Αρχείο κατηγορίας Άνω θρώσκοντες και φιλοσοφούντες

Άνω θρώσκοντες και φιλοσοφούντες

Η υλιστική ηθική και η απουσία του Θεού

Η υλιστική ηθική και η απουσία του Θεού

 

Του Γιώργη Παπανικολάου

 

Είναι γνωστό ότι μέχρι και σήμερα, ένα μεγάλο κομμάτι της φιλοσοφικής σκέψης αφορά τη δυνατότητα αντίληψης της παρουσίας του Θεού στην ανθρώπινη βιωματική διαδρομή. Είναι επίσης γνωστό πως οι θετικές επιστήμες, άλλες περισσότερο κι άλλες λιγότερο, πάντοτε έψαχναν και πειραματίζονταν προσπαθώντας να φτάσουν σε κάποιες αποδείξεις για την ύπαρξη ή μη της Υπέρτατης Νόησης. Αυτές οι προσπάθειες εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα, παρ' όλη τη τεράστια πρόοδο και τα επιτεύγματα σε όλους τους τομείς, όπως τη δημιουργία τεχνητής νόησης, τη δημιουργία εμβρύων (τεχνητή γονιμοποίηση, κλωνοποίηση), τη δημιουργία ειδών με επιλεγμένες και αυξημένες δυνατότητες (μετάλλαξη κτλ.).

Ο άνθρωπος, με τη νοητική του ικανότητα, ανακάλυψε κι «έσπασε» γενετικούς κώδικες και μυστικά που παρέχουν βάσιμες προσδοκίες για  μεγάλη αύξηση του προσδόκιμου ορίου ζωής, και τα διαστημικά ταξίδια για τον εποικισμό άλλων πλανητών είναι υπόθεση του προβλέψιμου μέλλοντος. Παράλληλα, και στα πλαίσια των ερευνών που αφορούν περισσότερο τον ανταγωνισμό των εξοπλισμών, έγιναν ανακαλύψεις που παρέχουν δυνατότητες ολοκληρωτικής καταστροφής της ζωής και του πλανήτη. Κι ενώ το ανθρώπινο ον έφτασε σε επιτεύγματα και ανακαλύψεις που, αγγίζοντας κάποιες «Θεϊκές» ιδιότητες, τουλάχιστον θα μπορούσαν να δώσουν κάποιες σαφείς απαντήσεις για την ύπαρξη ή μη της Υπέρτατης Νόησης, εντούτοις, εξακολουθεί και τώρα να υπάρχει η προβληματική που υπήρξε απ' την αρχή της φιλοσοφικής σκέψης. Προφανώς ένας απ' τους λόγους που συμβαίνει αυτό είναι γιατί όλες οι ανακαλύψεις και οι λύσεις των προβλημάτων που αγγίζουν τις «Θεϊκές» ιδιότητες, παραπέμπουν σε νέα προβλήματα και σε νέους κώδικες και μυστικά, αποδεικνύοντας πως ο χαρακτηρισμός της μοναδικότητάς τους είχε να κάνει με την ανάπτυξη και τη πρόοδο της ανθρώπινης αντιληπτικής και κατανοητικής ικανότητας. Πάνω σ' αυτές τις δυνατότητες στηρίχτηκαν τα επιχειρήματα για την ύπαρξη ή μη του Θείου, που οδήγησαν σε αντίθετα συμπεράσματα και θεωρίες.

Απ' τη μια λοιπόν έχουμε τη θεώρηση των πραγμάτων που καταλήγει σε μια καθαρά υλιστική – μηχανιστική αντίληψη, που κρίνει ότι δεν υπάρχει ο σχεδιασμός ενός υπέρτατου όντος για τη δημιουργία και τη πορεία του Σύμπαντος, αλλά τα πάντα άρχισαν κι εξελίσσονται μέσα από τις προϋπάρχουσες δυνατότητες των αυθύπαρκτων πρωταρχικών στοιχείων. Η αρχή της εκδήλωσης αυτών των δυνατοτήτων οφείλεται στο τυχαίο γεγονός κάποιου συνδυασμού των αυθύπαρκτων πρωταρχικών στοιχείων, κι έκτοτε τα πάντα κινούνται και μεταλλάσσονται υπακούοντας στον βασικό και πρωταρχικό νόμο της εξέλιξης, που δημιουργεί συνεχώς καινούργια δεδομένα, που με τη σειρά τους οδηγούν σε καινούργιες αναγκαίες προσαρμογές.

Απ' την άλλη έχουμε μια καθαρά Θεολογική αντίληψη της δημιουργίας του Κόσμου, που θεωρεί ότι τα πάντα δημιουργήθηκαν κι εξακολουθούν να δημιουργούνται και να πορεύονται μόνο με τον σχεδιασμό και την παρέμβαση του Υπέρτατου Όντος. Δηλαδή, ο Θεός έκφρασε τη βούλησή του κι έδωσε ύπαρξη σε οτιδήποτε μπορεί να συμπεριληφθεί σ' αυτό που ο άνθρωπος μπορεί να αντιλαμβάνεται σαν κτίση και δημιουργία.

Κι ενώ η υλιστική – μηχανιστική αντίληψη των πραγμάτων φαίνεται να προσεγγίζει περισσότερο σε μια λογική και ρεαλιστική εξήγηση του φαινόμενου της δημιουργίας, εν τούτοις δεν γίνεται ανεπιφύλακτα αποδεκτή από τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, που εξακολουθεί να διακατέχεται ή τουλάχιστον να αποδέχεται την μεταφυσική και υπερβατική αντίληψη της Θεολογικής ερμηνείας. Μια εξήγηση γι' αυτό είναι ότι η υλιστική θεωρία, παρ' όλο που πλησιάζει περισσότερο στη λογική και πρακτική αντίληψη των πραγμάτων, δεν παύει να υστερεί στη λύση της αναζητούμενης σκοπιμότητας του υπαρκτικού γεγονότος. Δηλαδή, το τυχαίο γεγονός, που αποτελεί τη γενεσιουργό και ουσιώδη αρχή της δημιουργίας, αποστερεί απ' την αρχή την ύπαρξη κάποιου σκοπού στη διαδοχική εξέλιξη των πραγμάτων. Ο Κόσμος υπάρχει κι εξελίσσεται απλά για να υπάρχει και να εξελίσσεται. Η αρχή και το τέλος του δεν μπορούν να εμπεριέχουν κανένα υπαρξιακό νόημα.

Αλλά το γεγονός της συνείδησης του ανθρώπου, που μόνο αυτός έχει γνώση της ύπαρξής του και της ύπαρξης του Κόσμου, βάζει το ερώτημα του σκοπού αυτής της ύπαρξης.

Ποιος είναι ο λόγος που ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα της αντίληψης των πραγμάτων, μέχρι το σημείο να διερωτάται και ν' αγωνιά για τον σκοπό και τη τύχη της ύπαρξής του;

Γιατί ο άνθρωπος να μην αρκείται μόνο στην αντίδραση του ένστικτου της αυτοσυντήρησης, πράγμα που ισχύει για όλα τα υπόλοιπα όντα που διαβιούν μαζί του στον πλανήτη;

Αυτό το ερώτημα είναι τόσο καίριο, που η δυνατότητα της δημιουργίας του δεν μπορεί να αφεθεί στο τυχαίο γεγονός!

Απ' την άλλη, αν δεχτούμε ότι υπάρχει ο Μεγάλος Δημιουργός του Κόσμου, θα αποτελούσε την έκφραση μιας υπέρτατης σαδιστικής εκδήλωσης το να δοθεί μόνο στον άνθρωπο, κατ' εξαίρεση απ' όλα τα υπόλοιπα όντα του πλανήτη, η συνείδηση του θανάτου, χωρίς να υπάρχει και η διέξοδος που μπορεί να οδηγήσει στην αιτιολόγηση και στη δικαίωση της δημιουργίας του.

Αυτή λοιπόν την αναζητούμενη διέξοδο δίνει κατ' αρχήν η Θεολογική θεώρηση του Κόσμου.

Έτσι, βρίσκεται η ισορροπία μεταξύ της ενέργειας και του αποτελέσματος, έστω κι αν αυτό επιτυγχάνεται με τον λογικά οξύμωρο τρόπο που αποδέχεται πως το κτιστό δημιουργήθηκε απ' το άκτιστο.

Αυτή η μεταφυσική και υπερβατική ερμηνεία και αποδοχή της δημιουργικής σχέσης μεταξύ του άκτιστου και του κτιστού, υπονοεί σαφέστατα και την ύπαρξη της δυνατότητας μιας αμφίδρομης σχέσης μεταξύ του Δημιουργού και του δημιουργήματος.

Πάνω σ' αυτή τη δυνατότητα της σχέσης βρήκε διέξοδο η ανθρώπινη υπαρξιακή αναζήτηση, κι έτσι οικοδομήθηκε η έννοια της θρησκείας με τις διάφορες εκδοχές της, που οριοθέτησε τα πλαίσια της βιωματικής διαδρομής κι έδειξε τον τρόπο μετουσίωσης της θνησιγενούς ύλης σε αθάνατο πνεύμα.

Αν δεχτούμε πως η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων ενστερνίστηκε αυτή την έννοια της θρησκείας, τότε, σαν λογική συνέπεια του γεγονότος αυτού, θα' πρεπε η κοινωνία να είχε οργανωθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε η καθημερινή νοητική καλλιέργεια να προσβλέπει στην ανάπτυξη της σχέσης και στην προσέγγιση με τον Δημιουργό. Όμως αυτό που έγινε, κι εξακολουθεί να γίνεται, ήταν ακριβώς το αντίθετο.

Έτσι ο άνθρωπος, που πραγματικά πιστεύει στην ύπαρξη και στη δυνατότητα της σχέσης του με το Υπέρτατο Όν, βρίσκεται εγκλωβισμένος σ' έναν αντιθετικό τρόπο ζωής, που επιβάλλεται απ' όλες τις μορφές εξουσίας και τον αποπροσανατολίζει από τον μοναδικό στόχο και σκοπό της σύντομης ζωής του. Όμως, μέσα απ' όλες τις δυσκολίες της βιωματικής διαδρομής του, όπου βρίσκεται αναγκασμένος να παλεύει για την ικανοποίηση των συνεχώς αυξανόμενων υλικών αναγκών, είναι φορές που παράλληλα αναζητά και προσπαθεί να διαπιστώσει και να επιβεβαιώσει τη παρουσία και το ενδιαφέρον του Δημιουργού για το δημιούργημά του.

Αυτή η αναζήτηση της παρουσίας του Θεού στην ανθρώπινη καθημερινότητα, που έχει να κάνει με την αγωνία της υπαρξιακής του πορείας, αποκτά καταγγελτικό χαρακτήρα όταν διαπιστώνεται ή απουσία Του.

Πολλοί ερευνητές, συγγραφείς και διανοητές, στην ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας, έχουν επισημάνει και καταγγείλει την έλλειψη της παρουσίας και τη σιωπή του Θεού σε στιγμές τραγικές για τους ανθρώπους. Αυτή η καταγγελτική αναφορά της απουσίας του Θεού αποτελεί τη βάση της αμφισβήτησής Του, και οδηγεί στην αποδοχή της μοναδικότητας του υλιστικού – μηχανιστικού νόμου της εξέλιξης.

Ο συγγραφέας και διανοητής Νίκος Δήμου, στο δοκίμιό του «Η σιωπή του Θεού και η προπαγάνδα της πίστης», γράφει:

«Ο Θεός σιωπά. Η σιωπή του Θεού είναι το βασικό μοτίβο όλης της υπαρξιακής φιλοσοφίας – αλλά και Θεολογίας – του περασμένου αιώνα. Ο Θεός σώπασε στο Άουσβιτς και στη Ρουάντα, στην Καμπότζη και στην Σρεμπρένιτσα. Άφησε να εκτυλιχτούν απύθμενες βαρβαρότητες, χωρίς ποτέ να μας δώσει ούτε ένα «σημείον». Ο Θεός σωπαίνει όχι μόνο στις μεγάλες δημόσιες τραγωδίες αλλά και στις μικρές ιδιωτικές. Η μάνα που σπαράζει για το χαμό του παιδιού της δεν παίρνει απάντηση.

Ο Θεός σωπαίνει – είτε λέγεται Θεός, είτε Αλλάχ, είτε Ιεχωβάς, είτε αποκαλείται με άλλο όνομα, από τα πολλά που του δίνουν οι άνθρωποι.

Βλέπει το κακό να συμβαίνει και όχι μόνο δεν το σταματάει (αυτός ο Παντοδύναμος), αλλά ούτε καν αντιδρά είτε για να το δικαιολογήσει, είτε για να εκφράσει τη συμπαράστασή του.

Κι όμως στη Χριστιανική θρησκεία τα κύρια επίθετα του Θεού είναι Πανάγαθος, Ελεήμων και Φιλάνθρωπος, και στη Μουσουλμανική «Αλ Ραχμάν» (Ο Οικτίρμων) και «Αλ Ραχίμ» (Ο Συμπονετικός)».

Πιο κάτω, αναλύοντας τη φράση «Τα πάντα εν σοφία εποίησεν», αναφέρει:

«Ότι σοφία ενυπάρχει μέσα στην οργάνωση και στην δομή των όντων – από το απλό λουλούδι μέχρι τον περίπλοκο ανθρώπινο εγκέφαλο – είναι αναμφισβήτητο. Δεν γνωρίζουμε αν είναι η συνειδητή σοφία ενός Δημιουργού, Σχεδιαστή (οι Τέκτονες τον ονομάζουν Μέγα Αρχιτέκτονα του σύμπαντος) ή η αυτόματη (με τη μέθοδο της δοκιμής και του λάθους) εξελικτική μηχανική ευφυΐα των Δαρβινιστών.

Σίγουρα όμως αυτή η σοφία δεν φαίνεται να είναι διαποτισμένη με παναγαθότητα. Τίποτα μέσα στη φύση δεν δείχνει καλοσύνη ή ηθική βούληση. Αντίθετα κυριαρχεί ο πόλεμος πάντων εναντίον πάντων.

Η ύπαρξη του πόνου και του κακού στον κόσμο δεν συμβιβάζεται με την παρουσία ενός Πανάγαθου και Παντοδύναμου Θεού.

Η αρχαία διάζευξη (αν δεν μπορεί να εκριζώσει το κακό δεν είναι Παντοδύναμος – αν δεν το θέλει δεν είναι Πανάγαθος) ισχύει πάντα.

Οι αφελείς θεωρίες ότι ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο την ελευθερία να πράττει και άρα δεν είναι υπεύθυνος γι' αυτόν (είμαι άραγε ελεύθερος να μην πονώ και να μην πεθάνω;) δεν πείθουν κανένα – παρά μόνο όσους παραιτούνται από την λογική».

Όλα αυτά που αναφέρει ο Νίκος Δήμου δεν είναι παρά η ουσία των όσων κατά καιρούς έχουν γραφτεί και ακουστεί σαν ερωτήματα, διαπιστώσεις και συμπεράσματα από τους απολογητές της υλιστικής – μηχανιστικής αντίληψης του κόσμου, που θεωρεί πως οποιαδήποτε άλλη εξήγηση μπορεί να δοθεί μόνο με την εγκατάλειψη της λογικής.

Ωραία λοιπόν, ας προσπαθήσουμε κι εμείς να δούμε πάλι τα πράγματα χωρίς να εγκαταλείψουμε αυτή τη λογική, που σημαίνει δηλαδή ότι αποκλείουμε την οποιαδήποτε αναφορά στις εξ' αποκαλύψεως «αλήθειες» και «παρουσίες». Ταυτόχρονα όμως έχουμε σκοπό  να διερευνήσουμε λίγο και την «υφή» αυτής της λογικής.

Πριν αποδεχτούμε τη διαπίστωση ότι ισχύει η αρχαία διάζευξη, που αναμφισβήτητα με τη καταγγελία για υπευθυνότητα του Θεού, αν όχι για τη δημιουργία αλλά, τουλάχιστον για την ανοχή και τη διατήρηση του κακού, βάζει σε αμφισβήτηση τις βασικές ιδιότητες του Υπέρτατου Όντος (την Παντοδυναμία και την Παναγαθότητα) – δηλαδή την ουσία της ύπαρξής του – θα διερευνήσουμε τη λογική συνέπεια και συμβατότητα των εννοιών, σύμφωνα με όσα μπορεί να αντιλαμβάνεται ο ανθρώπινος νους.

Αμέσως λοιπόν δημιουργούνται τα παρακάτω λογικά ερωτήματα:

Η Παντοδυναμία του Θεού μπορεί να υπάρχει και να λειτουργεί ανεξάρτητα από την Παναγαθότητά Του;

Η Θεϊκή Υπέρτατη Δύναμη μπορεί να δρα μεμονωμένα και ξέχωρα από την Θεϊκή Υπέρτατη Αθωότητα και Αγαθότητα;

Η έννοια της Παντοδυναμίας, που περιέχει την απεριόριστη δυνατότητα καταλυτικής δράσης είτε για τη δημιουργία (το καλό) είτε για τη καταστροφή (το κακό), σαν βασική Θεϊκή ιδιότητα, λογικά, πρέπει να υπόκειται στην απόλυτη σύνδεση και αλληλεπίδραση με την άλλη βασική ιδιότητα, δηλαδή την Υπέρτατη Αγαθότητα – Αθωότητα.

Η έννοια της Υπέρτατης Αγαθότητας, που εκφράζεται σαν δράση της Απόλυτης Καλοσύνης, λογικά, δεν μπορεί να έχει καμία συμβατότητα με τη δυνατότητα δράσης που έχει σαν αποτέλεσμα την καταστροφή και κατ' επέκταση το κακό.

Άρα, το λογικό συμπέρασμα είναι πως η επίκληση του Θεού για την κατάλυση του κακού δεν μπορεί να εισακουστεί, παρά μόνο σαν επίκληση προστασίας απέναντι στο κακό.

Η έννοια της τιμωρίας, ακόμα κι αυτού του κακού, που λίγο ή πολύ εμπεριέχει την έννοια της εκδικητικότητας, δεν είναι συμβατή με την έννοια του Πανάγαθου, του Ελεήμονα και του Συμπονετικού Θεού της Υπέρτατης Αγάπης.

Είναι προφανές λοιπόν πως όπου οι απολογητές της θρησκείας προσδίδουν στον Θεό τις ιδιότητες του τιμωρού και του εκδικητή, το κάνουν με σκοπό την επιβολή της εξουσίας τους στο όνομα του Θεού.

Ο Θεός της Υπέρτατης Αγάπης, που είναι Παντοδύναμος μόνο για το καλό, δεν απαιτεί τίποτα και δεν τιμωρεί κανέναν, παρά μόνο δέχεται ότι μπορεί να είναι συμβατό με την ύπαρξή Του.

