Αρχείο ετικέτας ΩΡΑ των ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ

Μια Ατραπός στη Γκρίζα πόλη… Β΄

Μια Ατραπός στη Γκρίζα πόλη…

Παρουσιάζοντας μαζί δυο Καλαβρυτινά βιβλία

Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα*

Β΄ ΜΕΡΟΣ

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΌ ΤΟ ΜΕΡΟΣ Α΄

VI. Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΙ ΕΓΩ

   Ο Βασίλης γεννήθηκε μια γενιά μετά στην Αθήνα και μεγάλωσε στα Καλάβρυτα. Η Δέσποινα είχε ήδη αποφοιτήσει από το Γυμνάσιο Καλαβρύτων και σπούδαζε. Τα Καλάβρυτα είχαν πλέον περάσει σ’ άλλη φάση. Το εμπορικό στοιχείο είχε εισέλθει, πάλι, στον κεντρικό τους πυρήνα. Ζούσαν οι αδελφές, οι χήρες, αλλά ελάχιστες μανάδες των εκτελεσμένων. Είχαν μεγαλώσει οι 13 επιζήσαντες κι ερχόταν το ανθρώπινο τέλος τους.

   Ο Βασίλης μεγάλωσε κι αυτός στο δικό του περιβάλλον, με θετικά και αρνητικά χαρακτηριστικά, όπως σχεδόν όλοι μας. Το 1990-1991 τον συνάντησα ως καθηγητής φυσικής στην γ’ γυμνασίου. Τον γνώρισα όχι μόνο ως έναν τυπικά άριστο μαθητή, αλλά ως ένα νεαρό με προβληματισμούς πολύ μεγαλύτερης ηλικίας. Έφευγε συχνά έξω από το μάθημα της ημέρας, αλλά πάντα υπήρχε η δυνατότητα να βγάλω στην επιφάνεια τη δεύτερη από τις τρεις δυνατότητες ενός καθηγητή. Αυτού του λειτουργού, του παιδαγωγού, του συντονιστή συζητήσεων. Αυτές οι μνήμες είναι ακόμα στις σκέψεις μου.

   Τον Βασίλη τον ξαναγνώρισα μεγάλο και ώριμο σε πολυεπίπεδους προβληματισμούς, κυρίως μέσα από την αμεσοδημοκρατική ομάδα των ΕΜΕΙΣ… Έτσι ξανασυνδεθήκαμε. Ήταν λοιπόν αδύνατο να μη βρεθώ στην παρουσίαση του βιβλίου του. Μου το ανταπέδωσε μάλιστα την άλλη μέρα στην παρουσίαση του δικού μου βιβλίου στον Πλάτανο της Κέρτεζης.

VII. Η ΑΤΡΑΠΟΣ

   Το βιβλίο του δεν είναι μεγάλο σε μέγεθος, δεν είναι ερευνητικό, δεν αποτελεί δοκίμιο, ούτε κ’άν μυθιστόρημα. Δεν έχει πρόλογο, εισαγωγή και επίλογο. Δεν έχει πηγές. Είναι μία νουβέλα καρδιάς, της πάλλουσας καρδιάς του Βασίλη.

   Τι άραγε σημαίνει «ατραπός»; Πρόκειται για διαχρονικό δάνεια από την αρχαία ελληνική γλώσσα: α-αθροιστικό + τραπέω/τραπώ (πατάω σταφύλια), (Βικιπέδια). Η (θηλυκή) ατραπός στη λόγια γλώσσα σημαίνει μονοπάτι ή πέρασμα που δύσκολα το ακολουθεί κανείς. Μεταφορικά χρησιμοποιείται για τις κατευθύνσεις στη ζωή που ακολουθούμε οι άνθρωποι, συχνά τελείως προσωπικές ή μικρών ομάδων.

   Μ’ αυτή την μονολεκτική έκφραση ονόμασε τη νουβέλα του ο Βασίλης. Κατανοούμε, λοιπόν, ότι προσπαθεί να δώσει με έμμεσο τρόπο απαντήσεις στη ζωή με βάση έναν ήρωα που επινόησε. Ο ήρωας δεν ταυτίζεται πάντα με τους πραγματικούς δρόμους που ο ίδιος έχει μέχρι τώρα περπατήσει. Ίσως πρόκειται για έναν ιδεατό ήρωα που ο ίδιος έχει πλάσει τόσο για τον εαυτό του, όσο και για όσους από μας δεν μένουμε επιφανειακά στα προφανή, αλλά ψάχνουμε συχνά τα βαθύτερα της ζωής.

