Αρχείο κατηγορίας Παγκόσμια κεφάλαια

Παγκόσμια κεφάλαια (και δεν σηκώνουμε κεφάλια;)

Οίκοι Αξιολόγησης ΙΙΙ

Οίκοι Αξιολόγησης – Μέρος ΙΙΙ

 

Του Παναγιώτη Γαβανά

 

Συνέχεια από το Μέρος ΙΙΙ

Πόσο ανεξάρτητοι είναι οι οίκοι αξιολόγησης;

Μήπως όμως οι οίκοι αξιολόγησης είναι ανεξάρτητοι, όπως ισχυρίζονται; Η απάντηση εξαρτάται απ’ το τιθέμενο ερώτημα: Ποιοι είναι οι ιδιοκτήτες; Το ερώτημα αυτό μέχρι σήμερα δεν έχει τεθεί ακόμη και από κείνους που κάνουν κριτική στο σημερινό χρηματιστικό σύστημα. Απ’ τους υποστηρικτές του συστήματος το γεγονός αυτό αποκρύπτεται συνειδητά. Ας ρίξουμε λοιπόν μια ματιά στα γεγονότα, προσθέτοντας μερικά νέα στοιχεία σ’ αυτά που έχουμε ήδη παραθέσει. Τα επιπρόσθετα αυτά στοιχεία κρίνουμε ότι είναι αναγκαία, διότι έτσι γίνεται περισσότερο κατανοητή η έκταση του προβλήματος, ή διαφορετικά ειπωμένο: Η μπόχα που αναδύεται απ’ τη διαφθορά και την σήψη του καπιταλισμού.

Θα ξεκινήσουμε με τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor’s (S&P). Ο οίκος αυτός ιδρύεται το 1941 με τον τίτλο «Οίκος για πληροφορίες στα χρηματιστικά». Το 1966 αγοράζεται απ’ τον μεγαλύτερο εκδοτικό οίκο των ΗΠΑ McGraw Hill, ο οποίος ήταν ειδικευμένος στα οικονομικά ΜΜΕ, και ενσωματώνεται στο δίκτυο των μεγαλύτερων θεσμικών κερδοσκόπων του κόσμου και της Wall Street (Blackrock, Capital World Investors, Fidelity, Vanguard, State Street, Morgan Stanley). Η S&P αναλαμβάνει παραπέρα λειτουργίες στο χρηματιστικό σύστημα και επιπρόσθετους επιχειρησιακούς τομείς. Απ’ το 1957 η S&P δημοσιεύει το μεγαλύτερο δείκτη μετοχών S&P 500. Σήμερα – μέσα σε χρόνο ρεκόρ 15 δευτερολέπτων – απεικονίζεται η εξέλιξη των μετοχών των 500 σημαντικότερων επιχειρήσεων, οι οποίες είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο των ΗΠΑ. Το 1964 η SEC, η οποία επιτηρεί το χρηματιστήριο, αφήνει τον δικό της δείκτη, τον οποίο παραλαμβάνει η S&P ως δείκτη S&P. Ο δείκτης αυτός δεν περιλαμβάνει το αποτέλεσμα των επιχειρήσεων (προϊόντα, τιμές, τζίρο, θέσεις εργασίας, μισθούς και ημερομίσθια), αλλά την μεμονωμένη παραπέρα εξέλιξη της μετοχής. Απ’ το 1983 ο δείκτης αυτός αποτελεί τη βάση για το κερδοσκοπικό εμπόριο των τραπεζών, τον μεγαλύτερο διαχειριστή περιουσιακών στοιχείων με δείκτη επιλογής (στοιχήματα σχετικά με την εξέλιξη της πορείας του δείκτη). Και οι 500 επιχειρήσεις αυτού του ενδογαμικού κλαμπ είναι πελάτες της S&P και των άλλων οίκων αξιολόγησης, περισσότερο απ’ το 40% των επιχειρήσεων είναι χρηματιστές. Ταυτόχρονα η S&P διαχειρίζεται έναν μεγάλο αριθμό τέτοιου είδους δεικτών, όπως, την εξέλιξη του δείκτη μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, καθώς και πολυεθνικών (S&P MidCaP 400, S&P SmallCap 600, S&P Global 1200), τις επενδύσεις του ταμείου υποδομών ή τις τιμές των πρώτων υλών (δείκτης World Commodity), που έχουν ως βάση την κερδοσκοπία.

Η S&P συνεργάζεται στενά με τις κυβερνήσεις, αν όμως κριθεί αναγκαίο τότε στρέφεται και εναντίον τους. Έτσι για παράδειγμα ο Harold Mc Graw, διευθυντής της McGraw Hill, υπήρξε σύμβουλος του προέδρου Μπους (του νεότερου)[5]. Όταν η κυβέρνηση του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα το 2010 έκφρασε τη θέληση να περιορίσει την κερδοσκοπία με τις πρώτες ύλες, η S&P βοήθησε τους επενδυτές να παρακάμψουν τους κανόνες της νέας αγοράς. Σύμφωνα μ’ αυτούς τους κανόνες, δεν επιτρέπεται η κερδοσκοπία με τις πρώτες ύλες, οι οποίες εξορύσσονται/παράγονται στις ΗΠΑ. Έτσι στο νέο δείκτη World Commodity της S&P δεν περιλαμβάνονται πλέον οι πρώτες ύλες των ΗΠΑ, αλλά το πετρέλαιο της βόρειας θάλασσας μπρεντ και βαριά μέταλλα, καθώς και τα εμπορεύματα ζάχαρη, κακάο, και καφές, που είναι εισηγμένα στο χρηματιστήριο του Λονδίνου. «Οι επενδυτές θέλουν να δραστηριοποιηθούν στις πρώτες ύλες», ισχυρίζεται ο οίκος S&P[6].

Ας δούμε τώρα τον δεύτερο κατά σειρά (σε σημασία) οίκο αξιολόγησης: τον Moody’s. Ο οίκος αυτός ναι μεν δεν συγκρίνεται με το κοντσέρν S&P, όμως κατά τα άλλα είναι δομημένος με το ίδιο καλούπι. Δραστηριοποιείται σε χρηματιστικές οάσεις (Delaware, Virgin Islands) και δεν αξιολογεί μόνο τράπεζες, διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων και κράτη, αλλά πουλά επίσης σ’ αυτούς μια πληθώρα από έρευνες και υπηρεσίες συμβουλών. Οι ιδιοκτήτες είναι εν μέρει οι ίδιοι όπως και κατά τον S&P: Capital World Investors, Fidelity, Vanguard Group, State Street και η τράπεζα επενδύσεων Morgan Stanley. Βασικοί ιδιοκτήτες είναι ο κερδοσκόπος και δισεκατομμυριούχος Warren Buffet. Η Moody’s ήταν ο πρωτοπόρος κατά την αποφασιστική αλλαγή, η οποία εισήγαγε την φάση διαφθοράς των οίκων αξιολόγησης: Απ’ το 1970 ο οίκος αυτός δεν κάνει πλέον τις αξιολογήσεις του κατ’ εντολή των επενδυτών, αλλά εκείνων που εκδίδουν τα αξιόγραφα και απαιτεί την πληρωμή από αυτούς. Μέχρι αυτού του σημείου η έννοια «Investor Service», η οποία κοσμεί ακόμη και σήμερα το επίσημο όνομα των οίκων αξιολόγησης όπως η S&P, δεν αποτελεί παρά απάτη.

Ας ρίξουμε, τέλος, μια ματιά στον τρίτο οίκο αξιολόγησης, στον οίκο Fitch. Σ΄ αυτόν οι σχέσεις, κατά κάποιο τρόπο, είναι διαφορετικές: Ο οίκος αυτός ανήκει στο γαλλικό μεγάλο κεφάλαιο, που όμως συνδέεται με τις ΗΠΑ, ενώ ταυτόχρονα είναι στενά συνδεδεμένος με την πολιτική και διοικητική ελίτ της Γαλλίας. Ο Fitch ανήκει στο γαλλικό κοντσέρν Fimalac, το οποίο ιδρύθηκε το 1991 απ’ τον Marc Ladreit de Lacharriere, απόφοιτο του Ecole National d’ Administration Ο Lacharriere ηγείται ακόμη και σήμερα του οικογενειακού κοντσέρν με το 74% των μετοχών και το 87% των ψήφων.

Ο Lacharriere μέχρι το 1991 ήταν αντιπρόεδρος του γνωστού κοντσέρν Λορεάλ, ενώ σήμερα είναι μέλος στα συμβούλια επιτήρησης και γνωμοδοτικών επιτροπών της γαλλικής κεντρικής τράπεζας, της αυτοκινητοβιομηχανίας Ρενώ/Νισάν, της αλυσίδας σούπερ μάρκετ Casino Guichard Perrachon, του τηλεοπτικού κοντσέρν Canal Plus και της Λορεάλ, ενώ ταυτόχρονα προεδρεύει στο ίδρυμα της κύριας κληρονόμου της Λορεάλ και χρηματοδότη του Σαρκοζύ, Λιλιάν Μπετανκούρ. Για πολλά χρόνια ήταν πρόεδρος του γαλλικού τμήματος της Λέσχης Μπίλντενμπεργκ[7]. Με τους American Friends of the Louvre και τα Γαλλικά Μουσεία, προσπαθεί να διεθνοποιήσει τη γαλλική υψηλή κουλτούρα (π.χ. αναπαραγωγή του μουσείου του Λούβρου στο Αμπού Ντάμπι).

Η Veronique Morali μεταπήδησε απ’ την κρατική επιτροπή επιθεώρησης για τα χρηματιστικά (Inspection Generale for Finances) στην Fimalac. Σήμερα δραστηριοποιείται στη διοίκηση του οίκου Fitch, όπως επίσης και στο συμβούλιο επιτήρησης της γαλλικής τράπεζας επενδύσεων Ρότσιλντ και της Κόκα Κόλα στην Ατλάντα των ΗΠΑ. Ίδρυσε την Ένωση Γυναικών σε διευθυντικές θέσεις, Terrafemina. Το 2009 κλήθηκε μαζί με τον πρώην πρωθυπουργό Αλέν Ζιπέ και τον Μισέλ Ροκάρ στην κυβερνητική επιτροπή, να κάνει προτάσεις για τα μελλοντικά κρατικά ομόλογα.

Η Fimalac έχει την πλειοψηφία των μετοχών στην Fitch Group, ενώ μια μειοψηφία ανήκει στο κοντσέρν Hearst που δραστηριοποιείται σε ζητήματα που αφορούν στην ψυχαγωγία. Μέχρι αυτού του σημείου, η μεγαλοαστική γαλλική οικογενειακή επιχείρηση Fimalac και το κοντσέρν των ΗΠΑ, αλληλοσυμπληρώνονται ως ιδιαίτερα αδιαφανείς επιχειρήσεις. Δίπλα στον μεγαλομέτοχο Hearst, παίζουν στην Fimalac διάφοροι παράγοντες της Wall Street έναν υποδεέστερο ρόλο. Σημαντικές είναι οι γαλλικές τράπεζες επενδύσεων (Ρότσιλντ, Lazard, Freres) και τα γαλλικά κοντσέρν (Ρενώ/Νισάν, Casino, Fremapi, EDF, Veolia), που όμως εδώ και πολύ καιρό ανήκουν στους διεθνείς επενδυτές.

Οι οίκοι αξιολόγησης δεν είναι ανεξάρτητοι, αλλά μέρος των κοντσέρν και χρηματιστικών δικτύων. Οι οίκοι δεν αξιολογούν μόνο δάνεια και χρηματιστικά προϊόντα, αλλά πουλούν επίσης στις ίδιες επιχειρήσεις και πολλές υπηρεσίες συμβουλών. Ενεργοποιούνται ως λόμπυ για δομικές χρηματοδοτήσεις και αποτελούν τμήμα του χρηματιστικού συστήματος που αποκλειστικό στόχο του έχει το ιδιωτικό κέρδος.

Σε ό,τι αφορά στους ιδιοκτήτες των οίκων αξιολόγησης, εδώ επικρατούν οι μεγαλύτεροι διαχειριστές περιουσίας, θεσμικοί επενδυτές και κερδοσκόποι του κόσμου. Οι ιδιοκτήτες των οίκων αξιολόγησης και οι επιχειρήσεις οι οποίες αντιπροσωπεύονται στο συμβούλιο επιτήρησης, ανήκουν σ’ αυτούς οι οποίοι εκδίδουν οι ίδιοι τα αξιόγραφα και εξαρτώνται απ’ τη βαθμολόγηση των οίκων. Η αδιαφάνεια και η μυστικότητα μαζί με την επεκτατική χρήση των χρηματιστικών οάσεων, καθώς και τις κενές περιεχομένου εκθέσεις που παρουσιάζουν, ανήκουν στη βασική πρακτική τους: Οι οίκοι έχουν την νομική έδρα τους στο Delaware, στα Virgin Islands κ.ο.κ. – ακριβώς όπως και η αξιολόγηση των δομικών χρηματιστικών προϊόντων.

 

Μετά από μας ο κατακλυσμός

 

Οι οίκοι αξιολόγησης βρίσκονται απ’ την μεριά εκείνων οι οποίοι δίνουν τις πιστώσεις, εκδίδουν τα αξιόγραφα και πουλούν επενδυτικά προϊόντα. Κατ’ εντολή των τραπεζών και άλλων που ασχολούνται με τα χρηματιστικά, προβαίνουν ουσιαστικά στις αξιολογήσεις, πληρώνονται κυρίως από αυτούς, και από αυτούς προέρχονται οι περισσότερες παραγγελίες.

Ο σύγχρονος καπιταλισμός βασίζεται σε ένα μεγάλο βαθμό πάνω στις πιστώσεις και στα «δομικά» χρηματιστικά προϊόντα, δηλ. υποθήκες και άλλα παραγωγικά και καταναλωτικά δάνεια, Collateral Debt Obligations (CDO), Collateral Loan Obligations (CLO), Asset Backet Securities (ABS), Residential Mortgage Backed Securities (RMBS) και άλλα παρόμοια. Καταναλωτές, επιχειρήσεις, κράτη, αλλά και οι ίδιες οι τράπεζες παραμένουν εν ζωή με τη βοήθεια ενός παραπέρα περιστρεφόμενου σπιράλ. Το αν τα δάνεια και τα πιστωτικά προϊόντα βλάπτουν ή ωφελούν την οικονομία μιας χώρας, το αν παράγονται προϊόντα που έχουν νόημα, το αν δημιουργούνται θέσεις εργασίας και επαρκές εισόδημα για τους μισθωτούς ή όχι, το αν τα κράτη φτωχαίνουν ή όχι, όλα αυτά δεν ενδιαφέρουν τους πιστωτές και τους πωλητές των χρηματιστικών προϊόντων. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η πιστοληπτική ικανότητα, η ικανότητα των πιστοληπτών και των αγοραστών να μπορούν να πληρώνουν τις πιστώσεις και να ανταποκρίνονται στην αγοραστική τιμή των χρηματιστικών προϊόντων ακόμη κι αν κηρύξουν πτώχευση οι επιχειρήσεις, οι καταναλωτές αλλά και τα ίδια τα κράτη.

Γι’ αυτό η αξιολόγηση, λογικά, απ’ την αρχική της ακόμη φάση, βρίσκεται σε μια αλληλοσυσχέτιση με απαλλοτριώσεις και μεταβίβαση ξένης ιδιοκτησίας στην ιδιοκτησία των πιστωτών και των πωλητών. Η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας, η οποία στηρίζεται πάνω στους κανόνες που έχουν συμφωνηθεί στο τραπεζικό περιβάλλον και στα κρατικά μέτρα και τους νόμους, έχουν σαν συνέπεια την χειροτέρευση των πιστωτικών συνθηκών και την αύξηση των τόκων. Ο πιστολήπτης – ανεξάρτητα απ’ το αν είναι κράτος, ιδιωτική επιχείρηση ή καταναλωτής – πρέπει να πουλήσει ιδιοκτησία, να μειώσει το εισόδημά του (ιδιωτικοποιήσεις, υψηλότεροι φόροι και υψηλότερες τιμές στα προϊόντα).

***

Εξαιτίας της καλής βαθμολόγησης που είχαν δώσει οι οίκοι αξιολόγησης για άχρηστα, στην ουσία, χαρτιά, ρωτήθηκε ο Deven Sharma, διευθυντής της S&P: Δεν θα ήταν καλύτερα να αναθέτουν και να πληρώνουν οι πιστολήπτες και οι αγοραστές τους οίκους και όχι οι πιστωτές και οι πωλητές; Και ο Sharma απάντησε: «Όχι. Επειδή εμείς έχουμε πρόσβαση σε ανεπίσημες πληροφορίες, όταν ενεργούμε κατ’ εντολή εκείνων που εκδίδουν τα αξιόγραφα»[8]. Ο Sharma έτσι παραδέχτηκε την μεγάλη αδιαφάνεια και την μυστικότητα η οποία αποτυπώνεται σ’ αυτή τη συνενοχή.

Τα «δομικά χρηματιστικά προϊόντα» απ’ το 2000 αποτέλεσαν τον γρηγορότερο αναπτυσσόμενο τομέα των πιστοληπτικών αξιολογήσεων. Έτσι μεταξύ του 2002 και του 2007, οι οίκοι κέρδισαν τρεις φορές περισσότερα απ’ ό,τι με την αξιολόγηση ομολόγων των επιχειρήσεων. Εκδώσαν την καλύτερη βαθμολόγηση σε προϊόντα της Wall Street στο ύψος των 3,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, από αυτά, τα 435 δισεκατομμύρια σε υποθηκευμένα ακίνητα. Οι οίκοι εκδώσαν γι’ αυτό αντιστοίχως πολλές χιλιάδες πιστοληπτικές αξιολογήσεις. Μια αξιολόγηση κοστίζει από 30.000 έως 120.000 δολάρια ΗΠΑ.

Ταυτόχρονα οι οίκοι δραστηριοποιούνται ως λόμπυ, για να εξαναγκάσουν σε πολλά κράτη τις κυβερνήσεις τους να προωθήσουν τις πιστοποιήσεις και άλλα δομικά χρηματιστικά προϊόντα. Τράπεζες επενδύσεων όπως η Morgan Stanley, η Lehman Brothers, η United Bank of Switzerland και η Deutsche Bank, δεν θα ήταν σε θέση να πουλήσουν τα παλιόχαρτά τους χωρίς τη σφραγίδα των οίκων αξιολόγησης. Θεσμικοί επενδυτές, όπως και διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων, ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ταμεία, εξαναγκάζονται νομικά ή με βάση τους εσωτερικούς κανονισμούς τους, να εξαρτήσουν την αγορά ομολόγων/μετοχών απ’ τη σφραγίδα «investment grade».

 

Σύγχρονα ρομπότ και καπιταλιστικό κέρδος

 

Η ακροαματική διαδικασία στην Permanent Subcommittee on Investigations της Γερουσίας των ΗΠΑ (Διαρκής Εξεταστική Επιτροπή για Χρηματιστικά Ζητήματα) σχετικά με το ρόλο των οίκων αξιολόγησης, έδειξε, ότι αυτοί δεν είναι σε θέση να κρατήσουν ούτε τα δικά τους στάνταρ. Η εμπλοκή τους με τους εκδότες αξιόγραφων και η ιδιωτική-καπιταλιστική μορφή της επιχείρησής τους, οδήγησε, στο να ελέγχουν τόσο λιγότερο, όσο περισσότερο αυτό είναι αναγκαίο. Τα δομικά χρηματιστικά προϊόντα, γίνονται όλο και πιο πολυάριθμα και περίπλοκα, οι οίκοι όμως δεν τοποθετούν το ανάλογο προσωπικό, αλλά παράγουν μαζικά επιθυμητές αξιολογήσεις. Οι προϊστάμενοι απειλούν τους αναλυτές τους: Ελέγχεις με μεγάλη ακρίβεια! Σταμάτα, διαφορετικά θα χάσουμε τους πελάτες μας στον ανταγωνισμό! Οι αναλυτές απειλούνται και παρενοχλούνται. Όταν για παράδειγμα η Goldman Sachs, η Lehman και η UBS διαμαρτυρήθηκαν για τις ερωτήσεις ενός αναλυτή, ο αναλυτής αντικαταστάθηκε αμέσως. Για την αξιολόγηση μιας δέσμης υποθηκών, δεν τοποθετούνται δύο αναλυτές όπως γινόταν παλιότερα, αλλά μόνο ένας. Αυτός πρέπει να επεξεργαστεί τώρα 40 έως 60 ντοκουμέντα σε διάστημα μερικών ημερών και να συντάξει μια αξιολόγηση περίπου 280 σελίδων. «Πάνω απ’ όλα η ικανοποίηση του πελάτη». Έτσι αυξήθηκε το μερίδιο της αγοράς των οίκων, ενώ η πορεία των μετοχών και η πιστοληπτική ικανότητα ωθήθηκε στα ύψη. Αυτό για παράδειγμα αναφέρει ο Richard Michalek, ο οποίος μέχρι την απόλυσή του τον Δεκέμβρη του 2007 ήταν Senior Credit Officer στη Moody’s [9].

