ΑΕΙ: Η ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ Ι

Η ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ:

Συμπεράσματα από την Βρετανική και Αυστραλιανή Εμπειρία με την «Αξιολόγηση» του Πανεπιστημιακού Έργου – Μέρος Ι

 

Του Γιάννη Βαρουφάκη

 

 

1. Εισαγωγή – και δύο προβλέψεις

Με δεδομένη την επιθετική διείσδυση της αγοράς σε ολοένα και ευρύτερο πεδίο κοινωνικών δραστηριοτήτων, είναι θεμιτό να προσδοκούμε πως, αργά ή γρήγορα, το επόμενο λάφυρο της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» θα είναι το Πανεπιστήμιο. Όσοι πρεσβεύουν την μεταρρύθμιση της πανεπιστημιακής παιδείας με γνώμονα τη λογική της αγοράς δεν έχουν παρά να περιμένουν. Το παρόν άρθρο δεν απευθύνεται σε αυτούς αλλά σε όσους θεωρούν μια τέτοια προοπτική εφιαλτική[1].

Τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές τούτες, ο δημόσιος διάλογος περί ανώτατης παιδείας ορίζεται από την αντιπαράθεση μεταξύ του Υπουργείου και ενός φαινομενικά συμπαγούς μετώπου αντιπάλων της κυβερνητικής εκπαιδευτικής πολιτικής. Αν και το φλέγον ζήτημα των ημερών είναι το νομοσχέδιο για τη θεσμική αναβάθμιση των Τ.Ε.Ι., οι «αντιφρονούντες» (από τους φοιτητικούς συλλόγους μέχρι πολλούς από τους πρυτάνεις) συχνά μέμφονται το υπουργείο ότι το επίμαχο νομοσχέδιο είναι το πρώτο στάδιο προσχεδιασμένης υποβάθμισης της δημόσιας πανεπιστημιακής παιδείας (ιδίως του πρώτου πτυχίου) και εμπορευματοποίησής της[2]. Ως αιχμή του δόρατος εναντίον της κυβερνητικής πολιτικής, οι «αντιφρονούντες» χρησιμοποιούν το σύνθημα-αίτημα της «αξιολόγησης» των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.[3] Ο σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου· να προειδοποιήσει όσους απαιτούν την «αξιολόγηση» Σχολών και Τμημάτων πως, άθελά τους, αντί να υπερασπίζονται το Πανεπιστήμιο, ίσως προετοιμάζουν το έδαφος για την έμμεση, ύπουλη εμπορευματοποίησή του. Όχι μόνο η «αξιολόγηση» δεν επιβραδύνει τα (υπαρκτά ή ανύπαρκτα) σχέδια για την υποβάθμιση των πανεπιστημιακών πτυχίων, αλλά δύναται να επισπεύσει την απαξίωσή τους τόσο στον χώρο της αγοράς εργασίας όσο και στη σφαίρα των ιδεών.

Οι παραπάνω σκέψεις δεν προέκυψαν αυθόρμητα. Τα τελευταία είκοσι χρόνια στις χώρες που αναφέρονται στον υπότιτλο (Βρετανία και Αυστραλία) εφαρμόστηκαν συστήματα «αξιολόγησης» του ερευνητικού και διδακτικού έργου τα οποία άλλαξαν εκ βάθρων την πανεπιστημιακή εμπειρία τόσο για τους φοιτητές όσο και για τους καθηγητές. Ο αντίκτυπος από την «αξιολόγηση» των πανεπιστημίων δεν περιορίστηκε στα όριά τους αλλά επηρέασε συστηματικά τη συνολική παραγωγή της ιδεολογίας (κυρίαρχης και μη) των κοινωνιών αυτών. Δεδομένης αυτής της σωρευμένης εμπειρίας, δεν θα ήταν εύλογο πρυτάνεις και φοιτητικοί σύλλογοι, προτού απαιτήσουν, εδώ και τώρα και με μια φωνή, την «αξιολόγηση», να ρίξουν μια ματιά στα αποτελέσματά της εκεί που εφαρμόστηκε; Και δεν θα ήταν ειρωνικό εάν στην Ελλάδα η «αξιολόγηση» που σήμερα απαιτούν οι αντίπαλοι της έμμεσης εμπορευματοποίησης αποτελέσει την κρυφή δίοδο από την οποία θα εισέλθει νικηφόρα η de facto εμπορευματοποίηση;

