ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ – ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ Ι

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΦΟΝΤΟ ΤΟΥ ΕΚΛΟΓΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ – ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ – Μέρος  Ι

 

Των ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΝΑΡ ΑΛ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ, ΧΡ. ΚΑΥΚΙΑ, ΠΑΝ. ΚΟΣΜΑ, Κ. ΜΑΡΚΟΥ  & ΠΑΝ. ΦΡΑΝΤΖΗ.

 

Αναδημοσιεύουμε ένα κείμενο που έχει μια ειδική βαρύτητα για την αντισυστημική αριστερά, αλλά και την πιθανή δημιουργία λαϊκού μετώπου με θετική συμβολή της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Σημειώνουμε ότι με κάποιες εκτιμήσεις δεν συμφωνούμε. Το βρήκαμε στην Iskra

******

Η Iskra αναδημοσιεύει ένα κείμενο προβληματισμού και παρέμβασης 5 μελών της Πολιτικής Επιτροπής του ΝΑΡ. Είναι προφανές ότι σε μια φάση μεγάλων προκλήσεων, συζητήσεων και αντιπαραθέσεων της Αριστεράς της χώρας μας, τέτοιου είδους παρεμβάσεις, ανεξάρτητα από συμφωνίες ή διαφωνίες, είναι ενδιαφέρουσες και μπορεί, αν αξιοποιηθούν δημιουργικά χωρίς το φωτοστέφανο της «αποκλειστικότητας», να αποβούν πολύ χρήσιμες. Παραθέτουμε στην συνέχεια το πλήρες κείμενο των 5 μελών της Πολιτικής Επιτροπής του ΝΑΡ (14/7/2012), το οποίο έχει ως εξής:

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΦΟΝΤΟ ΤΟΥ ΕΚΛΟΓΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ – ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ

Με την παρέμβασή μας αυτή θέλουμε να σημειώσουμε τρία πράγματα:

α. Να δώσουμε μια φωτογραφία, από την καταιγίδα αλλαγών που συμβαίνουν.

β. Να τονίσουμε πως οι στρατηγικές απαντήσεις δεμένες με τα άμεσα προβλήματα μιας εργατικής οικογένειας, σε αντίθεση με παγιωμένες αντιλήψεις, ενισχύουν τους δεσμούς της Αριστεράς με ευρύτερα λαϊκά στρώματα.

γ. Να συμβάλουμε σε απαντήσεις στα ερωτήματα που έχουμε όλοι μας, από τη σκοπιά ενίσχυσης της αυτοτελούς παρουσίας της επαναστατικής Αριστεράς στην Ελλάδα.

Δημιουργείται νέο πολιτικό πεδίο

Με τις εκλογές τις 17 Ιούνη κλείνει ένας πολιτικός κύκλος στην εξέλιξη των αγώνων, στη γενικότερη σφοδρή διαπάλη που διεξάγεται για ποιος θα χρεωθεί το σύνολο των βαρών της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης που στη χώρα μας εκδηλώθηκε με υπεροξυμένο τρόπο.

Η εικόνα του πολιτικού συστήματος κάνει ορατό αυτό που ισχύει ιστορικά:

Πως στην εξέλιξη και στο τέλος τέτοιου είδους διεθνών ιστορικών κρίσεων του καπιταλισμού, μέσα από απρόσμενα και απροσδόκητα επεισόδια και εξελίξεις, τα πάντα αλλάζουν.Το μεγάλο ερώτημα είναι προς τα πού;

Ήδη ο κλασικός δικομματισμός (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) έχει δεχτεί σοβαρό πλήγμα. Από το 85% και πάνω που συγκέντρωναν τα δύο αυτά αστικά κόμματα το 2004 (πάνω από 6.500.000 ψηφοφόρους), περιορίζονται στο 42% ενός μειωμένου επιπλέον εκλογικού σώματος κατά 1.200.000 λόγω της παραπάνω αποχής. (σε σχέση πάντα με το 2004).

