Ο ΤΕΛΙΚΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ:
Το μεγάλο παιχνίδι, το σκάκι με το διάβολο, ευρίσκεται ήδη σε πλήρη εξέλιξη, ενώ προηγούνται καθαρά οι Η.Π.Α. – με κριτήριο την πρόσφατη απόφαση των G20, η οποία επιτρέπει στο ΔΝΤ τον πλήρη και αποκλειστικό έλεγχο της ζώνης του Ευρώ – Μέρος Ι
Του Βασίλη Βιλιάρδου*
“Σε χώρες όπου η οικονομική πολιτική παραμένει σε μεγάλο βαθμό αναλλοίωτη, ανεξάρτητα από τις υποσχέσεις που δίνονται κατά τη διάρκεια των προεκλογικών εκστρατειών, διαπιστώνεται μία διάβρωση της πίστης προς τη Δημοκρατία, η οποία αντικατοπτρίζεται στην αύξηση της αποχής κατά τις εκλογές και στο βαθύ κυνισμό απέναντι στους πολιτικούς.
Η σύγκρουση ανάμεσα στις ελεύθερες αγορές και στους ελεύθερους ανθρώπους επεκτάθηκε το 2005 στην Ευρώπη, όταν το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα απορρίφθηκε από δύο εθνικά δημοψηφίσματα – κυρίως από το Γαλλικό. Ήταν η πρώτη φορά που ζητήθηκε από τους Πολίτες να εκφράσουν άμεσα τα γνώμη τους, σχετικά με το εάν οι κανόνες της ελεύθερης αγοράς θα πρέπει να δεσπόζουν την Ευρώπη και εκείνοι εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία να πουν ΟΧΙ – κάτι που δεν εκμεταλλεύθηκαν ανάλογα οι Έλληνες, με δική τους δυστυχώς ευθύνη, για τη συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου”.
Ανάλυση
Η Ευρώπη απαιτεί από την Ελλάδα μία απίστευτη πολιτική λιτότητας, χωρίς κανένα αναπτυξιακό «υποβοήθημα» – με καμία μελλοντική προοπτική εξόδου από την κρίση. Οι Έλληνες Πολίτες υποφέρουν από τις συνεχείς μειώσεις μισθών, η ανεργία αυξάνεται ραγδαία, η κατανάλωση περιορίζεται διαρκώς, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις υποφέρουν, η φτώχεια επεκτείνεται, η εγκληματικότητα ανθίζει, η ύφεση βαθαίνει, τα ασφαλιστικά ταμεία απειλούνται με ολοκληρωτική κατάρρευση και η Πολιτική παραπαίει. Η κατάσταση επιδεινώνεται λοιπόν μέρα με την ημέρα και οι Ευρωπαίοι «εταίροι» μας αποφασίζουν να επέμβουν δραστικά. Πως; Καλώντας τον πρωθυπουργό στις Κάνες και εκβιάζοντας τον στην κυριολεξία, με την άρνηση καταβολής της 6ης δόσης του ήδη συμφωνηθέντος από το 2010 δανείου, εάν δεν αποσύρει την πρόταση του για δημοψήφισμα – εάν δεν αναιρέσει δηλαδή τη δημοκρατική επιλογή που είχε αποφασίσει να προσφέρει στους Έλληνες, σε σχέση με την αποδοχή ή μη της συμφωνίας της 26ης Οκτωβρίου εκ μέρους τους (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι προθέσεις του πρωθυπουργού ήταν πράγματι «αγαθές», αφού είναι πιθανόν να συμμετείχε στην «παγίδα»).
