ΨΗΦΙΔΩΤΟ ΠΟΛΕΜΙΚΩΝ ΣΥΡΡΑΞΕΩΝ:
… η αδυναμία των κυβερνήσεων να χρηματοδοτήσουν τις βασικές ανάγκες των πληθυσμών τους – Μέρος ΙΙ
Του Βασίλη Βιλιάρδου*
Συνέχεια από το Μέρος Ι ΟΙ Η.Π.Α.
Το έλλειμμα του ετήσιου προϋπολογισμού των Η.Π.Α. ανήλθε στα 134,2 δις $ τον Αύγουστο του 2011 – αυξημένο κατά 48% σε σχέση με τον ίδιο μήνα του προηγουμένου έτους (2010). Το δημόσιο χρέος της υπερδύναμης ξεπέρασε το 92% του ΑΕΠ της το 2010. Εάν προσθέσει κανείς τα χρέη των επί μέρους Πολιτειών, θα φτάσει ίσως στο 120% του ΑΕΠ – με συνεχώς αυξητική πορεία ενώ, όταν σε μία χώρα το δημόσιο χρέος ξεπερνάει το 80% του ΑΕΠ της, οι κίνδυνοι ύφεσης πολλαπλασιάζονται.
Περίπου 43,8 εκατομμύρια Αμερικανοί πολίτες ζουν ήδη κάτω από το όριο της φτώχειας – «μόλις» 39,8 εκ. το 2010 και 34,2 εκ. το 2009, γεγονός που σημαίνει ότι, ο απόλυτος αριθμός τους αυξάνεται ραγδαία. Όσο για τα υπόλοιπα προβλήματα της χώρας, καθώς επίσης για τους κινδύνους που εμπερικλείουν, έχουμε αναφερθεί αναλυτικά στο άρθρο μας «Η μητέρα των κρίσεων». Το σημαντικότερο ίσως όλων είναι το ότι, ακόμη και όταν αναπτύσσεται η οικονομία της, η ανεργία δεν υποχωρεί (ανάπτυξη εντάσεως ανεργίας). Ο Πίνακας ΙΙ που ακολουθεί είναι αρκετά αποκαλυπτικός:
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Εξέλιξη δημοσίου χρέους σε τρις $, Δημόσιο χρέος σε ποσοστά του ΑΕΠ, έλλειμμα (πλεόνασμα) σε τρις $
Έτος |
Δημόσιο Χρέος |
Δημόσιο Χρέος/ΑΕΠ |
Έλλειμμα |
|
|
|
|
1981 |
1,0 |
32,5% |
-0,08 |
1985 |
1,8 |
43,8% |
-0,21 |
1990 |
3,2 |
55,9% |
-0,22 |
1995 |
4,9 |
67,0% |
-0,16 |
2000 |
5,6 |
57,3% |
+0,24 |
2005 |
7,9 |
63,5% |
-0,32 |
2009 |
11,9 |
83,4% |
-1,41 |
2010* |
13,8 |
94,0% |
-1,42 |
2011* |
15,1 |
100,0% |
-1,27 |
* Πρόβλεψη της αμερικανικής κυβέρνησης. Πηγή: Spiegel. Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Σημείωση: Το χρέος των νοικοκυριών στη χώρα πλησιάζει τα 14 τρις $ (100% του ΑΕΠ), ενώ έχει 20πλασιασθεί, σε σχέση με τη δεκαετία του ’70.
Από τον Πίνακα ΙΙ τεκμηριώνονται, μεταξύ άλλων, τα καταστροφικά αποτελέσματα της εφαρμογής του νεοφιλελευθερισμού, του κυρίαρχου δόγματος καλύτερα του μονοπωλιακού καπιταλισμού, στις Η.Π.Α. – από τον τότε πρόεδρο Ronald Reagan, για τον οποίο το κράτος δεν αποτελούσε τη λύση για τα προβλήματα, αλλά ήταν το ίδιο πρόβλημα (ως γνωστόν, «απελευθέρωσε» τις αγορές, άνοιξε τα κλειστά επαγγέλματα, αποκρατικοποίησε ακόμη και τις κοινωφελείς επιχειρήσεις, ενίσχυσε τα μέγιστα το Κεφάλαιο, το οποίο σήμερα προσπαθεί να διαφύγει στην Ασία από την «έξοδο κινδύνου», μείωσε τους ανώτατους φορολογικούς συντελεστές από το 70% στο 28% κλπ.). Στην εποχή του δόθηκε τεράστια σημασία στον τραπεζικό κλάδο, ο οποίος διπλασίασε έκτοτε την κερδοφορία του – ενώ πριν τη χρηματοπιστωτική κρίση, το 40% των κερδών όλων των αμερικανικών επιχειρήσεων προερχόταν από τον τραπεζικό τομέα.
