ΠΥΡΡΕΙΟΣ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ:
Η Ελλάδα ακολουθεί σταθερά έναν αυτοκαταστροφικό δρόμο, ο οποίος ουσιαστικά αναβάλλει και αυξάνει τα δεινά μίας μελλοντικής, ανεξέλεγκτης πτώχευσης – δυστυχώς, με καταναγκαστικό τελικό προορισμό τη δραχμή – Μέρος ΙΙ
Του Βασίλη Βιλιάρδου*
Συνέχεια από το Μέρος Ι – Η ΕΥΡΩΖΩΝΗ
Η Γερμανίδα καγκελάριος φαίνεται ότι κατάφερε να χρησιμοποιήσει ακόμη μία φορά την Ελλάδα, αφενός μεν σαν πειραματόζωο στην αντιπαράθεση της με τις αγορές, αφετέρου για τον εκφοβισμό των υπολοίπων «εταίρων» της – έτσι ώστε να συνεχίσουν να υποτάσσονται στις εντολές της, θέλοντας να αποφύγουν τα Ελληνικά δεινά. Παράλληλα, η πρωσική Γερμανία της κυρίας Merkel απόφυγε ξανά την απαίτηση αποπληρωμής των Γερμανικών επανορθώσεων – προσφέροντας ακόμη μία φορά στην κυριολεξία «ψίχουλα» (οι τράπεζες της θα επιβαρυνθούν μόλις με 5,2 δις €).
Από την άλλη πλευρά, η δήθεν «νίκη» της τευτονοκρατούμενης Ευρωζώνης απέναντι στις αγορές, μόνο σαν «πύρρειος» μπορεί να χαρακτηρισθεί – αφού υποθέτουμε ότι, οι αγορές θα επανέλθουν σύντομα, πολύ πιο έμπειρες και ισχυρές, στις μάχες της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Γαλλίας, οι οποίες τελικά θα κρίνουν τη βιωσιμότητα ή μη του κοινού νομίσματος.
Η καγκελάριος, αυτή τη φορά, δεν είχε κανένα πρόβλημα να αναλάβει το ρίσκο μίας Ελληνικής, ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας ερήμην της κυβέρνησης μας – αφού η οικονομία της χώρας της θα επηρεαζόταν ελάχιστα, ενώ θα άξιζε το «μάθημα» για τους υπόλοιπους «εταίρους» της. Έτσι λοιπόν, κατάφερε με σχετική ευκολία να εκβιάσει τους εκπροσώπους των τραπεζών, υποχρεώνοντας τους να δεχθούν την προτεινόμενη διαγραφή για να μην χάσουν το σύνολο των επενδυμένων κεφαλαίων τους – κάτι που, πολύ σωστά, δεν το αξιολόγησαν ως «μπλόφα» οι αγορές. Την επόμενη φορά όμως, όταν θα διακυβεύεται πολύ σοβαρά το μέλλον ολόκληρης της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, λόγω της πιθανής άρνησης των αγορών να δανείσουν με λογικά επιτόκια την Ιταλία ή την Ισπανία, έχουμε την άποψη ότι, η καγκελάριος δεν θα είναι σε θέση να αναλάβει το ρίσκο. Υποθέτουμε λοιπόν πως, αυτή τη φορά δεν ήταν η Α.Merkel αυτή που «μπλοφάριζε», αλλά οι αγορές – οι οποίες θυσίασαν 50 δις € (εάν τελικά συμφωνήσουν), για να κερδίσουν πολύ περισσότερα στο μέλλον.
Στην περίπτωση αυτή βέβαια ο ηττημένος θα είναι δυστυχώς ο ευρωπαίος φορολογούμενος, ο οποίος θα αναγκασθεί να αυξήσει ξανά το «πακέτο» του μηχανισμού στήριξης – όπως ακριβώς συμβαίνει και στα τυχερά παιχνίδια, όπου ο πλούσιος αντίπαλος οδηγείται σε μία όλο και μεγαλύτερη παρτίδα, η οποία θα του κοστίσει τελικά όλα όσα κατέχει. Φυσικά η κυρία Merkel γνωρίζει το ρίσκο που ανέλαβε, αφού τονίζει συνεχώς ότι, η Ελλάδα είναι μία ειδική περίπτωση, η οποία δεν έχει τίποτα κοινό με τις υπόλοιπες χώρες. Ίσως όμως οι αγορές να έχουν διαμορφώσει τη δική τους άποψη, η οποία δεν είναι η ίδια – πόσο μάλλον αφού όλοι πλέον γνωρίζουμε ότι, η Ελλάδα είναι πάμπλουτη, δεν είναι χρεοκοπημένη, ενώ οδηγήθηκε στο «ικρίωμα» αποκλειστικά και μόνο από την Πολιτική της, χωρίς καμία απολύτως λογική αιτία (άρθρο μας).