Το σύνολο των αστικών πολιτικών κομμάτων (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, Ανεξάρτητοι Έλληνες, Δράση, Δημοκρατική Αριστερά) δεν ξεπερνά το 53% (μαζί με το ειδικό φαινόμενο της Χρυσής Αυγής το 60%).

Ωστόσο το αστικό πολιτικό σύστημα πήρε ανάσα. Απετράπη η κατεδάφιση του. Κέρδισε χρόνο και έθεσε ξανά το ερώτημα: θα περάσει η απογοήτευση και η παραίτηση στην εργατική τάξη, τη νεολαία και τα πληττόμενα στρώματα ή η εργατική και λαϊκή αντίσταση θα ξαναζωντανέψει με νέους όρους;

Η αστική πολιτική που συνοδεύει την οικονομική κρίση και η επίδραση του κινήματος δημιουργούν βαθιές ρωγμές στην ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία της αστικής τάξης επί της εργατικής, επί των μεσαίων στρωμάτων. Δημιουργούνται διαφοροποιήσεις σε τμήματα της μικρής και μεσαίας αστικής τάξης. Τα στρώματα αυτά πιέζονται από τη διάρκεια, το βάθος και την αντοχή της κρίσης. Ένα τμήμα συνθλίβεται κάτω από το βάρος της ασκούμενης πολιτικής, το πέρασμα ενός μέρους των κερδών δια των τοκογλυφικών δόσεων σε όφελος των ξένων πολυεθνικών και του τραπεζικού κεφαλαίου.

Το αστικό πολιτικό μπλοκ εμφανίζεται διαιρεμένο. Επιπλέον εμφανίζεται ένα αστικό αντιμνημονιακό κόμμα, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, που παρουσιάζει μια σχετική αντοχή. Συγκεντρώνει ένα υψηλό ποσοστό, εκφράζοντας την αντίθεση στο μνημόνιο που διακατέχει ένα σημαντικό τμήμα δεξιών ψηφοφόρων. Το κόμμα αυτό προβάλλει μια αντιμνημονιακή στάση, ιδιαίτερα από την άποψη των ζητημάτων κατάργησης της εθνικής κυριαρχίας, ενώ την ίδια στιγμή δε θίγει τον οικονομικό πυρήνα της ασκούμενης πολιτικής (παραμονή στο ευρώ, νεοφιλελευθερισμός).

Στην πράξη δεν εκτιμήσαμε το μέγεθος της αρνητικής επίδρασης που είχε η συμμετοχή της ΝΔ και του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου, πράγμα που οδήγησε στη μαζική φυγή κυρίως προς την εθνική – πατριωτική πλευρά. Η πλευρά αυτή κέρδιζε έδαφος στο κίνημα των πλατειών με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος του ριζοσπαστισμού να απορροφηθεί και από τη λαϊκή δεξιά – ακροδεξιά («Ανεξάρτητοι Έλληνες», ΕΠΑΜ, «Χρυσή Αυγή»).

Η Βρυξελιώτικη, συστημική, νεοναζί «Χρυσή Αυγή» αποτελεί μέρος του ευρύτερου αστικού συστήματος, γέννημα της πολιτικής του και της κρίσης της αστικής δημοκρατίας. Είναι το επιθετικό δόρυ, η δύναμη κρούσης σε βάρος της Αριστεράς και του κινήματος της επίθεσης του κεφαλαίου, ελληνικού και ξένου (καμία μεγάλη ξένη πρεσβεία δεν διαμαρτυρήθηκε για όσα λέει και κάνει) μπροστά στις μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις που έρχονται. Στηρίζεται ποικιλότροπα από μηχανισμούς του αστικού κράτους. Η δράση της συνιστά παραβίαση της αστικής νομιμότητας από την ίδια την αστική τάξη και για όφελός της. Η παρουσία της εδραιώνει ένα νεοφασιστικό ρεύμα μέσα στην ελληνική κοινωνία, ικανό να χρησιμοποιηθεί προς κάθε κατεύθυνση. Ο ρατσισμός, η φασιστική βία, ο εθνικισμός δεν ήρθαν για να φύγουν, όπως με τον Καρατζαφέρη, αλλά για να μείνουν. Αυτή τη φορά με ισχυρή κοινωνική βάση, τα φοβισμένα μικρομεσαία στρώματα, λούμπεν αλλά και προλεταριάτο που εξαθλιώνεται.

