Αρχείο ετικέτας Φώτης Σχοινάς

Ὁ λοιμός στην κλασσική Ἀθήνα κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο

Ὁ λοιμός στην κλασσική Ἀθήνα κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο

Του Φώτη Σχοινά*

Τόν δεύτερο χρόνο τοῦ Πελοπννησιακοῦ πολέμου (431-404 π.Χ.) καί συγκεκριμένα τό καλοκαίρι τοῦ 430 ἐνέσκηψε τρομερή λοιμική νόσος στήν Ἀθήνα. Ἡ ἐπιδημία τοῦ λοιμοῦ κράτησε μέχρι τό 427 καί προκάλεσε τόν θάνατο τοῦ ἑνός τρίτου τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Ἀθήνας. Ὅπως ἔχει γραφεῖ «Προτοῦ ὁλοκληρώσει τόν κύκλο της τό 427, ἡ ἐπιδημία εἶχε προκαλέσει τόν θάνατο 4.400 ὁπλιτῶν, 300 ἀνδρῶν τοῦ ἱππικοῦ καί ἀναρίθμητων μελῶν τῶν κατωτέρων, ἰδίως κοινωνικῶν στρωμάτων, ἀφανίζοντας ἴσως τό ἕνα τρίτο τοῦ πληθυσμοῦ τῆς πόλης». [1] Φυσικά ἐφόνευσε πολλά παιδιά, γυναῖκες καί δούλους. Δέν εἶναι ἐξακριβωμένο ποιά ἀκριβῶς ἦταν ἡ νόσος. Εἰκάζεται ὅτι ἦταν πανώλης, τύφος ἤ ἱλαρά. Τό πιθανώτερο εἶναι νά ἦταν πνευμονική πανώλης.Ξεκίνησε ἀπό τήν Αἴγυπτο, τη μετέφερε ἕνα πλοῖο καί διαδόθηκε ραγδαῖα στήν πυκνοκατοικημένη Ἀθήνα. Λέμε πυκνοκατοικημένη διότι ἐντός τῶν τειχῶν τῆς πόλεως εἶχε μαζευτεῖ τό σύνολο τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Ἀττικῆς συνεπείᾳ τῆς εἰσβολῆς καί λεηλασίας τῆς ὑπαίθρου ἀπό τούς Λακεδαιμονίους.

Θά παρακολουθήσουμε τή προέλευση, τή φύση, τά συμπτώματα καί τίς παντοῖες ἐπιπτώσεις τῆς νόσου στον Ἀθηναϊκό λαό ἀπό τόν Θουκυδίδη, ὁ ὁποῖος μάλιστα προσεβλήθη ἀπό τή νόσο, ἀλλά ἐπέζησε. Γράφει λοιπόν ὁ Θουκυδίδης (μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλου): « Καί  δέν εἶχαν περάσει ἀκόμα πολλές ἡμέρες πού βρίσκονταν (οἱ Λακεδαιμόνιοι) στήν Ἀττική, ὅταν ἄρχισαν νά παρουσιάζονται στήν Ἀθήνα τά πρῶτα κρούσματα τῆς νόσου, καί λέγεται μέν ὅτι καί παλαιότερα σέ πολλά ἄλλα μέρη, ἰδίως στή Λῆμνο, ἀλλά καί ἀλλοῦ, πουθενά ὅμως δέν θυμοῦνταν τόσο μεγάλη ἐπιδημία καί τέτοιο ὄλεθρο. Διότι οὔτε οἱ γιατροί ἦσαν σέ θέση νά κάνουν κάτι, ἀφοῦ ἀγνοοῦσαν τή φύση τῆς ἀρρώστιας πού για πρώτη φορά ἀντιμετώπιζαν, ἀπεναντίας αὐτοί προπαντός πέθαιναν ἐπειδή αὐτοί προπαντός ἔρχονταν σέ ἐπαφή με τούς ἀρρώστους, οὔτε ἄλλη καμία ἀνθρώπινη τέχνη. Ἐπίσης οἱ ἱκεσίες σέ ἱερά ἤ σέ μαντεῖα καί ὅ,τι ἄλλο τέτοιο δοκίμασαν δέν ὠφέλησαν σέ τίποτα· στό τέλος τά ἄφησαν νικημένοι ἀπό τό κακό.

