Αξιολόγηση των σχολικών μονάδων: ευκαιρία ή κατάρα;

Αξιολόγηση των σχολικών μονάδων: ευκαιρία ή κατάρα;

Του Ηλία Παπαχατζή*

Αξιολόγηση των σχολικών μονάδων: ανατροφοδότηση της εκπαιδευτικής λειτουργίας ή μοχλός για την κατηγοριοποίηση, υποβάθμιση και κλείσιμο σχολείων;

Ακόμα δεν έχει στεγνώσει το μελάνι από την κοινωνική κατακραυγή απέναντι στον τελευταίο νόμο για τα Πανεπιστήμια (με επιστέγασμα τη δήλωση του πρωθυπουργού ότι “η είσοδος της αστυνομίας φέρνει το δημοκρατικό αέρα στα ΑΕΙ”… δήλωση αντίστοιχη της μη σχέσης των κυβερνώντων με τη δημόσια εκπαίδευση -αφού οι αρμοδιότεροι απ’ αυτούς ποτέ δε σπούδασαν σε δημόσιο ΑΕΙ) και η υπουργός επαίρεται ότι έρχεται νέος νόμος, που θα φέρει την ελευθερία και την αυτονομία στην Α/θμια και Β/θμια εκπαίδευση.

Μέχρι τότε τα σχολεία πιέζονται αυτές τις μέρες να εφαρμόσουν το νόμο για την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων. Καλούνται να αξιολογήσουν το έργο τους εκπαιδευτικά και διοικητικά. Το έργο για μια χρονιά, που το περισσότερο διάστημα ήταν (είναι) κλειστά κι επομένως το μόνο, που  καλούνται με ρεαλιστικούς όρους να διασώσουν (στο μέτρο που μπορούν), είναι η υγεία και η ασφάλεια μαθητών και εκπαιδευτικών.

Αποστάξεις του Παναγιώτη Μπούρδαλα

Αποστάξεις του Παναγιώτη Μπούρδαλα

Της Σέβης Κωνσταντινίδου*

Τα Πληκτρολόγια, [2020], σελ. 62

Βογκούν τα πληκτρολόγια με ήχους μυτερούς

μακριά από τις συνελεύσεις,

λαγκάδια, ίσκιους και παραλίες ήρεμες.

Τ’ είναι ο οχτρός, το ‘ρώτημα…

Ο φόβος, πριν  στο μίσος φτάσει, οχτρό τον ξένο

ονοματίζει, κι ας λαθεύει.

Η αγάπη, το φόβο διώχνει στ’ ανέμου τις ριπές,

κι αγαλλιάζουν μάτια πράσινα.

Αποστάξεις κρατούμε αλήθεια από τα συμβαίνοντα στη ζωή μας. Μένουν κάποια στοιχεία κι όχι όλα, κάποια ξεπηδούν και αποτελούν ουσία των γεγονότων. Αποστάξεις όμως κρατάς και κάθε φορά που γνωρίζεις και διαβάζεις ένα βιβλίο. Η κύρια γεύση που μένει στον ουρανίσκο είναι  αυτή που εσύ ξεχώρισες. Στην προσπάθειά μου να μιλήσω για την ποιητική συλλογή του Παναγιώτη δε θα σας μεταφέρω τίποτε άλλο παρά αυτή τη γεύση που καταστάλαξε μέσα μου, αυτό το ιδιαίτερο στοιχείο που εγώ απομόνωσα. Είναι, φυσικά, βέβαιο πως ο καθένας μας εστιάζει σε συγκεκριμένες πλευρές  και επιλέγει συνειδητά ή ασυνείδητα τις λέξεις που του αποκαλύπτουν την αλήθεια. Τόσες οι αναγνωστικές προσεγγίσεις, όσοι οι αναγνώστες.

Αποστάξεις σε καιρούς δυστοπίας …και δυστοκίας

Φυλακές και covid-19: Ερωτήματα γενικά και σχόλια ειδικά

Φυλακές και covid-19: Ερωτήματα γενικά και σχόλια ειδικά

Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα*

Ι. Οι «ληστές»

Μιας και ανοίξαμε το ζήτημα των κλειστών δομών  (χρόνιων πασχόντων και προσφυγικής ανοικτής δομής στα Καλάβρυτα) σε σχέση με τον κορωνοϊό, ας συνεχίσουμε και μια πολύ κλειστή δομή. Φυλακές και covid-19 λοιπόν σήμερα. Να μοιράσουμε κι εδώ αγάπη μακρινή στους στιγματισμένους «ληστές». Ας επισκεφτούμε τους φυλακισμένους και πολλές φορές βασανισμένους με σύγχρονες και παλιές μεθόδους.  Γι’ αυτούς η δημοσιότητα είναι σπάνια, αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει με τα ιδρύματα.