Έτσι, σύμφωνα με την εννοιολογική συνάφεια και τη λογική συμβατότητα των βασικών ιδιοτήτων του Θεού, όπως μπορεί να τις αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος, γίνεται φανερό πως δεν μπορεί να υπάρξει η παρουσία Του εκεί όπου υπάρχει το κακό, κι ότι το κακό δεν μπορεί να υπάρξει εκεί όπου υπάρχει η παρουσία του Θεού.

Με βάση αυτή τη διαπίστωση, έρχεται σαν λογική συνέπεια η καταγγελλόμενη απουσία, σιωπή και αδράνεια του Θεού εκεί όπου βρίσκεται, «μιλάει» και συντελείται το κακό.

Αυτή η σιωπή και η έλλειψη αντίδρασης, δεν οφείλεται στην αδιαφορία του Θεού μπροστά στις τραγικές καταστάσεις που προκύπτουν από τη δράση του κακού, αλλά οφείλεται στο γεγονός της αναπόφευκτης απουσίας Του, που έχει να κάνει με το ασύμβατο τόσο της παρουσίας Του εκεί όπου δρα το κακό, όσο και της οποιασδήποτε κίνησης καταστροφής και κατάλυσης.

Πέρα από κάθε λογική λοιπόν, ο άνθρωπος, που τις περισσότερες φορές αυτός ο ίδιος είναι που καλλιεργεί τις συνθήκες για τη δράση του κακού, επικαλείται τη Θεία παρουσία την ώρα που συντελείται το κακό για να το εξαλείψει. Ενώ δηλαδή οι άνθρωποι έχουν οργανώσει τις κοινωνίες τους έτσι, που ο συνεχής ανταγωνισμός μεταξύ τους έχει σαν συνέπεια τους συνεχείς προσωπικούς ή και πολλές φορές συνολικούς πολέμους, επικαλούνται τη παρουσία και τη βοήθεια του Θεού για την εξάλειψη του κακού που οι ίδιοι προκάλεσαν, προετοιμαζόμενοι ταυτόχρονα για τον επόμενο πόλεμο.

Αυτή η συμπεριφορά του δημιουργήματος απέναντι στον δημιουργό δείχνει έναν εγωισμό και μια απαίτηση που ξεπερνούν τα όρια της λογικής, γιατί, ενώ το δημιούργημα έχει κλείσει τον δρόμο επικοινωνίας με τον Δημιουργό, ταυτόχρονα τον καλεί σε βοήθεια χωρίς να έχει φροντίσει για την απελευθέρωση της διόδου επικοινωνίας, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα αποκατάστασης της σχέσης.

Με ποια λογική λοιπόν καταγγέλλεται η απουσία και η σιωπή του Θεού μπροστά στις ανθρώπινες τραγωδίες, όταν οι ίδιοι οι άνθρωποι αποκόπτουν την ουσιαστική δυνατότητα επαφής με Αυτό στο οποίο απευθύνουν την επίκληση για βοήθεια;

Η ηθική φιλοσοφία του Άγγλου φιλόσοφου Thomas Hobbes (1588 – 1679), υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη φύση δεν είναι αγαθή, αλλά καθορίζεται ουσιαστικά από εγωιστικά κίνητρα ή την ορμή της αυτοσυντήρησης, που αποτελεί μια απλή και αυτόνομη αρχή για την εξήγηση όλων των βουλητικών εκδηλώσεων.

Για τον άνθρωπο, ως φυσικό ον, δεν υπάρχει άλλος γνώμονας για την εκτίμηση των πραγμάτων παρά μόνο η ωφέλεια ή η ζημιά που προκύπτει από αυτά. Αν δυο άνθρωποι επιθυμούν το ίδιο πράγμα γίνονται εχθροί και στη πορεία για την απόκτησή του προσπαθούν να καταστρέψουν ή να υποτάξουν ο ένας τον άλλον.

Αυτή η καθαρά υλιστική αντίληψη της ανθρώπινης φύσης, που της προσδίδει μόνο τις λειτουργίες των ενστίκτων, θεωρεί αναγκαία την ύπαρξη μιας ανώτερης ρυθμιστικής αρχής (Κράτος), που να βάζει και να τηρεί κανόνες που προσεγγίζουν την ηθική των νόμων της φύσης, για να περιορίζει την αλληλοεξόντωση και να προωθεί την επίτευξη του ανώτατου υλικού σκοπού.

Η φυσιοκρατική και ωφελιμιστική ηθική του T. Hobbes, που έβαλε σε δεύτερη μοίρα την πνευματική υπόσταση του ανθρώπου και ευαγγελίστηκε ένα κράτος «θηριοδαμαστή», έθεσε πολλά ερωτήματα στην ηθική προβληματική κι έτσι προώθησε την φιλοσοφική σκέψη με τις νέες θεωρίες, που ήρθαν σαν συνέχεια και αντίδραση στη δική του θεωρία. Ο John Locke (1632 – 1704), ο J.J. Rousseau (1712 – 1778), οImmanuel Kant (1724 – 1804) και άλλοι, συμπλήρωσαν ή και αντέκρουσαν την θεωρία του Hobbes.

Στον εγωισμό, τον ωφελιμισμό και στην απουσία του Θείου, αντιτάσσουν την πνευματικότητα, που εκφράζεται με τον καλό χαρακτήρα και παραπέμπει σε μια ηθική αίσθηση που πηγάζει από την παρουσία του Θείου στην ανώτερη συνείδηση του ανθρώπου.

Έτσι δημιουργούνται οι δυνατότητες για βουλητικές εκδηλώσεις που ξεφεύγουν ή και πολλές φορές υπερβαίνουν την ορμή της αυτοσυντήρησης και αποτελούν έννοιες που πηγάζουν από τις Θεϊκές ιδιότητες.

Η αλληλεγγύη, η αμοιβαιότητα και η αυτοθυσία, που αποτελούν εκδηλώσεις του αλτρουισμού και της κοινωνικότητας, η αντίληψη της αρμονίας, της ισορροπίας και της μουσικότητας των ήχων, των χρωμάτων, του φωτός, του λόγου και του Έρωτα, του υλικού και του άϋλου, που έχουν να κάνουν με την αίσθηση του Ωραίου, παραπέμπουν σε ανθρώπινες δυνατότητες που οδηγούν στην αγαλλίαση και προσιδιάζουν σε εκφάνσεις της Παναγαθότητας του Υπέρτατου Όντος.

Κι ενώ ο άνθρωπος γνωρίζει πως, μέσω της υλικής του υπόστασης, έχει τις δυνατότητες να ενεργεί πνευματικά μέχρι του σημείου της έκστασης και της υπέρβασης αυτής της υπόστασης, παρ' όλ' αυτά, έχει οργανώσει έτσι την καθημερινότητά του, που η πνευματική διαβίωση και ανάπτυξη να περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά και μόνο σ' αυτά που εξυπηρετούν την ύλη. Η μη επιλογή της πορείας πραγμάτωσης της σχέσης με τον Θεό και η επικράτηση στην πράξη της ωφελιμιστικής ηθικής, οφείλεται στην ευκολία αποδοχής και στη δυσκολία αντίστασης σε βουλητικές εκδηλώσεις που πηγάζουν από την ορμή της αυτοσυντήρησης, και ειδικότερα στην ικανοποίηση του εγωισμού, σαν άμεση ανάγκη έκφρασης και προβολής της ατομικότητας, που βρίσκει την ηδονή σε μια συνεχόμενη αναζήτηση απόκτησης δόξας, δύναμης και εξουσίας.

Η ιστορική πορεία του ανθρώπινου είδους, μέσα από τις διάφορες εκδοχές οργάνωσης των κοινωνιών, έχει σαν κοινή συνισταμένη την αποδοχή της ουσίας τους ωφελιμιστικής ηθικής του Hobbes. Η ανάγκη της υπαρξιακής αναζήτησης εκφράζεται και εξαντλείται μέσα από την γενικότερη αποδοχή και συμμετοχή σε τελετές και εκδηλώσεις μιας θρησκείας, που τις περισσότερες φορές δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να επιβεβαιώνει την αναμφισβήτητη εξουσία των απολογητών της ή και να χρησιμοποιείται σαν στήριγμα για την άσκηση βίας κατά αλλόθρησκων – και πολλές φορές ομόθρησκων – κοινωνιών, εξυπηρετώντας συμφέροντα που έχουν να κάνουν με την έκφραση μιας καθαρά υλιστικής αντίληψης των πραγμάτων.

Οι αντίθετες φωνές, που με ποικίλους τρόπους καταγγέλλουν αυτό το σύστημα και υποστηρίζουν την εναλλακτική πρόταση της ηθικής που αφορά την ανώτερη συνείδηση του ανθρώπου, δεν φιμώνονται και δεν καταπνίγονται, αλλά, τουναντίον προβάλλονται επανειλημμένα σε διάφορα φόρουμ και σε κάποια μέσα μαζικής ενημέρωσης, φτάνοντας ακόμα και στη βράβευση ατόμων και φορέων.

Το σύστημα είναι τόσο σίγουρο για τις στέρεες βάσεις του, που δεν έχει κανένα λόγο να φοβάται τις όποιες καταγγελίες ή προτάσεις αλλαγής, έστω κι αν αυτές στρέφονται κατά της ουσίας των επιλογών του.

Η δυναμική της ικανοποίησης των απαιτήσεων της ύλης έχει τέτοια ένταση, που η συνεχής εξέλιξη και μεγέθυνση αυτών των απαιτήσεων δεν αφήνει πολλά περιθώρια για άλλον σοβαρό προβληματισμό, παρά μόνο για την αντιμετώπιση της καθημερινής πάλης στη προσπάθεια ικανοποίησης των όλο κι αυξανόμενων απαιτήσεων. Έτσι, η συνεχής προβολή κι επανάληψη των αντίθετων απόψεων χωρίς κανένα πρακτικό αποτέλεσμα, επιβεβαιώνει τη δύναμη του συστήματος και συντελεί στο ξεθύμασμα των προσδοκιών και στην απαξίωση των εννοιών.

Κι ενώ η ανθρωπότητα διανύει την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, η πολιτική της παγκοσμιοποίησης, όπως αυτή εφαρμόζεται, προωθεί κι εξαπλώνει σ' ολόκληρο το πλανήτη τις πιο σκληρές εκφάνσεις της ωφελιμιστικής ηθικής, που έχουν σαν επακόλουθο όλα τα τραγικά και τρομακτικά στη προοπτική τους αποτελέσματα.

Η ανάγκη του συστήματος για τη συνεχή δημιουργία νέων απαιτήσεων, αναγκάζει τους ανθρώπους να ενεργούν σαν ακρίδες και να απομυζούν συνεχώς τους ζωτικούς χυμούς του πλανήτη, που αντιστέκεται και παλεύει για να κρατήσει τις ισορροπίες του.

Κι ενώ οργανώσεις και μεμονωμένα άτομα, με αναγνωρισμένο πνευματικό και επιστημονικό κύρος, φωνάζουν επισημαίνοντας τον παραλογισμό που οδηγεί σε μια φανερή πλέον προοπτική αφανισμού του ανθρώπινου είδους, όχι μόνο οι παντός είδους ηγήτορες που κινούν τα νήματα δεν κάνουν τίποτε, μια και οι ίδιοι είναι οι εκφραστές του συστήματος, αλλά, υπάρχουν συγκροτημένες φωνές που «εγκαλούν» το Υπέρτατο Όν, για ότι αφήνει να συμβαίνει και για ότι θα επιτρέψει να συμβεί στο μέλλον.

Αν αυτό δεν αποτελεί μια έκφραση παραλογισμού, σίγουρα είναι μια εκδήλωση απελπισίας!

Οι «εγκαλούντες» παραμένοντας πιστοί στο δόγμα της υλιστικής – ωφελιμιστικής ηθικής, αμφισβητούν την ύπαρξη της δυνατότητας του ανθρώπινου όντος να αποφασίζει ελεύθερα για την υπαρξιακή του πορεία, συναρτώντας την έννοια της ελευθερίας με τη δυνατότητα επιλογής για το σταμάτημα της φυσικής φθοράς και την αθανασία της υλικής υπόστασης. Αφού λοιπόν δεν μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο, θεωρούν πως ο άνθρωπος είναι δέσμιος της φυσιολογίας της ύλης και, σαν δημιούργημα, ανεύθυνος για τα δεινά που υφίσταται στον σύντομο βίο του, τα περισσότερα από τα οποία είναι επακόλουθα των ιδιοτήτων που διέπουν την υπόστασή του, είτε αυτή είναι δημιούργημα τυχαίο, είτε οφείλεται στη βούληση του Υπέρτατου Όντος.

Αυτή η απλουστευμένη και ισοπεδωτική διατύπωση σχετικά με την υφή και τη σκοπιμότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, είναι καίριας και κρίσιμης σημασίας, γιατί αποτελεί και την ουσία στήριξης του συστήματος της ωφελιμιστικής ηθικής που επικρατεί σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η αποστασιοποίηση από οποιαδήποτε ευθύνη για την επικράτηση του κακού στον πλανήτη, είναι τουλάχιστον κοντόφθαλμη και υποκριτική, γιατί δεν παίρνει καθόλου υπόψη την πνευματικότητα του ανθρώπινου όντος και τις δυνατότητες που απορρέουν απ' αυτή.

Η μοιρολατρική αντίληψη και εμμονή στην ικανοποίηση των απαιτήσεων κι απολαύσεων της ύλης στο διηνεκές, βάζει σε υποδεέστερη μοίρα την πνευματική – νοητική οντότητα, που την θέλει να λειτουργεί συμπληρωματικά και για λογαριασμό της υλικής. Αυτή η διατύπωση του αιτήματος της αιώνιας ζωής, παρ' όλο που φαίνεται παράλογη γιατί αντίκειται στους γνωστούς φυσικούς νόμους, εν τούτοις, είναι συνεπής στην εγωιστική προβολή του πανίσχυρου ένστικτου αυτοσυντήρησης της υλικής οντότητας, που βάζει σε πρώτη προτεραιότητα τη συνέχιση της απτής ικανότητας να μπορεί να αντιλαμβάνεται την ύπαρξή της.

Αυτή η προσκόλληση στην ύλη και στις απαιτήσεις της, διαπερνά και διαποτίζει την αντιληπτική ικανότητα του ανθρώπου στην πνευματική αναζήτηση του Θείου.

Σχεδόν κατά κανόνα όλες οι κλήσεις και επικλήσεις προς το Υπέρτατο Όν, που γίνονται με τον τρόπο και τις διαδικασίες που προβλέπονται από την κάθε θρησκευτική εκδοχή, εμπεριέχουν μια μορφή παρακλητικής απαίτησης στη πρόσκληση της Υπέρτατης Δύναμης να προστρέξει σε βοήθεια, για την εξάλειψη του κακού και των δεινών που υφίσταται ο άνθρωπος. Επί της ουσίας δηλαδή, το δημιούργημα ζητά απ' τον Δημιουργό να έρθει κοντά του και να το βοηθήσει, χωρίς αυτό το αίτημα να πηγάζει από μια πραγματική άδολη σχέση αγάπης, αλλά απευθύνεται σαν «έγκληση» εκπλήρωσης κάποιας μονομερούς υποχρέωσης.

Οι γονυκλισίες, οι νηστείες και οι οποιεσδήποτε ενέργειες που προβλέπονται από το τελετουργικό της κάθε θρησκευτικής εκδοχής, δεν είναι ικανές από μόνες τους να συνδέσουν ή να διατηρήσουν τη σχέση με τον Θεό, αν δεν υπάρχει το πραγματικό γεγονός της σχέσης αγάπης που πραγματώνεται σε τρόπο ζωής.

Έτσι λοιπόν, σε παγκόσμιο επίπεδο παρατηρείται το σχιζοφρενικό φαινόμενο που απ' τη μια οι περισσότερες κοινωνίες έχουν τη θρησκεία σαν ένα από τα βασικά κι επίσημα προσδιοριστικά – συστατικά τους στοιχεία, κι απ' την άλλη εφαρμόζουν και πραγματώνουν σε τρόπο ζωής την υλιστική – ωφελιμιστική ηθική.

Το ότι υπάρχουν μεμονωμένες περιπτώσεις ατόμων που, σε μια προσπάθεια διαφοροποίησης, ενεργούν με τρόπο που προωθεί την ανάπτυξη της πνευματικής σχέσης με τον Θεό, φανερώνοντας χαρίσματα που πηγάζουν από την ηθική αίσθηση της ανώτερης συνείδησης, αυτό μπορεί να μην έχει τη δύναμη να εκτρέψει τη γενικότερη πορεία των πραγμάτων, αλλά φανερώνει και αποδεικνύει τη δυνατότητα της ελεύθερης επιλογής.

Όπως λέει και ο Kant η ελευθερία του ανθρώπου συνίσταται στη δυνατότητα να υπερβεί τη πίεση των εξωτερικών συνθηκών και να πράξει σύμφωνα με τις ηθικές αρχές που πηγάζουν από τη καθαρή νόηση. Αν δεν υπάρχει ελευθερία, τότε η ηθική πράξη είναι αδύνατη και ο άνθρωπος είναι έρμαιο των εγωιστικών και ωφελιμιστικών ροπών του.

Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν, δεν είναι εάν υπάρχει η δυνατότητα της ελεύθερης έκφρασης βούλησης για την επιλογή ενός άλλου τρόπου ζωής, αλλά κατά πόσο μπορεί αυτή η δυνατότητα να αξιολογηθεί από έναν άνθρωπο, που οι βασικές αρχές του ωφελιμιστικού συστήματος είναι πλέον καταγραμμένες στα γονίδιά του. Όμως, η ελπίδα υπάρχει ακόμα, γιατί όσο ο άνθρωπος εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα έκφρασης βούλησης, μπορεί να καταλάβει πως η πραγματική ωφέλεια βρίσκεται στη πλήρη αποδοχή της ηθικής αίσθησης που πηγάζει από την ανώτερη συνείδησή του.

Η συνεχόμενη, συστηματική και δημιουργική καλλιέργεια του πνεύματος, θα δώσει τη πραγματική διάσταση τη ανθρώπινης παρουσίας στον πλανήτη και τη δυνατότητα αποκατάστασης και επανασύνδεσης μιας πραγματικής σχέσης επικοινωνίας του δημιουργήματος με τον Δημιουργό του. Η κατανόηση του εσώτερου και ταυτόχρονα ανώτερου εαυτού, θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για το φινίρισμα και την υπέρβαση των ωμών αισθημάτων που προέρχονται απ' τα ένστικτα, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα και την αξία των συναισθημάτων που πηγάζουν απ' αυτό που συνιστά τη βασική οντολογική διαφορά του ανθρώπινου είδους. Αυτή η αλλαγή θα επιφέρει και την αλλαγή σε όλη τη κλίμακα αξιών του συστήματος που επικρατεί σήμερα, και η καλοσύνη και η αγάπη θα είναι σε μόνιμη βάση το μοναδικό πρίσμα εξέτασης όλων των προβλημάτων της ανθρώπινης καθημερινότητας σε παγκόσμιο επίπεδο. Μπορούμε να φανταστούμε τις θετικές επιπτώσεις που θα υπάρξουν στον πλανήτη όταν καλυφτεί από μια τεράστια θετική ενέργεια, που θα προκύψει όταν τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων θα σκέπτονται και θα ενεργούν μόνο με αγάπη και καλοσύνη. Έτσι θα ανοίξει η δίοδος επικοινωνίας και θα δημιουργηθούν οι ευνοϊκές συνθήκες για την ανταπόκριση του Θεού στην ειλικρινή πρόσκληση του ανθρώπου.

