Από το «νέο Λύκειο» στο «νέο ΑΕΙ» ολική… επαναφορά παλαιών συνταγών!
Το «νέο Λύκειο» δεν θα είναι δίπλα στον μαθητή• χτίζεται πάνω του για να εποπτεύει, παρακολουθεί, αξιολογεί, ομογενοποιεί, δηλαδή για να «κανονικοποιεί» – Μέρος ΙΙ
Αγγελική Χ. Χρονοπούλου*
Συνέχεια από το Μέρος Ι 3.2.2. Το ζήτημα των εξετάσεων
Το «νέο Λύκειο», ως θεσμικό σύστημα αποκλεισμού, εντείνεται και ανανεώνεται μέσα από ένα σώμα πρακτικών, όπως η παιδαγωγική, το σύστημα των βιβλίων και της έκδοσής τους, το σύστημα των βιβλιοθηκών κ.ο.κ. (11). Επομένως, επειδή οι περισσότερες από τις πρακτικές αυτές, σύμφωνα με τις διακηρύξεις του υπουργείου, δεν θα αλλάξουν, ο μηχανισμός που θεσμοθετείται για το «νέο Λύκειο» δεν θα είναι δίπλα στον μαθητή• χτίζεται πάνω του για να τον εποπτεύει, να τον παρακολουθεί, να τον αξιολογεί, να τον ομογενοποιεί, δηλαδή να τον "κανονικοποιεί”.
Το παράδειγμα των εξετάσεων είναι ενδεικτικό, αφού μέσα από μια γενικόλογη αναφορά διακηρύσσονται τα εξής: «Οι εξετάσεις θα έχουν διαφορετικά και καινοτομικά στοιχεία που δεν θα απαιτούν αποστήθιση και αντιγραφή» (12).
Το σημαντικό στην παραπάνω αποστροφή είναι η διαβεβαίωση του υπουργείου πως και στο "νέο Λύκειο” οι εξετάσεις επιλογής θα εξακολουθήσουν να είναι εξετάσεις επιλογής. Η ρητορική πως θα έχουν «διαφορετικά και καινοτομικά στοιχεία» δεν αρκεί για να διασφαλίσει ούτε καν το ότι θα είναι πιο κοντά στα ενδιαφέροντα και στις κλίσεις των μαθητών. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως τόσο τα ενδιαφέροντα όσο και οι κλίσεις των μαθητών, όπως άλλωστε και η επιτυχία και η αποτυχία, είναι παράμετροι κοινωνικά προσδιορισμένες.
Επίσης, για τον ίδιο λόγο, το ότι «δεν θα απαιτούν αποστήθιση και αντιγραφή» δεν προσδιορίζει το πλαίσιο αυτών των εξετάσεων, και δεν συνυπολογίζουμε την ασάφεια της χρήσης του όρου «αντιγραφή»! Επομένως, με δεδομένη τη ρητορική της αναστροφής που εφαρμόζει το υπουργείο στον θεσμικό του λόγο αυτή την περίοδο, την περίοδο του ΔΝΤ, της ΕΕ κ.ά.π., τα μέτρα για το «νέο Λύκειο» απλώς θα αξιοποιήσουν τον υπάρχοντα εκπαιδευτικό μηχανισμό αποκλεισμού• τον μηχανισμό που, με μια λέξη, "κανονικοποιεί”, δηλαδή «συγκρίνει, διαφορίζει, ιεραρχεί, εξομοιώνει, αποκλείει» (13) …
Αλλά αυτό δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα – το σύνολο των ανακοινώσεων για το "νέο Λύκειο” βρίθει παρόμοιων παραδειγμάτων. Και για να είμαστε ακριβείς, με τη ρητορική του το υπουργείο αποπλαισιώνει τα μέτρα για το «νέο Λύκειο» από τα κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά τους συμφραζόμενα, ενώ τα εκπαιδευτικά συμφραζόμενα τα αναστρέφει. Σε απλά ελληνικά, κάνει το μαύρο άσπρο.
