Η Θεολογία τής Εκκλησίας, κατά τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη – Μέρος ΙΙ
Του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Ομιλία στό Πανεπιστήμιο Ιασίου Ρουμανίας, τήν 14-10-2011, απομαγνητοφωνημένη, προσαρμοσμένη στόν γραπτό λόγο (βλ. τεύχ. 183).
5. Η πτώση τών Πρωτοπλάστων
Η πτώση τού ανθρώπου δέν είναι απλώς μιά νομική πτώση, δέν συνίσταται στήν άρνηση μιάς εντολής, αλλά ο άνθρωπος μέ τήν ανυπακοή στόν Θεό έχασε τήν εμπειρία τής δόξης τού Θεού. Ο Απόστολος Παύλος στήν πρός Ρωμαίους επιστολή του λέει: «πάντες ήμαρτον, καί υστερούνται τής δόξης τού Θεού» (Ρωμ. γ', 23). Δηλαδή, η πτώση είναι απώλεια τής Χάριτος τού Θεού, τού Φωτός τού Θεού, αφού η δόξα τού Θεού είναι τό άκτιστο Φώς. Αυτός είναι ο πνευματικός θάνατος. Δηλαδή, μετά τήν αμαρτία παρέμεινε η ψυχή καί τό σώμα, αλλά έχασαν τό Άγιον Πνεύμα, έχασαν τήν εμπειρία τού Φωτός. Αυτό ουσιαστικά είναι τό προπατορικό αμάρτημα, ο πνευματικός θάνατος καί μετά ακολούθησε καί ο σωματικός θάνατος.
Η ψυχή τού ανθρώπου έχει δύο ενέργειες, τήν λογική ενέργεια καί τήν νοερά ενέργεια, δηλαδή τήν λογική καί τόν νού. Οι Πρωτόπλαστοι μέ τήν νοερά ενέργεια έβλεπαν τήν δόξα τού Θεού στόν Παράδεισο καί μέ τήν λογική ενέργεια είχαν επικοινωνία μεταξύ τους καί μέ τόν κόσμο. Μέ τήν πτώση σκοτίστηκε η νοερά ενέργεια, όχι όμως η λογική ενέργεια, δηλαδή η νοερά ενέργεια έχασε τήν κοινωνία μέ τόν Θεό. Ο άνθρωπος δέν μπορούσε νά δή τόν Θεό, γιατί ο νούς σκοτίσθηκε. Η κληρονόμηση τού προπατορικού αμαρτήματος δέν είναι η κληρονόμηση τής ενοχής, όπως ισχυριζόταν ο ιερός Αυγουστίνος, αλλά η είσοδος μέσα στόν άνθρωπο τής φθαρτότητας καί τής θνητότητας καί αυτό μεταδίδεται στούς ανθρώπους μέ τήν γέννηση νέων παιδιών. Οι Προφήτες στήν Παλαιά Διαθήκη αγωνίστηκαν μέ τήν Χάρη τού Θεού καί φωτίστηκε ο νούς τους, έφθασαν στόν φωτισμό τού νού, δηλαδή απέκτησαν νοερά προσευχή, όπως τό βλέπουμε στήν αγία Άννα τήν μητέρα τού Προφήτου Σαμουήλ, καί στούς Ψαλμούς τού Δαυΐδ, έφθασαν καί στήν θέα τού Ασάρκου Λόγου, γι’ αυτό οι Προφήτες λέγονταν «ορώντες», «βλέποντες», όπως ο Προφήτης Σαμουήλ, αλλά δέν μπορούσαν νά νικήσουν τόν θάνατο, γι' αυτό καί κατέβαιναν στόν Άδη.
Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι τό πώς θά φωτισθή ο νούς τού ανθρώπου, πώς θά ξεχωρισθή από τήν λογική ενέργεια, γιατί όπως έλεγε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, η πτώση είναι η ταύτιση τής λογικής μέ τήν νοερά ενέργεια. Ο Προφήτης Μωϋσής ανέβηκε πάνω στό όρος Σινά καί είδε μέ τόν νού του τήν δόξα τού Θεού καί έπειτα μέ τήν λογική κατέγραψε αυτή τήν εμπειρία, τήν οποία είχε, αλλά πήγε όμως στόν Άδη, γιατί δέν μπορούσε νά νικήση τόν θάνατο. Έτσι, τό άλλο πρόβλημα είναι πώς ο άνθρωπος θά νικήση τόν θάνατο.