Η ΚΙΝΑ
Από την άλλη πλευρά, η Κίνα έχει ξεκινήσει έναν συναλλαγματικό πόλεμο σε δύο μέτωπα, εναντίον του αμερικανικού δολαρίου (ήδη το γουάν αποκαλείται Redback, σε αντιπαράθεση με το δολάριο, το οποίο ονομάζεται από πολλούς Greenback): Στο πρώτο μέτωπο, η Κίνα επιταχύνει την ανατίμηση του δικού της νομίσματος (γουάν), ενώ στο δεύτερο τη διεθνοποίηση του. Ο ρυθμός δε με τον οποίο οι Κινέζοι προωθούν το νόμισμα τους σαν εναλλακτική λύση για τις παγκόσμιες συναλλαγές, λόγω των προβλημάτων των δύο βασικών ανταγωνιστών τους (ευρώ και δολάριο), είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακός – ενώ πρόσφατα συμφώνησε με τη Μ. Βρετανία να χρησιμοποιήσει το Λονδίνο σαν «offshore» κέντρο για την διεύρυνση των συναλλαγών με το γουάν. Περαιτέρω, οι κεντρικές τράπεζες της Ταϊλάνδης και των Φιλιππίνων αναφέρουν ήδη αγορές ομολόγων, τα οποία εκδίδονται στο Χονγκ Κονγκ σε γουάν – ενώ οι Κινέζοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι, η αγορά ομολόγων είναι απαραίτητη για τη διεθνοποίηση ενός νομίσματος (η αύξηση των γουάν-ομολόγων το 2011 είναι της τάξης του 200%). Από την πλευρά της ανατίμησης του γουάν (7% εντός ενός έτους, σε σχέση με το δολάριο), η Κίνα δεν φαίνεται να φοβάται ότι η υψηλότερη ισοτιμία του θα μειώσει τις εξαγωγές της – αφού, παρά την αδύναμη οικονομική ανάπτυξη παγκοσμίως, οι εξαγωγές της αυξήθηκαν κατά 24,5% τον Αύγουστο, δηλαδή κατά 4% περισσότερο σε σχέση με τον Ιούλιο.
Παράλληλα δε με την ανατίμηση του γουάν εντείνεται και η χρησιμοποίηση του για τις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές. Στο πρώτο τετράμηνο του 2007 το 7% των παγκοσμίων συναλλαγών της Κίνας (24 δις $), διαπεραιώθηκαν σε γουάν – από 0% το τετράμηνο του προηγουμένου έτους. Χωρίς να επεκταθούμε λοιπόν σε περισσότερες λεπτομέρειες, η Κίνα σχεδιάζει την ανάδειξη του νομίσματος της σε παγκόσμιο αποθεματικό, για τις επενδύσεις και το εμπόριο – σε μία εποχή κατά την οποία οι επενδυτές αναζητούν εναγωνίως εναλλακτικές λύσεις για το δολάριο. Η ανατίμηση δε του γουάν έχει τεράστια πλεονεκτήματα για την οικονομία της, αφού περιορίζει τις πληθωριστικές πιέσεις – επειδή οι εισαγωγές καυσίμων και πρώτων υλών γίνονται συνεχώς φθηνότερες. Ταυτόχρονα αυξάνεται η αγοραστική δύναμη των πολιτών της, οι οποίοι καταναλώνουν περισσότερο, με αποτέλεσμα να μην επηρεάζεται η χώρα από τη χαμηλή, παγκόσμια ανάπτυξη. Περαιτέρω, η Κίνα έχει τοποθετήσει το 60% των συναλλαγματικών αποθεμάτων της (συνολικά 3.300 δις $) σε δολάρια των Η.Π.Α. – με αποτέλεσμα, κάθε υποτίμηση του δολαρίου κατά 1%, η οποία προκαλείται από την «αύξηση της ρευστότητας» εκ μέρους της Fed (τύπωμα χρημάτων), να κοστίζει στην Κίνα ζημίες ύψους 20 δις $. Επομένως, όσο πιο γρήγορα η Κίνα μειώσει τις τοποθετήσεις σε δολάρια, τόσο λιγότερο θα ζημιωθεί – αφού δεν φαίνεται να αλλάζει πολιτική η Fed για τα επόμενα έτη, ενώ η πρώτη εκτύπωση χρημάτων, μετά την κρίση του 2008, είχε δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στην ανερχόμενη υπερδύναμη (άρθρο μας).
