Η ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ:
Συμπεράσματα από την Βρετανική και Αυστραλιανή Εμπειρία με την «Αξιολόγηση» του Πανεπιστημιακού Έργου – Μέρος ΙΙΙ
Του Γιάννη Βαρουφάκη
9. Ιεράρχηση των Ιδεών στο Πλαίσιο της Κυρίαρχης Ιδεολογίας. Η ανάγκη μέτρησης, η οποία πολύ σύντομα επισκιάζει όλες τις άλλες ανάγκες των πανεπιστημιακών, φέρνει στο προσκήνιο εκ των έσω το αίτημα για μεγαλύτερη συγκρισιμότητα των «μέτρων». Η συγκρισιμότητα με τη σειρά της απαιτεί τη δημιουργία κλίμακας περιοδικών και εκδοτικών οίκων. Π.χ. δεν είναι δυνατόν ένα άρθρο σε περιοδικό το οποίο απορρίπτει το 95% των άρθρων που του στέλνονται να έχει την ίδια «αξία» με ένα άρθρο σε περιοδικό που εκδίδεται από φίλους του συγγραφέα οι οποίοι σπάνια απορρίπτουν άρθρα που τους στέλνονται.
Μια τέτοια κλίμακα ουσιαστικά αποτελείται από «σκιώδεις σχετικές τιμές», π.χ. ένα άρθρο στην American Economic Review έχει αξία ίση με δέκα άρθρα στο Australian Journal of Political Economy. Στις θετικές επιστήμες μια τέτοια ιεράρχηση, όσο επώδυνη ή αυθαίρετη και αν είναι, μπορεί να βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια ενώ, αντίθετα, στις κοινωνικές επιστήμες η ιεράρχηση αντανακλά την κυρίαρχη ιδεολογία[22].
Όπως είναι φυσικό, η αιρετική σκέψη δεν φιλοξενείται στα περιοδικά που «μαζεύουν» τους περισσότερους «πόντους». Άρα δεν «αξιολογείται» ποτέ ως σημαντική από τις φόρμουλες «αξιολόγησης». Αυτό δεν είναι κακό από μόνο του. Οι πραγματικοί αιρετικοί διασκεδάζουν και δημιουργούν καλύτερα στο περιθώριο (π.χ. ένας Σωκράτης, ένας Διογένης, ή ένας Wittgenstein ίσως να τρόμαζαν με την ιδέα ότι θα εκπροσωπούσαν την κυρίαρχη σκέψη). Το πρόβλημα είναι ότι η ιεράρχηση των ιδεών στο πλαίσιο της θεσμοθετημένης μέτρησης των «αξιών» οδηγεί στην αυτο-λογοκρισία. Η αλληλεγγύη προς τους συναδέλφους, προς το Τμήμα το οποίο δεν θα επιβιώσει εάν οι δημοσιεύσεις των μελών του «αξιολογηθούν» με χαμηλό βαθμό, αποτελεί κίνητρο να θεραπεύεται η κυρίαρχη ιδεολογία. Αυτός είναι ο μηχανισμός που τίθεται εν κινήσει από την «αξιολόγηση», καθιερώνει την πανεπιστημιακή ημι-αγορά που στηρίζεται στην αυτοματοποιημένη ιεράρχηση των ιδεών και, τελικά, οδηγεί στην υποχώρησή τους.
10. De facto εμπορευματοποίηση/ιδιωτικοποίηση των δημόσιων πανεπιστημίων. Από νομικής πλευράς, τα πανεπιστήμια παραμένουν δημόσια. Όμως οι αποφάσεις για το τι διδάσκεται, πότε διδάσκεται, το περιεχόμενο των πτυχίων, την σχετική αξία γνωστικών αντικειμένων, την έρευνα κλπ, λαμβάνονται στο πλαίσιο της ζήτησης και της προσφοράς οι οποίες μετρούνται στη βάση των λογιστικών μονάδων ή σκιωδών σχετικών τιμών που προκύπτουν από το σύστημα αξιολόγησης.