Ἡ ἀρρώστια ἄρχισε, ὅπως λέγεται, πρῶτα ἀπό τήν Αἰθιοπία, στήν Ἄνω Αἴγυπτο, κατέβηκε ἔπειτα στήν Αἴγυπτο καί τή Λιβύη καί στό μεγαλύτερο μέρος τῆς χώρας τοῦ Βασιλέως. Στήν πόλη τῆς Ἀθήνας ἐμφανίστηκε ξαφνικά, καί οἱ πρῶτοι πού προσβλήθηκαν ἦσαν στόν Πειραιᾶ, γι̉ αὐτό καί εἶπαν τότε πώς εἶχαν ρίξει δηλητήρια στά πηγάδια οἱ Πελοποννήσιοι· βρύσες δέν ὑπῆρχαν ἀκόμα ἐκεῖ. Ὕστερα ἔφθασαν καί στήν ἄνω πόλη καί πέθαιναν πολύ περισσότεροι πιά. Καθένας, τώρα, γιατρός ἤ ἀδαής, μπορεῖ νά λέει ὅ,τι σκέπτεται σχετικά με αὐτό, ἀπό τί δηλαδή εἶναι πιθανό νά προῆλθε, ἐπίσης νά προσδιορίζει τίς αἰτίες πού κατά τή γνώμη του ἔχουν τή δύναμη νά ἐπενεργοῦν τόσο εἰς βάθος στή φύση. Ἐγώ θά ἐκθέσω τήν πορεία τῆς νόσου καί τά συμπτώματά της πού βλέποντάς τα κανείς, ἐάν ἐνσκήψει ποτέ πάλι, θά τά ξέρει ἐκ τῶν προτέρων καί θά τά ἀναγνωρίσει· θά τά περιγράψω διότι πέρασα ὁ ἴδιος τήν ἀρρώστια καί εἶδα ὁ ἴδιος ἄλλους πού εἶχαν προσβληθεῖ ἀπό αὐτήν». [2]