Ο Eric Kolchinsky απολύθηκε επίσης από τη Moody’s επειδή υπέδειξε στους προϊσταμένους του μια απάτη κατά τα Collateralized Debt Obligations (CDOs). Δεν έπρεπε να θέσει σε κίνδυνο τα κέρδη σ’ αυτόν τον τομέα – το πρώτο εξάμηνο του 2007 αυτά ανέρχονταν στα 200 δισεκατομμύρια δολάρια[10]. Ο αναλυτής Mark Froeba της Moody’s ομολόγησε: κάποιοι συνεργάτες απειλήθηκαν, ενώ στις θέσεις τους τοποθετήθηκαν ως αναλυτές κάτοχοι απολυτηρίου κολλεγίων, οι οποίοι δεν έχουν άδεια παραμονής στη χώρα, ούτε πείρα και έτσι μπορούσαν να τους επηρεάσουν εύκολα [11]. Αυτό προώθησε το Rating-Hopping ή Rating-Shopping: Όταν μια τράπεζα δεν κατορθώνει να πάρει γρήγορα μια ευνοϊκή γι αυτήν αξιολόγηση, τότε απευθύνεται στον αμέσως επόμενο οίκο αξιολόγησης.

Κατά τη διάρκεια του έτους 2009, η Standard & Poor’s έκδωσε 850.000 πιστοληπτικές αξιολογήσεις, και μάλιστα από 1.300 αναλυτές. Αυτό σημαίνει, ότι κάθε ξεχωριστός αναλυτής, έπρεπε να κάνει σε ένα έτος 65 αξιολογήσεις ενός περίπλοκου χρηματιστικού προϊόντος – για παράδειγμα, του ομολόγου ενός μεγάλου κοντσέρν του μεγέθους της General Motors, ενός κράτους ή μιας δέσμης περίπου 30.000 πιστώσεων από υποθήκες. Ο Frank Reiter, ο οποίος μέχρι το 2005 ήταν Managing Director στην S&P, ομολόγησε, ότι το μητρικό κοντσέρν McGraw Hill πίεζε ώστε να παρουσιαστούν εκθέσεις με κέρδη ενώ αρνούνταν την πρόσληψη επιπλέον προσωπικού. Ένας άλλος υπάλληλος είπε: Με αξιολογήσεις χωρίς κανέναν ενδοιασμό και απάτες κατά την έκδοση των αξιόγραφων τροφοδοτήθηκε η χρηματιστική μηχανή.

Για κάποιους υπαλλήλους ήταν σαφές, ότι η πρακτική αυτή μπορούσε να συνεχιστεί παραπέρα χωρίς κανένα τέλος. Ένας απ’ αυτούς είπε: «Όταν ρώτησα ακριβώς έναν τραπεζικό επενδυτή για κάποιο θέμα, αυτός μου απάντησε: IBG-YBG. Όταν τον ρώτησα, τι σημαίνει αυτό, μου εξήγησε: I’ ll be gone, you’ ll be gone! – Σε κάποιο διάστημα θα έχω φύγει, σε κάποιο διάστημα θα έχεις φύγει! Με άλλα λόγια: Γιατί με βασανίζεις; Άσε να αποκτήσουμε όσο περισσότερα χρήματα γίνεται, και θα έχουμε φύγει προ πολλού, προτού καταρρεύσει η τραπουλόχαρτα» [12].

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ και ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

 

[5] Die Welt, 9.5.2010

[6] Financial Times Deutschland, 18.3.2010

[7] Διεθνές δίκτυο τραπεζών, πολιτικών, στρατιωτικών, αριστοκρατών, διευθυντικών στελεχών κοντσέρν και στελεχών απ΄ τα ΜΜΕ, οι οποίοι συνεδριάζουν και κρατούν τις αποφάσεις τους με άκρα μυστικότητα. Η ονομασία προέρχεται απ΄ το ξενοδοχείο Μπίλντερμπεργκ στο οποίο έγινε η πρώτη άτυπη ετήσια συνάντηση το 1954 μετά από πρόσκληση του πρίγκιπα Μπέρνχαρντ της Ολλανδίας.

[8] Handelsblatt, 6.7.2010

[9] Carl Levin, Chairman, Opening Statement, Permanent Subcommittee on Investigations, U.S.-Senate, (βλέπε: Statement of Richard Michalek), 23.4.2010

[10] ό.ε. Statement of Eric Kolchinsky

[11] Kultur der Angst, Financial Times Deutschland, 5.6.2010

 

ΠΗΓΗ: 23 Φεβρουαρίου 2012, http://www.inprecor.gr/index.php/archives/168039

 

 Συνέχεια στο τελευταίο Μέρος IV

Οίκοι Αξιολόγησης ΙΙ

Οίκοι Αξιολόγησης – Μέρος ΙΙ

 

Του Παναγιώτη Γαβανά

 

Συνέχεια από το Μέρος Ι

Fitch Ratings

Η Fitch Ratings Limited (το σύνθημά της: «Γνώρισε το ρίσκο σου») ανήκει κατά 60% στην γαλλική μετοχική εταιρία Fimalac, η οποία είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο του Παρισιού. Δίπλα στις υπηρεσίες για χρηματιστικά, η Fimalac επενδύει επίσης σε ακίνητα (North Colonnade, Λονδίνο) και σε κοντσέρν (ιδιαίτερα σε σούπερ μάρκετ και σε βιομηχανίες αυτοκινήτων). Κατά 40% η Fitch ανήκει στο κοντσέρν των ΜΜΕ των ΗΠΑ Hearst. Το κοντσέρν αυτό είναι ιδιοκτήτης σε 23 ημερήσιες και εβδομαδιαίες εφημερίδες, σε 33 ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς, κατέχει επίσης την Arts & Entertainment Network με την Disney και την General Electric/NBC, το History Channel σε 75 χώρες, καλωδιακή τηλεόραση για σπορ, ενώ έχει στρατηγική σχέση/συμφωνία με την Yahoo, την Nokia και την Microsoft.

Στην κατοχή του βρίσκεται επίσης το περιοδικό Cosmopolitan, το οποίο εκδίδεται σε 53 χώρες, το Esquire, το Harper’s Bazaar, το Good Houskeeping, το Marie Claire και το The Oprah Winfrey Show. Παρέχει επίσης υπηρεσίες συμβουλών που αφορούν στο σύστημα υγείας. Η νομική έδρα του βρίσκεται στη χρηματιστική όαση Delaware.

Fitch Group: Η Fimalac αγόρασε κατ΄ αρχή το 1992 τον μικρό οίκο αξιολόγησης IBCA (International Bank Credit Analyst, Λονδίνο). Για να έχει πρόσβαση στην αγορά των ΗΠΑ, η Fimalac αποκτά το 1997 την Fitch. Στη συνέχεια αγοράστηκαν οι οίκοι αξιολόγησης Duff & Phelps (Σικάγο) και Thomson BankWatch. Από δω προέκυψε η Fitch Group με 3.000 εργαζόμενους.

Fitch Ratings: Η Fitch Publishing ιδρύθηκε το 1913 στη Νέα Υόρκη, ενώ της δόθηκε άδεια από την SEC το 1975. Η επιχειρησιακή έδρα της βρίσκεται στο Λονδίνο και την Νέα Υόρκη. Απασχολεί 2.100 εργαζόμενους σε 49 παραρτήματα. Έχει πελάτες σε 150 κράτη, ενώ ο κύριος όγκος των εργασιών της βρίσκεται στις ΗΠΑ. Ο οίκος αυτός εκτός απ’ τις αξιολογήσεις που κάνει, παρέχει επίσης υπηρεσίες συμβουλών σε μια πληθώρα δημόσιων επιχειρήσεων και σε τμήματα διοίκησης (δήμους, κράτη, σχολικά συγκροτήματα). Στα κράτη που έχει παραρτήματα δραστηριοποιείται επίσης σαν λομπίστας.

Στις ΗΠΑ αυτό το διάστημα είναι αναγνωρισμένοι 10 οίκοι αξιολόγησης σαν «Nationality Recognized Statistical Rating Organization» απ΄ την SEC [4]. Μεταξύ αυτών βρίσκεται ένας ιαπωνικός (Japan Credit Rating Agency) και ένας καναδικός (DBRS). Η Κίνα έχει επίσης 5 μεγάλους οίκους αξιολόγησης, ενώ στην Ινδία και στην Ιαπωνία δραστηριοποιούνται ακόμη 5. Στην Ευρώπη υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός τους, όμως αυτοί είναι εξειδικευμένοι κατά κανόνα σε συγκεκριμένους κλάδους, π.χ. στη ναυσιπλοΐα. Οι υπόλοιποι οίκοι είναι διασπαρμένοι σε άλλες χώρες.

 

Οι Συμφωνίες της Βασιλείας

 

Η αξιολόγηση απ’ τους οίκους έγινε αποδεκτή μέσω μιας πληθώρας νόμων και κανονισμών σε ομοσπονδιακό, κρατικό και διεθνές επίπεδο. Έτσι όλοι οι συμμετέχοντες στην κεφαλαιαγορά των ΗΠΑ θα πρέπει να αξιολογούνται απ’ τα μέσα της δεκαετίας του 1970 το λιγότερο από δυό οίκους αξιολόγησης που έχουν άδεια για κάτι τέτοιο. Επίσης, οι τράπεζες, οι ασφαλιστικές εταιρίες, καθώς και άλλοι χρηματιστές των ΗΠΑ, επιτρέπεται να επενδύουν μόνο σε τέτοιου είδους αξιόγραφα, τα οποία ισχύουν ως «investment grade», δηλ. ως μη κερδοσκοπικά. Οι επιχειρήσεις στις ΗΠΑ προτού λάβουν δάνεια στην κεφαλαιαγορά των ΗΠΑ, πρέπει προηγουμένως να υποβληθούν σε πιστοληπτική αξιολόγηση. Ταυτόχρονα, επενδυτές και αγοραστές, τα αξιόγραφα, τα οποία έχουν αξιολογηθεί ως ασφαλή, έχουν το δικαίωμα στους ισολογισμούς τους, να τα παγώσουν στην ονομαστική τους αξία, ακόμη κι αν πέφτει η αξία τους στην αγορά.

Στην πάροδο του χρόνου, με την αύξηση της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, οι ΗΠΑ επέβαλαν επίσης διεθνείς λειτουργίες για τους τρεις αμερικάνικους οίκους. Οι κεντρικές κρατικές τράπεζες ίδρυσαν την Bank of Settlements (BIS, με έδρα την Βασιλεία – πόλη της Ελβετίας). Στη συμφωνία «Βασιλεία Ι» (1988), καθόρισαν, ότι στο διεθνές χρηματιστικό σύστημα, θα πρέπει να αξιολογούνται τα αξιόγραφα απ’ τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης των ΗΠΑ, και όταν η αξιολόγηση είναι «non investment grade» (δηλ. τα αξιόγραφα ισχύουν ως κερδοσκοπικά), τότε θεωρούνται ως υποδεέστερα και γι’ αυτό θα πρέπει να καταβληθεί απ’ τους κατόχους τους επιπρόσθετο κεφάλαιο.

Η Επιτροπή της Βασιλείας για την Επιτήρηση των Τραπεζών, στην οποία ανήκουν οι επιτηρήσεις των τραπεζών και οι κεντρικές τράπεζες των G10, αποφάσισε, ότι μετρούν μόνο εκείνα τα αξιόγραφα που έχουν την καλύτερη πιστοληπτική αξιολόγηση στο ίδιο κεφάλαιο (περιουσιακά στοιχεία όταν αφαιρεθούν όλα τα χρέη). Το ίδιο κεφάλαιο καθορίζει την έκταση του δανείου, το οποίο επιτρέπεται να δίνει μια τράπεζα. Μετά την κατάρρευση της Herstatt Bank (ιδιωτική τράπεζα με έδρα την γερμανική πόλη Κολωνία) το έτος 1974, οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις έπρεπε να εγγυώνται, ότι οι τράπεζες θα είχαν στη διάθεσή τους αρκετό ίδιο κεφάλαιο έτσι ώστε να είναι δυνατό να εμποδιστεί μια νέα χρεοκοπία τράπεζας. Σε περίπτωση που οι τράπεζες είχαν στους ισολογισμούς τους πολλά ταξινομημένα χαρτιά χαρακτηρισμένα απ’ τους οίκους ως χαμηλής αξίας, τότε θα έπρεπε να βελτιώσουν το ίδιον κεφάλαιό τους. Έτσι οι οίκοι αξιολόγησης έγιναν μέρος του πιστωτικού συστήματος.

Με την συμφωνία «Βασιλεία ΙΙ» (1999), οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις έγιναν το διεθνές στάνταρ για το ίδιον κεφάλαιο των τραπεζών ώστε να εμποδιστεί η χορήγηση ριψοκίνδυνων δανείων.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη απ’ το 2007 – μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) -, εξαρτά την αξιολόγηση των κρατών μελών της απ’ τους «τρεις μεγάλους» των ΗΠΑ. Όπως όλες οι κεντρικές τράπεζες, έτσι και η ΕΚΤ, ρυθμίζει το ποσό χρημάτων, μεταξύ των άλλων, μέσω ενός στάνταρ τόκου, δηλ. το επιτόκιο με βάση το οποίο μπορούν να δανειστούν οι τράπεζες χρήματα απ’ την ΕΚΤ. Τα χρήματα όμως μπορούν να τα πάρουν μόνο όταν καταθέσουν σαν ανταπόδοση αξιόγραφα. Το 2007 η ΕΚΤ κατείχε κατά τις συναλλαγές στις ανοιχτές αγορές μόνο αξιόγραφα, τα οποία ήταν αποδεκτά ως ασφαλή, αφού προηγουμένως είχαν αξιολογηθεί απ’ τους οίκους με την καλύτερη βαθμολογία. Με τον τρόπο αυτό η προμήθεια χρήματος της οικονομίας, εξαρτάται απ’ τις αξιολογήσεις των οίκων. Γι’ αυτό και η υποβάθμιση των ελληνικών ομολόγων το 2010 και το 2011, δεν σήμαινε μόνο ότι οι τράπεζες απειλούνταν με αποσβέσεις από αυτά τα χαρτιά, αλλά και ότι η ασφάλεια στις συναλλαγές με την ΕΚΤ έμπαινε σε κίνδυνο. Η ΕΚΤ έκανε μεν το τελευταίο διάστημα κάποιες εξαιρέσεις, δεν αποδεσμεύτηκε όμως εντελώς απ’ την χρηματική πολιτική των πιστοληπτικών αξιολογήσεων.

Αυτός είναι και ο λόγος που η κρατική κρίση χρεών και αντιστοίχως οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις, μπορούν να ταρακουνήσουν το τραπεζικό σύστημα. Σε περίπτωση που το ίδιο κεφάλαιο των τραπεζών χτυπηθεί απ’ την υποβάθμιση των κρατικών ομολόγων, τότε οι δυνατότητες να αναχρηματοδοτηθούν αυτές απ’ την ΕΚΤ λιγοστεύουν. Όμως τότε μειώνεται και η εμπιστοσύνη μεταξύ των τραπεζών. Αυτές είτε δεν δίνουν πλέον η μια στην άλλη πιστώσεις, είτε δίνουν μόνο κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες. Η χρηματαγορά αποστραγγίζεται, ενώ και οι επιχειρήσεις λαμβάνουν δάνεια πολύ δύσκολα. Η οικονομία απειλείται με χρηματοπιστωτική κρίση.

Κατά την συνταξιοδοτική πολιτική, οι οίκοι αξιολόγησης έχουν επίσης έμμεσα τον λόγο. Με την ιδιωτικοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων σε πολλές χώρες, η φροντίδα των ηλικιωμένων εξαρτήθηκε απ’ την πρακτική των οίκων αξιολόγησης: Τα συνταξιοδοτικά ταμεία και οι ασφαλιστικές εταιρίες, πρέπει να κατέχουν χαρτιά που πήραν την καλύτερη βαθμολογία.

Οι ΗΠΑ είχαν πιέσει ώστε να ληφθούν οι αποφάσεις της Βασιλείας ΙΙ, οι ίδιες όμως δεν υλοποίησαν τους κανονισμούς – ο στόχος να επιβληθούν οι τρεις οίκοι ως θεσμικό όργανο ελέγχου είχε ήδη επιτευχθεί. Έτσι οι ΗΠΑ και οι χρηματιστές της, συμπεριλαμβανομένου και των οίκων αξιολόγησής τους, ώθησαν με την πρακτική τους παραπέρα στην όξυνση της κρίσης. Η κυβέρνηση επίσης του Μπαράκ Ομπάμα, με την υλοποίηση της Βασιλείας ΙΙ, εν όψη της κρίσης, άλλαξε πολύ λίγο τις λειτουργίες των οίκων.

 

Συνεπεία της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, η Επιτροπή της Βασιλείας για την Επιτήρηση των Τραπεζών, πρότεινε τον Δεκέμβρη του 2009 ένα σχέδιο (Consultative Document). Τα προτεινόμενα μέτρα είναι περίπλοκα και αλληλεξαρτώμενα στην επίδρασή τους. Στη συνέχεια κάτω απ’ τον τίτλο «Βασιλεία ΙΙΙ», δημοσιεύτηκε το Δεκέμβρη του 2010 ένα νέο κανονιστικό πλαίσιο, το οποίο θα τεθεί σταδιακά σε ισχύ απ’ το 2013. Πρόκειται για ζητήματα που αφορούν στον ορισμό του ίδιου κεφαλαίου και τα απαιτούμενα ελάχιστα γι’ αυτό ποσοστά, το μέγιστο ποσοστό χρεών, καθώς και κανόνες για την ελάχιστη ρευστότητα. Στην ουσία πρόκειται για μια παραπέρα εξέλιξη της «Βασιλείας ΙΙ», η οποία θα εξακολουθήσει να παραμένει σε ισχύ.

 

Πρακτική προσανατολισμένη στο κέρδος

 

Οι οίκοι αξιολόγησης είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις και τις περισσότερες φορές είναι οργανωμένοι σαν κεφαλαιουχικές ή μετοχικές εταιρίες. Εργάζονται όπως όλες οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις, δηλ. σκοπός τους είναι το κέρδος. Η Moody’s για παράδειγμα αύξησε τον τζίρο της κατά το πρώτο εξάμηνο του 2011 κατά 44%. Παρόμοια είναι και τα κέρδη της S&P και της Fitch. Η S&P η οποία, όπως ειπώθηκε, ανήκει στο αμερικάνικο κοντσέρν των ΜΜΕ  ΜcGraw Hill, το οποίο είναι εισηγμένο στο χρηματιστήριο. Η Moody’s είναι και αυτή εισηγμένη στο χρηματιστήριο, ενώ σε αντίθεση με την S&P, η ιδιοκτησία της είναι διασκορπισμένη. Σύμφωνα με μελέτη του συμβούλου επιχειρήσεων Ronald Berger, το αμερικάνικο μονοπώλιο The Capital Group κατέχει τις περισσότερες μετοχές της Moody’s (16,2%) και της S&P (13,2%). Αυτό από μόνο του δείχνει την ύπαρξη καρτέλ. Η γερμανική ασφαλιστική επιχείρηση Allianz ανήκει επίσης στους μετόχους της Moody’s.

Ακόμη και τα μεγαλύτερα σκάνδαλα δεν άλλαξαν σε τίποτα την καλή φήμη των οίκων αξιολόγησης. Το 2001 για παράδειγμα, διαπιστώθηκε, ότι και οι τρεις οίκοι είχαν αξιολογήσει με την καλύτερη βαθμολογία την πιστοληπτική ικανότητα της μεγαλύτερης επιχείρησης παραγωγής ενέργειας των ΗΠΑ, της Enron (σ.σ. το 10ο μεγαλύτερο σε μέγεθος κοντσέρν κάποτε στις ΗΠΑ). Τέσσερις μέρες μετά η επιχείρηση πτώχευσε. Για μια ακόμη φορά οι οίκοι δέχτηκαν τη δημόσια κριτική. Η SEC διαπίστωσε εκ νέου, αυτό που διαπίστωνε ήδη με διαφορετικούς τρόπους: Οι οίκοι αξιολόγησης δεν είναι αντικειμενικοί, αλλά οι αξιολογήσεις τους καθοδηγούνται απ’ τα ίδια συμφέροντα κέρδους. Αυτοί πληρώνονται απ’ τις αξιολογηθείσες επιχειρήσεις και κερδίζουν επιπρόσθετα μέσω διάφορων υπηρεσιών με συμβουλές που παρέχουν στις ίδιες τις επιχειρήσεις. Είναι σαν να πληρώνει κανείς σ’ ένα δικαστήριο μια απ’ τις δυό πλευρές, ή κατά το ποδόσφαιρο, μια απ’ τις δυό ομάδες τον διαιτητή.