Οι αλλαγές στο πολιτικό σύστημα, αυτή η διαφορετική πολιτική εικόνα, άρχισε αχνά να εμφανίζεται ήδη από τις εκλογές του 2007. Σε αυτές η φθορά του παλιού δικομματισμού αρχίζει. Η πραγματική αποχή δυναμώνει σιγά αλλά σταθερά. Εμφανίζεται πτώση του δικομματισμού κατά 7 (εφτά) και πάνω ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2004. Σταθεροποιείται η διάσπαση (ήδη από το 2004) του κλασικού δεξιού χώρου στον κεντροδεξιό (ΝΔ) και σε ακροδεξιά (ΛΑΟΣ). Συνολικά το κύριο αστικό κομματικό σύστημα (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ) αρχίζει να μειώνεται.

Η Αριστερά ξεπερνά συνολικά το φράγμα το 10% ανερχόμενη στο 13% και πάνω.

Η ανάπτυξη του κινήματος, σε συνδυασμό με τις αντιφάσεις, αντιθέσεις και τα αδιέξοδα του καπιταλισμού καθώς οδεύει προς την κρίση του, ανοίγουν την αυλαία φθοράς του αστικού δικομματισμού και ανόδου της Αριστεράς.

Η αντικαπιταλιστική επαναστατική Αριστερά, στην πράξη δυσκολεύεται να επιδράσει συνολικά πολιτικά – παρά τη θετική επίδραση στα κινήματα- στην εργατική τάξη και στα πληττόμενα στρώματα και διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα. Καθώς όμως εισερχόμαστε στην κρίση ενισχύεται η προσπάθεια συγκρότησής της. Η παρουσία της γίνεται αισθητή γεγονός που εκδηλώνεται στις τελευταίες περιφερειακές εκλογές.

Στις εκλογές του 2009, με την κρίση πλέον παρούσα, ο κλασικός δικομματισμός σημειώνει νέα πτώση. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ συγκεντρώνουν πλέον 77 ποσοστιαίες μονάδες. Αθροιστικά ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ εμφανίζουν νέα πτώση κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτή η επιπλέον όμως φθορά των αστικών κομμάτων δεν κατευθύνεται Αριστερά, πηγαίνει σε ρεύματα αμφισβητητικά του τύπου Οικολόγοι – Πράσινοι.
Η Αριστερά συνολικά, μετά την άνοδο του 2007, παρουσιάζει μια στασιμότητα.