Αν συμβεί αυτό, θα πρόκειται για την μεγαλύτερη επανάσταση στην ιστορία του ανθρώπινου γένους!

Ουτοπία Έ; Σύμφωνοι!!

Με τα δεδομένα που υπάρχουν σήμερα πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες ουτοπίες, μια κι αυτές οι σκέψεις μοιάζουν το λιγότερο αφελείς.

Όμως, εδώ μπορούμε να θυμίσουμε πως οι μεγαλύτερες και σοβαρότερες επαναστάσεις έγιναν για τη πραγμάτωση μιας ουτοπίας!

Αλλά σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν δεχτούμε πως ο θάνατος σημαίνει τη πλήρη απώλεια της υλικής και πνευματικής ανθρώπινης υπόστασης, με την ολοκληρωτική επιστροφή στην ανυπαρξία, η ουτοπική πρόταση για την ουσιαστική αλλαγή του συστήματος αξιών, πιστεύουμε πως είναι η μόνη ριζική πρόταση για να βγει ο άνθρωπος από τα διαμορφωμένα και τα διαμορφούμενα αδιέξοδα της ζωής του.

 

ΠΗΓΗ: Κυριακή, 26 Φεβρουάριος 2012, Αντίφωνο

Μια πλούσια, θεολογικά, ημέρα

Μια πλούσια, θεολογικά, ημέρα…

 

Του Σωτήρη Ντελή


Αγαπητοί φίλοι, θεολογούντες, θεολογίζοντες, θεολογιζόμενοι, αθεολόγητοι, μας χαιρετίζω. Χθες ήταν μια πολύ πλούσια θεολογικώς ημέρα. Μακάρι να σας είχα ούλους μαζί να τα πούμε. Θα κοιτάξω να σας τα πω κάπως γιατί και είναι κρίμα νομίζω να τα κρατήσω για μένανε, αλλά και γιατί θα'θελα και τις δικές σας σκέψεις με τον καιρό σας.

Έψαχνα, το λοιπόν, να βρω πού γίνεται η κρίση ενός διδακτορικού στον Πανεπιστήμιο σχετικά με την ελευθερία στον Μάξιμο τον Ομολογητή.  Περνάω με το ποδηλατάκι μου δίπλα από το αυτοκίνητο ενός παπά που κινούταν πολύ αργά στα μονοπάτια του Πανεπιστημίου και επειδή περνώντας ξυστά δίπλα του του πέταξα και μια πέτρα με το τεζαρισμένο λάστιχο του ποδηλάτου μου κοντοστάθηκα μήπως παρεξηγήθηκε πιό πολύ. Τονε ρώτησα:

-"Καλημέρα σας, ψάχνετε κάτι;"

-"Ναι, ψάχνω μια ομιλία που γίνεται"

-"Για τον Αγ. Μάξιμο τον Ομολογητή;"

"Μμμμ… Να δω… Κάτι για παλιγγενεσία… ένας αξιοσέβαστος κύριος μου είπε… για να δω την πρόσκληση… στην αίθουσα τελετών..."

-"Α! Για άλλο έχετε έρθει. Λοιπόν θα πάτε..." και του είπα.

-"Ασχολείσαι με τα ζητήματα της πίστεως; Για να λες για Μάξιμο Ομολογητή"

Χαμογέλασα εγω… Τον ήξερα. Ήταν ο πρώτος παπάς με τον οποίο μίλησα όταν ξεκίνησα να αναρωτιέμαι σχετικά. Καλό ήτανε. Τον θυμάμαι πάντα με καλοσύνη. Μου δώρισε μάλιστα και την πρώτη μου Καινή Διαθήκη, στα 24 μου. Ήτανε στον Αγ. Νικόλαο. Από τότε είχα καταλάβει πως δεν μπορούσε να με σηκώσει, αλλά τον θυμάμαι με καλοσύνη.

Συνέχισε λοιπόν…

-"Με τι ασχολείσαι;"

-"Καθηγητής, είμαι".

-"Τι έχεις σπουδάσει;"

-"Μαθηματικά"

-"Αναρωτιέσαι για πράγματα πνευματικά; Αλλά εμπράκτως! Αν θέλεις έλα να με βρεις στην ενορία μου να μιλήσουμε. Να πάρε και αυτά". Και μου έδωσε ένα φυλλαδιάκι και ένα ημερολόγιο, νομίζω "Ενοριακή Κίνησις" λεγόταν. Συνέχισε:

"Γιατί όταν πάμε να περάσουμε στην πράξη που έχει θυσίες, λέμε α δεν μπορώ έχω δουλειές κ.λπ...."

Πάλι δεν μίλησα, ίσως απλά να ψέλισσα "Έχετε δίκιο".

Συνέχισε: "Γιατί μου λέει το ζήτημα είναι Τι Είναι ο Άνθρωπος;"

-"Ο άνθρωπος του λέω είναι αυτός που έχετε δίπλα σας"

-"Ναι, αλλά πρέπει να κινούμαστε έχοντας εξασφαλίσει τα βασικά. Όπως στα Μαθηματικά, υπόθεση συμπερασμα".

-"Μάλιστα..."

-"Μιλάμε για λογική λατρεία"

-"Λογική λατρεία εννοούμε του Λόγου, του Χριστού, όχι της λογικής του Αριστοτέλη", του λέω.

-"Όχι! Λογική, με το μυαλό, λατρεία με λογική, όχι με βλακείες"

-"Ξέρετε ότι έχουμε αγίους βλάκες; Απλά δεν τους γνωρίζουμε" του λέω.

-"Το μυαλό, ο νους πρέπει να είναι καθαρός", μου λέει.

-"Ο νους δεν είναι στο κεφάλι, παππούλη, αλλά στην καρδιά. Αυτά λένε οι Νηπτικοί… στη Φιλοκαλία..."

-"Κάπως τα μπερδεύουν ετούτοι.."

-"Τα μπερδεύουν οι Πατέρες; Στη Φιλοκαλία;"

-"Ναι, καταλαβαίνω πού το πας. Λέω ότι πρέπει πρώτα να είναι ξεκάθαροι οι σκοποί οι σκέψεις, οι πράξεις και μετά τα υπερβαίνεις".

-"Έχετε δίκιο, αλλά νομίζω πως τα ξεκάθαρα τα αρχικά αρκεί να είναι σαν και αυτό που κάνατε ήδη. Όχι οι σκέψεις, αλλά η προσφορά σας και η πρόσκλησή σας".

Με είχε καβαλήσει και μένα ο διάολος, να τον ταπεινώσω… Βασικά ήθελα να του πω να μην είναι τόσο ζηλωτής για ιεραποστολή. Αφού δεν με ξέρει. Άσε που τέτοιου είδους ιεραποστολή με "επιχειρήματα" είναι φενάκη. Αρκεί, αλλά και είναι αναγκαία η καλοσύνη.

Εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνό μου, από έναν φίλο που θα με ειδοποιούσε πού γινόταν το διδακτορικό, και του ζήτησα συγγνώμη γιατί έπρεπε να απαντήσω. Εκείνος, μάλλον απογοητευμένος έφυγε να πάει να βρει την… "εθνική παλιγγενεσία" εκτός Μαξίμου Ομολογητού…

Με συγχωρείτε. Ελπίζω να ωφεληθήκαμε και οι δυό μας από την κουβέντα. Τον δυσκόλεψα σίγουρα. Αλλά μακάρι να πρόσφερα και γω κάτι. Αυτός πάντως πρόσφερε.

Μετά είχαμε Μάξιμο Ομολογητή.

Με διάσημους θεολόγους και φιλοσόφους που θα τους γνωρίζετε ασφαλώς. Τον Μπέγζο, τον είχα ακούσει και γω, έναν Δελληκωσταντή, και άλλους… Λοιπόν… φιλοσοφικό-θεολογικό διδακτορικό.Ενδιαφέρουσα εμπειρία.

Σε πολλά επίπεδα. Σχέση φιλοσοφίας θεολογίας γενικά. Ειδικότερα στην Ελλάδα, καθηγητικό κατεστημένο στα πανεπιστήμια, υποκρισία, άγνοια και τα γνωστά.
Μερικά να επισημάνω μονάχα. Αν και θα μπορούσε να γυριστεί ταινία….

Τι ακούστηκε… Έχει πλάκα να λένε τι θα θέλανε, και στην πράξη ταυτόχρονα να το καταργούν.


-"Πρέπει να κάνουμε φιλοσοφία που να ενδιαφέρει τον κόσμο (Δελλη… και λοιπά)"

Όμως κάθε συζήτηση ελεύθερη (δηλαδή μη μετρήσιμη ακαδημαϊκά) αποκλειόταν από τον υποψήφιο και από τους ίδιους.

-"Αν είχαμε απαντήσει όλα τα ερωτήματα δεν θα είχαμε θεολογία, αλλά αποκάλυψη (Δελλη… και λοιπά)"!!!

"Πατερούλη";! Τι λες; Είναι κάτι άλλο από αποκάλυψη η θεολογία μας;! Καταλαβαίνω να εννοείς πως ο καθένας μας με τις δυνάμεις του κοιτά να προσφέρει στο έργο του Χριστού στον κόσμο, αλλά με τον τρόπο που το εξέφραζες δεν φαινόταν κάτι τέτοιο! Καημένε πού πας;!

"Η Μαρία η Αιγυπτία ήτανε για δέσιμο (Μπέγζος)"!

Πράγματι ρε Μπέγζο, μουρλή ήτανε από τη συντριβή της, αλλά εσύ μωρέ μαύρε που δεν είσαι μουρλός (δηλαδή δεν φαίνεσαι) που πατάς και που βρίσκεσαι ξέρεις; και καλά τώρα, αργότερα; Αλλά τι λέω; Και τώρα; Τώρα μήπως είσαι καλύτερα για να αναρωτηθείς και για μετά;

Να πω πως τόσο μεγάλοι θεολόγοι μου δείχνανε να μην έχουν κατανοήσει στοιχειώδη ζητήματα όπως η έννοια της ελευθερίας στη θεολογία ως κίνηση προς τον άλλο; Να πω ότι μπέρδευαν ουσία με υπόσταση απ' όσο καταλαβαίνω;

Δε λέω πως δεν ξέρουνε οι άνθρωποι. Αλλά είμαι σίγουρος ότι φαίνονταν να έχουν ξεχάσει τα βασικά! Δεν φαινόταν τίποτα στα λεγόμενά τους που να δείχνει να έχουν κάποιες έστω απαντήσεις στα βασικά. Έστω και προτάσεις. Διατύπωναν ερωτήματα τόσο στοιχειώδη όσο μου διατυπώνουν οι μαθητές μου και δεν έδιναν απαντήσεις πέραν του επιπέδου μιας ενημερωτικής εκπομπής, διανθισμένες με γερμανικά και λίγο Νίτσε, Χάρνακ, Ζηζιούλα και λοιπά…

Καλά τί είχανε πάθει; Στη θεολογία τους έχουμε για να διαβάζουν κανα κείμενο κανενός Προτεστάντη μόνο; Καλά κάνουνε, αλλά όχι μόνο αυτό ρε γαμώτο. Καλά πώς στέκουνται στα ακροατήριά τους, στην οικογένειά τους, στους φίλους τους; Είναι δάσκαλοι! Τί έχουν από το δασκαλίκι; Μόνο το γόητρο; Δεν πονά ο περίγυρός τους; Πώς τους ευεργετούν;! Την είχανε πατήσει επειεδή ήταν αναγκασμένοι να μιλούν και με φιλοσόφους υποτίθεται αθέους; Μα οι φιλόσοφοι οι καημένοι και αυτοί παλεύανε τίμια με τους δικούς τους όρους. Οι θεολόγοι; Μούγκα; Ή μήπως δεν είχανε τίποτα να πουν;

Γινόταν ένα χάος επί της ουσίας. Δεν πέταγε ούτε μύγα. Αμοιβαίες συγκαταβάσεις. και η ζωή δίπλα να τρέχει ιλιγγιωδώς, να τους ρωτά και αυτοί να κλείνοπυν τα μάτια και να σηκώνουν ψηλά το κεφάλι να θυμηθιούν κάποιο χωρίο και επί της ουσίας… τίποτα…. κρίμα… μια κρίση διδακτορικού που άφησε τον θάνατο άθικτο.

Ξέρετε κάτι;

Οι μαθητές μου ρωτούν πιο ενδιαφέροντα πράγματα και λέγονται πολύ πιο ζωντανά, ζουμερά σχόλια από αυτά που άκουσα εκεί.

Άρχισα να σκέφτομαι μήπως τελικά είναι καλύτερα στο σχολείο. Αυτοί οι άνθρωποι για να γίνουν ελίτ έχουν φτάσει να λογοκρίνονται. καλό αυτό για να έχεις τη ζωή με μεγαλύτερη πληρότητα όμως, όχι για να την μαραζώνεις. Πόσο χαίρομαι που δεν έχω σπουδάσει θεολογία…

Πόσο χαίρομαι που την έχω γνωρίσει παρέα με τη άσκηση την αγάπη και την προσφορά, έστω και με ευσεβιστικές αποχρώσεις. Ακόμα και ο ευσεβιστής εξαφανίζεται μπροστά στην αγάπη του. Να το πω αλλιώς; Ένας ταπεινός και με αγάπη προτεστάντης μπορεί και να είναι άγιός μας… Όπως και ένας με σύνδρομο Down…

Για να σας συνεχίσω και να τελειώσω με ένα ερώτημα των μαθητών μου.

"Κύριε γιατί κάνετε φιλοσοφία, αφού η θεολογία εμείς ξέρουμε ότι είναι αντίθετη με τη φιλοσοφία;"

Τους απάντησα…

"Φιλοσοφία κάνω γιατί πιστεύω πως είναι μια ακόμη από τις τίμιες και αιματηρές απόπειρες που κάνει ο άνθρωπος να συναντήσει τον Χριστό που τον περιμένει μέσα του. Φιλοσοφία κάνουμε για να αγαπάμε περισσότερο, για να οργώσουμε και έτσι το χωράφι που η χάρη Του θα ποτίσει". Όμως… μακριά από το θαύμα που γίνεται στους ναούς του… μένεις απότιστος…

Καλή σας μέρα!

Καλό υπόλοιπο της Σαρακοστής!

Καλή ανάσταση να'χουμε!

Σας ευχαριστώ. Γράψτε μου όποτε θέλετε

 

Σωτήρης, Πάτρα 24-3-2012

Για την αξιολογική ουδετερότητα

Για την αξιολογική ουδετερότητα[1]

Κείμενο του Γιώργου Φαράκλα σε δημιουργική (επεμβατική) αντιγραφή του Σωτήρη Ντελή

 «Οι πολιτικοί που θεωρούν τους πολίτες «όπως

είναι ακριβώς», τους έκαναν οι ίδιοι έτσι»

Ι. Καντ

Συχνά έχουμε ακούσει διάφορους κοινωνικούς επιστήμονες να διατείνονται πως εξετάζουν τους ανθρώπους «ως έχουν», «ως είχαν», και «ως θα έχουν»… Ότι δεν θέλουν να παρεμβαίνουν ή να παρεμβάλλουν, στην εξέτασή τους, την άποψή τους για το πώς θα όφειλαν να δρουν οι άνθρωποι.

Όμως, μοιραία, ψεύδονται σ’ ένα σημείο.


[1] Βλ. σχετ., το σημείωμα του Γ. Φαράκλα στο: Ψυχοπαίδης, Κ. (2001). Κριτική φιλοσοφία και λογική των θεσμών. (Ό. Σταθάτου, μετάφρ.). Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας». σσ. 9-14.

Όταν κάποιος λέει ότι ατενίζει την κοινωνία, χωρίς να παρεμβαίνει, το πιθανότερο είναι πως έχει δώσει έμφαση σε όψεις της κοινωνικής δράσης που θεωρεί αντικειμενικότερες. Και αντικειμενικότερες όψεις της κοινωνικής δράσης, κατά κανόνα, θεωρεί όσες είναι αναλύσιμες με όρους αιτίας-αποτελέσματος, αιτιακών νόμων.

Συνέχεια

Το ελπιδοφάγο σκαθάρι του Νίκου

Το ελπιδοφάγο σκαθάρι του Νίκου

 

Tου Λευτέρη Κουσούλη


 

Στο σημείωμά μου με τίτλο «Σώστε τους φοίνικες» ο φίλος Νίκος, με το σχόλιό του θέλησε να μας υπενθυμίσει, ότι περίπου αυτά τα ζητήματα στην εποχή της κρίσης που ζούμε είναι χωρίς σημασία.

Πέρα από την αντίρρησή του στην επιλογή του θέματος, η τελευταία πρόταση στο σχόλιό του μου δίνει αφορμή για κάποιες σκέψεις πάνω στην ελπίδα.

Γράφει ο Νίκος: «Πιστέψτε με, στεναχωριέμαι και για το δικό σας πρόβλημα κύριε Λευτέρη – αναφέρεται στην επισήμανσή μου να σωθούν οι φοίνικες – μα έχω τα δικά μου ελπιδοφάγα και ονειροφάγα σκαθάρια που με τρώνε».

Νομίζω ότι καταλαβαίνω για ποια σκαθάρια μιλάει ο Νίκος. Για τα σκαθάρια των προβλημάτων που ιδιαίτερα σήμερα, αιχμαλωτίζουν τον καθημερινό άνθρωπο, του αφαιρούν την ικμάδα και τον καθηλώνουν στην καθημερινή στέρηση. Επίτρεψέ μου, όμως, αγαπητέ Νίκο, εμπνεόμενος από τη συναρπαστική σου περιγραφή, να μιλήσω για τα πραγματικά ελπιδοφάγα σκαθάρια, όπως εγώ τα βλέπω.

Το πρώτο που απειλεί την ελπίδα είναι το εμπόριο της ελπίδας. Ο χειρότερος εχθρός της ελπίδας που κανένα τοξικό δηλητήριο δεν μπορεί να σκοτώσει είναι η πλασματική ελπίδα. Είναι η κενή ελπίδα. Η ελπίδα που στήνεται συστηματικά πάνω στην παραπλάνηση. Που προσπερνάει περιφρονητικά κάθε αλήθεια. Που αγνοεί κάθε πραγματική συνθήκη. Που αρνείται να ερμηνεύσει και να κατανοήσει. Που είναι στρατευμένη σε ένα εξουσιαστικό σχέδιο. Που, αγνοώντας τους πραγματικούς ανθρώπους και τα πραγματικά προβλήματα στο Περιστέρι, στο Σουφλί ή στην Τρίπολη, επιβάλλεται και κυριαρχεί.