Σε καμιά κρίση που έλαβε χώρα στις τελευταίες δεκαετίες οι οίκοι δεν έκαναν καμιά αξιόπιστη πρόγνωση, ούτε διόρθωσαν έγκαιρα τις αξιολογήσεις τους. Κι αν το έπραξαν, η κρίση είχε κάνει ήδη την εμφάνισή της, ενώ η καθυστερημένη δράση τους το μόνο που πέτυχε ήταν να επιταχύνει την κρίση και να σπείρει τον πανικό στους επενδυτές. Οι οίκοι φαίνεται να μην γνώριζαν τίποτα για την κρίση που θα ξεσπούσε στο Μεξικό (1994/95), ενώ το ίδιο συνέβηκε και για την κρίση στην Ασία το 1997, που τις έπιασε στον ύπνο. Κατά τις κρίσεις στη Ρωσία και στη Βραζιλία το 1998 οι οίκοι αξιολόγησης έτρεχαν πίσω απ’ τα γεγονότα. Πριν από μερικούς μήνες η S&P διέδωσε την είδηση για υποβάθμιση της Γαλλίας. Λίγο μετά δήλωσε ότι έγινε δήθεν ένα λάθος στον υπολογιστή. Το αποτέλεσμα ήταν ότι τα κρατικά ομόλογα της Γαλλίας είχαν την μεγαλύτερη απώλειά τους από τότε που εισήχθηκε το ευρώ.

Σαν αντίδραση στην περίπτωση της Enron αλλά και σε πολλά άλλα σκάνδαλα, καθορίστηκε το 2002 στην Sarbanes-Oxley Act, μεταξύ των άλλων, ότι η SEC θα πρέπει να ελέγχει τον τρόπο λειτουργίας των οίκων αξιολόγησης – αλλά αυτό έτσι κι αλλιώς ήταν το καθήκον της. Το 2006 ψηφίζεται νόμος για την μεταρρύθμιση των οίκων αξιολόγησης (Credit Rating Agency Reform Act) στον οποίο επαναλαμβάνεται η ίδια ρητορική: απαιτείται διαφάνεια, υπευθυνότητα, ανταγωνισμός κτλ. Από τότε οι οίκοι θα πρέπει να αποκτήσουν άδεια λειτουργίας σε μια τυπική διαδικασία – μέχρι τότε η SEC έδινε την άδεια ελεύθερα. Απ’ το 2007 έλαβαν άδεια 7 νέοι οίκοι αξιολόγησης. Αυτό όμως δεν άλλαξε τίποτα σε ό,τι αφορά στην κυριαρχία των «τριών μεγάλων», οι οποίοι όπως και πριν ελέγχουν το 97% της παγκόσμιας πιστοληπτικής αξιολόγησης.

Σύμφωνα με τα παραπάνω:

α) Υποστηρίζεται ότι το σημαντικότερο λάθος κατά την μεταρρύθμιση του χρηματιστικού συστήματος στις ΗΠΑ απ’ τον Ρούσβελτ το 1930, βρισκόταν στο ότι δεν δημιουργήθηκε καμιά κρατική υπηρεσία, αλλά το ότι μεταβιβάστηκαν αρμοδιότητες στους οίκους αξιολόγησης, ότι αυτοί αυτονομήθηκαν και ότι το συμφέρον τους συνδέθηκε άμεσα με τις τράπεζες. Το κράτος με τον τρόπο αυτό έγινε συνένοχο. Το ίδιο ισχύει και για τους οικονομικούς ελεγκτές, οι οποίοι στο New Deal απέκτησαν επίσης υψηλές αρμοδιότητες, καταλήγοντας έτσι σε παρόμοια αποτελέσματα.

β) Οι προπαγανδιστές της απορρύθμισης, με τους οίκους αξιολόγησης καθιέρωσαν οι ίδιοι έναν θεσμό ρύθμισης, και μάλιστα τέτοιο, ο οποίος είναι επίσης ισχυρός όσο επίσης αδιαφανής και διεφθαρμένος. Αυτό φαίνεται απ’ το ότι οι ισχυροί αντίπαλοι της ρύθμισης δεν υποστηρίζουν την απορρύθμιση, αλλά μια ρύθμιση, η οποία θα ελέγχεται απ’ αυτούς τους ίδιους.

γ) Οι τρεις μεγάλοι οίκοι είναι συνδεδεμένοι με ένα ιδιωτικό και κρατικό δίκτυο από χρηματιστές των ΗΠΑ και μ’ αυτό τον τρόπο αποτελούν ένα ενεργό στοιχείο του καπιταλιστικού κρισιακού κέντρου.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ και ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

 

[4] Στη Ευρώπη, υπεύθυνη για την αδειοδότηση των οίκων αξιολόγησης είναι η European Securities and Markets Authority (ESMA)

 

ΠΗΓΗ: 19 Φεβρουαρίου 2012, http://www.inprecor.gr/index.php/archives/167172

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙΙ

Οίκοι Αξιολόγησης Ι

Οίκοι Αξιολόγησης – Μέρος Ι

 

Του Παναγιώτη Γαβανά

 

Αντί προλόγου

Τα τελευταία χρόνια έχουν εισβάλει στη ζωή μας διάφορες οικονομικές έννοιες, οι οποίες σχετίζονται κυρίως με αυτό που ο Μαρξ ονόμασε πλασματικό κεφάλαιο. Ζητήματα που αφορούν κυρίως στο χρηματοπιστωτικό σύστημα στον καπιταλισμό. Ένα απ’ τα ζητήματα που αξίζει ιδιαίτερης προσοχής είναι και οι οίκοι αξιολόγησης. Κάποιοι στο άκουσμα αυτών των λέξεων αισθάνονται δέος και αμηχανία, ενώ κάποιοι άλλοι θυμό. Απ’ την ανάλυση που ακολουθεί θα φανεί, ότι οι οίκοι αξιολόγησης δεν έχουν ούτε τη δύναμη που τους αποδίδεται, αλλά ούτε και τα κράτη είναι απλά «θύματα» αυτών. Πολύ περισσότερο, η ίδια η αστική πολιτική είναι αυτή που μετέτρεψε συνειδητά τους οίκους, εν μέρει, σε τμήμα της χρηματοπιστωτικής διευθέτησης του σύγχρονου καπιταλισμού.

Είναι ακόμη γνωστό, ότι οι οίκοι αξιολόγησης έχουν εκδώσει τα πιο άχρηστα κερδοσκοπικά προϊόντα των τραπεζικών επενδύσεων με την καλύτερη βαθμολογία. Στα ίδια τα κοντσέρν και τις τράπεζες απένειμαν μέχρι πρόσφατα την καλύτερη βαθμολογία αξιολόγησης αποκρύπτοντας την επικείμενη χρεωκοπία, συμβάλλοντας στον πλουτισμό εκείνων που γνώριζαν την κατάσταση από τα μέσα, όπως στην περίπτωση της Enron, της Lehman Brothers και της Hypo Real Estate, προκαλώντας απώλειες σε εργαζόμενους (ανεργία) και στους μικρούς καταθέτες. Για ποιο λόγο όμως συνεχίζουν να εξαρτώνται από ένα τέτοιο σύστημα, όχι μόνο οι ιδιωτικές επιχειρήσεις αλλά και τα κράτη; Γιατί δεν τους καταργούν;

Τα ερωτήματα που θα μπορούσαν να τεθούν είναι πολλά. Στο κείμενο που ακολουθεί κάνουμε μια προσπάθεια προσέγγισης αυτού του θέματος, ξεκινώντας με μια σύντομη ιστορική αναδρομή, – σημαντική κατά τη γνώμη μας -, διότι μέσα απ’ αυτή θα δούμε τις ρίζες του ζητήματος, αλλά και την όλη πορεία που διέτρεξαν οι οίκοι αξιολόγησης έως τώρα, τις διάφορες τομές που επήλθαν στον τρόπο λειτουργίας τους, μια πορεία η οποία συνεχίζεται με διάφορες αλλαγές μέχρι σήμερα. Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα με τη σειρά.

 

Ιστορική αναδρομή

 

Οι οίκοι αξιολόγησης μπορεί να βρίσκονται στο φως της δημοσιότητας εδώ και μερικά χρόνια, πίσω τους όμως έχουν μια μακρά ιστορία. Το ιστορικό αφετηριακό τους σημείο βρίσκεται στην χρονική περίοδο κατασκευής και επέκτασης του σιδηροδρομικού δικτύου των ΗΠΑ.

Το πόσο σημαντικός ήταν ο σιδηρόδρομος, αυτό φάνηκε κυρίως κατά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο του 1861-1865. Αυτό το νέο μέσο συγκοινωνίας, έκανε δυνατή τη γρήγορη μετακίνηση στρατευμάτων και υλικού. Αλλά και για το κεφάλαιο αυξήθηκε η σημασία αυτού του μέσου λόγω της επιτάχυνσης της περιστροφής του, καθώς και γιατί συμπεριλήφθησαν στο πεδίο δράσης του νέες αγορές. Η κατασκευή όμως των σιδηροδρόμων για τους ξεχωριστούς καπιταλιστές δεν ήταν δυνατό να χρηματοδοτηθεί – ακόμη κι αν υπήρχε η κρατική υποστήριξη. Για το λόγο αυτό χρηματοδοτήθηκαν μεγάλα προγράμματα, όπως το σιδηροδρομικό δίκτυο (καθώς επίσης μεταλλεία, η κατασκευή διωρύγων, πλοίων κ.ά.) μέσω μετοχών ή πιστώσεων. Με τον τρόπο αυτό έγινε δυνατή η κινητοποίηση μεγάλων συσσωρευμένων κεφαλαίων. Τα αξιόγραφα που εκδίδονταν γι’ αυτό το σκοπό, ήταν ταυτόχρονα τόσο επιθυμητά ως επενδύσεις όσο επίσης και ιδεατά για κερδοσκοπία και απάτες – τα όρια την περίοδο αυτή ήταν ρευστά. Η πρώτη μεγάλη «απάτη στους σιδηροδρόμους» έλαβε χώρα το 1844/45 στην Αγγλία. Η κερδοσκοπία επίσης που αφορούσε στις τιμές του σιδήρου συνδεόταν στενά με την ανάπτυξη του σιδηροδρομικού δικτύου. Μέχρι αυτού του σημείου η κερδοσκοπία με τις πρώτες ύλες δεν είναι κάτι καινούργιο.

Την περίοδο αυτή για το κεφάλαιο υπήρχαν σημαντικές δυσκολίες που αφορούσαν σε μεγάλες (και μακροπρόθεσμες) επενδύσεις. Τέλος, δεν έπρεπε να εξεταστεί μόνο για το αν τα προσφερόμενα σχέδια (projects) ήταν αξιόπιστα και ασφαλή, αλλά επίσης για το αν εγγυούνταν επιτυχία και κέρδος. Όλα αυτά συνέβαιναν κάτω από συνθήκες μιας αργής, δύσκολης και δαπανηρής επικοινωνίας. Πρώτα το 1866 έγινε δυνατή μια διαρκής σύνδεση μέσω τηλέγραφου μεταξύ Αμερικής και Ευρώπης. Οι γρήγορες «πληροφορίες για την αγορά» αποτέλεσαν επομένως ένα σπάνιο και επιθυμητό αγαθό, το οποίο μετατράπηκε σταδιακά σε εμπόρευμα.

Απ΄ τα μέσα της δεκαετίας του 1850 ιδρύθηκαν τα πρώτα περιοδικά, τα οποία έδιναν πληροφορίες γύρω απ΄ τις αγορές, τα δρώντα πρόσωπα και τα σχέδια των σιδηροδρόμων: Το περιοδικό Poor’s American Railroad Journal εκδόθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1850, ενώ το Poor’s έκδωσε το πρώτο εγχειρίδιο για το σιδηροδρομικό δίκτυο των ΗΠΑ. Στις αρχές της δεκαετίας του 1880 το περιοδικό είχε ήδη 5.000 συνδρομητές. Αλλά και το 1909 το ιδρυθέν πρακτορείο Moody’s, τα πρώτα χρόνια είχε εξειδικευτεί στην αξιολόγηση δανείων για σιδηροδρόμους. Την ίδια χρονική περίοδο δημιουργήθηκαν επίσης και άλλες μορφές διάδοσης πληροφοριών, όπως το πρακτορείο Ρόιτερ (1851). Στα χρόνια όμως που ακολούθησαν άλλαξαν οι βάσεις: κυρίως λόγω της ταχύτερης μετάδοσης πληροφοριών μέσω της τηλεγραφίας καθώς και άλλων τεχνικών έγιναν δυσκολότερες οι μεγάλες «απάτες».

Ιστορικά, μπορεί να γίνει χοντρικά ένας διαχωρισμός σε τρεις φάσεις. Μέχρι το 1933 ιδρύθηκαν τα πιο πάνω πρακτορεία, αλλά και άλλοι οίκοι αξιολόγησης. Αυτοί όμως οι οίκοι εργάζονταν με βάση ένα διαφορετικό επιχειρησιακό μοντέλο απ’ ό,τι σήμερα, χωρίς να είναι ακόμη αναγνωρισμένοι απ’ την αστική πολιτική σαν υπολογίσιμοι παράγοντες πάνω στην αγορά, ενώ δεν έχουν εμφανιστεί ακόμη στην πολιτική σκηνή. Αυτό συνέβηκε μετά την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, από το 1929.

Η δεύτερη φάση αρχίζει απ’ το 1933 και φθάνει μέχρι τη δεκαετία του 1970. Είναι γνωστό, ότι σαν συνέπεια της κρίσης, γεννήθηκε το λεγόμενο αμερικάνικο «New Deal», σπανίως όμως αναφέρεται στη βιβλιογραφία, ότι την περίοδο αυτή ιδρύεται το πρώτο ίδρυμα που σκοπό έχει την επιτήρηση του χρηματιστηρίου, συγκεκριμένα η «Security Exchange Commission» (SEC), το 1934, σαν αποτέλεσμα του χρηματιστηριακού κραχ το 1929. Στο διάστημα αυτό αρχίζει η «πολιτική» άνοδος των οίκων αξιολόγησης, οι οποίοι κατοχύρωσαν το δικαίωμα από την SEC να έχουν ως νέο τους καθήκον, να κάνουν τη διαφοροποίηση μεταξύ ασφαλούς («investment grade») και κερδοσκοπικής («non investment grade») χρηματιστικής επένδυσης για τους επενδυτές. Οι πολιτικοί πίστευαν ότι μ’ αυτό τον τρόπο θα εμποδίζονταν μια νέα χρηματιστική/οικονομική κρίση.

Η τρίτη φάση αρχίζει με τον νεοφιλελευθερισμό, μέσω της πολιτικής του οποίου οι οίκοι αξιολόγησης μαζί με τις χρηματιστικές αγορές κερδίζουν έδαφος. Τη δύναμή τους όμως δεν την απέκτησαν από μόνοι τους, αλλά επειδή έτσι ήθελε η αστική κρατική πολιτική. Η αρχή αυτής της φάσης συνοδευόταν από ένα προτσές συγκέντρωσης και από ένα αλλαγμένο επιχειρησιακό μοντέλο των οίκων. Σε μια μυστική διαδικασία δόθηκε απ’ την SEC άδεια μόνο για επτά οίκους αξιολόγησης, οι οποίοι σε μικρό χρονικό διάστημα συγχωνεύτηκαν σε τρεις – έτσι γεννήθηκαν κλασικά μονοπώλια. Ταυτόχρονα απ’ τη δεκαετία του 1970 οι οίκοι αξιολόγησης ελέγχονται όλο και λιγότερο απ’ την SEC. Σημαντικό όμως ήταν επίσης και το νέο επιχειρησιακό μοντέλο. Ενόσω οι οίκοι μέχρι τότε κατανοούσαν την δραστηριότητά τους σαν εργασία/απόδοση για τους επενδυτές, δηλ. πληρώνονταν από αυτούς για αναλύσεις και αξιολογήσεις, από τώρα και στο εξής, ζητούσαν χρήματα και από τους εκδότες των αξιόγραφων – μια έκφραση για την αυξανόμενη σημασία που απέκτησαν οι χρηματιστικές αγορές, καθώς και την αυξανόμενη μάζα σε αξιόγραφα διαφορετικού και πιο περίπλοκου είδους. Παραπέρα, αυτό οφειλόταν επίσης στο γεγονός, ότι με την πολιτική των υψηλών τόκων που ακολουθούσαν οι τράπεζες απ’ τα τέλη της δεκαετίας του 1970, το ίδιο το βιομηχανικό κεφάλαιο έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την χρηματοδότηση μέσω της κεφαλαιαγοράς. Επιπλέον, το ίδιο το βιομηχανικό κεφάλαιο έβγαζε όλο και περισσότερα κέρδη απ’ τις επενδύσεις. Αυτό απ’ την άλλη είχε και σαν αποτέλεσμα να διογκωθεί ο κλάδος της προσφοράς υπηρεσιών σε χρηματιστικά ζητήματα. Το ποσοστό του στο συνολικό κέρδος όλων των μετοχικών εταιριών αυξήθηκε από 11% το έτος 1950 σε πάνω από 40% το 2001. Η τάση αυτή επιταχύνθηκε μέσω της φιλελευθεροποίησης των χρηματαγορών, η οποία συνοδευόταν παράλληλα και από μια αύξηση των θεσμικών επενδυτών (π.χ. κλάδος ασφαλιστικών εταιριών, συνταξιοδοτικά ταμεία κ. ά.).

Για τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις, με την αύξηση της σημασίας των χρηματιστικών αγορών, αυξήθηκε ταυτόχρονα και η πίεση να αξιολογούνται τα αξιόγραφα. Το γεγονός έλλειψης πιστοληπτικής αξιολόγησης, μπορούσε να ληφθεί απ’ τους δυνητικούς επενδυτές ως μη επαρκής ασφάλεια.

Δίπλα στις μετοχές και στα αξιόγραφα με σταθερό επιτόκιο, αυξήθηκε η μάζα και η σημασία των παραγώγων, δηλ. αξιόγραφων τα οποία σχετίζονταν με μελλοντικές τιμές άλλων εμπορικών αγαθών ή αξιόγραφων. Παρομοίως, αυξήθηκε η μάζα και ο όγκος των δανείων τα οποία έπρεπε να πιστοποιηθούν εγγράφως. Κατά την έγγραφη πιστοποίηση δανείων «μαζεύονται» δανειακές σχέσεις σε ένα αξιόγραφο, το οποίο μπορεί να πουληθεί σε κάποιον τρίτο. Με τον τρόπο αυτό ο αγοραστής αποκτά το δικαίωμα για πληρωμή των τόκων. Η τράπεζα, η οποία αρχικά έχει δώσει το δάνειο σε έναν πελάτη, για παράδειγμα με τη μορφή ενός δανείου για κατοικία, εκποιεί έτσι όχι μόνο τα έσοδα από τους τόκους, αλλά και το ρίσκο που συνδέεται με τη δανειακή σχέση σε περίπτωση διακοπής της πληρωμής. Στη μορφή ενός αξιόγραφου το ρίσκο όμως αυτό δεν εξαφανίζεται, αλλά απλά μετατοπίζεται. Τώρα δεσμεύεται στον ισολογισμό μιας άλλης επιχείρησης. Ο υπολογισμός του ρίσκου και της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας αυτών των αξιόγραφων, έγινε δουλειά των οίκων αξιολόγησης.

 

Οι «τρεις μεγάλοι»

 

Παγκοσμίως υπάρχουν περίπου 150 οίκοι αξιολόγησης. Μολαταύτα μόνο τρεις απ’ αυτούς βρίσκονται καθημερινά στο φως της δημοσιότητας: Standard & Poor’s (S&P), Moody’s και Fitch, οι οποίοι καλύπτουν το 97% της αγοράς. Μόνο οι δυό πρώτοι κατέχουν από ένα μερίδιο 40% έκαστος, ενώ η Fitch κατέχει πάνω από το 15%.

 

Standard & Poor’s Ratings Services

 

Το 1916 ιδρύθηκε η Standard Statistics, η οποία το 1941 συγχωνεύτηκε με την Poor’s Publishing ιδρύοντας την Standard & Poor’s, η οποία με τη σειρά της αγοράστηκε απ΄ το κοντσέρν The McGraw Hill Companies. Στο κοντσέρν αυτό ανήκουν επιχειρήσεις των ΜΜΕ, οι οποίες ταυτόχρονα δραστηριοποιούνται σαν λόμπυ: π.χ. Platts (βιομηχανία πετρελαίου, μετάλλου και ενέργειας), Dodge (οικοδομικές επιχειρήσεις), Appleton & Lange (ιατρική), Open University Press, J. D. Power (μάρκετινγκ, έρευνα καταναλωτών), Broadcasting (ειδήσεις, πολυάριθμοι τηλεοπτικοί σταθμοί).

Βασικοί ιδιοκτήτες: Capital World Investors, Rowe Price, Fidelity Investments, Vanguard Group, State Street, Oppenheimer Funds, Morgan Stanley, Washington Mutual Funds, Blackrock, Allianz Global Investors of America.

