ΤΣΙΓΓΑΝΟΣ ΔΥΣΚΟΛΟ ΝΑ ΕΙΣΑΙ, Ρομ ζόρι τε αβές
Ζωγραφική: Κατερίνα Χριστοπούλου
Του Βασίλειου Χριστόπουλου*
Πλησιάζει το Πάσχα του 2020 και η 25 χρονη τσιγγάνα Διονυσία είναι ανήσυχη. Βλέπει πως η ζωή τους γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Ο κορονοϊός κατέστρεψε όλες τις ευκολίες τους. Ο Ζαφείρης είναι άνεργος πάνω από ένα μήνα. Τα μαγαζιά είναι κλειστά, η πόλη ερήμωσε, άνθρωπος δεν κυκλοφορεί. Η ζητιανιά δεν δουλεύει πια. Τα έξι παιδιά της, όμως, συνεχίζουν να χρειάζονται φαγητό, τα ρούχα τους, τη φροντίδα τους. Κάθε τόσο ψιθυρίζει την αγαπημένη της φράση: Τσιγγάνα δύσκολο να είσαι, Ρομνί ζόρι τε αβές.
Τα παιδιά της είναι από δύο μέχρι εννιά χρονών. Κατά σειρά είναι ο Μανόλης, η Ζουμπουλία, o Ασημάκης, ο Άχμετ, η Εμμανουέλλα και η μεγάλη η Παγώνα. Οι δυο μεγάλες, Εμμανουέλλα και Παγώνα, πάνε σχολείο, αλλά τώρα είναι κλειστό.
Τις δυο μεγάλες τις έκανε με τον άντρα που παντρεύτηκε μικρή, έναν Αργύρη. Χώρισαν, όμως, νωρίς. Ήταν χωμένος στα ναρκωτικά μέχρι το λαιμό, τον έδιωξε η ίδια και γλύτωσε.
Η Διονυσία από μικρή ήξερε πως αρέσει στους άντρες, ποτέ της δεν είχε πρόβλημα. Έτσι γρήγορα κατέληξε στο Ζαφείρη. Είναι μαζί οκτώ χρόνια, ζουν κανονικά σαν αντρόγυνο, έκαναν και τέσσερα παιδιά. Μέχρι τώρα δεν είχε παράπονο από τη ζωή της. Τώρα, όμως με τον κορονοϊό όλα γίνονται δύσκολα.
Όταν ο άνεργος Ζαφείρης δέχτηκε το τηλεφώνημα του Ασημάκη Βασιλάρη άρχισε να ελπίζει σε κάποιο μεροκάματο. Μέχρι τις απαγορεύσεις έκανε σταθερά τρία μεροκάματα τη βδομάδα.
Δούλευε σε ένα γέρο γεωργό στην Εγλυκάδα, είχαν γνωριστεί από τότε που η οικογένεια έμενε στον καταυλισμό του Ριγανόκαμπου. Τώρα ο γέρος φοβάται τον κορονοϊό και σταμάτησε τη λαϊκή.
Τα τελευταία χρόνια, τρεις μέρες τη βδομάδα, ο Ζαφείρης ξυπνούσε από τα άγρια χαράματα, καβαλούσε το ποδήλατο και πήγαινε στην Εγλυκάδα. Φόρτωναν το αγροτικό και κατέβαιναν στη λαϊκή. Αργά το μεσημέρι επέστρεφαν στο κτήμα. Εκεί έκανε κάποιες δουλειές στα χωράφια και αργά το απόγευμα, ξεθεωμένος, γύριζε με το ποδήλατο σπίτι του. Πάντα με μια σακούλα λαχανικά και φρούτα, ό,τι είχε μείνει απούλητο στη λαϊκή.
Ο Βασιλάρης είναι ένας δικός τους, στα 50 του, που τα καταφέρνει με διάφορα μεσιτικά και ζει μια χαρά. Ήταν Μεγάλη Δευτέρα το βράδυ που συναντήθηκε μαζί του στην πλατεία. Έκαναν βόλτες και συζητούσαν περπατώντας.
Δεν είπε πολλά, μπήκε κατ’ ευθείαν στο θέμα.
-Ξέρω την ανάγκη σου, Ζαφείρη, γι αυτό θα σου μιλήσω καθαρά. Έχω μια δουλειά για σένα και την Διονυσία, να βγάλετε εύκολα 2.000.
