Τσιμπήματα
Του Δημήτρη Γ. Μαγριπλή*
«αν και όσο και να τσιμπιέται κανείς, δεν ξυπνά από τον εφιάλτη…»
– Πες μου είναι αλήθεια;, φώναξε η γυναίκα μου.
Τα έχασα. Την κοίταξα έκπληκτος και συνέχισα να πίνω καφέ. Πάνω που θα άναβα τσιγάρο το ερώτημα έγινε επανάληψη. Στον ίδιο τόνο. Κοίταξα γύρω μου. Κανείς. Σε μένα απευθυνόταν. Ανασκουμπώθηκα και άρχισα να κάνω αυτοκριτική του τελευταίου εικοσιτετραώρου. Τίποτα. Καθαρός και αγνός. Προς τι λοιπόν η ερώτηση; Έπρεπε μάλλον να απαντήσω.
– Μου δίνεις το τασάκι, είπα δειλά.
Με κοίταξε απαξιωτικά και επανέλαβε το ερώτημα. Απόρησα. Σηκώθηκα και έκοψα μια φέτα ψωμί την βούτηξα μέσα στον καφέ. Αφού μαύρισε την έβαλα με περίσκεψη στο στόμα μου. Πίκρα, πρέπει να βάζω και λίγη ζάχαρη. Επανέλαβα δις και κατόπιν με ελαφρύ βηχαλάκι καθάρισα τις φωνητικές μου χορδές.