Οίκος αξιολόγησης S&P Rating Services: Μετοχική εταιρία, εισηγμένη στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης με νομική έδρα στη χρηματιστική όαση Delaware. Επιχειρησιακή έδρα στη Νέα Υόρκη, με γραφεία σε 23 κράτη και 8.000 απασχολούμενους. Απ’ το 1969 ηγείται στην Wall Street στο σύστημα καταχώρησης και ταυτοποίησης CUSIP (Committee for Uniform Security Identification Procedures), χωρίς το οποίο το τεράστιο καθημερινό παγκόσμιο εμπόριο χαρτιών θα ήταν αδύνατο. Το 1975 της μεταβιβάστηκαν υψηλά καθήκοντα απ’ την SEC. Αυτό το χρονικό διάστημα αξιολογεί ομόλογα και πιστώσεις της τάξης των 32 δισεκατομμυρίων δολαρίων[1],  ενώ μόνο το έτος 2009 πούλησε συνολικά 850.000 πιστοληπτικές αξιολογήσεις[2].

 

Moody’s Investors Services

 

Ο οίκος αυτός ανήκει στο κοντσέρν Moody’s Corporation, μετοχική εταιρία εισηγμένη στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Ιδρύθηκε το 1909 με σκοπό να συμβουλεύει τους αγοραστές των ομολόγων για τους σιδηροδρόμους. Η νομική έδρα του βρίσκεται στην χρηματιστική όαση Delaware. Η επιχειρησιακή έδρα του είναι στη Νέα Υόρκη. Έχει 12 θυγατρικές εταιρίες στις ΗΠΑ για διάφορες υπηρεσίες συμβουλών και πληροφοριών, όλες με νομική έδρα στο Delaware. Επίσης, σ’ αυτήν ανήκουν 74 επιχειρήσεις σε άλλα κράτη, όπως στο Ισραήλ, στην Νότιο Αφρική, στην Ινδονησία και στο Ντουμπάι. Στο παράρτημά της στη Γερμανία απασχολούνται αυτή την περίοδο 4.000 εργαζόμενοι.

Το έτος 2009 αξιολόγησε 12.000 ιδιωτικές επιχειρήσεις, 25.000 δημόσιες επιχειρήσεις και μονάδες, 110 κράτη και 106.000 δομικά χρηματιστικά προϊόντα [3]. Παράλληλα προσφέρει συμβουλές στο μάνατζμεντ ρίσκου για τους εκδότες των αξιόγραφων, και τελευταία επίσης για τις ασφαλιστικές εταιρίες και τα κράτη. Στις ΗΠΑ και στα άλλα κράτη δραστηριοποιείται επίσης ως λομπίστας.

Βασικοί ιδιοκτήτες: (με αυτή τη σειρά) Berkshire Hathaway (Warren Buffett), Capital Research Global Investors, Capital World Investors, Fidelity Investments, Davis Selected Advisors, Morgan Stanley, Vanguard Group, State Street, Invesco Limited, Wellington Management, American FDS Insurance Growth Income.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ και ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

 

[1] Handelsblatt 6.7.2010 (συνέντευξη του Deven Sharma)

[2] The McGraw Hill Companies Annual Report 2009, σ. 18

[3] Moody’s Annual Report 2009, σ. 7

 

ΠΗΓΗ: 19 Φεβρουαρίου 2012, http://www.inprecor.gr/index.php/archives/167172

 

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ; ΙΙ

ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ;

Δεν είναι απίθανο να οδηγείται «διατεταγμένα», υποθηκευμένη πια η Ελλάδα, μετά τη διεθνή τρομοκρατία και τη συνθηκολόγηση κάποιων κομμάτων, στη λεηλασία του δημοσίου και του ιδιωτικού πλούτου της – ερήμην των Πολιτών της δε, στη χρεοκοπία και στη δραχμή – Μέρος ΙΙ

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

Συνέχεια από το Μέρος Ι

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ

Ανεξάρτητα από τα παραπάνω βαθύτερα αίτια της κρίσης της Ευρωζώνης, πολύ φοβόμαστε ότι, η Ελλάδα οδηγείται δυστυχώς στα ίχνη της Αργεντινής – αφού οι ομοιότητες με εκείνη την εποχή είναι κάτι παραπάνω από μεγάλες. 

Ειδικότερα, τον Αύγουστο του 2001 η Αργεντινή απευθύνθηκε για μία ακόμη φορά στο ΔΝΤ, ζητώντας ένα καινούργιο δάνειο – με στόχο να αποφύγει τη χρεοκοπία. Η κυβέρνηση της ήταν πρόθυμη να αποδεχθεί ακόμη πιο πολλές παραχωρήσεις, αναλαμβάνοντας νέες υποχρεώσεις – παρά το ότι γνώριζε ότι, υποσχόταν συνεχώς πολύ περισσότερα, από όσα μπορούσε να επιτύχει. Η χώρα δεν είχε καταφέρει να ξεφύγει από την έντονη ύφεση, ούτε να ανακτήσει τη χαμένη ανταγωνιστικότητα της, με αποτέλεσμα να αυξάνεται διαρκώς η σχέση του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ της.

Οι πιστωτές της Αργεντινής, υπό την «αιγίδα» του ΔΝΤ, κατηγορούσαν την κυβέρνηση της για επαναλαμβανόμενες πολιτικές καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μέτρων που είχαν συμφωνηθεί. Αντίθετα, η πολιτική ηγεσία της χώρας ισχυριζόταν ότι η λιτότητα, την οποία είχαν επιβάλλει οι δανειστές, οδηγούσε στην καταστροφή – αντί να της εξασφαλίσει εκείνη τη χρηματοδότηση, η οποία θα ήταν απαραίτητη για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία της, έτσι ώστε να ενισχυθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις και να επανέλθει η ανάπτυξη.

Δυστυχώς, κανένα από τα δύο μέτωπα δεν κατανοούσε το αυτονόητο: το ότι δηλαδή τα μέσα που είχε η χώρα στη διάθεση της ήταν ελάχιστα, για να μπορέσει να καταπολεμήσει με επιτυχία τη διπλή κρίση δημοσίου χρέους και ύφεσης της οικονομίας της.

Με την πάροδο του χρόνου και κάτω από το βάρος των συνεχών περικοπών στα εισοδήματα τους, οι Πολίτες της Αργεντινής αντιμετώπιζαν πλέον τόσο την κυβέρνηση τους, όσο και τους δανειστές, με τον ίδιο τρόπο. Έχασαν πλέον την εμπιστοσύνη τους και στους δύο αφού έβλεπαν ότι, παρά τις συνεχείς παραχωρήσεις εκ μέρους τους, οι οποίες είχαν οδηγήσει σε ραγδαία πτώση τα εισοδήματα τους, τόσο οι οικονομικοί δείκτες, όσο και οι μελλοντικές προοπτικές συνέχιζαν να επιδεινώνονται.

Παράλληλα οι γειτονικές χώρες, ιδίως αυτές που συμμετείχαν στην οικονομική και πολιτική ζώνη Mercosur μαζί με την Αργεντινή, άρχισαν να φοβούνται τη «μετάσταση» της κρίσης στα δικά τους κράτη. Με στόχο λοιπόν να αποφύγουν τη δική τους στοχοποίηση εκ μέρους των αγορών, πίεζαν την Αργεντινή να τα καταφέρει – λαμβάνοντας ταυτόχρονα τα μέτρα τους και απομονώνοντας την, για την περίπτωση που θα αποτύγχανε. Φυσικά η στάση τους αυτή επιδείνωνε ακόμη περισσότερο τα προβλήματα της Αργεντινής.

Αφού λοιπόν το Κοινοβούλιο της χώρας είχε ψηφίσει ένα νέο πακέτο μέτρων λιτότητας, το ΔΝΤ ενέκρινε μία ακόμη δόση. Ήταν όμως πολύ αργά πια για να ανακτηθεί η χαμένη εμπιστοσύνη – με αποτέλεσμα να μειώνονται συνεχώς οι καταθέσεις στις τράπεζες, καθώς επίσης να εντείνεται η φυγή κεφαλαίων προς το εξωτερικό. Φυσικά η κυβέρνηση δεν κατάφερε ούτε αυτή τη φορά να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει – ενώ οι πολιτικές (λαϊκές) πιέσεις αυξάνονταν, έως το σημείο χωρίς επιστροφή.

Το Δεκέμβριο του 2001 η Αργεντινή ανακοίνωσε ότι αδυνατούσε να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της, έκλεισε για κάποιο διάστημα τις τράπεζες της και βίωσε την μητέρα όλων των κρίσεων – την ολοκληρωτική κατάρρευση του οικονομικού της συστήματος. Η χώρα υποχρεώθηκε σε μία άτακτη χρεοκοπία, καθώς επίσης σε μία χαοτική, απρογραμμάτιστη μετάβαση σε ένα νέο νόμισμα – με διασυνοριακούς ελέγχους κεφαλαίων, με καταστροφικές υποτιμήσεις κλπ. (άρθρο μας).  

Ολοκληρώνοντας, εάν συγκρίνει κανείς τα παραπάνω με την Ελλάδα στη θέση της Αργεντινής και την Ευρωζώνη στη θέση της Mercosur, θα οδηγηθεί σε δυσοίωνα συμπεράσματα. Παρά το ότι η Ελλάδα είναι μία πάμπλουτη, πολλαπλά προικισμένη χώρα, ενώ η Ευρωζώνη μία πολύ ισχυρότερη ένωση, οι ομοιότητες παραμένουν αρκετά μεγάλες – πόσο μάλλον όταν πολλές χώρες μαζί της Ευρωζώνης φαίνεται να αντιμετωπίζουν αντίστοιχα μεγάλα προβλήματα, ενώ το ευρώ είναι στο στόχο τόσο των αγορών, όσο και των Η.Π.Α.  

ΜΑΤΙΕΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Όπως έχουμε διαπιστώσει, τόσο η ίδια η Ευρωζώνη, όσο η Δύση και η Ελλάδα, πλήττονται από πολλές διαφορετικές κρίσεις – κάποιες από τις οποίες ευρίσκονται στην επιφάνεια και είναι εύκολο να επιλυθούν, ενώ κάποιες άλλες έχουν πολύ βαθύτερα αίτια, όντας αρκετά δυσκολότερες στην καταπολέμηση τους.

Στα πλαίσια αυτά, θεωρούμε σκόπιμη την παράθεση ορισμένων απλών ερωτημάτων, με τις ανάλογες, «ουδέτερες» εκ μέρους μας απαντήσεις τους, έτσι ώστε να συμμετέχουμε όσο μπορούμε στην αντιμετώπιση του σημαντικότερου όλων των προβλημάτων: της έλλειψης σαφήνειας και εμπιστοσύνης, στην αποκατάσταση των οποίων συμβάλλει η αναλυτική ενημέρωση.

(α)  Μετά την ψήφιση της συμφωνίας της 12ης Φεβρουαρίου, η οποία απαιτεί νέα προγράμματα λιτότητας, έχει διασωθεί πλέον η Ελλάδα; 

Κατά τη συνάντηση των υπουργών οικονομικών τη Δευτέρα, θα αποφασισθεί η νέα χρηματοδότηση της Ελλάδας, ύψους 130 ή 145 δις € – η οποία όμως θα τεθεί σε ισχύ, μετά τη διαγραφή χρέους 100 δις € (PSI), εκ μέρους των ιδιωτών πιστωτών. Τα χρήματα αυτά μάλλον δεν θα οδηγηθούν στην Ελλάδα, αλλά θα τοποθετηθούν σε ένα ειδικό ταμείο στο εξωτερικό, από το οποίο θα πληρώνονται οι διεθνείς πιστωτές – επειδή προφανώς κανένας δεν εμπιστεύεται τη δημόσια διοίκηση της χώρας.

Πιθανότατα θα συμμετέχει και η ΕΚΤ, η οποία θα διαγράψει το κέρδος της από την αγορά ελληνικών ομολόγων (υπολογίζεται μεταξύ 10-15 δις €), έτσι ώστε να μειωθεί το δημόσιο χρέος της Ελλάδας στο 120% του ΑΕΠ της το 2020 (όσο περίπου ήταν το 2008!) – αν και το ΔΝΤ το προβλέπει στο 128% του ΑΕΠ, ενώ θέλει να περιορίσει τη συμμετοχή του στα 10-13 δις €.  

Ακόμη όμως και να συμβούν όλα αυτά, τόσο η διάρκεια, όσο και το βάθος της ύφεσης, του στασιμοπληθωρισμού ουσιαστικά, δεν εγγυώνται σε καμία περίπτωση ότι, η Ελλάδα θα καταφέρει να περιορίσει το δημόσιο χρέος της στο 120% – γεγονός με το οποίο μάλλον συμφωνεί και το ΔΝΤ, το οποίο τοποθετεί νέα εμπόδια (έντονα αρνητική αξιολόγηση της εφαρμογής των μέτρων κλπ.). Φυσικά, ακόμη και αν περιοριζόταν το χρέος στο 120% του ΑΕΠ, δεν θα ήταν βιώσιμο χωρίς επιτόκια χαμηλότερα του ρυθμού ανάπτυξης – ενώ πολύ δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμο ένα χρέος, το οποίο υπερβαίνει το 90% του ΑΕΠ.    

Εκτός αυτού θα πρέπει να συμφωνήσουν οι ιδιώτες πιστωτές με τη διαγραφή των 100 δις € – γεγονός που δεν είναι καθόλου σίγουρο. Περαιτέρω, η συμφωνία θα πρέπει να ψηφισθεί από τα Κοινοβούλια των υπολοίπων χωρών – με το γερμανικό να συνεδριάζει επ’ αυτού στις 27 Φεβρουαρίου. Τέλος, όσο αργεί η έξοδος της Ελλάδας από την ύφεση (-6,7% το τέταρτο τρίμηνο του 2011), τόσο πιο δύσκολη θα γίνεται η αντιμετώπιση των προβλημάτων της – ειδικά επειδή λόγω του στασιμοπληθωρισμού τα έσοδα του δημοσίου καταρρέουν, η ανεργία αυξάνει τις δημόσιες δαπάνες (επιδόματα κλπ.), ενώ χωρίς ανάπτυξη είναι αδύνατον να υπάρξει μέλλον.        

(β)  Θα ήταν ίσως καλύτερη η μονομερής έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, με την υιοθέτηση ενός εθνικού νομίσματος;

Η δραχμή θα υποτιμούταν αμέσως έναντι του ευρώ, τουλάχιστον κατά 50% (αν και στην Τουρκία έφτασε στο 90% – άρθρο μας). Στην περίπτωση αυτή, τα ελληνικά προϊόντα θα γινόταν φθηνότερα, όπως επίσης οι διακοπές στην Ελλάδα – χωρίς να απαιτηθούν μειώσεις των ονομαστικών αμοιβών, επειδή θα περιορίζονταν λόγω πληθωρισμού οι πραγματικοί μισθοί.

Η έλλειψη όμως συναλλάγματος, οι αυξημένες τιμές των εισαγομένων εμπορευμάτων (πετρέλαιο κλπ.), καθώς επίσης πολλά άλλα «παρεπόμενα», θα οδηγούσαν σε τρομακτικές καταστάσεις – επί πλέον επειδή δεν θα μπορούσε πια η χώρα να μετατρέψει το δημόσιο χρέος της σε δραχμές, ιδίως μετά την πρόσφατη ψηφοφορία της Βουλής. Το ιδιωτικό χρέος τώρα, επίσης σε ευρώ, θα οδηγούσε πολλές τράπεζες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά στη στάση πληρωμών – γεγονός που σημαίνει ότι, σε τελική ανάλυση, η έξοδος από το Ευρώ θα συνοδευόταν από μία «άτακτη» χρεοκοπία, η οποία θα κατάστρεφε ολόκληρη τη χώρα.   

(γ)  Θα μπορούσε η Ευρωζώνη να υποχρεώσει την Ελλάδα να εγκαταλείψει το Ευρώ – άρα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού έτσι υπαγορεύουν οι συνθήκες;

Με τη χρήση νομικών μέσων δεν είναι δυνατόν να υποχρεωθεί καμία χώρα να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη – ακόμη και αν το επιθυμούν όλες οι άλλες μαζί. Υπάρχουν όμως ειδικές «μεθοδεύσεις», όπως για παράδειγμα η υποχρέωση της Ελλάδας να εφοδιάζεται με χρήματα από την ΕΚΤ. Εάν λοιπόν η ΕΚΤ σταματούσε να της παρέχει ρευστότητα, τότε τα χρήματα της χώρας θα τελείωναν – οπότε θα αναγκαζόταν να εγκαταλείψει μόνη της την Ευρωζώνη, υιοθετώντας τη δραχμή.

Εν τούτοις, αφενός μεν θα ήταν «παράνομη» μία τέτοια πρωτοβουλία της ΕΚΤ, αφετέρου θα μπορούσε πιθανότατα η Ελλάδα να εκδώσει ένα παράλληλο νόμισμα – ενδεχομένως για τις συναλλαγές του δημοσίου με τους ιδιώτες. Επομένως, είναι μάλλον αδύνατος ο εκβιασμός της να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη.

(δ)  Γιατί παραπονιέται και τι θα κόστιζε στη Γερμανία η εθελούσια (προδοτική προφανώς, εκ μέρους κάποιας «δοτής» κυβέρνησης) έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη;

Κατ’ αρχήν είμαστε σίγουροι ότι, η Γερμανία δεν θέλει την Ελλάδα στην Ευρώπη – αφενός μεν λόγω των πολεμικών επανορθώσεων που της οφείλει (είναι η μοναδική χώρα, η οποία δεν έχει εξοφληθεί, επειδή καμία Ελληνική κυβέρνηση δεν το απαίτησε), αφετέρου λόγω της Δημοκρατικής «ιδιοσυγκρασίας» της και της «επαναστατικότητας» της – γεγονότα που θα μπορούσαν να υποκινήσουν τόσο τις υπόλοιπες χώρες εναντίον της Γερμανίας, όσο και τους ίδιους τους Γερμανούς Πολίτες εναντίον της πρωσικής κυβέρνησης τους (απαίτηση για Δημοκρατία, για μείωση του αστυνομικού κράτους κοκ.). 

Συνεχίζοντας, η Γερμανία έχει δανείσει μέχρι σήμερα στην Ελλάδα 14,7 δις € (μέσω της Kfw, αφού δεν μπορεί σαν κράτος), με ένα τοκογλυφικό επιτόκιο της τάξης του 5%. Η ΕΚΤ έχει αγοράσει ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου αξίας 47 δις €, ενώ έχει δανείσει στις ελληνικές τράπεζες περί τα 80 δις € – γεγονός που σημαίνει ότι, στην  κεντρική τράπεζα της Γερμανίας αντιστοιχεί περίπου το 30% αυτού του ποσού (περί τα 38 δις €).

Οι κρατικές τράπεζες της Γερμανίας, όπως για παράδειγμα η HRE, έχουν Ελληνικά ομόλογα, αξίας 8,3 δις € στα βιβλία τους. Συνολικά λοιπόν η Γερμανία είναι εκτεθειμένη με 61 δις €, τα οποία θα έχανε εάν η Ελλάδα χρεοκοπούσε – επί πλέον, αυτά που έχουν δανείσει οι ιδιωτικές τράπεζες και οι επιχειρήσεις της στην Ελλάδα. Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι η ΕΚΤ οφείλει στην Bundesbank περίπου 500 δις € (από το σύστημα Target II), εκ των οποίων τα 101 δις € της οφείλονται από την Τράπεζα της Ελλάδας – ενώ τα υπόλοιπα από τις χώρες του νότου. 

Το βασικό πρόβλημα όμως της Γερμανίας δεν είναι τόσο αυτό το ποσόν, όσο το ενδεχόμενο να συμπαρασύρει η Ελλάδα τις υπόλοιπες υπερχρεωμένες χώρες – ειδικά την Ισπανία και την Ιταλία. Κάτι τέτοιο θα της δημιουργούσε τεράστια προβλήματα – πιθανότατα δε πολύ δύσκολα στην επίλυση τους, αφού η Ευρωζώνη είναι έτσι κατασκευασμένη, ώστε να πληρώνει αυτός που στο τέλος έχει χρήματα (άρθρο μας).     

(ε)  Ποιες είναι οι επόμενες εξελίξεις και κατά πόσον είναι υπέρ (ή κατά) της Ελλάδας η πάροδος του χρόνου; Μήπως οι συνεχείς αναβολές και οι «παλινδρομήσεις» της Γερμανίας είναι ένα «παιχνίδι καθυστερήσεων»;  

Εάν όλα λειτουργήσουν όπως έχει προγραμματισθεί, η Ελλάδα θα λάβει εντός των επομένων εβδομάδων την πρώτη δόση από το νέο πακέτο στήριξης – κάτι που θεωρείται απαραίτητο να συμβεί πριν από τις 20 Μαρτίου, όπου λήγει το ομόλογο των 14,5 δις €. Μέχρι τότε, η Ελλάδα δεν μπορεί να χρεοκοπήσει – εκτός απροόπτου φυσικά, όπως μίας πιθανής επίθεσης εναντίον των τραπεζών της (Bankrun). Οι υπόλοιπες δόσεις θα κριθούν από την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα – οι οποίες πιθανότατα δεν θα έχουν το αναμενόμενο αποτέλεσμα, κρίνοντας από την εμπειρία της Αργεντινής.

