στην «δριμύτητα» του μονοπωλιακού καπιταλισμού – αυτού δηλαδή που προωθεί το «δυτικό» κυρίως Καρτέλ, σε πλήρη συνεργασία με τις αχόρταγες, ανεξέλεγκτες χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες δεν «συμπεριφέρονται» σύμφωνα με το «αόρατο χέρι» του A. Smith (αδυνατώντας προφανώς να λειτουργήσουν με τους κανόνες της ζήτησης και της προσφοράς, χωρίς αυτό να προϋποθέτει συνωμοσίες).

Στα πλαίσια τώρα της παραπάνω ανάλυσης της κρίσης της Ουρουγουάης, έχουμε την άποψη ότι, η μοναδική πλέον επιλογή της Ελλάδας είναι η ανάπτυξη ή η στάση πληρωμών – χωρίς καμία απολύτως καθυστέρηση. Εάν δεν εξασφαλιστεί άμεσα η ανάπτυξη για τη χώρα μας, με οποιονδήποτε εφικτό διακανονισμό αποπληρωμής των υποχρεώσεων της (άρθρο μας), οφείλουμε να προβούμε γρήγορα σε στάση πληρωμών, παραμένοντας δυστυχώς υποχρεωτικά στο χώρο του Ευρώ – διαφορετικά είναι πλέον φύσει αδύνατον να επιβιώσουμε (αν και δεν βλέπουμε σοβαρές προοπτικές επιβίωσης του Ευρώ, κρίνοντας από τις «ικανότητες» του περιπλανώμενου Ευρωθιάσου και τα συνεχή «ήξεις αφίξεις» της ανατολικογερμανίδας καγκελαρίου). 

Τέλος, τόσο η αισιόδοξα προβλεπόμενη (άρθρο μας – Πίνακας Ι) επιδείνωση της ύφεσης, όσο και οι εγκληματικές ιδιωτικοποιήσεις κάτω από τις σημερινές συνθήκες (με το χρηματιστήριο στο ναδίρ και τις αξίες «καταρρακωμένες»), απειλούν να μας οδηγήσουν δεκάδες χρόνια πίσω – εάν δεν μας καταδικάσουν σε μία νέα «κατοχή» της Ελλάδας, από τους συνήθεις δυτικούς εισβολείς και νεοαποικιοκράτες.

Όσον αφορά δε τις τράπεζες, η καταβαράθρωση των τιμών των μετοχών τους είναι η καλύτερη τεκμηρίωση σε σχέση με το τι πρόκειται να συμβεί σύντομα – κρίνοντας από την εμπειρία της Ουρουγουάης, από την ριζική αναδιάρθρωση που ακολούθησε, η οποία καταδίκασε χιλιάδες τραπεζοϋπαλλήλους στην ανεργία, καθώς επίσης από τις μάλλον «σκοτεινές» προθέσεις κάποιων «εταίρων» μας.

Εκτός αυτού, η απίστευτη μείωση της ονομαστικής αξίας της μετοχής της Alpha Bank, για παράδειγμα, από 4,70 € στα 0,30 € (σημερινή τιμή διαπραγμάτευσης της μετοχής 1,90 €), ταυτόχρονα με τον τεράστιο περιορισμό των Ιδίων Κεφαλαίων της κατά 2,5 δις € (στο 1,1 δις €), δεν προϊδεάζει για τα καλύτερα – ενώ μάλλον τεκμηριώνει ότι, έχουμε εισέλθει στην «τελική ευθεία». Προφανώς δε, η σημερινή κατάσταση επηρεάζει, μεταξύ άλλων, σε μεγάλο βαθμό τα δημόσια και τα άλλα ταμεία (συνταξιοδοτικά κλπ.), με ανυπολόγιστες συνέπειες για το μέλλον τους.    

 

Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 28. Αυγούστου 2011, viliardos@kbanalysis.com      

* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Είναι σύμβουλος επιχειρήσεων με πολλά συγγράμματα και μελέτες, ενώ έχει εκδώσει πρόσφατα το δεύτερο βιβλίο της σειράς «Η κρίση των κρίσεων».

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2410.aspx

ΟΥΡΟΥΓΟΥΑΗ, Η ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΙΙ

 ΟΥΡΟΥΓΟΥΑΗ, Η ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΚΡΙΣΗ:

  το ξέσπασμα της καταιγίδας, η διαχείριση της, η αναδιάρθρωση των τραπεζών με τη βοήθεια του ΔΝΤ,… – Μέρος ΙΙ

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

Συνέχεια από το Μέρος Ι

ΤΟ ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Η κρίση ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 2001, όταν η κυβέρνηση της Αργεντινής επέβαλλε στους κατοίκους της ελέγχους διακίνησης κεφαλαίων και «πάγωσε» τις καταθέσεις τους (το γνωστό «corralito»). Εκείνη τη στιγμή, οι δύο μεγαλύτερες ιδιωτικές τράπεζες της Ουρουγουάης αντιμετώπισαν προβλήματα ρευστότητας, λόγω της μεγάλης έκθεσης τους στην Αργεντινή. Στην πραγματικότητα βέβαια, οι δύο αυτές τράπεζες («υπεύθυνες» για το 20% των συνολικών καταθέσεων εντός του συστήματος) ανήκαν σε οικονομικούς ομίλους της Αργεντινής – οπότε ήταν εξαιρετικά ευαίσθητες στις εκεί συνθήκες.

Ειδικά η BGU, η νούμερο δύο τράπεζα της Ουρουγουάης σε όρους ενεργητικού, ήταν υποκατάστημα της μεγαλύτερης ιδιωτικής τράπεζας της Αργεντινής (Galicia) – ενώ είχε επικεντρώσει τις δραστηριότητες της σχεδόν αποκλειστικά στη λήψη καταθέσεων Αργεντινών υπηκόων, καθώς επίσης στο δανεισμό Αργεντινών, ιδιωτών και επιχειρήσεων. Όταν λοιπόν η Αργεντινή επέβαλλε ελέγχους διακίνησης κεφαλαίων και «πάγωμα» καταθέσεων, η BGU αφενός μεν απομονώθηκε από τα περιουσιακά της στοιχεία στην Αργεντινή, αφετέρου αντιμετώπισε εκροή καταθέσεων, εκ μέρους των Αργεντινών (οι νέες εστίες πυρκαγιάς στην Α. Ευρώπη, επίσης στην Τουρκία, οφείλουν να προσεχθούν ιδιαίτερα από τις Ελληνικές τράπεζες).

Μόνο τον Ιανουάριο του 2002, η BGU έχασε το 15% των συνολικών καταθέσεων της, αντιμετωπίζοντας αμέσως τεράστια προβλήματα ρευστότητας – με αποτέλεσμα η κεντρική τράπεζα της Ουρουγουάης να υποχρεωθεί να σταματήσει τη λειτουργία της (απόσυρση αδείας στις 13. Φεβρουαρίου). Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να συμβεί και στην Ελβετία, στο Λουξεμβούργο ή στη Μ. Βρετανία, σε περίπτωση ραγδαίας επιδείνωσης της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης ή των Η.Π.Α.