Θέτω τα ερωτήματα αυτά επειδή τα «μαντάτα» από τις δύο χώρες στις οποίες αναφέρθηκα κάθε άλλο παρά ευχάριστα είναι. Επειδή έτυχε να ζήσω από κοντά τις τεκτονικές αλλαγές που ακολούθησαν την «αξιολόγηση» και στις δύο περιπτώσεις (στη Βρετανία τη δεκαετία του 1980 και στην Αυστραλία τη δεκαετία του 1990), ελπίζω ο αναγνώστης να ανεχθεί την κατάθεση των παρακάτω συμπερασμάτων ενός αυτόπτη μάρτυρα (δηλαδή, κάποιου που εκφράζεται με όλη τη σιγουριά και προκατάληψη εκείνου που ήταν «εκεί»).

Βέβαια, ακόμα και ο ανεκτικότερος από τους αναγνώστες θα αναρωτηθεί γιατί πρέπει η εμπειρία των συγκεκριμένων αγγλοσαξωνικών χωρών να μας αφορά άμεσα (και όχι, π.χ., εκείνη της Γαλλίας). Η απάντηση είναι πως η εμπειρία αυτών των δύο χωρών αποτελεί για την εποχή μας τη λογική κατάληξη των συστημάτων «αξιολόγησης». Όπως και σε άλλες περιπτώσεις όπου οι εφορμήσεις της αγοράς βασίστηκαν σε αγγλοσαξωνικές αλχημείες (π.χ. η ιδιωτικοποίηση κοινωφελών οργανισμών) έτσι, και στην περίπτωση της «αξιολόγησης» των πανεπιστημίων, το αγγλοσαξωνικό μοντέλο σταδιακά υιοθετείται και στην υπόλοιπη Ευρώπη (π.χ. Ισπανία, Ιταλία, Γερμανία, ακόμα και στη Γαλλία), αν όχι στον υπόλοιπο κόσμο (π.χ. Ινδία, Hong Kong, Ν. Α. Ασία) [4]. Συνεπώς, αξίζει να το μελετήσουμε συστηματικά. Ως πρόκριμα αυτών που θα ακολουθήσουν, θα ξεκινήσω με δύο προβλέψεις προερχόμενες, πιστεύω φυσιολογικά, από τη Βρετανο-αυστραλιανή εμπειρία:

Πρόβλεψη 1: Η «αξιολόγηση» θα καθιερωθεί και οποιαδήποτε αντίσταση εκ μέρους της πανεπιστημιακής κοινότητας σε αυτήν θα αποδειχθεί αναποτελεσματική. Πρόβλεψη 2: Εφόσον η «αξιολόγηση» που θα υιοθετηθεί βασιστεί στην αυτοματοποιημένη μέτρηση ποσοτήτων (οι οποίες θα «προσεγγίζουν» ποιοτικά μεγέθη), το βασικό αποτέλεσμα θα είναι η υποχώρηση των ιδεών, όλων των ιδεών («συντηρητικών» και «προοδευτικών»), αρχικά στα πανεπιστήμια αλλά, αργότερα, μέσω ασταμάτητων αλυσιδωτών αντιδράσεων, στην κοινωνία γενικότερα.

Στο αμέσως επόμενο μέρος, αιτιολογώ την πρώτη πρόβλεψη. Κατόπιν, αφού αναφερθώ σύντομα στα συστήματα αξιολόγησης στην Βρετανία και την Αυστραλία, θα παραθέσω ορισμένα συμπεράσματα από αυτή την εμπειρία τα οποία, φυσιολογικά, οδηγούν στη δεύτερη πρόβλεψη.

2. Η Ακαταμάχητη Γοητεία της «Αξιολόγησης»