Το καμπανάκι για την αντικαπιταλιστική και επαναστατική Αριστερά έχει ήδη κτυπήσει. Από τη μία το αντικειμενικό περιβάλλον της διεθνούς πλέον οικονομικής κρίσης θέτει συγκεκριμένα όρια τακτικών, διαχειριστικών ελιγμών με βάση τα συμφέροντα των κοινωνικών τάξεων, στρωμάτων και οικονομικών ομάδων. Από την άλλη η Αριστερά, με τα διάφορα ρεύματά της, συνεχίζει να δρα και να συγκροτείται στη βάση των ίδιων μέχρι πρότινος λίγο ως πολύ στρατηγικών και πολιτικών επιλογών.
Η Αριστερά στην Ελλάδα παρουσιάζει μια αξιόλογη πολιτική δράση που δυσκολεύει, δίχως όμως να αναχαιτίζει ή να ανατρέπει, την προωθούμενη κανιβαλική αστική πολιτική. Στην ουσία – παρά τις επιμέρους προσπάθειες- δυσκολεύεται να προσεγγίσει το δομικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής κρίσης. Άρα να προβάλλει τις αντίστοιχες δομικές απαντήσεις που απαιτούνται. Αλλά και όταν καθυστερημένα το αντιλαμβάνεται, εξακολουθεί να δρα με μικροαλλαγές οι οποίες μάλιστα έρχονται με καθυστέρηση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ περιορίζεται σε μια μεταρρυθμιστική λογική καλύτερης διαχείρισης που συνοδεύεται κατά διαλλείματα με ένα ριζοσπαστικό πολιτικό λόγο. Αλλάζει όμως, στα πλαίσια της ίδιας διαχειριστικής στρατηγικής, λίγο πριν της εκλογές με την πολιτική της Αριστερής κυβέρνησης, στην ουσία με το «αναθέστε μου και εγώ μπορώ».
(Το ζήτημα της κυβέρνησης συνδέεται με ένα θελκτικό κομμουνιστικό πρόγραμμα στον 21ο αιώνα. Συμπυκνώνει όλο το στρατηγικό πρόβλημα της Αριστεράς και χρήζει ξεχωριστής αντιμετώπισης.)

Το ΚΚΕ παραμένει ακίνητο στο πρόγραμμα του και τελικά το πλήρωσε. Η στάση του απέναντι στον «υπαρκτό σοσιαλισμό», η ανυπαρξία στην ουσία μετωπικής πολιτικής και η μεταφορά όλων των ζητημάτων μετά, στην ασαφή λαϊκή εξουσία και Λαϊκή Οικονομία, είχαν αυτή την αρνητική επίδραση.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρόλο που επιχειρεί μια σε βάθος προσέγγιση της κρίσης, εντούτοις φαίνεται πως τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο της ασκούμενης πολιτικής καθώς και στην καθημερινή πρακτική της, αδυνατεί να χαράξει μια ικανή στρατηγική ποιοτική πρόταση.

Στο τέλος αυτής της συνταρακτικής πενταετίας και ειδικά στο τέλος των διπλών εκλογών Μαΐου – Ιουνίου του 2012, μεγάλο κομμάτι των λαϊκών και εργατικών δυνάμεων στράφηκε απότομα στην Αριστερά, στο ΣΥΡΙΖΑ. Αγνόησε μάλιστα τα διαρκή και αλλεπάλληλα εκβιαστικά διλήμματα διεθνών ιμπεριαλιστικών κέντρων και εγχώριων αστικών μηχανισμών. Ένα υψηλό ποσοστό, πάνω από 30%, δεν ψήφισε με κριτήριο το φόβο. Αν σκεφτούμε πόσο καλλιεργείται ο φόβος από το στρατόπεδο των κυρίαρχων και πόση σημασία έχει για τη μη αμφισβήτηση της πολιτικής τους, αντιλαμβανόμαστε την ουσία αυτού του γεγονότος.

Ειδικά στις εκλογές του Μαΐου – Ιουνίου, το εκλογικό σώμα εμφανίζει μια σοβαρή διαφοροποίηση υπέρ της Αριστεράς στα μεγάλα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα τους εργατικούς δήμους, στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, στους μισθωτούς του δημοσίου, στους άνεργους στα οποία ΝΔ, ΠΑΣΟΚ εμφανίζουν εξαιρετικά χαμηλότερα ποσοστά. Το ίδιο φαινόμενο παρουσιάζεται, σε αντίθεση με τα μαύρα χρόνια της δεκαετίας του ΄90, στη νεολαία. (Τα ποσοστά της σε αυτούς τους χώρους φτάνουν το 30, 35 ή και 40%).