Κλείνοντας, το πόσο σύντομα θα μπορούσε το γουάν να αντικαταστήσει το δολάριο, με τρομακτικές συνέπειες για την Αμερικανική οικονομία (αύξηση των επιτοκίων δανεισμού της κλπ.), είναι κάτι που δύσκολα μπορεί να απαντηθεί. Εάν όμως κρίνει κανείς με βάση την ιστορία, το δολάριο αντικατέστησε τη βρετανική στερλίνα, δέκα χρόνια μετά την ανάκτηση της οικονομικής «πρωτοκαθεδρίας» εκ μέρους των Η.Π.Α. (από τη Μ. Βρετανία τότε). Εν τούτοις, επειδή η σημερινή εποχή χαρακτηρίζεται από υψηλότερους ρυθμούς, θα μπορούσε να συμβεί σε λιγότερο από πέντε χρόνια – αν και πολύ δύσκολα, αφού το δολάριο αποτελεί το 85% των νομισματικών συναλλαγών παγκοσμίως, το ευρώ το 40% και το γουάν μόλις το 1% (οι συναλλαγές αυτές υπολογίζονται στο 200%, επειδή μετρούν και οι δύο θέσεις – αγορές 100% και πωλήσεις 100%, σύνολο 200%). Σε κάθε περίπτωση, όποτε και εάν τελικά συμβεί, μάλλον δεν πρόκειται να το επιτρέψει η υπερδύναμη, χωρίς να αντισταθεί – οπότε η πολεμική (στρατιωτική) αντιπαράθεση μεταξύ Κίνας και Η.Π.Α. δεν θα μπορούσε να αποκλεισθεί, ενδεχομένως πριν καν απειληθεί σοβαρά το δολάριο, καθώς επίσης πριν προλάβει η Κίνα να εξοπλισθεί στρατιωτικά.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΚΑΡΤΕΛ
Πρόκειται για ένα ακόμη μέτωπο του πολέμου, αν και από εντελώς διαφορετική οπτική γωνία. Χωρίς όμως καμία αμφιβολία, η κρίση χρέους της Ευρωζώνης έχει τεκμηριώσει το γεγονός ότι, η Πολιτική έχει ηττηθεί κατά κράτος από τις αγορές – έχει κατά κάποιον τρόπο αποκρατικοποιηθεί, αφού υποτάσσεται σχεδόν ολοκληρωτικά στις απαιτήσεις του «χρηματοπιστωτικού καρτέλ». Είναι άλλωστε εμφανές πως, όταν το συγκεκριμένο «καρτέλ» απαιτεί έκτακτα δάνεια, διασώσεις κρατών ή αγορές επικίνδυνων ομολόγων από τις κεντρικές τράπεζες ή από τις διάφορες χώρες, με τη βοήθεια των φορολογουμένων πολιτών τους, κανένας δεν φέρνει αντίρρηση – ενώ τα όποια μέτρα ανακοινώνονται από την Κομισιόν, λειτουργούν αυξητικά στην κερδοφορία των επενδυτικών κεφαλαίων (επομένως ανάλογα αυξητικά στη φορολόγηση των πολιτών), τα οποία χρεώνουν όλο και υψηλότερα επιτόκια (πρόσφατα, 5,6% στην Ιταλία). Ο πόλεμος αυτός λοιπόν, στον οποίο εμπλέκεται η Πολιτική από τη μία πλευρά και το «χρηματοπιστωτικό καρτέλ» από την άλλη, φαίνεται να έχει ήδη τελειώσει εις βάρος την πολιτικής – παρά το ότι κάποιοι πολιτικοί ηγέτες έχουν προσπαθήσει να ελέγξουν το τέρας, το οποίο οι ίδιοι εξέθρεψαν. Ειδικότερα, ο κανόνας που δυστυχώς επικράτησε μετά το 1980, όταν τα παιδιά του Σικάγου ανέλαβαν την εξουσία, ήταν η πλήρης απελευθέρωση των αγορών, καθώς επίσης η