Σταδιακά, λόγω της ανεπάρκειας των πόρων που διαθέτει το κράτος για τα πανεπιστήμια, η ημι-αγορά αυτή συνδέεται όλο και περισσότερο με την αγορά εκτός πανεπιστημίων και οι σκιώδεις τιμές συντονίζονται με τη διαδικασία καθορισμού των ανταλλακτικών τιμών προϊόντων, εργασίας και κεφαλαιουχικών αγαθών.
11. Υποχώρηση όλων των ιδεών. Οι ορθοδοξίες του παρόντος είναι οι αιρέσεις του παρελθόντος. Οι Adam Smith, Friedrich von Hayek, Robert Nozick και οι υπόλοιποι θεωρητικοί της ελευθερίας του κεφαλαίου ήταν, στην εποχή τους, αιρετικές φωνές οι οποίες σήμερα μετεξελίχθηκαν σε κυρίαρχη ιδεολογία. Σήμερα, οι αιρετικές φωνές στην Αυστραλία και την Βρετανία αυτο-πνίγονται. Ο,τιδήποτε κείται εκτός του μεσαίου, κυρίαρχου, banal (ιδεολογικού) χώρου εξαφανίζεται από την πανεπιστημιακή κοινότητα με τη βούληση των ίδιων των «αιρετικών».
Τέσσερα παραδείγματα: (α) Νεοκλασικός οικονομολόγος σε Βρετανικό πανεπιστήμιο βγαίνει από το γραφείο του περιχαρής και με προσκαλεί στο pub να γιορτάσουμε την αποδοχή ενός άρθρού του από περιοδικό το οποίο «αξιολογείται» με καλό βαθμό στο RAE. Τον ρωτώ ποιο είναι το αντικείμενο που διαπραγματεύεται το άρθρο και μου απαντά, με τη συνοδεία χαρακτηριστικής γκριμάτσας: «Ποιος νοιάζεται; Μια σαχλαμάρα είναι». [23] Σήμερα, πέντε χρόνια αργότερα, είναι πρόεδρος του Τμήματος.
(β) Μαρξιστής οικονομολόγος σε άλλο Βρετανικό πανεπιστήμιο, Πρόεδρος του Τμήματος εκείνη την εποχή, μου εκμυστηρεύτηκε ότι πίεζε δύο νεότερους Μαρξιστές συναδέλφους του να αφήσουν κατά μέρος την Μαρξιστική μέθοδο και να προσπαθήσουν να δημοσιεύσουν άρθρα νεοκλασικού περιεχομένου για να ενισχυθεί ο βαθμός RAE του Τμήματος.
(γ) Συνάδελφος σε τρίτο Βρετανικό πανεπιστήμιο της νεο-Αυστριακής (νεο-δεξιάς) σχολής διηγούνταν πώς αναγκάστηκε, για τους ίδιους λόγους, να ματαιώσει τα σχέδια του να συγγράψει βιβλίο με το οποίο θα απαντούσε στους «αριστερούς» επικριτές του.
(δ) Στο Πανεπιστήμιο του Sydney το 2000 ο Πρόεδρος του Τμήματος, παγκοσμίως γνωστός ιστορικός της οικονομικής σκέψης, αναγκάστηκε να καταργήσει μάθημα ιστορίας της οικονομικής σκέψης, όχι επειδή του το επέβαλλε κάποιος εκ των άνω, αλλά γιατί, δεδομένης της φόρμουλας «αξιολόγησης» του διδακτικού έργου, οι βαθμοί που συνέλεγε το Τμήμα από αυτό το μάθημα δεν δικαιολογούσαν, από οικονομικής άποψης, τη συνέχισή τους. Ουσιαστικά, αντικαταστάθηκε από μαθήματα marketing.
5. Συμπεράσματα για την Ελληνική πανεπιστημιακή κοινότητα
Η «αξιολόγηση», και με ευθύνη των πανεπιστημιακών, είναι προ των πυλών. Η ελληνική κοινωνία δεν έχει ούτε τη θέληση ούτε τις απαιτούμενες αντιστάσεις για να την αποτρέψει. Δεδομένων των δικαιολογημένων παραπόνων που έχει η κοινωνία από τα πανεπιστήμια, και την γενική εντύπωση ότι οι καθηγητές προσφέρουν πολύ λιγότερα από όσα πρέπει και μπορούν, η λύση δεν μπορεί να είναι η άρνηση. Κάτι τέτοιο θα μας απομονώσει ακόμα περισσότερο από την κοινωνία η οποία, πράγματι, δικαιούται να γνωρίζει ποια είναι η ποιότητα του έργου που επιτελείται στα δημόσια πανεπιστήμια.