   Η νουβέλα του χωρίζεται σε τέσσερα κεφάλαια, που αποτελούν και τέσσερις σκηνές, όλες θαλασσινές. Μα πως γίνεται να μην είναι βουνίσιες; Πρώτον γιατί ο Βασίλης ως επιχειρηματίας του χιονιού το καλοκαίρι κλείνει το μαγαζί του και ζει κατά κανόνα σ’ ένα μικρό νησί, όπου και γράφει. Δεύτερον γιατί η θέα της θάλασσας ανοίγει τους ορίζοντες, όχι μόνο των ματιών, αλλά και της σκέψης. Κι αυτήν την εκμεταλλεύτηκε ο Βασίλης.

   Η νουβέλα του Βασίλη, στα δικά μου μάτια, αποτελεί αφενός τη συνέχεια της απόρριψης της θλίψης στην καρδιά της Δέσποινας κι αφετέρου, μιας και έζησε αργότερα, προσπαθεί να δώσει διέξοδο ώστε το «ποτέ πιά πόλεμος» να μας γίνει βαθιά συνήθεια. Τόσο βαθιά, που οι πολεμοχαρείς εραστές να αποτελέσουν ισχνή μειοψηφία στα πέρατα της οικουμένης. Ας ψηλαφίσουμε συνοπτικά τις τέσσερις σκηνές.

VIII. Η ΚΙΒΩΤΟΣ

   Ο συγγραφέας δημιουργεί μια σκηνή στην ακροθαλασσιά, αλλά πάνω σ’ έναν τεράστιο βράχο, σχεδόν αιώνιο, μα σμιλεμένο από τ’ αμέτρητα κύματα. Βάζει τον ήρωά του πάνω στο βράχο και ταυτόχρονα αντικρίζοντας μια βάρκα με το όνομα «Κιβωτός», εμφανίζει πάνω σ’ αυτήν ένα γέροντα σοφό, ώστε μ’ αυτόν να διαλεχθεί, να μιλήσουν για τα σπουδαία της ζωής.

   Η Κιβωτός παραπέμπει στην Παλαιά Διαθήκη και ο σοφός γέροντας συμβολίζει τον Νώε. Ο τρόπος γραφής είναι τέτοιος ώστε σε κάθε φάση της ιστορίας και σε κάθε ανοικτή θάλασσα ένας συμβολικός Νώε πάντα να παλεύει με τ’ άγρια νερά. Ο γέροντας όμως δεν παλεύει μόνο μ’ αυτά. Παλεύει θεωρητικά και φιλοσοφικά μ’ όλες τις πανανθρώπινες ιδεολογίες που οραματίζονται την υπέρβαση της παγκόσμιας αδικίας και την εγκαθίδρυση μιας κοινωνίας δικαίου, ειρήνης και αδελφοσύνης. Τι πιο όμορφο απ’ αυτό;

   Στη συζήτηση δυναμικά ο γέροντας απορρίπτει την ανταπόδοση της βίας, αποδέχεται ως ακλόνητο βράχο το παγκόσμιο εκμεταλλευτικό σύστημα, παρά τις λειάνσεις από τα κύματα. Σταθερά επιμένει ότι οι δίκαιοι επιτέλους οφείλουν ν’ ανεβούν στη βάρκα, στην κιβωτό του, να σωθούν από τη ρουφήχτρα θάλασσα. Είναι αξιοσημείωτος και πολύ ενδιαφέρον ο διάλογος με τον γέροντα.