6. Η ενανθρώπηση τού Λόγου
Ο Χριστός, μέ τήν ενανθρώπησή Του, προσέλαβε τό θνητό καί τό παθητό σώμα γιά νά νικήση τόν θάνατο, τήν αμαρτία καί τόν διάβολο, καί επομένως νά επαναφέρη τόν άνθρωπο στήν κατάσταση πρό τής πτώσεως καί νά τόν ανεβάση ακόμη ψηλότερα. Έτσι, η νίκη επί τού θανάτου έγινε μέ τήν ενανθρώπηση τού Χριστού. Ο Χριστός δίδαξε μέ παραβολές, έκανε θαύματα, αλλά μερικούς μαθητές ανέβασε στό όρος Θαβώρ καί τούς έδειξε τήν δόξα Του, τό Φώς τής θεότητός Του. Ήθελε, δηλαδή, νά μάς διδάξη ότι πρέπει νά ακούμε τήν διδασκαλία Του, νά τήν εφαρμόζουμε γιά νά γίνωνται θαύματα, αλλά ο απώτερος σκοπός είναι νά ανεβούμε στό Όρος Θαβώρ καί νά δούμε τήν δόξα τού Θεού. Αυτός είναι ο βαθύτερος σκοπός τής πνευματικής ζωής, νά νικήσουμε τόν πνευματικό θάνατο, δηλαδή τήν απομάκρυνσή μας από τόν Θεό, ώστε καί τό σώμα νά δοξασθή. Η όραση τής δόξης τού Θεού συνδέεται μέ τήν θέωση τού ανθρώπου.
7. Η ζωή στήν Εκκλησία
Τό έργο τής σωτηρίας τού ανθρώπου γίνεται μέσα στήν Εκκλησία. Εκκλησία υπήρχε καί στήν Παλαιά Διαθήκη, αφού οι Προφήτες καί οι δίκαιοι είχαν κοινωνία μέ τόν άσαρκο Λόγο, έβλεπαν τήν δόξα Του, αλλά η Εκκλησία αυτή ήταν πνευματική. Μετά τήν ενσάρκωση τού Δευτέρου Προσώπου τής Αγίας Τριάδος η Εκκλησία γίνεται σαρκική, δηλαδή γίνεται Σώμα Χριστού καί εμείς γινόμαστε μέλη τού Σώματός Του. Τήν ημέρα τής Πεντηκοστής οι Απόστολοι έλαβαν τό Άγιον Πνεύμα καί τότε έμαθαν όλη τήν αλήθεια. Ο Χριστός τούς είπε ότι θά στείλη τό Άγιον Πνεύμα καί θά τούς διδάξη όλην τήν αλήθεια (Ιω. ιστ',13). Αυτή η αλήθεια πού έμαθαν οι Μαθητές τήν ημέρα τής Πεντηκοστής είναι ότι η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού. Πέρα από αυτήν τήν αλήθεια δέν υπάρχει άλλη αλήθεια ως πρός τήν σωτηρία τού ανθρώπου, γιατί ο άνθρωπος σώζεται στήν Εκκλησία.