Εν τούτοις, ο χρόνος λειτουργεί εις βάρος της Ελλάδας, επειδή την επόμενη εβδομάδα η Ευρωζώνη θα επεκτείνει την προστατευτική ομπρέλα για τις υπόλοιπες χώρες. Ο ευρωπαϊκός μηχανισμός στήριξης θα ενισχυθεί με νέα κεφάλαια, το ΔΝΤ επίσης, ενώ η ΕΚΤ προγραμματίζει μία ακόμη μεγάλη αύξηση της ρευστότητας των τραπεζών.

Επομένως, οι πιθανότητες «μετάστασης» της κρίσης στις άλλες προβληματικές οικονομίες (Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία κλπ.) περιορίζονται διαρκώς – με αποτέλεσμα οι Ευρωπαίοι πολιτικοί, πιεζόμενοι από τους ψηφοφόρους τους, να είναι πολύ λιγότερο πρόθυμοι να βοηθήσουν περαιτέρω την Ελλάδα. Πιθανότατα τότε να δρομολογήσουν οι Ευρωπαίοι την έξοδο της Ελλάδας από το Ευρώ, «προικίζοντας» την με μία γενναιόδορη διαγραφή χρεών – έτσι ώστε να το αποδεχθεί με τη θέληση της.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Όπως έχουμε αναφέρει πολλές φορές ο Ισολογισμός της Ελλάδας, όπου στη μία πλευρά του (Παθητικό) είναι το δημόσιο χρέος, ενώ στην άλλη (Ενεργητικό) η τεράστια ακίνητη περιουσία του δημοσίου, οι κρατικές επιχειρήσεις, ο υπόγειος πλούτος και οι γερμανικές επανορθώσεις (άρθρο μας), είναι πολύ περισσότερο «πλεονασματικός», από όλες τις άλλες χώρες – αρκεί φυσικά να υπάρξει μία υπερήφανη πολιτική ηγεσία, η οποία να έχει την ικανότητα/επάρκεια να τον απεικονίσει σωστά, διαπραγματευόμενη ορθολογικά με τους δανειστές μας.

Από την άλλη πλευρά, έχοντας ένα από τα μικρότερα συνολικά χρέη (δημόσιο και ιδιωτικό) στην Ευρωζώνη, είμαστε σε θέση να ανταπεξέλθουμε με όλες τις υποχρεώσεις μας – αφού το δημόσιο χρέος, αντίθετα με το ιδιωτικό, είναι πολύ εύκολα διαχειρίσιμο, όπως έχουμε συχνά τεκμηριώσει. Η λύση μας είναι προφανώς η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δημοσίων χρεών μας, με το εκάστοτε βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ, σε συνδυασμό με ένα σχέδιο ανάπτυξης της οικονομίας μας (Marshall plan) – έτσι ώστε να κατανεμηθεί σωστά το συνολικό χρέος της Ελλάδας, μεταξύ του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (άρθρο μας), καθώς επίσης να υπάρξει «κάθαρση» της όποιας διεφθαρμένης κομματικοκρατίας.

Στα πλαίσια αυτά, οφείλουμε να έχουμε εμπιστοσύνη στους Έλληνες, στην Κοινή, Διακομματική Βούληση, στη Δημοκρατία και στους Ευρωπαίους Πολίτες, οι οποίοι διαδηλώνουν και εξεγείρονται υπέρ της Ελλάδας – καμία εμπιστοσύνη όμως στην κομματική ιδιοτέλεια, στη Βούληση της ελίτ, στον Εθνικοσοσιαλισμό, στο μερκαντιλισμό και στις κυβερνήσεις των τραπεζών. Η Κοινή Βούληση λέει όχι στη δραχμή (κατά 75%), όχι στα υφεσιακά μνημόνια, όχι στην υποτέλεια, όχι στη λεηλασία και όχι στην υποδούλωση, με αντάλλαγμα την επιβίωση. Είμαστε υποχρεωμένοι λοιπόν να τη σεβαστούμε – πριν από όλους φυσικά πρέπει να τη σεβαστεί η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας και της Ευρώπης. 

 

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 19. Φεβρουαρίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία, τα οποία διατίθενται online από το  eshop της ONEeditions.

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2532.aspx

ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ; Ι

ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ;

Δεν είναι απίθανο να οδηγείται «διατεταγμένα», υποθηκευμένη πια η Ελλάδα, μετά τη διεθνή τρομοκρατία και τη συνθηκολόγηση κάποιων κομμάτων, στη λεηλασία του δημοσίου και του ιδιωτικού πλούτου της – ερήμην των Πολιτών της δε, στη χρεοκοπία και στη δραχμή – Μέρος Ι

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

Κοινοβουλευτική δικτατορία θεωρείται εκείνο το πολίτευμα στο οποίο, τόσο η κυβέρνηση, όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση, η συντριπτική πλειοψηφία της Βουλής δηλαδή, συνεργάζονται μεταξύ τους, συναποφασίζουν και ψηφίζουν μαζί νόμους, ενάντια στην κοινή Βούληση”.  

 

Η Ιστορία συνήθως επαναλαμβάνεται – όχι φυσικά γραμμικά, αλλά ούτε και με την ίδια μορφή. Στα πλαίσια αυτά, η Ελλάδα είναι ξανά αντιμέτωπη με τη Γερμανία – ενώ η κυρία Merkelφαίνεται πως εγκυμονεί το νέο Hitler, εφαρμόζοντας τις μεθόδους του 3ου Ράιχ”, κατά τις κατηγορίες του πρίγκιπα του Λιχτενστάιν (άρθρο).

Τα «μέσα» δε που έχει σήμερα στη διάθεση της, στη θέση των παλαιοτέρων (SS, Gestapo κλπ.), δεν είναι άλλα από την πανίσχυρη οικονομική της αστυνομία (ΣΔΟΕ), καθώς επίσης την ομοσπονδιακή μυστική υπηρεσία (άρθρο) –«όπλα» με τα οποία επεκτείνεται στο εξωτερικό, εγκαθιστώντας κάποιες βασικές δομές τους στις χώρες που καταλαμβάνει”.

 

Ανάλυση

Προφανώς διακρίνουμε σε όλα τα παραπάνω μία σχετικά μεγάλη υπερβολή, καθώς επίσης τη γνωστή «προκατάληψη» εναντίον της Γερμανίας – σαν αποτέλεσμα των ναζιστικών εγκλημάτων του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Επομένως, είναι καλύτερα να αποφεύγει κανείς τέτοιες αναφορές, παραμένοντας ψύχραιμος στην ανάλυση των γεγονότων.

 

Εν τούτοις θεωρούμε ότι, δεν είναι απίθανο να οδηγείται «διατεταγμένα», υποθηκευμένη πλέον η Ελλάδα, μετά την ενδεχόμενη προδοσία, τη διεθνή τρομοκρατία και τη συνθηκολόγηση κάποιων κομμάτων, στη λεηλασία τόσο του δημοσίου, όσο και του ιδιωτικού πλούτου της – ερήμην των Πολιτών της δε στη χρεοκοπία και στη δραχμή, με πενιχρά ανταλλάγματα.  

 

Ανεξάρτητα από αυτές τις υποθέσεις μας, εξαιρώντας τις πέντε μεγάλες βόμβες στα θεμέλια της Ευρωζώνης, τις οποίες έχουμε περιγράψει στο παρελθόν (Ελλάδα-Ιρλανδία-Πορτογαλία-Βέλγιο, Ιταλία-Ισπανία-Γαλλία, Τραπεζικό Σύστημα, ΕΚΤ, Απομόχλευση), οφείλουμε να ασχοληθούμε με κάποια από τα βαθύτερα αίτια της κρίσης – έχοντας την άποψη ότι η Ελλάδα, ευρισκόμενη από το 2009 στο μάτι του κυκλώνα, χρησιμοποιείται τόσο από τη Γερμανία, όσο και από τις Η.Π.Α., σαν ασπίδα για την «απόκρυψη» των μεγάλων προβλημάτων τους, καθώς επίσης σαν πειραματόζωο της σχεδιαζόμενης «παγκόσμιας διακυβέρνησης» της ελίτ:

 

(α)  Κρίση εμπιστοσύνης   

 

Υποθέτουμε ότι είσαστε ο ιδιοκτήτης μίας εταιρείας, η οποία έχει μεγάλα οικονομικά προβλήματα και διορίσατε έναν διευθυντή. Ο κύριος αυτός τώρα, αντί να λύσει τα προβλήματα της επιχείρησης που του εμπιστευθήκατε ή, έστω, να την οδηγήσει έγκαιρα στο άρθρο 99 (προστασία απέναντι στους πιστωτές), αποφάσισε να μετατρέψει τα μη εγγυημένα δάνεια της σε ενυπόθηκα, στη βάση του αποικιοκρατικού αγγλικού δικαίου, γνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι είναι αδύνατον να τα αποπληρώσει εν μέσω ύφεσης και ανεργίας. Τι θα σκεφτόσαστε; Θα τον εμπιστευόσαστε αλήθεια; 

 

Από την άλλη πλευρά, εάν είσαστε ο βασικός πιστωτής της εταιρείας αυτής και βλέπατε ότι, ο διευθυντής της σας ζητάει και άλλα χρήματα, ενώ υπογράφει όλα όσα του ζητάτε, χωρίς καν να τα διαβάζει, να τα αναλύει ή να πιστεύει ότι μπορεί να ανταπεξέλθει με όλα όσα ανταλλάγματα απαιτείτε, πως θα αντιδρούσατε; Εάν παράλληλα με αυτόν υπέγραφε και ο υποδιευθυντής, θα τον εμπιστευόσαστε περισσότερο ή απλά θα ζητούσατε ακόμη πιο πολλές παραχωρήσεις, καθώς επίσης τις υπογραφές όλου του προσωπικού, αλλά και του ίδιου του ιδιοκτήτη, έτσι ώστε να αποφύγετε να δώσετε νέα δάνεια;

 

Τέλος εάν εσείς, ο δανειστής δηλαδή, υποψιαζόσαστε ότι, τόσο ο διευθυντής, όσο και ο υποδιευθυντής που σας ζητούν βοήθεια και νέα δάνεια, έχουν τοποθετηθεί μυστικά από την ανταγωνίστρια (στη δική σας) επιχείρηση, με στόχο να σας πάρει εκείνη την πελατεία και να σας οδηγήσει στη χρεοκοπία (ή στη διάλυση, όσον αφορά την Ευρωζώνη, με σκοπό φυσικά την ενδυνάμωση ή/και την απόλυτη κυριαρχία του δολαρίου), θα είσαστε αλήθεια πρόθυμος να τους βοηθήσετε, δανείζοντας τους; 

 

Ανεξάρτητα τώρα από τις παραπάνω υποθετικές ερωτήσεις εάν διαπιστώνατε ότι, όλοι ανεξαιρέτως οι Αμερικανοί οικονομολόγοι, καθώς επίσης τα περισσότερα αγγλοσαξονικά έντυπα, ήταν υπέρ της επιστροφής της χώρας σας στη δραχμή, θα συμπεράνατε ότι είναι για το καλό σας;

 

Εκτός αυτού, εάν παρατηρούσατε πως αρκετοί Ελληνοαμερικανοί οικονομολόγοι έχουν επισκεφτεί ξαφνικά την Ελλάδα, συστήνοντας την υιοθέτηση του εθνικού νομίσματος, την εγκατάλειψη δηλαδή της Ευρωζώνης και της ΕΕ ως την καλύτερη μέθοδο εξόδου από την κρίση χρέους, θα τους πιστεύατε χωρίς καμία επιφύλαξη;

 

Δεν θα φοβόσαστε ένα τέτοιο «γεγονός», γνωρίζοντας την ενδεχόμενη υποτίμηση της τάξης του 50%, τις συνεχείς συναλλαγματικές επιθέσεις των κερδοσκόπων, την αυξημένη πιθανότητα χρεοκοπίας, λόγω υπερχρέωσης σε συνδυασμό με την έλλειψη συναλλάγματος και τόσους άλλους ύπουλους κινδύνους; Δεν θα σας προβλημάτιζαν όλες αυτές οι «συμπεριφορές» και οι καλές προθέσεις τόσων ανθρώπων, οι οποίοι δεν ζουν και δεν πρόκειται να ζήσουν στη χώρα, την οποία θέλουν τόσο πολύ να διασώσουν;       

 

Με κριτήριο όλα τα παραπάνω, δεν μπορούμε παρά να συμπεράνουμε ότι, είμαστε αντιμέτωποι με μία συνεχώς αυξανόμενη κρίση εμπιστοσύνης – εντός της Ελλάδας και διεθνώς. Πόσο μάλλον όταν τα κράτη της Ευρωζώνης αντιμετωπίζουν φιλύποπτα το ένα το άλλο, μεταξύ τους οι τράπεζες επίσης, το ΔΝΤ την ΕΕ, το ευρώ το δολάριο, η Ευρωζώνη τις Η.Π.Α., οι Η.Π.Α. την Κίνα, τα κράτη τις αγορές κοκ.

 

Κανένας λοιπόν δεν εμπιστεύεται πια κανέναν, μέσα σε ένα σύστημα που ουσιαστικά στηρίζεται στην εμπιστοσύνη (άρθρο μας), με αποτελέσματα που δεν είναι δύσκολο να προβλεφθούν – πόσο μάλλον όταν ακόμη και ο Γερμανός πρόεδρος, ο οποίος κατηγορούσε εύλογα τους Έλληνες πολιτικούς, αναγκάσθηκε να παραιτηθεί (συλλαμβανόμενος και ο ίδιος για «διαφθορά κατ’ εξακολούθηση»).  

 

(β)  Κρίση πολιτευμάτων

 

Όπως είναι γνωστό, η πατρίδα της Δημοκρατίας είναι η Ελλάδα – αν και δυστυχώς εξελίχθηκε τα τελευταία χρόνια σε «ασυδοσία», με κύριους υπαίτιους (όχι μοναδικούς) ορισμένα πολιτικά κόμματα. Από την άλλη πλευρά, η πατρίδα του Εθνικοσοσιαλισμού είναι η Γερμανία, στην οποία επικράτησε μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, από το γερμανικό κόμμα των εργατών – το NSDAP, του οποίου ηγήθηκε αργότερα ο Hitler. Η βάση των δύο παραπάνω «πολιτικών συστημάτων» είναι η ανθρωπιστική θεωρία της δικαιοσύνης (K. Popper).

 

Ειδικότερα, στην περίπτωση της Δημοκρατίας, ισχύουν οι παρακάτω τρεις «αρχές»:

(α) η αρχή της ισότητας των δικαιωμάτων – δηλαδή, η πρόταση να εξαλειφθούν τα προνόμια ορισμένων (ελίτ), με «αίτημα» να αντιμετωπίζονται όλοι οι Πολίτες του κράτους εξ ίσου δίκαια

(β) η γενική αρχή του ατομικισμού, όπου το όλο υφίσταται για χάρη του μέρους – οπότε το σύνολο για το άτομο και

(γ) η αρχή ότι, έργο και σκοπός του κράτους θα έπρεπε να είναι η προστασία της ελευθερίας των Πολιτών του.

 

Στην περίπτωση του Εθνικοσοσιαλισμού τώρα, ισχύουν τα εντελώς αντίθετα:

(α) η αρχή των «φυσικών» προνομίων, όπου επιτρέπεται στους «εκλεκτούς» (ελίτ) να έχουν περισσότερα πλεονεκτήματα, από τους υπολοίπους θνητούς,

(β)  η αρχή του ολισμού ή κολεκτιβισμού, όπου το μέρος (άτομο) υφίσταται για χάρη του όλου και

(γ)  η αρχή ότι, έργο και σκοπός του ατόμου θα έπρεπε να είναι η διατήρηση και η ενίσχυση της σταθερότητας του κράτους.

 

Η «χειραφέτηση» του ατόμου, στη βάση της αρχής της ισότητας, ήταν πραγματικά η μεγάλη πνευματική επανάσταση, η οποία είχε οδηγήσει στην κατάρρευση του φυλετισμού (αναπόσπαστο μέρος του εθνικοσοσιαλισμού) και στην άνοδο της Δημοκρατίας. Ο συγκεκριμένος ατομικισμός λοιπόν, σε συνάρτηση με την ανθρώπινη αλληλεγγύη (αλτρουϊσμό), έχει αποβεί το θεμέλιο του δυτικού πολιτισμού μας.

 

Συνιστά την κεντρική διδασκαλία του Χριστιανισμού («αγάπα τον πλησίον σου» και όχι αγάπα τη φυλή σου), ενώ αποτελεί τον πυρήνα όλων των ηθικών «πιστεύω» που πήγασαν από τον πολιτισμό μας και τον κινητοποίησαν περαιτέρω. Συνιστά επίσης κεντρική διδασκαλία της πρακτικής φιλοσοφίας του Kantνα αναγνωρίζεις πάντα ότι, τα ανθρώπινα άτομα είναι αυτοσκοποί και να μην τους χρησιμοποιείς ως απλά μέσα για τους δικούς σου σκοπούς») – την οποία προφανώς δεν συμμερίζεται ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός, στον οποίο προέχει το συλλογικό, από το ατομικό.

 

Στα πλαίσια αυτά, όταν αναφερόμαστε στο ότι, η αρχαία Ελλάδα είναι η κοιτίδα του Πολιτισμού και της Δημοκρατίας, στα θεμέλια των οποίων στηρίχθηκε η ανάπτυξη της Δύσης εννοούμε ουσιαστικά ότι, ήταν η χώρα, οι Πολίτες της οποίας πέτυχαν πρώτοι τη «μετάβαση» από τη φυλή (αγέλη στα ζώα) στο άτομο – με αποτέλεσμα να απελευθερωθούν εκείνες οι τεράστιες δυνάμεις δημιουργικότητας, οι οποίες οδήγησαν στην οικονομική και λοιπή κυριαρχία της Δύσης, σε ολόκληρο τον πλανήτη.      

 

Σήμερα όμως, διαπιστώνοντας τη συνεχώς αυξανόμενη δύναμη της ελίτ (αγορές, πολυεθνικές τράπεζες, ισχυρά κράτη, λέσχες «τύπου» Bilderberg κλπ.), η Δημοκρατία φαίνεται συνεχώς να υποχωρεί – ενώ ο Εθνικοσοσιαλισμός, στις διάφορες μορφές του και ειδικά στον Ευρωπαϊκό Βορά, ανακάμπτει ταχύτατα και συχνά υπερισχύει. Βιώνουμε λοιπόν μία βαθύτερη κρίση πολιτευμάτων, ενώ παρακολουθούμε μία θεατρική παράσταση, στην οποία πρωταγωνιστούν η Ελλάδα και η Γερμανία – ενώ όλοι οι υπόλοιποι είναι ουσιαστικά θεατές.  

 

(γ)  Μερκαντιλιστική κρίση

 

Όπως έχουμε αναλύσει στο παρελθόν, “Ο μερκαντιλισμός είναι μία κεντρική, συστηματική οικονομική πολιτική, όπου τα δημόσια έσοδα είναι απαραίτητα για τη συντήρηση της πολυέξοδης κρατικής εξουσίας, καθώς επίσης της επεκτατικής πολιτικής. Τα «μερκαντιλιστικά μέτρα» είναι τα εξής:

 

(α) η αύξηση της εξαγωγής προϊόντων

(β) η μείωση των εισαγωγών

(γ) η δημιουργία «ισχυρού στόλου» για τη μεταφορά των προϊόντων και την αποφυγή τυχόν πολεμικών συγκρούσεων

(δ) η δημιουργία οδικού δικτύου και

(ε) η ίδρυση αποικιών, σε συνεργασία με τις ισχυρές επιχειρήσεις εμπορίου κλπ. της «επιτιθέμενης» χώρας – όπου οι αποικίες θα έπρεπε να μένουν σε απόλυτη εξάρτηση από τη μητρόπολη.

 

Χωρίς να επεκταθούμε περαιτέρω, αντιλαμβανόμαστε πως ένα από τα σημαντικότερα αίτια της υφιστάμενης ευρωπαϊκής κρίσης είναι οι οικονομικές ανισότητες «μερκαντιλιστικής μορφής» των διαφόρων χωρών της ΕΕ – όπου κάποια κράτη (η Γερμανία και η Ολλανδία κυρίως), εμφανίζουν τεράστια πλεονάσματα του εξωτερικού ισοζυγίου τους, παράγοντας περισσότερα εμπορεύματα και υπηρεσίες από όσα χρειάζονται ή καταναλώνουν, ενώ κάποια άλλα εμφανίζουν αντίστοιχα σχεδόν ελλείμματα, παράγοντας λιγότερα από όσα απαιτούνται (ή καταναλώνοντας περισσότερα, όπως δυστυχώς στο παράδειγμα της Ελλάδας).

 

Σήμερα κάποια «νεομερκαντιλιστικά» κράτη, εξάγοντας σκόπιμα περισσότερα από όσα εισάγουν και αναπτυσσόμενα εις βάρος τόσο των εργαζομένων τους, όσο και των εμπορικών τους «εταίρων», επεκτείνονται με οικονομικά μέσα – επιβάλλοντας την πολιτική και τις κυβερνήσεις της αρεσκείας τους.    

