ΚΟΡΟΝΑΪΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ (;) ΔΥΑΛΙΣΜΟΣ
Του Cyril Hovorun (Κυρίλλου Γοβορούν)* – Μετάφραση Καθηγητή Πέτρου Βασιλειάδη
Στην σύντομη αυτή παρέμβαση, θα προσπαθήσω να εξηγήσω τι υποκρύπτεται στην πολύ διαδεδομένη πεποίθηση, ότι ο κοροναϊός δεν μπορεί να μεταδίδεται με την κοινωνία των τιμίων δώρων.
Η πίστη αυτή βασίζεται στην υπόθεση ότι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού είναι το απόλυτα καλό, ενώ ο θανατηφόρος ιός το κακό. Το καλό, επομένως, δεν μπορεί να μεταδώσει το κακό.
Ωστόσο, ο ιός είναι θανατηφόρος μόνο για μας, και ακόμη όχι για όλους μας, επειδή οι περισσότεροι από μας μπορεί να τον μεταφέρουμε χωρίς να το ξέρουμε. Ο ιός, αυτός καθ’ αυτόν, όπως και ο κάθε μικρο- ή μακρο-οργανισμός, είναι μέρος της δημιουργίας του Θεού. Ως φυσική πραγματικότητα και μέρος του φυσικού κόσμου οντολογικά ο ιός είναι καλός, όπως κάθε δημιούργημα του Θεού (βλ. Γεν 1,21). Θεωρούμε τις πλημμύρες, τα ηφαίστεια, τους τυφώνες κακούς, αλλά είναι φυσικά φαινόμενα, και επομένως δεν είναι οντολογικά κακοί. Τα φίδια και οι αράχνες που μας δαγκώνουν είναι κι’ αυτά θανατηφόρα για μας, αλλά από τη φύση τους είναι καλοί.
Μαζί με άλλους ιούς, τα βακτήρια και άλλους μικρο-οργανισμούς, ο κοροναϊός είναι μέρος του οικοσυστήματος που δημιούργησε ο Θεός. Δεν υπεισέρχομαι στην προβληματική, ποιο τμήμα αυτού του οικοσυστήματος δημιουργήθηκε άμεσα από τον Θεό ή μέσω των νόμων της εξέλιξης, που επίσης καθόρισε ο ίδιος ο Θεός. Θα πω απλά ότι μερικά τμήματα αυτού του οικοσυστήματος είναι χρήσιμα σε εμάς, και μερικά όχι. Ωστόσο, ανεξάρτητα από αυτό, όλα είναι μέρος της δημιουργίας του Θεού. Επί πλέον, ο κοροναϊός, μαζί με άλλα δημιουργήματα, υπόκειται στην «ανακεφαλαίωση», την οποία ο απόστολος Παύλος στην προς Εφεσίους επιστολή περιγράφει ως «μυστήριο του θελήματος του Θεού, που με αγαθότητα προσχεδίασε να πραγματοποιήσει… δηλαδή να τα ενώσει (ἀνακεφαλαιώσασθαι) όλα, ουράνια κι επίγεια, στο πρόσωπο του Χριστού». Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής το επεξηγεί περαιτέρω, τονίζοντας ότι
«στο Θεό ανήκει ό,τι υπάρχει και παραμένει εν ζωή, αφού από Αυτόν προέρχονται με συγκεκριμένο τρόπο και για συγκεκριμένο λόγο» (Ambiguum 7).