Μνημόνιο 2: Σκλάβοι των επιχειρήσεων
«Διαβολοδεκαετία» υπερεκμετάλλευσης των εργαζομένων, ασυδοσίας των αφεντικών – Μέρος Ι
Του Βασίλη Μηνακάκη*
Η δανειακή σύμβαση και το Μνημόνιο 2 είναι το λιγότερο ανατριχιαστικά. Και να σκεφτεί κανείς ότι η δημόσια συζήτηση επικεντρώθηκε μόνο στα εργασιακά. Αν μελετηθούν διεξοδικά αυτά τα κείμενα, με τις πολλαπλές και συχνά κρυμμένες πίσω από περίτεχνες διατυπώσεις πλευρές, τα απειράριθμα χρονοδιαγράμματα και διαρθρωτικά ορόσημα, τα προαπαιτούμενα και τις επαναλαμβανόμενες διαβεβαιώσεις ότι αν υπάρξουν αστοχίες θα ληφθούν πρόσθετα μέτρα, η εικόνα γίνεται εφιαλτική. Μια «κολασμένη διαβολοδεκαετία», για να παραφράσουμε τον κυβερνητικό εκπρόσωπο.
Σε τούτο τον ανεμοστρόβιλο αντιδραστικών μέτρων – που, απ’ ό,τι φαίνεται από την κατοπινή στάση της ΕΕ και τα στοιχεία που μιλούν για ύφεση 7%, θα διευρυνθούν και με άλλα – υπάρχουν δύο πλευρές: Η στενά οικονομική (μειώσεις μισθών, χαράτσια κ.ά.) και η διαρθρωτική (εργασιακές σχέσεις, αποκρατικοποιήσεις κ.ά.). Και μπορεί η πρώτη να είναι πιο ορατή και να προτάσσεται από την «ιερή συμμαχία» κυβέρνησης, ΕΕ, ΔΝΤ, κεφαλαίου (ως λύση άμεσης απόδοσης, για να μην κινδυνέψουν οι πιστωτές και το ευρώ και να τονωθεί η καπιταλιστική κερδοφορία), όμως καρδιά του Μνημονίου είναι η «εφαρμογή φιλόδοξων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την αύξηση της παραγωγικότητας στις αγορές εργασίας, προϊόντων και υπηρεσιών και τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος».
Τα μέτρα προφανώς και δεν επιδιώκουν να σώσουν την Ελλάδα. Αρκεί να αναφέρουμε το …«φιλόδοξο» στόχο τους: Nα φτάσει το χρέος μετά από μια δεκαετία άγριας λιτότητας στο 120% του ΑΕΠ, εκεί που ήταν όταν εγκρίθηκε το Μνημόνιο 1.
Ο πραγματικός τους στόχος είναι να διασφαλίσουν τα συμφέροντα της συμμαχίας χρηματοπιστωτικού συστήματος – πολυεθνικών της υλικής παραγωγής και των υπηρεσιών, βρίσκοντας ένα σημείο ισορροπίας ανάμεσα στην «πλασματική» και στην «πραγματική» οικονομία, αλλά κι ανάμεσα στις ελληνικής και άλλης αφετηρίας πολυεθνικές που έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό (ένα σημείο που καθορίζεται με βάση το συσχετισμό δύναμης και αναδιατάσσεται διαρκώς από τους οξύτατους ανταγωνισμούς).
Στο βαθμό, λοιπόν, που υλοποιηθούν τα μέτρα, οι μεν πιστωτές θα εξασφαλίσουν σε μεγάλο βαθμό ότι θα παίρνουν τα λεφτά τους, οι δε πολυεθνικές θα έχουν φτηνό εργατικό δυναμικό, ζούγκλα στις σχέσεις εργασίας, μειωμένο μη μισθολογικό κόστος, ευνοϊκό επιχειρηματικό περιβάλλον, μειωμένη φορολογία και άπειρες ευκαιρίες επικερδούς αξιοποίησης των υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων. Κι όλα αυτά, σε μια χώρα με κρίσιμη γεωπολιτική θέση και προοπτικές τόσο στις κλασικές (ΑΟΖ, λιγνίτης) όσο και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Πρόκειται για ένα κυριολεκτικά άλλο μοντέλο, που πλέον δεν αντιμετωπίζει την Ελλάδα και τους πολίτες της ως πελάτες και καταναλωτές, αλλά ως παραγωγούς προϊόντων και υπεραξίας κάτω από τις πιο βάρβαρες συνθήκες.