-Τι δουλειά, κυρ Ασημάκη;
-Ένας Ιρανός μετανάστης, καλοστεκούμενος, είναι χωρίς χαρτιά, παράνομος.
Για να μπορέσει να πάρει χαρτιά θέλει να κάνει ένα παιδί με Ελληνίδα.
-Κι εγώ τι μπορώ να κάνω;
-Να του δώκουμε τη Διονυσία.
-Τη γυναίκα μου; τα έχασε ο Ζαφείρης.
-Δική σου είναι και δική σου θα μείνει. Μην ανησυχείς. Μόνο το παιδί θα είναι δικό του, θα το γράψει δηλαδή για δικό του. Γιατί κι αυτό στο τέλος δικό σας θα μείνει. Είπαμε 2000 είναι αυτές.
Ο Ζαφείρης προσπαθώντας να σταθμίσει τι σημαίνουν όλα αυτά, αντιπρότεινε.
-Γιατί να μην το κάνω εγώ με τη Διονυσία, και όταν γεννηθεί το γράφουμε στο όνομά του. Έτσι είχαμε κάνει με εκείνον τον Αφγανό και του γράψαμε τον Άχμετ, αν θυμάσαι. Δώκαμε στο παιδί και το όνομά του.
-Όλα τα θυμάμαι, αλλά τώρα άλλαξαν τα πράγματα. Τώρα, Ζαφείρη, ζητάνε τεστ DNA. Κάνουν εξετάσεις σε πατέρα και παιδί και πρέπει να βγαίνει ότι είναι δικό του. Ο Ζαφείρης έμεινε άφωνος, δεν ήξερε αν έπρεπε να σταματήσει την κουβέντα και να φύγει ή να συνεχίσει να μένει μαζί του. Ο Βασιλάρης συνέχισε.
-Θα πάρεις 1000 μόλις μείνει έγκυος και άλλα 1000 όταν το μωρό γραφτεί στο δημοτολόγιο. Το παιδί, είπαμε δικό σας και όνομα δικό σας, όποιο θέλετε.
Ο Ζαφείρης σκέφτηκε πως αν είχε τη δουλειά του και η ζητιανιά της οικογένειας πήγαινε καλά, θα τον έστελνε στο διάολο, αλλά τώρα; Δύσκολη η απόφαση. Ζήτησε λίγο χρόνο να το σκεφτεί και έφυγε ζαλισμένος, σαν να είχε σκοτεινιάσει ο κόσμος γύρω του. Στο μυαλό του στριφογύριζε μόνο η κουβέντα της Διονυσίας: Ρομ ζόρι τε αβές – τσιγγάνος δύσκολο να είσαι.
Αποφάσισε να μην το κουβεντιάσει με τη Διονυσία πριν δοκιμάσει άλλες λύσεις. Φοβόταν την αντίδρασή της και δεν ήθελε να τα καταστρέψει όλα.
Τα τελευταία χρόνια έχουν φύγει από τον καταυλισμό, ζουν σε σπίτι και έχει αλλάξει η ζωή τους. Γλύτωσαν από τη λάσπη και τα ποντίκια. Με το επίδομα πολυτεκνίας έχουν νοικιάσει κανονικό σπίτι στην άκρη του παλιού προσφυγικού συνοικισμού. Στον συνοικισμό οι παλιοί ιδιοκτήτες σιγά – σιγά εγκαταλείπουν τα σπίτια τους να πιάσουν καλύτερο σπίτι. Και κάποιες οικογένειες Ρομά βρίσκουν εκεί καταφύγιο. Ο ιδιοκτήτης τους ζήτησε ολόκληρο το επίδομα που παίρνουν κάθε τρίμηνο. Ήταν η πρώτη οικογένεια που θα έμενε στο τετράγωνο, οι γείτονες αντιδρούσαν και αναγκάστηκαν να συμφωνήσουν.
Στην αρχή αντιμετώπισαν τον πόλεμο των μπαλαμών που δεν θέλουν τσιγγάνους στη γειτονιά τους. Ευτυχώς μέσα στο χρόνο νοικιάστηκαν κι άλλα δυο σπίτια σε τσιγγάνους και τώρα πια δεν είναι μόνοι τους.