Ως τακτική, η στείρα άρνηση θα αποβεί καταστροφική, μιας και θα οδηγήσει στην ακύρωση οποιασδήποτε δυνατότητας έχουμε να επηρεάσουμε τη μορφή που θα πάρει το σύστημα «αξιολόγησης». Όπως και στη Βρετανία τη δεκαετία του 1980, η κοινωνία θα εκλάβει μια άρνησή μας ως συντεχνιακή και υστερόβουλη αντίδραση και θα εξουσιοδοτήσει το Υπουργείο να επιβάλλει το σύστημα «αξιολόγησης» της αρεσκείας του.
Συνεπώς είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε ότι ο εχθρός που πρέπει να πολεμήσουμε πάση θυσία δεν είναι η αξιολόγηση αλλά η φτηνιάρικη «αξιολόγηση» βάσει ποσοτήτων και σκιωδών σχετικών τιμών που εφευρίσκει και επιβάλλει ένα λογιστικό σύστημα σαν αυτά της Βρετανίας και της Αυστραλίας. Η επιχειρηματολογία μας πρέπει να τονίζει την ποιοτική διάσταση της αξιολόγησης: «Θέλετε Κε Υπουργέ να αξιολογήσετε το διδακτικό μου έργο; Καμία αντίρρηση. Στείλτε τρεις γνώστες του αντικειμένου των διαλέξεών μου να παρακολουθήσουν πέντε διαλέξεις μου και να τις βαθμολογήσουν. Θέλετε Κε Υπουργέ να αξιολογήσετε το ερευνητικό μου έργο; Να σας στείλω μια πρόσφατη εργασία μου που εγώ θεωρώ ότι είναι το καλύτερο δείγμα δουλειάς μου τα τελευταία χρόνια, και εσείς με τη σειρά σας να τη στείλετε σε δύο-τρεις ειδικούς για βαθμολόγηση.»
Εδώ θα κριθεί το «παιχνίδι». Τα συστήματα αξιολόγησης που περιέγραψα παραπάνω είναι φτηνά από την άποψη ότι βασίζονται σε δείκτες που υπολογίζονται με χαμηλό κόστος και με λογιστικές μεθόδους. Όπερ μεθερμηνευόμενο, βασίζονται στην ποσοτικοποίηση ποιοτικών μεγεθών η οποία, με τη σειρά της, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στον καθορισμό σκιωδών σχετικών τιμών κάθε ιδέας, κάθε άρθρου, κάθε μαθήματος. Η αυταρχική ιεράρχηση της γνώσης, η διχόνοια μεταξύ συναδέλφων, η αναποτελεσματικότητα και, εν τέλει, η υποχώρηση των ιδεών γίνονται έτσι αναπόφευκτες. Για να μπει φραγμός σε αυτού του είδους την «αξιολόγηση» είναι απαραίτητο να αρθρωθούν επιχειρήματα που θα εμποδίσουν τους πολιτικούς και τους γραφειοκράτες να εισαγάγουν συστήματα «αξιολόγησης» βασισμένα στην αυτοματοποιημένη μέτρηση. Θα πρέπει να πείσουμε την κοινωνία ότι, όταν προσπαθείς να μετρήσεις με αυτοματοποιημένο τρόπο, δηλαδή μηχανιστικά και «αντικειμενικά», κάτι που ούτε μετρήσιμο ούτε αντικειμενικό είναι (π.χ. την αξία της Αριστοτελικής, Μαρξικής ή νεοφιλελεύθερης σκέψης), τότε κινδυνεύεις να το καταστρέψεις, να το ευτελίσεις[24]. Ότι η πραγματική αξιολόγηση (και όχι αυτή την οποία περικλείω σε εισαγωγικά σε τούτο το άρθρο) σημαίνει σκληρή δουλειά, ώρες ολόκληρες διαβάσματος των πονημάτων των πανεπιστημιακών, ατελείωτες παρακολουθήσεις των διαλέξεών τους από ειδικούς. Με άλλα λόγια, ότι η πραγματική αξιολόγηση θα κοστίσει. Αν το κράτος προτίθεται να καταβάλει το κόστος αυτό, εμείς ως πανεπιστημιακοί θα συναινέσουμε. Διαφορετικά θα βρεθούμε στην αντίπερα όχθη.