Η BC τώρα, η μεγαλύτερη τότε ιδιωτική τράπεζα της Ουρουγουάης, η οποία ήταν επίσης εκτεθειμένη στην οικονομία της Αργεντινής, λόγω του υψηλού δημοσίου χρέους της χώρας που κατείχε (ομόλογα), καθώς επίσης λόγω των δανείων της στον αργεντινό όμιλο εταιρειών BGdeN, του οποίου αποτελούσε υποκατάστημα, αντιμετώπισε ανάλογα προβλήματα ρευστότητας (μετά από κάποιες προσπάθειες ανακεφαλαιοποίησης της, μεσολάβησε η κεντρική τράπεζα της Ουρουγουάης, η οποία τελικά την «αναδιάρθρωσε»). Τις επόμενες εβδομάδες, έως το Μάρτιο του 2002, καθώς η οικονομική κρίση της Αργεντινής εξελισσόταν, το 12% των συνολικών καταθέσεων «εγκατέλειψε» την Ουρουγουάη (Πίνακας Ι). Παρά το ότι λοιπόν οι Αρχές βοηθούσαν τις τράπεζες, παρέχοντας τους ρευστότητα, ενώ είχε ανακοινωθεί επί πλέον από το ΔΝΤ ένα πρόγραμμα δανεισμού τους, η αρνητική δημοσιοποίηση των προβλημάτων άσκησε μεγάλες πιέσεις στο νόμισμα της χώρας, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να αυξήσει τα περιθώρια διακύμανσης του από το 6% στο 12% – επιδεινώνοντας εξ αυτού τη θέση των τραπεζών.

Αν και ακολούθησε η υποτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ουρουγουάης, η οποία ως συνήθως συνοδεύεται από την αντίστοιχη μείωση της αξιολόγησης των τραπεζών, ενώ οι καταθέσεις μειώνονταν διαρκώς, η κυβέρνηση συνέχισε να ενισχύει τις τράπεζες – ακόμη και όταν η τρίτη μεγαλύτερη ιδιωτική τράπεζα της χώρας αντιμετώπισε με τη σειρά της προβλήματα ρευστότητας. Εν τούτοις, όταν τον Ιούλιο τα επιτόκια δανεισμού της Ουρουγουάης (spreads) αυξήθηκαν υπερβολικά (έως και 20%, όσο περίπου τα ελληνικά σήμερα – 25% το Νοέμβριο του 2002), τα συναλλαγματικά της αποθέματα μειώθηκαν δραματικά (80%) και αφέθηκε ελεύθερη η ισοτιμία του νομίσματος (πέζο), το οποίο υποτιμήθηκε αμέσως κατά 27%, η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να ανακοινώσει το κλείσιμο των τραπεζών – για πέντε ημέρες (bank holidays).    

Στα τέλη Ιουλίου του 2002, το 38% των καταθέσεων είχε εγκαταλείψει το σύστημα, το πέζο είχε υποτιμηθεί κατά 57%, ενώ οι περισσότερες τράπεζες ήταν πρακτικά χρεοκοπημένες. Το 67% των καταθέσεων ήταν στα χέρια της κυβέρνησης, είτε στις κρατικές τράπεζες, είτε στις «κρατικοποιημένες», ενώ το 51% των καταθέσεων κατοίκων του εξωτερικού είχαν φύγει από τη χώρα. Την 1η Αυγούστου, μετά το κλείσιμο των τραπεζών, χιλιάδες άνθρωποι ακολούθησαν τα συνδικάτα σε μία τετράωρη γενική απεργία, η οποία κατέληξε σε λεηλασίες καταστημάτων και σε οδομαχίες, στις φτωχές περιοχές του Montevideo. Η κυβέρνηση αντέδρασε με την αποστολή χιλιάδων αστυνομικών, οι οποίοι τελικά απεκατέστησαν την ηρεμία. Ίσως οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ ότι, στις 16 Απριλίου του 2002, περί τους 100.000 διαδηλωτές είχαν συγκεντρωθεί ξανά στην πρωτεύουσα της χώρας, με στόχο να διαμαρτυρηθούν για τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της. Επίσης, στις 12. Ιουνίου μία 24ωρη γενική απεργία είχε νεκρώσει εντελώς τη χώρα – για πρώτη φορά μετά το 1984, όπου η τότε στρατιωτική κυβέρνηση ήταν λίγο πριν την πτώση της. Τόσο οι εργαζόμενοι, όσο και οι επιχειρηματίες απαιτούσαν πολιτικά μέτρα για την διατήρηση του κοινωνικού κράτους, της εθνικής βιομηχανίας και της ανάπτυξης της οικονομίας – διαμαρτυρόμενοι ταυτόχρονα για την αύξηση των φόρων (οι ομοιότητες με την Ελλάδα είναι προφανείς).       

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Στις αρχές Αυγούστου του 2002, το ΑΕΠ της Ουρουγουάης βρισκόταν σε ελεύθερη πτώση (12% σε ετήσια βάση), οι επιχειρήσεις έκλειναν η μία μετά την άλλη και η ανεργία είχε εκτοξευθεί στα ύψη – το νόμισμα έχανε συνεχώς σε αγοραστική αξία και το δημόσιο χρέος, σε όρους δολαρίου, ξεπερνούσε πλέον τα ασφαλή επίπεδα. Ο άνθρωποι είχαν χάσει την εμπιστοσύνη τους στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και η επιδρομή εναντίον των τραπεζών (bank run) είχε αναγκάσει την κυβέρνηση να διακόψει τη λειτουργία τους – με αποτέλεσμα να προκληθούν μεγάλες κοινωνικές αναταραχές. Οι ξένες εφημερίδες έγραφαν ότι, η Ουρουγουάη θα χρειαζόταν ένα θαύμα για να αποφύγει την οριστική χρεοκοπία, δίνοντας πιθανότητες 1% σε κάτι τέτοιο.

Ειδικοί εκ μέρους των Η.Π.Α. (U. S. Treasury) είχαν καταφθάσει επειγόντως στη χώρα, με σκοπό να βοηθήσουν στην εύρεση λύσης. Η αιτία της μη ενασχόλησης του ΔΝΤ με το πρόβλημα της Ουρουγουάης, ήταν η απαίτηση του να βοηθήσει μόνο υπό την προϋπόθεση ότι, η χώρα θα κήρυσσε στάση πληρωμών και θα μετέτρεπε όλα τα χρηματικά αποθέματα της (καταθέσεις) σε ομόλογα – ληστεύοντας προφανώς τους Πολίτες της, για να πληρώσει τους πιστωτές της. Η κυβέρνηση δεν συμφώνησε με τέτοιες μεθόδους, προτιμώντας να ζητήσει τη βοήθεια του U. S. Treasury – το οποίο είχε την απαιτούμενη εμπειρία, ενώ διατηρούσε καλές σχέσεις με τις κυβερνήσεις και των δύο χωρών.  Το ζητούμενο ήταν ουσιαστικά να σταματήσει η «τραπεζική επιδρομή», έτσι ώστε να εξασφαλισθεί ένα διάλειμμα στο σύστημα πληρωμών της χώρας – το οποίο θα εμπόδιζε τη μεγέθυνση της ζημίας που είχε προκαλέσει στην οικονομία της η κρίση της Αργεντινής. Αντίθετα με το ΔΝΤ, η επιτροπή των οικονομολόγων των δύο χωρών πίστευε ότι, η αναδιάρθρωση του χρέους της Ουρουγουάης θα έπρεπε να αναβληθεί για αργότερα – αφού θα είχε σταθεροποιηθεί η οικονομία της.