Το νοίκι πληρώνεται από το επίδομα, και τα υπόλοιπα – φαγητό, ρούχα, ρεύμα, σχολικά κλπ – βγαίνουν από τα μεροκάματα του Ζαφείρη και τη ζητιανιά της Διονυσίας. Μέχρι τώρα τα κατάφερναν καλά.
Σκέφτεται τώρα που είναι άνεργος τι άλλη δουλειά μπορεί να κάνει, σπάει το κεφάλι του, αλλά δεν βρίσκει τίποτα.
Ξέρει ότι σε άλλες εποχές σαν τσιγγάνος μπορούσε να κάνει πολλές δουλειές. Σιδεράς, γανωτής, αλμπάνης – πεταλωτής, καλαθοπλέκτης. Τώρα, όμως, μόνο η ζητιανιά μένει. Και τη ζητιανιά δουλειά τη θεωρεί, ο ίδιος δεν έχει πρόβλημα. Αλλά να, τον πειράζει όταν κάποιοι τον βρίζουν: να πας να δουλέψεις, ρε τεμπέλη. Σκέφτεται και καμιά μικροκλοπή, αλλά δεν θέλει να μπλέξει. Αν, όμως, είχε ένα δικό του φορτηγάκι να κάνει τον παλιατζή; Αλλά πως μπορεί να αγοράσει ένα φορτηγάκι μεταχειρισμένο που χρειάζεται 1500 και 2000;
Καμιά φορά σκέφτεται και ένα καλό κλειστό βανάκι, να γίνει γυρολόγος, να μπει στο πλανόδιο εμπόριο που έχει καλά λεφτά. Αλλά βανάκι δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να αποκτήσει και αμέσως το ξεχνάει.
Τη Μεγάλη Τρίτη το βράδυ ο Ζαφείρης ανακοίνωσε στη Διονυσία πως δεν βρίσκει δουλειά και θα αναλάβει να οργανώσουν καλύτερα τη ζητιανιά. Παρά το λίγο κόσμο που κυκλοφορεί θα βγαίνουν όλοι, μαζί και οι δυο μεγάλες που τώρα δεν έχουν σχολείο. Όταν το είπε στα παιδιά, αυτά αντέδρασαν με ξεφωνητά χαράς, το είδαν για παιχνίδι.
Μεγάλη Τετάρτη από το πρωί πήρε την οικογένεια και κατέβηκαν στην κεντρική πλατεία. Όλη την οικογένεια. Την Διονυσία με το μικρό Μανόλη στην αγκαλιά την έστησε στη μια γωνία. Τη μικρή Ζουμπουλία με τη μεγάλη Παγώνα σε άλλη. Και τα μεσαία, Ασημάκης – Άχμετ – Εμμανουέλλα, τα άφησε να γυρίζουν στην πλατεία, ελεύθεροι σκοπευτές. Τα συμβούλεψε να μην ξεχνιούνται και πιάνουν το παιχνίδι. Όταν βλέπουν άνθρωπο θα τον πλησιάζουν και θα του λένε κλαψιάρικα, κύριε πεινάμε δώσε να πάρουμε ψωμάκι. Περισσότερο, όμως, στηριζόταν στην Παγώνα που καταλάβαινε. Και στη Διονυσία με το μωρό.
Ο ίδιος ντράπηκε να στηθεί. Γιατί αν στηνόταν ήταν σίγουρο πως θα την άκουγε.
Αποφάσισε να παρακολουθήσει από μακριά την Παγώνα. Πρόσεξε πως οι λίγοι που κυκλοφορούσαν είχαν κρυμμένα τα πρόσωπά τους. Φορούσαν μάσκες, σαν γιατροί στο νοσοκομείο. Μετά απόφευγαν τα κορίτσια και δεν τα πλησίαζαν. Αλλά είδε πως η Παγώνα του δεν κώλωνε και χάρηκε. Αφού αυτοί την απόφευγαν, τους πλησίαζε η ίδια. Οταν περνούσε άνθρωπος τον έπαιρνε από δίπλα. Ο Ζαφείρης ήταν ενθουσιασμένος. Να μην κουράζεται αυτό το κορίτσι και κυρίως να μην απογοητεύεται. Θυμήθηκε μικρός που ζητιάνευε ο ίδιος, τέτοιος ήταν.
