Εποχή πνευματικής και υλικής χρεοκοπίας στην Ευρώπη;
Μια πολύτιμη ευκαιρία για να αναδυθεί το "Νόημα" * – Μέρος ΙΙ
Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου**
Σύμφυτο με την οικονομική κρίση είναι ένα πρόβλημα στο δεύτερο εκ των τριών πεδίων που ανέφερα. Ένα πρόβλημα απολύτως επίκαιρο και ζωτικής κρισιμότητας για την Ευρώπη: η έκλειψη της πολιτικής. Πολιτική είναι να δρας με όραμα και να κάνεις αυτό που, αν δεν το κάνεις, δεν θα γίνει ποτέ από μόνο του. Αντιθέτως, όμως, τώρα σαρώνει η πεποίθηση ότι η οικονομία δεν είναι θέμα οράματος και επιλογής, αλλά μια λογιστική διαδικασία, η οποία έχει έναν και μόνο μόνο τρόπο χειρισμού όπως, για παράδειγμα, η πρόσθεση γίνεται μόνο με έναν τρόπο!
* Εισήγηση στο 4ο Συνέδριο Ελληνορθόδοξης Παιδείας και Τεχνολογίας (Πολιτισμικό Σπουδαστήριο Αγίου Νικολάου Έγκωμης), με θέμα «Κύπρος και Ευρώπη σε δίσεκτους χρόνους», Λευκωσία, Κυριακή 11 Μαρτίου 2012 .
Υπό τη δεσποτεία αυτής της πεποίθησης, η πολιτική συνεχίζει μεν να υπάρχει, αλλά απλώς ως φάντασμα: ως γραφείο διεκπεραίωσης των εντολών του κερδοσκοπικού κεφαλαίου. Εδώ, λοιπόν, οφείλει να είναι αποφασιστική η συμβολή των Χριστιανών, ως συνηγορία υπέρ της πολιτικής: υπέρ της ευθύνης, δηλαδή, του ανθρώπου να αλλάζει τον κόσμο με τις επιλογές και τις πράξεις του. Στην ιθαγένεια των Βαλκυριών πλησίον είναι εξ ορισμού ο όμαιμος, και στην ιθαγένεια του νεοφιλελευθερισμού πλησίον είναι μόνος ο εαυτός. Στον Χριστιανισμό, όμως, ο πλησίον δεν "είναι". "Γίνεται"! Αυτό μας λέει η παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Η παραβολή ξεκίνησε με την ερώτηση του κόσμου "τις εστίν ο πλησίον;", και έκλεισε με την αντερώτηση του Χριστού "Τις εγένετο ο πλησίον;"[i]. Η εγγύτητα δεν υπάρχει, αλλά φτιάχνεται μέσα από την αληλέγγυα πράξη, από το μυστήριο του να αναγνωρίζεις τον Κύριό σου στο πρόσωπο οιουδήποτε ελαχίστου. Μιλώντας, λοιπόν, για πολιτική, δεν μιλώ για κομματική υποτέλεια και για την κομματοκρατία που αποσαθρώνει κοινωνίες. Μιλώ για τη συμμετοχή στη συνάρθρωση του κοινού βίου και για το μεδούλι της χριστιανικής ύπαρξης: να ρηγματώνεις το γκρίζο της καθημερινότητας με το φως της Ανάστασης. Αλλά αυτό τι σημαίνει στην πράξη; Δύνανται, άραγε, σήμερα οι Ορθόδοξοι να μην κομπορρημονούν για την προίκα τους, αλλά να τη δοκιμάσουν στο χτίσιμο νέων πολιτικών μορφών, κοντά στην άμεση δημοκρατία, στα κοινωνικά κινήματα και την προσωπική ευθύνη; Ή αδιάκοπα οι "υιοί του αιώνος τούτου" θα αποδεικνύονται "φρονιμότεροι υπέρ τους υιούς του φωτός";
Ο δημόσιος χώρος οφείλει να είναι το φόρουμ όπου κατατίθενται, εκτίθενται και λογοδοτούν όλες οι προτάσεις νοηματοδότησης της ανθρώπινης ζωής, άρα και οι θρησκείες. Οι θρησκείες δεν μπορούν να εγκιβωτίζονται στην ιδιωτική σφαίρα, όπως υποστηρίζουν οι θιασώτες της ακραίας laïcité. Ούτε όμως και να μετατρέπονται σε κρατικές υπηρεσίες. Στον δημόσιο χώρο, λοιπόν! Αλλά το ζήτημα είναι πώς ίστασαι στον δημόσιο χώρο. Η ταυτότητα κάθε θρησκείας δεν αποτελεί έναν φυσικό αριθμό, αλλά ένα πηλίκον: ένα κλάσμα, δηλαδή μια σχέση, μεταξύ του θρησκευτικού ένδον αφενός και της άποψής του για τον γύρω κόσμο αφετέρου.
