Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΧΡΕΟΥΣ
Η ΕΚΦΡΑΣΗ ΚΑΙ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Του Θέμη Δελβιζόπουλου*
Αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας, ο ελληνικός καπιταλισμός, πιεσμένος από τις νέες διεθνείς συνθήκες που παρουσιάστηκαν μετά την κρίση του 73, και αδυνατώντας να εξυπηρετήσει ένα δυνατό διεκδικητικό κίνημα που γεννήθηκε με την πτώση της δικτατορίας, περνάει σε μια καινούρια περίοδο. Αδυνατώντας να αντέξει στον νέο διεθνή ανταγωνισμό παραδίνει τα όπλα. Συνθήκες που μέχρι τότε τον στήριζαν, όπως κρατικές επιδοτήσεις, φοροαπαλλαγές, δανειακές διευκολύνσεις μέσω των κρατικών τραπεζών, δεν είναι ικανές να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα του.
Σ’ αυτή τη φάση το καπιταλιστικό κράτος έρχεται για άλλη μια φορά αρωγός στην ενίσχυση της κερδοφορίας του κεφαλαίου και την ενίσχυση της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους. Αναλαμβάνει το οικονομικό βάρος όλων εκείνων των τομέων του κεφαλαίου που απαξιώνονται λόγω ραγδαίων τεχνολογικών αλλαγών στην παραγωγή και της έντασης του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού. Ένα ισχυρό πρόγραμμα κρατικής παρέμβασης μπαίνει σε ισχύ. Μια σειρά τράπεζες, βιομηχανίες και υπηρεσίες, κρατικοποιούνται. Το συγκρότημα Ανδρεάδη, το συγκρότημα Μποδοσάκη, τα διυλιστήρια και τα πετρέλαια Νιάρχου, τα ναυπηγεία, τα τσιμέντα, ένα μεγάλο τμήμα συγκοινωνιών, ορυχεία, έρχονται να προστεθούν στον ήδη μονοπωλιακό έλεγχο της ενέργειας μέσω της ΔΕΗ και των επικοινωνιών μέσω του ΟΤΕ. Μέσω του ελέγχου της Αγροτικής τράπεζας, κατευθύνει, προγραμματίζει και ελέγχει εμμέσως ένα μεγάλο τμήμα της αγροτικής παραγωγής. Έτσι το Ελληνικό κράτος γίνεται ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης και διαχειριστής, παραγωγικών δυνάμεων, πίστης και υπηρεσιών μεταπολεμικά. Το 95% των τραπεζών, πάνω από το 65% της βιομηχανικής παραγωγής και το ίδιο περίπου των υπηρεσιών, το 95% της υγείας και των ασφαλίσεων περνάει στα χέρια του κράτους. Ο κρατικός καπιταλισμός παίρνει στην Ελλάδα την πιο καθαρή του μορφή.
Όλα αυτά βέβαια δεν έγιναν με το αζημίωτο. Τα πάντα εκτιμήθηκαν κοστολογήθηκαν και πληρώθηκαν με το παραπάνω στους πρώην ιδιοκτήτες τους. Το κράτος μέσω των κρατικών προϋπολογισμών καλέστηκε να στηρίξει για ακόμα μια φορά το παραπαίον σύστημα στις νέες συνθήκες.
Η αλλαγή των ιδιοκτησιακών σχέσεων στην Ελλάδα, όπως ήταν επόμενο επιδείνωσε ακόμα περισσότερο τις ήδη κακές συνθήκες της οικονομίας με πολλούς τρόπους. Αναγκασμένο το κράτος να στηρίζει, αλλά να είναι και η ατμομηχανή της παραγωγής, γίνεται ιμάντας μεταβίβασης υπεραξίας από το σύνολο της κοινωνίας προς τους καπιταλιστές. Μέσω προμηθειών των δημοσίων επιχειρήσεων, μέσω ενός εκτεταμένου προγράμματος δημοσίων επενδύσεων με απ’ ευθείας ανάθεση έργων μελετών και κατασκευών, και ενισχύοντας τους με δάνεια από τις κρατικές τράπεζες με τη μορφή εγγυήσεων, οδηγείται από τότε σ’ ένα συνεχή δανεισμό χωρίς πιθανότητα αποπληρωμής. Από την δεκαετία του 80 οι ελλειμματικοί προϋπολογισμοί άρχισαν να παρουσιάζουν ήδη αδυναμία εξυπηρέτησης πληρωμών και κατά συνέπεια αύξηση των δανειακών αναγκών. Ταυτόχρονα χωρίς πρόγραμμα επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες και στηριγμένο μόνο στα χαμηλά μεροκάματα και στην εντατικοποίηση της εργασίας είναι αδύνατον να μεταβάλλει τον εις βάρος του διεθνή ανταγωνισμό. Έτσι διεύρυνε ακόμα περισσότερο το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο διευρύνοντας ακόμα περισσότερο τις δανειακές ανάγκες της χώρας.