Και δεν είναι μόνο αυτό, αγαπητέ Νίκο. Υπάρχει κάτι χειρότερο και βαρύτερο. Πέρα από την ψεύτικη, την κενή και την παραπλανητική ελπίδα, υπάρχει η αποπλανητική ελπίδα. Που στήνει με μεγαλύτερη τέχνη το αόρατο δίχτυ της αιχμαλωσίας, ικανό να πιάσει κάθε συνείδηση, που δε βρίσκεται διαρκώς σε εγρήγορση και δε μάχεται για την ελευθερία της.

Από το κουτί της Πανδώρας και αφού όλα τα δεινά είχαν ελευθερωθεί, είχε μείνει τελευταίο, το δεινότερο δεινό. Η ελπίδα. Η αποπλανητική ελπίδα. Γιατί η άλλη, η πραγματική, η θεμελιωμένη στη βούληση και την ελευθερία είναι αυτή που δημιουργεί και ανατρέπει. Και γι’ αυτή δεν υπάρχει κανένα  ονειροφάγο και ελπιδοφάγο σκαθάρι. Στο πραγματικό πεδίο της ελπίδας καμιά απειλή δεν είναι ικανή να την μετατρέψει από δύναμη σε δεινό.

Γι’ αυτό, αγαπητέ φίλε Νίκο – επίτρεψέ μου να σε αποκαλώ έτσι – στα ψεύτικα ονειροφάγα και ελπιδοφάγα σκαθάρια, το αντίδοτο είναι η θεμελιωμένη και συνειδητή ελπίδα.

 

12-3-2012

 

Σημείωση: Δημοσιεύτηκε και στο http://aixmi.gr/ σήμερα.

Terry Eagleton: Μαρξιστής κατά αθεϊσµού

Μαρξιστής κατά αθεϊσµού

Ο βρετανός λογοτεχνικός κριτικός και θεωρητικός του πολιτισµού Τέρι Ιγκλετον* υπερασπίζεται τη χριστιανική πίστη απέναντι στους νεοαθεϊστές

 

Της Λαμπρινής Κουζέλη

 

«Σε µια εποχή που η πολιτική Αριστερά βρίσκεται σε δεινή ανάγκη για καλές ιδέες, ο λόγος της θρησκείας θα µπορούσε να προσφέρει πολύτιµες εναισθητικές γνώσεις για την ανθρώπινη χειραφέτηση» υποστηρίζει ο κριτικός και θεωρητικός του πολιτισµού Τέρι Ιγκλετον.

Βρετανός της εργατικής τάξης ο οποίος ανατράφηκε ως κοινός ρωµαιοκαθολικός ιρλανδικής καταγωγής, µε το βιβλίο του Λογική, πίστη και επανάσταση εµφανίζεται ως αυτόκλητος υπερασπιστής της θρησκευτικής πίστης, εν προκειµένω της χριστιανικής, απέναντι στη νέα σχολή ενός µανικού αθεϊσµού, που εντοπίζεται στα πρόσωπα και στα κείµενα του βιολόγου Ρίτσαρντ Ντόκινς και του δηµοσιογράφου Κρίστοφερ Χίτσενς – του διδύµου «Ντίτσκινς», όπως τους αποκαλεί χάριν συντοµίας. 

Στη µετανεωτερική εποχή η θρησκεία βρίσκεται παντού σε άνοδο, το ενδιαφέρον όµως είναι ότι ξαναγίνεται δηµόσια και συλλογική και τείνει συχνά να πάρει πολιτική µορφή – φαίνεται πως είναι πάλι έτοιµη να ξεσηκώσει και να σκοτώσει. Κοσµικοί διανοούµενοι τύπου Ντίτσκινς ανασκουµπώθηκαν για να πολεµήσουν αυτό το σκοτεινό, ανορθολογικό πρόσωπο της θρησκείας. 

Ο Ιγκλετον δεν αρνείται ότι η θρησκεία έχει υπάρξει µια «βρωµερή ιστορία µισαλλοδοξίας, δεισιδαιµονίας, ευσεβών πόθων και καταπιεστικής ιδεολογίας» και ότι ο χριστιανισµός έχει προδώσει τις επαναστατικές του καταβολές περνώντας από το πλευρό των απόκληρων στο πλευρό ψευδόµενων πολιτικών, διεφθαρµένων τραπεζιτών και φανατικών νεοσυντηρητικών. Εκείνο όµως που πυροδοτεί την πολεµική τού αταλάντευτου µαρξιστή Ιγκλετον είναι το γεγονός ότι οι πολέµιοι του θρησκευτικού φονταµενταλισµού δεν ασκούν καµία κριτική στον παγκόσµιο καπιταλισµό, ο οποίος δηµιουργεί τα αισθήµατα άγχους και ταπείνωσης που τρέφουν τον φονταµενταλισµό. Πολύ βολικά, οι κληρονόµοι του φιλελευθερισµού και του ∆ιαφωτισµού ξεχνούν ότι έχουν επίσης προδώσει τις θεωρητικές τους διακηρύξεις, όπως αποδεικνύουν η βίαιη υπεξαίρεση της ελευθερίας και της δηµοκρατίας στο εξωτερικό, ο ρατσισµός, η αποικιοκρατία, οι ιµπεριαλιστικοί πόλεµοι, η Χιροσίµα, το απαρτχάιντ, η υποταγή στους σκοπούς του εµπορικού κέρδους.

Επιστρατεύοντας στο οπλοστάσιό του θεολόγους, πολιτικούς επιστήµονες, ιστορικούς, φιλοσόφους και λογοτέχνες, από τον Θωµά τον Ακινάτη ως τον Μαρξ, τον Φρόιντ, τον Λακάν, τον Σλάβοϊ Ζίζεκ, τον Τσαρλς Τέιλορ, τον Αλέν Μπαντιού, τον Μίλτον και τον Τόµας Μαν, ο Ιγκλετον τονίζει ότι οι σχέσεις µεταξύ γνώσης και πίστης είναι περίπλοκες, αλλά πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγµατα τα οποία δεν παραµερίζουν το ένα το άλλο. Η φανατική θρησκευτική πίστη της µετανεωτερικής εποχής άνθησε ακριβώς επειδή η λογική έγινε υπερβολικά κυριαρχική και εργαλειακή, µε αποτέλεσµα να µην µπορεί να ευδοκιµήσει στο έδαφός της ένα έλλογο είδος πίστης. Αυτός όµως δεν είναι λόγος για να αρνηθούµε την πίστη εξ ολοκλήρου.

 Το όραµα του φιλελεύθερου ανθρωπισµού για ελεύθερη και ευτυχή ανάπτυξη της ανθρωπότητας είναι εφικτό, καταλήγει ο Ιγκλετον, µόνο µέσω της αντιµετώπισης του χειρότερου εαυτού µας µέσα από µια διαδικασία αυτοαλλοτρίωσης και ριζικής αναδηµιουργίας, µια διαδικασία, όπως την αποκαλεί χαρακτηριστικά, «τραγικού ανθρωπισµού». Η θρησκεία, εκτιµά ο βρετανός θεωρητικός, θέτει ερωτήµατα για ζωτικά ζητήµατα, για τον θάνατο, τον πόνο, την αγάπη, την αυτοαλλοτρίωση, για τα οποία η σηµερινή κοινωνία και η πολιτική σιωπούν και ο Ιγκλετον αποφασίζει εδώ να κηρύξει το τέλος σε αυτή την «πολιτικά παραλυτική συστολή».

 

ΠΗΓΗ: ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  18/12/2011, http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=435332&h1=true

 

* http://www.critique.gr/index.php?&page=article&id=852 Και: O Τέρυ Ίγκλετον είναι καθηγητής Aγγλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Oξφόρδης. Tο 1996 κυκλοφόρησαν η δεύτερη έκδοση του κλασικού έργου του Literary Theory: An Introduction, καθώς και το Marxist Literary Theory: A Reader, το οποίο έχει επιμεληθεί μαζί με τον Drew Milne. Στο πολυάριθμο συγγραφικό έργο του συμπεριλαμβάνονται επίσης τα: Heathcliff and the Great Hunger (1995), The Ideology of the Aesthetic (1990), William Shakespeare (1986), Walter Benjamin (1976), Criticism and Ideology (1976) και Marxism and Literary Criticism (1976). Πηγή: http://www.kastaniotis.com/author/688.

Επίσης: Ο Terry Eagleton, http://en.wikipedia.org/wiki/Terry_Eagleton

Η εσχατολογική και τραγική ερμηνεία

Η εσχατολογική και τραγική ερμηνεία της ιστορίας και του κόσμου*

 

Του Σπύρου Κουτρούλη

 

 

Δύο ερμηνείες του κόσμου, η εσχατολογική και η τραγική φιλοδοξούν να ανιχνεύσουν την εξέλιξη του κόσμου και του πραγματικού.

Η πρώτη, η εσχατολογική, εμφανίζεται μετά τον χριστιανισμό και ενώ αυτός αρχίζει να υποχωρεί, να παρακμάζει και να αμφισβητείται έντονα. Θεωρεί ότι η ιστορία έχει συγκεκριμένο νόημα, νομοτελειακό χαρακτήρα και συνεπώς προβλέψιμο με ακρίβεια, ευθύγραμμη κατεύθυνση και τερματισμό. Η ιστορία έχει ένα τέλος και από αυτό το τέλος αποκτά έλλογο χαρακτήρα. Βεβαίως η στάση αυτή δεν αποκλείει, αλλά συνήθως εμφανίζεται μαζί με την νοσταλγία προς σε ένα αρχέτυπο, σε μια αρχική παραδείσια κατάσταση, που θα αποκατασταθεί με το τέλος της ιστορίας.

Η δεύτερη, η τραγική, ερμηνεύει τον κόσμο και την ιστορία ως μια διαδικασία αντιφάσεων και συγκρούσεων που δεν έχει ούτε συγκεκριμένο νόημα, ούτε συγκεκριμένο τέλος. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις η αντιφατικότητα μπορεί να περιλαμβάνει και την ίδια την γνωστική διαδικασία. Η εξέλιξη μπορεί να έχει κυκλικό χαρακτήρα όχι όμως με την έννοια της επανάληψης των ίδιων γεγονότων. Χωρίς αμφιβολία προέρχεται από τον αρχαιοελληνικό στοχασμό. Όμως σύμφωνα με τον Μ. Ελιάντε ο μύθος της αιώνιας επανάληψης, από τον οποίο εμπνέεται τουλάχιστον η μη εσχατολογική ερμηνεία της ιστορίας, συναντάται σε πολλούς αρχαίους πολιτισμούς, αποτελώντας μια απόπειρα βίωσης του ιερού και «επιβεβαιώνουν κυρίως την ελπίδα και την επιθυμία για μια περιοδική αναγέννηση του περασμένου χρόνου και της ιστορίας», ενώ η νοσταλγία της αιωνιότητας ή ενός χαμένου παράδεισου «απαντά η επιθυμία της αιώνιας ζωής χάρη στην ατέρμονη επανάληψη των αρχετυπικών κινήσεων». Βεβαίως οι δύο αυτές ερμηνείες δεν χωρίζονται μεταξύ τους με στεγανά, αλλά αντίθετα, συμπεράσματα της μίας ,μπορεί να χρησιμοποιηθούν από την άλλη για να ενδυναμώσει τις απόψεις της.

Ο H. Morgenthau προσδιόρισε ως τραγική έννοια της ζωής την συνειδητοποίηση της, ως «μιας ατέρμονης διαπάλης αντιθέσεων και συγκρούσεων, στοιχείων εγγενών στη φύση των πραγμάτων, τις οποίες το ανθρώπινο λογικό αδυνατεί να επιλύσει». Συνεπώς το στοιχείο της σύγκρουσης που δεν μπορεί να επιλυθεί και να τελεσφορήσει και όχι ο κυκλικός χρόνος, είναι το στοιχείο που καθορίζει τελικά την μη εσχατολογική αντίληψη του πραγματικού. Δεδομένου ότι ο χριστιανισμός δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία η οποία θα προέλθει από μια προβλέψιμη από τον άνθρωπο σειρά γεγονότων, αλλά στα Έσχατα όπου ο Λόγος σαρκώνεται με μυστηριακό και υπέρλογο τρόπο, μπορεί από πλευράς δομής σκέψεως να ενέπνευσε τις ευθύγραμμες εξελίξεις του πραγματικού, αλλά από πλευράς περιεχομένου του είναι τελικά εντελώς ξένη κάθε εσχατολογική φιλοσοφία της ιστορίας ή ερμηνεία του κόσμου.

Ο Ερατοσθένης Καψωμένος γράφει ότι «η ελληνική παράδοση απορρίπτει ως παιδαριώδη αφέλεια το δυναμοκεντρικό μοντέλο της συνεχούς εξέλιξης προς την τελειότητα. Η αντίληψη του χρόνου και της ιστορίας στην ελληνική παράδοση είναι κυκλική (ή σπειροειδής). Οι καθοριστικές νομοτέλειες της ζωής, όπως η νομοτέλεια της κίνησης από τη γέννηση στον θάνατο, επανέρχονται αέναα Ο θάνατος προαναγγέλλει μια νέα γέννηση».

Ο Κ. Γεωργούλης, ένας επαρκής γνώστης της ελληνικής αρχαιότητας θεωρεί ότι τόσο στον Ησίοδο όσο και στον Όμηρο ο κόσμος προχωρεί «από μιάς ανωτέρας καταστάσεως, προς την παρακμήν», ενώ ο Θουκυδίδης και ο Πολύβιος «δέχονται την θεωρίαν της ανακυκλήσεως», που με ποιητικό τρόπο ξαναδιαβάζουμε στο έργο του Φ. Νίτσε. Παρόμοια ο Πλάτων «βλέπει την ανέλιξιν του ιστορικού βίου υπό την προοπτικήν της κυκλογενέσεως. Η ιστορική ζωή αρχίζει ως προσπάθεια προς ανάπτυξιν. Φθάνει εις μιαν ακμήν και έπειτα μεταπίπτει εις την παρακμήν», ενώ ο Αριστοτέλης «πρεσβεύει και αυτός ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται ακολουθούσα την κυκλική περιφοράν του κόσμου». Ο Πλάτων περιγράφει στα έργα του, κυρίως στην «Πολιτεία» και στους «Νόμους», την ιδανική πολιτεία, στην οποία θα βασιλεύουν οι φιλόσοφοι, δηλαδή αυτοί που είναι αφοσιωμένοι στην μελέτη του όντος που αργότερα θα απλουστευθεί ως κυριαρχία των διανοούμενων, όμως η πραγμάτωση της, δεν θα έρθει ως αποτέλεσμα μιας νομοτέλειας .Αποτελεί συμπέρασμα της σκέψης του και του διαλεκτικού λόγου. Την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στην θεωρητική κατασκευή της ουτοπικής πολιτείας του και την πραγματικότητα δεν επιχειρεί με κάποιο τρόπο να την γεφυρώσει. Περιγράφει βέβαια τα τέσσερα πολιτεύματα – τιμοκρατία, ολιγαρχία, δημοκρατία, τυραννία -, που το καθένα δημιουργεί τις προυποθέσεις για να ξεπεραστεί και να το διαδεχθεί το επόμενο. Στοχαστές σαν τον Κ. Δεσποτόπουλο θα ισχυριστούν ότι δεν προκύπτει από πουθενά η κυκλικότητα των πολιτευμάτων.

Το βέβαια είναι, ανεξάρτητα από αυτές τις αντιρρήσεις η πλατωνική ουτοπία δεν θεωρείται από τον δημιουργό της, ως ο δρόμος που θα πρέπει να βαδίσει αναγκαστικά η ιστορία, ώστε να ολοκληρωθεί και να κλείσει. Εκτός αυτού, ο Πλάτων, στον Φαίδωνα ( 72 Ε), θα καταλήξει ότι «η μάθησις ουκ τι άλλο τι ή ανάμνησις τυγχάνει ούσα», δηλαδή ότι η γνώση προϋπάρχει στο παρελθόν και δεν κάνουμε τίποτε άλλο από την καλούμαι στον τρέχοντα χρόνο. Η θέση αυτή έχει ουσιώδεις συνέπειες στην πλατωνική φιλοσοφία, όπως την απόδειξη της αθανασίας της ψυχής, αλλά και τον αποκλεισμό της εσχατολογίας, διότι η αλήθεια και το αγαθό υπάρχουν ως αρχέτυπα στον παρελθόντα χρόνο.

Από τους προσωκρατικούς φιλοσόφους ο Εμπεδοκλής θα δει τον κόσμο να στροβιλίζεται σε μια δίνη ανάμεσα στην Φιλότητα και το Νείκος, την Αγάπη, την Φιλία και την Εχθρότητα. Πρόκειται για μια κοσμοθεωρία, που θα επιστρέψει με έλλογο τρόπο στον 20ο και στον 21ο αιώνα για να ερμηνεύσει το Πολιτικό ή ακόμη ευρύτερα το Κοινωνικό. Έτσι ο Κ. Σμίτ ισχυρίζεται ότι «η ειδικά πολιτική διάκριση, στην οποία μπορούν να αναχθούν οι πολιτικές πράξεις και τα πολιτικά κίνητρα, είναι η διάκριση Φίλου και Εχθρού», ενώ «όλες οι πολιτικές έννοιες, παραστάσεις και λέξεις έχουν ένα πολεμικό νόημα».

Αντίθετα ο Π. Κονδύλης θα διαπιστώσει ότι η διάκριση Εχθρού – Φίλου, Εχθρότητας- Φιλίας έχει ένα κοσμοθεωρητικό χαρακτήρα, ικανό όπως και στον Εμπεδοκλή, να ερμηνεύσει το σύνολο του κοινωνικού, καθότι «η έσχατη πραγματικότητα συνίσταται από υπάρξεις, άτομα ή ομάδες, που αγωνίζονται για την αυτοσυντήρησή τους και μαζί, αναγκαστικά, για τη διεύρυνση της ισχύος τους. Γι’ αυτό συναντώνται ως φίλοι ή ως εχθροί και αλλάζουν τους φίλους και τους εχθρούς ανάλογα με τις ανάγκες του αγώνα για την αυτοσυντήρησή τους και τη διεύρυνση της ισχύος τους», ενώ και το «πνεύμα» έχει μια πολεμική υφή που «καθορίζει όχι μόνο τον τρόπο, με τον οποίο αυτό κατανοεί τον εαυτό του, αλλά και τη – συναφή – διατύπωση θεωριών οι οποίες έχουν γενικευτικές αξιώσεις και μέσα από τη δομή τους, όπως διαμορφώνεται μέσα σε «πνευματικούς» αγώνες, αφήνουν να διαφανούν οι υπαρξιακές μέριμνες του υποκειμένου της εκάστοτε απόφασης».