Παράλληλα θεωρήθηκε πως η επιδρομή στις τράπεζες οφειλόταν στην πεποίθηση των καταθετών σε σχέση με το ότι, η κεντρική τράπεζα δεν είχε τόσα χρήματα, όσες οι καταθέσεις τους (εύλογη, αφού καμία τράπεζα δεν διατηρεί τις καταθέσεις στα θησαυροφυλάκια της, αλλά μόλις το 2% στην κεντρική). Έτσι, οι άνθρωποι προσπαθούσαν να αποσύρουν τα χρήματα τους το δυνατόν γρηγορότερα – πριν εξαντληθούν δηλαδή τα αποθέματα των τραπεζών. Αποφασίσθηκε λοιπόν ότι, η λύση ήταν η εγγύηση των τραπεζικών καταθέσεων – η κάλυψη τους δηλαδή κατά 100% με δολάρια. Κάτι τέτοιο όμως ήταν αδύνατον για την κεντρική τράπεζα της Ουρουγουάης, επειδή δεν μπορούσε να δανεισθεί ένα τέτοιο ποσόν. Έτσι, η επιτροπή απευθύνθηκε στο ΔΝΤ για τη χρηματοδότηση, καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες να πείσει το Ταμείο για την επιτυχία του σχεδίου της. Στόχος της ήταν ένα δάνειο ύψους 1,5 δις $ – οπότε, εάν το ΔΝΤ συμφωνούσε να δώσει 500 εκ. $, τα υπόλοιπα θα μπορούσαν να εξασφαλισθούν από την Παγκόσμια Τράπεζα, ως συνήθως σε συνεργασία με την IDB (InterAmerican Development Bank).  Το ΔΝΤ, όπως και οι δύο υπόλοιποι οργανισμοί, συμφώνησαν τελικά ενώ, επειδή η επιτροπή θεωρούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία του σχεδίου της το άμεσο άνοιγμα των τραπεζών, ζητήθηκε δάνειο από το U. S. Treasury (bridge loan), έως ότου οι τρεις οργανισμοί ολοκληρώσουν τις απαραίτητες διαδικασίες έγκρισης. Έτσι, οι τράπεζες άνοιξαν πολύ γρήγορα, η επιδρομή των καταθετών δεν συνεχίσθηκε, η κρίση τελείωσε και η ανάπτυξη επανήλθε το 2003 (αύξηση του ΑΕΠ κατά 11% το 2004).

Αργότερα, το Μάιο του 2003, η κυβέρνηση της Ουρουγουάης συνεργάσθηκε με τους πιστωτές της, με στόχο την αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους της. Η «προσφορά» των νέων «ομολόγων ανταλλαγής» ανακοινώθηκε στις 10 Απριλίου και ολοκληρώθηκε στις 29 Μαΐου, με την αποδοχή του 93% των πιστωτών. Από τα 5,4 δις $ δηλαδή αναδιαρθρώθηκαν τελικά τα 5 δις $, ενώ το ΔΝΤ υπολόγισε τον περιορισμό της αξίας των ομολόγων, λόγω της χρονικής τους μετάθεσης, στο -20%. Ουσιαστικά συμφωνήθηκε η αύξηση του χρόνου αποπληρωμής των ομολόγων του δημοσίου κατά πέντε έτη, χωρίς να μειωθεί η ονομαστική τους αξία (δεν υπήρξε διαγραφή χρέους – haircut) και χωρίς να υπάρξει καμία αλλαγή στα επιτόκια. Το χρέος προς το ΔΝΤ αποπληρώθηκε και η χώρα επανήλθε στις χρηματοπιστωτικές αγορές τον ίδιο χρόνο, μετά από πολύ σύντομη απουσία. Τέλος, παρά το ότι τα CDS υπήρχαν εκείνη την εποχή, δεν χρησιμοποιούνταν σε μεγάλη έκταση, οπότε δεν έγινε καμία συζήτηση σχετικά με το εάν η αναδιάρθρωση του χρέους της Ουρουγουάης αποτελούσε πιστωτικό γεγονός ή όχι. Σε κάθε περίπτωση, η S&P αξιολόγησε την αναδιάρθρωση σαν SD (Selective DefaultΕπιλεκτική Χρεοκοπία), όπως την Ελληνική, ενώ η Fitch σαν χρεοκοπία (DDD) – ενώ τα επιτόκια δανεισμού της χώρας, παρά το ότι μειώθηκαν δραστικά, παρέμειναν έκτοτε σχεδόν διπλάσια, σε σχέση με αυτά πριν από την κρίση.

Η ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Σε σχέση με την εξυγίανση των τραπεζών, είναι σημαντικό να τις διαχωρίσει κανείς σε τρεις ομάδες, λόγω της φύσεως των προβλημάτων και των ιδιαιτεροτήτων τους: στις κρατικές (BROU και BHU), στις ιδιωτικές, στις οποίες επενέβη το δημόσιο (Banco Comercial, Banco MondevideoCaja Obrera και Banco de Credito), καθώς επίσης στις υπόλοιπες ιδιωτικές.

Οι κρατικές τράπεζες

Η BROU: Σαν αποτέλεσμα της κρίσης, η BROU έχασε περί το 66% των συνολικών καταθέσεων της εντός του 2002 – γεγονός που επιδείνωσε σημαντικά τη ρευστότητα της, ενώ έφερε στο φως τα προβλήματα του Ισολογισμού της, καθώς επίσης πολλά διαχειριστικά ελαττώματα, προερχόμενα από την «ελλειμματική εταιρική διακυβέρνηση» της. Με τη συμμετοχή του ΔΝΤ, η τράπεζα υποχρεώθηκε σε ένα δραστικό πρόγραμμα εξυγίανσης, το οποίο συμπεριελάμβανε τα εξής: 

(α)  Το 2003 ιδρύθηκε μία εταιρεία διαχείρισης Ενεργητικού (Asset Management Company), με την εγγύηση του κράτους και με στόχο την κατηγορία των δανείων 4 και 5 (τα επισφαλή δάνεια στην Ουρουγουάη ονομάζονται δάνεια κατηγορίας 4 και 5 μέσα στο βιβλίο των τραπεζών, αντιπροσωπεύοντας τις δύο πιο επικίνδυνες κατηγορίες μεταξύ συνολικά πέντε). Σύμφωνα με το πρόγραμμα, τα δάνεια αυτά όφειλαν αφενός μεν να «αποσβεσθούν» λόγω πλήρους αδυναμίας είσπραξης τους, αφετέρου να «καλυφθούν» χρηματοπιστωτικά, εντός μίας περιόδου 5 ετών. Η τράπεζα υποσχέθηκε να ολοκληρώσει τη μεταφορά αυτών των δανείων προς την εταιρεία διαχείρισης Ενεργητικού, μέχρι το Δεκέμβρη του 2004.    

(β)  Η κυβέρνηση κάλυψε ένα ομόλογο δανεισμού της BROU (αφορούσε ένα εγγυημένο από το κράτος ομόλογο ύψους 776 εκ. $, το οποίο είχε εκδώσει η δεύτερη δημόσια τράπεζα, η BHU, η οποία δεν μπορούσε πλέον να το εξυπηρετήσει), ενώ η BHU υποσχέθηκε να το αποπληρώσει στο μέλλον.

(γ)  Η τράπεζα υποχρεώθηκε να διαφοροποιήσει μελλοντικά την εμπορική της δραστηριότητα, απασχολούμενη μόνο με προϊόντα βασιζόμενα στο πέζο (καθόλου με προϊόντα άλλων νομισμάτων).