   Ο ήρωας όμως του συγγραφέα στο τέλος δεν ικανοποιείται από μια τέτοια στρατηγική, δεν αποδέχεται ως μόνιμη τη ιδεολογία της Κιβωτού. Προτιμά τους γνήσιους αγωνιστές που παλεύουν μανιασμένοι με τα κύματα του κόσμου, ίσως και με τον ίδιο το βράχο. Καταλήγει όμως στο εξής, ίσως προσωρινό, συμπέρασμα:

   «Ίσως να υπάρχουν περισσότερες από μία βάρκες σε αυτή την ταραγμένη θάλασσα, που η καθεμιά επιτελεί τον δικό της αγώνα. Παλεύει με τους δικούς της δαίμονες μέσα στις τρικυμίες, αναζητώντας την πορεία που θα την φέρει πιο κοντά στον σκοπό που έχει ορίσει. Κι αν το καΐκι που συνάντησα είχε τα πανιά ανοικτά προσμένοντας το θείο άνεμο, η βάρκα που ήταν επάνω ο Σαμάνο είχε μόνο κουπιά και κωπηλάτες ανθρώπους», (κεφ. 1, Η ΚΙΒΩΤΟΣ, σελ. 18).

   Σε μένα μένει όμως αναπάντητο σ’ αυτό το κεφάλαιο το διερώτημα, γιατί δηλαδή πρέπει να διαλέξουμε «μονοφυσιτικά» είτε μόνο το θείο άνεμο, είτε μόνο τη δύναμη των χεριών μας; Χάθηκε ένας σοφός συνδυασμός στη στρατηγική μας;

IΧ. Ο ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ

   Το κεφάλαιο αυτό δεν είναι εύκολο να το παρακολουθήσει κάποιος αν δεν έχει ζήσει και ήδη φιλοσοφήσει αρκετά απ’ αυτά που θέτει ο νέος του ήρωας λίγο πιο πέρα από το βράχο, σε μια ήπια ακρογιαλιά. Στην πραγματικότητα ο συγγραφέας μας παίρνει πάλι δυο πρόσωπα. Ένα σε ενικό πρόσωπο πάλι, που ουσιαστικά κάνει εύστοχες και βαθιές ερωτήσεις για την ερμηνεία των αποτυχιών στην ιστορία της ανθρωπότητας, αλλά και που απορροφιέται από ένα φιλοσοφικό στοχαστικό ποτάμι ενός «ελεύθερου» ανθρώπου από τις κοινωνικές αλυσίδες. Γι’ αυτό, αυτό το δεύτερο αυτό πρόσωπο που ουσιαστικά μιλάει και φιλοσοφεί σχεδόν ασταμάτητα, τον ονόμασε στοχαστή.

   Στα δικά μου μάτια «ο στοχαστής» είναι ένας συλλογικός άνθρωπος, που δείχνει πως μπορεί να λειτουργήσει κάποιος ως πραγματικός «σωτήρας» και να βοηθά στην απελευθέρωση των άλλων που το θέλουν, από τα δεσμά που κουβαλιόνται, ήδη από την τρυφερή ηλικία. Από μια άλλη οπτική γωνία μου θύμισε τον Χριστό που πάντα τόνιζε ότι «η πίστη σου σε έσωσε».

   Από το βαθύ αυτό κεφάλαιο θα σημειώσω κάποιες άμεσες ή έμμεσες αναφορές, που κράτησα γερά στα χέρια μου. Την κριτική στην συλλογικότητες παντός είδους που «θρησκειοποιούνται», κι έτσι στην πραγματικότητα μεταλλάσσονται σε όπιο που κοιμίζει και μετατρέπει τους αδύναμους σε πειθήνιους οπαδούς. Στη σκέψη του στοχαστή καμία συλλογικότητα δεν ξεφεύγει. Στην αντιπαράθεση αυτή περνούν όμορφα οι έννοιες της άκριτης πεποίθησης, της πίστης και της γνώσης. Η σύνδεσή τους δεν έγινε από τον «στοχαστή» πλήρως, αλλά έμεινε σε μας να το κάνουμε.