Πολλοί έχουμε την εντύπωση ότι εκεί τα πράγματα βαίνουν ομαλά σε σχέση με την πανδημία, επειδή δεν έχουμε πολλές δημοσιεύσεις. Όμως την απλή λογική την είδα σ’ ένα κείμενο φυλακισμένων γυναικών.

Ο «απαγορευμένος θάνατος» στην εποχή του κορωνοϊού

Ο «απαγορευμένος θάνατος» στην εποχή του κορωνοϊού

 Του Γιώργου Κρανιδιώτη*

Η πανδημία του κορωνοϊού έφερε, για πρώτη φορά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τους ανθρώπους της Δύσης αντιμέτωπους με το φάσμα του θανάτου σε μαζική κλίμακα. Πρόκειται για μία καινοφανή για τις ζώσες γενιές απειλή, που θα ανέμενε κανείς να ωθήσει, εκ των πραγμάτων, τα άτομα προς μία βαθύτερη συνειδητοποίηση της θνητότητάς τους. Ωστόσο, μεταβάλλει όντως η αντικειμενική πραγματικότητα της πανδημίας τις διαμορφωμένες στάσεις έναντι του θανάτου και τις γνώριμες συνθήκες αυτού ή μήπως απεναντίας τις παγιώνει, τις εντείνει και τις παροξύνει;

Η «απαγόρευση» του θανάτου

Σύμφωνα με τον Γάλλο ιστορικό Φιλίπ Αριές,[1]  κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα παρατηρείται ένα φαινόμενο εντελώς απρόσμενο, μία βίαιη επανάσταση στις παραδοσιακές ιδέες και τα συναισθήματα, το οποίο ονομάζει «απαγόρευση του θανάτου»: «Ο θάνατος, που άλλοτε ήταν παρών και τόσο οικείος, σβήνει κι εξαφανίζεται. Γίνεται ντροπή, αντικείμενο απαγόρευσης».[2]  Ο θάνατος έγινε ταμπού και αντικατέστησε το σεξ ως κύρια απαγόρευση: είναι πια ντροπή να μιλάς για τον θάνατο και τους σπαραγμούς του, όπως ήταν άλλοτε ντροπή να μιλάς για το σεξ και τις ηδονές του. Έγινε ο «ακατονόμαστος»∙ η αναφορά στον θάνατο προκαλεί συναισθηματική ένταση ασυμβίβαστη με την καθημερινότητα, και οι άνθρωποι αρνούνται να υποστούν τη φυσική συγκίνηση που προκαλεί η ιδέα ή η θέα του. Τοποθετήθηκε έξω από την καθημερινή ζωή, απομακρύνθηκε από τον κόσμο των πιο οικείων πραγμάτων, διότι «δημιουργεί πρόβλημα»: η κοινωνία πρέπει να αποφύγει την ταραχή «που προκαλούν η αγωνία κι η απλή παρουσία του θανάτου σε μια ευτυχισμένη ζωή, αφού είναι πια γενικά παραδεκτό πως η ζωή είναι πάντα ευτυχισμένη ή, τουλάχιστον, πρέπει να φαίνεται πως είναι».[3] Οι φανερές εκδηλώσεις του πένθους καταδικάζονται ή εξαφανίζονται. Η επίγνωση της προσωπικής θνητότητας εξασθενεί: «Τεχνικά, δεχόμαστε ότι μπορεί να πεθάνουμε […]. Αλλά, στην πραγματικότητα, στο βάθος του εαυτού μας, δε νιώθουμε θνητοί».[4]

ΣΑΝ ΠΡΟΚΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΡΦΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

«ΣΑΝ ΠΡΟΚΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΡΦΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ»*

(Μια κριτική ματιά στο βιβλίο του Παναγιώτη Μπούρδαλα «Αποστάξεις σε καιρούς δυστοπίας»)

Του Νίκου Προσκεφαλά**

Ο Παναγιώτης Μπούρδαλας είναι ένας ανήσυχος άνθρωπος. Προβληματίζεται, δημοσιεύει, γράφει, κοινωνεί κι επικοινωνεί με τους ανθρώπους, συλλογίζεται αδιάκοπα, διαλέγεται, δεν δογματίζει, δεν απορρίπτει, συνομιλεί με ρεύματα, ιδέες και τάσεις.

