ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ; ΙΙ

ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ;

Δεν είναι απίθανο να οδηγείται «διατεταγμένα», υποθηκευμένη πια η Ελλάδα, μετά τη διεθνή τρομοκρατία και τη συνθηκολόγηση κάποιων κομμάτων, στη λεηλασία του δημοσίου και του ιδιωτικού πλούτου της – ερήμην των Πολιτών της δε, στη χρεοκοπία και στη δραχμή – Μέρος ΙΙ

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

Συνέχεια από το Μέρος Ι

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ

Ανεξάρτητα από τα παραπάνω βαθύτερα αίτια της κρίσης της Ευρωζώνης, πολύ φοβόμαστε ότι, η Ελλάδα οδηγείται δυστυχώς στα ίχνη της Αργεντινής – αφού οι ομοιότητες με εκείνη την εποχή είναι κάτι παραπάνω από μεγάλες. 

Ειδικότερα, τον Αύγουστο του 2001 η Αργεντινή απευθύνθηκε για μία ακόμη φορά στο ΔΝΤ, ζητώντας ένα καινούργιο δάνειο – με στόχο να αποφύγει τη χρεοκοπία. Η κυβέρνηση της ήταν πρόθυμη να αποδεχθεί ακόμη πιο πολλές παραχωρήσεις, αναλαμβάνοντας νέες υποχρεώσεις – παρά το ότι γνώριζε ότι, υποσχόταν συνεχώς πολύ περισσότερα, από όσα μπορούσε να επιτύχει. Η χώρα δεν είχε καταφέρει να ξεφύγει από την έντονη ύφεση, ούτε να ανακτήσει τη χαμένη ανταγωνιστικότητα της, με αποτέλεσμα να αυξάνεται διαρκώς η σχέση του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ της.

Οι πιστωτές της Αργεντινής, υπό την «αιγίδα» του ΔΝΤ, κατηγορούσαν την κυβέρνηση της για επαναλαμβανόμενες πολιτικές καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μέτρων που είχαν συμφωνηθεί. Αντίθετα, η πολιτική ηγεσία της χώρας ισχυριζόταν ότι η λιτότητα, την οποία είχαν επιβάλλει οι δανειστές, οδηγούσε στην καταστροφή – αντί να της εξασφαλίσει εκείνη τη χρηματοδότηση, η οποία θα ήταν απαραίτητη για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία της, έτσι ώστε να ενισχυθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις και να επανέλθει η ανάπτυξη.

Δυστυχώς, κανένα από τα δύο μέτωπα δεν κατανοούσε το αυτονόητο: το ότι δηλαδή τα μέσα που είχε η χώρα στη διάθεση της ήταν ελάχιστα, για να μπορέσει να καταπολεμήσει με επιτυχία τη διπλή κρίση δημοσίου χρέους και ύφεσης της οικονομίας της.

Με την πάροδο του χρόνου και κάτω από το βάρος των συνεχών περικοπών στα εισοδήματα τους, οι Πολίτες της Αργεντινής αντιμετώπιζαν πλέον τόσο την κυβέρνηση τους, όσο και τους δανειστές, με τον ίδιο τρόπο. Έχασαν πλέον την εμπιστοσύνη τους και στους δύο αφού έβλεπαν ότι, παρά τις συνεχείς παραχωρήσεις εκ μέρους τους, οι οποίες είχαν οδηγήσει σε ραγδαία πτώση τα εισοδήματα τους, τόσο οι οικονομικοί δείκτες, όσο και οι μελλοντικές προοπτικές συνέχιζαν να επιδεινώνονται.

Παράλληλα οι γειτονικές χώρες, ιδίως αυτές που συμμετείχαν στην οικονομική και πολιτική ζώνη Mercosur μαζί με την Αργεντινή, άρχισαν να φοβούνται τη «μετάσταση» της κρίσης στα δικά τους κράτη. Με στόχο λοιπόν να αποφύγουν τη δική τους στοχοποίηση εκ μέρους των αγορών, πίεζαν την Αργεντινή να τα καταφέρει – λαμβάνοντας ταυτόχρονα τα μέτρα τους και απομονώνοντας την, για την περίπτωση που θα αποτύγχανε. Φυσικά η στάση τους αυτή επιδείνωνε ακόμη περισσότερο τα προβλήματα της Αργεντινής.