«Είναι δυνατόν», αναρωτιόμαστε, «να είναι αυτή η Ευρώπη που ονειρευόμαστε; Μπορεί να υπάρξουν οι καθαρές, βιώσιμες λύσεις που απαιτούν οι αγορές και το κοινό, ειρηνικό μέλλον που επιθυμούν οι Ευρωπαίοι Πολίτες, η πολιτική και δημοσιονομική ένωση της Ευρωζώνης δηλαδή, κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις; Είναι λογικό να συνεχίσουμε να πιστεύουμε στην Ευρωζώνη και στο Ευρώ, όταν μας αντιμετωπίζουν με τέτοιον τρόπο; Όταν είναι πια φανερό ότι έχουν εκβιάσει ακόμη και την αντιπολίτευση, με στόχο να αποδεχθεί τη συμφωνία του Οκτωβρίου, παρά τις εύλογες αντιθέσεις της; Όταν μας έχει απαγορευθεί η διεκδίκηση των Γερμανικών επανορθώσεων, παρά το ότι είναι απολύτως σίγουρο ότι τις δικαιούμαστε;»
«Αφού όμως είμαστε εγκλωβισμένοι στο Ευρώ», συνεχίζουμε τις σκέψεις μας, «γνωρίζοντας πολύ καλά ότι, η επιστροφή στη δραχμή θα ήταν τουλάχιστον καταστροφική, εάν όχι η απόλυτη αυτοκτονία, τι μπορούμε να κάνουμε; Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να συμβιβαζόμαστε με το δικτατορικό, με το μονοσήμαντο καλύτερα δίδυμο που βασιλεύει στην Ευρωζώνη (Merkozy), να συνεχίσουμε να εκβιαζόμαστε, να λεηλατούμαστε από το ΔΝΤ, να υποφέρουμε, να διασυρόμαστε από τα γερμανικά ΜΜΕ, να εξευτελιζόμαστε, να απειλούμαστε με απορρύθμιση, με κατάρρευση ή με πραξικόπημα και στο τέλος να οδηγηθούμε εξαθλιωμένοι στη χρεοκοπία, αφού πιστεύουμε στην Ευρώπη και στο Ευρώ, ενώ γνωρίζουμε πολύ καλά ότι δεν έχουμε πλέον άλλη επιλογή; Δεν είναι αυτή ίσως η μοίρα των αδύναμων και των φτωχών, εάν όχι των δειλών και των σκλάβων;» «Δυστυχώς, θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία», ολοκληρώνουμε τις σκέψεις μας, «ενώ ελάχιστοι είναι αυτοί που θα ήθελαν να ρισκάρουν τα κεκτημένα τους σήμερα – οπότε, ευτυχώς που απέσυρε το δημοψήφισμα η κυβέρνηση, με αντάλλαγμα τη δόση μας και την ασφάλεια μας. Ίσως μας λυπηθούν στο μέλλον οι Ευρωπαίοι και πιθανόν να μας επιτρέψουν να μη χρεοκοπήσουμε, εάν παραμείνουμε υποταγμένοι στις εντολές τους – συνδεδεμένοι φυσικά στον ορό».
Ο ΕΚΒΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Υποθέτοντας ότι (σενάριο), η Ελλάδα δεν θα έδινε τελικά σημασία στον άθλιο εκβιασμό του μάλλον δειλού, υποταγμένου στο ΔΝΤ γαλλογερμανικού άξονα, ότι θα διενεργούσε το δημοψήφισμα, καθώς επίσης πως οι Πολίτες της θα ψήφιζαν εναντίον της συμφωνίας υποτέλειας, θα αναλύσουμε τι ακριβώς θα συνέβαινε από την επόμενη ημέρα. Η χώρα μας, έχοντας πρωτογενές έλλειμμα της τάξης του 5% επί του ΑΕΠ της (περί τα 10 δις €), θα έπρεπε να δρομολογήσει όλα τα μέτρα λιτότητας που της έχουν επιβληθεί για τα επόμενα τρία χρόνια, μέσα σε μία νύχτα – αφού διαφορετικά δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει με τις τρέχουσες υποχρεώσεις της (χωρίς τόκους και χρεολύσια, τα οποία θα ήταν μάλλον εξασφαλισμένα, έτσι ώστε να μην ανακοινώσει στάση πληρωμών – η οποία θα είχε σαν αποτέλεσμα μία κρίση άνευ προηγουμένου τόσο για την Ευρωζώνη, όσο και για τον υπόλοιπο πλανήτη). Επομένως, το δημόσιο θα έπρεπε να προβεί σε μαζικές απολύσεις, σε αθετήσεις πληρωμών κλπ. – ενέργειες οι οποίες θα προκαλούσαν τεράστιες κοινωνικές αναταραχές, με ανυπολόγιστα αποτελέσματα.