Το πιο σημαντικό όμως φαινόμενο που γέννησε αυτή η νέα περίοδος είναι ο νεποτισμός και η διαφθορά. Λέγεται ότι η εξουσία διαφθείρει και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα. Η εξουσία που συνοδεύεται όμως με μια τεράστια ιδιοκτησία διαφθείρει απόλυτα στο τετράγωνο. Τα τυχαία και τυχάρπαστα ηγετικά στελέχη των κομμάτων μετατράπηκαν σε ιδιοκτήτες του «καταστήματος Ελλάς». Διαγκωνιζόμενοι για την πρωτοκαθεδρία, μετέτρεψαν σ’ ένα άτυπο κληρονομικό δικαίωμα την αναρρίχηση τους στα βουλευτικά έδρανα, και κατ’ επέκταση στην ιδιοκτησία του κράτους. Συνταγματικοί νόμοι ψηφίστηκαν για να κατοχυρώσουν αυτόν τον τρόπο «ιδιοκτησιακής» διαχείρισης και ταυτόχρονα την ασυλία στη διαφθορά τους. Τα μεσαία στελέχη, αυτά που ανέλαβαν να επανδρώσουν την διαχείριση όλης αυτής της περιουσίας (διευθυντές γενικοί γραμματείς κλπ) μετατράπηκαν σε απόλυτους κυρίαρχους και δυνάστες της παραγωγής. Το γεγονός και μόνο ότι ήσουν μη εκλεγμένος πολιτευτής, σου έδινε το εισιτήριο της ικανότητας να διοικήσεις οποιονδήποτε οργανισμό, δεσμεύοντας με την υπογραφή σου τις τύχες χιλιάδων εργαζομένων και τεράστιων ποσών κεφαλαίου της κρατικής εταιρίας που διοικούσες.
Σαν συνέπεια και αποτέλεσμα αυτής της «ιδιοκτησιακής» σχέσης ο κομματικός συνδικαλισμός μετατράπηκε σε υπηρέτη και αρωγό όλου αυτού του νεποτισμού, πετώντας στα σκουπίδια τις εργατικές διεκδικήσεις. Η συναλλαγή και οι συμφωνίες με την εξουσία έγιναν ο κανόνας. Υψηλόβαθμα συνδικαλιστικά στελέχη έδιναν εξετάσεις περιμένοντας να μπουν στις λίστες των βουλευτικών και υπουργικών θώκων. Όλοι αυτοί και οι μεν και οι δε, ήξεραν το απλό. Η υπογραφή τους είχε το βάρος μερικών εκατομμυρίων μίζας. Μια τεράστια μηχανή διαπλοκής στήθηκε μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας για να δίνει νομιμοφάνεια στις ρεμούλες. Η διαφθορά στο απόγειο της. Ο δικομματισμός στο φόρτε του. Όλες οι εκλογές που έγιναν από το 80 και μετά, έγιναν όλες με μια οσμή σκανδάλου. Παρ’ όλα αυτά η ομερτά ήταν η κυρίαρχη πολιτική. Η μια κυβέρνηση διαδεχόταν την άλλη παραγράφοντας τα προηγούμενα σκάνδαλα. Στηριγμένη πάνω σ’ αυτή τη σαπίλα και τη διαφθορά, η πολιτική του οικονομικού εκτελεστή των διεθνών τοκογλύφων βρήκε πρόσφορο έδαφος να καλλιεργηθεί.
Στην Ελλάδα λειτουργούσε από παλιά η πολιτική του οικονομικού εκτελεστή. Καλλιεργώντας τον φόβο στην συνείδηση των μαζών με όλα τα μέσα για «τον εξ ανατολών κίνδυνο», έσπρωχνε την Ελλάδα στα νύχια των διεθνών τοκογλύφων σ’ ένα τρελό πανηγύρι αλόγιστων στρατιωτικών εξοπλισμών ανταγωνισμού με την Τουρκία. Η κατάσταση αυτή εντάθηκε ιδιαίτερα μετά την κατάργηση της Αμερικάνικης βοήθειας και της ισορροπίας του 50-50 που είχε καθιερωθεί στα πλαίσια του ΝΑΤΟ μετά τον πόλεμο. Ένα μεγάλο πάρτι μίζας και δόλιου υπερδανεισμού είχε ήδη στηθεί πάνω σ’ αυτό το σενάριο. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό. Μπαίνοντας στην δεκαετία του 90, δεκαετία που σηματοδοτεί το πέρασμα του καπιταλισμού στη νέα περίοδο που λανσάριζε χρόνια η σχολή του Σικάγου, (ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, υπερχρέωσης κρατών, ιδιωτών και εταιριών, τζογάροντας έτσι στην κερδοφορία πλασματικού κεφαλαίου) έπρεπε να βρεθεί μια καινούργια ανάγκη η οποία θα γεννούσε νέες δυνατότητες δανεισμού. Η ανάγκη αυτή πήρε σάρκα και οστά στην νέα «μεγάλη ιδέα του Έθνους». Οι ολυμπιακοί αγώνες και ο ολυμπισμός γεννήθηκαν.