Συνεχίζοντας, η τευτονοκρατούμενη ηγεσία της Ευρωζώνης θέλει να πείσει τις αγορές ότι, ο κίνδυνος «μετάστασης» της Ελληνικής κρίσης στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν είναι υπαρκτός – επειδή ο μηχανισμός στήριξης (EFSF) θα αυξήσει τα κεφάλαια του στο 1-2 τρις €, με τη βοήθεια της μόχλευσης, οπότε θα είναι σε θέση να ανταπεξέλθει με ενδεχόμενα προβλήματα δανεισμού της Ισπανίας, της Γαλλίας ή της Ιταλίας. Κατά την άποψη μας όμως, οι επενδυτές θα εμπιστευθούν πολύ δύσκολα κάτι τέτοιο – πόσο μάλλον όταν ο μηχανισμός αυτός είναι εξαιρετικά «δυσκίνητος», αφού όλες οι χώρες-μέλη θα πρέπει να συμφωνούν με κάθε πρόγραμμα βοήθειας, μετά από αποφάσεις των Κοινοβουλίων τους.
Ένα επόμενο πρόβλημα θα προέλθει από τις ίδιες τις διασωθείσες τράπεζες, οι οποίες στο μέλλον θα προσέχουν πολύ περισσότερο τις χορηγήσεις τους στην πραγματική οικονομία – έτσι ώστε να έχουν αποθεματικά για την αντιμετώπιση ενδεχομένων απωλειών, όπως συνέβη με την Ελλάδα. Υπό αυτό το πρίσμα, οι αποφάσεις της συνόδου κορυφής είναι η καλύτερη ίσως συνταγή για την πρόκληση μίας νέας πιστωτικής παγίδας, η οποία θα επιδεινώσει την ύφεση στην Ευρώπη. Ειδικότερα, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μπορεί να προέλθει είτε από την αύξηση των αποθεματικών τους μέσω της μικρότερης διανομής κερδών, είτε από την έκδοση νέων μετοχών – κάτι που οι ηγέτες της Ευρωζώνης φαντάζονται ότι θα επιλεχθεί από τις τράπεζες. Εν τούτοις, οι επενδυτές διεθνώς δεν φαίνονται διατεθειμένοι σήμερα να αγοράσουν μετοχές τραπεζών. Ακριβώς για το λόγο αυτό προτάθηκε εναλλακτικά η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από το EFSF – για την περίπτωση αδυναμίας να αυξήσουν μόνες τους τα κεφάλαια τους.
Επειδή όμως η βοήθεια στην αύξηση κεφαλαίου εκ μέρους των κρατών συνδέεται συνήθως με απαιτήσεις (μειώσεις μισθών, προμηθειών, κρατικοποιήσεις κλπ.), οι οποίες δεν είναι ευχάριστες για τις τράπεζες, θα προσπαθήσουν πιθανότατα να την αποφύγουν – αφού υπάρχει και άλλος δρόμος αύξησης της κεφαλαιακής τους επάρκειας. Οι τράπεζες λοιπόν θα επιδιώξουν πιθανότατα να περιορίσουν το πιστωτικό ρίσκο τους, το οποίο μειώνει την κεφαλαιακή τους επάρκεια, πουλώντας τα επικίνδυνα ομόλογα της ευρωπαϊκής περιφέρειας ή ελαχιστοποιώντας το δανεισμό των επιχειρήσεων. Τα αποτελέσματα του συνδυασμού των παραπάνω επιλογών τους είναι προφανώς η αδυναμία δανεισμού των κρατών, η αύξηση των επιτοκίων, μία νέα πιστωτική παγίδα των επιχειρήσεων κλπ. – ενώ όλα μαζί θα «εκβάλλουν» τελικά σε μία καταστροφική ύφεση, η οποία θα οδηγήσει την Ευρώπη σε μία νέα, οδυνηρότερη χρηματοπιστωτική κρίση.