Σε κάθε εποχή οι μαθητές του Χριστού πολιορκούνται από τον πειρασμό της "υπερευσέβειας". Θυμηθείτε το ευαγγελικό περιστατικό με την κωμόπολη των Σαμαρειτών. Όταν οι Σαμαρείτες αρνήθηκαν να δεχτούν τον Χριστό και τη συντροφιά του, οι μαθητές ζήτησαν από τον Χριστό να κατεβάσει φωτιά από τον ουρανό και να κάψει τους αντιρρησίες. Ο Χριστός όμως τους επετίμησε: "Ξεχάσατε ποιο πνεύμα κατευθύνει τη ζωή σας· ο υιός του ανθρώπου δεν ήρθε να καταστρέψει ανθρώπους, αλλά να τους σώσει"[ii]. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι με βάση μια φονταμενταλιστική λογική, το δίκιο το είχαν οι μαθητές! Διότι προφανώς είχαν κατά νου το περιστατικό με τον προφήτη Ηλία, ο οποίος είχε κατεβάσει φωτιά από τον ουρανό και κατέσφαξε τους ιερείς του Βάαλ. Αλλά ο Χριστός δεν έφερε την ειδωλολατρία των χωρίων! Έφερε μια νέα θέαση των πραγμάτων, η οποία τη θεοκρατία δεν τη θεωρεί αρετή, αλλά βλασφημία. Αυτή η διελκυστίνδα, λοιπόν, μαθητών – Χριστού, γίνεται ιδιαίτερα επίκαιρη στις μέρες μας. Διάφοροι θρησκευτικοί κύκλοι διατυπώνουν έναν λόγο μαχητικό, κοινωνικά ριζοσπαστικό, ακόμα και επικριτικό προς το πολιτικό σύστημα. Αλλά εδώ ακριβώς χρειάζεται να στήσουμε προσεκτικό αυτί! Συχνά πρόκειται για έναν λόγο ο οποίος χαίρεται με την εξαχρείωση της δημοκρατίας, διότι ουδέποτε αγάπησε τη δημοκρατία και κρυφονοσταλγεί την άρση της. Ο λόγος αυτός εισέρχεται μεν στον δημόσιο χώρο για να ακουστεί, επικαλείται τη δημοκρατία για να ακουστεί, αλλά ονειρεύεται να βγάλουν τον σκασμό όλοι οι άλλοι. Όμως ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός που παίρνει διαζύγιο από την ελευθερία είναι πάντα μήτρα ολοκληρωτισμού. Είτε του ολοκληρωτισμού τον οποίον λαχταρούν λαϊκιστικά μισαλλόδοξα ευρωπαϊκά πολιτικά κινήματα, είτε του ολοκληρωτισμού τον οποίον καλλιεργούν στο εσωτερικό τους οι θεοκρατικές κοινότητες. Για παράδειγμα, ένα από τα οξύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρώπη είναι η διελκυστίνδα δημοκρατικών αξιών αφενός και σαρίας αφετέρου, στην περίπτωση φανατικών μουσουλμανικών κοινοτήτων που επιθυμούν να είναι περίκλειστες, αδιάβροχες από το φως του δημοσίου χώρου, ανέγγιχτες από την κριτική σκέψη και ανέπαφες από πανανθρώπινα δικαιώματα[iii]. Αλλά το κρίσιμο για μας εδώ δεν είναι να καταδείξουμε τον εφιάλτη του φανατικού Ισλάμ. Αυτό είναι εύκολο. Το κρίσιμο είναι να απορρίψουμε κάθε φανατισμό ως βλασφημία κατά του ζώντος Θεού.
Και εδώ αναδύεται το τρίτο χρέος: Η θεολογία πρέπει να κατορθώσει να συμμετάσχει στη συγκρότηση ενός επείγοντος μετώπου: του μετώπου των σπουδών στοχασμού. Δεν είναι τυχαίο ότι η νεοφιλελεύθερη επίθεση συνοδεύτηκε από συρρίκνωση των ανθρωπιστικών σπουδών και από ενίσχυση των τεχνοκρατικών, δηλαδή των σπουδών εκείνων που αντιλαμβάνονται τον άνθρωπο απλώς ως διαχειριστή ενός μηχανισμού, η ύπαρξη του οποίου φαντάζει δεδομένη και αναντίρρητη. Αυτό που υποστηρίζω είναι ότι οι σπουδές στοχασμού δεν χρειάζεται να είναι μια ιδιαίτερη ομάδα, αντίπαλη προς τις τεχνολογικές σπουδές, αλλά ένα ζωογόνο νεύρο που θα διαπερνά όλες τις σπουδές, τεχνολογικές και ανθρωπιστικές. Αλλά για να μπορέσει να συμμετάσχει η θεολογία σε ένα τέτοιο μέτωπο, θα πρέπει να απαλλαγεί από κάθε αυτισμό, και να κατορθώσει να δείξει στους εταίρους της ότι έχει θέση ανάμεσά τους. Θα πρέπει να κατορθώσει να μιλήσει μια κοινή γλώσσα: να δείξει ότι κάθε άποψη περί νοηματοδοτήσεως του ανθρωπίνου βίου δεν βρίσκεται με "χημεία", όπως άλλωστε δεν πρόκειται να βρούμε ανάμεσα στα συστατικά ενός αυτοκινήτου την επιλογή του οδηγού για το πού θα πάει. Το νόημα δεν φυτρώνει φτιάχνεται ή επιλέγεται από το άνθρωπο, βάσει της ελευθερίας του να στοχαστεί μέσω κάθε δυνατότητας της ύπαρξής του, να ερμηνεύσει τον κόσμο και να τον οραματιστεί σε άλλη μορφή, πέρα από την τωρινή.