Το κλείσιμο των συμφωνιών και οι υπογραφές κάτω απ’ το τραπέζι για την πραγμάτωση της μεγάλης ιδέας όμως, χρειαζόταν μια πειθήνια κυβέρνηση η οποία, όχι μόνο δεν θα είχε αντιρρήσεις, αλλά θα ήταν και πειθήνιο όργανο τους, με το αζημίωτο βέβαια. Και αυτή βρέθηκε στο πρόσωπο ενός ανεκδιήγητου ανθρωπάκου. Του Σημίτη και της κυβέρνησης του. Συνδύαζε με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Χρησιμοποιώντας μια «σοσιαλλίζουσα» προοδευτική φρασεολογία με μια άκρως νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική, μετατράπηκε στον κατάλληλο άνθρωπο την κατάλληλη στιγμή. Τα δειγματα διακυβέρνησης του φάνηκαν απ’ την αρχή, πραγματοποιώντας μια μεγάλη αναδιανομή του πλούτου υπέρ του κεφαλαίου, με ένα απίστευτο τζόγο στο χρηματιστήριο και την ίδρυση του μηχανισμού αποκρατικοποιήσεων των δημοσίων εταιριών μέσω τις εισόδου των στο χρηματιστήριο. Το μέλλον μας, είχε προδιαγραφεί με την άνοδο του Σημίτη στην εξουσία. Στρατιές διεθνών τζογαδόρων, τραπεζιτών, συμβούλων εταιριών και «προσωπικότητες» του τύπου του Σόρος και του Πόλσον άρχισαν να παρελάυνουν από την Ελλάδα και να γίνονται ομοτράπεζοι των μέχρι χθες πεινασμένων υπουργών και υπουργίσκων. Οι συμφωνίες, οι μπίζνες, τα δάνεια, άρχισαν να πέφτουν σα βροχή ακολουθούμενα από την απαραίτητη βροχή από μίζες. Κάθε υπογραφή ζύγιζε ανάλογα με την συμφωνία που είχε κλειστεί. Η διαχείριση της μπίζνας του χρέους βρήκε μια στρατιά προθύμων για να μπει μπροστά. Μια νέα διαπλοκή δημιουργείται μεταξύ κράτους και μέσων μαζικής ενημέρωσης, στην ανάγκη πειθαναγκασμού και παραπληροφόρησης της κοινωνίας. Μεγαλοεργολάβοι γίνονται ιδιοκτήτες εφημερίδων και καναλιών με κρατικά δάνεια. Μια σειρά δημοσιογράφοι εξαγοράζονται από τα μυστικά κονδύλια υπουργείων οδηγώντας το χορό της παραπληροφόρησης. Το σκηνικό για ένα άνευ προηγουμένου δόλιο υπέρδανεισμό έχει στηθεί.
Την ίδια περίοδο, όπου μαζί με την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, τον άκρατο δανεισμό κράτους εταιριών και ιδιωτών, (πιστεύοντας ότι έτσι θα ενισχύσει την παραγωγή), ο νεοφιλελευθερισμός επένδυε όλη αυτή τη στρατηγική με μια ολοκληρωτικά αντιδραστική θεωρία. Το κράτος σαν μοχλός στήριξης και ανάπτυξης της παραγωγής έπρεπε να καταργηθεί. Τα πάντα έπρεπε να ξεπουληθούν και η «ιδιωτική πρωτοβουλία» να αφεθεί να λειτουργήσει με τους νόμους του ανταγωνισμού και της προσφοράς και ζήτησης. Το κοινωνικό κράτος να σαρωθεί και οι κοινωνικές παροχές να εξαφανιστούν στο βωμό της κερδοφορίας του ιδιωτικού κεφαλαίου. Το Κενσνιανό κράτος της προηγούμενης περιόδου έφθασε στο τέλος του. Η περίοδος είχε αλλάξει και ο ρόλος του είχε τελειώσει. Ο μόνος ρόλος που του αναγνώριζαν πια ήταν να νομιμοποιεί το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και την κατάργηση του κοινωνικού κράτους. Έτσι για άλλη μια φορά το κράτος καλείται να συμβάλλει στην κερδοφορία του κεφαλαίου, παίζοντας τον ακριβώς αντίθετο ρόλο της προηγούμενης περιόδου. Από τις κρατικοποιήσεις στις αποκρατικοποιήσεις.