(δ)  Το κόστος λειτουργίας της εξορθολογίστηκε, με στόχο τη μείωση του κατά 15% εντός των δύο επομένων ετών (απολύσεις προσωπικού κλπ.)

(ε)  Το τμήμα ρίσκου (credit risk management) και παροχής δανείων της τράπεζας, υποχρεώθηκε να περιορίσει ριζικά το ποσοστό των επισφαλειών στο μέλλον.

Η BHU: Τέλη του 2001, οι περισσότερες καταθέσεις της BHU (77%) ήταν σε δολάρια, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των δανείων της (94%) ήταν σε πέζος – «αναφερόμενες» σε οφειλέτες, τα εισοδήματα των οποίων (μισθοί κλπ.) ήταν σε πέζος. Όπως ήταν φυσικό, όταν ξέσπασε η κρίση και υποτιμήθηκε σημαντικά το εθνικό νόμισμα, η μεγάλη έκθεση της τράπεζας σε δάνεια είχε σαν αποτέλεσμα να φτάσει στο χείλος της χρεοκοπίας. Με τη βοήθεια της Παγκόσμιας Τράπεζας (το ΔΝΤ είχε αναλάβει τη μία κρατική τράπεζα, ενώ η Παγκόσμια Τράπεζα την άλλη), η BHU αναδιαρθρώθηκε ριζικά – υποχρεούμενη να μετατραπεί σε ένα μη τραπεζικό ίδρυμα, το οποίο δεν επιτρεπόταν πλέον να λαμβάνει νέες καταθέσεις (με εξαίρεση τις προθεσμιακές «καταθέσεις ταμιευτηρίου»). Εκτός αυτού, απαγορεύθηκε στην τράπεζα να παρέχει δάνεια υψηλότερα από το ποσόν των 50 εκ. $ συνολικά. Παράλληλα, η BHU αναγκάσθηκε να μειώσει δραστικά το κόστος λειτουργίας της, καθώς επίσης να δημιουργήσει συνθήκες απόλυτης διαφάνειας στον Ισολογισμό της.

Οι ιδιωτικές, «διασωθείσες» από το κράτος τράπεζες

Τον Ιανουάριο του 2003 η κυβέρνηση «εκκαθάρισε» τις δύο τράπεζες (Banco Comercial και Banco MontevideoCaja Pbrera), δημιουργώντας εξ αυτών μία καινούργια: τη Nuevo Banco Comercial (NBC). Τέλη Φεβρουαρίου η νέα αυτή τράπεζα εξέδωσε ομόλογα (CDs), για να χρηματοδοτήσει την εξαγορά των στοιχείων του Ενεργητικού των δύο «εκκαθαρισμένων» τραπεζών – με τα έσοδα εξ αυτών να οδηγούνται στη «μερική εξυπηρέτηση» των καταθέσεων των δύο προηγουμένων τραπεζών. Η τράπεζα άνοιξε τέλη Μαρτίου, ενώ μέχρι τα τέλη του έτους έγινε η τρίτη μεγαλύτερη της χώρας, αντιπροσωπεύοντας το 9,5% των συνολικών καταθέσεων του συστήματος. Από την άλλη πλευρά η τρίτη ιδιωτική τράπεζα, την οποία είχε διασώσει το κράτος, η Banco de Credito, τέθηκε τελικά σε εκκαθάριση, έκλεισε δηλαδή το Φεβρουάριο του 2003, μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες ανακεφαλαιοποίησης της. Επειδή τώρα η BCU ανήκε στις JP Morgan Chase, Dresdner Bank και Credit Suisse First Boston, ενώ έχασε το συνολικό Ενεργητικό της ύψους 800 εκ. $ όταν η κυβέρνηση αποφάσισε να την κλείσει, η Ουρουγουάη καταδικάσθηκε τον Ιανουάριο του 2005 από το διεθνές εμπορικό επιμελητήριο, με έδρα το Παρίσι, σε αποζημίωση ύψους 120 δις $ προς τις τρεις ξένες τράπεζες-μετόχους.

Οι λοιπές ιδιωτικές τράπεζες

Ο τομέας αυτός του τραπεζικού συστήματος της Ουρουγουάης, αποτελούμενος από ένα μικρό δίκτυο κυρίως ξένων τραπεζών, αφέθηκε ουσιαστικά στην τύχη του – υποχρεούμενος να προσπαθήσει με δικά του μέσα να ανταπεξέλθει με την κρίση. Στην πραγματικότητα, οι ιδιωτικές τράπεζες που κατάφεραν να ανταπεξέλθουν με τα προβλήματα τους, ήταν οι μεγάλοι κερδισμένοι της κρίσης – ενώ δεν έγιναν σημαντικές αναδιαρθρώσεις ή μειώσεις στα μεγέθη τους. Ο Πίνακας ΙΙ που ακολουθεί αναφέρεται στη δομή της τραπεζικής αγοράς, μετά τον Ιούνιο του 2004:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Η τραπεζική αγορά της Ουρουγουάης, τον Ιούνιο του 2004, σε εκ. $

Τράπεζα

Ενεργητικό

Ποσοστά επί συνόλου

 

 

 

BROU

4.941

42%

BHU

1.202

10%

NBC

1.057

9%

Σύνολο κρατικών τραπεζών

7.200

61%

 

 

 

Ιδιωτικές τράπεζες

4.568

39%

 

 

 

Γενικό σύνολο

11.768

100%

Πηγή: BHU – ΔΝΤ, Πίνακας: Β. Βιλιάρδος 

Σύμφωνα με τον Πίνακα ΙΙ, οι κρατικές τράπεζες αντιπροσώπευαν στα τέλη Ιουνίου του 2004 περί το 61% του συνολικού Ενεργητικού του τραπεζικού συστήματος της Ουρουγουάης, με την κρατική BROU να παραμένει ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της αγοράς – αντιπροσωπεύοντας το 45% των συνολικών καταθέσεων, καθώς επίσης το 50% των συνολικών δανείων του συστήματος. Αν και οι συνολικές καταθέσεις τον Ιούνιο του 2004 ήταν μόλις το 61% των αντίστοιχων το Δεκέμβριο του 2001 («χάθηκε» δηλαδή το 39%), ανέκτησαν τα επίπεδα του Ιουλίου του 2002 – όπου είχαν κλείσει η τράπεζες (bank holiday). Όσον αφορά τις καταθέσεις των ξένων, έχουν μειωθεί πλέον στο 38%, σε σχέση με το επίπεδο τους πριν από την κρίση.   

Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 28. Αυγούστου 2011, viliardos@kbanalysis.com      

* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Είναι σύμβουλος επιχειρήσεων με πολλά συγγράμματα και μελέτες, ενώ έχει εκδώσει πρόσφατα το δεύτερο βιβλίο της σειράς «Η κρίση των κρίσεων».

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2410.aspx

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙΙ

ΟΥΡΟΥΓΟΥΑΗ, Η ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΚΡΙΣΗ Ι

ΟΥΡΟΥΓΟΥΑΗ, Η ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΚΡΙΣΗ:

Οι ιδιαιτερότητες του Ελληνικού χρέους, η Ουρουγουάη πριν από την κρίση, …  – Μέρος Ι

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

 Ανάλυση

Πρέπει να αγαπάμε την αρετή – καλό όμως είναι να γνωρίζουμε πως δεν είναι παρά ένα τέχνασμα, επινοημένο από τους ανθρώπους, για να κάνουν βολική τη συμβίωση τους. Αυτό που αποκαλούμε ηθική δεν είναι παρά ένα εγχείρημα απόγνωσης των ομοίων μας, ενάντια στην παγκόσμια τάξη – η οποία είναι η πάλη, η σφαγή και η τυφλή σύγκρουση των αντίθετων δυνάμεων” (Anatole France).