 

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 19. Φεβρουαρίου 2012, viliardos@kbanalysis.com.

 

Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία, τα οποία διατίθενται online από το  eshop της ONEeditions.

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2532.aspx

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Το ποινικό Μητρώο του ΔΝΤ

Το ποινικό Μητρώο του ΔΝΤ

 

Του Λεωνίδα Βατικιώτη


 

Οικονομική αποτυχία και κοινωνική καταστροφή σε 5 ηπείρους

 Συντριβή δεκάδων εθνικών οικονομιών μέσω της βύθισής τους στην δίνη της ύφεσης, θάνατοι από πείνα 6 τουλάχιστον εκατομμυρίων ανθρώπων, έκρηξη της ανεργίας και της πορνείας, στατιστικές αλχημείες μπροστά στις οποίες ωχριούν τα «γκρικ στατίστικς», βίαιες κοινωνικές εκρήξεις που συνοδεύονται από επιχειρήσεις αιματηρής καταστολής με εκατοντάδες νεκρούς και ωμές πολιτικές παρεμβάσεις στο έργο των κυβερνήσεων συνθέτουν τα έργα και τις ημέρες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Ενός οργανισμού που με την ίδρυσή του, το 1945, κλήθηκε να εγγυηθεί την μεταπολεμική οικονομική ισορροπία και τρεις σχεδόν δεκαετίες μετά τα πρώτα του βήματα μετατράπηκε στο πιο φονικό εργαλείο του διεθνούς νεοφιλελευθερισμού και της αμερικανικής ηγεμονίας.

 

Οικονομικός κίνδυνος

 

Τα πιο φαρμακερά βέλη κατά του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου τα έχει εξαπολύσει ο βραβευμένος με Νομπέλ, αμερικανός καθηγητής Οικονομικών, Τζόζεφ Στίγλιτς. «Το ΔΝΤ δεν έχει κάνει απλώς ελάχιστα για να αποτρέψει την κρίση, αλά είχε προωθήσει και την πολιτική της απορρύθμισης, η οποία περιελάμβανε την απελευθέρωση των κεφαλαιαγορών και χρηματοπιστωτικών αγορών η οποία συνέβαλε στη δημιουργία της κρίσης και την ραγδαία εξάπλωσή της σε ολόκληρο τον κόσμο», γράφει ο αμερικανός καθηγητής στο πιο πρόσφατο βιβλίο του, με τίτλο Freefall.

Συνεχίζει δε με τα εξής: «Ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας μιας αναπτυσσόμενης χώρας μού εκμυστηρεύθηκε μια άποψη κάθε άλλο παρά ασυνήθιστη: η χώρα του έπρεπε να βρεθεί στο έσχατο σημείο για να στραφεί στο ΔΝΤ. Έχοντας παρακολουθήσει από κοντά το ΔΝΤ κατανοούσα την απροθυμία κάποιων χωρών να του απευθυνθούν για χρήματα. Στο παρελθόν το ΔΝΤ παρείχε χρήματα αλλά μόνο υπό αυστηρούς όρους που στην πραγματικότητα επιδείνωναν ακόμη περισσότερο τις υφέσεις στις χώρες που πλήττονταν. Οι όροι αυτοί είχαν στόχο να βοηθήσουν τους δυτικούς πιστωτές να ανακτήσουν μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων τους απ’ ότι θα ήταν δυνατό, και όχι να βοηθήσουν την πληττόμενη χώρα να διατηρήσει την οικονομική της ευρωστία». Μακρύ χέρι των πιστωτών, ασπίδα προστασίας των τραπεζών είναι με άλλα λόγια το ΔΝΤ σύμφωνα με τον Τζόζεφ Στίγκλιτς!

Οι δεσμοί αίματος που διατηρεί το ΔΝΤ με τις μεγάλες τράπεζες, υπηρετώντας τα συμφέροντα τους, αποκαλύφθηκε με τον πιο επίσημο τρόπο το 2006 στην Αργεντινή. Πέντε σχεδόν χρόνια αφότου η Αργεντινή, ο πάλαι ποτέ καλός μαθητής, έγινε παράδειγμα προς αποφυγή κηρύσσοντας στάση πληρωμών στους δανειστές του, όπως αποκαλύπτει η Νάομι Κλάιν στο βιβλίο της «Το δόγμα του Σοκ – η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής» (εκ. Α.Α. Λιβάνη) ο διακεκριμένος ιστορικός Αλεχάντρο Όλμος Γκαόνα απέδειξε πως «ολόκληρο το πρόγραμμα της θεραπείας – σοκ που επιβλήθηκε στην Αργεντινή στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχε εκπονηθεί κρυφά από την JP Morgan και την Citibank, τους δύο μεγαλύτερους ιδιώτες πιστωτές της Αργεντινής» και περιλαμβανόταν σε ένα κείμενο 1.400 σελίδων!

Ως «τράπεζα των τραπεζών» χαρακτηρίζει το ΔΝΤ κι ένας ακόμη μελετητής, ο Ρίτσαρντ Πιτ, στο βιβλίο του «Ανόσια Τριάδα, ΔΝΤ – Παγκόσμια Τράπεζα – ΠΟΕ» (εκδ. Α.Α. Λιβάνης). Στο ιδιαίτερα διαφωτιστικό βιβλίο του μάλιστα εντοπίζει χρονικά τον μετασχηματισμό του οργανισμού στην σημερινή του μορφή και την ανάληψη εκτεταμένης δράσης υπό την μορφή της «διάσωσης χωρών» την επαύριο της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης όταν για πρώτη φορά άρχισε να αμφισβητείται η ικανότητα πολλών χωρών να αποπληρώσουν τα δάνεια που είχαν λάβει λίγα χρόνια πριν όταν «με πρωτοπόρο τη Citicorp, μια αμερικανική εμπορική τράπεζα με έδρα τη Νέα Υόρκη, οι τράπεζες προχώρησαν σε ευρύτατο δανεισμό του Τρίτου Κόσμου, στα τέλη της δεκαετίας του ‘60»!

 

Κοινωνική γενοκτονία

 

Για χάρη λοιπόν των τραπεζών επιβλήθηκαν τα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής του ΔΝΤ. Η πρώτη χώρα η οποία έκανε χρήση των ρευστών διαθεσίμων του ΔΝΤ ήταν η Αγγλία που την περίοδο 1947 – 1971 άντλησε 7,25 δις. δολ. καταβάλλοντας το απαραίτητο κοινωνικό κόστος. Παρότι μάλιστα οι όροι που της επιβλήθηκαν ισοδυναμούσαν με …χάδια, σε σύγκριση με τα δρακόντεια μέτρα που απαιτούνταν από τις χώρες του νότιου ημισφαιρίου στη συνέχεια, γρήγορα οι χώρες του βορρά βλέποντας το τίμημα που κατέβαλε η Αγγλία εξοβέλισαν το ΔΝΤ από τις διαθέσιμες πηγές κάλυψης των χρηματοδοτικών τους αναγκών. Έτσι για παράδειγμα η Γαλλία απέρριψε το ενδεχόμενο προσφυγής στο ΔΝΤ το 1983, σταθμίζοντας τις επιπτώσεις που θα είχε στο εσωτερικό της. Η «χαρά» επομένως των προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής έμεινε εξ ολοκλήρου για τον Τρίτο Κόσμο, μετατρέποντας το ΔΝΤ σε όργανο οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας του Πρώτου Κόσμου επί του Τρίτου. Μια διαδικασία που χαρακτήρισε την δράση του ΔΝΤ από τη δεκαετία του 1970 μέχρι και του 2000, προκαλώντας αλλεπάλληλες κοινωνικές εκρήξεις. Ο λόγος έγκειται στα μέτρα τα οποία ζητούσε το ΔΝΤ προκειμένου να εγκρίνει τις χρηματοδοτήσεις: περικοπή κοινωνικών δαπανών και επιδοτήσεων προς τους φτωχούς, μαζικές απολύσεις, αθρόες ιδιωτικοποιήσεις, κλείσιμο εθνικών βιομηχανιών και τραπεζών ή ξεπούλημά τους στο διεθνές κεφάλαιο, κοκ.

Στην ιστορία για παράδειγμα έχουν περάσει οι ακόλουθες κοινωνικές εκρήξεις, γνήσιο δημιούργημα του ΔΝΤ: στην Αργεντινή, πολύ πριν το Αργεντινάσο που έγινε τον Δεκέμβριο του 2011, τον Μάρτιο του 1976 πραγματοποιήθηκε μαζική απεργία ενάντια στην απόφαση που έλαβε η κυβέρνηση κατ’ εντολή του ΔΝΤ να παγώσει τους μισθούς. Τον Ιανουάριο του 1977 η Αίγυπτος συγκλονίστηκε από μαζικές ταραχές μετά την πρωτοβουλία της κυβέρνησης να καταργήσει τις επιδοτήσεις σε βασικά τρόφιμα ώστε να μειωθούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Μετά τη δολοφονία από την αστυνομία 24 ατόμων η κυβέρνηση τελικά υποχώρησε. Τον Ιούλιο του 1981 μια ανάλογη απόφαση της μαροκινής κυβέρνησης για κατάργηση των επιδοτήσεων στα τρόφιμα οδήγησε σε ακόμη πιο βίαιες ταραχές με τους νεκρούς να ξεπερνούν τους 600. Πενήντα σχεδόν άτομα έχασαν τη ζωή τους και στη Δομινικανική Δημοκρατία όταν ξέσπασαν διαμαρτυρίες ενάντια στην απόφαση της κυβέρνησης να καταργήσει τις επιδοτήσεις ακόμη και στα φάρμακα. Πολλά χρόνια διήρκεσαν οι διαμαρτυρίες και στην Νιγηρία, που ξεκίνησαν το 1988, όταν στο πλαίσιο των προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής καταργήθηκαν οι επιδοτήσεις σε καύσιμα και τρόφιμα. Καμιά χώρα όμως δεν πλήρωσε τόσο βαρύ φόρο αίματος όσο η Βενεζουέλα το 1989, όταν σκοτώθηκαν από την αστυνομία εκατοντάδες διαδηλωτές που διαμαρτύρονταν ενάντια στην απόφαση της κυβέρνησης και του ΔΝΤ να καταργήσουν τις επιδοτήσεις στα καύσιμα που οδήγησε σε απότομη άνοδο της τιμής τους. Εξαίρεση αποτέλεσε η Ινδονησία, δέκα σχεδόν χρόνια αργότερα, όταν η πρωτοφανούς βιαιότητας κρίση που προκάλεσαν οι πολιτικές του ΔΝΤ οδήγησε σε εθνοτικές συγκρούσεις επιφέροντας τον θάνατο 12.000 ατόμων.

Επιχειρώντας να κάνει έναν απολογισμό του κοινωνικού κόστους της ασιατικής κρίσης η Νάομι Κλάιν επικαλείται την «Διεθνή Οργάνωση Εργασίας που υπολογίζει ότι 24 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τις δουλειές τους την εν λόγω περίοδο και ότι το ποσοστό της ανεργίας στην Ινδονησία αυξήθηκε από 4% σε 12%. Στην Ταϋλάνδη χάνονταν 2.000 θέσεις εργασίας καθημερινά στο αποκορύφωμα των “μεταρρυθμίσεων” (60.000 μηνιαία). Στη Νότια Κορέα απολύονταν 300.000 εργαζόμενοι κάθε μήνα, κυρίως εξ αιτίας της εντελώς περιττής απαίτησης του ΔΝΤ για δημοσιονομικές περικοπές και αύξηση των επιτοκίων. Μέχρι το 1999 τα ποσοστά ανεργίας στη Νότια Κορέα και στην Ινδονησία είχαν σχεδόν τριπλασιαστεί μέσα σε διάστημα δύο μόνο ετών. Όπως συνέβη και στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1970, αυτό που αφανίστηκε στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας ήταν ο πιο αξιοσημείωτος παράγοντας του “θαύματος” που είχε σημειωθεί στην περιοχή: η μεγάλη και αναπτυσσόμενη μεσαία τάξη. Πίσω από τα στατιστικά στοιχεία κρύβονται ιστορίες σκληρών θυσιών και απεγνωσμένων αποφάσεων» συνεχίζει η καναδή συγγραφέας.

«Όπως συμβαίνει πάντα, οι γυναίκες και τα παιδιά ήταν τα μεγαλύτερα θύματα της κρίσης. Πολλές οικογένειες που ζούσαν στην ύπαιθρο τόσο στις Φιλιππίνες όσο και στη Νότια Κορέα πουλούσαν τις κόρες τους σε δουλέμπορους, οι οποίοι τις διοχέτευαν σε κυκλώματα πορνείας στην Αυστραλία, στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Στην Ταϋλάνδη οι υπεύθυνοι για τη δημόσια υγεία ανέφεραν μια αύξηση της τάξης του 20% στην παιδική πορνεία μέσα σε ένα μόλις έτος – το επόμενο έτος μετά τις μεταρρυθμίσεις που επέβαλε το ΔΝΤ».

Ένας πρόχειρος απολογισμός των νεκρών που έχουν αφήσει πίσω τους συνολικά οι πολιτικές διαρθρωτικής προσαρμογής του ΔΝΤ όλες αυτές τις δεκαετίες τους υπολογίζει σε 6 εκατομμύρια άτομα! Ο αριθμός αυτός χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από έναν «αποστάτη» του ΔΝΤ, τον Ντάβισον Μπαντού, (τεχνοκράτη του διεθνούς οργανισμού που όταν είδε τα αποτελέσματά των υποδείξεών του παραιτήθηκε) στην επιστολή παραίτησής του προς τον τότε γενικό διευθυντή του οργανισμού, Μισέλ Καμντεσύ.

 

Ελλάδα όπως Τρινιδάδ και Μπενίν

 

Ο Ντάβισον Μπαντού αποκαλύπτει κι άλλα ενδιαφέροντα στην συγκλονιστική επιστολή του (με τίτλο «Αρκετά» όπου μεταξύ άλλων λέει πως «δεν υπάρχει αρκετό σαπούνι σε ολόκληρο τον κόσμο για να καθαριστώ απ’ όλα όσα έκανα εν ονόματί σας») όπως για παράδειγμα τις στατιστικές αλχημείες που χρησιμοποιούσε το ΔΝΤ για να φουσκώσει διάφορα μεγέθη, προκαλώντας τεχνητές κρίσεις που εμφάνιζαν την προσφυγή στους μηχανισμούς του ως μονόδρομο. Ειδικότερα αποκάλυψε το «μαγείρεμα» που έκανε το ΔΝΤ στα δημοσιονομικά μεγέθη του πλούσιου σε πετρέλαιο Τρινιδάδ και Τομπάκο ώστε η θέση του να εμφανίζεται ασταθής και η παραγωγικότητά του χαμηλή. Οποιαδήποτε ομοιότητα φυσικά με την περίπτωση της Ελλάδας (όπου η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου έσπευσε να τοποθετήσει στην ηγεσία της στατιστικής υπηρεσίας τον Α. Γεωργίου που υπηρετούσε στις τάξεις του ΔΝΤ επί χρόνια) είναι καθαρά συμπτωματική…

Αποτέλεσμα …σύμπτωσης είναι και οι ομοιότητες που εμφανίζει ο διορισμός του Λουκά Παπαδήμου στην Ελλάδα με την ανάδειξη μιας «νέας γενιάς ηγετών που δεν είναι καλύτεροι από τους προηγούμενους και είναι εξ ίσου αφοσιωμένοι στον παγκόσμιο και στον τοπικό καπιταλισμό που έχει αρχίσει ν’ αναρριχάται στην εξουσία. Πρόκειται για φλύαρους τεχνοκράτες που είναι δημιουργήματα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας». Η χώρα αναφοράς εδώ είναι το …Μπενίν της Αφρικής και το απόσπασμα προέρχεται από το συλλογικό έργο Η μαύρη βίβλος του καπιταλισμού (εκδ. Α.Α. Λιβάνη).

Το ΔΝΤ δεν είναι υπόλογο μόνο για τις ολέθριες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές παρεμβάσεις του αλλά επίσης και για τη στήριξη που πρόσφερε στους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς της Ουάσινγκτον. Ο Τζον Πέρκινς για παράδειγμα, στην Εξομολόγηση ενός οικονομικού δολοφόνου (εκδ. Αιώρα) σχολιάζει την μεταπολεμική οικοδόμηση του Ιράκ με την βοήθεια ενός άρθρου των New York Times (με ημερομηνία 18 Απριλίου 2003) όπου αναφέρεται: «οι Ιρακινοί θα συνεργαστούν στη συνέχεια με την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, οργανισμούς πάνω στους οποίους οι Ηνωμένες Πολιτείες ασκούν σημαντική επιρροή, με σκοπό την ανοικοδόμηση της χώρας»! Η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ στο ρόλο του ιεραπόστολου και του εμπόρου που συνόδευαν τους μισθοφόρους…

Έχοντας να υπηρετήσει τόσο ιδιοτελείς σκοπούς το ΔΝΤ δεν είναι τυχαία η παταγώδης και επαναλαμβανόμενη πλέον αποτυχία του να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις κρίσεις, που είναι ο επίσημος στόχος των παρεμβάσεών του. «Οι πολιτικές του ΔΝΤ όχι μόνο επέτειναν τις οικονομικές υφέσεις, αλλά ήταν εν μέρει υπεύθυνες και για την εκδήλωσή τους», τονίζει ο Τζόζεφ Στίγκλιτς στο βιβλίο Μεγάλη αυταπάτη (εκδ. Α.Α. Λιβάνη). Σε άλλο δε σημείο αναφέρει: «η άποψη που επικρατεί σε μεγάλο μέρος του αναπτυσσόμενου κόσμου και την οποία συμμερίζομαι είναι ότι το ίδιο το ΔΝΤ έχει γίνει περισσότερο μέρος του προβλήματος που αντιμετωπίζουν οι χώρες παρά της λύσης του. Πράγματι, σε πολλές από τις χώρες που έπληξε η κρίση, τόσο οι απλοί άνθρωποι όσο και οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης και ο επιχειρηματικός κόσμος συνεχίζουν να αναφέρονται στην οικονομική και κοινωνική θύελλα που έπληξε τα έθνη τους ως “το ΔΝΤ” – με τον ίδιο τρόπο που θα έλεγε κανείς “η πανούκλα” ή η “Μεγάλη ύφεση”. Η ιστορία χωρίζεται σε “προ ΔΝΤ” και “μετά ΔΝΤ” περίοδο, όπως ακριβώς οι χώρες που ερημώνονται από ένα σεισμό ή κάποια άλλη φυσική καταστροφή χρονολογούν τα γεγονότα “πριν” και “μετά” το σεισμό».

 

Ευστοχία 15 στα 134!

 

Τέλος, κορυφαίο παράδειγμα που δείχνει τον βαθμό επικινδυνότητας των συνταγών του ΔΝΤ αποτελούν οι επίσημες ομολογίες αποτυχίας του. Χαρακτηριστικότερη όλων είναι μια μελέτη που δημοσιεύτηκε το 1999 κι εκπονήθηκε για λογαριασμό του συντηρητικού αμερικανικού ιδρύματος Χέριτατζ η οποία καταλήγει στο εξής απίστευτο από πρώτη ματιά συμπέρασμα: «Οι 48 από τις 89 λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες που έλαβαν χρήματα από το ΔΝΤ μεταξύ του 1965 και του 1995 δε βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση απ’ ότι πριν. 32 απ’ αυτές τις 48 χώρες είναι φτωχότερες απ’ ότι πριν και 14 απ’ αυτές τις 32 χώρες έχουν οικονομίες οι οποίες συρρικνώθηκαν κατά τουλάχιστον 15% από την εποχή που προηγήθηκε του πρώτου δανείου ή της προσφυγής στο ΔΝΤ».

Σοβαρή κριτική ασκεί ακόμη και το αμερικανικό Γενικό Λογιστήριο στο ΔΝΤ και ειδικότερα στην ετήσια έκθεση του διεθνούς οργανισμού για την παγκόσμια οικονομία η οποία ούτε λίγο ούτε πολύ χαρακτηρίζεται ως παραπλανητική καθώς «έχει άσχημο ιστορικό ως προς την πρόβλεψη υφέσεων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι άμεσα συνδεδεμένες με μια χρηματοπιστωτική κρίση. Το διάστημα μεταξύ 1991-2001, από τις 134 υφέσεις που καταγράφηκαν σε αναπτυσσόμενες χώρες, πρόβλεψε σωστά μόλις τις 15, για τις υπόλοιπες 119 υφέσεις είχε προβλέψει αύξηση του ΑΕΠ και σε αυτές συμπεριλαμβάνονταν μεγάλες υφέσεις που οδήγησαν στην μεξικάνικη και την ασιατική κρίση»!