Πρόβλεψή μου είναι ότι το Υπουργείο δεν θα θελήσει να καταβάλει το τεράστιο κόστος μιας πραγματικής αξιολόγησης. Ότι θα προτιμήσει τη φτηνή, μηχανιστική της έκδοση όπως ακριβώς στη Βρετανία και την Αυστραλία (όπου το κόστος το καταβάλει η ίδια η πανεπιστημιακή κοινότητα). Το εάν θα τα καταφέρει ή όχι θα εξαρτηθεί από το βαθμό στον οποίο η πανεπιστημιακή κοινότητα θα πείσει την κοινωνία ότι (α) ενδιαφέρεται πραγματικά για μια σοβαρή αξιολόγηση, και (β) η μηχανιστική έκδοση θα έχει τραγικά αποτελέσματα όσον αφορά τη δυνατότητα των ελληνικών πανεπιστημίων να βοηθήσουν τους νέους ανθρώπους να σκέφτονται εικονοκλαστικά, ελεύθερα και δημιουργικά. Σε αυτή μας την προσπάθεια πρέπει να μελετήσουμε την αγγλοσαξωνική εμπειρία που παρέθεσα σύντομα εδώ. Να κυκλοφορήσουν στις εφημερίδες μας, να συζητηθούν στα παράθυρα των τηλεοράσεων, στα ραδιόφωνα, οι φωνές συναδέλφων από τις χώρες αυτές. Φωνές που κατακλύζουν τα ειδικά περιοδικά (π.χ. το Times Higher Education Supplement, το London Review of Books, το ένθετο του Guardian της Τρίτης, το Australian Higher Education Review) και που αναφέρονται με απελπισία στα αποτελέσματα της φτηνιάρικης «αξιολόγησης». Να πείσουμε ότι οι φωνές αυτές δεν είναι ο θρήνος εκείνων που ξεβολεύτηκαν. Πως είναι ο θρήνος των καθηγητών που πονούν για την απώλεια ακόμα και της ελπίδας να «απελευθερώσουν» τους φοιτητές τους από τις προκαταλήψεις.
Αν αποτύχουμε, το αποτέλεσμα θα είναι παρόμοιο με εκείνο στη Βρετανία και την Αυστραλία: Ο βαθύς κυνισμός θα αποδειχθεί ο μεγάλος κερδισμένος της ύπουλης εμπορευματοποίησης των δημόσιων πανεπιστημίων που θα έχει εισαχθεί μέσα από τις σκιώδεις τιμές των ιδεών και των μαθημάτων· τιμές οι οποίες προέκυψαν από την «αξιολόγηση». Όπως και σε εκείνες τις χώρες, έτσι και εδώ, ο κυνισμός αυτός, μαζί με την υποχώρηση των ιδεών, γρήγορα θα ξεφύγει από τα στενά όρια του πανεπιστημίου και θα δηλητηριάσει την κοινωνία[25].
Παραπομπές
[22] Τα θέματα και οι «ανακαλύψεις» που δημοσιεύονται σε περιοδικά όπως το Nature ή στο Science ενδιαφέρουν όλους του φυσικούς. Συνεπώς μια δημοσίευση σε ένα εξ αυτών μπορεί να αξιολογηθεί σε σχέση με μια άλλη δημοσίευση σε κάποιο άλλο περιοδικό, μικρότερου βεληνεκούς, ανάλογα με τη σχετική αναγνωσιμότητα των δύο περιοδικών ή τα ποσοστά απόρριψης άρθρων. Αντίθετα, στις κοινωνικές επιστήμες, π.χ. την ψυχολογία, τη φιλοσοφία ή την οικονομική, υπάρχουν «μειοψηφίες» οι οποίες δεν ενδιαφέρονται για τα θέματα που απασχολούν τις «πλειοψηφίες» και τα κυρίαρχα περιοδικά τους. Και βέβαια, σε αυτούς τους επιστημονικούς χώρους, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι η «πλειοψηφία» βρίσκεται κοντύτερα στην «αλήθεια» από μια «μειοψηφία».