Ο Ιερεύς, όταν τεμαχίζη τόν Αμνό τού Θεού στήν θεία Λειτουργία, λέει: «μελίζεται καί διαμερίζεται ο αμνός τού Θεού, ο μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος, ο πάντοτε εσθιόμενος καί μηδέποτε δαπανώμενος». Η Χάρη τού Θεού στήν Παλαιά Διαθήκη μεριζόταν αμερίστως εν μεριστοίς, όμως μετά τήν Πεντηκοστή καί τό Σώμα τού Χριστού, πού είναι πηγή τής ακτίστου Χάριτος, μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς, καί πολλαπλασιάζεται απολλαπλασιάστως εν πολλοίς. Αυτό είναι τό μυστήριο τής Πεντηκοστής καί τής θείας Ευχαριστίας καί αυτή είναι η «πάσα αλήθεια», πέρα από τήν οποία δέν υπάρχει καμμιά άλλη αλήθεια. Μέσα στήν Εκκλησία μέ τό άγιο Βάπτισμα καί τό άγιο Χρίσμα ο άνθρωπος γίνεται ναός τού Αγίου Πνεύματος. Τί θά πή γίνεται ναός τού Αγίου Πνεύματος; Θά πή ότι μέσα στήν ύπαρξή του ενεργοποιείται η νοερά ενέργεια καί γίνεται αδιάλειπτη καρδιακή προσευχή. Τό σώμα τού ανθρώπου είναι ένας ναός καί όπως ο ναός μέσα στό βάθος έχει τό Ιερό Βήμα καί τήν Αγία Τράπεζα, έτσι καί μέσα στό βάθος τής καρδιάς, μέ τό άγιο Βάπτισμα καί τό άγιο Χρίσμα, υπάρχει μία Αγία Τράπεζα κι εκεί γίνεται μία εσωτερική αδιάλειπτη θεία Λειτουργία, πού τελεί ο φωτισμένος νούς ως ιερεύς τής θείας Χάριτος. Οπότε, ο άνθρωπος επανέρχεται στήν προηγούμενη κατάσταση τού Αδάμ καί ανεβαίνει ακόμη ψηλότερα, δηλαδή βιώνει τά έσχατα, τόν Παράδεισο, τήν Βασιλεία τού Θεού από τώρα, γιατί γίνεται μέσα του η θεία Λειτουργία. Υπάρχει η λογική προσευχή πού γίνεται μέ τό μυαλό καί υπάρχει η νοερά καρδιακή προσευχή πού γίνεται μέσα στήν καρδιά. Θεραπεία τού ανθρώπου είναι τό νά φθάση κανείς στήν κατάσταση νά έχη μέσα του εσωτερική προσευχή, αγάπη καί έρωτα γιά τόν Θεό. Γι’ αυτό τονίζουν πολλοί Πατέρες, καί τό τόνιζε πολύ συχνά ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ότι τρείς είναι οι βαθμίδες τής πνευματικής ζωής, ήτοι η κάθαρση τής καρδιάς, ο φωτισμός τού νού καί η θέωση. Συμβαίνει ό,τι καί στόν ορθόδοξο ναό, υπάρχει ο πρόναος (κάθαρση τής καρδιάς), ο κυρίως Ναός (φωτισμός τού νού), καί τό Ιερό Βήμα (θέωση).
Έλεγε ακόμη ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης – επειδή ακριβώς ήταν ασκητικός θεολόγος – ότι η Εκκλησία έχει δύο όψεις, τήν θετική καί τήν αρνητική. Η θετική όψη τής Εκκλησίας είναι η Χριστολογία, η διδασκαλία γιά τόν Χριστό. Η αρνητική όψη τής Εκκλησίας είναι η δαιμονολογία, η διδασκαλία γιά τόν διάβολο καί πώς θά τόν νικήσουμε. Όσο κανείς μαθαίνει νά πολεμάη τόν διάβολο, δηλαδή όσο γνωρίζει τήν αρνητική όψη τής Εκκλησίας, τόσο καί πιό πολύ γνωρίζει τήν θετική όψη τής Εκκλησίας, τί είναι ο Χριστός. Αυτό φαίνεται στό Μυστήριο τού Βαπτίσματος. Πρώτα αποτασσόμαστε τόν διάβολο, κατά τήν κατήχηση, καί έπειτα βαπτιζόμαστε καί χριόμαστε καί γινόμαστε μέλη τού Σώματος τού Χριστού. Γι’ αυτό ο άνθρωπος πρέπει στήν ζωή του νά πολεμά τόν διάβολο κι έτσι γνωρίζει τήν αγάπη τού Χριστού. Είναι πολύ σημαντικό νά ξέρη κανείς ότι η Χάρη τού Θεού καί τό Φώς τού Θεού έρχεται στόν άνθρωπο διά τής καρδιάς, οπότε η μέθεξη τού θείου Φωτός γίνεται διά τής συγκράσεως. Ο διάβολος είναι έξω από τόν άνθρωπο καί πολεμάει εξωτερικά τόν άνθρωπο, γι' αυτό καί οι θεούμενοι γνωρίζουν τόν διάβολο, διά τής συζυγίας, είναι έξω απ' αυτόν, ενώ τήν Χάρη τού Θεού τήν αισθάνονται στήν καρδιά καί από εκεί φωτίζεται όλη η ύπαρξή τους.