Περαιτέρω η υπερχρέωση, καθώς επίσης οι μεγάλες οικονομικές ανισότητες εντός της Ευρωζώνης, δεν μπορούν να καταπολεμηθούν μόνο με χρηματοπιστωτικά τεχνάσματα ή με μηχανισμούς στήριξης – αφού απαιτούνται εθνικές προσπάθειες. Εν τούτοις, μόνο οι εθνικές προσπάθειες επίσης δεν αρκούν, αφού από τη στιγμή και μετά που η Ευρωζώνη επέτρεψε τη χρεοκοπία εντός των συνόρων της, όπως συνέβη στις 26.10.2011 με την Ελλάδα, τα κράτη-μέλη της είναι εντελώς ανοχύρωτα απέναντι στις επιθέσεις των αγορών.
Αναλυτικότερα, κάθε ανεξάρτητο κράτος έχει τη δυνατότητα να απευθυνθεί στην κεντρική του τράπεζα, έτσι ώστε να ανταπεξέλθει οικονομικά στην περίπτωση που οι αγορές αδυνατούν να το χρηματοδοτήσουν – σκόπιμα, με στόχο τα υψηλότερα επιτόκια, ή από υπερβολικό φόβο απώλειας των επενδύσεων τους, λόγω της πιθανολογούμενης χρεοκοπίας του κράτους-οφειλέτη τους. Οι χώρες της Ευρωζώνης όμως δεν έχουν αυτό το μηχανισμό προστασίας – αφού δεν διαθέτουν κεντρική τράπεζα, το ταμείο σταθερότητας δεν μπορεί να αναλάβει αυτό το ρόλο, ενώ η έκδοση ευρωομολόγων, εγγυημένων από όλους μαζί, δεν φαίνεται πολιτικά εφικτή. Εκτός αυτού, έχουν χάσει πλέον την εμπιστοσύνη των αγορών, οι οποίες μέχρι σήμερα ήταν σίγουρες ότι, δεν θα επιτρεπόταν σε καμία χώρα-μέλος να χρεοκοπήσει, αφού θα ενισχυόταν από όλες τις υπόλοιπες (κοινοτική αλληλεγγύη). Αυτό που τους απομένει λοιπόν είναι, όπως προηγουμένως, η ΕΚΤ, η οποία μάλλον θα συνεχίσει να δραστηριοποιείται μη συμβατικά στη δευτερογενή αγορά, χωρίς όμως να μπορεί να επιλύσει ριζικά το πρόβλημα – όπως αποδείχθηκε από τη χρεοκοπία της Ελλάδας. Δυστυχώς για όλους μας, η Γαλλία απέτυχε ακόμη μία φορά να επιβάλλει τις δικές της προτάσεις – οι οποίες προέβλεπαν, πολύ σωστά, την απεξάρτηση των κρατών της Ευρωζώνης από τις αγορές και τη χρηματοδότηση τους από μία δημόσια τράπεζα, η πολιτική χρήματος της οποίας (επιτόκια κλπ.) θα ήταν προς όφελος του συνόλου.
Κλείνοντας, υπάρχουν αρκετοί στη Γερμανία οι οποίοι υποστηρίζουν ότι, η κυρία Merkel δεν αντιπαρατίθεται με τις αγορές, επειδή είναι δικό τους «πιόνι» – ο πολιτικός τους, έμμισθος υπάλληλος. Επομένως ότι, όλα όσα συμβαίνουν είναι «τεχνάσματα», τα οποία κρύβουν την οδυνηρή πραγματικότητα της επιδιωκόμενης παγκόσμιας διακυβέρνησης εκ μέρους της ελίτ. Η πεποίθηση τους αυτή στηρίζεται στο ότι, τα τελευταία είκοσι χρόνια στη Γερμανία, η ιδιωτική περιουσία αυξήθηκε από 1,8 τρις € στα 4 τρις € – παράλληλα με την αύξηση του δανεισμού του δημοσίου, από 600 δις € στα 2 τρις €. Επομένως θεωρείται πως τόσο η κυρία Merkel, όσο και οι προκάτοχοι της, προστάτευαν και προστατεύουν τις τράπεζες και το Καρτέλ – με την έννοια του ότι, «τα χρέη του κράτους αυξάνουν την περιουσία των πλουσίων». Αν και είναι δύσκολο να αποδειχθεί κάτι τέτοιο, αξίζει εν τούτοις την προσοχή μας – αφού δεν τεκμηριώνεται τόσο εσφαλμένα.
ΟΙ Η.Π.Α.