Βεβαίως από τους Προσωκρατικούς, ο Ηράκλειτος, είναι αυτός που θα αναδείξει τον κόσμο ως το αιώνιο γίγνεσθαι, ως μια διαδικασία συγκρούσεων, τον πόλεμο ως τον πατέρα των πάντων. Το ενδιαφέρον είναι ότι η σύγκρουση και η αντίφαση δεν περιορίζεται μόνο στον κόσμο, αλλά και στον τρόπο που τον αντιλαμβανόμαστε. Από αυτό το σημείο θα προκύψουν πολλά προβλήματα, που θα επισημανθούν αρχικά από τον Αριστοτέλη, τα οποία όμως θα αξιοποιηθούν από τον Έγελο, προς μια κατεύθυνση εσχατολογική, που αναιρεί και αντιστρέφει τις αφετηρίες του Ηράκλειτου. Ειδικά οι αμφισημίες και οι αοριστολογίες θα εμποδίσουν σε πολλές περιπτώσεις να κατανοήσουμε και τα προφανή. Όμως στην σκέψη του Ηράκλειτου οφείλεται η σύνθεση μια μη ευθύγραμμής και εσχατολογικής κοσμοεικόνας. Αφού αποδεχθεί ότι κόσμος είναι ενιαίος και ένας, θα προσθέσει ότι όλα συμβαίνουν σύμφωνα με τον Λόγο, παρόλο που αυτό οι άνθρωποι δεν το κατανοούν. Βεβαίως αυτή η ενότητα, είναι ενότητα των αντιθέτων και των συγκρούσεων. Όπως έλεγε «οδός άνω κάτω μία και αυτή» (ο ανήφορος και ο κατήφορος είναι ο ίδιος δρόμος). Η πορεία μπορεί να λαμβάνει μια κυκλική τάση καθώς «ταυτό τ’ ένι ζών και τεθνηκός και το εγρηγορός και το καθεύδον και νέον και γηραιόν. Τάδε γαρ μεταπεσόντα εκείνα εστι κακείνα (πάλιν) μεταπεσόντα ταύτα» (και το ίδιο πράγμα είναι στον άνθρωπο η ζωή και ο θάνατος, ο ξύπνος και ο ύπνος, τα νιάτα και τα γηρατειά. Γιατί αν αυτά τα πράγματα αλλάξουν γίνονται εκείνα, και αν εκείνα πάλι αλλάξουν γίνονται αυτά). Κάθε ενότητα έχει ένα προσωρινό χαρακτήρα καθώς η ενότητα και η πολλαπλότητα διαδέχεται η μία την άλλη, ώστε «συλλάψιες όλα και ουχ όλα, συμφερόμενον διαφερόμενον, συνάδον διάδον, εκ πάντων εν και εξ ενός πάντα» (τα πράγματα που θεωρούνται ότι σχηματίζουν σύνολα είναι και δεν είναι ένα όλο, συναρθρώνονται και διαλύονται, βρίσκονται και δεν βρίσκονται σε αρμονία, από όλα προέρχεται το ένα και από το ένα όλα).

Το πραγματικό δεν είναι δύσκολο να συμφωνήσουμε ότι καθορίζεται από αντιφάσεις (μέρα – νύχτα, χειμώνας- καλοκαίρι, κορεσμός – πείνα) ή όπως γράφει ο Ηράκλειτος «ταναντία άπαντα, ούτος ο νούς» (όλα τα αντίθετα, αυτό είναι το νόημα ) Τα προβλήματα αρχίζουν όταν επεκτείνεται η αντίφαση ή και η πολεμικότητα στις έννοιες και στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και ερμηνεύουμε τον κόσμο. Δηλαδή «ου ξυνιάσιν όκως διαφερόμενον εωυτώ ξυμφέρεται. Παλίντονος αρμονίη όκωσπερ τόξου και λύρης» (Δεν καταλαβαίνω πως είναι δυνατό, ενώ βρίσκεται σε αντίθεση, να συμφωνεί με τον εαυτό του (επί λέξει: πως, ενώ έρχεται σε διάσταση, συγκλίνει με τον εαυτό του): υπάρχει ένας παλίντονος δεσμός, όπως στο τόξο και τη λύρα) Ενώ για παράδειγμα τον χειμώνα τον διαδέχεται η άνοιξη και το καλοκαίρι και το καλοκαίρι το φθινόπωρο και ο χειμώνας, ο χειμώνας δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και καλοκαίρι – ακόμη και αν υπάρχουν οι αλκυονίδες μέρες – που εξομαλύνουν τις διαφορές. Ο χρόνος εδώ είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα για την λογική σκέψη. Για αυτό όπως επισημαίνει ο Φ. Νίτσε, ο Ηράκλειτος, «φαίνεται ψυχρός, αναίσθητος, ακόμη και εχθρικός απέναντι σ’ εκείνο τον άλλο τρόπο παράστασης, ο οποίος προχωρεί με έννοιες και λογικούς συνδυασμούς, συνεπώς και απέναντι στο λογικό (Vernunft), και δείχνει να νιώθει ευχαρίστηση όταν μπορεί να του εναντιωθεί με κάποια αλήθεια που έχει αποκτήσει με την εποπτεία. Όντως αυτό κάνει σε θέσεις όπως «κάθε πράγμα, σε κάθε χρονική στιγμή, έχει μέσα του το αντίθετό του», με τέτοια αυθάδεια που ο Αριστοτέλης τον κατηγορεί για το μέγιστο έγκλημα μπροστά στο δικαστήριο του λογικού, τον κατηγορεί ότι αμάρτησε ενάντια στην «αρχή της αντίφασης». Αν λάβουμε υπόψην τις αντιρρήσεις του Αριστοτέλη, που διατυπώνει με πολλούς τρόπους, στα «Μετά τα Φυσικά», αλλά και σε άλλα έργα του, η σκέψη μας θα προφυλαχθεί από πολλές κακοτοπιές. Εχθρός του Αριστοτέλη, όπως και του Πλάτωνα, είναι το σύνολο της σκέψης του Ηράκλειτου και του Κρατύλου. Καθότι «Το γαρ αυτό άμα υπάρχειν τε και μη υπάρχειν αδύνατον τω αυτώ και κατά το αυτό» (μετάφραση Α. Δαλέζιου: είναι αδύνατον ένα και το αυτό κατηγορούμενο να ανήκει και συγχρόνως να μην ανήκει σε αυτό το υποκείμενο και κατά τας αυτάς σχέσεις)  αλλά « ότι ουκ ενδέχεται τας αντικειμένας φάσεις περί ταυτού καθ’ ένα χρόνον αληθεύειν, ουδέ ταναντία, δια το λέγεσθαι κατά στέρησιν πάσα εναντιότητα» (μετάφραση Α. Δαλέζιου: δεν ημπορούν αι αντιθετικαί θέσεις περί του αυτού πράγματος εις τον αυτόν χρόνον να αληθεύουν, ουδέ αι εναντιώσεις, διότι κάθε εναντιότης έχει στερητικήν σημασίαν).

Στο κλασικό έργο του Αριστοτέλη, για την Λογική, το «Όργανον», εξ αρχής τίθεται ως στόχος ο αποκλεισμός της αντίφασης από την λογική διαδικασία.  Γι’ αυτό θα επαναληφθούν οι αντιρρήσεις του στην σκέψη του Ηράκλειτου και σε όσους συμμερίζονται για παράδειγμα «οίον αγαθόν και κακόν είναι ταυτόν» ή ότι το ίδιο και το αντίθετό του μπορεί να ανήκουν την ίδια στιγμή στο ίδιο υποκείμενο. Συγχρόνως θα αποδεχθεί την διαλεκτική ως μια διαδικασία ερωτήσεων, με περιορισμένες όμως αποδεικτικές δυνατότητες, ιδιαίτερα στην εύρεση της φύσης των πραγμάτων. Φυσικά δεν της αναγνωρίζει καμία αρμοδιότητα στον τρόπο που κινούνται τα πράγματα και στην ίδια την ιστορία.

Η διέξοδος του Ηράκλειτου, από την εσχατολογική σκέψη, αλλά και την εμμονή στην αιώνια ανακύκλωση, είναι ο χρόνος που λαμβάνει την μορφή του παιδιού που ρίχνει ζάρια: «Αιών παις εστί παίζων, πεσσεύων, παιδός η βασιλίη» (ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει, ρίχνοντας ζάρια, ενός παιδιού η βασιλεία). Ο Κ. Αξελός εξηγεί ότι ο Χρόνος στα όρια αυτής της σκέψης «είναι το παιχνίδι ενός παιδιού που συνεχώς χτίζει και ξεχτίζει, κι αυτό το παιχνίδι παίζεται χωρίς κίνδυνους, κινδύνους που ο στοχαστής δεν μπορεί και δεν πρέπει ν’ αποκλείσει αλλά να τους δεχτεί». Το Παιχνίδι, είναι ανοιχτό σύστημα, ο κόσμος είναι διαρκής ροή και το γίγνεσθαι αθώο κατά την έκφραση του Νίτσε. Η διαλεκτική του Ηράκλειτου διασώζει την ταυτότητα και την ετερότητα των μερών που δεν ανασυντάσσονται προς ένα νοητό τέλος και σε ένα έσχατο σημείο, το οποίο εξορθολογίζει την διαδρομή.

Συνεπώς η διαφορά ανάμεσα στον Ηράκλειτο και τον Έγελο δεν μπορεί να γεφυρωθεί διότι, όπως επισημαίνει ο Κ. Αξελός, «ο ρυθμός της ηρακλειτικής διαλεκτικής δεν είναι τριαδικός – θέση, αντίθεση, σύνθεση, ή, θέση, άρνηση, άρνηση της άρνησης  – αλλά βαθύτατα δυαδικός: αυτή η ακατάπαυστη κίνηση του πηγαινέλα. Όπως οι αντιθέσεις του είναι αντιθέσεις διπολικές, ανταγωνισμοί όπου μια δύναμη γίνεται διαδοχικά ισχυρότερος ανταγωνιστής από μια άλλη δύναμη, αντιθέσεις έντονες, έτσι κι η μέθοδος της σκέψης του είναι εξίσου αντιθετική. Απαρνιέται ο Ηράκλειτος τη σύνθεση; Είναι αλήθεια πως μόλις τεθούν οι δύο «θέσεις», κάνει την εμφάνισή της μια περιέχουσα οντότητα, οι δύο θέσεις όμως εξακολουθούν ν’ αλληλοσπαράζονται, η σύγκρουση παραμένει σύγκρουση κι η άρνηση δε βρίσκει την άρνησή της». Το χαρακτηριστικό στοιχείο της ηρακλείτειας κοσμοεικόνας ως σύγκρουσης, είναι το τραγικό, η «σύλληψη είναι τραγική, επειδή η πάλη των αντιμαχόμενων στοιχείων είναι συστατικό του Κόσμου», καταλήγει ο Κ. Αξελός.

Ο Νίτσε στο εγχείρημα του Ηράκλειτου βλέπει να συνοψίζεται η αγωνιστική ερμηνεία του αρχαιοελληνικού κόσμου, η τοποθέτηση της έριδος, της σύγκρουσης, του πολέμου ως του θεμελίου του γίγνεσθαι: «Μόνον ένας Έλληνας ήταν ικανός να βρεί αυτή την παράσταση ως θεμέλιο μιας κοσμοδικίας. Είναι η καλή Έρις του Ησιόδου ανυψωμένη σε αρχή του κόσμου, είναι η σύλληψη του αγώνος που χαρακτηρίζει τον μεμονωμένο Έλληνα και το ελληνικό κράτος». Αλλά η εισαγωγή του Παιχνιδιού, προϋποθέτει την αισθητική ερμηνεία του κόσμου: «Έτσι βλέπει τον κόσμο μόνον ο αισθητικός άνθρωπος ο οποίος έχει μάθει από την επαφή με τον καλλιτέχνη και από την γέννηση ενός έργου τέχνης πως ο αγώνας της πολλότητας μπορεί μολαταύτα να φέρει μέσα του έναν νόμο και ένα δίκαιο, πως ο καλλιτέχνης είναι συγχρόνως θεωρών και δρών μέσα στο έργο του, πως αναγκαιότητα και παιχνίδι, σύγκρουση και αρμονία οφείλουν να ζευγαρώσουν για να γεννήσουν το έργο τέχνης».

Σε αντίθεση με τον Εμπεδοκλή, στον Ηράκλειτο, η Φιλότητα έχει απορροφηθεί από το Νείκος. Η εξισορρόπηση επέρχεται από την αποφυγή της Ύβρεως («ύβριν χρη σβεννύναι μάλλον ή πυρκαϊήν»: είναι πιο αναγκαίο να σβήνει κανείς την ύβρη παρά την πυρκαγιά.) και την στήριξη στον θεϊκό νόμο που θρέφει την ανθρώπινη κοινότητα («ξυν νόω λέγοντας ισχυρίζεσθαι χρη τω ξυνώ πάντων, όκωσπερ νόμω πόλις και πολύ ισχυροτέρως. Τρέφονται γαρ πάντες οι ανθρώπειοι νόμοι υπο ενός του θείου. Κρατεί γαρ τοσούτον οκόσον εθέλει και εξαρκεί πάσι και περιγίνεται»: όσοι μιλούν μυαλωμένα πρέπει να στηρίζονται σ’ αυτό που είναι κοινό σε όλους, όπως μια πόλη πρέπει να στηρίζεται στο νόμο της, και με πολύ μεγαλύτερη εμπιστοσύνη. Γιατί όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται από ένα νόμο, τον θείο. Γιατί αυτός έχει όση δύναμη θέλει και όχι μόνο φτάνει για όλους, παρά μένει και υπόλοιπο).

 

* Απόσπασμα από μελέτη του συγγραφέα.

 

ΠΗΓΗ:  Τρίτη, 6 Μαρτίου 2012, http://www.koutroulis-spyros.blogspot.com/

 

Σημείωση από τΜτΒ: Διορθώθηκαν τα σημεία στίξης και έγιναν οι υπογραμμίσεις.

Μεταφυσικής αγώνας άγονος & το δώρο μαρτυρίας IΙ

Μεταφυσικής αγώνας άγονος και το δώρο της μαρτυρίας: διαδρομές στη σύγχρονη Φιλοσοφία της Θρησκείας – Μέρος ΙΙ

 

Του π. Ευάγγελου Γκανά


 

Συνέχεια από το Μέρος Ι

Το πρόβλημα της επιστημολογικής αξιοπιστίας της εμπειρίας ως πηγής πεποιθήσεων

Βάζοντας εκ νέου τις θρησκευτικές εμπειρίες στο κέντρο της επιστημονικής έρευνας, αν και με τρόπο αμφιλεγόμενο που έγινε αντικείμενο εκτεταμένης κριτικής,  ο William James πυροδότησε μια συζήτηση που δεν έχει σταματήσει. Εδώ ούτε θα την συνοψίσουμε ούτε θα αναδείξουμε τις βασικές της πτυχές. Θα αρκεστούμε σε μια συγκεκριμένη αναφορά, το έργο του William Alston, και συγκεκριμένα το έργο του Perceiving God, γιατί αποτελεί σημαντική συμβολή στην επιστημολογική συζήτηση πάνω στο θέμα των θρησκευτικών εμπειριών.

Στη σύγχρονη αυτή συζήτηση λαμβάνεται συχνότατα ως δεδομένο,  από θρησκευόμενους και μη στοχαστές,  ότι οι εμπειρίες αυτές συνιστούν ένα τελείως υποκειμενικό φαινόμενο χωρίς καμιά γνωστική αξία. Ενάντια σ’ αυτή τη θεώρηση ο Alston θα υποστηρίξει πως η εμπειρική αίσθηση της παρουσίας του Θεού, αυτό που ονομάζει αντίληψη του Θεού, συνιστά μια σημαντική συμβολή στη θεμελίωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Πιο συγκεκριμένα, ο Alston προσπαθεί να τεκμηριώσει την άποψη πως ένας άνθρωπος μπορεί να θεωρείται δικαιολογημένος για τις πεποιθήσεις που έχει περί Θεού, πεποιθήσεις που πηγάζουν από την αντίληψή του πως ο Θεός εμφανίζεται στη ζωή του και μάλιστα με συγκεκριμένες πράξεις: τον παρηγορεί, τον ενδυναμώνει, τον καθοδηγεί, του επικοινωνεί κάποιο μήνυμα, τον διατηρεί στη ζωή.

Στο βαθμό που η μυστική εμπειρία είναι μια εμπειρία που σχετίζεται με την αντίληψη, τότε, εξ απόψεως φαινομενολογίας, το ερώτημα κατά πόσον η μυστική εμπειρία αξιολογείται ως αυθεντική περί Θεού αντίληψη ανάγεται στο κατά πόσον το υποκείμενο της εμπειρίας θεωρεί πως έτσι έχουν τα πράγματα. Και το ερώτημα αυτό εγείρεται για τη μυστική εμπειρία με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που εγείρεται και για τις αισθητηριακές εμπειρίες, κάνοντας έτσι δυνατό έναν ενιαίο χειρισμό της επιστημολογίας των δυο αυτών τρόπων εμπειρίας. Δείχνοντας με πειστικό τρόπο πως αδυνατούμε να δώσουμε μια απόδειξη της αξιοπιστίας των αισθητηριακών αντιλήψεων χωρίς να καταφύγουμε σε επιστημολογική κυκλικότητα  ο Alston αναδεικνύει πως η  κοινώς αποδεκτή υπόθεση πως έχουμε επαρκείς λόγους να εμπιστευόμαστε τις αισθητηριακές αντιλήψεις, αλλά όχι αυτές που υποβάλουν τη αίσθηση της παρουσίας του Θεού, είναι επιστημολογικά αστήρικτη.

Εδώ απαιτείται μια λεπτή παρατήρηση. Η θέση που υποστηρίζει ο Alston δεν έχει να κάνει με επιχειρήματα για την απόδειξη ύπαρξης του Θεού. Ούτε υποστηρίζει ότι η ύπαρξη του Θεού προσφέρει την καλύτερη εξήγηση για τα γεγονότα που ονομάζουμε θρησκευτικές εμπειρίες. Αυτό που υποστηρίζεται είναι πως άνθρωποι ορισμένες φορές έχουν κάποια αντίληψη του Θεού και μέσω αυτής αποκτούν αξιόπιστες αντιλήψεις για το Θεό. Αυτό δε σημαίνει πως ο Θεός παρουσιάζεται στον άνθρωπο πρωτίστως για να καταστήσει συγκεκριμένες αντιλήψεις αξιόπιστες. Αντίθετα, και  σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, ο Alston θεωρεί πως η κύρια σημασία των θρησκευτικών εμπειριών έγκειται στο ότι συνιστούν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικής σχέσης ανθρώπου και Θεού, η οποία αποτελεί το θεμελιώδη σκοπό και την ολοκλήρωση της ανθρώπινης ζωής.