Στο τρίτο του αυτό βιβλίο, καταθέτει τις αγωνίες του με διαφορετικό εκφραστικό τρόπο, διαφορετικό από αυτούς που ως τώρα μας είχε συνηθίσει, αυτόν του ποιητικού λόγου έχοντας προφανώς αποκομίσει την αίσθηση πως η πολυσημία , ή ο υπαινικτικός και κρυπτικός λόγος της ποίησης συχνά μπορεί καλύτερα να εκφράσει αυτό που δονεί το προσωπικό και υπαρξιακό του σύμπαν.

Τα παραμύθια του παππού (2): Το πέπλο του φόβου

Τα παραμύθια του παππού (2): Το πέπλο του φόβου

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ του παππού για την εποχή του κορωνοϊού

Του Βασίλειου Χριστόπουλου*

(Πες μου, ποιον φόβο αγάπησες πάλι, Γ. Αγγελάκας)

-Παππού, πες μου ξανά εκείνο το παραμύθι.
-Ποιο, παιδί μου;
-Αυτό…. που σας είχαν κλείσει στα σπίτια σας γιατί έξω κυκλοφορούσε ο κινέζικος δράκος που ξεφύσαγε… Φσσσς… Φσσσς… Πφφφ…
-Έτσι ακριβώς έκανε και ο δράκος. Ξεφυσούσε και έφτυνε. Αλλά, σου είπα, δεν είναι παραμύθι.
-Είχες δει ποτέ το δράκο;
-Όχι, ήταν αόρατος. Αυτός που λες ο δράκος ξεφυσούσε μια ανάσα γεμάτη μικρόβια και ιούς. Και όποιος την ανάπνεε….
-Ξέρω, ξέρω, άστα τώρα αυτά. Φορούσατε όλοι μάσκες, μου το έχεις πει.
-Μας είχε υποχρεώσει η κυβέρνηση, αλλά κι εμείς βήμα δεν κάναμε χωρίς μάσκα.
-Φοβόσασταν τόσο πολύ; -Όλος ο κόσμος φοβόταν. Ένα πέπλο φόβου είχε καλύψει σαν σύννεφο την πόλη μας, τη χώρα και όλο τον κόσμο.
-Κι εσύ, παππού, φοβόσουνα;

Το υπαρξιακό Βατερλώ της ΕΕ με τα εμβόλια και η ενοχλητική αλήθεια…

Το υπαρξιακό Βατερλώ της ΕΕ με τα εμβόλια και η ενοχλητική αλήθεια που αποκαλύπτει

Του Άρη Χατζηστεφάνου*

Έχεις υποσχεθεί ένα δώρο για τα γενέθλια του/της συντρόφου σου. Το παραγγέλνεις, πληρώνοντας προκαταβολικά, αλλά την ημέρα της παράδοσης σε ενημερώνουν ότι θα υπάρξει καθυστέρηση.

Όταν όμως μαθαίνεις ότι ένας γείτονάς σου προμηθεύτηκε το ίδιο προϊόν νωρίτερα, ξεκινάς την απαραίτητη «μανούρα» προς τον πωλητή (κατά προτίμηση μπροστά στον/η σύντροφό σου). Το πρόβλημα λύνεται ύστερα από μερικές ημέρες και η ζωή συνεχίζεται.

Κάπως έτσι επιχειρούν να παρουσιάσουν οι αξιωματούχοι της ΕΕ τις σημαντικές ελλείψεις εμβολίων της εταιρείας AstraZeneca που παρατηρούνται στην ηπειρωτική Ευρώπη – παρά το γεγονός ότι η εταιρεία συνεχίζει κανονικά τη διάθεση στη Μεγάλη Βρετανία. Στην ιστορία μας, όμως, αν η/ο σύντροφος (δηλαδή οι πολίτες της ΕΕ) γνώριζαν τις πραγματικές συνθήκες της αποτυχίας, πιστεύουμε ότι θα ζητούσαν… διαζύγιο.