Ουσιαστικά, στη σύνοδο κορυφής της 21ης Ιουλίου αποφασίσθηκε η αναδιάρθρωση του Ελληνικού χρέους (εάν φυσικά εφαρμοσθεί – άρθρο μας), μεταξύ άλλων η μείωση του σε ποσοστό της τάξης του 21%. Επειδή τώρα αρκετοί συγκρίνουν τη συγκεκριμένη «διαδικασία» που επιλέχθηκε, με την αντίστοιχη επιτυχημένη στην περίπτωση της Ουρουγουάης, θεωρούμε σκόπιμη μία μικρή ανάλυση της κρίσης της λατινοαμερικανικής χώρας – η οποία, κατά την άποψη μας, ήταν εντελώς διαφορετική.

Πριν συνεχίσουμε οφείλουμε να επισημάνουμε ότι, τόσο η αναδιάρθρωση, όσο και η στάση πληρωμών (Αργεντινή), έχουν άμεση σχέση με τα μεγέθη μίας χώρας –  καθώς επίσης με τα ποσά, απόλυτα ή σχετικά (ως προς το ΑΕΠ κλπ.). Για παράδειγμα, το συνολικό δημόσιο χρέος της Ελλάδας είναι της τάξης των 360 δις € ή 165% του ΑΕΠ της (υπολογίζουμε με ΑΕΠ μικρότερο των 220 δις €, λόγω της τεράστιας ύφεσης που βιώνει η χώρα μας).

Απέναντι σε αυτό, οι συνολικές απώλειες πιστώσεων που έχουν καταγραφεί από την Moodys, από το 1983 έως σήμερα, για 28 ολόκληρα έτη δηλαδή και για όλες τις χώρες, από στάσεις πληρωμών κλπ., δεν υπερβαίνουν τα 126 δις € (182 δις $) – ενώ ακόμη και αυτό το μέγεθος δεν είναι αντιπροσωπευτικό, αφού μεσολάβησαν οι απώλειες δύο μεγάλων χωρών: της Αργεντινής και της Ρωσίας. Επομένως, το μέγεθος του χρέους της Ελλάδας, τριπλάσιο σχεδόν από όλα τα υπόλοιπα μαζί, δεν είναι καθόλου αμελητέο – όσον αφορά την επίδραση του στο παγκόσμιο σύστημα, ειδικά στο ευρωπαϊκό.

Κατά δεύτερο λόγο, πρέπει κανείς να αναλύσει διεξοδικά τους ιδιοκτήτες των ομολόγων – των δημοσίων χρεών δηλαδή μίας χώρας, τα οποία πρόκειται να αναδιαρθρωθούν. Ειδικότερα, τα ομόλογα των αναπτυσσομένων χωρών, όπως της Ουρουγουάης ή της Αργεντινής, αγοράζονται κυρίως από επενδυτικά κεφάλαια υψηλού ρίσκου, από hedge funds, καθώς επίσης από ιδιώτες επενδυτές. Αντίθετα, τα ομόλογα των ανεπτυγμένων, βιομηχανικών κρατών (στις οποίες ανήκει η Ελλάδα, λόγω της συμμετοχής της στην Ευρωζώνη), ευρίσκονται στην κατοχή τραπεζών, ασφαλειών, συνταξιοδοτικών ταμείων κλπ. – κυρίως για λόγους ρευστότητας και περιορισμού του ρίσκου.

Εάν λοιπόν οι τράπεζες δεν κρατήσουν τα ομόλογα αυτά μέχρι τη λήξη τους, καθώς επίσης εάν δεν γίνεται αποτίμηση τους στις τρέχουσες αξίες, αλλά σε πολύ χαμηλότερες, όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας, οι ζημίες τους περιορίζουν άμεσα τα κεφάλαια τους – οπότε, οι κίνδυνοι χρεοκοπίας τους αυξάνονται ραγδαία, ενώ οφείλουν να αντιμετωπίζονται με άμεσες αυξήσεις κεφαλαίων.

Περαιτέρω, η αναδιάρθρωση έχει άμεση σχέση με το εάν μία χώρα αντιμετωπίζει απλά προβλήματα ρευστότητας ή ευρίσκεται σε αδυναμία πληρωμών (insolvent). Κατά την άποψη πολλών, εάν το δημόσιο χρέος μίας χώρας ξεπερνά το 120% του ΑΕΠ της, ενώ «μαστίζεται» ταυτόχρονα από δίδυμα ελλείμματα (άρθρο μας), δεν είναι σε θέση να εξοφλεί τις υποχρεώσεις της – οπότε χρεοκοπεί αργά ή γρήγορα. Τυχόν αναδιάρθρωση λοιπόν θα πρέπει, αφενός μεν να μειώνει δραστικά τα χρέη της (στο 80% του ΑΕΠ της ή ακόμη λιγότερο), αφετέρου να δημιουργεί τις προϋποθέσεις επίλυσης των προβλημάτων της, τα οποία προκαλούνται, μεταξύ άλλων, από τα δίδυμα ελλείμματα.

Τέλος όταν μία χώρα, όπως η Ελλάδα σήμερα, δεν έχει τη δυνατότητα υποτίμησης του νομίσματος της ή κάποιας άλλης μορφής νομισματική πολιτική (αύξηση της ποσότητας χρήματος, μείωση των βασικών επιτοκίων κλπ.), ακόμη και μία  αναδιάρθρωση της τάξης του 50% (για παράδειγμα, μέσω της έκδοσης Ευρωομολόγων και ανταλλαγής τους, όπου ένα ασφαλές Ευρωομόλογο θα ανταλλάσσεται με δύο επικίνδυνα Ελληνικά), είναι αδύνατον να έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα – εάν δεν συνοδεύεται από άλλες ενέργειες, όπως ένα σχέδιο επαναβιομηχανοποίησης τύπου «Μάρσαλ» κλπ. 

Όπως φαίνεται λοιπόν, η αναδιάρθρωση χρέους μίας ανεπτυγμένης οικονομίας, η οποία ανήκει ταυτόχρονα σε μία νομισματική ένωση συγκοινωνούντων δοχείων, με τεράστια προβλήματα συνοχής, με ανεπαρκή πολιτική ηγεσία και με πολλές εστίες πυρκαγιάς, με έναν επικίνδυνο εσωτερικό εχθρό (άρθρο μας) και σε συνθήκες διεθνούς κρίσης, είναι μία πάρα πολύ δύσκολη διαδικασία – πόσο μάλλον αφού εκλείπει εντελώς η οποιαδήποτε εμπειρία.

Επομένως, για όλους τους παραπάνω λόγους, η Ελλάδα δεν πρέπει να συγκρίνεται με καμία άλλη χώρα – φυσικά, σε καμία περίπτωση με την Ουρουγουάη, η οποία απλά αναδιάρθρωσε χρέη ύψους 5,7 δις $ (περί τα 4 δις €, όσο δηλαδή το έλλειμμα του προϋπολογισμού της Ελλάδας για ένα μήνα!), επεκτείνοντας το χρόνο αποπληρωμής τους στα πέντε μόλις έτη – χωρίς να αλλάξει το επιτόκιο ή την ονομαστική τους αξία. 

ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

Η Ουρουγουάη θεωρούταν η Ελβετία της Λατινικής Αμερικής, αφού αποτελούσε το μεγαλύτερο τραπεζικό «off shore» κέντρο της περιοχής, ειδικά για τους κατοίκους της Βραζιλίας και της Αργεντινής – σαν αποτέλεσμα της «ευέλικτης» τραπεζικής νομοθεσίας της, καθώς επίσης της γενικής εμπιστοσύνης στην Οικονομία και στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της (όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα με την Ελβετία, για την οποία κανείς δεν αμφιβάλλει, αν και μάλλον θα έπρεπε).  

Στα τέλη λοιπόν του 2001, με την παγκόσμια κρίση τότε στο αποκορύφωμα της (Ασία, Ρωσία, Μεξικό, Βραζιλία, Αργεντινή κλπ.), ο τραπεζικός τομέας της Ουρουγουάης θεωρούταν από τους περισσότερους σαν απόλυτα υγιής – παρά το ότι η ύφεση είχε αρχίσει από το 1999, εξασθενώντας σημαντικά την κερδοφορία των τραπεζών, λόγω της κρίσης των γειτονικών χωρών. Ειδικά τα δημόσια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της χώρας, εκ των οποίων τα δύο μεγαλύτερα (BROU, BHU) συγκέντρωναν το 40% του συνολικού Ενεργητικού, φαίνονταν να έχουν σωστή κεφαλαιακή διάρθρωση, καθώς επίσης αρκετή ρευστότητα.

Παράλληλα λειτουργούσαν περίπου 30 ιδιωτικές τράπεζες, κυρίως ξένης ιδιοκτησίας, καθώς επίσης μερικές τοπικές επενδυτικές τράπεζες και ταμιευτήρια. Μεταξύ αυτών, κυριαρχούσαν δύο (BGU, BC), το συνολικό ενεργητικό των οποίων αντιπροσώπευε το 20% του τραπεζικού συστήματος της Ουρουγουάης. Ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα ήταν εξαιρετικά ευαίσθητο σε εξωτερικούς «κραδασμούς», αφού χαρακτηριζόταν από πολύ υψηλές καταθέσεις σε δολάρια, από ξένους κυρίως καταθέτες. Ο Πίνακας Ι που ακολουθεί, είναι χαρακτηριστικός της δομής του συστήματος:

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Ανάλυση των τραπεζικών καταθέσεων της Ουρουγουάης σε δολάρια, από το Δεκέμβριο του 2001 έως το Δεκέμβριο του 2002

Καταθέσεις

Δεκ-01

Μαρ-02

Ιουν-02

Σεπ-02

Δεκ-02

 

 

 

 

 

 

Συνολικές

15.403

13.475

10.744

8.007

8.374

Ξένο συνάλ.

13.970

12.261

9.824

7.458

7.747

Τοπικό νόμισμα

1.433

1.214

920

549

627

Κάτοικοι

7.413

6.953

5.958

5.250

5.431

Ξένοι

6.557

5.308

3.866

2.208

2.315

Πηγή: ΔΝΤ, Πίνακας: Β. Βιλιάρδος 

Σημείωση: Με κριτήριο τη μείωση των καταθέσεων στην Ουρουγουάη κατά περίπου 7 δις $ μέσα σε ένα έτος (-37,7% του ΑΕΠ της), οι καταθέσεις στην Ελλάδα θα μπορούσαν να μειωθούν κατά 80 δις € – μία πολύ «αμυδρή» πιθανότητα μεν, λόγω του Ευρώ, η οποία όμως οφείλει μάλλον να εξετασθεί, έστω «εγκυκλοπαιδικά», από τις τράπεζες μας.

Όπως διαπιστώνεται από τον Πίνακα Ι, το Δεκέμβριο του 2001 οι συνολικές καταθέσεις ήταν 15,4 δις $ – το 83% δηλαδή του ΑΕΠ της Ουρουγουάης τότε (18,55 δις $ – όταν το Ελληνικό ΑΕΠ σήμερα είναι περί τα 320 δις $ και οι καταθέσεις 260 δις $, ήτοι το 81%). Από τις συνολικές καταθέσεις, το 90% ήταν σε ξένο συνάλλαγμα (13,97 δις $), με το 47% να ανήκουν σε ξένους, μη κατοίκους της χώρας. Στα πλαίσια αυτά, η κεντρική τράπεζα της Ουρουγουάης δεν επέβαλλε ειδικούς κανόνες, όσον αφορά τις καταθέσεις σε συνάλλαγμα των ξένων, τον περιορισμό των αναλήψεων ή όποιους άλλους – ενώ η επίβλεψη των κρατικών τραπεζών εκ μέρους της ήταν σχεδόν ανύπαρκτη.

Τα συνολικά δάνεια που παρείχε το τραπεζικό σύστημα στα τέλη του 2001 ήταν της τάξης των 11,5 δις $, εκ των οποίων τα 8,6 δις $ (75%) ήταν σε ξένο συνάλλαγμα – κυρίως σε δολάρια. Παραδόξως δε, τα 6,1 δις $ (ή το 71% αυτών των δανείων) είχαν δοθεί σε κατοίκους της χώρας, παρά το ότι κανένας από αυτούς δεν είχε εισοδήματα σε συνάλλαγμα ή από άλλες χώρες.

Στα τέλη του 2001, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των κρατικών τραπεζών είχαν φτάσει στο 39,1% των συνολικών – έναντι 5,6% μόλις των ιδιωτικών. Το κόστος λειτουργίας δε των κρατικών τραπεζών ήταν πολύ υψηλό, ενώ τα κέρδη τους κατά πολύ χαμηλότερα, από τα αντίστοιχα των ιδιωτικών – ειδικά της BHU, η οποία ήταν ο κυριότερος «παροχέας» στεγαστικών δανείων της χώρας.

Από δημοσιονομικής πλευράς, η ύφεση που ξεκίνησε το 1999, δημιουργούσε τεράστια ελλείμματα στον ήδη προβληματικό προϋπολογισμό της Ουρουγουάης (από 38% του ΑΕΠ το 1998, στο 58% του ΑΕΠ το 2001, κυρίως λόγω της ενίσχυσης των τραπεζών) – με τη χρηματοδότηση τους να γίνεται με τη σύναψη ξένων δανείων (σε συνάλλαγμα). Λίγο πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, το συνολικό δημόσιο χρέος ήταν 10,7 δις $ (57,7% του ΑΕΠ), εκ των οποίων το 83% σε ξένο συνάλλαγμα (για σύγκριση, «μόλις» το 30% του συνολικού δανεισμού της Τουρκίας σήμερα είναι σε ξένο συνάλλαγμα).

Περαιτέρω, το δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ της Αργεντινής το ίδιο έτος ήταν 51% και της Βραζιλίας, το 1999, μόλις 44% («ονειρεμένα» μεγέθη, σε σχέση με το 160% της Ελλάδας ή το 130% της Ιταλίας). Το χρέος της Ουρουγουάης αυξήθηκε στο 93% του ΑΕΠ το Δεκέμβριο του 2002 και στο 108% του ΑΕΠ το Δεκέμβριο του 2003 – σαν αποτέλεσμα της κρίσης, της μείωσης του ΑΕΠ (ύφεση), κυρίως δε της υποτίμησης του νομίσματος της, η οποία πλησίασε τα επίπεδα του 50% (η υποτίμηση είναι ένας από τους βασικούς λόγους που αυξήθηκαν και τα δημόσια χρέη ως προς το ΑΕΠ, τόσο της Αργεντινής, όσο και της Βραζιλίας – επίσης ένας από τους λόγους που θα χαρακτήριζαν έγκλημα την επιστροφή της χώρας μας στη δραχμή, χωρίς την παροχή πολλαπλάσιας αξίας ανταλλαγμάτων).  