Από την πρώτη κιόλας παράγραφο διευκρινίζεται πως το μείζον ζήτημα για την Ελλάδα, η «πλέον επείγουσα προτεραιότητα», είναι η ανταγωνιστικότητα. Όχι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας γενικώς. Αλλά η διαμόρφωση ενός τέτοιου επιχειρηματικού περιβάλλοντος που θα κάνει ανταγωνιστικές τις πολυεθνικές κυρίως επιχειρήσεις (ελληνικές ή άλλης βάσης εξόρμησης) που θα επιλέξουν να επενδύσουν στην Ελλάδα. Η κατεύθυνση αυτή υλοποιείται με ένα πλέγμα μέτρων που αφορούν το μισθολογικό και το μη μισθολογικό κόστος, τις σχέσεις εργασίας, τη φορολογία του κεφαλαίου, την προσφορά επενδυτικών ευκαιριών, το ευρύτερο επιχειρηματικό περιβάλλον κ.ά.
Σε αυτό το πλέγμα, η μείωση του μισθολογικού κόστους εργασίας κατά 15%-20% επιπλέον των μειώσεων που ήδη έχουν γίνει, κατέχει κεντρική θέση σε συνδυασμό με την ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας. «Δίνουμε μεγαλύτερη έμφαση στην εξασφάλιση μειώσεων στο ανά μονάδα κόστος εργασίας και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, μέσω ενός συνδυασμού περικοπών των ονομαστικών μισθών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας. Μαζί με την εξάλειψη των αγκυλώσεων στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών, αναμένεται ότι θα μειώσουν το κόστος και θα διευκολύνουν την αναδιανομή των πόρων προς εμπορεύσιμους τομείς». Τουτέστιν, θα διευκολύνουν τη μετατόπιση των κεφαλαίων προς κερδοφόρες δραστηριότητες.
Πώς επιδιώκονται η νέα μείωση των εργατικών αποδοχών και η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων;
• Με τη μείωση κατά 22% του κατώτατου μισθού. Η μείωση γίνεται 32% στους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας κάτω των 25 ετών. Αντίστοιχη θα είναι και η μείωση του επιδόματος ανεργίας.
• Με το πάγωμα όλων των μισθών – και του νέου κατώτατου μισθού – μέχρι το 2015 και το πάγωμα των μισθολογικών ωριμάνσεων μέχρι η ανεργία (που σήμερα είναι 20%) να μειωθεί κάτω από 10% – δηλαδή, για πολλά πολλά χρόνια, μιας και η ύφεση θα αυξάνει μάλλον αντί να μειώνει την ανεργία.
• Με την ουσιαστική διάλυση των συλλογικών συμβάσεων. Έτσι, όλες οι συμβάσεις που είναι σε ισχύ, θα λήξουν σε ένα έτος μετά την ψήφιση του Μνημονίου 2. Η μέγιστη διάρκεια των συμβάσεων θα είναι πλέον 3 χρόνια. Οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου (που λήγουν με τη συνταξιοδότηση) μετατρέπονται σε αορίστου χρόνου, για τις οποίες ισχύουν οι κανονικές διαδικασίες απόλυσης. Αναθεωρείται η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας μέχρι τα τέλη Iουλίου, ώστε ο κατώτερος μισθός να είναι συγκρίσιμος με τις ανταγωνιστικές χώρες (Πορτογαλία, Τουρκία, Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη). Καταργείται η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία. Στη διαιτησία μπαίνουν πλέον μόνο οι βασικοί μισθοί και για την απόφαση λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση της εταιρείας. Μειώνεται η μετενέργεια (περίοδος χάριτος) κατά τη λήξη μιας σύμβασης από έξι στους τρεις μήνες. Στο βαθμό που δεν υπάρξει νέα συλλογική σύμβαση εντός τριών μηνών, ως βάση θεωρείται ο βασικός μισθός της ΕΓΣΣΕ ή ό,τι καθοριστεί με νέα ή ατομική σύμβαση.