Για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, το κράτος θα κατέφευγε πιθανότατα σε άλλα μέσα, με στόχο την κάλυψη της έλλειψης μετρητών χρημάτων. Υποθέτουμε λοιπόν, με βάση τη διεθνή εμπειρία ότι, το κράτος μας θα τύπωνε ειδικά ομόλογα σε Ευρώ, υποσχετικές πληρωμής ουσιαστικά, με τα οποία θα πλήρωνε τους δημοσίους υπαλλήλους ή άλλους πιστωτές του. Τα ομόλογα όμως αυτά θα έχαναν γρήγορα την αγοραστική τους αξία απέναντι στο Ευρώ, αφού δεν θα «υποστηρίζονταν» από αξίες, αλλά από κρατικά ελλείμματα. Για παράδειγμα η Ουκρανία, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1992, είχε τυπώσει τέτοια ομόλογα, έτσι ώστε να ανταπεξέλθει με την έλλειψη μετρητών (ρούβλια), τα οποία της προμήθευε η Ρωσία. Το αποτέλεσμα ήταν η εμφάνιση υπερπληθωρισμού στο παράλληλο νόμισμα (Κουπόνι), ενώ το βασικό νόμισμα, το ρούβλι δηλαδή, προσπαθούσε να διαφύγει κρυφά στη Ρωσία (όπως λέγεται ότι συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα με τις καταθέσεις σε Ευρώ, οι οποίες «εξάγονται» σε πιο ασφαλείς χώρες). Κατ’ αναλογία λοιπόν, αργά ή γρήγορα τα Ελληνικά ομόλογα, για την πληρωμή των εσωτερικών υποχρεώσεων του δημοσίου, θα έπρεπε να μετατραπούν σε νέες δραχμές – οι οποίες θα έχαναν πολύ γρήγορα την αγοραστική τους αξία, τουλάχιστον κατά 50%-70% (κυρίως λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης). Στη συνέχεια, οι καταναλωτές θα ερχόταν αντιμέτωποι με τη μεγάλη αύξηση των τιμών των προϊόντων και γενικότερα του κόστους διαβίωσης, αφού τα περισσότερα αγαθά, ακόμη και τα πρώτης ανάγκης, εισάγονται από το εξωτερικό. Φυσικά, η υποτίμηση της νέας δραχμής δεν θα αύξανε την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας, όπως πολλοί δυστυχώς υποθέτουν, επειδή οι εργαζόμενοι θα απαιτούσαν υψηλότερους μισθούς, έτσι ώστε να καλύπτεται ο πληθωρισμός. Το γεγονός όμως αυτό θα έθετε αμέσως σε λειτουργία έναν ανοδικό σπειροειδή πληθωριστικό κύκλο (σπιράλ μισθών-τιμών), ο οποίος θα εξουδετέρωνε πολύ γρήγορα την ανταγωνιστικότητα των Ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών.