Πράγματι ενδιαφέρουσα είναι η σύζευξη που επιχειρεί το υπουργείο όταν αναφέρει, ως βασικές αρχές, ότι «οι εξετάσεις διεξάγονται κεντρικά» και «με διαδικασίες που διασφαλίζουν το αδιάβλητο», σε «έναν μικρό αριθμό βασικών μαθημάτων» για τα οποία «τα ΑΕΙ καθορίζουν το συντελεστή βαρύτητας» και διαβεβαιώνει ότι «με βάση τις παραπάνω βασικές αρχές γίνεται επιστημονική επεξεργασία για το είδος και το περιεχόμενο της εξεταστικής διαδικασίας ώστε να σταματήσει η υποχρέωση και η επιβράβευση της απλής απομνημόνευσης (…)» (14).
Αξιοπερίεργο είναι ποια επιστημονική επεξεργασία θα κατορθώσει, με προϋπόθεση την «κεντρική» διεξαγωγή των εξετάσεων, το «αδιάβλητο», τον «μικρό αριθμό μαθημάτων» και τον «συντελεστή βαρύτητάς» τους «να σταματήσει η υποχρέωση και η επιβράβευση της απλής απομνημόνευσης»(;), αφού τόσο η απομνημόνευση όσο και η επιβράβευσή της σχετίζονται με το αξιακό σύστημα και τους στόχους του εκπαιδευτικού συστήματος, και συνιστούν ζήτημα διδακτικής μεθοδολογίας∙ επιπλέον, παραμένει εκτός επιστημονικής επεξεργασίας μια βασική παράμετρος της διαδικασίας επιλογής, που είναι ο κλειστός αριθμός εισακτέων στα ΑΕΙ-ΤΕΙ. Κατά την άποψή μας, στοιχεία όπως «κεντρικά», «αδιάβλητο», «μικρός αριθμός μαθημάτων» και «συντελεστής βαρύτητας» χρησιμοποιούνται για λόγους εντυπώσεων, αφού έχουν μικρή έως ανύπαρκτη σχέση με το αν θα σταματήσει ή όχι να ανταμείβεται η αποστήθιση από το εξεταστικό, και όχι μόνο, σύστημα…
Επομένως, πρόκειται για άλλη μια ρητορική έξαρση του υπουργείου Παιδείας με επίφαση επιστημονικότητας…
3.2.3. Το Η ερευνητική εργασία
Και ενώ ο σχολικός χώρος λειτουργεί σαν μηχανή μάθησης αλλά και επιτήρησης, ιεράρχησης και ανταμοιβής (15), το υπουργείο ανακοινώνει πως «Εισάγεται για πρώτη φορά η ερευνητική εργασία ως διακριτή ενότητα του προγράμματος σπουδών, όπως συμβαίνει σε όλες σχεδόν της ευρωπαϊκές χώρες στη βαθμίδα αυτή. Πρόκειται για ομαδικές ερευνητικές εργασίες που ανοίγουν τους ορίζοντες αναζήτησης και παράλληλα προάγουν την συλλογικότητα και συνεργασία» (16). Άμεσα η ερευνητική εργασία αναδεικνύεται σε ένα ακόμη σημείο τριβής, προκαλώντας διεκδικήσεις από κλάδους εκπαιδευτικών που βάλλονται από τα μέτρα για το «νέο Λύκειο» (μείωση μαθημάτων, μείωση ωρών) και οι οποίοι διεκδικούν (και κάπου αυτό είναι κατανοητό) να τους ανατεθεί η διδασκαλία αυτής της «διακριτής ενότητας του προγράμματος σπουδών». Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες φήμες, η ερευνητική εργασία θεωρείται "κεκτημένο” των εκπαιδευτικών με μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές, επειδή από τα πράγματα πραγματοποίησαν ανάλογες εργασίες στο πλαίσιο των σπουδών τους.