Ήδη είναι φανερό ότι η αξιολόγηση» έχει γοητεύσει τους πάντες. Καθηγητές πανεπιστημίων, φοιτητικές οργανώσεις, γονείς, ΜΜΕ, πολιτικοί εγκαλούν τον υπουργό Παιδείας επειδή άφησε την «αξιολόγηση» έξω από το νομοσχέδιο για τα Τ.Ε.Ι. Ο ίδιος υπόσχεται ότι θα μας προσφέρει την πολυπόθητη «αξιολόγηση» σε επόμενο νομοσχέδιο μέσα σε μερικούς μήνες[5]. Η πρόθεσή του δεν πρέπει να αμφισβητείται. Ανεξάρτητα από την στάση των πανεπιστημιακών, δεν υπάρχει περίπτωση υπουργός Παιδείας να προωθήσει σύστημα «αξιολόγησης» των πανεπιστημίων και να μην κερδίσει την μάχη των εντυπώσεων. Εύλογα θα επιχειρηματολογήσει στα ΜΜΕ, και δευτερευόντως στη Βουλή, ότι αν είναι να ξοδέψει έστω και μια δραχμή επί πλέον για ένα πανεπιστημιακό Τμήμα, ο άρρωστος που δεινοπαθεί στο ΕΣΥ δικαιούται να γνωρίζει γιατί αυτή η δραχμή δεν ξοδεύτηκε για την υγεία αλλά δαπανήθηκε για την προικοδότηση του συγκεκριμένου Τμήματος. Αναμφίβολα, ένα τέτοιο επιχείρημα κατατροπώνει από μόνο του οποιαδήποτε διαφωνία. Τόσο ο άρρωστος όσο και, γενικότερα, ο φορολογούμενος δικαιούται να ζητήσει από εμάς αποδεικτικά στοιχεία ότι οι επί πλέον δραχμές που θα μας δοθούν (ή και αυτές που ήδη μας δίδονται) δεν θα εξαφανιστούν σε κάποια τσέπη δίχως αντίκρισμα στο εκπαιδευτικό ή ερευνητικό μας έργο – ότι δεν θα πάει χαμένη. Όποιο μέλος της πανεπιστημιακής κοινότητας εναντιωθεί στην «αξιολόγηση» του έργου μας, θα χαρακτηριστεί άπληστος τεμπέλης, ή στην καλύτερη περίπτωση εκκεντρικός.

Η εμπειρία στη Βρετανία τα πρώτα χρόνια της κυβέρνησης Thatcher είναι ενδεικτική. Καθηγητές του Cambridge και της Οξφόρδης, με βαθιά αριστοκρατικές προφορές και διεθνή φήμη ως κορυφές στους επιστημονικούς τους τομείς, εμφανίζονταν στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο επιχειρηματολογώντας εναντίον της «αξιολόγησης» του έργου τους. Πάσχιζαν να εξηγήσουν ότι για να είναι αντάξιο του όρου, ένα σύστημα «αξιολόγησης» πρέπει να παρέχει εγγυήσεις για την ποιότητα, την «αξία» αν θέλετε, των «αξιολογητών». Όμως τέτοιες εγγυήσεις κοστίζουν και έρχονταν σε αντίθεση με τη δεδηλωμένη κυβερνητική βούληση για «αποτελεσματικότερη» χρήση των διαθέσιμων πόρων. «Ποιος και με ποια κριτήρια θα κρίνει τους κρίνοντες;» αναρωτιόντουσαν. Όσο όμως γλαφυρότερα εξέφραζαν τους φόβους τους ότι η «αξιολόγηση» θα ήταν μηχανιστική, και συνεπώς παραπλανητική, τόσο αποτύγχαναν στο να προσεταιριστούν την κοινή γνώμη. Τα ερωτήματά τους έσκαγαν αναποτελεσματικά στον κυματοθραύστη της «αξιολόγησης» καθώς ο υπουργός χαμογελούσε ακούγοντάς τους και απαντούσε σχεδόν μονολεκτικά.

Ρωτούσαν οι αντιφρονούντες καθηγητές: «Ποιος θα κρίνει την ποιότητα της δουλειάς ενός φιλόσοφου σαν τον Wittgenstein[6];» «Η ιστορία» απαντούσε ο υπουργός. « Ποιος θα εγγυηθεί ότι το σύστημα αυτό δεν θα χρησιμοποιηθεί για να σιγήσουν οι «ενοχλητικές» φωνές;» «Η απήχηση που έχουν στην κοινωνία, η ελεύθερη αγορά των ιδεών», επέμενε ο Κος Joseph. «Πως είναι δυνατόν να λειτουργήσει η «αξιολόγηση» σε ένα κλάδο όπου οι επιστήμονες είναι χωρισμένοι σε ομάδες χαρακτηριζόμενες από έντονες μεταξύ τους διαφωνίες; [7]  Και σε κλάδους όπου οι ειδικοί είναι τρεις-τέσσερις, ποιος θα αξιολογήσει ποιον;» «Δεν είναι δικό μου ζήτημα», ξέφευγε ο ιδεολογικός guru της Κας Thatcher. «Και εάν η «αξιολόγηση» ενός Τμήματος φιλοσοφίας του δώσει χαμηλό βαθμό, θα το κλείσετε Κε Υπουργέ; Είναι ποτέ δυνατόν πανεπιστήμιο που σέβεται τον εαυτό του να μην έχει τμήμα φιλοσοφίας;», ρώταγε τον υπουργό γνωστός κοινωνιολόγος του Cambridge. Στην τελευταία ρητορική ερώτηση, ο Keith Joseph έδωσε μια αριστουργηματική απάντηση: «Ε, εάν δεν νοείται πανεπιστήμιο δίχως Τμήμα φιλοσοφίας, ας το ονομάσετε κάτι άλλο!» Το Πανεπιστήμιο, εννοείται.