Ζούμε μέσα στήν Εκκλησία γιά νά θεραπευθούμε, πού σημαίνει νά περάσουμε από τήν κατάσταση τού δούλου, στήν κατάσταση τού μισθωτού καί από εκεί νά φθάσουμε στήν υιοθεσία, νά γίνουμε παιδιά τού Θεού. Έλεγε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ότι αίρεση είναι η άρνηση τής μεθόδου γιά νά φθάση κανείς στήν γνώση τού Θεού καί αυτή η μέθοδος είναι ο ιερός ησυχασμός. Δηλαδή, κάθε επιστήμη έχει τήν κατάλληλη μέθοδο. Άν δέν ακολουθήση κανείς τήν κατάλληλη μέθοδο δέν μπορεί νά φθάση στό αποτέλεσμα πού επιθυμεί. Η μέθοδος τής ορθοδόξου θεολογίας, πού προσφέρει τήν γνώση τού Θεού, είναι η κάθαρση, ο φωτισμός, πού οδηγεί στήν θέωση. Όταν αρνήται κανείς αυτήν τήν μεθοδολογία, τότε στοχάζεται περί τού Θεού καί στόν στοχασμό αναμειγνύεται η φαντασία, οπότε καταλήγει κανείς σέ αίρεση. Μάλιστα, έλεγε ότι οι άνθρωποι γίνονται αιρετικοί όταν δέν υπάρχουν Προφήτες νά διδάξουν τήν μέθοδο τής γνώσεως τού Θεού.
8. Η βίωση τής εσχατολογικής ζωής
Η εσχατολογική ζωή δέν είναι η ζωή μετά τήν Δευτέρα Παρουσία, αλλά η εν Χριστώ ζωή μέσα στήν Εκκλησία, είναι ο συνδυασμός μεταξύ Μυστηρίων καί ασκήσεως. Μερικοί λένε ότι θά ζήσουμε τό έσχατο μετά τήν Δευτέρα Παρουσία τού Χριστού. Αυτό είναι λάθος. Στό Βιβλίο τής Αποκαλύψεως τού Ιωάννου λέγεται ότι ο Χριστός είναι ο πρώτος καί ο έσχατος. Μέ τήν ενανθρώπηση τού Χριστού τό έσχατο, δηλαδή ο Χριστός, εισήλθε μέσα στήν Ιστορία. Έτσι, η Βασιλεία τού Θεού εισήλθε μέσα στόν κόσμο καί τήν Ιστορία, οπότε οι άνθρωποι μπορούν νά μεθέξουν τής Βασιλείας τού Θεού, τής θέας τού ακτίστου Φωτός, γιατί αυτή είναι η Βασιλεία τού Θεού. Όταν οι άγιοι φθάνουν στήν θεοπτία καί βλέπουν τόν Θεό, τότε βιώνουν τήν Βασιλεία τού Θεού, τό έσχατο τό βλέπουν από τώρα, από τήν ζωή αυτή. Αυτό λέγεται πρώτη ανάσταση καί η δεύτερη ανάσταση θά είναι μετά τήν ανάσταση τού σώματος, κατά τήν δευτέρα έλευση τού Χριστού. Οι άγιοι βλέπουν τό Φώς τού Θεού διά τής θεώσεως. Είναι αυτό πού ψάλλουμε στήν δοξολογία: «εν τώ φωτί σου οψόμεθα φώς». Ζούμε, δηλαδή, μέσα στό Φώς τού Αγίου Πνεύματος μέ τήν κάθαρση, τόν φωτισμό, καί έτσι μπορούμε νά δούμε τό Φώς.
9. Ο Παράδεισος καί η Κόλαση
Ο Παράδεισος καί η Κόλαση υπάρχουν από τήν πλευρά τού ανθρώπου καί όχι από τήν πλευρά τού Θεού. Δέν δημιούργησε ο Θεός τόν Παράδεισο καί τήν Κόλαση, αλλά ο άνθρωπος βιώνει τόν Θεό ως Παράδεισο καί Κόλαση. Ο Θεός είναι Φώς καί φωτίζει όλον τόν κόσμο. Τό κτιστό φώς έχει δύο ιδιότητες, ήτοι φωτίζει καί καίει άλλοι φωτίζονται καί άλλοι καίγονται. Άν βάλουμε κάτω από τόν ήλιο ένα κερί καί λίγη λάσπη, τότε τό κερί θά αρχίση νά λιώνη καί η λάσπη νά σκληρύνεται. Σέ αυτό ευθύνεται η ουσία κάθε υλικού αντικειμένου. Ο Θεός είναι τό άκτιστο Φώς καί μερικοί μετέχουν τού Φωτός καί φωτίζονται, διότι έχουν καθαρθή, καί άλλοι καίγονται, διότι δέν είναι έτοιμοι νά δεχθούν τό Φώς. Άν κανείς δέν έχη οφθαλμό νά δή τό Φώς, καίγεται από τό Φώς. Αυτό είναι ο Παράδεισος καί η Κόλαση.