Περαιτέρω, τα επιτόκια για τις νέες δραχμές (οι οποίες, όπως αναφέραμε, θα αντικαθιστούσαν τα ομόλογα και θα κυκλοφορούσαν παράλληλα με το Ευρώ) θα αυξανόταν ραγδαία, στα επίπεδα του πληθωρισμού. Τέλος, οι επιχειρήσεις θα δυσκολευόταν να χρηματοδοτηθούν από τις τράπεζες, ενώ θα πλήρωναν τεράστιους τόκους, εις βάρος φυσικά της ανταγωνιστικότητας τους. Φυσικά το παραπάνω σενάριο θα μπορούσε να συμβεί, με τον «ομαλό» τρόπο που περιγράφηκε, εάν η ανακοίνωση της μη πληρωμής άλλων δόσεων εκ μέρους της Ευρώπης, δεν οδηγούσε στη μαζική επιδρομή εναντίον των τραπεζών (bank run), για την απόσυρση των καταθέσεων σε Ευρώ – αφού οι Πολίτες θα φοβόντουσαν εύλογα ότι, η Ελλάδα θα εγκατέλειπε τη ζώνη του Ευρώ, θα επέστρεφε αναγκαστικά στη δραχμή (αφού θα εκβιαζόταν οικονομικά, με τη μη τροφοδοσία της με χρήματα από την ΕΚΤ), θα διπλασιαζόταν σχεδόν το συνολικό της χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό), θα έκλεινε για μερικές ημέρες τις τράπεζες, θα αναγκαζόταν να δεσμεύσει τις καταθέσεις των Πολιτών, μετατρέποντας τες αργότερα σε δραχμές, θα απαγόρευε την κατοχή των Ευρώ, φυσικά την «εξαγωγή» τους από τη χώρα κλπ. Στην περίπτωση αυτή, εάν δηλαδή μεσολαβούσε η επιδρομή (bank run), οι τράπεζες θα πτώχευαν αμέσως και η Ελλάδα θα χρεοκοπούσε «εν ριπή οφθαλμού» – οπότε θα ήταν υποχρεωμένη να εισάγει τη δραχμή σε χρόνο μηδέν (υποθέτουμε ότι θα είχε προβλεφθεί και θα υπήρχαν ήδη εκτυπωμένα, νέα νομίσματα). Στο σημείο αυτό, εμείς θαυμάζουμε ειλικρινά την ψυχραιμία των περισσοτέρων Ελλήνων, αφού δεν έχουν ακόμη αντιδράσει ανάλογα, παρά το ότι έχουν «εξωθηθεί» πάρα πολλές φορές, τόσο από την κυβέρνηση, όσο και από την Ευρώπη.
Ολοκληρώνοντας, ο άθλιος εκβιασμός της Ευρώπης, τον οποίο υποθέτουμε πως θα έχουν καταλάβει όχι μόνο οι Έλληνες, αλλά όλοι οι Ευρωπαίοι Πολίτες, ήταν εύλογο ότι θα είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα στην Ελλάδα – την αρνητική τοποθέτηση του «συστήματος εξουσίας» δηλαδή, την άμεση απόσυρση του δημοψηφίσματος, τη (δήθεν;) συνθηκολόγηση του πρωθυπουργού, τον εξαναγκασμό «σύσσωμης» της πολιτικής ηγεσίας της χώρας μας σε συμβιβασμούς ντροπής, καθώς επίσης την ολοκληρωτική απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας.