   Συνδέει, επίσης, τις αλυσίδες με το «έχειν» και όχι με το «είναι». Ένα μεγάλο κομμάτι αφιερώνεται για το πως κανείς δένεται μ’ αυτός από την βρεφική ηλικία, την παιδική και νεανική, αλλά κι αργότερα. Το ερώτημα του συγγραφέα είναι πότε είναι η ώρα να τις απεκδυθεί κάποιος. Η απάντηση του στοχαστή την συνδέει με την επιθυμία του πόθου για αλήθεια και ελευθερία. Τα διερωτήματα είναι πολλά. Πως θα το καταλάβει ο καθένας από μας; Ποια είναι η μέθοδος; Ποιοι κίνδυνοι υπάρχουν; Ευθύνονται κάποιοι γι’ αυτές;

   Ο στοχαστής του συγγραφέα πάντως θεωρεί ότι η μέθοδος είναι η αληθινή «γυμνότητα». Μίλησε λοιπόν αρκετά γι’ αυτή τη γύμνια ο στοχαστής. Η αιτία των αλυσίδων είναι το κουβάλημα τους μέσα στην ιστορία μέσα από τις συλλογικότητες που ζει  ο άνθρωπος, κάτι σαν το «προπατορικό αμάρτημα», μα το θεωρεί φυσιολογικό, όπως π. χ. η κουκίδα κρατά μέσα της το κάστανο, η φλούδα του τον καρπό, ο καρπός το φύτρο… Πως άλλωστε αυτό θα ήταν ασφαλισμένο; Έρχεται όμως η ώρα να φυτρώσει, να ελευθερωθεί, να βγει η αλήθεια του στο φως του ήλιου.

   «Άνοιξε την ψυχή σου και αγάπησε. Αγάπησε τον εαυτό σου, μη του κακιώνεις που αντιστέκεται στη  λευτεριά του. Είναι χρόνια κουρδισμένος, δεν είναι εύκολο ν’ αλλάξει. Τίποτα δεν μπορείς ν’ αγαπήσεις, αν δεν αγαπήσεις αυτόν. Κανέναν δεν μπορείς να συγχωρήσεις, αν δεν συγχωρήσεις αυτόν.

   Αγάπησε το σώμα σου που κουβαλά την ψυχή σου. Μην το πικραίνεις για τις ασχήμιες του, μην το μεθάς στις ομορφιές του. Αγάπα το απλά, έτσι όπως είναι.  Όπως θέλεις και οι άλλοι να σ’ αγαπούν, γι’ αυτό που είσαι», (κεφ. Ο ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ, σελ. 35). Τι άραγε άλλο μας θυμίζει αυτό το απόσπασμα, παρά μόνο το «αγάπα τον πλησίον ως τον εαυτό σου»;

Χ. Η ΓΟΡΓΟΝΑ

   Περπατώντας στα βότσαλα της παραλίας και με τις σκέψεις κολλημένες στη γύμνια ο κεντρικός ήρωάς μας φθάνει, νυχτιάτικα πλέον σε μια σειρά από λειασμένες πέτρινες πλάκες και γδύνεται. Η θεωρία της γυμνότητας μέσα στη σιωπή των ήχων της θαλασσινής νύχτας τον καθήλωσε σχετικά μουδιασμένο.

   Και νά’σου από τη θάλασσα, που συμβολίζει αιώνες τώρα τον κόσμο των ανθρώπων, αναδύεται μια γοργόνα, δηλαδή μια θηλυκιά ύπαρξη. Γλυκομίλητη, ήρεμη, σοφή. Τον πλησιάζει με τέχνη. Τώρα είναι η δικιά της ώρα να φιλοσοφήσει και να τον οδηγήσει στο τι εστί αληθινή γυμνότητα.

   «Η αλήθεια βρίσκεται πάντα στο σώμα. Κοίταξέ το προσεκτικά και αφουγκράσου τα μηνύματα που σου δίνει. Το σώμα έχει να σου πει τόσα πράγματα για την ψυχή, που ο νους αδυνατεί να συλλάβει. Αυτό δεν λέει ψέματα, ο νους πολλές φορές σε ξεγελάει…

   Αφαιρώντας τα ρούχα σου, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του κορμιού σου, δεν θα είσαι ποτέ ελεύθερος. Αντιθέτως γίνεσαι εσύ ο καταπιεστής. Ο νους σου αποφάσισε και ασκεί εξουσία πάνω στο σώμα σου, χωρίς να ρωτήσει αν είναι έτοιμο γι’ αυτό. Ο τρόπος αυτός όχι μόνο δεν οδηγεί στην ελευθερία μα επιβάλλει ένα ακόμα ‘’πρέπει’’, έστω κι αν αυτό το πρέπει είναι το να ελευθερωθείς», (Η ΓΟΡΓΟΝΑ, σελ. 41, 42).