Πρόκειται επομένως για σοβαρές διαφοροποιήσεις- προκλήσεις για την Αριστερά και ειδικά την επαναστατική. Πρόκειται για διαφιλονικούμενες ριζοσπαστικές διαφοροποιήσεις απέναντι στη μέχρι πρότινος συντριπτική αστική πολιτική- πολιτιστική υπεροχή σε βάρος του εργατικού κινήματος. Η αστική πολιτική παντοδυναμία που σημαδεύει τη σημερινή εποχή των νέων επαναστατικών προκλήσεων αμφισβητείται από ένα ανερχόμενο, πολυδαίδαλο ρεύμα πολιτικής απονομιμοποίησης, αποσταθεροποίησης και διεκδίκησης. Το ρεύμα αυτό διαμορφώνεται κυρίως με βάση την επιδείνωση της κατάστασης της εργατικής τάξης, των μεσαίων πληττόμενων στρωμάτων, της εργαζόμενης και σπουδάζουσας νεολαίας, τις γενικότερες πολιτικές εμπειρίες και αντιφάσεις τους. Παραμένει το πιο ελπιδοφόρο στοιχείο των εξελίξεων.

Πρόκειται για ένα εν δυνάμει ανατρεπτικό ρεύμα που αδυνατεί ακόμη να αναχαιτίζει την ικανότητα του καπιταλισμού να ανασυγκροτείται σε αντιδραστική κατεύθυνση. Πρόκειται για ένα ρεύμα που στο κίνημα εμφανίζεται με συνέχειες και κυρίως ασυνέχειες ακριβώς γιατί λείπει η εργατική επαναστατική πρωτοπορία που θα δίνει συνέχεια, αποφασιστικότητα και βάθος στο με τη μορφή της άμπωτης και πλημμυρίδα εμφανιζόμενο κίνημα. Πολύ περισσότερο το αντίστοιχο αντικαπιταλιστικό βάθος και σύγχρονη κομμουνιστική προοπτική. Γι' αυτό και τελικά ο κόσμος του αγώνα στρέφεται προς αυτό που βλέπει μπροστά του ως συγκεκριμένη απάντηση, μερικές φορές και με επίγνωση πως μπορεί να είναι αυταπάτη. Ακριβώς γι΄ αυτό ξεκινά αναγκαστικά από την πιο χαμηλή ιστορική πολιτική βάση, από τον σε διαμόρφωση ΣΥΡΙΖΑ.

Είναι ένα ρεύμα που τείνει να διαχωρίζεται αλλά και να επανασυνδέεται πολύπλευρα με την κυρίαρχη λογική του κοινωνικού τρόμου, των ατομικών λύσεων, της πολιτικής προσαρμογής, χειραγώγησης και ανασύνθεσης του αστικού συστήματος. Είναι ένα ρεύμα που είναι αντικειμενικά αναγκασμένο να δοκιμάζει ξανά και να συμπυκνώνει στον ιστορικό χρόνο εργατικές εμπειρίες πολλών ιστορικών περιόδων και κυρίως να τις συνδυάζει με τις εκρηκτικές ανάγκες και τις μεγάλες δυνατότητες μιας εξαιρετικά πρωτότυπης εποχής. Ένα ρεύμα που διαθέτει υπέρτερη αντικειμενική προοπτική με βάση την απογείωση των θεμελιακών αντιθέσεων και σχετικών αδιεξόδων του καπιταλισμού.
Η τωρινή συνισταμένη αυτού του ελπιδοφόρου αντιφατικού ρεύματος είναι η διατηρούμενη στρατηγική και πολιτική ανεπάρκεια του ταξικού εργατικού κινήματος και των αριστερών πρωτοποριών, παρόλα τα βήματα και παρ' όλες τις διαφορές τους. Ανεπάρκεια που αφορά την συμβολή τους στον αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό, στην διεύρυνση και στην ανεξάρτητη πολιτική και στρατηγική συγκρότησή του, στην ενίσχυση της ενωτικής αγωνιστικής αλληλεπίδρασής του.