ΟΙ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩ
Ο πόλεμος εναντίον της κρίσης χρέους και δανεισμού της Ευρωζώνης συνεχίζεται για δύο περίπου χρόνια – ενώ όλα τα μέτρα διάσωσης που έχουν αποφασισθεί, δεν έχουν μέχρι στιγμής κανένα αποτέλεσμα. Οι μάλλον αργές κινήσεις των ηγετών της ζώνης του Ευρώ, οι απίστευτες καθυστερήσεις καλύτερα, καθώς επίσης οι διαφαινόμενες αμφιβολίες τους, σε σχέση με τις δυνατότητες διατήρησης της νομισματικής ένωσης, είχαν σαν αποτέλεσμα να μεταδοθεί η κρίση από την Ελλάδα στην Ιρλανδία και στην Πορτογαλία – ενώ θα συνεχισθεί στην Ισπανία, στην Ιταλία (όπου από χθες δραστηριοποιείται το ΔΝΤ) και στη Γαλλία. Παράλληλα, οι επενδυτές αποσύρουν συνεχώς τα χρήματα τους από τα ομόλογα πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Πρόσφατα, η BNP Paribas πούλησε ομόλογα αξίας 2,6 δις €, κυρίως Ελληνικά, καταγράφοντας ζημία ύψους 2,3 δις € – ενώ η ολλανδική ING μείωσε κατά 5,4 δις € τα ιταλικά, πορτογαλικά, ισπανικά και ελληνικά ομόλογα της. Η BNP όμως δεν πούλησε μόνο ομόλογα των χωρών του νότου αλλά, επίσης, γαλλικά και γερμανικά – ύψους περί τα 2,4 δις €. Ειδικά όσον αφορά τη Γαλλία, η οποία έχει τεράστια οικονομικά προβλήματα (δομικό έλλειμμα της τάξης του 4%, μεγάλα τραπεζικά προβλήματα, διπλούς δημοσίους υπαλλήλους από τη Γερμανία, αποβιομηχανοποίηση, σημαντικές διαρθρωτικές ανωμαλίες κλπ.), θεωρείται ότι είναι πλέον θέμα χρόνου η απώλεια της πιστοληπτικής της αξιολόγησης (ΑΑΑ). Κάτι τέτοιο όμως θα δημιουργούσε μία μεγάλη αλυσιδωτή αντίδραση, η οποία θα ήταν μάλλον απίθανο να ελεγχθεί – αφού μόνο και μόνο η απώλεια της αξιολόγησης της, θα μείωνε το ταμείο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (EFSF) κατά 35% (στα 286 δις €, από 440 δις € σήμερα). Επομένως, θα εκμηδένιζε αμέσως τη σχεδιαζόμενη αύξηση του στο 1 τρις €, με τη μέθοδο της μόχλευσης.
Συνεχίζοντας, ως βασικές αιτίες της κρίσης θεωρούνται τα υψηλά ελλείμματα των προϋπολογισμών, καθώς επίσης τα μεγάλα δημόσια χρέη. Εν τούτοις, διαπιστώνει κανείς ότι, πολλές άλλες χώρες εκτός Ευρωζώνης (Μ. Βρετανία, Η.Π.Α., Ιαπωνία), παρά το ότι έχουν μεγαλύτερα ελλείμματα και χρέη, δεν αντιμετωπίζουν ανάλογες δυσκολίες δανεισμού, όταν απευθύνονται στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου. Εκτός αυτού, τα υψηλά επιτόκια, με τα οποία επιβαρύνονται κάποια κράτη της ζώνης του Ευρώ, τεκμηριώνουν το ότι, οι αγορές «αξιολογούν» αυστηρότερα τον κίνδυνο χρεοκοπίας των συγκεκριμένων χωρών, σε σχέση με τα υπόλοιπα υπερχρεωμένα κράτη εκτός Ευρωζώνης. Η αιτία αυτής της δήθεν παράδοξης συμπεριφοράς των αγορών δεν είναι άλλη από το ότι η Ευρωζώνη, έτσι όπως είναι σήμερα «κατασκευασμένη», θεωρείται ως συστημικά ασταθής. Η αστάθεια της αυτή οφείλεται προφανώς στο ότι, οι χώρες-μέλη της Ευρωζώνης δανείζονται σε ξένο νόμισμα – ότι δηλαδή είναι χρεωμένες σε ένα «υπερεθνικό», ξένο «συνάλλαγμα», αφού δεν ελέγχουν τις προϋποθέσεις της προσφοράς του (ποσότητα χρήματος και επιτόκια). Σε σύγκριση λοιπόν με τις χώρες εκτός Ευρώ (Η.Π.Α. κλπ.), οι οποίες είναι χρεωμένες σε δικά τους νομίσματα, σε νομίσματα δηλαδή που ελέγχουν και επηρεάζουν τη λειτουργία τους, ο σχεδιασμός της νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ) έχει μεγάλα προβλήματα – ενώ το Ευρώ δεν υποστηρίζεται ουσιαστικά από καμία οικονομία (δομημένο νόμισμα). Ειδικότερα, εάν οι επενδυτές αμφιβάλλουν για τα δημόσια οικονομικά μίας χώρας Α της Ευρωζώνης (για παράδειγμα, λόγω των ελλειμμάτων που προκαλούνται από μία ύφεση) και αρχίζουν να πουλούν τα ομόλογα της, τότε αυξάνονται τα επιτόκια δανεισμού της. Επομένως, το κόστος αναχρηματοδότησης της χώρας Α αυξάνεται, γεγονός που δυσκολεύει τη λήψη δανείων, για την κάλυψη των ελλειμματικών δαπανών του δημοσίου της.