   Ο δικός μου νους, μετά απ’ αυτή την αρχική σκηνή και σοφή ομιλία, πήγε στη «Σοφία Σειράχ», δηλαδή σε μια προσωποποιημένη Σοφία. Η Γοργόνα λοιπόν είναι η Σοφία ή κάτι ακόμη βαθύτερο; Περιμένω επομένως με αγωνία τις επόμενες σελίδες…

   Η κοντινή του σχέση με την γοργόνα τον οδήγησε σε μια ενδοσκόπηση και μια αναδρομή μ’ άλλα μάτια της προηγούμενης ζωής του ήρωα. Είδε τις αλήθειες του, τις πλάνες του, τα λάθη του, τις αδικίες του. Άρχισε να κλαίει…

   «Χωρίς να καταλάβω, δάκρυα γέμισαν τα μάτια μου και στα στήθη μου πνίγονταν μικροί λυγμοί. Η γοργόνα άπλωσε και μου κράτησε σφικτά το χέρι… Σύντομα όμως κατάλαβα πως η διαδρομή της δεν σταμάτησε εκεί. Λίγες στιγμές μετά κατάλαβα να εισχωρεί βαθιά στο σώμα μου…», (Η ΓΟΡΓΟΝΑ, σελ. 44, 45).

   Ακολουθούν μια σειρά αισθήσεις, συναισθήματα και σκέψεις που σχετίζονται με την αγαπητική ενότητα στο σύμπαν, με την αξία του σώματος και του αληθινού έρωτα. Όμως η νύχτα έφυγε κι έφτασε η ανατολή του ήλιου να τους ζεσταίνει γυμνούς στις πλάκες. Δεν έχω καταλάβει ακόμα αν αυτό αποτελεί έναν ύμνο για τη φύση και το Δημιουργό της ή επιπρόσθετα συμβολίζει την πορεία του ανθρώπου και της ανθρωπότητας από το σκοτάδι στο φως. Σίγουρα όμως η γραφή του συγγραφέα σε καθηλώνει.

   «Γύρισα το βλέμμα μου στις λείες πλάκες που είμασταν ξαπλωμένοι. Κατάλευκες, με μικρούς κρατήρες γεμάτους θαλασσινό αλάτι, σαν πόροι που ανασαίνουν. Το δέρμα ήταν ερεθισμένο από την κάψα του ήλιου κι ένα δροσερό αεράκι ξεγελούσε το επικείμενο έγκαυμα… Η γοργόνα άνοιξε απαλά τα μάτια της, γύρισε ελαφρά το κεφάλι της προς το μέρος μου  και άνοιξε την αγκαλιά της. ‘’Έλα…’’, (Η ΓΟΡΓΟΝΑ, σελ. 56, 57).

   Η γοργόνα δεν αποτέλεσε μόνο τη Σοφία, μα την Αλήθεια που οδηγεί στην Ελευθερία. «Μάθετε την Αλήθεια, και η αλήθεια ελευθερώσει ημάς». Τελικά, πως γίνεται να είναι η Σοφία, η Αλήθεια κι η Ελευθερία γένους θηλυκού, δηλαδή Γοργόνες, στα μάτια των ανθρώπων;

ΧI. Ο ΦΑΡΟΦΥΛΑΚΑΣ

   Θα ήθελα στο σημείο να σημειώσω ότι οι πραγματικές εικόνες σ’ όλο το βιβλίο αναδεικνύονται από παραλίες της Φολέγανδρου, ένα νησί των Κυκλάδων, όπου ζει τα Καλοκαίρια ο Βασίλης Κοκότης. Έτσι λοιπόν περιγράφεται κι ο Φάρος σε μια εξοχή του νησιού αυτού.