Μάταιες οι προσπάθειές τους. Η χαλύβδινη θέληση του υπουργού Keith Joseph ενισχύθηκε σημαντικά από το γεγονός ότι η κοινή γνώμη κατέγραψε τις ενστάσεις των πανεπιστημιακών ως μια κακοφωνία, ως μια αγωνιώδη αντίδραση των καθηγητών που ξάφνου βρέθηκαν να απειλούνται με ένα σύστημα επίβλεψης της δουλειάς τους το οποίο θα τους «ξεβόλευε» και θα τους εξανάγκαζε να δουλέψουν περισσότερο. Μέσα σε δύο χρόνια από την εκλογική νίκη των συντηρητικών, ο Keith Joseph είχε βάλει τις βάσεις για (α) τη δημιουργία μιας ημι-αγοράς, όπου το 50% των κονδυλίων θα καθοριζόταν από τη φοιτητική ζήτηση για τα πτυχία των Τμημάτων, και (β) την «αξιολόγηση» του ερευνητικού έργου των Βρετανικών πανεπιστημίων, η οποία και θα καθόριζε το υπόλοιπο 50% του προϋπολογισμού ενός Τμήματος. Όσον αφορά το (β) σκέλος, επρόκειτο για ένα μεγαλεπήβολο στόχο μέτρησης του ερευνητικού έργου κάθε Τμήματος με στόχο την διανομή περισσότερων πόρων στα παραγωγικότερα τμήματα και, ταυτόχρονα, την μείωση των πόρων στο σύνολό τους.

Πολύ γρήγορα, η «αξιολόγηση» του Keith Joseph θεωρήθηκε δεδομένη και επεκτάθηκε με ζήλο από τους διαδόχους του στο Υπουργείο Παιδείας, τόσο τους συντηρητικούς όσο και τον σημερινό υπουργό των Εργατικών, τον David Blunkett. Απόδειξη ότι το αγγλοσαξωνικό υπόδειγμα «αξιολόγησης» δεν είναι κύημα των συντηρητικών και μόνο είναι η περίπτωση της Αυστραλίας όπου το 1989 εισήχθη ένα αντίστοιχο σύστημα «αξιολόγησης» από τον John Dawkins, υπουργό Παιδείας των Εργατικών. Η περίπτωση της Αυστραλίας αξίζει να μελετηθεί σήμερα στην Ελλάδα γιατί το σύστημα «αξιολόγησης» εφαρμόστηκε εκεί στο πλαίσιο πανεπιστημιοποίησης των Colleges of Advanced Education, δηλαδή των Αυστραλιανών Τ.Ε.Ι. Χρησιμοποιώντας το πρόσχημα ότι η ανωτατοποίηση των εν λόγω τεχνολογικών ιδρυμάτων καθιστούσε την «αξιολόγηση» αναγκαία, εισήχθη, με την ανοχή των πανεπιστημιακών, μια εκδοχή του Βρετανικού συστήματος. Σήμερα, δώδεκα χρόνια αργότερα, τα πανεπιστήμια της Αυστραλίας είναι αγνώριστα λόγω ακριβώς εκείνης της «αθώας» κίνησης του Κου Dawkins. Μπορεί στην Ελλάδα η «αξιολόγηση» να συζητείται για εντελώς διαφορετικούς λόγους[8] από εκείνους που απασχόλησαν τους Βρετανούς την εποχή που η «αξιολόγηση» εισαγόταν για πρώτη φορά στα δικά τους πανεπιστήμια. Στην Αυστραλία όμως οι συνθήκες έμοιαζαν ιδιαίτερα με την σημερινή ελληνική συγκυρία. Θα ήταν ανόητο να μην ωφεληθούμε τουλάχιστον από το μάθημα που δίδαξε η ιστορία τους Αυστραλούς συναδέλφους μας[9].