Το τελικό συμπέρασμα του βιβλίου δεν είναι πως οι θρησκευτικές εμπειρίες αποτελούν αδιάψευστη απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, αλλά πως μπορούν βάσιμα και αξιόπιστα να χρησιμοποιηθούν ενισχυτικά σε μια αθροιστική και συνολική παράθεση επιχειρημάτων υπέρ παραδοσιακών θέσεων της χριστιανικής παράδοσης.

Επιστημολογία και δόγμα

Ένα βήμα πιο πέρα από το θέμα της αξιοπιστίας των θρησκευτικών εμπειριών ως πηγής πεποιθήσεων βρίσκεται η προοπτική της λεγόμενης Μεταρρυθμισμένης Επιστημολογίας (Reformed Epistemology). Εδώ θα αναφερθούμε συνοπτικά σε ορισμένες βασικές θέσεις  του Alvin Plantinga, που μοιάζουν καινοτόμες και τολμηρές, αλλά που στον γνώστη της χριστιανικής παραδόσεως θυμίζουν έντονα βασικές χριστιανικές θέσεις με αντιμεταφυσική χροιά.

Βασική θέση εκκίνησης του Plantinga είναι πως η πίστη στο Θεό, καθώς και τα υπόλοιπα βασικά άρθρα πίστης του χριστιανισμού, δεν προκύπτουν από κάποιες άλλες ακράδαντες πεποιθήσεις, ούτε από κάποια αδιάψευστα αποδεικτικά τεκμήρια. Αντίθετα αποτελούν βασικές πεποιθήσεις  που δομούν την όλη χριστιανική κοσμοεικόνα και τις πρακτικές που τη συνοδεύουν

Για τον Plantinga τα δόγματα προκύπτουν ως προϊόντα δυνατοτήτων που ενυπάρχουν στην ανθρώπινη φύση. Οι δυνατότητες αυτές, δημιουργημένες από το Θεό με σκοπό να οδηγούν τον άνθρωπο στην αλήθεια, παράγουν τις σωστές περί Θεού αντιλήψεις, με την προϋπόθεση ότι λειτουργούν με το σωστό τρόπο.

Η βασική δυνατότητα είναι για τον Plantinga η sensus divinitatis, έννοια που αντλείται από την καλβινιστική παράδοση, αλλά που έχει βάσιμες αναλογίες με τη βιβλική και πατερική παράδοση. Σύμφωνα με αυτή την τελευταία, η ενυπάρχουσα στον άνθρωπο δυνατότητα να σχετιστεί με το Θεό ονομάζεται νοερά ενέργεια και όταν λειτουργεί σωστά, κυρίως μέσω της προσευχής ως αδιάλειπτης μνήμης του Θεού, αλλά και της αέναης επιθυμίας να τηρείται το θέλημα του Θεού, δημιουργεί στον άνθρωπο αληθείς περί του Θεού αντιλήψεις. Ο άνθρωπος που βρίσκεται σε αυτή την πνευματική πορεία δεν επιλέγει συνειδητά, βάσει επιχειρημάτων και προτάσεων ή εξωτερικών τεκμηρίων τις πεποιθήσεις του, αλλά συνειδητοποιεί σταδιακά ότι αυτές ενυπάρχουν μέσα του.

Η sensus divinitatis δεν αναφέρεται σε μια στατική κατάσταση, μια άπαξ κατακτηθείσα αλήθεια, αλλά αντιθέτως απαιτεί μια συγκεκριμένη διαδικασία ωρίμανσης, είναι μια δυνατότητα που μπορεί να νοσήσει και να γίνει αφορμή για ψευδείς αντιλήψεις ή και να καταστεί τελείως ανενεργή.

Αυτό που στη θεολογική γλώσσα ονομάζεται αμαρτία έχει καταστροφικές συνέπειες για τον άνθρωπο υπό δύο έννοιες. Πρώτον, επιδρώντας στην ανθρώπινη συμπεριφορά προκαλεί ένα είδος τρέλας της θελήσεως, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να αποτυγχάνει να αγαπήσει το Θεό πάνω από οτιδήποτε άλλο. Δεύτερον προκαλεί συσκότιση των γνωστικών ικανοτήτων του ανθρώπου εισάγοντας μια μορφή τύφλωσης, έτσι που ο άνθρωπος αδυνατεί πλέον να διακρίνει τη δόξα του Θεού μέσα στη δημιουργία και την ιστορία.

Το τελικό συμπέρασμα του Plantinga είναι ότι η σωστή λειτουργία της sensus divinitatis αποτελεί προϊόν της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, το οποίο δεν παρακάμπτει όμως τις ανθρώπινες δυνατότητες, αλλά δρα μέσα από αυτές, αφού πρώτα τις θεραπεύσει.

Η μαρτυρία ως σύνολο πρακτικών μια κοινότητας που συγκροτείται από μιαν αφήγηση

Το έργο του Wittgenstein, αν και μη συστηματικό σε ό,τι αφορά το χώρο της Φιλοσοφίας της Θρησκείας  πυροδότησε συζητήσεις ιδιαιτέρως γόνιμες για το χριστιανό θεολόγο. Για τον Wittgenstein οι θρησκευτικές έννοιες και πεποιθήσεις νοηματοδοτούνται μέσα από μια σειρά πρακτικών οροθετημένων στο πλαίσιο μιας κοινότητας. Οποιοσδήποτε εκτός αυτής της κοινότητας και των πρακτικών που τη διαμορφώνουν αδυνατεί να αποδεχθεί ή να αρνηθεί τις πεποιθήσεις που γεννιούνται εντός της κοινότητας. Το να έχουμε τη λέξη «Θεός» δίχως τη γλώσσα εντός της οποίας ανήκει και από την οποία αντλεί το νόημά της είναι σα να έχουμε τον «ίππο» του σκακιού χωρίς το σκάκι, απλούστατα δεν έχουμε ιδέα τι να κάνουμε μ’ αυτόν.

Η εμπειρική επιβεβαίωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων είναι για τον Wittgenstein αδύνατη, αλλά και στην περίπτωση που ήταν δυνατή θα ήταν ατελέσφορη, αδυνατώντας να κάνει τις πεποιθήσεις αυτές αποδεκτές από το Λόγο. Εντελώς χαρακτηριστικά ο Wittgenstein παρατήρησε πως ακόμη κι αν όλες οι συζητήσεις γύρω από τον ιστορικό Ιησού έφταναν σ’ ένα αδιαμφισβήτητο consensus συμβατό με το εκκλησιαστικό δόγμα αυτό δε θα ήταν αρκετό για να αλλάξει ολόκληρη τη ζωή ενός ανθρώπου.

Για τον Wittgenstein το τι θεωρούμε λογικό ή παράλογο, αποδεκτό ή απορριπτέο φανερώνεται στον τρόπο που σκεπτόμαστε και πράττουμε και μάλιστα ιδιαίτερα σε ότι αποδεχόμαστε ανεξέταστα. Μ’ αυτό δεν υπονοείται πως αδυνατούμε να θέσουμε ερωτήματα για συγκεκριμένα θέματα ή πως δεν μπορούμε να επινοήσουμε απαντήσεις, αλλά πως απλούστατα δεν το κάνουμε. Το να αναζητούμε την αδιάψευστη μεταφυσική θεμελίωση των πρακτικών της ζωής που θα καταδεικνύει την ορθολογικότητα των επιλογών μας θυμίζει σκύλο που κυνηγάει την ουρά του.

Στην ίδια γραμμή σκέψης, ο Alasdair MacIntyre θα υποστηρίξει πως ο Διαφωτισμός συσκότισε μέχρι τυφλώσεως τη δυνατότητα να συλλάβουμε την ορθολογική έρευνα ως δραστηριότητα ενσωματωμένη σε μια παράδοση. Τα κριτήρια της ορθολογικής δικαιολόγησης προκύπτουν στην πραγματικότητα μέσα από την ιστορική εξέλιξη, αποκτούν υπόσταση μέσα από μια διαδρομή συγκρούσεων και διαμάχης και αναδεικνύονται ως η υπέρβαση ορίων ή ελλείψεων εντός αυτής της παράδοσης. Αναζητώντας το περιεχόμενο της πρακτικής ορθολογικότητας και της δικαιοσύνης δεν θα ανακαλύψουμε ποτέ το ουδέτερο σημείο που προσφέρει μια θέα από το πουθενά (ή από παντού) στο οποίο θα  μπορούσαμε να σταθούμε με ασφάλεια προκειμένου να ερευνήσουμε τις ανθρώπινες πρακτικές, αλλά θα βρισκόμαστε πάντοτε  μέσα στην προοπτική που προσφέρει κάποια συγκεκριμένη παράδοση.

Κάνοντας ένα βήμα πιο πέρα, ο Stanley Hauerwas θα υποστηρίξει πως το γεγονός πως οι χριστιανικές πεποιθήσεις φέρουν έκδηλα αφηγηματικό χαρακτήρα δεν είναι ούτε τυχαίο ούτε δευτερεύον. Η αφήγηση συνιστά τον καταλληλότερο, επιστημολογικά μιλώντας, τρόπο για να διαπραγματευτούμε ταυτόχρονα το θέμα της γνώσης του Θεού, του κόσμου και του εαυτού μας κι αυτό για τρεις λόγους. Πρώτον γιατί ο κόσμος και ό,τι αυτός περιέχει, των ανθρώπων συμπεριλαμβανομένων, είναι ενδεχομενικός, δεν υπάρχει από ανάγκη ή από κάποια νομοτέλεια. Δεύτερον επειδή βρίσκεται σε συμφωνία με τη συνειδητοποίησή μας ότι είμαστε ιστορικά όντα. Και τρίτον, επειδή ο Θεός της χριστιανικής παράδοσης αποκαλύφθηκε μέσα από την ιστορία ενός λαού, του Ισραήλ, και ενός προσώπου, του Ιησού Χριστού.  Γίνεται έτσι φανερό πως η ιστορική τροπή,  που ονομάστηκε προσφυώς έκλειψη της βιβλικής αφήγησης, δηλαδή  η νεωτερική απόπειρα να εξαχθεί η ουσία του χριστιανισμού παραθεωρόντας, υπονομεύοντας ή αδιαφορώντας για τον αφηγηματικό χαρακτήρα του, αποτελεί διαστροφή της χριστιανικής παράδοσης.

Ο Hauerwas θεωρεί πως οι χριστιανοί υποκύπτουν συχνά στον πειρασμό να πουν περισσότερα απ’ όσα γνωρίζουν. Κατά τη γνώμη του το πράττουν είτε επειδή φοβούνται πως κατά βάθος δεν πιστεύουν αυτά που ισχυρίζονται πως πιστεύουν είτε επειδή αυτό που πιστεύουν (ή σωστότερα αυτό που πράττουν) δεν μπορεί να εξηγηθεί ορθολογικά, αλλά μόνο να δειχθεί, να γίνει αντικείμενο μαρτυρίας. Ο χριστιανός γίνεται μάρτυρας όχι με την άλωση του δημόσιου χώρου με τα όπλα της δημοκρατικής ρητορείας και τις δυνατότητες που του παρέχει το πολιτικό-νομικό σύστημα, αλλά ζώντας ως ζωντανό μυστήριο, δηλαδή ζώντας κατά τέτοιο τρόπο που η ζωή του να μην έχει κανένα νόημα αν ο Θεός δεν υπάρχει, αν ο Χριστός δεν έχει αναστηθεί.

3. Προοπτικές

Οι εκτιμήσεις για τις μελλοντικές εξελίξεις αποτελεί αγαπημένη ενασχόληση των διανοούμενων, αλλά ταυτόχρονα και μια από τις πιο επονείδιστες, λόγω της συχνότατης διάψευσής τους. Εμείς θα αρκεστούμε σε μια εκτίμηση που φαίνεται να αντέχει, προς το παρόν, τη βάσανο της ιστορικής επαλήθευσης. Έχουμε κατά νου την καντιανή θεώρηση πως η μεταφυσική προέρχεται από έναν αρχέγονο πυρήνα, οργανωμένο σοφά, για την πραγμάτωση των μεγάλων σκοπών του ανθρώπινου βίου και ως εκ τούτου θα παραμείνει ανεξάντλητη ως αναγκαία, περισσότερο μάλιστα και από την επιστήμη την οποία συχνά πυκνά διαποτίζει με την αύρα της. Κίνητρό της είναι η αναζήτηση της ευδαιμονίας, η οποία, στα μάτια του Καντ, επέχει θέση ανθρωπολογικής σταθεράς.

Η μεταφυσική αυτή θεώρηση υποβαστάζει την επιδίωξη της ισχύος και πηγάζει από τον πεπερασμένο χαρακτήρα του ανθρώπου και του κόσμου του, από τη συνειδητοποίηση της θνητότητάς του. Η υπέρβαση της θα σήμαινε την υπέρβαση του πεπερασμένου χαρακτήρα κάθε ανθρώπινου εγχειρήματος ήτοι την εισβολή των εσχάτων, την οικοδόμηση του Παραδείσου. Ο άνθρωπος ακολουθώντας το δρόμο της μεταφυσικής καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι άλλοι οφείλουν να είναι όπως αυτός, να έχουν τις ίδιες αντιλήψεις μ’ αυτόν, τον ίδιο τρόπο ζωής. Το ατομικό συγκλίνει έτσι με το γενικό και η μεταφυσική καταλήγει να είναι το υπόβαθρο της αυτοδικαίωσής μας. Η ψυχανάλυση θα δει στη μεταφυσική την ανάγκη να είμαστε το κέντρο του κόσμου, να υπάρχει ο Θεός κι ο κόσμος ως εγγυητές της δικής μας ευτυχίας. Και η θεολογία θα δει στο «πρόβλημα του κακού» τη μεταφυσική έκφραση της βαθιά εδραιωμένης και ταυτόχρονα επηρμένης υπόθεσης ότι η πίστη στο Θεό είναι παράλογη αν δεν μας θέτει αυτομάτως στη μεριά των νικητών της ιστορίας.

Αλλά, όπως δείξαμε υπάρχει και ο δρόμος της μαρτυρίας. Περισσότερο δύσβατος και σίγουρα περισσότερο απάτητος στο διάβα της ιστορίας, ευάλωτος σε πειρασμούς και παλινωδίες, αλλά ταυτόχρονα δρόμος της ωριμότητας. Δρόμος που αποδέχεται την ενδεχομενικότητα της ύπαρξης μας, εκβάλλοντας έτσι σε μια ζωή ανοικτή στο μυστήριο και τη χάρη χωρίς να ξεχνά την οδύνη και το πάθος. Δρόμος που δεν παραθεωρεί την τραγική διάσταση του ανθρώπου, του όντος που πρέπει, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, να λαμβάνει αποφάσεις που ξεπερνούν τις δυνατότητες της σοφίας του.

Στην εκδοχή του C. S. Lewis για την ιστορία του Έρωτα και της Ψυχής μάς αποκαλύπτεται ευδιάκριτα η σοφία του αρχαίου μύθου. Καθώς η Ψυχή διηγείται στην αδελφή της πως είναι παντρεμένη με ένα Θεό και ζει μαζί του σ’ ένα υπέροχο παλάτι αποκαλύπτει ταυτόχρονα πως ο Θεός έχει ρητώς δηλώσει πως η Ψυχή δεν πρέπει να δει ποτέ το πρόσωπό του ή να γνωρίσει το όνομά του και δεν πρέπει να φέρει οποιοδήποτε φως στη νυφική τους παστάδα. Τηρουμένων των αναλογιών μπορούμε να πούμε πως ο άνθρωπος καλείται να διατηρήσει μια σχέση εμπιστοσύνης και αγάπης σ’ ένα Θεό-εραστή, ένα Θεό που προσφέρεται ελεύθερα και κενωτικά, αλλά που δεν θα βρεθεί ποτέ υπό την κατοχή του. Η σχέση καταστρέφεται όταν ο ερώμενος άνθρωπος υποκύπτει στη μέριμνα της γνώσης, όταν αποπειραθεί να διαλύσει το γνόφο της αγνωσίας, να ξεδιαλύνει το μυστήριο με το φως της ανθρώπινης γνώσης, βαδίζοντας μόνο με την όραση της αντίληψης και αδιαφορώντας για τη διαύγεια που του προσφέρει η προοπτική της μαρτυρίας .

Βιβλιογραφία

Σκοπίμως αποφύγαμε τις υποσημειώσεις για να μην  αποδώσουμε στο κείμενό μας έναν αυστηρά ακαδημαϊκό χαρακτήρα . Ο φιλέρευνος αναγνώστης μπορεί να διαπιστώσει τα πολλαπλά δάνεια μας από τη βιβλιογραφία που ακολουθεί, αλλά και να ανοιχτεί, μέσω αυτής σε πολύ γοητευτικότερες διαδρομές από τη δική μας.

● Alston William, Perceiving God. The epistemology of religious experience, Cornell University Press, 1991

Βuckley Michael J. , S.J., At the Origins of Modern Atheism, Yale University Press, 1987.

● Carlson Thomas, Postmetaphysical theology, in Vanhoozer Kevin (ed), The Cambridge Companion to Postmodern Theology, Cambridge University press, 2003

● Derrida Jacques, Μαρτυρία και Μετάφραση. Επιβιώνοντας ποιητικά, (μτφρ. Β. Μπιτσώρης), Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, 1996

  Hauerwas Stanley, The Peaceable Kingdom. A Primer in Christian Ethics, University of Notre Dame Press, 1983

  ——-, God Medicine and Suffering, Eerdmans, 1990

  ——-, A Cross-Shattered Church, Brazos Press, 2009

● Hebblethwaite Brian, In Defence of Christianity, Oxford University Press,2005

● Kearney Richard, The God who may be, Indiana University Press, 2001

● ———-,  On the Gift: A discussion between Jacques Derrida and Jean-Luc Marion, in Caputo John and Scanlon Michael (eds), God The Gift and Postmodernism

  ——-, Ξένοι, Θεοί και Τέρατα (μτφρ. Νίκος Κουφάκης), Ίνδικτος, 2006

● Κονδύλης Παναγιώτης, Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη, Γνώση, 1983

● ——–, Ταυτότητα, ισχύς, πολιτισμός, περ Νέα Εστία τχ. 1769 Ιούλιος –Αύγουστος 2004

● Λιούις Κ.  Σ., Έρως και Ψυχή, (μτφρ. Ευνίκη Μίχα), Κέδρος, 2001

● MacIntyre Alasdair, Whose Justice? Which Rationality, University of Notre Dame Press, 1988

● Mann William  (ed), The Blackwell Guide to the Philosophy of Religion, Blackwell, 2005

Mανουσάκης I. Π., Θεός Φιλοσοφούμενος, Ελληνικά Γράμματα, 2004

● Marion Jean-Luc, In the Name: How to Avoid Speaking of “Negative Theology”, in Caputo John and Scanlon Michael (eds), God The Gift and Postmodernism, Indiana University Press, 1999

● ———, The Impossible for Man-God, in Caputo John and Scanlon Michael (eds), Transcendence and Beyond, Indiana University Press, 2007

● Plantinga Alan, Warranted Christian Belief, Oxford University Press, 2000

● Wainwright William (ed), The Oxford Handbook of Philosophy of religion, Oxford University Press, 2005

● Westphal Merold, Overcoming Onto-theology, in Caputo John and Scanlon Michael (eds), God the Gift and Postmodernism.