Αφού λοιπόν το Κοινοβούλιο της χώρας είχε ψηφίσει ένα νέο πακέτο μέτρων λιτότητας, το ΔΝΤ ενέκρινε μία ακόμη δόση. Ήταν όμως πολύ αργά πια για να ανακτηθεί η χαμένη εμπιστοσύνη – με αποτέλεσμα να μειώνονται συνεχώς οι καταθέσεις στις τράπεζες, καθώς επίσης να εντείνεται η φυγή κεφαλαίων προς το εξωτερικό. Φυσικά η κυβέρνηση δεν κατάφερε ούτε αυτή τη φορά να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει – ενώ οι πολιτικές (λαϊκές) πιέσεις αυξάνονταν, έως το σημείο χωρίς επιστροφή.

Το Δεκέμβριο του 2001 η Αργεντινή ανακοίνωσε ότι αδυνατούσε να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της, έκλεισε για κάποιο διάστημα τις τράπεζες της και βίωσε την μητέρα όλων των κρίσεων – την ολοκληρωτική κατάρρευση του οικονομικού της συστήματος. Η χώρα υποχρεώθηκε σε μία άτακτη χρεοκοπία, καθώς επίσης σε μία χαοτική, απρογραμμάτιστη μετάβαση σε ένα νέο νόμισμα – με διασυνοριακούς ελέγχους κεφαλαίων, με καταστροφικές υποτιμήσεις κλπ. (άρθρο μας).  

Ολοκληρώνοντας, εάν συγκρίνει κανείς τα παραπάνω με την Ελλάδα στη θέση της Αργεντινής και την Ευρωζώνη στη θέση της Mercosur, θα οδηγηθεί σε δυσοίωνα συμπεράσματα. Παρά το ότι η Ελλάδα είναι μία πάμπλουτη, πολλαπλά προικισμένη χώρα, ενώ η Ευρωζώνη μία πολύ ισχυρότερη ένωση, οι ομοιότητες παραμένουν αρκετά μεγάλες – πόσο μάλλον όταν πολλές χώρες μαζί της Ευρωζώνης φαίνεται να αντιμετωπίζουν αντίστοιχα μεγάλα προβλήματα, ενώ το ευρώ είναι στο στόχο τόσο των αγορών, όσο και των Η.Π.Α.  

ΜΑΤΙΕΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Όπως έχουμε διαπιστώσει, τόσο η ίδια η Ευρωζώνη, όσο η Δύση και η Ελλάδα, πλήττονται από πολλές διαφορετικές κρίσεις – κάποιες από τις οποίες ευρίσκονται στην επιφάνεια και είναι εύκολο να επιλυθούν, ενώ κάποιες άλλες έχουν πολύ βαθύτερα αίτια, όντας αρκετά δυσκολότερες στην καταπολέμηση τους.

Στα πλαίσια αυτά, θεωρούμε σκόπιμη την παράθεση ορισμένων απλών ερωτημάτων, με τις ανάλογες, «ουδέτερες» εκ μέρους μας απαντήσεις τους, έτσι ώστε να συμμετέχουμε όσο μπορούμε στην αντιμετώπιση του σημαντικότερου όλων των προβλημάτων: της έλλειψης σαφήνειας και εμπιστοσύνης, στην αποκατάσταση των οποίων συμβάλλει η αναλυτική ενημέρωση.

(α)  Μετά την ψήφιση της συμφωνίας της 12ης Φεβρουαρίου, η οποία απαιτεί νέα προγράμματα λιτότητας, έχει διασωθεί πλέον η Ελλάδα; 

Κατά τη συνάντηση των υπουργών οικονομικών τη Δευτέρα, θα αποφασισθεί η νέα χρηματοδότηση της Ελλάδας, ύψους 130 ή 145 δις € – η οποία όμως θα τεθεί σε ισχύ, μετά τη διαγραφή χρέους 100 δις € (PSI), εκ μέρους των ιδιωτών πιστωτών. Τα χρήματα αυτά μάλλον δεν θα οδηγηθούν στην Ελλάδα, αλλά θα τοποθετηθούν σε ένα ειδικό ταμείο στο εξωτερικό, από το οποίο θα πληρώνονται οι διεθνείς πιστωτές – επειδή προφανώς κανένας δεν εμπιστεύεται τη δημόσια διοίκηση της χώρας.

Πιθανότατα θα συμμετέχει και η ΕΚΤ, η οποία θα διαγράψει το κέρδος της από την αγορά ελληνικών ομολόγων (υπολογίζεται μεταξύ 10-15 δις €), έτσι ώστε να μειωθεί το δημόσιο χρέος της Ελλάδας στο 120% του ΑΕΠ της το 2020 (όσο περίπου ήταν το 2008!) – αν και το ΔΝΤ το προβλέπει στο 128% του ΑΕΠ, ενώ θέλει να περιορίσει τη συμμετοχή του στα 10-13 δις €.  