Πάντως είναι φανερή η προσπάθεια του υπουργείου να παρουσιάσει ως υπερεξειδικευμένους τους εκπαιδευτικούς του Λυκείου, και μάλιστα σε ένα ποσοστό που υπερβαίνει το 1/3 του συνόλου. Θεωρούμε ότι το ποσοστό 34.7% των εκπαιδευτικών που ανακοινώνει πως έχουν πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα (17) δεν αντιπροσωπεύει την πραγματική κατάσταση, εφόσον κάτω από την… ομπρέλα «πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα» στεγάζονται από κάτοχοι διδακτορικού μέχρι και μετεκπαιδευθέντες εκπαιδευτικοί, χωρίς όμως να προσδιορίζεται χρονική διάρκεια και επίπεδο μετεκπαίδευσης… Ενδιαφέρον θα είχε να δημοσιοποιούσαν αναλυτικά τα στοιχεία για κάθε κατηγορία χωριστά, και όχι δημοσκοπικά! Μάλιστα, το σημαντικότερο ζήτημα, κατά την άποψή μας, δεν είναι σε τι ποσοστό οι εκπαιδευτικοί (που υπηρετούν σε όλες τις βαθμίδες) διαθέτουν πρόσθετα προσόντα τυπικά ή άτυπα (ή ως αποτέλεσμα αυτομόρφωσης) αλλά αν αυτά τα προσόντα συνάδουν με τη θέση του εκπαιδευτικού στην εκπαιδευτική διαδικασία, επειδή παρατηρείται εκπαιδευτικοί με υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα να μην αξιοποιούνται ανάλογα παραμένοντας στα… αζήτητα και να αντιμετωπίζονται ως στατιστικοί, και μόνο, δείκτες!
Πιστεύουμε πως ανεξάρτητα με το ποιος τελικά θα διδάξει αυτό το «μάθημα», το περιεχόμενό του δεν θα πρέπει να συγκροτείται από οδηγίες κατασκευής μιας ερευνητικής εργασίας – αυτό είναι το έλασσον. Άλλωστε υπάρχουν πολλοί οδηγοί, έντυποι και φυσικά και ηλεκτρονικοί, που καλύπτουν τέτοιου είδους ανάγκες… ενώ η μέθοδος copy/paste έχει πρακτικά αναδειχτεί σε δεσπόζουσα πρακτική ανάμεσα σε μαθητές και φοιτητές, για ανάλογες περιπτώσεις. Μάλιστα, συχνά πυκνά φτάνουν στη δημοσιότητα διαφημίσεις για συγγραφή εργασιών επιπέδου ακόμη και μεταπτυχιακού, που φυσικά αφορούν συνήθως «ψηφιακά πανεπιστήμια» αλλά τίποτα δεν εξασφαλίζει ότι αυτή η αντιγραφική μέθοδος δεν θα αναδειχτεί σε πανάκεια και για το Λύκειο∙ το υπουργείο φαίνεται πως παίρνει τα «κατάλληλα» μέτρα για να ενισχύσει αυτή την… τάση, με τη θεσμοθέτηση της ερευνητικής εργασίας…
Τι θα προτείναμε, λοιπόν; Σημασία, κατά την άποψή μας, δεν έχει να διδαχτούν οι μαθητές το πώς θα ακολουθήσουν τυφλά τα στάδια της ερευνητικής εργασίας για να καταλήξουν σε ένα αποδεκτό αποτέλεσμα αλλά το να μετέχουν της ερευνητικής διαδικασίας σε όλα τα στάδιά της, να εθιστούν στο να μελετούν και να εργάζονται συλλογικά, να συγκεντρώνουν, να ταξινομούν και να αναλύουν επιστημονικό υλικό, να ερμηνεύουν και να συνοψίζουν και, τέλος, να γράφουν την εργασία τους. Σε όλα αυτά τα στάδια θα δουλεύουν συλλογικά με την εποπτεία και την καθοδήγηση των εκπαιδευτικών, και οι εργασίες αυτές θα γράφονται και θα παρουσιάζονται από τους ίδιους και μάλιστα όχι για να βαθμολογηθούν και να καταμετρηθούν στην εισαγωγή σε Σχολές των ΑΕΙ αλλά για να κατανοήσουν οι ίδιοι οι μαθητές πού υστερούν, πού υπολείπονται και, κυρίως, πώς συλλογικά πάλι θα αντεπεξέλθουν και θα ολοκληρώσουν τελικά την ερευνητική εργασία τους.