Παραπομπές

[1] Π.χ. Σε όσους πιστεύουν ότι η ανταλλακτική αξία των ιδεών μόνο από ατύχημα συμβαδίζει με την γνωσιολογική της αξία και, συνεπώς, ότι η εμπορευματοποίηση της πανεπιστημιακής διαδικασίας οδηγεί στην υποχώρηση των ιδεών οι οποίες, ανεξάρτητα της σημασίας τους για τους ανθρώπους, δεν είναι εξαργυρώσιμες σε κάποια αγορά.

[2] Αναφέρομαι εδώ στην κατηγορία που εκτοξεύεται εναντίον του Υπουργείου ότι το πρώτο πτυχίο υποβαθμίζεται με στόχο την παραγωγή δεύτερης ποιότητας, φτηνών στελεχών επιχειρήσεων – πιθανώς με την συγχρηματοδότηση τέτοιων πτυχίων από το κράτος και τις επιχειρήσεις. Οι συναντήσεις των Υπουργών Παιδείας της Ε.Ε. στην Γένοβα και την Πράγα θεωρούνται, από πολλούς, ως σημαντικές στιγμές στην διάπλαση αυτής της πολιτικής σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.

[3] Το απλό σκεπτικό είναι: Ανωτατοποίηση ναι, αλλά μόνο αφού η αξιολόγηση δείξει ότι το εν λόγω Τ.Ε.Ι. την αξίζει. Όχι απλή, φτηνή και ανούσια αλλαγή των ταμπελών των ιδρυμάτων τεχνολογικής εκπαίδευσης.

[4] Ο λόγος που η Βρετανο-αυστραλιανή περίπτωση ενδείκνυται ως σημαντική για την συγκομιδή εμπειριών (σε αντίθεση με την Βορειο-αμερικανική η οποία δεν θα συζητηθεί εδώ) είναι ότι και εκεί (όπως και εδώ) η «αξιολόγηση» αφορούσε αμιγώς δημόσια ιδρύματα. Σημ. Όλα τα Βρετανικά πανεπιστήμια (εκτός του Buckingham) και όλα τα Αυστραλιανά (εκτός του Bond) είναι δημόσια.

[5] Ίσως η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο που η πανεπιστημιακή κοινότητα ασκεί κριτική στο υπουργείο για την καθυστέρηση ενός συστήματος που θα επιτρέπει στο κράτος να την επιβλέπει και, ανάλογα με τα κριτήρια που εκείνο αποφασίζει, να της επιβάλλει προτεραιότητες!

[6] Ο οποίος, σημειωτέων, αν και ίσως ο σημαντικότερος φιλόσοφος του 20ου αιώνα, είχε ελάχιστους φίλους μεταξύ των συναδέλφων του και δημοσίευσε μόλις δύο ισχνά, σε όγκο, βιβλία.

[7] Π.χ. σε έναν νεο-αναπτυσσόμενο κλάδο των θετικών επιστημών ή σε μια κοινωνική επιστήμη όπως η οικονομική όπου συνάδελφοι από διαφορετικές σχολές σκέψης διαφωνούν ακόμα και για το ποια ερωτήματα καλείται να απαντήσει η επιστήμη τους.

[8] Δηλαδή αναφορικά με την αναγνώριση κάποιων Τ.Ε.Ι. ως αντάξια της πανεπιστημιακής ταμπέλας.

[9] Για τους ανυπόμονους αναγνώστες, το μέγα μάθημα που πήραν οι συνάδελφοι στην Αυστραλία ήταν το εξής: Ανεξάρτητα από τους λόγους για τους οποίους εισάγεται αρχικά η «αξιολόγηση», ένα τέτοιο σύστημα προσφέρει στον εκάστοτε υπουργό την ευχέρεια να κάνει ότι ακριβώς ποθούσε ο Κος Joseph εν έτει 1980, δηλαδή να χρηματοδοτεί τα πανεπιστήμια (Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι.) ανάλογα με την «παραγωγικότητά» τους όπως αυτή καταγράφεται από μια διαδικασία αυτοματοποιημένης «αξιολόγησης». Περαιτέρω, να εισαχθεί ένα σύστημα αποτίμησης της γνώσης το οποίο την αξιολογεί με κριτήρια που προσομοιώνουν αυτά της αγοράς.

 

ΠΗΓΗ: 23-8-2011, http://www.alfavita.gr/artro.php?id=42910

 

Συνέχεια από το Μέρος ΙΙ

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.