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης έλεγε ότι ο Χριστός πολλές φορές μιλώντας γιά τήν κόλαση, τήν απεκάλεσε σκότος καί άλλες φορές τήν απεκάλεσε πύρ. Όπου, όμως, υπάρχει η φωτιά, εκεί δέν υπάρχει σκοτάδι, όπου υπάρχει σκοτάδι δέν υπάρχει φωτιά. Αυτό σημαίνει ότι η Κόλαση δέν είναι ούτε σκοτάδι ούτε πύρ, όπως εμείς γνωρίζουμε τό σκοτάδι καί τό πύρ, δέν είναι κτιστές πραγματικότητες, αλλά άκτιστες. Ο Θεός θά αγαπά όλους τούς ανθρώπους καί τούς αμαρτωλούς καί θά στέλνη τήν άκτιστη Χάρη Του σέ όλους. Όσοι θεραπεύθηκαν από τήν ζωή αυτή καί απέκτησαν τήν ανιδιοτελή αγάπη θά βλέπουν τόν Θεό ως Φώς. Όσοι δέν θεραπεύθηκαν, δέν θά βλέπουν τόν Θεό ως Φώς, αλλά ως πύρ. Γι’ αυτό τό πύρ τής κολάσεως είναι άκτιστο, δέν είναι κτιστό, όπως δυστυχώς διδάσκουν οι Δυτικοί.
Αυτό τό παρουσιάζει πολύ ωραία η αγιογραφία τής Δευτέρας Παρουσίας τού Χριστού. Από τόν θρόνο τού Θεού βγαίνει τό Φώς καί φωτίζει τούς αγίους καί από τόν ίδιο τόν θρόνο τού Θεού βγαίνει ο πύρινος ποταμός στόν οποίο βρίσκονται οι αμαρτωλοί, πού σημαίνει ότι είναι άκτιστο αυτό τό πύρ. Αυτό σημαίνει ότι Παράδεισος καί Κόλαση υπάρχει από τήν πλευρά τού ανθρώπου καί όχι από τήν πλευρά τού Θεού. Έτσι, μέσα στήν Εκκλησία αγωνιζόμαστε νά θεραπευθούμε, ώστε όταν θά δούμε τό Φώς –γιατί όλοι θά δούν τόν Θεό καί οι αμαρτωλοί καί οι δίκαιοι– τότε ο Θεός νά γίνη Παράδεισος καί όχι Κόλαση. Αυτό γίνεται καί τώρα μέ τήν θεία Κοινωνία. Όσοι προετοιμάζονται κατάλληλα αισθάνονται μέσα τους τό Φώς, όσοι δέν προετοιμάζονται κατάλληλα, η θεία Κοινωνία γίνεται φωτιά, εις κρίμα καί εις κατάκριμα. Οι άγιοι στήν Βασιλεία τού Θεού δέν θά έχουν μία στασιμότητα, όπως έλεγε ο Πλάτων, δέν θά ζούν στήν ευδαιμονία, όπως έλεγε καί ο ιερός Αυγουστίνος, αλλά θά έχουν μία διαρκή πρόοδο. Θά υπάρχη μία αεικίνητη στάση, μία στάσιμη κίνηση, κατά τόν άγιο Μάξιμο τόν Ομολογητή, ενώ οι αμαρτωλοί πού δέν μετανόησαν θά αποκτήσουν πώρωση, καί δέν έχουν αυτή τήν εξέλιξη.