Η διαδικασία αυτή, που συνοπτικά περιγράψαμε, υπερβαίνει το Λύκειο∙ για να λειτουργήσει έτσι, θα πρέπει να εισαχθεί στις μεγάλες τάξεις του Δημοτικού, ώστε από μικροί οι μαθητές να μάθουν την αξία της αναζήτησης της βιβλιογραφικής τεκμηρίωσης κ.ά.π., στη συνέχεια στο Γυμνάσιο, όπου θα εξειδικευτεί περισσότερο εισάγοντας τον μαθητή στην επιστημονική δεοντολογία, στη συλλογή, στην ανάλυση και στην ερμηνεία των δεδομένων και, τέλος, θα έπρεπε να εισαχθεί στο Λύκειο, οπότε με αυτή την παιδεία οι μαθητές δεν θα εκτελούν απλώς τα βήματα της ερευνητικής διαδικασίας στα τυφλά αλλά θα τη βιώνουν…
Η ανάστροφη πορεία που ακολουθεί το υπουργείο προοιωνίζεται τη λογική του pret-a-porter, και θα γεμίσει το διαδίκτυο αναρτημένα «σκουπίδια» που μάλιστα θα καλοπληρώνονται (18) προκειμένου να βγει άλλη μια δυσανάλογη υποχρέωση που το υπουργείο φορτώνει στους ώμους των μαθητών του Λυκείου. Τελικά, τα μέτρα για το «νέο Λύκειο» θα μπορούσαν με μια φράση να χαρακτηριστούν μέτρα «για την ενίσχυση και τη διεύρυνση των φροντιστηρίων»…
Επιπλέον, η πρόβλεψη του υπουργείου να περιορίζεται η ερευνητική εργασία σε 3 θεματικούς κύκλους (ή σε συνδυασμό αυτών των κύκλων), καθώς και το ότι θα είναι παραπάνω από μία εργασία ανά τάξη Λυκείου, αλλά και η πρόβλεψη να είναι στην αγγλική γλώσσα (19) δηλώνει τη σπουδή του υπουργείου να καθιερώσει την ερευνητική εργασία θεματικά περιορισμένη και γλωσσικά ετεροπροσδιορισμένη σε μια, σύμφωνα με τις διακηρύξεις του, «εντατική γενική παιδεία» που θα συμπληρώνεται από «προοδευτικά περισσότερη εμβάθυνση και εξειδίκευση» στη Β΄ και στη Γ΄ Λυκείου, για έναν μαθητή που θα «μαθαίνει να ζει και προοδεύει μέσα στο σύγχρονο και ανταγωνιστικό περιβάλλον, μέσα και έξω από την χώρα» (20).