● Zagzebski Linda Trnkaus, Philosophy of religion. An historical introduction, Blackwell, 2007

 

ΠΗΓΗ: Τρίτη, 21 Φεβρουάριος 2012, Αντίφωνο, πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Cogito τχ10 αφιέρωμα: Φιλοσοφία και Θρησκεία, Ιούλιος 2010, σελ. 36-41.

Μεταφυσικής αγώνας άγονος & το δώρο της μαρτυρίας I

Μεταφυσικής αγώνας άγονος και το δώρο της μαρτυρίας: διαδρομές στη σύγχρονη Φιλοσοφία της Θρησκείας – Μέρος Ι

 

Του π. Ευάγγελου Γκανά


 

Η Φιλοσοφία της Θρησκείας, στις ποικίλες εκφάνσεις και προοπτικές με τις οποίες εμφανίζεται στις αρχές του 21ου αιώνα, αποτελεί αναμφισβήτητα καρπό των Νέων Χρόνων. Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν διαθέτει παλαιότατες απαρχές και μια μακρόχρονη διαδρομή στην Ιστορία των Ιδεών. Ήδη η διαμάχη πλατωνισμού και σοφιστών θεωρείται ως η ιστορική μήτρα που έθεσε την ατζέντα της μεταγενέστερης συζήτησης.

Η εμφάνιση του χριστιανισμού και η συνάντησή του με την ελληνική φιλοσοφία αποτέλεσε μια άλλη σημαντική φάση αυτής της εξέλιξης και το ερώτημα του Τερτυλλιανού, «τι σχέση μπορεί να έχει η Ιερουσαλήμ με την Αθήνα;», παραμένει ανοικτό μέχρι και τις μέρες μας. Εξίσου σημαντική τέλος είναι η διαμόρφωση της σχολαστικής σκέψης ως πολεμικής απόκρισης  στην προβληματική που έθεσε η επανεμφάνιση του αριστοτελισμού με τη μορφή του αβερροϊσμού.

Αν όμως η Φιλοσοφία της Θρησκείας, στη σύγχρονη θεματική της, αποτελεί αναμφισβήτητα έναν καρπό των Νέων Χρόνων, αυτό που παραμένει  αμφισβητήσιμο είναι το κατά πόσον ο καρπός  αυτός, στη σημερινή μορφή και προβληματική του, συνιστά θρεπτική τροφή για το ανθρώπινο πνεύμα ή αντίθετα έναν αραιό και άνοστο χυλό όπως τόσα και τόσα προϊόντα της μαζικοδημοκρατικής σκέψης.

Το δοκίμιο αυτό έχει διπλό στόχο: αφ’ ενός, να αναδείξει πως το ποικιλόμορφο τοπίο της σύγχρονης συζήτησης μπορεί ίσως να ιδωθεί και να περιγραφεί κατά τρόπο περιεκτικό μέσα από την ανάδειξη της αντιπαράθεσης δύο συγκεκριμένων ιδεοτυπικών προοπτικών, της μεταφυσικής και της μαρτυρίας, και αφ’ ετέρου να υποστηρίξει πως είναι η δεύτερη προοπτική αυτή που αποτελεί το δρόμο προς μια, επώδυνη ίσως, αλλά σίγουρα γόνιμη πορεία προς την ενηλικίωση του ανθρώπινου πνεύματος.

1. Η μεταφυσική ως οντοθεολογία

Στη συνείδηση των περισσοτέρων ανθρώπων η μεταφυσική θεωρείται αναπόσπαστο μέρος της θεολογίας. Και μόνο η νύξη για την  ύπαρξη θεολογικών προοπτικών βαθύτατα αντιμεταφυσικών προκαλεί έκπληξη και απορία. Σ’ αυτό συντείνει βέβαια το γεγονός πως η έννοια της μεταφυσικής είναι πολυχρησιμοποιημένη μεν, αλλά συνήθως ασαφώς προσδιορισμένη.

Ακολουθώντας ένα σαφή και περιεκτικό ορισμό μπορούμε να υποστηρίξουμε πως η μεταφυσική στηρίζεται στη διάκριση ανάμεσα σε Υπερβατικό και Εμμενές, σε υπερεμπειρικό Εκείθεν και εμπειρικό Εντεύθεν, θεωρώντας το πρώτο ως την κατεξοχήν «αληθινή» και ανόθευτη πραγματικότητα και ταυτόχρονα ως την πηγή ηθικών-κανονιστικών αρχών. Στην προοπτική αυτή μπορεί να ποικίλει το τι θεωρείται ως το όντως Ον, αυτό όμως που παραμένει κοινό χαρακτηριστικό κάθε μεταφυσικής θεώρησης είναι η πεποίθηση πως στην ύψιστη κορύφωσή και έντασή του ο νους είναι σε θέση να το συλλάβει και να το εκφράσει σε ένα σύστημα προτάσεων. Η μεταφυσική εμφανίζεται έτσι ως η έμπρακτη απόδειξη της παντοδυναμία του Λόγου.

Όποιος θελήσει να αναζητήσει την ιστορία της μεταφυσικής αλλά και της κριτικής σ’ αυτήν θα διαπιστώσει ότι και οι δυο διαθέτουν μακρά διαδρομή. Εμείς θα αρκεστούμε εδώ στην ανάδειξη μιας αφετηριακής, αλλά καθοριστικής  στιγμής,  την οποία υποστήριξε με πειστικότητα η σύγχρονη έρευνα, επειδή συνιστά σημείο καμπής για την εξέλιξη της σύγχρονης  Φιλοσοφίας της Θρησκείας. Πρόκειται  για μια στροφή της ρωμαιοκαθολικής θεολογίας κατά τον πρώιμο 17ο αιώνα προς τη φιλοσοφία και την επιστήμη, στην προσπάθειά της να αρθρώσει επιχειρήματα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν την ασφαλή βάση για την υπεράσπιση των θρησκευτικών πεποιθήσεων ακόμα και από δυνητικούς άθεους. Με άλλα λόγια οι θεολόγοι αυτοί αποπειράθηκαν να δώσουν απαντήσεις σε ερωτήματα που μέχρι τότε δεν είχε θέσει πρακτικά κανείς.  Το αποφασιστικά νέο στοιχείο σ’ αυτό το εγχείρημα ήταν η παραθεώρηση κάθε θρησκευτικής εμπειρίας και κάθε έννοιας παράδοσης και η συνακόλουθη πρόθεση να διατυπωθούν έλλογα  επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεού αποδεκτά από όλους. Η τάση αυτή πυροδότησε μια σειρά πολύπλοκων εξελίξεων με τελική κατάληξη η ετερογονία των σκοπών, αδιάφορη, όπως πάντοτε, για τις ανθρώπινες προθέσεις, να προσφέρει  ως καρπό του αρχικού εγχειρήματος αντί για την εδραίωση της πίστης την ανάδυση της νεωτερικής αθεΐας.

Η θεολογική αυτή τάση, να παραμεριστεί δηλαδή η μαρτυρία της εκκλησιαστικής κοινότητας για ένα Θεό προσωπικό και ενσαρκωμένο, θα εκβάλλει τελικά στη γενικότερη τάση της νεωτερικής φιλοσοφίας να λαμβάνει το εγώ, την υποκειμενικότητα, τον ορθό Λόγο,  το απόλυτο πνεύμα, ή κάτι άλλο κάθε φορά, ως a priori θεμελιωμένο, με τελικό σκοπό, εκκινώντας από αυτό, να ορίσει τα όρια του δυνατού, τα όρια του ανθρώπινου κόσμου και της ανθρώπινης εμπειρίας.

Από την εποχή που οι Εβδομήκοντα μετέφραζαν τον περίφημο στίχο της θεϊκής αυτοαποκάλυψης στη φλεγόμενη βάτο ως «Εγώ ειμί ο Ων», ο κίνδυνος να καταστεί ο Θεός το αντικείμενο της ανθρώπινης σκέψης γινόταν ορατός. Αν το πρωτότυπο με το ταυτολογικό του περιεχόμενο, «Εγώ είμαι αυτός που είμαι», στόχευε να αναδείξει έναν Θεό που αρνείται να περιορίσει την ταυτότητά του στα όρια ενός ανθρώπινου ονόματος, η ελληνική απόδοση άνοιγε τον ασκό του Αιόλου για μια ουσιοκρατική ερμηνεία. Η οντοθεολογία, ως τοποθέτηση του Θεού εντός της επικράτειας του Είναι, ως το υψηλότερο βέβαια ον και το πιο σημαντικό, αλλά πάντως ως ένα από τα όντα, εμφανιζόταν πλέον ως δελεαστική δυνατότητα.

Η οντοθεολογική αυτή θεώρηση κλιμακώνεται κατά τους Νέους Χρόνους σε τρία στάδια: πρώτον, τη διατύπωση μιας γενικής θεωρίας του Είναι, δεύτερον, τη μονοσήμαντη (univocal) εφαρμογή αυτής της έννοιας του Είναι τόσο στο Θεό όσο και στα κτίσματα και τρίτον, την υπαγωγή και των δυο σε ένα θεμελιώδες σύστημα με βάση την έννοια της αιτίας και του αποχρώντος λόγου.

Ο υποψιασμένος παρατηρητής μπορεί να διαπιστώσει πως το μεταφυσικό αυτό πλαίσιο παραμένει ευδιάκριτο σε πλείστες όσες απόπειρες της σύγχρονης Φιλοσοφίας της Θρησκείας, παρ’ όλη την προγραμματικά αντιμεταφυσική ρητορική τους. Θα αρκεστούμε σε δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Όποιος ανατρέξει στις σύγχρονες συζητήσεις για θέματα όπως τα κλασσικά επιχειρήματα περί υπάρξεως του Θεού, η έννοια της παντοδυναμίας ή της παντογνωσίας του Θεού, η σχέση του Θεού με το χρόνο, το πρόβλημα του κακού κλπ., θα διαπιστώσει πως οι συζητήσεις αυτές, αν και εμφανώς επηρεασμένες από την αναλυτική φιλοσοφία, σε βαθμό που φέρουν τη μορφή πολύπλοκων λογικών συλλογισμών ή μαθηματικών αποδείξεων, δεν εκφεύγουν κατά βάθος από την οντοθεολογική θεώρηση, ανάγοντας το Θεό στην επικράτεια του Είναι, ως ένα ον ανάμεσα στα άλλα όντα.

Κάτι ανάλογο ισχύει και στην περίπτωση του χαϊντεγκεριανού εγχειρήματος. Αν στην πρώτη περίοδό του ο Χάιντεγκερ είχε ως προγραμματική φιλοδοξία του τον απεγκλωβισμό της φιλοσοφίας από τον ασφυκτικό κλοιό της οντοθεολογίας, μετά τη λεγόμενη στροφή του, θα αναγάγει τελικά την έλευση του ύστατου Θεού σ’ ένα συμβάν του Είναι, παραθεωρώντας συνειδητά τη ριζική ετερότητα και υπερβατικότητα του βιβλικού Θεού. Το θεϊκό υποβιβάζεται σε μια εκθαμβωτική ιερή λάμψη, προσιτή στους ελάχιστους μυημένους, τους ποιητές που ανάγονται σε θεϊκούς μύστες, υποβιβάζοντας έτσι τη σχέση Θεού-ανθρώπου σε ένα αμιγώς αισθητικό γεγονός.

Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε πως στην προοπτική της μεταφυσικής ως οντοθεολογίας ο Θεός παραμένει πάντα το αντικείμενο της ανθρώπινης σκέψης, ένα εννοιολογικό είδωλο, αόρατος καθρέφτης της ανθρώπινης κατανόησης και σκέψης κι ο άνθρωπος δέσμιος μιας ανθρωπομορφικής περί Θεού αντίληψης,  Και μια τελευταία παρατήρηση, ιδιαίτερα επίκαιρη στις μέρες μας. Η μεταφυσική θεώρηση, και ιδιαιτέρως στις νεωτερικές, εκκοσμικευμένες εκδοχές της, εκεί που την κεντρική θέση του Θεού παίρνουν πλέον η Φύση, ο Άνθρωπος, ο Ορθός Λόγος ή η Ιστορία, κάνει τον κόσμο αδιαπέραστο σε κάθε Θεό που θυμίζει τον προσωπικό Δημιουργό, το Νομοθέτη και φιλεύσπλαχνο Σωτήρα, αφήνοντας ανοικτό το δρόμο μόνο για μια επανεμφάνιση του παγανισμού, με πολυθεϊστική ή αθεϊστική μεταμφίεση.

2.Το δώρο της μαρτυρίας

Μιλώντας για τη μαρτυρία ως εναλλακτική θεώρηση στη Φιλοσοφία της Θρησκείας θα επιχειρήσουμε μια σύντομη αναφορά σε συγκεκριμένες συνεισφορές στη σύγχρονη συζήτηση που, ακόμα κι όταν μοιάζουν ενδεχομένως αποκλίνουσες,  πιστεύουμε πως εκβάλλουν τελικά στην ίδια κοίτη και μπορεί να ιδωθούν έτσι  κάτω από ένα γενικότερο ενοποιητικό πρίσμα και υπό κοινή προοπτική. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως οι κύριοι εισηγητές τους βρίσκονται σε ένα διάλογο εν εξελίξει. 

Η εμπειρία του αδυνάτου

Στο έργο του Jean Luc Marion μπορούμε να διακρίνουμε δυο κατευθύνσεις. Η πρώτη αφορά την κριτική της μεταφυσικής ως οντοθεολογίας για την οποία ήδη έγινε λόγος. Ο Marion όμως δεν παραμένει στο χώρο της άρνησης και της κριτικής. Ανατρέχοντας στα πρώτα στέρεα βήματα της χριστιανικής θεολογίας, προσπαθεί να αναδείξει ένα διαφορετικό δρόμο που διανοιγόταν από τότε. Σχολιάζοντας τη διαμάχη ανάμεσα στους έλληνες πατέρες και τους αιρετικούς του 4ου αιώνα (κατά βάση τους αρειανούς και τους ευνομιανούς), ο Marion θα επικεντρώσει την ανάλυσή του στα προβλήματα που δημιούργησε η άκριτη πρόσληψη του «ελληνικού» φιλοσοφικού ορίζοντα από ορισμένους θεολόγους. Πιο συγκεκριμένα μας δείχνει πως οι μεγάλοι πατέρες απελευθερώνουν το Θεό από κάθε έννοια συμπερίληψης, υπό την έννοια της παρουσίας εντός της επικράτειας του Είναι, τη στιγμή που οι αιρετικοί προσπαθούν ακριβώς  να εντάξουν και να περιορίσουν το Θεό στην παρουσία, αποδίδοντας του τα κατ’ αυτούς σωστά ονόματα και ορίζοντας, μέσω αυτών, την ουσία του, που μπορούσε να γίνει έτσι προσιτή στον άνθρωπο.

Προχωρώντας πέρα από κάθε κατάφαση ή άρνηση σχετικά με τα ιδιώματα του Θεού, πέρα από το σκοτάδι ή το φως, το σωστό ή το λάθος, ο Marion πιστεύει πως μπορούμε να αρχίσουμε να υποψιαζόμαστε την ύπαρξη ενός Θεού που υπερβαίνει τη μεταφυσική επιλογή ανάμεσα σε παρουσία και απουσία. Αποδεχόμενοι το οντολογικό χάσμα που μας χωρίζει αμετάκλητα από το Θεό και λατρεύοντας τον ως τη μυστηριακή Τριάδα, χωρίς δηλαδή να αναλωνόμαστε στην άγονη προσπάθεια εννοιολογικής σύλληψης της θεϊκής ουσίας μέσω απόδοσης κατηγορημάτων, κινούμαστε σε μια τροχιά που μας οδηγεί στη λατρεία και στον ύμνο, σε μια μετάβαση από το πεδίο της θεωρίας σ’ αυτό της πράξης, από το μεταφυσικό επίπεδο στο λειτουργικό. Ο λόγος περί του Θεού δεν καταργείται, αλλά θεωρείται πλέον γόνιμος στο βαθμό που τοποθετείται ταπεινά στην υπηρεσία μιας αγάπης που υπερβαίνει τη γνώση.

Η μετάβαση αυτή από την εννοιολογική σύλληψη προς τη λειτουργική λατρεία καθιστά δυνατή την εμπειρία του αδυνάτου, σύμφωνα με τη βιβλική φράση τα αδύνατα παρά τοις ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστί. Η εμπειρία αυτή είναι κατά τον Marion μια εμπειρία θάμβους και δέους, έκπληξης και γοητείας, χαρακτηρίζεται μάλιστα από το γεγονός ότι ο μάρτυρας της εμπειρίας βρίσκεται σε μια ιδιότυπη κατάσταση θεωρίας (με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου δηλαδή της οράσεως), εντός της οποίας αδυνατεί να καθορίσει, να ονοματίσει, να συλλάβει επαρκώς το αντικείμενο της εμπειρίας του. Το είδος αυτό της εμπειρίας, τόσο γνωστό από τη ζωή πολλών αγίων σε διαφορετικές εποχές και σε διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα, παρόλη τη ριζική διαφορά και ασυνέχειά που το χαρακτηρίζει σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη εμπειρία, μπορεί υπό μια προοπτική να θεωρηθεί ανάλογο με άλλα, αποφασιστικής σημασίας, γεγονότα της ανθρώπινης ζωής: η γέννηση, ο θάνατος, ο έρωτας, η αρρώστια, η ένδεια, η ευτυχία, αλλά και ένα ιστορικό γεγονός, η θέα ενός πίνακα, το άκουσμα μιας μελωδίας, η εμπειρία του Άλλου.  Οι εμπειρίες και οι καταστάσεις αυτές, τόσο κοινότοπες ως κοινή ανθρώπινη περιουσία, μας καθιστούν ανίσχυρους να μιλήσουμε γι’ αυτές μ’ έναν τρόπο καθαρό, διαυγή και τελεσίδικο. Παρόλα αυτά όμως είναι  αυτές, οι ασύλληπτες εμπειρίες του αδυνάτου, που παίζουν τον πιο καθοριστικό, απόλυτο και διαμορφωτικό ρόλο στη ζωή μας.

Ο μάρτυρας

Με αφορμή ένα ποίημα του Paul Celan, o Jacques Derrida, σε μια ομιλία του που εκφωνήθηκε στην Αθήνα, έθεσε εκ νέου στο προσκήνιο το θέμα του μάρτυρα και της μαρτυρίας. Και λέμε εκ νέου γιατί οι απαρχές του εγχειρήματος βρίσκονται στη χαϊντεγκεριανή απόπειρα να αναλυθεί η αυθεντική ύπαρξη στο Είναι και Χρόνος.