Συμπερασματικά λοιπόν, στα τέλη του 2001 η οικονομία της Ουρουγουάης υπέφερε από μία εκτεταμένη κρίση των κρατικών τραπεζών, από την εξάρτηση της από το ξένο συνάλλαγμα, καθώς επίσης από μειωμένη ανταγωνιστικότητα, η οποία προκαλούσε μεγάλα ελλείμματα – λόγω της υποτίμησης των νομισμάτων των βασικών εμπορικών εταίρων της. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο τραπεζικός τομέας της χώρας ήταν εξαιρετικά ευαίσθητος σε εξωτερικά σοκ, καθώς επίσης στην (ενδεχόμενη τότε), υποτίμηση του εθνικού νομίσματος.

 

Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 28. Αυγούστου 2011, viliardos@kbanalysis.com      

* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Είναι σύμβουλος επιχειρήσεων με πολλά συγγράμματα και μελέτες, ενώ έχει εκδώσει πρόσφατα το δεύτερο βιβλίο της σειράς «Η κρίση των κρίσεων».

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2410.aspx

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Προς τη χρηματοπιστωτική ολιγαρχία

Ο δρόμος προς τη χρηματοπιστωτική ολιγαρχία.

Μια ψευδεπίγραφη κρίση με αντικείμενο το αμερικανικό Xρέος

 

Του Μάικλ Χάντσον.


 

Κατ’ αρχάς τίθεται το προφανές ερώτημα: Εάν οι κυβερνήσεις διατηρούν χρέη, όταν εφαρμόζουν προγράμματα που ήδη έχει εγκρίνει το Κογκρέσο, γιατί το Κογκρέσο πρέπει να έχει την επιλογή να παύει αυτές τις εγκεκριμένες κυβερνητικές δαπάνες, αρνούμενο να αυξήσει την οροφή του Χρέους;

Η απάντηση είναι, επίσης, προφανής αν εξετάσει κανείς γιατί εφαρμόζεται αυτός ο αποτυχημένος έλεγχος σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου. Στη διάρκεια της σύγχρονης ιστορίας ο πόλεμος ήταν η βασική αιτία αύξησης των εθνικών χρεών. Στις περιόδους ειρήνης οι περισσότερες κυβερνήσεις λειτουργούν με ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, χρηματοδοτώντας τις δαπάνες τους και τις επενδύσεις τους με τους φόρους και τη χρέωση αμοιβών χρήσης. Οι έκτακτες ανάγκες του πολέμου δημιουργούν ελλείμματα – κάποτε για αμυντικούς πολέμους, άλλες φορές για επιθετικούς.

Στην Ευρώπη, οι κοινοβουλευτικοί έλεγχοι επί των κυβερνητικών δαπανών υιοθετήθηκαν για να εμποδίζουν φιλόδοξους κυβερνήτες να διεξάγουν πολέμους. Αυτό ήταν το βασικό επιχείρημα του Άνταμ Σμιθ κατά των κρατικών χρεών και αυτό αφορούσε η προτροπή του να χρηματοδοτούνται οι πόλεμοι κατά τη διάρκειά τους. Έγραψε ότι αν οι άνθρωποι βίωναν άμεσα τις οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου, αντί να αναβάλλονται για το μέλλον μέσω του δανεισμού, θα ήταν λιγότερο πρόθυμοι να υποστηρίξουν πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς.

Είναι φανερό πως δεν ήταν αυτή η θέση του Tea Party ούτε και των Ρεπουμπλικάνων. Το αξιοσημείωτο με την κρίση που ξέσπασε στις ΗΠΑ, σχετικά με την αύξηση του ορίου του κρατικού Χρέους, είναι η φαινομενική αποσύνδεσή της από τις αμερικανικές πολεμικές δαπάνες. Βέβαια, πάνω από το ένα τρίτο (350 δισ. δολάρια) των περικοπών στις τρέχουσες δαπάνες (917 δισ.) αφορά τον προϋπολογισμό του Πενταγώνου. Αλλά αυτό δείχνει απλώς τη μεγάλη κλιμάκωση αυτών των δαπανών από την εποχή του πολέμου στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν μέχρι τον πόλεμο στη Λιβύη.

Το πιο αξιοσημείωτο είναι πως τον περασμένο μήνα ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Ντένις Κούσινιτς και ο Ρεπουμπλικάνος Ρον Πολ επιδίωξαν να υποχρεώσουν τον πρόεδρο Ομπάμα να υπακούσει στο Νόμο Περί Εξουσιών για την Κήρυξη Πολέμου και να ζητήσει έγκριση του Κογκρέσου για τον πόλεμο στη Λιβύη, όπως απαιτείται όταν ο πόλεμος υπερβαίνει τη χρονική διάρκεια των τριών μηνών. Η προσπάθειά τους απέτυχε. Ο Ομπάμα υποστήριξε ότι το να βομβαρδίζεις μια χώρα δεν είναι πόλεμος. Πόλεμος είναι μόνο όταν σκοτώνονται οι δικοί σου στρατιώτες. Ο βομβαρδισμός της Λιβύης γίνεται από μεγάλο ύψος και πιθανώς με μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Συνεπώς, είναι πραγματικά πόλεμος ένας μη αιματηρός – για τον επιτιθέμενο – πόλεμος;

Όμως, γι' αυτό ακριβώς το λόγο υιοθετήθηκε το 1917 ο κανόνας περί ορίου του κρατικού χρέους. Ο πρόεδρος Ουίλσον οδήγησε τη χώρα στον Μεγάλο Πόλεμο, παραβιάζοντας την προεκλογική του υπόσχεση ότι δεν πρόκειται να συμμετάσχουν οι ΗΠΑ στις πολεμικές επιχειρήσεις. Οι οπαδοί της μη ανάμειξης επιδίωξαν να περιορίσουν τις εξωτερικές δεσμεύσεις της Αμερικής, επιβάλλοντας εποπτεία και έγκριση του Κογκρέσου, όσον αφορά το ανώτατο όριο του χρέους.

Δύο είδη πολέμου

Η παρούσα αύξηση του χρέους των ΗΠΑ προκύπτει από δύο είδη πολέμου. Πρώτον, από τον ανοιχτά στρατιωτικό πόλεμο για το πετρέλαιο στην Εγγύς Ανατολή, από το Ιράκ μέχρι το Αφγανιστάν (δυνητική δίοδο πολλών αγωγών) μέχρι την πλούσια σε φθηνό πετρέλαιο Λιβύη. Αυτοί οι τυχοδιωκτισμοί θα κοστίσουν τελικά από 3 έως 5 τρισ. δολάρια. Δεύτερον, από τον ακόμη πιο ακριβό οικονομικό πόλεμο της Γουόλ Στριτ (του χρηματιστικού κεφαλαίου) εναντίον όλης της υπόλοιπης οικονομίας, που απαιτεί να μεταφερθούν οι απώλειες των τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στον κρατικό προϋπολογισμό (στους φορολογούμενους). Οι διασώσεις τραπεζών και η δωρεάν διάθεση κονδυλίων στην Γουόλ Στριτ – οι παράγοντες της οποίας, όχι τυχαία, αποτελούν τους σημαντικότερους χρηματοδότες των προεκλογικών εκστρατειών των μελών του Κογκρέσου – θα κοστίσουν 13 τρισ. δολάρια.