Ακόμη όμως και να συμβούν όλα αυτά, τόσο η διάρκεια, όσο και το βάθος της ύφεσης, του στασιμοπληθωρισμού ουσιαστικά, δεν εγγυώνται σε καμία περίπτωση ότι, η Ελλάδα θα καταφέρει να περιορίσει το δημόσιο χρέος της στο 120% – γεγονός με το οποίο μάλλον συμφωνεί και το ΔΝΤ, το οποίο τοποθετεί νέα εμπόδια (έντονα αρνητική αξιολόγηση της εφαρμογής των μέτρων κλπ.). Φυσικά, ακόμη και αν περιοριζόταν το χρέος στο 120% του ΑΕΠ, δεν θα ήταν βιώσιμο χωρίς επιτόκια χαμηλότερα του ρυθμού ανάπτυξης – ενώ πολύ δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμο ένα χρέος, το οποίο υπερβαίνει το 90% του ΑΕΠ.    

Εκτός αυτού θα πρέπει να συμφωνήσουν οι ιδιώτες πιστωτές με τη διαγραφή των 100 δις € – γεγονός που δεν είναι καθόλου σίγουρο. Περαιτέρω, η συμφωνία θα πρέπει να ψηφισθεί από τα Κοινοβούλια των υπολοίπων χωρών – με το γερμανικό να συνεδριάζει επ’ αυτού στις 27 Φεβρουαρίου. Τέλος, όσο αργεί η έξοδος της Ελλάδας από την ύφεση (-6,7% το τέταρτο τρίμηνο του 2011), τόσο πιο δύσκολη θα γίνεται η αντιμετώπιση των προβλημάτων της – ειδικά επειδή λόγω του στασιμοπληθωρισμού τα έσοδα του δημοσίου καταρρέουν, η ανεργία αυξάνει τις δημόσιες δαπάνες (επιδόματα κλπ.), ενώ χωρίς ανάπτυξη είναι αδύνατον να υπάρξει μέλλον.        

(β)  Θα ήταν ίσως καλύτερη η μονομερής έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, με την υιοθέτηση ενός εθνικού νομίσματος;

Η δραχμή θα υποτιμούταν αμέσως έναντι του ευρώ, τουλάχιστον κατά 50% (αν και στην Τουρκία έφτασε στο 90% – άρθρο μας). Στην περίπτωση αυτή, τα ελληνικά προϊόντα θα γινόταν φθηνότερα, όπως επίσης οι διακοπές στην Ελλάδα – χωρίς να απαιτηθούν μειώσεις των ονομαστικών αμοιβών, επειδή θα περιορίζονταν λόγω πληθωρισμού οι πραγματικοί μισθοί.

Η έλλειψη όμως συναλλάγματος, οι αυξημένες τιμές των εισαγομένων εμπορευμάτων (πετρέλαιο κλπ.), καθώς επίσης πολλά άλλα «παρεπόμενα», θα οδηγούσαν σε τρομακτικές καταστάσεις – επί πλέον επειδή δεν θα μπορούσε πια η χώρα να μετατρέψει το δημόσιο χρέος της σε δραχμές, ιδίως μετά την πρόσφατη ψηφοφορία της Βουλής. Το ιδιωτικό χρέος τώρα, επίσης σε ευρώ, θα οδηγούσε πολλές τράπεζες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά στη στάση πληρωμών – γεγονός που σημαίνει ότι, σε τελική ανάλυση, η έξοδος από το Ευρώ θα συνοδευόταν από μία «άτακτη» χρεοκοπία, η οποία θα κατάστρεφε ολόκληρη τη χώρα.   

(γ)  Θα μπορούσε η Ευρωζώνη να υποχρεώσει την Ελλάδα να εγκαταλείψει το Ευρώ – άρα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού έτσι υπαγορεύουν οι συνθήκες;

Με τη χρήση νομικών μέσων δεν είναι δυνατόν να υποχρεωθεί καμία χώρα να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη – ακόμη και αν το επιθυμούν όλες οι άλλες μαζί. Υπάρχουν όμως ειδικές «μεθοδεύσεις», όπως για παράδειγμα η υποχρέωση της Ελλάδας να εφοδιάζεται με χρήματα από την ΕΚΤ. Εάν λοιπόν η ΕΚΤ σταματούσε να της παρέχει ρευστότητα, τότε τα χρήματα της χώρας θα τελείωναν – οπότε θα αναγκαζόταν να εγκαταλείψει μόνη της την Ευρωζώνη, υιοθετώντας τη δραχμή.