Η αναφορά του Derrida στον Celan δεν είναι τυχαία. Σε μια εποχή που το ρεύμα του ιστορικού αναθεωρητισμού γίνεται κάτι περισσότερο από ορατό και μια μεγάλη συζήτηση και διαμάχη για το χαρακτήρα του Ολοκαυτώματος βρίσκεται σε εξέλιξη, η αναφορά στο στίχο του Celan, «κανείς δε μαρτυρεί για το μάρτυρα», προκύπτει αβίαστα.

Στην προοπτική του Derrida η λέξη «μαρτυρώ» δε σημαίνει αποδεικνύω, αλλά παίρνει μια έντονα δικανική χροιά. Σημαίνει ορκίζομαι πως είδα, άκουσα, άγγιξα, αισθάνθηκα, με άλλα λόγια ήμουν παρών και μαρτυρώ για κάποιο γεγονός που με συγκλονίζει, που δίνει νέα προοπτική στη ύπαρξή μου.

Η μαρτυρία αυτή μπορεί βέβαια να προσβληθεί και μόνο άγνωστη δεν μας είναι η τόσο ανθρώπινη εμπειρία της ψευδομαρτυρίας, εμπειρία που αποτυπώνεται εύστοχα στη ρωσική παροιμία «ψεύδεται σαν αυτόπτης μάρτυς». Το γεγονός αυτό αποτελεί διαχρονικά και το αυτονόητο όπλο κάθε αναθεωρητισμού που απορρίπτει όλες τις μαρτυρίες με το πρόσχημα ότι δεν θα γίνουν ποτέ αποδείξεις.

Για τον Derrida αυτός που μαρτυρεί είναι κάποιος μοναδικός και αναντικατάστατος, όσοι προσλαμβάνουν τη μαρτυρία του καλούνται να εισέλθουν στην τάξη του πιστεύειν. Αυτό που δεν εξετάζεται στην προοπτική του Derrida, αλλά έχει προφανή σημασία, είναι οι προϋποθέσεις της δυνατότητας να αναχθεί ο αποδέκτης της μαρτυρίας σε μάρτυρα, να γίνει μέτοχος της ίδιας εμπειρίας, να περάσει από την τάξει του πιστεύειν σ’ αυτή του μετέχειν και θεωρείν.

 

ΠΗΓΗ: Τρίτη, 21 Φεβρουάριος 2012, Αντίφωνο, πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Cogito τχ10 αφιέρωμα: Φιλοσοφία και Θρησκεία, Ιούλιος 2010, σελ. 36-41.

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Πνευματική καλλιέργεια – Δυσκολίες ζωής

Η πνευματική καλλιέργεια κάνει πιο εύκολη την αντιμετώπιση των δυσκολιών της ζωής

 

Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*


 

Αρχικά, πνευματική καλλιέργεια σημαίνει μόρφωση, δηλαδή συγχρονισμένη καλλιέργεια γνωστικού, βουλητικού και συναισθηματικού στοιχείου. Για να χαρακτηρισθεί ένας άνθρωπος πνευματικά καλλιεργημένος δεν αρκεί μόνο η διανοητική ανάπτυξη ή οι ξερές γνώσεις αλλά πρέπει αυτές οι γνώσεις που κατέχει να είναι μετουσιωμένες σε αξίες που θα τον κατευθύνουν στην ψυχική καλλιέργεια και στην ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του.

Στη ζωή μας αντιμετωπίζουμε καθημερινά δυσκολίες: οικονομικές, επαγγελματικές, οικογενειακές, δυσκολίες προσαρμογής στην κοινωνία και στις απαιτήσεις της. Πάντως είναι κοινή συνείδηση ότι οι περισσότερες δυσκολίες οφείλονται σε άγνοια και απορρέουν απ’ την αμάθεια, το φόβο, τη δειλία ή την έλλειψη χειραφέτησης που χαρακτηρίζει ορισμένα άτομα.

Όμως ο καλλιεργημένος άνθρωπος αντιμετωπίζει ευκολότερα τις δυσκολίες. Γιατί διαθέτει ώριμη σκέψη και κρίση. Έχει την ικανότητα να συγκρίνει, να ζυγίζει, να ελέγχει και να αξιολογεί το καθετί. Διακρίνει ευχερέστερα το καλό απ’ το κακό, το ωφέλιμο από το επιβλαβές, το δίκαιο από το άδικο, το ορθό από το εσφαλμένο. Αντιμετωπίζει με σύνεση και ρεαλισμό την πραγματικότητα γιατί μέσα από την πείρα και τη βαθιά μελέτη έχει αφομοιώσει και έχει κάνει κτήμα του ορισμένες αλήθειες γενικού κύρους. Μιλάει καλύτερα, διαλέγεται γόνιμα και δημιουργικά και καταφέρνει να πείθει τους άλλους. Επίσης δεν είναι δέσμιος των προλήψεων, των δεισιδαιμονιών και του φόβου που γεννά η άγνοια γιατί την έχει νικήσει ολοκληρωτικά.

Επίσης έχει δυνατότητα επαφής και επικοινωνίας με τους άλλους, με το περιβάλλον του άμεσο και έμμεσο, δηλαδή την οικογένειά του και την κοινωνία αντίστοιχα γιατί είναι προσηνής και αγαπητός. Επιπλέον ο ίδιος καταξιώνεται σαν άτομο γιατί δε φέρεται ούτε άγεται αλλά αφού είναι ανεξάρτητος, αυτός οδηγεί την πορεία της ζωής του. Χάρη στην ερευνητικότητα και στο κριτικό πνεύμα που τον διακρίνει πλησιάζει την αλήθεια και τείνει να προσεγγίσει το φως. Έχει ετοιμότητα, αποφασιστικότητα, θέληση κι έτσι είναι σε θέση να ξεπεράσει κάθε δυσκολία που του παρουσιάζεται στη ζωή γιατί αυτά τα τρία τον ωθούν προς τη δράση για την κατάκτησή της.

Τελικά διαμορφώνει ολοκληρωμένη προσωπικότητα χωρίς ταμπού, δογματισμούς, εμπάθεια και ακρότητες. Δε στήνει εμπρός του ούτε «κουβανεί» μες στην ψυχή του Κύκλωπες, Λαιστρυγόνες κι έτσι δεν αισθάνεται μοναξιά, πλήξη, ανία και βασανιστική αγωνία γιατί αντιμετωπίζει το θάνατο θαρραλέα, «σαν έτοιμος από καιρό». Νιώθει τον εαυτό του ελεύθερο, αυτόνομο και υποτάσσει τα πάθη του χάρις στην πνευματική του καλλιέργεια. Επίσης έχει φτάσει σε υψηλό σημείο  αυτογνωσίας και  αυτοκριτικής και για να το πετύχει αυτό διαλεγόταν και συνεχίζει να διαλέγεται με τον εαυτό του επανειλημμένα. Κατ’ αυτό τον τρόπο καταφέρνει ν’ αποβάλλει τα διάφορα κόμπλεξ του και να αποκτήσει κύρος. Έχει μάθει να εκμεταλλεύεται τον πολύτιμο χρόνο του κι έτσι κερδίζει τις μεγάλες ευκαιρίες στη ζωή του.

Βέβαια, η υπερβολική εκλέπτυνση δημιουργεί μαλθακότητα και αβουλία ενώ η πραγματική καλλιέργεια όχιφιλοκαλούμεν μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας»). Πάντως ενδέχεται μερικοί να είναι πολύ θεωρητικοί όσον αφορά την πνευματική καλλιέργεια και λίγο πρακτικοί ή δυναμικοί, ιδιότητες που απορρέουν απ’ αυτή. Όμως γενικά ο καλλιεργημένος άνθρωπος προχωρεί στη ζωή με θάρρος, σιγουριά, αυτοπεποίθηση, αποφασιστικότητα και επομένως αποτελεσματικότητα, προϋποθέσεις που τον οδηγούν στην πραγμάτωση του βασικού σκοπού του.

Συμπερασματικά μιλώντας,  παράγοντες της πνευματικής καλλιέργειας είναι η οικογένεια κατά κύριο λόγο, μα και το σχολείο και η κοινωνία επηρεάζουν πολύ τη διαμόρφωση του ανθρώπινου χαρακτήρα. Σ’ αυτό το σημείο όμως πρέπει να διευκρινίσουμε κάτι πολύ σημαντικό, ότι γνώση και μόρφωση δεν είναι το ίδιο πράγμα. Αν και πολλοί άνθρωποι νομίζουν ότι γνώση και μόρφωση είναι έννοιες ταυτόσημες, είναι κοινή και σωστή η παραδοχή ότι μια βασική διαφορά αντιδιαστέλλει τη μια από την άλλη: Η μόρφωση είναι έννοια ευρύτερη ενώ η γνώση ειδική. Γιατί όταν λέμε ότι ένας άνθρωπος είναι μορφωμένος εννοούμε την πνευματική και ηθική καλλιέργεια του ανθρώπου αυτού, ενώ αντίθετα γνώστη ονομάζουμε τον άνθρωπο που γνωρίζει ή που κατέχει κάτι τέλεια.

Βέβαια αυτό το κάτι, είναι ένα πράγμα πολύ μερικό και που η έκτασή του περιορίζεται μέσα σε αυστηρά και ορισμένα επιστημονικά ή καλλιτεχνικά πλαίσια. Δηλαδή ο γνώστης είτε γνωρίζει πολύ καλά, κάτι που σχετίζεται με την επιστήμη, είτε γνωρίζει πολύ καλά κάτι που σχετίζεται με την τέχνη, αυτό που γνωρίζει αποτελεί μόνο ένα κλάδο αυτής της επιστήμης ή αυτής της τέχνης. Επομένως η γνώση του δεν ανταποκρίνεται σε κάποια γενική απαίτηση παρά μόνο κινείται μέσα σε καθορισμένα όρια, ενώ αντίθετα η μόρφωση επεκτείνεται σε κάθε πτυχή της δραστηριότητας του ανθρώπου. Άλλωστε ο γραμματισμένος άνθρωπος δεν είναι οπωσδήποτε και μορφωμένος και συμπερασματικά μπορεί ένας πτυχιούχος ανώτατης σχολής να είναι αμόρφωτος και ένας αγράμματος να είναι μορφωμένος γιατί η πνευματική και η ψυχική καλλιέργεια δεν εξαρτάται απόλυτα από την απλή συσσώρευση γνώσεων. Βέβαια δεν μπορούμε ν’ αποκλείσουμε το ενδεχόμενο του ότι η γνώση πολλές φορές οδηγεί στη μόρφωση. Αυτό συνήθως συμβαίνει έμμεσα, γιατί στον εσωτερικό κόσμο του ατόμου που αφομοιώνει τις γνώσεις θα πρέπει να προϋπάρχει το κατάλληλο έδαφος, δηλαδή μια ευαίσθητη συνείδηση και μια δημιουργική δυνατότητα, που θα τον προωθούν να μετασχηματίζει τις γνώσεις σε μορφωτικό υλικό.

Σύμφωνα με τα όσα παραδέχεται σήμερα η Παιδαγωγική και η Ψυχολογία σχετικά με το μορφώσιμο των γνώσεων, έχουμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα: α) όταν ο άνθρωπος αποκτά διάφορες γνώσεις, τότε αυτές γεμίζουν το περιεχόμενο της συνειδήσεώς του με παραστάσεις δηλαδή δίνουν σ’ αυτή μια ορισμένη μορφή ή μ’ άλλα λόγια μορφώνουν τον άνθρωπο β) όταν ο άνθρωπος αποκτά ωφέλιμες γνώσεις και με μέθοδο παιδαγωγική, τότε αυτές αποσκοπούν στην καλλιέργεια και εξέλιξη των ψυχοπνευματικών δυνάμεων και ικανοτήτων του ανθρώπου γ) οι γνώσεις σύμφωνα μ’ όλους τους Παιδαγωγικούς πρέπει να εκλέγονται με τέτοιον τρόπο ώστε να βελτιώνουν και να ηθικοποιούν το χαρακτήρα του. Δηλαδή με λίγα λόγια, οι γνώσεις πρέπει να στοχεύουν στη σωστή διάπλαση της προσωπικότητας του ανθρώπου.

Συμπληρωματικά, σύμφωνα με εξέχοντες παιδαγωγούς δεν μπορούμε να διανοηθούμε ανθρώπους που αγαπούν την καλαισθησία ή τέλος πάντων καλλιτέχνες, που σημαίνει ανθρώπους με ευαισθησία απέναντι στη συμμετρία και στην αρμονία, να είναι ψυχοπνευματικά ακαλλιέργητοι. Επομένως οι καλές τέχνες σε διαλογική σχέση με την επιστήμη, αποτελούν μέσο που οδηγεί στην μόρφωση. Οπωσδήποτε, πνευματική και ψυχική καλλιέργεια δεν είναι το ίδιο πράγμα. Λέγοντας πνευματική καλλιέργεια εννοούμε την ανάπτυξη και εξέλιξη των πνευματικών ικανοτήτων και λειτουργιών της συνειδήσεως (λογική, διάνοια, κρίση, σκέψη, αντίληψη, μνήμη, φαντασία). Ενώ λέγοντας ψυχική καλλιέργεια εννοούμε κυρίως την ανάπτυξη και εξέλιξη της συναισθηματικής και συγκινησιακής σφαίρας του ανθρώπου.

Ο συνδυασμός αυτών των δύο καλλιεργειών συνθέτει τη μόρφωση και αποτελεί τη χρυσή τομή, το ιδανικό εφόδιο ή καλύτερα ένα από τα ιδανικά προσόντα του ολοκληρωμένου ανθρώπου για να καταφέρει να θριαμβεύσει έναντι των δυσκολιών της ζωής.

 

* Η Αμαλία Κ. Ηλιάδη είναι φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων.

 

Τρίκαλα, 22-02-2012

Πλάτωνα σκέψη: Εξουσία, Ελευθερία και Έρωτας

Εξουσία, Ελευθερία και Έρωτας στη σκέψη του Πλάτωνα – ένα εγκώμιο της εξουσίας στο στέκι των αντεξουσιαστών*

Του Βασίλη Ξυδιά**

 
 
 
 


Ο ομιλητής ξεκίνησε διευκρινίζοντας πως σκοπός του δεν είναι μια ακαδημαϊκή παρουσίαση της σκέψης του Πλάτωνα, αλλά το να αναζητήσει μια σύγχρονη εναλλακτική θεώρηση της εξουσίας. Μια θεώρηση θετική• τέτοια που να καθιστά την εξουσία δεκτική εγκωμίων ακόμα και σ’ ένα στέκι αντεξουσιαστών ή – όπως είπε εμφατικά – κατ’ εξοχήν σ’ ένα στέκι αντεξουσιαστών.

Ο Πλάτων, είπε, είναι στην προσπάθεια αυτή ένας βοηθός ή οδηγός όσον αφορά τη γενική θέαση του ζητήματος και όχι τις επιμέρους λύσεις. Διότι, όπως είπε, η σημασία των κλασικών βρίσκεται κυρίως στον τρόπο που θέτουν το πρόβλημα και λιγότερο στις απαντήσεις που δίνουν.

Βασική ιδέα της ομιλίας ήταν πως για τη νεώτερη σκέψη εξουσία και ελευθερία είναι αντίθετα πράγματα (εξουσία σημαίνει ετεροκαθορισμός ή ετερονομία, ενώ ελευθερία σημαίνει αυτοκαθορισμός ή αυτονομία), σε αντίθεση προς τη σωκρατική παράδοση και ειδικότερα τον Πλάτωνα, όπου ελευθερία και εξουσία είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Για να στηρίξει την ιδέα αυτή ο ομιλητής παρέπεμψε σε τρεις κατά βάση διαλόγους: την Πολιτεία, τον Λύση και τον Αλκιβιάδη Ι. Στάθηκε στο πρώτο βιβλίο της Πολιτείας και ειδικότερα στον διάλογο του Σωκράτη με τον Θρασύμαχο, δείχνοντας πώς μέσα από τη συζήτηση αυτή ο Πλάτων διακρίνει τη λειτουργίας της αρχής (εξουσίας) από τις παράπλευρες λειτουργίες που μπορεί να συνδέονται ή να συγχέονται μ’ αυτήν, όπως π.χ. το οικονομικό κέρδος των αρχόντων.

Στη συνέχεια επιχείρησε μια οντολογική θεώρηση αυτής της λειτουργίας αναλύοντας τη σχέση της φιλίας (όπως παρουσιάζεται στον Λύση) και αντιδιαστέλλοντας τον ναρκισσιστικό έρωτα του δήμου με τον πραγματικό διάλογο των ψυχών (σύμφωνα με τον Αλκιβιάδη). Κατέληξε έτσι στο συμπέρασμα πως η λειτουργία της αρχής (εξουσίας) προσφέρει στον άρχοντα την ηδονή της δημιουργίας και της υπηρεσίας του φίλου ή αγαπημένου αρχόμενου, κι αυτή είναι από μόνη της η «αμοιβή», το όφελος του άρχοντος, πέρα από άλλους μισθούς και κέρδη.

Κλείνοντας ο ομιλητής είπε πως σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή δεν είναι η εξουσία που φθείρει τους άρχοντες αλλά η άγνοιά της. Η άγνοια δηλαδή της πραγματικής φύσης της εξουσίας ως υπηρεσίας των εξουσιαζόμενων και της οντολογικής «ικανοποίησης» που μπορεί να αντλήσει ο άρχων απ’ αυτό.
 
 
Σημείωση από τΜτΒ: Μπορείτε να παρακολουθήσετε όλη την ομιλία σε βίντεο εδώ (με ένα κλίκ): http://tomtb.com/modules/videotube/index.php?vid=53&startvid=0

* Ομιλία το βράδυ της Παρασκευής, 13 Ιανουαρίου 2012, στο πλαίσιο των Κύκλων Αυτομόρφωσης του Nosotros στα Εξάρχεια.

Κατεβάστε εδώ το ηχητικό αρχείο: http://www.antifono.gr/portal/images/stories/audio/Xydias/BXydias_Exousia_13_Jan.mp3

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 19 Ιανουάριος 2012,http://www.antifono.gr/portal/%CE%A0%CF%81%CF%8C%CF%83%CF%89%CF%80%CE%B1/%CE%9E%CF%85%CE%B4%CE%B9%CE%AC%CF%82/%CE%9F%CE%BC%CE%B9%CE%BB%CE%AF%CE%B5%CF%82-%CE%94%CE%B9%CE%B1%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B5%CE%B9%CF%82/3352-%CE%95%CE%BE%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%AF%CE%B1-%CE%95%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%B8%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%88%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B1%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%B7-%CF%83%CE%BA%CE%AD%CF%88%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%A0%CE%BB%CE%AC%CF%84%CF%89%CE%BD%CE%B1.html

 
 
 
 ** Σημείωση από το ΜτΒ: Ο Βασίλης  Ξυδιάς είναι αυτή την περίοδο θεολόγος  εκπαιδευτικός.