Συμπερασματικά, πρόκειται για μια εντατική, και ταυτόχρονα ανταγωνιστική πρακτική, αφού παρά το ότι προβλέπεται να είναι «ομαδικές» οι ερευνητικές εργασίες, αυτή η πρόβλεψη δεν προάγει αυτόματα τη «συλλογικότητα και συνεργασία μεταξύ των μαθητών». Το προφανές είναι πως το υπουργείο, προβλέποντας τη συγγραφή της ερευνητικής εργασίας και στην αγγλική γλώσσα εναλλακτικά προς την ελληνική, δίνει σαφές προβάδισμα στα αγγλικά όχι μόνο έναντι της μητρικής γλώσσας αλλά και των άλλων ξένων γλωσσών (όπως είναι η γαλλική, γερμανική, ιταλική), ειδικά μάλιστα όταν η βαθμολόγησή της μετράει (21) τελικά για την εισαγωγή σε Σχολές – αντί για Τμήματα – των ΑΕΙ…
Σε κάθε περίπτωση, η ερευνητική εργασία θα αξιολογηθεί στην πράξη, αφού είναι σημαντικό να προσδιοριστεί το περιεχόμενό της. Θεωρούμε, όμως, πως με βάση τα στοιχεία που έχουν διαρρεύσει, οι εκπαιδευτικοί δεν θα χρειαστούν απλώς επιμόρφωση αλλά επανακατάρτιση, και πάλι με αβέβαια αποτελέσματα, αφού η ερευνητική εργασία προστίθεται από τα πάνω, στο Λύκειο, ενώ δεν έχουν προβλεφθεί οι απαραίτητες διαδικασίες που πρέπει να προηγούνται για να εισαχθούν οι μαθητές στη λογική της ερευνητικής διαδικασίας – όπως τουλάχιστον την αντιλαμβανόμαστε εμείς, χωρίς να είναι βέβαιο ότι την αντιλαμβάνεται κατά τον ίδιο τρόπο και το υπουργείο. Τα προγνωστικά είναι εναντίον του μέτρου αυτού, όμως δεν θα προτρέξουμε∙ θα περιμένουμε να δούμε τις εγκυκλίους σχετικά με την εφαρμογή της ερευνητικής εργασίας και το εκπαιδευτικό υλικό που θα δοθεί στους εκπαιδευτικούς για να ασχοληθούμε πάλι με το ζήτημα αυτό.
4. Επιλογικά (μέχρι να επανέλθουμε)
Στην παρουσίαση των μέτρων για το «νέο Λύκειο» οι δύο υφυπουργοί Παιδείας προσδιόρισαν το πλαίσιο, με το οποίο και θα θέλαμε να κλείσουμε προβαίνοντας σε δυο καταληκτικές αναφορές.
«Περνάμε από ένα Λύκειο αποστήθισης και παπαγαλίας σε ένα Λύκειο ουσίας, σε ένα Λύκειο που οι μαθητές και οι μαθήτριες θα μπορούν να επιλέξουν κατεύθυνση, να πάρουν πρωτοβουλίες, αλλά και να εμβαθύνουν, ανάλογα με τις προσωπικές και επαγγελματικές τους επιδιώξεις» (22).
«…και, αν δεν συνειδητοποιήσουμε ή δεν μπορέσουμε να πετύχουμε, να είναι οι εξετάσεις απλώς ένας τρόπος για να ξεχωρίσουμε ποιος μαθητής θα εισαχθεί πού, θα επανερχόμαστε συνεχώς σε αυτή τη σύγχυση, το μπέρδεμα Λυκείου και Πανεπιστημίου» (23).
Η πρώτη διαπιστωτική αναφορά παραπέμπει σε αλλαγές μεθοδολογικές, δηλαδή θα διδάσκουμε τα ίδια πράγματα, από τα ίδια βιβλία με άλλο τρόπο και, κατά τα λεγόμενα, χωρίς αποστήθιση και παπαγαλία. Δηλαδή; Τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό για την εκπαίδευση, τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές; Τι θα μπορούσε να σημαίνει το ότι δεν γίνεται καμιά αναφορά σε εξετάσεις, σε μαθήματα επιλογής, με αυξημένο συντελεστή για την εισαγωγή στα ΑΕΙ (άρα ουσιαστικά υποχρεωτικά μαθήματα); Ίσως απόκρυψη, ίσως παραπλάνηση ή..;
Και πώς συναρτάται αυτό με τη δεύτερη επιδίωξη που αναφέρεται στις εξετάσεις, και μάλιστα δίνει και "οδηγίες” για το πώς πρέπει οι μαθητές, οι γονείς τους και όλη η κοινωνία να εσωτερικεύσει τις εξετάσεις αυτές, οι οποίες και παρουσιάζονται σε μια λογική του "δεν χάλασε και ο κόσμος”, απλώς έτσι είναι τα πράγματα… Ποιος μαθητής θα περάσει από τον εξωτερικό προθάλαμο των ΑΕΙ (το Λύκειο) στον εσωτερικό, δηλαδή στη Σχολή, κι έπειτα από έναν χρόνο φοίτησης θα δοκιμαστεί και πάλι… Το υπουργείο μοιάζει και πάλι να του λέει «δεν χάλασε και ο κόσμος… Ψάχνουμε για το ποιος φοιτητής πλέον, υπερπηδώντας και το 2ο φραγμό, θα εισαχθεί στο τμήμα των ΑΕΙ της προτίμησής του». Τόσο απλά.