[23] Τα ακριβή του λόγια ήταν: «Who cares? Just a piece of rubbish.»
[24] Στο γνωστό του βιβλίο, ο R.M. Titmuss (1970). The Gift Relationship, London: Allen and Unwin, εξηγεί πως η πληρωμή αιμοδοτών έχει ως αποτέλεσμα την μείωση της προσφορά αίματος – σε σχέση με την προσφορά που παρατηρείται σε εθελοντική βάση (δίχως πληρωμή). Πρόκειται για ένα παράδειγμα όπου η προσπάθεια να οριστεί τιμή (δηλαδή να ποσοτικοποιηθεί/μετρηθεί η αξία του) για ένα αγαθό που έως πρότινος δεν είχε ανταλλακτική αξία (δηλ. τιμή) το απαξίωσε. Κάτι ανάλογο παρατήρησα στο Πανεπιστήμιο του Sydney. Μερικοί συνάδελφοι προσφέραμε προχωρημένες βραδινές τάξεις σε ενδιαφερόμενους φοιτητές χωρίς να είναι μέρος των καθηκόντων μας. Γιατί; Περισσότερο από καλοήθη εγωϊσμό (μας άρεσε να μας αγαπούν και να μας είναι υπόχρεοι) και λιγότερο από πραγματικό αλτρουϊσμό. Κάποια στιγμή, κληθήκαμε από το σύστημα «αξιολόγησης» να δηλώσουμε κάθε μας δραστηριότητα με αντάλλαγμα κάποιους «πόντους» για κάθε τι που κάναμε (οι οποίοι καταχωρούνταν στο λογιστικό σύστημα αξιολόγησης). Μετά από λίγο πάψαμε να προσφέρουμε αυτές τις τάξεις. Γιατί; Γιατί η μέτρηση και καταγραφή, ξάφνου, εξάλειψαν την ηθική αμοιβή που παίρναμε προηγουμένως προσφέροντας «δωρεάν» το χρόνο μας (εκτός προγράμματος και συστήματος). Οι φοιτητές έπαψαν να θεωρούν τον χρόνο μας «προσφορά» μόλις έμαθαν ότι παίρνουμε «πόντους» για αυτές τις τάξεις. Έτσι η «υλική» αμοιβή εξάλειψε την ηθική (η οποία προέκυπτε από την ελαφριά ευγνωμοσύνη εκ μέρους των φοιτητών για την προσπάθειά μας) χωρίς όμως να μπορεί να την υποκαταστήσει. Πράγματι, η νέα υλική αμοιβή (δηλ. οι λογιστικοί «πόντοι» που μαζεύαμε) δεν ήταν αρκετή για να δικαιολογήσει τις επί πλέον ώρες δουλειάς μας (αντίθετα με τη ηθική ικανοποίηση που, πριν την «αξιολόγηση», την οποία εισπράτταμε από τους φοιτητές και για την οποία άξιζε τον κόπο η νυχτερινή, δωρεάν εργασία). Όπως και στην περίπτωση της αιμοδοσίας, έτσι και στην παιδεία, η μέτρηση των πάντων και η εισαγωγή σκιωδών τιμών (και λογιστικά καθορισμένων αμοιβών) απειλεί να μειώσει την προσφορά σημαντικών αγαθών.
[25] Σε αυτό το σημείο ας μου επιτραπεί να προσθέσω την άποψη ότι, μπροστά σε αυτή την προοπτική, θέματα όπως το νομοσχέδιο για τα Τ.Ε.Ι., η νομιμοποίηση ή όχι ιδιωτικών πανεπιστημίων κλπ, είναι ήσσονος, ακόμα και αμελητέας, σημασίας
ΠΗΓΗ: 23-8-2011, http://www.alfavita.gr/artro.php?id=42910