Εν τούτοις, αφενός μεν θα ήταν «παράνομη» μία τέτοια πρωτοβουλία της ΕΚΤ, αφετέρου θα μπορούσε πιθανότατα η Ελλάδα να εκδώσει ένα παράλληλο νόμισμα – ενδεχομένως για τις συναλλαγές του δημοσίου με τους ιδιώτες. Επομένως, είναι μάλλον αδύνατος ο εκβιασμός της να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη.

(δ)  Γιατί παραπονιέται και τι θα κόστιζε στη Γερμανία η εθελούσια (προδοτική προφανώς, εκ μέρους κάποιας «δοτής» κυβέρνησης) έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη;

Κατ’ αρχήν είμαστε σίγουροι ότι, η Γερμανία δεν θέλει την Ελλάδα στην Ευρώπη – αφενός μεν λόγω των πολεμικών επανορθώσεων που της οφείλει (είναι η μοναδική χώρα, η οποία δεν έχει εξοφληθεί, επειδή καμία Ελληνική κυβέρνηση δεν το απαίτησε), αφετέρου λόγω της Δημοκρατικής «ιδιοσυγκρασίας» της και της «επαναστατικότητας» της – γεγονότα που θα μπορούσαν να υποκινήσουν τόσο τις υπόλοιπες χώρες εναντίον της Γερμανίας, όσο και τους ίδιους τους Γερμανούς Πολίτες εναντίον της πρωσικής κυβέρνησης τους (απαίτηση για Δημοκρατία, για μείωση του αστυνομικού κράτους κοκ.). 

Συνεχίζοντας, η Γερμανία έχει δανείσει μέχρι σήμερα στην Ελλάδα 14,7 δις € (μέσω της Kfw, αφού δεν μπορεί σαν κράτος), με ένα τοκογλυφικό επιτόκιο της τάξης του 5%. Η ΕΚΤ έχει αγοράσει ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου αξίας 47 δις €, ενώ έχει δανείσει στις ελληνικές τράπεζες περί τα 80 δις € – γεγονός που σημαίνει ότι, στην  κεντρική τράπεζα της Γερμανίας αντιστοιχεί περίπου το 30% αυτού του ποσού (περί τα 38 δις €).

Οι κρατικές τράπεζες της Γερμανίας, όπως για παράδειγμα η HRE, έχουν Ελληνικά ομόλογα, αξίας 8,3 δις € στα βιβλία τους. Συνολικά λοιπόν η Γερμανία είναι εκτεθειμένη με 61 δις €, τα οποία θα έχανε εάν η Ελλάδα χρεοκοπούσε – επί πλέον, αυτά που έχουν δανείσει οι ιδιωτικές τράπεζες και οι επιχειρήσεις της στην Ελλάδα. Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι η ΕΚΤ οφείλει στην Bundesbank περίπου 500 δις € (από το σύστημα Target II), εκ των οποίων τα 101 δις € της οφείλονται από την Τράπεζα της Ελλάδας – ενώ τα υπόλοιπα από τις χώρες του νότου. 

Το βασικό πρόβλημα όμως της Γερμανίας δεν είναι τόσο αυτό το ποσόν, όσο το ενδεχόμενο να συμπαρασύρει η Ελλάδα τις υπόλοιπες υπερχρεωμένες χώρες – ειδικά την Ισπανία και την Ιταλία. Κάτι τέτοιο θα της δημιουργούσε τεράστια προβλήματα – πιθανότατα δε πολύ δύσκολα στην επίλυση τους, αφού η Ευρωζώνη είναι έτσι κατασκευασμένη, ώστε να πληρώνει αυτός που στο τέλος έχει χρήματα (άρθρο μας).     

(ε)  Ποιες είναι οι επόμενες εξελίξεις και κατά πόσον είναι υπέρ (ή κατά) της Ελλάδας η πάροδος του χρόνου; Μήπως οι συνεχείς αναβολές και οι «παλινδρομήσεις» της Γερμανίας είναι ένα «παιχνίδι καθυστερήσεων»;  

Εάν όλα λειτουργήσουν όπως έχει προγραμματισθεί, η Ελλάδα θα λάβει εντός των επομένων εβδομάδων την πρώτη δόση από το νέο πακέτο στήριξης – κάτι που θεωρείται απαραίτητο να συμβεί πριν από τις 20 Μαρτίου, όπου λήγει το ομόλογο των 14,5 δις €. Μέχρι τότε, η Ελλάδα δεν μπορεί να χρεοκοπήσει – εκτός απροόπτου φυσικά, όπως μίας πιθανής επίθεσης εναντίον των τραπεζών της (Bankrun). Οι υπόλοιπες δόσεις θα κριθούν από την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα – οι οποίες πιθανότατα δεν θα έχουν το αναμενόμενο αποτέλεσμα, κρίνοντας από την εμπειρία της Αργεντινής.