Κατά συνέπεια η αστοχία που παρατηρείται στην Ελλάδα με τα αλλεπάλληλα Μνημόνια δεν είναι εξαίρεση, αλλά ο κανόνας. Παντού το ΔΝΤ απέτυχε να διασφαλίσει την βιωσιμότητα των οικονομιών, πέτυχε όμως να εγγυηθεί την βιωσιμότητα των τραπεζών και την αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου. Αυτός είναι τελικά ο λόγος ύπαρξής του…


ΠΗΓΗ: Δημοσιεύτηκε στα ΕΠΙΚΑΙΡΑ 09-02-2012, leonidasvatikiotis στο 10/02/2012, http://leonidasvatikiotis.wordpress.com/2012/02/10/….B5/ 

4 βέτο ΟΗΕ: Η αρχή του τέλους της ηγεμονίας των ΗΠΑ

Τετραπλό βέτο στον ΟΗΕ: Η αρχή του τέλους της ηγεμονίας των ΗΠΑ

 

Του Thierry Meyssan*


 

Σε αντίθεση με ό, τι είχε συμβεί κατά τη διάρκεια της επίθεσης στο Ιράκ, η Γαλλία δεν υπερασπίστηκε τις αρχές του διεθνούς δικαίου στην περίπτωση της Συρίας, αλλά συσπειρώθηκε με το αυτοκρατορικό στρατόπεδο και τα ψέματά του. Και ενώ  το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχασαν μια ιστορική διπλωματική μάχη, η Ρωσία και η Κίνα έγιναν οι πρωταθλητές της κυριαρχίας των λαών και της ειρήνης. 

Η νέα διεθνής ισορροπία δυνάμεων δεν είναι μόνο η συνέπεια της στρατιωτικής πτώσης των ΗΠΑ, αλλά δείχνει επίσης τη μείωση του κύρους τους. Τελικά, οι Δυτικοί έχασαν την ηγετική θέση που είχαν μοιραστεί σε όλο τον εικοστό αιώνα, επειδή εγκατέλειψαν κάθε νομιμοποίηση και πρόδωσαν τις ίδιες τις αξίες τους.

Δύο φορές, στις 4 Οκτωβρίου 2011 και στις 4 Φεβρουαρίου 2012, τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ απέρριψαν σχέδια ψηφίσματος για την κατάσταση στη Συρία. Αντίπαλοι σε αυτή τη σύγκρουση ήταν τα μέλη του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (ΣΣΚ) και του Βόρειοατλαντικού Συμφώνου(ΝΑΤΟ) με εκείνα του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (ΟΣΣ).

 

Το τέλος του μονοπολικού κόσμου

 

Αυτό το τετραπλό βέτο σφραγίζει το τέλος μιας περιόδου διεθνών σχέσεων, που ξεκίνησε με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και χαρακτηρίστηκε από την πλήρη κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών στον κόσμο. Δεν σηματοδοτεί την επιστροφή στο προηγούμενο διπολικό σύστημα, αλλά την εμφάνιση ενός νέου μοντέλου του οποίου το περίγραμμα παραμένει απροσδιόριστο. Κανένα από τα σχέδια της Νέας Τάξης Πραγμάτων δεν πραγματοποιήθηκε.  Η Ουάσιγκτον και το Τελ Αβίβ δεν κατάφεραν να θεσμοθετήσουν την μονοπολική κυριαρχία που ήθελαν να καθιερώσουν ως άυλο παράδειγμα, ενώ οι BRICS απέτυχαν να δημιουργήσουν το πολυπολικό σύστημα που θα επέτρεπε στα μέλη τους να φθάσουν σε υψηλότερο επίπεδο.

Ο κ. Bashar Ιμπραήμ Αλ-Τζαφαρί, μόνιμος Αντιπρόσωπος της Συρίας στον ΟΗΕ κατά τη διάρκεια της 6710ης συνεδρίασης του Συμβουλίου Ασφαλείας για την κατάσταση στη Μέση Ανατολή.

Όπως το είχε προβλέψει ο Σύριος στρατηγικός Imad Fawzi Shueibi, είναι η κρίση της Συρίας που αποκρυστάλλωσε μια νέα ισορροπία δυνάμεων και από εκεί μιαν ανάλογη ανακατανομή της εξουσίας που κανείς δεν την σκέφτηκε ούτε ήθελε, αλλά η οποία πλέον επιβάλλεται σε όλους [1].

Αναδρομικά, το δόγμα της Χίλαρι Κλίντον « ηγεσία από τα  πίσω» εμφανίζεται ως μια προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών να δοκιμάσουν τα όρια που δεν μπορούν πια να ξεπεράσουν, ενώ μετέφεραν την ευθύνη και τις συνέπειες της στους συμμάχους τους Βρετανούς και κυρίως στους Γάλλους. Οι τελευταίοι είναι αυτοί οι ίδιοι που μπήκαν στη σκηνή ως πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες κατά την ανατροπή της Λιβυκής Αραβικής Τζαμαχιρίας και που φιλοδοξούσαν να είναι και πάλι για την ανατροπή της Αραβικής Δημοκρατίας της Συρίας, ακόμη και αν δρούσαν ως υποτελείς και υπεργολάβοι της αμερικανικής αυτοκρατορίας. Κατά συνέπεια, το Λονδίνο και το Παρίσι, περισσότερο από την Ουάσιγκτον, υπέστησαν μια διπλωματική ήττα και θα υποστούν τις συνέπειες σε απώλεια της επιρροής τους.

Τα κράτη του Τρίτου Κόσμου δεν θα παραλείψουν να συναγάγουν τα συμπεράσματά τους για τα πρόσφατα γεγονότα: εκείνοι που επιδιώκουν να υπηρετήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως ο Σαντάμ Χουσεΐν, ή να διαπραγματευτούν μαζί τους, όπως ο Μουαμάρ ελ-Καντάφι, θα εκτελεστούν από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα και η χώρα τους θα καταστραφεί. Αντίθετα, εκείνοι που αντιστέκονται, όπως ο Μπασάρ ελ-Ασάντ και θα καταφέρουν να οικοδομήσουν συμμαχίες με τη Ρωσία και την Κίνα θα επιβιώσουν.

 

Θρίαμβος στον εικονικό κόσμο, ήττα στον πραγματικό κόσμο

 

Η αποτυχία του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου και του ΝΑΤΟ εμφανίζει μια ισορροπία δυνάμεων που πολλοί  υποπτεύονταν, αλλά που δεν μπορούσε κανείς να ελέγξει: οι Δυτικοί κέρδισαν τον μιντιακό πόλεμο και αναγκάστηκαν να παραιτηθούν από τον στρατιωτικό πόλεμο. Για να παραφράσω τον Μάο Τσε Τουνγκ: έγιναν εικονικές τίγρεις. (κατά το χάρτινες τίγρεις του Μάο)

Κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης,  οι δυτικοί ηγέτες και Άραβες μονάρχες κατάφεραν να δηλητηριάσουν όχι μόνο τους δικούς τους λαούς, αλλά και ένα μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινής γνώμης. Κατάφεραν να κάνουν τον κόσμο να πιστεύει ότι ο πληθυσμός της Συρίας είχε εξεγερθεί κατά της κυβέρνησής του και ότι η τελευταία έπνιγε τις πολιτικές διαμαρτυρίες στο αίμα. Οι δορυφορικοί τηλεοπτικοί δίαυλοι τους δεν μοντάρισαν μόνο εσφαλμένες εικόνες για να παραπλανήσουν το κοινό, αλλά γύρισαν και εικόνες φαντασίας σε στούντιο για τις ανάγκες της προπαγάνδας τους. Τελικά, το ΣΣΚ και το ΝΑΤΟ εφεύραν και μετέδιδαν για δέκα μήνες μια επανάσταση που δεν υπήρχε παρά μόνο σε εικόνες, ενώ στο έδαφος η Συρία έπρεπε να αντιμετωπίσει έναν πόλεμο χαμηλής εντάσεως που διεξήγαγε η Λεγεώνα των Ουαχάμπι με την υποστήριξη του ΝΑΤΟ.

Ωστόσο, η Ρωσία και η Κίνα έχοντας κάνει μια πρώτη χρήση του βέτο τους και το Ιράν έχοντας ανακοινώσει την πρόθεσή του να πολεμήσει στο πλευρό της Συρίας, εάν χρειαζόταν, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι υποτελείς τους παραδεχτήκαν ότι η συνέχιση του σχεδίου θα τους παρέσερνε σε έναν παγκόσμιο πόλεμο. Μετά από μήνες ακραίας έντασης, οι ΗΠΑ αποδέχτηκαν ότι μπλόφαραν και ότι δεν διέθεταν τα καλά χαρτιά στο παιχνίδι τους.

Ο κ. Λι Μπαοντόνγκ, μόνιμος Αντιπρόσωπος της Κίνας στα Ηνωμένα Έθνη

Παρά ενός προϋπολογισμού για στρατιωτικές δαπάνες άνω των 800 δισεκατομμυρίων δολαρίων, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι τίποτ άλλο από  ένας κολοσσός με πήλινα πόδια. Πράγματι, εάν οι ένοπλες δυνάμεις τους είναι ικανές να καταστρέψουν αναπτυσσόμενα κράτη, εξαντλημένα από προηγούμενους πολέμους ή μέσω εμπάργκο μεγάλης διάρκειας, όπως την Σερβία, το Ιράκ ή τη Λιβύη, δεν είναι ικανές  ούτε να καταλάβουν εδάφη, ούτε να αντιμετωπίσουν κράτη ικανά να τους απαντήσουν και να μεταφέρουν τον πόλεμο στην Αμερική.

Αντίθετα με τις βεβαιότητες του παρελθόντος, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήταν ποτέ μια σημαντική στρατιωτική δύναμη. Αντιμετώπισαν λίγες εβδομάδες πριν από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έναν εχθρό που είχε ήδη εξαντληθεί από τον κόκκινο στρατό. Νικήθηκαν στη Βόρεια Κορέα και το Βιετνάμ. Δεν ήταν σε θέση να ελέγξουν οτιδήποτε στο Αφγανιστάν, και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Ιράκ από τον φόβο να συνθλιβούν.

Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, η Αυτοκρατορία των ΗΠΑ κατάφερε να σβήσει την ανθρώπινη πραγματικότητα από τους πολέμους της και να επικοινωνεί  εξισώνοντας τον πόλεμο με τα βιντεοπαιχνίδια. Σ΄ αυτή τη βάση οδήγησε τις εκστρατείες επιστράτευσης και πάντα σε αυτή τη βάση εκπαίδευσε τους στρατιώτες της. Σήμερα, διαθέτει εκατοντάδες χιλιάδες παίκτες βίντεο σαν στρατιώτες. Συνεπώς, στην παραμικρή επαφή με την πραγματικότητα, πέφτει το ηθικό των ενόπλων δυνάμεών τους. Σύμφωνα με τις δικές τους στατιστικές, η πλειοψηφία των νεκρών τους δεν έπεσαν στα πεδία των μαχών, αλλά αυτοκτόνησαν, ενώ το ένα τρίτο του προσωπικού τους στις ένοπλες δυνάμεις πάσχει από ψυχιατρικές διαταραχές που τους κάνουν άχρηστους για τις μάχες. Η  δυσαναλογία του στρατιωτικού προϋπολογισμού του Πενταγώνου είναι ανίκανη να αντισταθμίσει την ανθρώπινη κατάρρευση του.

 

Νέες αξίες: εντιμότητα και εθνική κυριαρχία

 

Η αποτυχία του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου, ΗΠΑ  και ΝΑΤΟ σηματοδοτούν επίσης αποτυχία των αξίων τους. Παρουσιάστηκαν ως υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας, ενώ καθιέρωσαν τα βασανιστήρια σαν σύστημα διακυβέρνησης και τα περισσότερα από αυτά τα κράτη αντιτίθενται στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.

                           Ο κ. ΒιτάλιI. Τσούρκιν, μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ρωσικής Ομοσπονδίας στα Ηνωμένα Έθνη.

Παρότι  η κοινή γνώμη στη Δύση και στον Κόλπο είναι μισο-ενημερωμένη για το θέμα αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι υποτελείς τους έχουν εγκαταστήσει από το 2001 ένα τεράστιο δίκτυο μυστικών φυλακών και κέντρων βασανιστηρίων, ακόμα και επί του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με το πρόσχημα του πολέμου κατά της τρομοκρατίας, σκόρπισαν τον τρόμο, απαγάγοντας και βασανίζοντας περισσότερο από 80.000 ανθρώπους. Κατά την ίδια περίοδο, δημιούργησαν ειδικές μονάδες επιχειρήσεων, με προϋπολογισμό περίπου 10 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, που σχετίζονται με  πολιτικές δολοφονίες σε τουλάχιστον 75 χώρες, σύμφωνα με τις δικές τους εκθέσεις.

Όσον αφορά τη δημοκρατία, οι σημερινές Ηνωμένες Πολιτείες δεν κρύβουν αυτό που δεν σημαίνει: «κυβέρνηση από τον λαό, μέσω του λαού, για τον λαό» σύμφωνα με τα λόγια του Αβραάμ Λίνκολν, ενώ είναι φανερή η υποταγή των λαών, όπως φαίνεται από τα λόγια και τους πολέμους του Προέδρου Μπους. Το σύνταγμα τους απορρίπτει την Αρχή της λαϊκής κυριαρχίας καθόσον έχουν αναστείλει τις θεμελιώδεις συνταγματικές ελευθερίες με την εγκαθίδρυση μιας μόνιμης κατάστασης έκτακτης ανάγκης με το νόμο Patriot Act.  Όσον αφορά τους υποτελείς τους στον Κόλπο, δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ότι συνθέτουν απόλυτες μοναρχίες.

Από τη μια αυτό το μοντέλο που προωθεί χωρίς ντροπή εγκλήματα μεγάλης κλίμακας και από την άλλη ο ανθρωπιστικός λόγος, οδήγησε τις ΗΠΑ στην ήττα από τη Ρωσία και την Κίνα. 

Μπορεί ο απολογισμός για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία, να είναι συζητήσιμος σε αυτά τα δυο κράτη, είναι όμως άπειρα ανώτερος από εκείνον του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου και του ΝΑΤΟ.

Κάνοντας χρήση του βέτο τους, η  Μόσχα και το Πεκίνο υπερασπίστηκαν δύο αρχές: τον σεβασμό για την αλήθεια, χωρίς την οποία η δικαιοσύνη και η ειρήνη είναι αδύνατες, και τον σεβασμό της κυριαρχίας των λαών και κρατών, χωρίς την οποία δεν είναι δυνατή η δημοκρατία.

Ήρθε η ώρα να αγωνιστούμε για την ανοικοδόμηση της ανθρώπινης κοινωνίας μετά από μια περίοδο βαρβαρότητας.

 

Thierry Meyssan

 

[1] "Russia and China in the Balance of the Middle East : Syria and other countries", par Imad Fawzi Shueibi, Voltaire Network, 27 janvier 2012.

 

ΠΗΓΗ: Δευτέρα, 6 Φεβρουαρίου 2012, http://infognomonpolitics.blogspot.com/2012/02/blog-post_2267.html#.TzEs98g2X2t

 

* http://www.voltairenet.org/_T-erri-Mejsan_?lang=fr

Πολιτική-Κρίση:διαυγής καθορισμός εχθρού φίλου ΙΙ

Το άλφα στην πολιτική είναι ο διαυγής καθορισμός του εχθρού και του φίλου – Μέρος ΙI
Tου Φώτη Τερζάκη*  [Συνέντευξη στον Σταμάτη Μαυροειδή]
 
Συνέχεια από το Μέρος Ι: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2638


Ας έρθουμε στο «πειραματόζωο» Ελλάδα. Πώς έγινε, μια χώρα του σκληρού πυρήνα των κρατών της Ευρώπης να μετατρέπεται ξαφνικά σε παράδειγμα προς αποφυγήν; Πως είναι δυνατόν το σύνολο των δυνάμεων του πολιτικού συστήματος να πιάνονται στον ύπνο;
Το ελληνικό πρόβλημα έχει πολλές σκοτεινές πλευρές, εννοώ μεθοδεύσεις για τις οποίες είναι συνένοχοι το ευρωπαϊκό διευθυντήριο και όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από την εποχή του Σημίτη τουλάχιστον, τις οποίες ίσως δεν μάθουμε ποτέ.

Συνέχεια

Πολιτική-Κρίση: διαυγής καθορισμός εχθρού & φίλου Ι

Το άλφα στην πολιτική είναι ο διαυγής καθορισμός του εχθρού και του φίλου – Μέρος Ι

Tου Φώτη Τερζάκη*  [Συνέντευξη στον Σταμάτη Μαυροειδή]

 
 
 

Κακά τα ψέματα: ο κόσμος που ζούσαμε ή νομίζαμε ότι ζούσαμε τελειώνει με πάταγο. Ουδείς γνωρίζει τη συνέχεια της οδοιπορίας, ούτε το βάθος του νέου καπιταλιστικού «υποδείγματος» που – δίκην πειραματόζωου – δοκιμάζεται και δοκιμάζει τις αντοχές ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας.
Το φαινόμενο βέβαια δεν είναι εγχώριο, η κρίση δεν είναι (αποκλειστικά) οικονομική. Είναι κρίση ολόκληρου του κεφαλαιοκρατικού πολιτισμού της Δύσης, που αντιδρώντας στον περιορισμό των κερδών του απαντά με την κήρυξη πολέμου ενάντια στους φτωχούς. Ενός πολέμου λυσσαλέου, προετοιμασμένου από καιρό, πρωτόγνωρου στην σύγχρονη ιστορία, καθώς δεν συντρίβονται μόνο κατακτήσεις και δικαιώματα ενός αιώνα.

Αμφισβητείται, αναιρείται για να ακριβολογούμε, η υπόσταση και η συνείδηση του ανθρώπου που γνωρίζαμε. Η κοινωνική δικαιοσύνη, οι ελευθερίες, η αξιοπρέπεια, οι συνήθειές του, ό, τι μέχρι πρότινος συγκροτούσε το πολιτικό περιβάλλον της αστικής δημοκρατίας στέλνονται στα αζήτητα. Η έκταση της αδικίας και της ξεδιαντροπιάς απέναντι στους πολλούς είναι τεράστια. Η αντίδραση της κοινωνίας δυσανάλογη και δυσεξήγητη ακόμη. Δεν ξέρουμε την τελική έκβαση της μάχης, Πριν όμως δοθεί, όπως εύστοχα σημειώνει και ο Φώτης Τερζάκης στη συνέντευξη που ακολουθεί, «το ελάχιστο απαραίτητο, χωρίς το οποίο τίποτα δεν μπορεί να γίνει, είναι να προσδιορίσουμε με ακρίβεια ποιος είναι ο εχθρός – σύμφωνα με την παλαιά πολιτική σοφία που λέει ότι το άλφα στην πολιτική είναι ο διαυγής καθορισμός του εχθρού και του φίλου».

Γινόμαστε ήδη μάρτυρες ιστορικών στιγμών παγκοσμίως, όπου το σύστημα κλονίζεται συνθλίβοντας την πλειονότητα των πολιτών, αλλά και μέρος του… εαυτού του. Αυτή η επί θύραις τρομακτική κρίση, είναι κρίση μόνο οικονομικών μεγεθών ή κάτι περισσότερο κ. Τερζάκη;

Η κρίση αναπαρίσταται με οικονομικούς όρους επειδή η οικονομία έχει γίνει το κύριο σύστημα αναπαράστασης των πολύπλοκων κοινωνικών σχέσεων στις δικές μας κοινωνίες. Να πούμε όμως ότι η κρίση είναι οικονομική σημαίνει ότι υιοθετούμε την παραπλανητική γλώσσα εκείνων οι οποίοι την προκάλεσαν… Ουσία τής παρούσας κρίσης είναι, υποστηρίζω, η κρίση ενός συστήματος παραγωγής τεσσάρων αιώνων, του κεφαλαιοκρατικού συστήματος παραγωγής, του καπιταλισμού. Αλλά ένα σύστημα παραγωγής δεν είναι απλώς «οικονομία»: είναι οι θεμελιώδεις όροι εξασφάλισης και αναπαραγωγής τής υλικής ύπαρξης των ανθρώπων, είναι επίσης οι σχέσεις εξουσίας που πλέκονται ανάμεσά τους, πάνω στα οποία εποικοδομούνται αξίες, σημασίες, κοσμοαντιλήψεις, ψυχολογικές διαμορφώσεις και ηθικές συμπεριφορές – όλ’ αυτά δηλαδή που λέμε πολιτισμό. Η κρίση που ζούμε σήμερα είναι ούτε λίγο ούτε πολύ η κρίση ενός ολόκληρου πολιτισμού: η κρίση του κεφαλαιοκρατικού πολιτισμού της Δύσης, ο οποίος εν τω μεταξύ έγινε παγκόσμιος, και με τον τρόπο αυτό θέτει σε θανάσιμο κίνδυνο όλες τις μορφές ζωής πάνω στον πλανήτη.