Η υπερδύναμη, μέσω κυρίως του ΔΝΤ, αλλά και των πιέσεων του προέδρου Obama προς την πολιτική ηγεσία της Ευρωζώνης (Γερμανία), ήταν παρούσα σε όλες τις διαπραγματεύσεις της συνόδου κορυφής. Εκ των πραγμάτων, στόχος της ήταν η χρεοκοπία μίας χώρας της Ευρωζώνης, η οποία θα είχε σαν αποτέλεσμα την απώλεια της οικονομικής ανεξαρτησίας ολόκληρης της νομισματικής ένωσης και τη διάλυση της – την αρχή του τέλους του κοινού νομίσματος, με τη βοήθεια του Ελληνικού Δούρειου Ίππου. Η πιθανή αντίθετη εξέλιξη, η δημοσιονομική και πολιτική ένωση της Ευρωζώνης δηλαδή, η οποία θα ισχυροποιούσε την Ευρώπη, δεν ήταν προς το συμφέρον των Η.Π.Α. – ειδικά επειδή ευρίσκονται σε έντονη πορεία παρακμής, έχοντας τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα.
Περαιτέρω, αν και οι διεργασίες της συνόδου επικεντρώθηκαν θεωρητικά στην Ελλάδα, οφείλει κανείς να παρατηρήσει ότι, για πρώτη φορά οι χώρες της Ευρωζώνης διαφοροποιήθηκαν εξ ολοκλήρου από τις υπόλοιπες της ΕΕ – στις οποίες δεν επετράπη ουσιαστικά να συμμετέχουν στις κρίσιμες αποφάσεις. Επομένως συμπεραίνουμε ότι, η ΕΕ έχει πλέον χάσει τη σημασία της, ευρισκόμενη σε πορεία διάλυσης – παράλληλα με την «διάβρωση» της Ευρωζώνης, η οποία αργά ή γρήγορα θα ακολουθήσει την ίδια πορεία. Αυτό λοιπόν που στην ουσία συνέβη σίγουρα στη σύνοδο κορυφής, είναι η απόλυτη επικράτηση των Η.Π.Α. στην Ευρώπη, μέσα από την απαίτηση του ΔΝΤ για διαγραφή μέρους του χρέους της Ελλάδας – γεγονός στο οποίο συνέβαλλε ο πρωθυπουργός μας, με ή χωρίς τη θέληση του.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
“Οι δυσοίωνες προβλέψεις δεν έχουν στόχο να διασπείρουν την απαισιοδοξία ή τον πανικό, αλλά να αποφευχθούν τα λάθη και να μην γίνουν πραγματικότητα – επίσης, να κινητοποιήσουν τους Πολίτες όλων των χωρών, ειδικά τους Έλληνες, οι οποίοι πρέπει να πάψουν να εμπιστεύονται το μέλλον τους στις κυβερνήσεις-υπαλλήλους των τραπεζών ή/και των σκιωδών οργανώσεων της παγκόσμιας ελίτ”.
Κατά την άποψη μας, ευχόμενοι φυσικά να κάνουμε λάθος, ο μεγάλος χαμένος της συνόδου κορυφής δεν ήταν μόνο η Ελλάδα, αλλά ολόκληρη η Ευρώπη. Ειδικά όσον αφορά τη χώρα μας, χωρίς καμία διάθεση απαισιοδοξίας ή πολιτικής κριτικής, επικράτησε τελικά το χειρότερο δυνατό σενάριο – η χρεοκοπία της δηλαδή, με όλα όσα δεινά τη συνοδεύουν, χωρίς τα κάποια πλεονεκτήματα μίας στάσης πληρωμών, η οποία θα μηδένιζε, έστω για κάποιο χρονικό διάστημα αναπροσαρμογής, τα βάρη του χρέους. Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα συμφώνησε δυστυχώς σε μία «λύση», την οποία δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί στο μέλλον – αφού είναι αδύνατον να μηδενίσει τα πρωτογενή ελλείμματα της χωρίς ανάπτυξη ή να ανταπεξέλθει με τόκους της τάξης των 12 δις €, οι οποίοι θα έχουν στη συνέχεια ανοδική πορεία, ανάλογη της αύξησης του χρέους (πόσο μάλλον με τα χρεολύσια, με τις δόσεις των δανείων της δηλαδή).