Εάν τώρα οι τοπικοί επενδυτές της χώρας Α πουλήσουν τα ομόλογα δημοσίου της και τοποθετήσουν τα έσοδα τους σε μία άλλη χώρα Β της Ευρωζώνης (για παράδειγμα, εάν η Εθνική Τράπεζα πουλήσει Ελληνικά ομόλογα και επενδύσει τα έσοδα της σε Γερμανικά), τότε το τραπεζικό σύστημα της χώρας Α χάνει «συνάλλαγμα» – γεγονός που σημαίνει ότι μειώνεται η ποσότητα χρήματος στο κράτος Α. Αυτό προκαλεί με τη σειρά του ένα επί πλέον πρόβλημα ρευστότητας, το οποίο επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την πραγματική οικονομία της χώρας Α – επομένως αυξάνει τα ελλείμματα και εξ αυτών το δημόσιο χρέος της (στη χώρα Β συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο). Σε αντίθεση τώρα με μία χώρα εκτός Ευρώ, η εκάστοτε επί μέρους χώρα της Ευρωζώνης δεν διαθέτει κεντρική τράπεζα – η οποία θα μπορούσε να μεσολαβήσει, αγοράζοντας τα ομόλογα του δημοσίου που πωλούνται, έτσι ώστε να σταθεροποιήσει τα επιτόκια δανεισμού και να εμποδίσει τη χρεοκοπία της. Επομένως, οι πιστωτές ενός κράτους της Ευρωζώνης δεν μπορούν να είναι σίγουροι ότι, οι εκάστοτε ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις τους θα πληρωθούν πραγματικά.
Εκτός αυτού, επειδή εντός της ζώνης του Ευρώ δεν υφίστανται νομισματικές υποτιμήσεις, δεν μπορεί μέσω αυτών να εμποδιστεί η εκροή κεφαλαίων – ενώ εκλείπει επίσης ο «σταθεροποιητικός παράγοντας» τόσο για το εξωτερικό εμπόριο, όσο και για την οικονομική ανάπτυξη ή τα δημόσια οικονομικά. Για παράδειγμα, ένα κράτος της Ευρωζώνης δεν μπορεί να εμποδίσει την έξοδο κεφαλαίων σε άλλες χώρες αυξάνοντας τα επιτόκια ή να υποτιμήσει το νόμισμα του – έτσι ώστε να γίνουν πιο ανταγωνιστικά τα προϊόντα εξαγωγής του ή να μειωθούν πληθωριστικά τα δημόσια χρέη του. Τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης λοιπόν δεν μπορούν να είναι σίγουρα ότι, θα έχουν πάντοτε τη δυνατότητα να αναχρηματοδοτούν τα ληξιπρόθεσμα χρέη τους. Επομένως, είναι εκ των πραγμάτων εκτεθειμένα, συγκριτικά με τα υπόλοιπα κράτη, σε πολύ μεγαλύτερα ρίσκα έλλειψης ρευστότητας και χρεοκοπίας – γεγονός που γνωρίζουν πλέον οι επενδυτές, ειδικά μετά την ελεγχόμενη (μέχρι στιγμής) χρεοκοπία, στην οποία καταδικάσθηκε δυστυχώς η Ελλάδα στις 26 Οκτωβρίου.
* Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 06. Νοεμβρίου 2011, viliardos@kbanalysis. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, καθώς επίσης συγγραφέας τριών οικονομικών βιβλίων.
ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2471.aspx?mid=51