Είδε μια ηλικιωμένη κυρία κοντή, με μαγκούρα. Σχεδόν στο ύψος της Παγώνας, περπατούσε αργά – αργά. Και την Παγώνα να την πλησιάζει χοροπηδώντας. Η γριά φορούσε και μάσκα. Η Παγώνα της μιλούσε σαν να τη γνώριζε από παλιά. Καταλάβαινε τι της έλεγε. Κυρία πεινάω, δώσε κάτι και τέτοια. Και ήταν σίγουρος πως θα τα έλεγε κλαίγοντας, αυτό το κορίτσι είναι γεννημένο για ζητιανιά. Και ξαφνικά βλέπει τη γριά να αγριεύει, να σηκώνει τη μαγκούρα να τη κτυπά, και μετά να τη σπρώχνει μακριά. Δεν καλοκατάλαβε αν και πόσο το κορίτσι τραυματίστηκε. Το μυαλό του θόλωσε, σκέφτηκε να ορμήσει να το προστατέψει, αλλά δίστασε, μην τα κάνει χειρότερα. Ησύχασε όταν είδε πως η Παγώνα δεν χαμπάριασε τίποτα. Αμέσως διπλάρωσε έναν γέρο. Αλλά και κει έγιναν σχεδόν τα ίδια.
Το Ζαφείρη τον έζωσαν τα φίδια.
Πάει η ζητιανιά, σκέφτηκε, τέλειωσε.
Το μεσημέρι η Παγώνα γύρισε ντροπιασμένη. Σχεδόν με άδεια χέρια. Είχε μαζέψει
κάτι ελάχιστα. Τα μικρά τίποτα. Μόνο η Διονυσία με το μωρό, κάτι λίγα.
Όταν έκανε ταμείο απογοητεύτηκε. Κατάλαβε ότι με τη ζητιανιά δεν γίνεται τίποτα όσο υπάρχει αυτός ο καταραμένος κορονοϊός.
Αποφάσισε να μιλήσει στη Διονυσία και να συζητήσουν την πρόταση του Βασιλάρη. Ήξερε πως θα είναι μια δύσκολη συζήτηση. Θυμήθηκε πάλι το Ρομ ζόρι τε αβές – τσιγγάνος δύσκολο να είσαι.
Η Διονυσία πρόπερσι που γέννησε το έκτο παιδί της είχε σχέδιο να κάνει στείρωση, κι ας ήταν 23 χρονών. Δεν ήθελε με τίποτα έβδομο παιδί. Αλλά δεν τα κατάφερε. Ο γιατρός, είπε, πως δεν γινόταν. Θα γεννούσε φυσιολογικά και δεν είχε νόημα να της κάνει στείρωση, δηλαδή καισαρική τομή. Αλλά ούτε και ο ίδιος είχε χρόνο, είχε κι άλλες γέννες. Γέννησε εύκολα μόνο με τη μαία, ο γιατρός έριξε μόνο μια ματιά. Την έδιωξε και όταν παραπονέθηκε της είπε να τον επισκεφτεί μετά από πέντε μήνες. Η Κυριακή τον αναζήτησε αλλά δεν τον βρήκε. Κι όταν είπε στο τμήμα πως θέλει να κάνει στείρωση, δεν αντέχει άλλα παιδιά, την κορόιδευαν και γελούσαν. Της ζητούσαν χαρτιά από γιατρούς και ψυχολόγους και της μιλούσαν για προφυλακτικά, για σπιράλ και άλλα. Απογοητεύτηκε και εγκατέλειψε το σχέδιό της στείρωσης.
Συζήτησε, όμως, με το Ζαφείρη το ζήτημα και τα συμφώνησαν. Όχι άλλο παιδί. Δεν θα την πλησιάζει εκτός κι έχει στα χέρια του προφυλακτικό. Δυο ολόκληρα χρόνια το κράτησαν και απόφυγαν το έβδομο παιδί. Και τώρα ο ίδιος ο Ζαφείρης της προτείνει έβδομο. Όχι δικό του αλλά με έναν Ιρανό που θα τους πληρώσει 2000. Παράξενη πρόταση.