Εάν η Ελλάδα είχε επιδιώξει την έντιμη αναδιάρθρωση του χρέους της, χωρίς καμία απολύτως διαγραφή του, με επιτόκιο της τάξης του 1,5% (5,5 δις € ετήσιοι τόκοι) και με επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του για 40-50 έτη, παράλληλα με τις επενδύσεις και την τεχνική στήριξη όλων των ευρωπαϊκών χωρών (όχι μόνο της Γερμανίας) στα σημεία που υποφέρει (οργάνωση του δημοσίου κλπ.), το πρόβλημα της οικονομίας της θα είχε λυθεί. Δυστυχώς, σκόπιμα εκ μέρους της κυβέρνησης της ή μη, η Ελλάδα ακολούθησε έναν εντελώς αυτοκαταστροφικό δρόμο, ο οποίος ουσιαστικά αναβάλλει και αυξάνει παράλληλα τα δεινά μίας «ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας», η οποία θα συνδεθεί ταυτόχρονα με την έξοδο από το Ευρώ και την αναγκαστική επιστροφή στη δραχμή – ένα κατά τη γνώμη μας εφιαλτικό σενάριο. Η μοναδική μας ελπίδα είναι δυστυχώς να προηγηθεί η διάλυση της Ευρωζώνης και η επιστροφή όλων των χωρών-μελών της από κοινού στα εθνικά τους νομίσματα – κάτι πολύ πιθανόν, μετά από την προβλεπόμενη επίθεση των αγορών στην Ιταλία, στην Ισπανία και στη Γαλλία. Όσον αφορά τα παραπλανητικά «εύσημα» των Ευρωπαίων στην Ιρλανδία και στην Πορτογαλία, έτσι ώστε να πεισθούν οι αγορές ότι, η χρεοκοπία της Ελλάδας είναι μία ειδική περίπτωση, δύσκολα θα έχουν το αναμενόμενο αποτέλεσμα.
Συνεχίζοντας, αν και το να εύχεσαι μία μεγάλη καταστροφή των άλλων για να αποφύγεις τη δική σου δεν είναι ότι καλύτερο, έχουμε την άποψη ότι, οι ενοχές δεν είναι δικές μας – αλλά όλων αυτών, οι οποίοι οδήγησαν την πάμπλουτη, πολλαπλά προικισμένη χώρα μας, δόλια και χωρίς καμία απολύτως οικονομική αιτία, στον σημερινό αυτοκαταστροφικό μονόδρομο.
Ολοκληρώνοντας υπενθυμίζουμε ότι, κατά την πάγια τακτική των παιδιών του Σικάγου, αφού όλα τα κρίσιμα νομοσχέδια και οι σοβαρές αποφάσεις περάσουν από μία «μεταβατική κυβέρνηση» (η οποία θα εισπράξει όλη την οργή των «υπηκόων» της), χωρίς ως συνήθως να είναι κατοχυρωμένα από την απόλυτη πλειοψηφία (180 βουλευτές), θα ακολουθήσει αμέσως μετά η επόμενη κυβέρνηση «σωτηρίας» – η οποία, αφενός μεν θα τα κατοχυρώσει «τελεσίδικα», χωρίς μεγάλες αντιδράσεις από το «πλήθος», αφετέρου θα τα δρομολογήσει σταδιακά στην πράξη, διατηρώντας φυσικά όλα τα εγκληματικά μέτρα (με την εκλεπτυσμένη αιτιολογία ότι, το κράτος έχει συνέχεια και πρέπει να σεβόμαστε τα υπογεγραμμένα).
Όλα αυτά όπως στο «παράδειγμα» της Τουρκίας όπου, αφού ολόκληρη σχεδόν η πολιτική ηγεσία κατέρρευσε, μετά την από κοινού ψήφιση των νομοσχεδίων (για την λήψη των δόσεων του ΔΝΤ), εν μέσω μεγάλων κοινωνικών αναταραχών, ο σημερινός πρόεδρος της, ο οποίος ανέλαβε τα ηνία αμέσως μετά, ήταν στην πραγματικότητα αυτός που ξεπούλησε τα πάντα στις πολυεθνικές, μοιράσθηκε διαχρονικά την εθνική κυριαρχία της Τουρκίας με τους εισβολείς, ενώ διατήρησε φυσικά τους μισθούς των 300 € (άρθρο μας). Είναι προφανώς το χειρότερο, αλλά ταυτόχρονα το πιθανότερο σενάριο από όλα όσα μπορούν να μας συμβούν στη συνέχεια – ενώ πολύ δύσκολα θα το αποφύγουμε, εάν επιτρέψουμε να γίνει πράξη η πρόσφατη συμφωνία της κυβέρνησης σε σχέση με τη χρεοκοπία, εάν δεν διώξουμε αμέσως το ΔΝΤ και εάν δεν αποστασιοποιηθούμε από όλους όσους υποστηρίζουν τα προγράμματα του (άμεσα ή έμμεσα – με δήθεν αλλαγές δηλαδή).
* Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 28. Οκτωβρίου 2011, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, καθώς επίσης συγγραφέας τριών οικονομικών βιβλίων.
ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2465.aspx?mid=515