Τα εκλογικά ποσοστά, στο πλαίσιο των γενικότερων συσχετισμών εντός της Αριστεράς, αποτυπώνουν μια πολιτική νίκη της ιδιότυπης ρεφορμιστικής, κοινοβουλευτικής Αριστεράς επί της αντικαπιταλιστικής και επί της αριστεράς της κομμουνιστικής αναφοράς. Το εκλογικό αποτέλεσμα επομένως δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα.

Το αποτέλεσμα σηματοδοτεί το πέρασμα άμεσα σε μια συγκυρία εύθραυστης πολιτικής σταθερότητας. Μεσοπρόθεσμα, σε συνδυασμό με την όξυνση της κρίσης, οδηγούμαστε σε πολιτική αστάθεια άγνωστης διάρκειας αλλά και έκβασης, τόσο στο αστικό πολιτικό σύστημα όσο και εντός της Αριστεράς. Η ρευστότητα των πολιτικών επιλογών και ιδεολογικών στηριγμάτων στα διάφορα στρώματα και τάξεις της κοινωνίας θα διατηρηθεί. Στη φάση που εισερχόμαστε οι μετακινήσεις και οι αναζητήσεις θα είναι συνεχείς μέχρι να διαμορφωθεί, ανάλογα με το ποια θα είναι η πορεία και της κρίσης και η έξοδος από αυτήν, ένα νέο περιβάλλον κοινωνικής και επομένως και πολιτικής σχετικής σταθερότητας, με σχετικά παγιωμένους νέους συσχετισμούς. Μέχρι τότε, εφ΄ όσον μια συνολική, σύγχρονη πολιτική πρόταση αντικαπιταλιστικής τακτικής, επανάστασης και εργατικής εξουσίας προς τον κομμουνισμό δεν εμφανιστεί, το κοινωνικό σώμα θα κινείται προς τις πολιτικές επιλογές που επιλύουν την κυρίαρχη αντίφαση της κάθε συγκυρίας με τον πιο εύκολο-δηλαδή φαινομενικά εφικτό και πιθανόν λιγότερο ριζοσπαστικό τρόπο.

Αν ως κυρίαρχη αντίφαση παγιωθεί η αντίφαση μνημόνιο – αντιμνημόνιο τότε δημιουργούνται δύο στρατόπεδα αυτής της συγκεκριμένης σύνθεσης. Η σύνθεση αυτή είναι σαφώς διαφορετική από το αν τεθεί ως κεντρικό δίλημμα καλύτερος καπιταλισμός ή ρήξη με την ουσία της πολιτικής του και τελικά και με τον ίδιο.

Δύσκολη υπόθεση που δεν μπορεί να δημιουργηθεί αποκλειστικά στην περίοδο των εκλογών.

Όποιο αριστερό κόμμα βγει έξω από τη λύση της αντίφασης που κυριαρχεί, θα αντιμετωπιστεί από την κοινωνία ως ξένο σώμα, ως κάτι που δεν ανταποκρίνεται και δεν συμβάλλει στις ανάγκες της δικής της υλικής κίνησης, και επομένως θα τεθεί στο περιθώριο. Αυτό, όπως είναι κατανοητό, αυξάνει ιδιαίτερα τις απαιτήσεις αυτοτελούς τακτικής ευελιξίας, αλλά και ικανότητας σύνδεσης της τακτικής με τη στρατηγική, για όλους τους πολιτικούς φορείς. Συνεπάγεται αντικειμενικά μεγάλη κινητικότητα σε επίπεδο συνεργασιών, μετώπων, ακόμα και κομματικών σχηματισμών.

Το εκλογικό αποτέλεσμα εκπέμπει ένα σοβαρό σήμα κινδύνου για το παρόν και το μέλλον του ίδιου του εγχειρήματος της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

 

ΠΗΓΗ: http://iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=8793:nar-ekloges&catid=81:kivernisi&Itemid=198

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

 

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.