ιδιωτικοποίηση των πάντων. Στα πλαίσια αυτά, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ υπέγραψε το 1994 έναν νόμο, ο οποίος επέτρεπε στα χρηματοπιστωτικά ινστιτούτα να δραστηριοποιούνται σε ολόκληρη τη χώρα του. Ο ίδιος (B.Clinton), το 1999, κατάργησε την υφιστάμενη από εξήντα χρόνια πριν νομοθεσία, η οποία απαγόρευε την ένωση των επενδυτικών με τις εμπορικές τράπεζες (Glass–Steagall Act). Παράλληλα, από την αρχή της δεκαετίας του 1990 η κεντρική τράπεζα της χώρας (Fed) καθιέρωσε μία νομισματική πολιτική, η οποία πλημμύρισε τις «αγορές» με φθηνό χρήμα. Το ίδιο συνέβη και στη Γερμανία, καθώς επίσης σε πολλές άλλες χώρες της Δύσης, με αποτέλεσμα να γίνει τόσο μεγάλο το τέρας, ώστε να ελέγχει πλέον αυτό την πολιτική – ζητώντας στη συνέχεια, μετά την χρεοκοπία της Lehman Brothers, να τρέφεται από τις σάρκες των φορολογουμένων πολιτών.
Περαιτέρω, γνωρίζοντας ότι οι αγορές δεν έχουν καμία απολύτως ηθική (πως θα μπορούσαν άλλωστε, αφού αποτελούνται από ένα σύνολο ατόμων, τα οποία έχουν σαν αποκλειστικό στόχο το κέρδος;), δεν μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα συμπεριφερθούν με καλοσύνη στα όποια θύματα τους – σε υπερχρεωμένες χώρες, σε ανήμπορους οφειλέτες ή όπου αλλού. Είναι λοιπόν ανόητο να τις κατηγορεί κανείς, αντί να απαιτεί από την πολιτική να τις ελέγξει – με τη βοήθεια του κατάλληλου νομοθετικού πλαισίου. Για να το επιτύχει όμως η πολιτική, θα έπρεπε να κερδίσει πίσω την εξουσία που παρέδωσε η ίδια στο «νεοφιλελεύθερο κτήνος» – κάτι που μάλλον δεν πρόκειται να συμβεί, κρίνοντας από το ότι, ακόμη και η αποφασισμένη, ελάχιστη συμμετοχή των αγορών στη διαγραφή μέρους των χρεών της Ελλάδας, περιορίσθηκε ήδη στο 8,3% (από 21%). Η αιτία είναι ότι οι τιμές των εγγυημένων από την Ευρώπη ομολόγων, τα οποία εκδίδονται από το μηχανισμό σταθερότητας EFSF, με σκοπό τη χρηματοδότηση των υπερχρεωμένων κρατών (θα δίνονται σε αντάλλαγμα για τα παλαιά ομόλογα της κάθε χώρας), έχουν ήδη εμφανίσει άνοδο της τιμής τους! Παράλληλα, η χρηματοδότηση άλλων κρατών, όπως της Ιταλίας, της Ισπανίας κλπ., τα οποία δεν έχουν υπαχθεί ακόμη στο μηχανισμό στήριξης, έχει αυξηθεί σε βαθμό που όχι μόνο υπερκαλύπτει το 8,3% που θα κοστίσει η Ελλάδα αλλά, επί πλέον, αποδίδει τεράστια κέρδη. Επομένως, ο αγώνας είναι ήδη τελειωμένος, ενώ η σημερινή τουλάχιστον πολιτική έχει ηττηθεί κατά κράτος – παρά τα μεγάλα λόγια περί απαγόρευσης των ανοιχτών πωλήσεων, περιορισμού της μόχλευσης (leverage), «τεμαχισμού» των υπερβολικά μεγάλων τραπεζών (too big to fail), φορολόγησης των συναλλαγών κλπ.