Εν τούτοις, ο χρόνος λειτουργεί εις βάρος της Ελλάδας, επειδή την επόμενη εβδομάδα η Ευρωζώνη θα επεκτείνει την προστατευτική ομπρέλα για τις υπόλοιπες χώρες. Ο ευρωπαϊκός μηχανισμός στήριξης θα ενισχυθεί με νέα κεφάλαια, το ΔΝΤ επίσης, ενώ η ΕΚΤ προγραμματίζει μία ακόμη μεγάλη αύξηση της ρευστότητας των τραπεζών.

Επομένως, οι πιθανότητες «μετάστασης» της κρίσης στις άλλες προβληματικές οικονομίες (Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία κλπ.) περιορίζονται διαρκώς – με αποτέλεσμα οι Ευρωπαίοι πολιτικοί, πιεζόμενοι από τους ψηφοφόρους τους, να είναι πολύ λιγότερο πρόθυμοι να βοηθήσουν περαιτέρω την Ελλάδα. Πιθανότατα τότε να δρομολογήσουν οι Ευρωπαίοι την έξοδο της Ελλάδας από το Ευρώ, «προικίζοντας» την με μία γενναιόδορη διαγραφή χρεών – έτσι ώστε να το αποδεχθεί με τη θέληση της.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Όπως έχουμε αναφέρει πολλές φορές ο Ισολογισμός της Ελλάδας, όπου στη μία πλευρά του (Παθητικό) είναι το δημόσιο χρέος, ενώ στην άλλη (Ενεργητικό) η τεράστια ακίνητη περιουσία του δημοσίου, οι κρατικές επιχειρήσεις, ο υπόγειος πλούτος και οι γερμανικές επανορθώσεις (άρθρο μας), είναι πολύ περισσότερο «πλεονασματικός», από όλες τις άλλες χώρες – αρκεί φυσικά να υπάρξει μία υπερήφανη πολιτική ηγεσία, η οποία να έχει την ικανότητα/επάρκεια να τον απεικονίσει σωστά, διαπραγματευόμενη ορθολογικά με τους δανειστές μας.

Από την άλλη πλευρά, έχοντας ένα από τα μικρότερα συνολικά χρέη (δημόσιο και ιδιωτικό) στην Ευρωζώνη, είμαστε σε θέση να ανταπεξέλθουμε με όλες τις υποχρεώσεις μας – αφού το δημόσιο χρέος, αντίθετα με το ιδιωτικό, είναι πολύ εύκολα διαχειρίσιμο, όπως έχουμε συχνά τεκμηριώσει. Η λύση μας είναι προφανώς η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δημοσίων χρεών μας, με το εκάστοτε βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ, σε συνδυασμό με ένα σχέδιο ανάπτυξης της οικονομίας μας (Marshall plan) – έτσι ώστε να κατανεμηθεί σωστά το συνολικό χρέος της Ελλάδας, μεταξύ του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (άρθρο μας), καθώς επίσης να υπάρξει «κάθαρση» της όποιας διεφθαρμένης κομματικοκρατίας.

Στα πλαίσια αυτά, οφείλουμε να έχουμε εμπιστοσύνη στους Έλληνες, στην Κοινή, Διακομματική Βούληση, στη Δημοκρατία και στους Ευρωπαίους Πολίτες, οι οποίοι διαδηλώνουν και εξεγείρονται υπέρ της Ελλάδας – καμία εμπιστοσύνη όμως στην κομματική ιδιοτέλεια, στη Βούληση της ελίτ, στον Εθνικοσοσιαλισμό, στο μερκαντιλισμό και στις κυβερνήσεις των τραπεζών. Η Κοινή Βούληση λέει όχι στη δραχμή (κατά 75%), όχι στα υφεσιακά μνημόνια, όχι στην υποτέλεια, όχι στη λεηλασία και όχι στην υποδούλωση, με αντάλλαγμα την επιβίωση. Είμαστε υποχρεωμένοι λοιπόν να τη σεβαστούμε – πριν από όλους φυσικά πρέπει να τη σεβαστεί η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας και της Ευρώπης. 

 

* Βασίλης Βιλιάρδος  (copyright), Αθήνα, 19. Φεβρουαρίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία, τα οποία διατίθενται online από το  eshop της ONEeditions.

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2532.aspx

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.