Όλα αυτά, επιπροστίθενται στις μισθολογικές περικοπές που έχουν ήδη γίνει, στα σχέδια για μετατροπή ολόκληρων περιοχών (π.χ. Πελοπόννησος) σε ζώνες ελεύθερου εμπορίου τύπου Μεξικού ή Κίνας και πάνω από όλα, στην «υπαρκτή ζωή» που μέσω καθυστερήσεων στην καταβολή του μισθού, τετραήμερων, ατομικών συμβάσεων ή και ατύπως και μέσω της πίεσης της ανεργίας έχει ήδη καταβαραθρώσει τις εργατικές αμοιβές.
Επιδίωξή τους είναι αυτή η μείωση των μισθών να γίνει με συναίνεση των «κοινωνικών εταίρων» (εργοδοτικές οργανώσεις και ΓΣΕΕ) ως το τέλος Φεβρουαρίου. Αν όμως αυτό δεν καταστεί δυνατό, θα το κάνει η κυβέρνηση Παπαδήμ(ι)ου με νόμο ως τον Iούνιο.
Εκτός όμως από τη μείωση του μισθολογικού κόστους, προβλέπεται και η μείωση του μη μισθολογικού. Συγκεκριμένα, προβλέπεται μείωση κατά 2% των ασφαλιστικών εισφορών του ΙΚΑ που καταβάλλουν οι εργοδότες και νέα μείωση κατά 3% από 1/1/2013.
Η τρίτη βασική πλευρά του Μνημονίου 2 περιγράφεται με πολλές διατυπώσεις («βελτιώσεις στο επιχειρηματικό περιβάλλον της Ελλάδας», να αφαιρέσουμε «υπάρχοντα εμπόδια στο επιχειρηματικό περιβάλλον», «βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος» κ.λπ.) αλλά έχει μια βασική κατεύθυνση: Eνίσχυση της ανταγωνιστικότητας των κεφαλαιοκρατών που θα δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και προσέλκυση επενδύσεων (από ξένους ή Έλληνες επενδυτές) με δέλεαρ το μειωμένο κόστος εργασίας, την πλήρως απορρυθμισμένη αγορά εργασίας, τις μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές, τις υποτυπώδεις περιβαλλοντικές δεσμεύσεις (εξ ου και τα περί επικαιροποίησης της νομοθεσίας για τα δάση, τις δασικές εκτάσεις και τα πάρκα και περί απλούστευσης των περιβαλλοντικών αδειών), το ευνοϊκό φορολογικό και νομικοδικαστικό καθεστώς, τις διάτρητες αγορανομικές διατάξεις και τις επενδυτικές ευκαιρίες που δημιουργούν οι αποκρατικοποιήσεις, η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι οι «παρεμβάσεις σε τομείς όπως οι άδειες, οι κανόνες υγιεινής και ασφάλειας και η πολεοδομία δεν θα πρέπει να περιορίσουν άσκοπα την επιχειρηματικότητα και τον ανταγωνισμό σε σημαντικούς τομείς, όπως η επεξεργασία τροφίμων, το λιανικό εμπόριο, τα οικοδομικά υλικά ή ο τουρισμός».
Στο πλαίσιο αυτό, προωθούνται η βελτίωση του επενδυτικού νόμου ταχείας υλοποίησης (fast track), η κατάργηση των περιορισμών σε 20 επαγγέλματα υψηλής αξίας και/ή πολύ «κλειστά» επαγγέλματα, η αναπροσαρμογή της τιμής της άδειας για τις οδικές μεταφορές, η βελτίωση των όρων περιβαλλοντικής αδειοδότησης και μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών που θα υπερβούν «τις αγκυλώσεις σε αυτές τις αγορές».