10. Η εκκλησιαστική ιστορία
Ο Χριστός μέ τήν ενανθρώπησή Του έγινε άνθρωπος καί εισήλθε μέσα στήν Ιστορία. Η Εκκλησία εργάζεται στήν ιστορία καί τήν εξαγιάζει. Η πραγματική εκκλησιαστική ιστορία είναι οι βίοι τών αγίων. Η Ιστορία δέν θά τελειώση ποτέ, αλλά θά μεταμορφωθή. Υπάρχουν μερικοί πού λένε ότι μετά τήν Δευτέρα Παρουσία τού Χριστού θά σταματήση η Ιστορία. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης έλεγε ότι αυτό είναι λάθος. Θά υπάρχη ιστορία μετά τήν Δευτέρα Παρουσία τού Χριστού, αλλά μέ άλλη μορφή, μεταμορφωμένη. Η ζωή τών αγίων είναι Ιστορία. Οι άγιοι απέκτησαν τήν εμπειρία τού Θεού καί στήν συνέχεια χρησιμοποίησαν τίς εικόνες καί τίς λέξεις τού περιβάλλοντος γιά νά τήν εκφράσουν είτε μέ όρους είτε μέ τήν ζωγραφική είτε μέ τήν ποίηση. Προσέλαβαν στοιχεία από τήν εβραϊκή σκέψη, από τήν ελληνική φιλοσοφία καί από τόν Ρωμαϊκό πολιτισμό. Αυτό όμως έγινε μόνον γιά νά εκφράσουν τήν Αποκάλυψη καί όχι απλώς νά δημιουργήσουν θεολογία. Γι’ αυτό καί η Εκκλησία δημιουργεί πολιτισμό, αλλά δέν είναι πολιτισμός.
Ο σκοπός τής Εκκλησίας είναι νά οδηγήση τόν άνθρωπο στά άκτιστα ρήματα, όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος, όταν ανέβηκε μέχρι τόν τρίτο ουρανό καί άκουσε άρρητα ρήματα τά οποία δέν μπορεί νά διατυπώση ο άνθρωπος. Όμως, αυτή η εμπειρία εκφράζεται, όσο είναι δυνατόν στά ανθρώπινα δεδομένα, μέ τίς εικόνες, τίς λέξεις καί, γενικά, τά στοιχεία τού περιβάλλοντος. Στήν πρώτη χιλιετία υπήρχε μιά ενιαία παράδοση σέ Ανατολή καί Δύση, μέ μικρές διαφορές. Αλλά σιγά-σιγά δημιουργήθηκε η σχολαστική θεολογία στήν Δύση, η οποία έδωσε προτεραιότητα στήν λογική καί όχι στόν νού. Αρνήθηκαν τήν μέθοδο τής γνώσεως τού Θεού, πού είναι η κάθαρση, ο φωτισμός καί η θέωση, δηλαδή αρνήθηκαν τόν ορθόδοξο ησυχασμό καί τήν θεοπτία καί περιορίστηκαν στήν λογική επεξεργασία τής εννοίας περί τού Θεού καί έτσι έφθασαν σέ πολλές αιρέσεις.
Μετά εμφανίσθηκαν οι Προτεστάντες, οι οποίοι απέρριψαν τήν σχολαστική θεολογία καί κράτησαν τόν ηθικισμό. Έτσι, έχουμε από τήν μία μεριά τόν σχολαστικισμό τών Παπικών, από τήν άλλη τόν ηθικισμό τών Προτεσταντών. Η Ορθόδοξη Παράδοση έχει τόν ησυχασμό – τήν νηπτική παράδοση, πού είναι η μέθοδος γιά νά φθάση κανείς στήν γνώση τού Θεού. Έλεγε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ότι άν ένας φοιτητής τής ιατρικής δέν μάθη τήν μέθοδο νά πραγματοποιή καλές χειρουργικές επεμβάσεις, τότε θά σκοτώνη τούς ανθρώπους. Όπως επίσης ο αστρονόμος πρέπει νά χρησιμοποιήση τό τηλεσκόπιο γιά νά δή τά αστέρια. Άν, αντί γιά τηλεσκόπιο, χρησιμοποιήση μικροσκόπιο, δέν μπορεί νά επιτύχη τόν στόχο του. Γιατί μέ τό μικροσκόπιο πρέπει νά δή τά μικρόβια, όχι τά αστέρια, καί μέ τό τηλεσκόπιο πρέπει νά δή τά αστέρια καί όχι τά μικρόβια. Άρα παίζει πολύ μεγάλο ρόλο η μέθοδος τήν οποία θά χρησιμοποιήση κανείς γιά νά θεολογή. Αυτά είναι τά δέκα κεντρικά σημεία τής θεολογίας τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη, πού δέν είναι δική του διδασκαλία, αλλά θεολογία τής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Συμπέρασμα
