ΟΟΣΑ και PISA: Εκδοχές μονοπωλιακού υπερεθνικού «επιθεωρητισμού» στην εκπαίδευση
Του Γιώργου Μαυρογιώργου*
Εισαγωγικό Σημείωμα:
(O OOSA και το PISA εισβάλλουν συχνά και συστηματικά με δημόσια δαπάνη των χωρών-μελών στα κοινωνικά, οικονομικά και εκπαιδευτικά τους πράγματα. Πουλούν συμβουλευτικές υπηρεσίες σε μια κερδοφόρα για αυτούς αγορά σε πελάτες-κράτη που με τη συμμετοχή τους αναγνωρίζουν την ανύπαρκτη εγκυρότητα και αξιοπιστία των «εργαλειοθηκών» που παράγουν. Πώς είναι δυνατόν, άραγε, να συγκρίνονται οι επιδόσεις 15χρονων μαθητών «δείγματος» από 72 χώρες και να κατατάσσονται σε σειρά επιτυχίας, με εργαλείο ένα «εξεταστικό παράδειγμα» παγκόσμιας εμβέλειας, που παρακάμπτει τα σχολικά τους προγράμματα και αγνοεί τις συγκεκριμένες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες των επιμέρους χωρών-μελών;
Η υπόθεση που κάνουμε είναι ότι η επινόηση PISA συνιστά μονοπωλιακή οργανωμένη και εφαρμοσμένη πολιτική παρέμβαση που με εργαλείο μια σύγκριση ανυπόστατης εγκυρότητας και αξιοπιστίας εντάσσει τα εκπαιδευτικά συστήματα που συμμετέχουν σε μια διεργασία ελέγχου της παγκοσμιοποίησης και ομοιογενοποίησης ακόμη και των καθημερινών σχολικών πρακτικών (σχολικά προγράμματα, βιβλία, διδασκαλία, εξετάσεις, κ.α.) με σκοπό την άνευ όρων υπαγωγή της εκπαίδευσης (εκπαιδευτικών, μαθητών, διδακτικού υλικού, περιεχομένου, κ.α.) στις ανάγκες και τις δυνάμεις μιας παγκοσμιούμενης καπιταλιστικής αγοράς. Δεν έχουν σημασία τόσο οι επιδόσεις και οι κατατάξεις των χωρών όσο η συμμετοχή τους σε ένα project παγκόσμιας εμβέλειας, που με τις τακτές και οργανωμένες διεργασίες του εντάσσει τα σχολεία των χωρών-μελών σε μια προσαρμοστική-συμμορφωτική διεργασία αθέατης ακραιφνούς νεοφιλελεύθερης επιτήρησης. Οι θιασώτες της αξιολόγησης, του ανταγωνισμού, της σύγκρισης και της λογοδοσίας πολύ εύκολα παρακάμπτουν τους προβληματισμούς που θέτει η συγκεκριμένη υπόθεση που κάνουμε, διότι, απλούστατα, υποβιβάζουν την υπόθεση της αξιολόγησης σε απλό τεχνικό, μεθοδολογικό και εκπαιδευτικό θέμα, χωρίς τις υπαρκτές κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές.
Συνέχεια →