Είναι αξιοσημείωτο ότι βασικό μέλημα του κ. Ομπάμα, ως προς το ανώτατο όριο του χρέους, είναι να προειδοποιήσει πως πρέπει να μειωθεί η χρηματοδότηση της Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως και της ιατρικής περίθαλψης για τους άνω των 65 ετών (Medicare) και άλλων κοινωνικών προγραμμάτων. […]

Στις δημοκρατίες υπάρχουν, λοιπόν, δυο μέτρα και δυο σταθμά. Οι επενδυτές της Γουόλ Στριτ δεν έχουν κανένα λόγο να ανησυχούν βεβαίως. Στην πραγματικότητα, τα επιτόκια των μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων μειώθηκαν τον περασμένο μήνα και ειδικά την περασμένη εβδομάδα. Συνεπώς, οι κάτοχοι του κρατικού χρέους θα πληρωθούν. Μόνο στους αποταμιευτές της Κοινωνικής Ασφάλισης επιδείχθηκε πυγμή – ή μήπως ο κ. Ομπάμα απλώς προσπαθεί να τους απειλήσει, έτσι ώστε να παρουσιαστεί ως ήρωας που έρχεται να σώσει την Κοινωνική Ασφάλισή τους, διαπραγματευόμενος μια Μεγάλη Συμφωνία;

Η Γουόλ Στριτ είχε δίκιο. Δεν υπήρξε πραγματική κρίση. Η έγκριση για την αύξηση του ορίου του δημόσιου Χρέους δεν είναι η κατάλληλη περίσταση για να συζητηθεί η μακροπρόθεσμη φορολογική πολιτική. Από το 1962, αμέσως μετά την κλιμάκωση του πολέμου στο Βιετνάμ, έχει αυξηθεί 74 φορές. Δηλαδή, μία φορά κάθε οχτώ μήνες, κατά μέσο όρο. Είναι πιθανόν να παραπεμφθεί σε ένα δημόσιο συμβολαιογραφείο, απλώς για να βεβαιωθεί ότι ο πρόεδρος δεν κάνει κάτι κακό. Ο πρόεδρος Ομπάμα θα μπορούσε να ζητήσει περιορισμένη ψηφοφορία επ' αυτού, χωρίς ειδικές ρήτρες. Ποτέ πριν δεν υπήρξαν ρήτρες παρόμοιες μ' αυτές που επισυνάφθηκαν. Και είναι αξιοσημείωτο το ότι δεν έγινε προσπάθεια να επιβληθεί ρήτρα που να περιορίζει την κυβέρνηση να δαπανήσει περισσότερα κονδύλια στη Λιβύη, χωρίς να υπάρξει επίσημη κήρυξη πολέμου από το Κογκρέσο.

Περικοπές με πρόσχημα το χρέος

Ο κ. Ομπάμα θα μπορούσε να επικαλεστεί την 14η τροπολογία του αμερικανικού συντάγματος (που δίνει στον πρόεδρο τη μονομερή αρμοδιότητα να αυξήσει ή να αγνοήσει το όριο του Χρέους)  για να πληρώσει. Θα μπορούσε να κόψει λίγα νομίσματα του 1 τρισ. και να πληρώσει την Κεντρική Τράπεζα για κρατικά χρεόγραφα, προκειμένου να τα αποσύρει. Αλλά ο κ. Ομπάμα προτίμησε να ανοίξει αυτή τη συζήτηση περί Χρέους, μετατρέποντάς τη σε μια συζήτηση για περικοπές των κονδυλίων της Κοινωνικής Ασφάλισης και της ιατρικής περίθαλψης, σε έναν ταξικό πόλεμο που διεξάγεται σήμερα στις ΗΠΑ, αλλά όχι, φυσικά, να την επεκτείνει στον πόλεμο του πετρελαίου που διεξάγεται στη Β. Αφρική.

Η πρώτη μεγάλη νίκη του χρηματοπιστωτικού τομέα στον εσωτερικό ταξικό πόλεμο της Αμερικής ήταν οι «προσωρινές» φορολογικές περικοπές του Μπους για τους πλούσιους. Αυτή η επιθετική πολιτική δεν ακυρώθηκε, προκειμένου να αποκατασταθεί η ισοσκέλιση του προϋπολογισμού. Ούτε οι προσωρινές μειώσεις φόρων ανακλήθηκαν, ούτε τα παραθυράκια φοροδιαφυγής έκλεισαν. Το βάρος της ισοσκέλισης του προϋπολογισμού φορτώθηκε ακόμη ευρύτερα στη βάση των ψηφοφόρων του Δημοκρατικού Κόμματος: στην εργατική τάξη των πόλεων, στις φυλετικές και εθνοτικές μειονότητες, στις παράκτιες περιοχές των ανατολικών και δυτικών ΗΠΑ. Και όμως. Οι Δημοκρατικοί διασπάστηκαν (95 υπέρ και 95 κατά) στην ψηφοφορία για την αύξηση του ορίου του Χρέους, με αντάλλαγμα περικοπές κοινωνικών προγραμμάτων που θίγουν το μεγαλύτερο μέρος της εκλογικής τους βάσης.

Αυτούς που τους ψηφίζουν, όχι αυτούς που χρηματοδοτούν τις πολιτικές καμπάνιες τους. Ιδού η ουσία για το πώς ξεδιπλώθηκε η κρίση του Χρέους.[…] Η ουσία των κλασικών οικονομικών της ελεύθερης αγοράς ήταν ο περιορισμός των εκτελεστικών εξουσιών – σε μια εποχή που η πολεμική ισχύς αποτελούσε τη μέγιστη κατάχρηση των εθνικών συμφερόντων. Ακριβώς όπως η Κάτω Βουλή στα διπλά νομοθετικά σώματα απέκτησε την εξουσία να δεσμεύει τις χώρες με μόνιμο εθνικό χρέος – αντί των βασιλικών χρεών που έσβησαν μαζί με τους βασιλιάδες, όπως ήταν ο κανόνας πριν από τον 16ο αιώνα – έτσι τα Κοινοβούλια διεκδίκησαν το δικαίωμά τους να μπλοκάρουν τον πόλεμο.

Τώρα, όμως, που τα οικονομικά του κράτους είναι η νέα μορφή εσωτερικού πολέμου, πού είναι η αρμοδιότητα εκείνη που θα μπορούσε να περιορίζει την εξουσία του υπουργείου Οικονομικών και της Κεντρικής Τράπεζας να επιβάλουν στους φορολογούμενους τη διάσωση των χρηματοπιστωτικών συμφερόντων που βρίσκονται στην κορυφή της οικονομικής πυραμίδας; Η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ και άλλες κεντρικές τράπεζες ισχυρίζονται ότι η πολιτική «ανεξαρτησία» τους είναι το «έμβλημα της δημοκρατίας».

Μάλλον πρόκειται για μετάβαση προς τη χρηματοπιστωτική ολιγαρχία.

 

Πηγή: Global Research, τμήματα του άρθρου με τίτλο: The Debt Ceiling Debate that Didn' t Happened.

 

ΠΗΓΗ: Δευτέρα, 08 Αύγουστο, http://www.edromos.gr/index.php?option=…=46