Με τον Ιρανό, είπε ο Ζαφείρης θα είναι αλλιώς. Δεν πάει μαζί του να το ευχαριστηθεί, ούτε γιατί τον αγαπάει. Δεν πάει με την καρδιά της αλλά μόνο με το σώμα της. Πηγαίνει για μια σωματική δουλειά. Γιατί η οικογένεια είναι σε ανάγκη. Γιατί της το ζητάει ο Ζαφείρης. Να δώκει το κορμί της, μόνο το κορμί της, σε αυτόν τον άγνωστο άντρα, να βγάλουν κάποια χρήματα τώρα στα δύσκολα. Αν καταφέρουν να τα φυλάξουν θα πάρει ένα φορτηγάκι, να κάνει τον παλιατζή. Άσε που τις Κυριακές η οικογένεια θα πηγαίνει βόλτα και το καλοκαίρι θα κάνουν και τα θαλασσινά μπάνια τους. Το σκέφτηκε η Διονυσία και είπε ναι. Να βοηθήσει το σπίτι, να μπορέσει ο Ζαφείρης να αγοράσει το φορτηγάκι. Αλλά υπήρχε και άλλος ένας λόγος, πολύ προσωπικός. Ήθελε και η ίδια να σπάσει τη ρουτίνα της ζωής της. Να δοκιμάσει κάτι άλλο. Κάτι αβέρτουρλι, κάτι διαφορετικό, κι ας φαίνεται ζόρι.
Η Διονυσία πριν πάει στον Ιρανό, τον γνώρισε σπίτι της. Την Δευτέρα του Πάσχα τον έφερε ο ίδιος ο Ζαφείρης και ήπιαν καφέ. Κουβεντιάσανε και οι τρεις στα ελληνικά, ο Ιρανός τα μιλάει καλά. Ονομάζεται Γκασπάρ. Είναι ψηλός, ωραίος και ευγενικός άντρας. Είναι και σκουρόχρωμος σαν Ρομά. Το παιδί που θα γεννηθεί δεν θα ξεχωρίζει από τα άλλα της, άσε που θα του βάλουν και χριστιανικό όνομα.
Γνωρίζει καλά, τους είπε, τη γλώσσα φαρσί και τη γλώσσα παστούν. Μιλιούνται σε πολλές χώρες της Ανατολής. Ο Ζαφείρης και η Διονυσία αντιμετώπισαν με αδιαφορία την πληροφορία, πρώτη φορά άκουγαν τέτοιες γλώσσες. Εντυπωσιάστηκαν, όμως, όταν ο Γκασπάρ τους εξήγησε ότι με αυτές, εδώ στην Ελλάδα, δουλεύει διερμηνέας. Τον χρησιμοποιούν, είπε, μετανάστες, αστυνομία, δικαστήρια, δημόσιες υπηρεσίες. Τον κοιτούσαν με θαυμασμό και απορία, αλλά δεν ρώτησαν περισσότερα.
Τους ενημέρωσε ότι μένει σε μια μικρή γκαρσονιέρα στην οδό Τριών Ναυάρχων, τους έδωσε και τον αριθμό. Στο τέλος έκλεισαν και το ραντεβού. Κυριακή του Θωμά το απόγευμα, ώρα 6, στην γκαρσονιέρα του.
Το Σάββατο το απόγευμα, όταν ο Ζαφείρης έλειπε από το σπίτι, η Διονυσία μπανιαρίστηκε. Δεν ήθελε να βρίσκεται και αυτός σπίτι, καταλάβαινε πως θα τον έφερνε σε δύσκολη θέση. Το απόγευμα της Κυριακής, που ο Ζαφείρης ήταν σπίτι και την έβλεπε, αποφάσισε να ντυθεί πρόχειρα και παραδοσιακά. Φόρεσε την μακριά μαύρη φουστάνα της κι έδεσε ένα κίτρινο μαντίλι στα μαλλιά. Δεν έβαψε τα μάτια και τα χείλη της όπως συνήθιζε. Όλα για χάρη του Ζαφείρη που παρακολουθούσε τις ετοιμασίες της αμίλητος και ανταριασμένος. Του άφησε τα παιδιά κι έφυγε για το ραντεβού.
Η πόλη ήταν έρημη, αλλά σε ολόκληρη τη διαδρομή από τον προσφυγικό συνοικισμό μέχρι την Τριών Ναυάρχων, τα άνθια από τις νεραντζιές και τα νεαρά βλαστάρια από τις βαγιές μοσχομύριζαν μεθυστικά.
Όταν γύρισε σπίτι δεν είπε πολλά, ούτε ο Ζαφείρης ζήτησε να μάθει. Καλά πέρασα, σκεφτόταν η Διονυσία. Όχι τόσο στο κρεβάτι, όσο στην κουβέντα. Συζήτησαν αρκετά και αυτό της άρεσε.