Ἡ φύση τῆς νόσου ἦταν τρομερή. Τά συμπτώματα τρομερά καί ἀδύνατον νά ἀντιμετωπιστοῦν, πολλῷ μᾶλλον νά ἰαθοῦν. Ἄς δοῦμε πῶς περιγράφει ὁ Θουκυδίδης τά συμπτώματα τοῦ λοιμοῦ (μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλου): «Τή χρονιά ἐκείνη συνέβαινε κατά κοινή ὁμολογία νά μήν ὑπάρχουν ἄλλες ἀρρώστιες· ἐάν ὅμως ὑπέφερε κανείς ἤδη ἀπό κάποιο ἄλλο νόσημα, ὅλα κατέληγαν σέ αὐτή τήν ἀρρώστια. Τούς ἄλλους χωρίς νά ὑπάρχει καμία φανερή αἰτία, ξαφνικά, ἐνῶ ὥς τότε ἦσαν καλά, τούς ἔπιανε πονοκέφαλος μέ ὑψηλό πυρετό, κοκκίνιζαν τά μάτια τους καί ἔτσουζαν πολύ, ἐπίσης ἐσωτερικά ὁ φάρυγγας καί ἡ γλώσσα γίνονταν ἀμέσως κόκκινα σάν αἷμα καί ἡ ἀναπνοή τους ἔβγαζε μιά παράξενη δυσοσμία· ἔπειτα ἐρχόταν φτέρνισμα καί βραχνάδα κι ὕστερα ἀπό λίγο ὁ πόνος κατέβαινε στό στῆθος με δυνατό βῆχα· κι ὅταν πήγαινε στήν καρδιά, ἔφερνε ἀνακάτωμα καί ἀκολουθοῦσαν ἐμετοί χολῆς ὅλων τῶν εἰδῶν πού ἔχουν περιγράψει οἱ γιατροί, μεγάλη ταλαιπωρία κι αὐτό. Οἱ περισσότεροι εἶχαν τάση πρός ἐμετό χωρίς νά βγάζουν τίποτα, ἡ ὁποία προκαλοῦσε ἰσχυρό σπασμό καί σέ ἄλλους σταματοῦσε μετά ἀπό αὐτά τά συμπτώματα ἐνῶ σέ ἄλλους πολύ ἀργότερα. Καί τό σῶμα τοῦ ἀρρώστου, ὅταν τό ἄγγιζε κανείς ἐξωτερικά, δέν ἦταν πολύ ζεστό οὔτε ὠχρό ἀλλά κοκκινωπό, μελανιασμένο, με μικρές φουσκάλες καί πληγιασμένα ἐξανθήματα. Ἐσωτερικά ὅμως ἔκαιγε τόσο πολύ, πού οἱ ἄρρωστοι δέν  ἀνέχονταν σκεπάσματα, οὔτε τά πιό λεπτά ροῦχα καί σεντόνια οὔτε ἄλλο τίποτα, παρά μόνο νά εἶναι γυμνοί, καί μέ μεγάλη ἀνακούφιση θά ρίχνονταν σέ κρύο νερό. Καί πράγματι, πολλοί ἀπό ἐκείνους πού δέν εἶχαν κανέναν νά τούς κοιτάξει τό ἔκαναν αὐτό καί ρίχτηκαν σέ στέρνες, ἀπό τήν ἀκατάπαυστη δίψα πού τούς βασάνιζε· εἴτε πολύ ἔπιναν εἴτε λίγο, ἦταν τό ἴδιο. Ἐπίσης ἡ ἀδυναμία νά βροῦν ἡσυχία, νά μπορέσουν νά κοιμηθοῦν, βασανιστική σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἀρρώστιας. Καί τό σῶμα, ὅσο ἡ ἀρρώστια ἦταν στήν ὀξεία φάση της, δέν καταβαλλόταν, ἀλλά ἄντεχε στήν ταλαιπωρία περισσότερο ἀπ̉ ὅ,τι θά περίμενε κανείς, ἔτσι πού οἱ περισσότεροι ἤ πέθαιναν ἀπό τόν ὑψηλό πυρετό τήν ἔνατη ἤ τήν ἕβδομη ἡμέρα, ἔχοντας ἀκόμα κάποιες δυνάμεις, ἤ, ἐάν γλίτωναν, ἡ ἀρρώστια κατέβαινε παρακάτω στήν κοιλιά προκαλώντας ἐκεῖ πολλά πληγιάσματα καί συγχρόνως ἀκατάσχετη διάρροια, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας οἱ πολλοί πέθαιναν ὕστερα ἀπό ἐξάντληση πιά. Γιατί τό κακό περνοῦσε ἀπό ὅλο τό σῶμα ἀρχίζοντας ἀπό τό κεφάλι ὅπου ἀρχικά ἐκδηλωνόταν, καί τό ἄν εἶχε κανείς γλιτώσει ἀπό τά χειρότερα γινόταν φανερό ἀπό τήν προσβολή τῶν ἄκρων τοῦ ἀρρώστου· γιατί ἡ ἀρρώστια χτυποῦσε στά γεννητικά ὄργανα καί τά δάκτυλα τῶν χεριῶν καί τῶν ποδιῶν καί πολλοί γλίτωναν χάνοντάς τα αὐτά, μερικοί μάλιστα καί τά μάτια τους. Ἄλλοι πάλι, μόλις σηκώνονταν ἀπό τήν ἀρρώστια, πάθαιναν γενική ἀμνησία, καί δέν ἀναγνώριζαν τόν ἑαυτό τους καί τούς δικούς τους.