Σε αυτές τις συνθήκες η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου, το 99% του πληθυσμού τής γης, δεν έχει ανακαλύψει ακόμη ένα σταθερό βηματισμό που να οδηγεί σ’ ένα ξέφωτο, σε μια πειστική εναλλακτική πρόταση… Ξέρουμε τι «δεν θέλουμε», όμως κάτι λείπει στο τι θέλουμε, αλλά τι; Χρειάζεται μια νέα γλώσσα ίσως, νέες ιδέες, άλλες θεωρήσεις και θεωρίες;


Όλος ο πληθυσμός της γης βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε αναβρασμό, ακόμα κι ένας τυφλός το βλέπει… Το τι όλος αυτός ο κόσμος θέλει μπορεί να μη λέγεται απερίφραστα πάντα, ωστόσο λέγεται αρκετά, και με πολλούς τρόπους επίσης υποβάλλεται: θέλει όρους ζωής που να του εξασφαλίζουν ειρήνη και βιοτική ασφάλεια, θέλει δικαιότερη κατανομή του παγκόσμιου πλούτου κι έναν βαθμό ελέγχου πάνω στην ίδια τη ζωή του, δηλαδή αυτονομία, αυτοδιαχείριση… Ούτε οι θεωρίες που αρθρώνουν αυτά τα αιτήματα μας λείπουν: όλη η ριζοσπαστική σκέψη από τη εποχή του Διαφωτισμού, ο μαρξισμός και ο αναρχισμός, οι «αριστερές» εκδοχές τής ψυχανάλυσης που συνδέθηκαν με τα κινήματα σεξουαλικής απελευθέρωσης και με τα κινήματα μειονοτικών δικαιωμάτων, είναι ένα τεράστιο θεωρητικό οπλοστάσιο που εξακολουθούμε να έχουμε στα χέρια μας και που η δύναμή του δεν έχει εξαντληθεί. Έχουμε λοιπόν από τη μία πλευρά επιθυμίες, από την άλλη πλευρά τα θεωρητικά όπλα που τους αντιστοιχούν, υπάρχει όμως κάτι που εμποδίζει την αποφασισμένη ανάληψή τους και τη μετουσίωσή τους σε μορφές δράσης… Τι είναι αυτό; Πιστεύω, είναι η φοβερή αποκαρδίωση των ανθρώπων, η αδυναμία τους να πιστέψουν ότι μία απελευθέρωση είναι εφικτή. Οι τρομακτικές ήττες των επαναστατικών κινημάτων – εργατικών, αντιαποικιακών, σπουδαστικών, κλπ. – στη διάρκεια του αιώνα που πέρασε, και προπαντός η καπιταλιστική αφομοίωση όλων των εθνοκρατικών μορφωμάτων που ευαγγελίστηκαν μια μορφή κομμουνισμού (ή «κομμουνισμού») έχουν τραυματίσει την καρδιά τής ελπίδας στους ανθρώπους βαθύτερα απ’ ό,τι μπορούμε να φανταστούμε, και το τραύμα αυτό δεν θα επουλωθεί γρήγορα.

Εν μέρει βέβαια αυτή η απελπισία έχει πραγματικές αιτίες: ο εχθρός της ανθρωπότητας, οι παγκόσμιες κεφαλαιοκρατικές τάξεις που διοικούν τον πλανήτη, έχουν συγκεντρώσει στα χέρια τους θηριώδη ισχύ την οποία είναι δυσκολότερο από κάθε άλλη φορά στην ιστορία να διαβρώσεις. Βλέπετε τι γίνεται: παντού σε ολόκληρο τον κόσμο έχουμε κινητοποιήσεις, απίστευτα μαζικές, συγκινητικές, μεγαλειώδεις, και παντού ηττώνται… εν ξέρω ειλικρινά τι μπορούμε αυτή τη στιγμή να κάνουμε που να μην οδηγεί στη συντριβή. Πάντως το ελάχιστο απαραίτητο, χωρίς το οποίο τίποτα δεν μπορεί να γίνει, είναι να προσδιορίσουμε με ακρίβεια ποιος είναι ο εχθρός – σύμφωνα με την παλαιά πολιτική σοφία που λέει ότι το άλφα στην πολιτική είναι ο διαυγής καθορισμός του εχθρού και του φίλου.

Όλοι διαπιστώνουν την υποχώρηση της πολιτικής έναντι της οικονομίας. Ληστρικοί χρηματοπιστωτικοί οίκοι χειραγωγούν ασύδοτα το πολιτικό και κοινωνικό «περιβάλλον». Θεωρείτε ότι ήρθε ο καιρός να νοηματοδοτήσουμε εκ νέου την πολιτική;


Πρώτα πρώτα πρέπει να καταλάβουμε ότι «οικονομία» ως κάτι διαφορετικό από την πολιτική δεν υπάρχει. Η «οικονομία» είναι δημιούργημα του κεφαλαιοκρατικού κόσμου και αντικατοπτρίζει τη δική του ιδεολογική αναπαράσταση του κόσμου. Ο Αριστοτέλης χειρίζεται το οικονομικό ζήτημα σαν μία υποσημείωση στους πολιτικούς στοχασμούς του. Μέχρι τον δέκατο όγδοο αιώνα δεν μιλούσαμε για «οικονομία» αλλά για «πλούτο» των εθνών ή της ανθρωπότητας, και η έννοια του πλούτου ανταποκρινόταν ακόμα εν μέρει σε πραγματικές αξίες χρήσης. Η απορρόφηση της αξίας από το γενικό ισοδύναμο, το χρήμα, ήταν η κεντρική στρατηγική τού αναπτυσσόμενου καπιταλισμού από την εποχή τής βιομηχανικής επανάστασης και μετά για την υποδούλωση της εργασίας – κι εν συνεχεία την υποδούλωση όλων τα άλλων μορφών ανθρώπινης δραστηριότητας, ακόμη και του λεγόμενου «ελεύθερου χρόνου»… Αυτό σημαίνει, εκτός των άλλων, ότι η έννοια «αριστερός οικονομολόγος» είναι αντίφαση εν τοις όροις: ένας οικονομολόγος είναι εξ ορισμού ιδεολογικός φορέας των κεφαλαιοκρατικών αξιών• ένας αριστερός είναι – δηλαδή, θα έπρεπε να είναι – εξ ορισμού αντίπαλος της χρηματικής οικονομίας και ως εκ τούτου αφιερωμένος στο ξεσκέπασμα των πραγματικών σχέσεων ανισότητας, εκμετάλλευσης, κυριαρχίας που κρύβονται πίσω από τ’ αφηρημένα και ποσοτικοποιημένα, δήθεν «αντικειμενικά» οικονομικά μεγέθη. Ο ίδιος ο Μαρξ ήταν κριτικός της πολιτικής οικονομίας, όχι οικονομολόγος…

Αυτό που έχουμε λοιπόν δεν είναι μια «υποχώρηση της πολιτικής έναντι της οικονομίας» αλλά μια πολιτική δια της οικονομίας: ο χρηματοπιστωτισμός είναι μία κατάφωρη τέτοια χρήση «οικονομικών» μέσων για τη συντριβή ολόκληρων ομάδων του πληθυσμού της γης, συντριβή εθνών και, σε τελευταία ανάλυση, συντριβή των εργαζόμενων τάξεων εκ μέρους τού πιο επιθετικού τμήματος τής παγκόσμιας κεφαλαιοκρατικής ελίτ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ ότι το όπλο χρησιμοποιήθηκε κατεξοχήν στις πρώην αποικίες για να εξουδετερωθεί η πολιτική ανεξαρτησία που κέρδισαν με απίστευτα αιματηρούς αγώνες και να ξαναδεθούν στο άρμα των πρώην δυναστών τους, όπου τα οικονομικά όπλα έχουν αντικαταστήσει πλέον τα στρατιωτικά. Τώρα, η χρήση του όπλου αυτού γενικεύεται και στο εσωτερικό των ίδιων των «ανεπτυγμένων» ζωνών τής καπιταλιστικής μητρόπολης. Και ρωτώ: αν οι μεγαλύτερες σύγχρονες εθνικές οικονομίες φαίνονται να πλήττονται αυτή τη στιγμή από τις ανεξέλεγκτες κεφαλαιαγορές, ποιος τις εμποδίζει να τις ελέγξουν; Γιατί ένας συνασπισμός των ισχυρότερων εθνικών κρατών δεν μπορεί να νομοθετήσει με πολιτικά μέσα εναντίον του χρηματοπιστωτικού καρτέλ, να το συντρίψει ή να το εξαφανίσει ολοσχερώς; Θεωρητικά είναι απολύτως δυνατό, απλώς δεν θέλει… Και δεν θέλει διότι η χρηματοοικονομική αξιοποίηση είναι η απονενοημένη διέξοδος των κεφαλαίων που λιμνάζουν, χωρίς την οποία θα αποκαλυπτόταν γυμνή η δομική κρίση του καπιταλισμού που μεταφράζεται σε δραματική πτώση της κερδοφορίας τού κεφαλαίου. Η αντίθετη πολιτική θα ήταν να εξαναγκάσουμε τις κεφαλαιοκρατικές τάξεις να παραιτηθούν από τα κέρδη τους, πράγμα που θα μεταφραζόταν σε πρωτοφανή πλούτο και ελεύθερο χρόνο για τις εργαζόμενες τάξεις• αυτήν την πολιτική όμως είναι που δεν θέλουν να ασκήσουν οι σημερινές πολιτικές ηγεσίες οι οποίες είναι σάρκα εκ της σαρκός των κεφαλαιοκρατικών τάξεων και πειθήνιοι δούλοι τους – εξ ου και οι ακατανόητοι δισταγμοί κι οι παλινωδίες τους. Το δίλημμα δεν είναι λοιπόν «οικονομία ή πολιτική» αλλά «ποια πολιτική: του κεφαλαίου ή της ζωής».

Μέσα στο κλίμα που περιγράφετε, ο «γάμος» της δημοκρατίας με τον καπιταλισμό – αν ποτέ υπήρξε μια τέτοια σχέση –  σήμερα αποσυντίθεται με πάταγο. Νομίζετε ότι πρέπει να ανανοηματοδοτηθούν η έννοια και το περιεχόμενο της δημοκρατίας;


Δημοκρατία και καπιταλισμός είναι ευθέως αντιτιθέμενες έννοιες, και θα σας εξηγήσω αμέσως γιατί. Το νόημα της δημοκρατίας είναι η συμμετοχή όλου του κοινωνικού σώματος τουλάχιστον στη νομοθετική εξουσία, είτε με άμεση διαβούλευση (το αρχαίο παράδειγμα), είτε μέσω εκλεγμένων εκπροσώπων (το νεωτερικό παράδειγμα). Αν ένα μέρος τού πληθυσμού αποκλείεται καταστατικά από τη διαβούλευση, δεν μιλάμε για δημοκρατία αλλά για ολιγαρχία. Στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, για να μη συμβαίνει αυτό (πράγμα εξ αρχής δύσκολο) οι εκπρόσωποι θα πρέπει να προτείνονται από την ίδια την εκλογική βάση, οργανωμένη σε κατά τόπους συμβούλια, και να είναι άμεσα ανακλητοί – κάτι το οποίο δεν γίνεται σε καμία μοντέρνα κοινοβουλευτική δημοκρατία. Επιπλέον, η διαβούλευση δεν είναι απλώς διαδικαστικό ζήτημα• έχει και μία περιεχομενική, απολύτως δεσμευτική μάλιστα προϋπόθεση, που είναι η σχετική ισότητα ισχύος των διαβουλευομένων. Καταλαβαίνετε ότι μια «διαβούλευση» ανάμεσά μας τη στιγμή που εγώ είμαι σε θέση να σε τσακίσω αν δεν συμφωνείς μαζί μου, τη στιγμή που μπορώ ν’ αγοράσω τη γνώμη σου και την ψήφο σου κι εσένα τον ίδιον, είναι τραγική φάρσα. Μιλώντας με ρεαλιστικούς όρους, και για να θέσω ένα πρόχειρο μέτρο, θα έλεγα ότι σε συνθήκες εισοδηματικής ανισότητας άνω του 1:10, δημοκρατία με οιαδήποτε έννοια δεν είναι – όχι απλώς εφικτή, εφικτή μπορεί να μην είναι και υπό μικρότερη, αλλά – καν διανοητή! Αν όμως η ισότητα είναι το καθ’ ύλην περιεχόμενο της δημοκρατίας, είναι αυτό που καταστατικά – δηλαδή κατ’ αρχήν και εξ ορισμού – αποκλείει ο καπιταλισμός. Αυτός όχι μόνο προϋποθέτει ως όρο δυνατότητάς του μια θεμελιώδη ανισότητα (μεταξύ εκείνων που κατέχουν κεφάλαιο κι εκείνων που δεν έχουν προς πώλησιν παρά μόνο την εργασία τους) αλλά και λειτουργεί βάσει της διαρκούς μεγιστοποίησης του κέρδους, άρα της συγκεντροποίησης και της συσσώρευσης. Η «φυσική» απόληξη του καπιταλισμού είναι το μονοπώλιο, και η πολιτική μορφή που αντιστοιχεί στο μονοπώλιο είναι ο ολοκληρωτισμός. Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε σήμερα – με ή χωρίς κοινοβουλευτικό πρόσχημα, αδιάφορο. Συνεπώς, το αίτημα της δημοκρατίας δεν είναι άλλο από την απαίτηση για ανάσχεση του καπιταλισμού και για κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής της κοινωνίας. Όλα τα άλλα είναι φληναφήματα για ανοϊκούς και παραπλανημένους.

ΠΗΓΗ: Δευτέρα, 23 Ιανουάριος 2012, http://www.edromos.gr/index.php?option=com….=51

* http://fotisterzakis.gr/  

Σημείωση τΜτΒ: Οι υπογραμμίσεις έγιναν από τΜτΒ.

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2640

Κυβερνούν τον κόσμο 147 εταιρείες!

Κυβερνούν τον κόσμο 147 εταιρείες!

Του  Γιώργου Δελαστίκ

 
 
 
 

Ποιος κυβερνά τον κόσμο; Το κλασικό και σχεδόν γραφικό αυτό ερώτημα, που σε κάθε εποχή δέχεται διαφορετικές απαντήσεις, έχει την απάντησή του και στις μέρες μας: μόλις 147 επιχειρήσεις! Μπορείτε να απαντήσετε και 737 επιχειρήσεις, καθώς οι 147 πρώτες ελέγχουν το 40% της παγκόσμιας οικονομίας, ενώ οι 737 (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι 147) ελέγχουν το 80% της οικονομίας του πλανήτη! Είναι απίστευτη πραγματικά η συγκέντρωση του κεφαλαίου και η αλληλοδιασύνδεση των κολοσσιαίων επιχειρήσεων που κυριαρχούν στην υδρόγειο.

Οι πάντες υπέθεταν ισχυρότατη συγκέντρωση ελέγχου, αλλά τέτοιο πράγμα, μερικές εκατοντάδες επιχειρήσεις αλληλοδιαπλεκόμενες να έχουν συμμετοχή σε εταιρείες που εκπροσωπούν το 80% της παγκόσμιας οικονομίας από πλευράς κύκλου εργασιών, κανένας δεν το φανταζόταν. Γι' αυτό και έχει προκαλέσει παγκόσμιο σάλο, αίσθηση και συζητήσεις η πρωτοποριακή μελέτη τριών Ελβετών ερευνητών του Πολυτεχνείου της Ζυρίχης, που αποκάλυψε τα στοιχεία αυτά.

Ο Τζέιμς Γκλάτφελντερ, ο Στέφανο Μπατιστόν και η Στεφανία Βιτάλι, ειδικοί στα σύνθετα δίκτυα, ανέλαβαν ένα εξαιρετικής σημασίας και τεράστιου όγκου δουλειάς έργο. Άντλησαν τα στοιχεία της βάσης δεδομένων του ΟΟΣΑ για τις επιχειρήσεις (Οτβίς) για το έτος 2007, το οποίο τότε περιλάμβανε στοιχεία για 37 εκατομμύρια επιχειρήσεις σε όλον τον κόσμο (σήμερα περιλαμβάνει 44 εκατομμύρια εταιρείες).

Από αυτά τα 37.000.000 ξεχώρισαν 43.060 επιχειρήσεις, οι οποίες ανταποκρίνονται στα κριτήρια που θέτει ο ΟΟΣΑ για να οριστούν ως πολυεθνικές. Από εκεί και πέρα άρχισε η κοπιαστική και πρωτότυπη δουλειά των ερευνητών: ερεύνησαν τι ποσοστό συμμετοχής έχει η καθεμιά από τις μεγάλες αυτές επιχειρήσεις παγκόσμιας κλίμακας σε άλλες επιχειρήσεις, μικρές ή μεγάλες.
 
Έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι κάθε μία από αυτές τις 43.000 επιχειρήσεις είχε κατά μέσο όρο πακέτα μετοχών (όχι πλειοψηφικά, εννοείται) σε άλλες 20 επιχειρήσεις αυτής της κατηγορίας! Η αλληλοδιαπλοκή μεταξύ τους δηλαδή ήταν τεράστιας έκτασης, πέρα φυσικά από τις μετοχές εταιρειών μικρότερου μεγέθους που κατείχαν και οι οποίες αποκάλυψαν ένα δίκτυο 600.000 αλληλεξαρτώμενων εταιρειών.

Η περαιτέρω επεξεργασία των στοιχείων αυτών έφερε στο φως τις 147 προαναφερθείσες επιχειρήσεις (τα τρία τέταρτα των οποίων ανήκουν στον χρηματοπιστωτικό τομέα, με πρώτη στον κόσμο τη βρετανική τράπεζα Μπάρκλεϊς) που εκπροσωπούν το 40% της παγκόσμιας οικονομίας. Διαπιστώνεται έτσι η ύπαρξη «μιας οικονομικής υπερ-οντότητας στο παγκόσμιο δίκτυο των μεγάλων εταιρειών», όπως επισημαίνουν οι Ελβετοί ερευνητές.

Η αλληλοδιασύνδεση αυτών των πανίσχυρων επιχειρήσεων ενισχύεται ακόμη περισσότερο από δάνεια που χορηγούν η μία στην άλλη, από ασφάλιστρα κινδύνου (CDS) και από άλλα υψηλού κινδύνου χρηματοοικονομικά προϊόντα εντελώς αδιαφανή.

Το πολύ σημαντικό όμως στοιχείο επίσης είναι ότι αυτή η στενότατη αλληλοδιασύνδεση αυξάνει τρομερά τους κινδύνους μετάδοσης σε περιόδους οικονομικών κρίσεων, γιατί «σε άσχημες εποχές οι επιχειρήσεις εμφανίζουν ταυτόχρονα προβλήματα» και έτσι δρουν άκρως αποσταθεροποιητικά για το σύστημα.

Αυτό αποδείχτηκε περίτρανα το φθινόπωρο του 2008 με την κατάρρευση της επενδυτικής τράπεζας Λίμαν Μπράδερς. Ετσι εξηγείται γιατί η χρεοκοπία μίας και μόνης τράπεζας (34ης στη λίστα των Ελβετών ερευνητών το 2007) πυροδότησε μια παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση – ακριβώς λόγω της ισχυρότατης αλληλοδιασύνδεσης αυτών των γιγαντιαίων επιχειρήσεων.

Η μελέτη των ερευνητών του Πολυτεχνείου της Ζυρίχης δεν μετράει φυσικά την τρομερή πολιτική ισχύ που δίνει σε αυτές τις 147 εταιρείες η κολοσσιαία οικονομική τους δύναμη. «Στις ΗΠΑ κατόρθωσαν πάνω απ' όλα οι πρώην συνεργάτες της τράπεζας Γκόλντμαν Σαξ που βρίσκονται στην αμερικανική κυβέρνηση και στο Κογκρέσο καθώς και οι λομπίστες της Γουόλ Στριτ να εμποδίσουν κάθε πραγματικό έλεγχο του χρηματοπιστωτικού τομέα… Επίσης στην Αγγλία, στην Ελβετία ή στη Γερμανία πολύ λίγα έχουν γίνει στο θέμα αυτό», έγραφε η συντηρητική γερμανική εφημερίδα «Ντι Βελτ».

Σκάνδαλο: Αντί για φόρους επιδοτήσεις


Ισχύς χωρίς οικονομικά ανταλλάγματα δεν σημαίνει τίποτα στην εποχή μας. Γι' αυτό και οι κολοσσιαίες επιχειρήσεις που προαναφέραμε δεν πληρώνουν ουσιαστικά φόρους. Όπως γράφουν οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης», η Τζένεραλ Ελέκτρικ για παράδειγμα, με κέρδη μέσα στις ΗΠΑ το 2010 ύψους 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, όχι μόνο δεν πλήρωσε ούτε ένα δολάριο φόρο, αλλά πήρε κι από πάνω προνομιακές επιδοτήσεις τριών δισεκατομμυρίων δολαρίων! Σκανδαλώδες, αλλά συνηθισμένο πλέον. Αρκεί να φανταστεί κανείς ότι στις ΗΠΑ της δεκαετίας του 1950, το κράτος εισέπραττε από τις επιχειρήσεις το 30% των εσόδων του, ενώ το 2009 εισέπραξε μόλις το… 6,6%! Τώρα τα κράτη «γδέρνουν» φορολογικά τους πολίτες τους. Οι εταιρείες κάνουν πάρτι.

ΠΗΓΗ: ΕΘΝΟΣ «E» 27/1/2012, http://origin2.ethnos.gr/article.asp?catid=22792