   Μετά την εξαφάνιση της Γοργόνας και με το ξύπνημα του συγγραφέα από το βαθύ του όραμα, αρχίζει ένα επίπονο ταξίδι μέσα από άγνωστο μονοπάτι προς το φάρο. Με λεπτομέρειες, συναισθηματισμό και μια επίμονη αναμονή περιγράφεται το περπάτημα προς αυτόν. Ίσως ο συγγραφέας να θέλει να σηματοδοτήσει πως για να φτάσει κανείς σε Φάρους του βίου και της πολιτείας μας πάνω στον πλανήτη είναι αναγκαία τα περπατήματα σε τέτοια μονοπάτια:

   «Ο ανήφορος τραχύς και δύσβατος, δυσκόλευε κάθε μου βήμα, τα πόδια μου πονούσαν και κάθε τόσο έστεκα  να πάρω ανάσα, κοιτάζοντας ταυτόχρονα να διακρίνω το μονοπάτι ανάμεσα στις γιδόστρατες…

   Ύστερα από μια ώρα βαριάς ανάβασης έφτασα σε ένα ύψωμα και σταμάτησα να βρω τις δυνάμεις μου. Μια γκρεμισμένη μάντρα έδινε ένα άνοιγμα, που ίσα χωρούσε να περάσει ένας άνθρωπος. Δεν ήξερα που οδηγεί αλλά κάτι μέσα μου επέμενε να την περάσω…», (Ο ΦΑΡΟΦΥΛΑΚΑΣ, σελ. 61, 62).

   Η συνείδηση του συγγραφέα από τα κατάβαθα του είναι του δεν έπεσε έξω. Τον οδήγησε στο Φάρο. Άραγε τι θα κάναμε χωρίς Φάρους στη ζωή μας ή τι θα γινόμαστε αν δεν τους βρούμε ψάχνοντας με οδηγό το μέσα μας; Μεγάλη ευλογία σε όσους τους αποκαλύπτονται μετά από επίμονες διαδρομές στα δύσβατα της ζωής.

   Η ευλογία, κατά τον συγγραφέα, δεν ήταν μόνο μια σκυλίτσα που τον οδήγησε εκεί. Ήταν ο ίδιος ο Φαροφύλακας που τον περίμενε έξω από το Φάρο, λες και το γνώριζε ότι θα φτάσει εκεί. Η εικόνα αυτή με οδηγεί να σκεφτώ σπουδαίους αγίους (=ξεχωριστούς) ανθρώπους που ως να μας γνωρίζουν και μας περιμένουν και μας καλοδέχονται. Έτσι καλοδέχτηκε τον ήρωά μας ο άνθρωπος του Φάρου.

   «Καλώς τον, πάνω στην κατάλληλη ώρα ήρθες», του είπε, (Ο ΦΑΡΟΦΥΛΑΚΑΣ, σελ. 63). Ποια ήταν αυτή; Μα το φαγητό που σε λίγο θα έβγαινε από το τσουκάλι του. Σκέφτηκα την Κυριακή Προσευχή «Τον άρτον ημών επιούσιον, δος ημίν σήμερον…». Όσο κι αν ο Φαροφύλακας, που άρχισε να λειτουργεί ως γκουρού/γέροντας σοφός τά’βαλε με τις θρησκείες και τις ιδεολογίες κατόπιν.

  Όντως όταν η Αλήθεια, όπως ο Χριστός, γίνονται άψυχο σύστημα, θρησκεία ή όπως οι επαναστατικές και ριζοσπαστικές ιδεολογίες μετατρέπονται σε ιδεαλιστικές ιδεολογίες που δεν ακουμπούν τα μέσα μας, τα τρίσβαθα της καρδιάς μας ή τον πόνο των διπλανών μας, τότε ο γκουρού Φαροφύλακας, νομίζω, δικαιώνεται.

   Δεν ξέρω αν συμφωνεί ο συγγραφέας, αλλά η δική μου αίσθηση είναι ότι δεν επιθυμεί το γκρέμισμα όλων των θεσμών της ιστορίας, όταν βάζει τον Φαροφύλακα να μιλά «επικίνδυνα»: «Ο Φαροφύλακας με κοίταξε στα μάτια και αντέτεινε: ‘’Σε κάνουν Θεό’’ και αφού έκανε μια μεγάλη παύση, πρόσθεσε: ‘’σε βαλσαμώνουν και χτίζουν πάνω στο φως μια θρησκεία ή μια ιδεολογία για να το κρύψουν για πάντα από τους ανθρώπους. Έτσι δεν κινδυνεύουν αυτοί από σένα αλλά εσύ απ’ αυτούς’’», (Ο ΦΑΡΟΦΥΛΑΚΑΣ, σελ. 64).