Τα παραμύθια του παππού (1): Ο δράκος της λησμονιάς

Τα παραμύθια του παππού (1): Ο δράκος της λησμονιάς

Σειρά: ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ του παππού για την εποχή του κορωνοϊού

Του Βασίλειου Χριστόπουλου*

-Παππού, πες μου ξανά εκείνο το παραμύθι.
-Ποιο, παιδί μου;
-Αυτό, που οι άνθρωποι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους γιατί στους δρόμους κυκλοφορούσε ο κινέζικος δράκος με την κορώνα. Και όποιος μύριζε την ανάσα του αρρώσταινε βαριά.
-Πού το θυμήθηκες; Όμως δεν είναι παραμύθι. Είναι πραγματική ιστορία. Την έζησα ο ίδιος όταν ήμουν νέος.
-Από πού είπες πώς ήρθε ο δράκος;
-Από την Κίνα.
-Και τι σας έκανε αυτός ο δράκος;
-Όπως σου έχω πει, αυτός ο δράκος ξεφυσούσε μια ανάσα γεμάτη μικρόβια και ιούς. Όποιον κτυπούσε η ανάσα του, αρρώσταινε βαριά και κινδύνευε να πεθάνει ή γινόταν και αυτός σαν το δράκο. Έτσι, λοιπόν, έπρεπε να μένουμε μακριά ο ένας από τον άλλον. Βλέπεις, δεν ξέραμε, ποιος είναι μολυσμένος και ποιος όχι.
-Α, γι αυτό φορούσατε όλοι μάσκες. Έχω δει φωτογραφίες. Πλάκα είχε.


Ξεγίνεται το ’21;

Ξεγίνεται το ’21;

Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (ΔΕΝ) ΕΓΙΝΕ

Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα*

Λέτε να μην έγινε ποτέ η Ελληνική Επανάσταση; Το ερώτημα μπορεί ν’ ακούγεται κουτό, μα ξανασκεφτείτε το στα σοβαρά.

Μήπως γι’ αυτούς που κυβερνάνε τη χώρα μας, όχι μονάχα τούτους εδώ δυστυχώς, δεν έγινε ποτέ η Επανάσταση;

Ή, ακόμα χειρότερα, αν έγινε –που το ξέρουν πως έγινε και τους (μας) ξεπερνάει– είναι μια ανορθογραφία και πρέπει να σβηστεί, να ξεγίνει; Όσο κι αν μοιάζουν παράδοξα όλα αυτά, με όσα γίνονται ή προγραμματίζονται να γίνουν τη χρονιά αυτή, διακόσια ολόκληρα χρόνια από το θαύμα του Εικοσιένα, δείχνουν πως καλύτερα θάταν για πολλούς να μην είχε γίνει εκείνος ο Αγώνας. Κι αφού έγινε, καλά θα κάνουμε να τον ξεχάσουμε.

Το ποτάμι

Το ποτάμι

Του Νίκου Προσκεφαλά*

Μια ολόκληρη ζωή την έζησαν δίπλα στο ποτάμι. Από τότε που πρωτοέφτασαν, ψάχνοντας πού να ακουμπήσουν τους σάκους και την πραμάτεια τους, ως τώρα που τα χρόνια πέρασαν και το κοιτάζουν αδιάφορα να φιδοσέρνεται δίπλα τους. Φτιάξαν σκηνές στην αρχή, θα ξαναφύγουμε έλεγαν. Μα ήταν πανέμορφο το ποτάμι μέσα στην ροή του την αδιάκοπη, μέσα στα λουλούδια και στα δέντρα που ξετύλιγε μπροστά τους, μέσα στις υποσχέσεις του για θάλασσα κι ούτε κουβέντα μεταξύ τους για άλλο τόπο. Γίνανε σπίτια σιγά σιγά οι σκηνές τους, ημέρεψε κι ο τόπος με την προκοπή και το μεράκι τους. Σκάψαν χωράφια, σπείρανε, κάρπισαν εκείνα, θερίσανε, γέννησαν παιδιά… Όλα στο ποτάμι τα χρωστούσαν. Ήταν το σύνορό τους, ο μικρός θεός τους. Κι εκείνο τους χαμογελούσε, κυλούσε ήσυχα ανάμεσα τους, τους έπαιρνε τις έγνοιες, τους νανούριζε τα βράδια γλυκά, διάλεγε ακόμα και τα όνειρα που θα ’βλεπαν, απολάμβανε την προστασία που απλόχερα τους πρόσφερε.