Σαν να μην έφταναν αυτά, το Μνημόνιο 2 παρέχει κάθε διαβεβαίωση προς τους επίδοξους επενδυτές – ιδιαίτερα σε αυτούς που θα επενδύσουν στις ιδιωτικοποιήσεις – ότι η δράση τους θα είναι απολύτως …ασύδοτη: «Η κυβέρνηση ούτε θα προτείνει ούτε θα εφαρμόσει μέτρα τα οποία θα είναι δυνατόν να παραβιάσουν τους κανόνες της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων […] δεν θα προβεί ούτε θα εισαγάγει οποιαδήποτε ανώτατα όρια δικαιωμάτων ψήφου ή εξαγορών και δεν θα θεσπίσει οποιαδήποτε άλλη μορφή ειδικών δικαιωμάτων ψήφου ή εξαγορών και δεν θα θέσει οποιαδήποτε δυσανάλογα και μη δικαιολογούμενα δικαιώματα αρνησικυρίας (βέτο) ούτε οποιαδήποτε άλλη μορφή ειδικών δικαιωμάτων στις αποκρατικοποιούμενες εταιρείες. Ουδέν περαιτέρω ειδικό δικαίωμα θα εισαχθεί κατά τη διάρκεια της πορείας των μελλοντικών διαδικασιών αποκρατικοποίησης».
Αντίστοιχες διαβεβαιώσεις παρέχονται και στις πολυεθνικές που θα επενδύσουν στον τομέα των υπηρεσιών. Τους γίνεται σαφές ότι θα ολοκληρωθούν «οι διαρθρωτικές αλλαγές σε τομείς όπως το λιανικό εμπόριο (υπαίθριες αγορές, υπαίθριο εμπόριο), η γεωργία (σφαγεία), η απασχόληση (γραφεία ευρέσεως εργασίας), οι υπηρεσίες ακινήτων και οι τεχνικές υπηρεσίες» και ότι θα παρθούν μέτρα που: «Θα διευκολύνουν την εγκατάσταση, καταργώντας ή τροποποιώντας δυσανάλογες απαιτήσεις […] Θα διευκολύνουν την παροχή διασυνοριακών υπηρεσιών, ούτως ώστε οι πάροχοί τους να πρέπει να συμμορφώνονται με συγκεκριμένες απαιτήσεις του ελληνικού δικαίου μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Θα παρέχουν ασφάλεια δικαίου στους παρόχους διασυνοριακών υπηρεσιών, ορίζοντας στη νομοθεσία ποιες απαιτήσεις δύνανται και ποιες δεν δύνανται να εφαρμοστούν στις διασυνοριακές υπηρεσίες».
Από αυτό το «πάρτι» δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι τράπεζες. Όχι μόνο με τα 30 από τα 130 δισ. της νέας σύμβασης που θα τους δοθούν. Αλλά και με άλλα «δωράκια». Όπως το ότι από τον Σεπτέμβριο του 2012, η απόδοση φόρου θα γίνεται υποχρεωτικά με τραπεζικά εμβάσματα και πληρωμές σε τράπεζες.
ΠΗΓΗ: Δευτέρα, 20 Φεβρουαρίου 2012, http://www.prin.gr/2012/02/mnimonio2.html
* Ο Βασίλης Μηνακάκης γεννήθηκε το 1962 στις Αμύκλες Λακωνίας. Είναι πτυχιούχος της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάζεται από το 1993 ως υπάλληλος σε διάφορους εκδοτικούς οίκους. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στην εβδομαδιαία εφημερίδα Πριν και στα περιοδικά Ουτοπία και Διάπλους. Το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Λευκή Βίβλος» της ΕΟΚ – Ο Μεσαίωνας του 2000 κυκλοφόρησε το 1994 από τις εκδόσεις Στάχυ. Πηγή: http://www.kapsimi.gr/basilis-minakakis