   Θυμίζει μάλλον σε μένα το γεγονός της επιτίμησης της συκιάς από το Χριστό που δεν είχε καρπούς, παρά μόνο φύλλα. Οι άνθρωποι και τα πουλιά βεβαίως θέλουν ίσκιο όταν ο ήλιος καίει, μα θέλουν και να φάνε. Αν οι θεσμοί (όπως π.χ. η Συναγωγή των Εβραίων τότε) δεν έχουν καρπούς, τότε τα δέντρα κόβονται και «εις πυρ βάλλονται». Πόσοι άραγε θεσμοί ή κομμάτια θεσμών έχουν μόνο φύλλα και δεν παράγουν καρπούς στην εποχή μας;

   Δεν θα συνεχίσω άλλο. Ο συγγραφέας έχει μείνει για ώρες στη νοητή αγκαλιά του Γκουρού, έχει ζήσει όμορφα στο θεσμό του Φάρου, μα ο Φάρος δεν υπάρχει για να τον εγκλωβίσει, αλλά για να του δώσει δύναμη να τρέξει στα μονοπάτια της στεριάς, παλιά και νέα, να πετάξει σε αχαρτογράφητους δρόμους του αέρα, να κολυμπήσει και στις τρεις διαστάσεις της θάλασσας.

   Ήλθε η ώρα να φύγει από το Φάρο και το Φαροφύλακά του, μα δεν μας αφήνει χωρίς δώρο. Το δώρο του είναι η «ατραπός» του…

   Ευχαριστούμε Βασίλη που μας ταξίδεψες…

ΧIΙ. ΜΙΑ ΑΤΡΑΠΟΣ ΣΤΗ ΓΚΡΙΖΑ ΠΟΛΗ

   Ο Βασίλης Κοκότης δεν γεννήθηκε στα Καλάβρυτα μα στην Αθήνα, αλλά έζησε μια ζωή σ’ αυτά και συνεχίζει να ζει τους Χειμώνες επίσης. Η Δέσποινα Στίκα γεννήθηκε σ’ ένα μικρό χωριό των Καλαβρύτων, μα συνέδεσε την παιδική, νεανική αλλά και μεγάλο μέρος της ζωής μ’ αυτά. Η Δέσποινα μας μεταφέρει στο χαρτί του βιβλίου της τον συνεχιζόμενο πόνο από το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, αλλά και τη φτώχεια της εποχής. Ο Βασίλης ήλθε μια γενιά μετά. Η Δέσποινα ήταν συμμαθήτριά μου, αλλά ο Βασίλης μαθητής μου. Δεν περιμένω επομένως ίδια πράγματα και από τους δυό.

  Η Δέσποινα μας μεταφέρει συναισθήματα πόνου, θλίψης, μα και ισχυρής επιθυμίας για ζωή. Αναδεικνύει, σημαδεύει, κριτικάρει, φιλοσοφεί και θεολογεί. Ο Βασίλης δείχνει ένα δρόμο, μια δυσκολοδιάβατη ατραπό, για να φύγουμε από τις δαγκάνες της σύνολης φτώχειας και από τη μυρουδιά του αίματος του πολέμου.

   Όμως οι πολλοί φαίνεται να είμαστε «κυρ Παντελήδες» και στο τέλος μας περιμένουν τα γεράκια του πολέμου, οι εραστές του χρήματος και της δικής τους μονομερούς ευτυχίας, οι κολλημένοι στις καρέκλες της κάθε μορφής εξουσίας, οι άνθρωποι που έχουν για παρέα μόνο τον ίσκιο τους.

  Στην κάθε Γκρίζα πόλη της Γάζας, της Ουκρανίας, της Συρίας, της Υεμένης και στα πέρατα του κόσμου, ας απαντάμε με μια ζωηφόρα ατραπό. Είναι ίσως η μόνη απάντηση.

   Ευχαριστούμε, λοιπόν, Δέσποινα και Βασίλη.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ΅: Το Β΄ Μέρος πρωτο-δημοσιεύτηκε στην ΩΡΑ των ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ, στήλη ΒΟΥΡΑΪΚΕΣ ΝΥΞΕΙΣ, φ. 81, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2024, σελ. 28-29.