Έμαθε ότι είναι παντρεμένος με τρία παιδιά. Ότι θέλει χαρτιά να μπορέσει να φέρει την οικογένεια στην Ελλάδα. Και ότι η γυναίκα του τα ξέρει όλα και συμφώνησε μαζί του, αφού μόνον αυτός ο δρόμος υπάρχει.
Μετά από 15 μέρες η περίοδος ήρθε κανονικά, δεν είχε μείνει έγκυος. Σε 10 μέρες πήγε για δεύτερη συνάντηση. Ούτε στη δεύτερη τα κατάφεραν.
Ο Ζαφείρης άρχισε να ανησυχεί και να νευριάζει. Όταν η Διονυσία ξεκίνησε να πάει για τρίτη φορά, ο Ζαφείρης έχασε την ψυχραιμία του. Φοβήθηκε, νόμιζε ότι της αρέσει ο Ιρανός. Άσε που η συμφωνία πρόβλεπε πως στο διάστημα αυτό δεν πρέπει να την αγγίζει. Γιατί το παιδί πρέπει να είναι 100 τα 100 του Ιρανού. Πάνω στο θυμό του της ζήτησε ακόμη και να ακυρώσει τη συμφωνία. Αλλά μετά, το ξανασκέφτηκε. Αφού το κακό έγινε δυο φορές τι νόημα θα είχε;
Η Διονυσία έμεινε έγκυος με την τρίτη φορά. Ηρέμησε και ο Ζαφείρης, το μαρτύριό του σαν να πήρε ένα τέλος. Πήρε και τα 1000 και τώρα ψάχνει τις μάντρες για μεταχειρισμένο φορτηγάκι.
Και η Διονυσία είναι πιο ήρεμη. Σαν αυτό το μωρό που έχει μέσα της να την άλλαξε. Γιατί καταλαβαίνει πως αυτή τη φορά έχει ένα διαφορετικό μωρό στη μήτρα της. Και είναι διαφορετικό. Γιατί το έπιασε με έναν άντρα διαφορετικό. Δεν το θέλει, αλλά πολλές φορές συγκρίνει τον Γκασπάρ με τον Ζαφείρη της. Όταν ο Ζαφείρης βρίσκεται σπίτι, και τον κοιτάζει, παρατηρεί τους τρόπους, τις κουβέντες του, και τότε βλέπει τη διαφορά και την πιάνει κάτι σαν παράπονο. Δεν του έχει πει τίποτα, δεν είναι και χαζή, τέτοια δεν λέγονται. Τα βράδια που ξαπλώνουν, και ο Ζαφείρης απλώνει χέρι πάνω της, η Διονυσία αργά και σταθερά του πιάνει το χέρι.
-Το μωρό είναι ξένο, του λέει. Γιαμπαζίο μπεμπέκο και σταθερά απομακρύνει το χέρι του από πάνω της. Και όταν ο Ζαφείρης γυρίζει θυμωμένος από την άλλη μεριά, του χαϊδεύει το χέρι που μόλις απομάκρυνε από πάνω της και του ψιθυρίζει: Ρομ ζόρι τε αβές. Τσιγγάνος δύσκολο να είσαι.
Όλη η Ζωγραφική: Κατερίνα Χριστοπούλου
* Ο Βασίλειος Χριστόπουλος είναι συγγραφέας. «Ο βασίλειος χριστόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα το 1951. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Αθήνας (1969-1975) και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Χωροταξία και Περιφερειακή Ανάπτυξη στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης (1989-1990). Ζει και εργάζεται μόνιμα στην Πάτρα.
Έχει δημοσιεύσει μελέτες για την
παραδοσιακή αρχιτεκτονική, δοκίμια για την τέχνη, κείμενα για το θέατρο
σκιών, μικρά πεζογραφήματα, νουβέλες, τέσσερα μυθιστορήματα και πολιτικά
κείμενα σε ζητήματα επικαιρότητας.
Από το 2005 μετέχει στο τοπικό κίνημα υπεράσπισης δικαιωμάτων
προσφύγων και μεταναστών – ριών. Από 11/6/2013 μέχρι
11/6/2015 συμμετείχε στο κίνημα υποστήριξης της ΕΡΤ και ΕΡΑ Πάτρας.».
Περισσότερα στο ιστολόγιό του (Αρχική): https://vasileioschristopoulos.wordpress.com/