Όποιος, λοιπόν, προτίθεται να εσωτερικεύσει όλα αυτά τα «απλά» για να μην επανέρχεται «συνεχώς σε αυτή τη σύγχυση, το μπέρδεμα Λυκείου και Πανεπιστημίου», τον συμβουλεύουμε να μην το κάνει… και να μην καταλήξει οικειοθελώς θύμα αυτής της ιδιαίτερα ριψοκίνδυνης ρητορικής του υπουργείου…
* Η Αγγελική Χ. Χρονοπούλου είναι υπεύθυνη ύλης του επιστημονικού περιοδικού «Σύγχρονη Εκπαίδευση»
Σημειώσεις:
(11) Ό.π. Φουκώ, Η Τάξη του Λόγου, σελ. 14.
(12) Ό.π. Νέο Λύκειο (…), σελ. 3.
(13) Ό.π. Φουκώ, Eπιτήρηση και Tιμωρία, σελ. 243.
(14) Ό.π. Νέο Λύκειο (…), σελ. 6-7.
(15) Φουκώ, Επιτήρηση και τιμωρία, σ. 195.
(16) Ό.π. Νέο Λύκειο (…), σελ. 4. Βλ. επίσης συνοπτική αναφορά στο ΔΤ 30-3-11 του υπουργείου Παιδείας.
(17) Ό.π. Νέο Λύκειο (…), σελ. 1.
(18) Αν κάνετε μια αναζήτηση στο Google με τον όρο «ερευνητική εργασία», θα δείτε ότι από τώρα κάποια φροντιστήρια, προφανώς και πολλά άλλα που δεν εντοπίζονται με αυτό τον τρόπο, διαφημίζουν ότι «από το Σεπτέμβριο του 2011 και για τη σχολική χρονιά 2011-2012 θα συμπεριλάβουν στο εκπαιδευτικό τους πρόγραμμα ένα νέο ειδικό μάθημα σχετικά με την δημιουργία και την εκπόνηση των ερευνητικών εργασιών (projects) που θα πρέπει να παραδίδουν οι μαθητές κάθε τάξης του νέου Λυκείου 2 φορές τον χρόνο».
(19) Ό.π. Νέο Λύκειο (…), σελ. 8.
(20) Αναδιατύπωση από τα αναφερόμενα στη σελ. 4, ό.π. Νέο Λύκειο (…).
(21) Ό.π. Νέο Λύκειο (…), σελ. 5, 6.
(22) ΔΤ 30-3-11 υπουργείου Παιδείας σελ. 2 (το απόσπασμα από την ομιλία της υφυπουργού Παιδείας)
http://www.minedu.gov.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=2396%3A30-03-11-synenteyksi-typoy-tis-politikis-igesias-toy-ypoyrgeioy-paideias-dia-bioy-mathisis-kai-thriskeymaton-gia-to-lneo-lykeior&catid=80%3Adeltia-typoy&Itemid=806&lang=el.
(23) ΔΤ 30-3-11 υπουργείου Παιδείας σελ. 2 (το απόσπασμα από την ομιλία του υφυπουργού Παιδείας) ό.π.
ΠΗΓΗ: 25-10-2011, http://www.alfavita.gr/artro.php?id=48711