Το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας που είχε αποκτηθεί την προηγούμενη περίοδο είτε μέσω εξαγοράς από τον κρατικό προϋπολογισμό, είτε μέσω δανείων από κρατικές εγγυήσεις μπαίνουν στο στόχαστρο. Πάνω σ’ αυτό το νέο πλαίσιο, στήνεται ένα δεύτερο γαϊτανάκι ρεμούλας και μίζας. Η κάθε «αποκρατικιποίηση» ξεπουλιόταν τόσο φθηνότερα, όσο μεγαλύτερη ήταν η μίζα. Η μια κυβέρνηση διαγκωνίζεται την άλλη, κατηγορώντας την για σκάνδαλα, προσπαθώντας να αναρριχηθεί στην εξουσία για να διαχειριστεί αυτή καλύτερα τις μίζες. Ένα νέο σκηνικό διαπλοκής μεταξύ κράτους, οικονομικών παραγόντων, υμετέρων, φίλων και κουμπάρων αρχίζει να ξετυλίγεται παρασέρνοντας στο διάβα του το σύνολο της κρατικής γραφειοκρατίας.
Όλη αυτή η αλλαγή όπως είναι φανερό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ούτε εύκολα ούτε γρήγορα. Οι αντιστάσεις που δημιουργούνται στους κόλπους των εργαζομένων πρέπει να καμφθούν. Σε αυτόν τον ιερό αγώνα καλούνται να συμβάλλουν όλοι οι διαπλεκόμενοι. Κυβέρνηση, συνδικάτα, δικαστική εξουσία, ΜΜΕ, οικονομικοί παράγοντες και αστική τάξη εξαπολύουν μια λυσσώδη επίθεση διαβολής των αγώνων, παραπληροφόρησης και διάβρωσης της συνείδησης των εργαζομένων στην προσπάθεια τους να πείσουν την κοινωνία για την αναποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα. Κάθε συλλογικότητα κατασυκοφαντείται και η ατομικότητα και εσωστρέφεια εξιδανικεύεται. Οι νίκες που πετυχαίνουν οι κυβερνήσεις συνεπικουρούμενες από την συνδικαλιστική γραφειοκρατία, γεννάει ένα αίσθημα αλαζονείας και αποκοπής ακόμα περισσότερο από την κοινωνία. Πιστεύουν ότι μπορεί να πετύχει τα πάντα. Οι εργαζόμενοι οδηγούμενοι από τα κόμματα της αριστεράς σε αγώνες οπισθοφυλακής και περιθωριακών κλαδικών διεκδικήσεων και καταλήγοντας από την μια οπισθοχώρηση στην άλλη, από την μια απογοήτευση στην άλλη, εγκατέλειπαν απογοητευμένοι συνδικάτα και κόμματα. Η ατομικότητα, ο καταναλωτισμός και μαζί η αδιαφορία και η απογοήτευση, φωλιάζουν για τα καλά στη συνείδηση της εργατικής τάξης και της κοινωνίας γενικότερα.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 90 και μέχρι τη τέλεση των ολυμπιακών αγώνων, η ελληνική οικονομία φαίνεται να πετυχαίνει θαύματα. Σπρωγμένη από ένα ποταμό δανεικού χρήματος, δημόσιου και ιδιωτικού πετυχαίνει ρυθμούς ανάπτυξης της τάξεως του 4, 5 και 6 %. Η αστική τάξη, αλλά και το σύνολο σχεδόν τον μεσοστρωμμάτων βοηθούμενα από μια καταιγιστική προπαγάνδα ακόμα και από μια μεγάλη μερίδα ευρωλάγνων «αριστερών» διανοουμένων, άρχισαν να πιστεύουν ότι η Ελλάδα έχει μπει στο κλαμπ των ισχυρών οικονομικών δυνάμεων. Πάνω σε αυτό το πλαίσιο οικοδομείται στα μυαλά του συνόλου σχεδόν της αστικής τάξης η συνείδηση ότι η ένταξη μας στην ζώνη του ευρω θα μας κάνει ακόμα πιο ισχυρούς οικονομικά. Αυτό ήταν και το κύκνειο άσμα της ελληνικής οικονομίας. Μια οικονομία με ανύπαρκτη ανταγωνιστικότητα και ανεπαρκή παραγωγική βάση ήταν επόμενο έχοντας ενιαίο νόμισμα να στραφεί στις εισαγωγές αφήνοντας στην τύχη της την παραγωγή, η στην καλύτερη περίπτωση μεταφέροντας την στους γειτονικούς παραδείσους των χαμηλών ημερομισθίων. Αυτό το κεφάλαιο του ευρω έχει αναλυθεί αρκετά καλά από έλληνες και ξένους οικονομολόγους….
ΠΗΓΗ: Ημερομηνία καταχώρησης 16-04-2011, http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=9473