Πάνω από την Ευρώπη οφείλουν να ενταθούν άλλες μουσικές, οι οποίες δύνανται να διαψεύσουν την ακροτελεύτια φράση του Κονδύλη. Να ενταθούν οι μπαλάντες των Κελτών μοναχών που παρενέβαιναν στην πολιτική εξουσία για να απελευθερώσουν αιχμαλώτους, όπως ο βυζαντινός άγιος Ακάκιος είχε διαθέσει τα ιερά σκεύη των εκκλησιών για να θρέψει Πέρσες αιχμαλώτους. Να ακουστεί το ριζίτικο του φραγκισκανού Μαξιμίλιαν Κόλμπε, που περιέθαλπε Εβραίους και πήρε εκούσια τη θέση ενός αγνώστου του για να εκτελεστεί στο Άουσβιτς, όπως ο Μητροπολίτης και ο δήμαρχος της Ζακύνθου έγραψαν τα δικά τους ονόματα στη λίστα των Εβραίων του νησιού, που τους είχαν ζητήσει οι Ναζί. Πάνω από την Ευρώπη οφείλει να ακουστεί το σιγόντο των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών, που το 1997, δέκα χρόνια πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης ζήτησαν να αποκατασταθεί η "προτεραιότητα του ανθρωπίνου προσώπου από τα οικονομικά συμφέροντα" και "να αφεθούν τα χρέη των πτωχών κρατών"[iv]. Πάνω από την Ευρώπη οφείλει να ακουστεί το τραγούδι του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη, όπως μας το τραγούδησε το πολυεθνικό Ορθόδοξο μοναστήρι στην καρδιά της Βρετανίας: "Πολλοί έλαβαν τη χάρη, κι όχι μόνον απ' όσους μένουν στην Εκκλησία, αλλά κι απ' όσους βρίσκονται έξω απ' αυτήν – γιατί δεν υπάρχει προσωποληψία στον Κύριο […]. Αν αγαπάμε αλλήλους με απλότητα καρδιάς, θα μας δείξει ο Κύριος πολλά θαύματα με το Άγιο Πνεύμα και θα μας αποκαλύψη μεγάλα μυστήρια […]. Ο Θεός είναι Αγάπη αχόρταγη…"[v]. Είναι λάθος να νομίσουμε ότι απέναντι στον αχόρταγο νεοφιλελευθερισμό μπορούν να αντιπαραταχθούν χορτάτοι. Αχόρταγοι πρέπει να αντιπαρατεθούν! Οι πεινώντες και διψώντες τη δικαιοσύνη, οι διάκονοι ενός Θεού που δεν χορταίνει την αγάπη!
Σημείωση: Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Manifesto 35 (2012), σσ. 32-36
** Ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου είναι Δρ. Θεολογίας, αρχισυντάκτης του περιοδικού Σύναξη, Καθηγητής στο Λύκειο Ζεφυρίου Δυτ. Αττικής, paptam@windowslive.com
[i] Αντίστοιχα: "Και τις εστί μου ο πλησίον;" και "Τις… πλησίον δοκεί σοι γεγονέναι του εμπεσόντος εις τους ληστάς;" (Λουκ. 10: 29, 36).
[ii] Λουκ. 9: 55-56. Για τη διαχρονική δυσκολία αυτού του χωρίου βλ. Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται. Η ιεραποστολή ως ελπίδα και ως εφιάλτης, εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 22009, σσ. 249-250.
[iii] Βλ. Νίκος Κοτζιάς, "Αντιλήψεις για τις διατλαντικές σχέσεις και ο μέλλον τους", πρόλογος στο: Χάμπερμας, ό.π., ιδίως σσ. 28-33.
[iv] Γρηγόριος Λαρεντζάκης, "Θρησκεία και πολιτική στη νέα Ευρώπη", στο: Πολιτική και θρησκείες (επιμ. Κωσταντίνος Β. Ζρμπάς), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2007, σσ. 259-260.
[v] αρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκδ. Ι. Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 41988, σσ. 192 και 78.