Τό συμπέρασμα είναι ότι ο Θεός είναι Τριαδικό Φώς Αυτός δημιούργησε τούς αγγέλους, οι οποίοι είναι φώτα πού χορεύουν γύρω από τό μεγάλο Φώς Αυτός δημιούργησε τό φώς τού ηλίου, καί όλον τόν κόσμο ο άνθρωπος μέ τήν δημιουργία του έχει νού, μέ τόν οποίο βλέπει τό Φώς τού Θεού, οπότε ζούσε στόν Παράδεισο μέσα στό άκτιστο Φώς ο άνθρωπος μέ τήν αμαρτία έχασε τήν κοινωνία τού Φωτός καί έπεσε σέ βαθύ σκοτάδι, αμαυρώθηκε, σκοτίσθηκε τό κατ’ εικόνα μέ τήν ενανθρώπηση τού Χριστού ήλθε τό αληθινό Φώς στόν κόσμο οι άνθρωποι μέσα στήν Εκκλησία μέ τά Μυστήρια καί τήν άσκηση καθαίρονται καί φωτίζονται γιά νά δούν τό θείο Φώς ο σκοπός τής Εκκλησίας είναι νά θεραπεύση τόν άνθρωπο, ώστε όταν δή τόν Θεό, κατά τήν Δευτέρα Παρουσία Του, νά τόν δή ως Φώς καί όχι ως πύρ. Επομένως, η θεολογία τής Εκκλησίας είναι θεολογία πού έχει σχέση μέ τό Φώς. Αυτή είναι η παράδοση τής Εκκλησίας καί σέ αυτήν τήν προοπτική πρέπει νά κινήται η Δογματική τής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κάθε άλλη δογματική είναι ακαδημαϊκή, στοχαστική, ξένη πρός τήν διδασκαλία τών Προφητών, τών Αποστόλων καί τών Πατέρων.
Γιά νά δή κανείς τό κτιστό φώς τού ηλίου πρέπει νά υπάρχουν στόν περιβάλλοντα κόσμο τά φωτόνια, αλλά καί νά διαθέτη υγιή οφθαλμό. Άν υπάρχουν φωτόνια, αλλά ο άνθρωπος είναι τυφλός, καί άν έχη κανείς υγιή οφθαλμό, αλλά στόν χώρο δέν υπάρχουν φωτόνια, τότε δέν μπορεί νά δή τό φώς. Τό ίδιο γίνεται καί μέ τό άκτιστο Φώς τού Θεού. Αυτό τό Φώς λάμπει σέ όλη τήν κτίση, αλλά χρειάζεται μέ τήν Χάρη τού Θεού νά αποκτήσουμε υγιή οφθαλμό γιά νά δούμε τό άκτιστο Φώς, δηλαδή νά έχουμε καθαρό καί φωτισμένο νού. Αυτό είναι τό βασικό έργο τής Εκκλησίας, η οποία είναι ο φωτεινός νυμφώνας τού Χριστού, ως σώμα Του, στόν οποίο γιά νά ζή κανείς πρέπει νά διαθέτη ένδυμα γάμου, ένδυμα φωτός. Αυτό ψάλλουμε στό Μυστήριο τού Βαπτίσματος μετά τήν ανάδυση τού βαπτιζομένου Χριστιανού από τήν ιερά Κολυμβήθρα: «Χιτώνά μοι παράσχου φωτεινόν ο αναβαλλόμενος φώς ως ιμάτιον, πολυέλεε Χριστέ ο Θεός ημών». Οπότε, είναι επίκαιρος ο ύμνος: «Λάμπρυνόν μου τήν στολήν τής ψυχής, φωτοδότα καί σώσον με». Ο βαθύς σκοπός τής υπάρξεώς μας είναι νά δούμε τόν Θεό ως Φώς καί νά ζούμε στήν Ουράνια Εκκλησία μέσα στό Φώς. Αυτή είναι η διδασκαλία τών Προφητών, τών Αποστόλων καί τών Αγίων καί αυτό επανελάμβανε ο π. Ιωάνης Ρωμανίδης, αποφεύγοντας τόν σχολαστικισμό καί τόν ηθικισμό. Ευχαριστώ πού μέ ακούσατε.
ΠΗΓΗ: τεύχος Ιανουαρίου 2012, http://www.parembasis.gr/2012/frames_12_01.htm