Ακόμη περισσότερο, τα όπλα μαζικής καταστροφής του χρηματοπιστωτικού κτήνους γίνονται όλο και ισχυρότερα – όπως το «Delta One», με τη «βοήθεια» του οποίου ζημίωσε ένας τριαντάχρονος, μαύρος χρηματιστής από την Γκάνα την UBS, ένα από τα δύο μεγαλύτερα «αεροπλανοφόρα» της Ελβετίας, με περίπου 2 δις φράγκα (ενδεχομένως το πρώτο «χτύπημα» των Hedge funds, μετά την δέσμευση του φράγκου στο ευρώ – μία αναγκαστική ενέργεια της κεντρικής τράπεζας της χώρας για να μην καταστραφεί η πραγματική οικονομία της, η οποία όμως θα κοστίσει τεράστια ποσά, με πολύ αμφίβολα αποτελέσματα). Το «αστείο» σε όλη την υπόθεση, εάν μπορεί να πει κανείς κάτι τέτοιο, είναι ότι η ζημία προκλήθηκε (εάν ισχύουν οι πληροφορίες των ΜΜΕ), από κερδοσκοπική τοποθέτηση, χωρίς ασφάλεια (hedging) στο ελβετικό φράγκο – πριν ανατιμηθεί ξαφνικά κατά 10%. Πρόκειται λοιπόν για μία ακόμη απόδειξη της διαπίστωσης ότι, τα κερδοσκοπικά κεφάλαια δεν έχουν ούτε πατρίδα, ούτε ηθικούς ενδοιασμούς – γεγονός που τα καθιστά πολύ πιο επικίνδυνα, από όσο όλοι εμείς πιστεύουμε. Οι αποφάσεις λοιπόν των (σκιωδών) κυβερνήσεων, με βάση τις οποίες οι πολίτες τους οφείλουν να φορολογούνται περισσότερα για να εξοφλείται το «κτήνος», όσο έντιμες και αν ακούγονται, είναι μάλλον «παραπλανητικές» – αφού έτσι δεν τιμολογείται το ρίσκο, ενώ εκτρέφεται το χρηματοπιστωτικό θηρίο με τις σάρκες των θυμάτων του.
ΠΛΟΥΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ
Όπως φαίνεται, οι πλούσιοι στον πλανήτη γίνονται αφενός μεν πλουσιότεροι και ισχυρότεροι, αφετέρου πολύ λιγότεροι. Ταυτόχρονα, οι φτωχοί περισσεύουν, μεταξύ άλλων λόγω της καταστροφής της μεσαίας τάξης στις χώρες που δραστηριοποιούνται οι σύνδικοι του διαβόλου – ενώ γίνονται ακόμη φτωχότεροι. Αργά ή γρήγορα λοιπόν έχουμε την άποψη ότι θα ξεσπάσει η μάχη των μαχών – αφού προηγηθούν όλες όσες έχουμε ήδη αναφέρει, ή κάποιες από αυτές. Εάν μέχρι τότε η παγκόσμια ελίτ (το Καρτέλ δηλαδή, καθώς επίσης το χρηματοπιστωτικό κτήνος) έχει καταφέρει να κατασκευάσει όπλα, ικανά να αποτρέψουν την εξέγερση των πεινασμένων, χωρίς να αυτοκαταστραφεί η ίδια ή/και να οχυρώσει τις περιοχές διαμονής της με τρόπο που να εξασφαλίζει την επιβίωση της, σε συνδυασμό με την υποταγή των υπηκόων της, είναι κάτι που πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να το προβλέψει. Η πιθανότητα να προηγηθεί η Ελλάδα και σε αυτήν τη μάχη, πριν ακόμη συμβούν όλες όσες αναφέραμε στο κείμενο μας, δεν είναι εντελώς αμελητέα – αν και θα ήταν άδικο για τη χώρα μας, αφού οδηγείται χωρίς «αναπόφευκτη» αιτία στη χρεοκοπία, μέσα από απίστευτα λανθασμένες πολιτικές, καθώς επίσης από τον εχθρό της Ευρώπης (εάν όχι ολόκληρου του πλανήτη). «Οι Θεοί διψούν», όπως έγραψε ο Anatole France, υπενθυμίζοντας ότι η πλέον αιματηρή λαϊκή εξέγερση στη σύγχρονη Ιστορία, η Γαλλική Επανάσταση, ξεκίνησε ένα χρόνο μετά την επίσημη χρεοκοπία της χώρας – από τους Πολίτες της.
* Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 18. Σεπτεμβρίου 2011,viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Είναι σύμβουλος επιχειρήσεων, με πολλά συγγράμματα και μελέτες, ενώ έχει εκδώσει πρόσφατα το δεύτερο βιβλίο της σειράς «Η κρίση των κρίσεων» (διάθεση με παραγγελία στο kb@kbanalysis.com).