Πραγματικά ἡ φύση τῆς νόσου δέν ἦταν δυνατόν νά περιγραφεῖ μέ λόγια καί ἡ σφοδρότητα τῆς προσβολῆς ξεπερνοῦσε τίς ἀντοχές τῆς ἀνθρώπινης φύσης, καί τό ἀκόλουθο σημάδι δείχνει καθαρά πώς ἐπρόκειτο γιά κάτι διαφορετικό καί ὄχι κάτι συνηθισμένο. Τά ὄρνεα καί τά τετράποδα, ὅσα ἀγγίζουν ἀνθρώπινο κρέας, παρόλο ὅτι πολλοί ἔμεναν ἄταφοι, αὐτά ἤ δέν πλησίαζαν ἤ, ἐάν ἔτρωγαν, ψοφοῦσαν. Ἀπόδειξη ἡ ἐξαφάνιση τέτοιων πουλιῶν, πού ἔγινε αἰσθητή καί δέν τά ἔβλεπε πιά κανείς οὔτε γύρω ἀπό τά πτώματα οὔτε ἀλλοῦ πουθενά· ἐμφανέστερο ἔκαναν αὐτό τό ἀποτέλεσμα οἱ σκύλοι, ἐπειδή συμβιώνουν με τούς ἀνθρώπους».[3]

Ἀποτελεσματική ἀντιμετώπιση τῆς νόσου ἦταν ἀδύνατη. Φάρμακο πού νά θεραπεύει τόν λοιμό δέν ὑπῆρχε. Οἱ γιατροί τῆς ἐποχῆς, μέ τίς ὁμολογουμένως περιορισμένες τότε δυνατότητες τῆς ἰατρικῆς, εἶχαν σηκώσει τά χέρια καί ἀδυνατοῦσαν νά παράσχουν, ἔστω ὑποτυπώδη ἀνακούφιση στούς πάσχοντες Ἄς ἀκούσουμε τί λέει ὁ Θουκυδίδης (μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλου): «Τέτοια  ἦταν λοιπόν σέ γενικές γραμμές ἡ μορφή τῆς νόσου, ἐάν παραλείψει κανείς καί πολλά ἄλλα ἀσυνήθη συμπτώματα, ὅπως τύχαινε νά παρουσιάζονται μέ διαφορετικό τρόπο ἀπό ἄρρωστο σέ ἄρρωστο. Ἄλλη καμιά ἀπό τίς συνηθισμένες ἀρρώστιες δέν ταλαιπωροῦσε ἐκείνη τή χρονιά τούς Ἀθηναίους· ἀλλά, κι ἄν παρουσιαζόταν κάποιο κροῦσμα, κατέληγε σέ αὐτήν. Οἱ ἄνθρωποι πέθαιναν, ἄλλοι ἀπό ἔλλειψη φροντίδας καί ἄλλοι παρά τή μεγάλη περιποίηση πού εἶχαν· φάρμακο, γιά τό ὁποῖο θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ ὅτι δίνοντάς το στόν ἄρρωστο θά τόν βοηθοῦσε, δέν βρέθηκε οὔτε ἕνα· τό ἴδιο γιατρικό πού ἔκανε καλό στόν ἕνα, τόν ἄλλο τόν ἔβλαπτε. Καμμία κράση, ἰσχυρή ἤ ἀσθενική, δέν ἀποδείχτηκε ἱκανή νά ἀντισταθεῖ στήν ἀρρώστια ἀλλά τούς θέριζε ὅλους, ἀκόμη καί ὅσους νοσηλεύονταν μέ κάθε ἰατρική φροντίδα». [4]

Ἕνα ἄλλο, τό χειρότερο ἀπό ὅλα, παρεπόμενο τοῦ λοιμοῦ ἦταν ἡ κατάθλιψη πού προξενοῦσε στούς προσβεβλημένους, καί ὄχι μόνο, ἀπό τήν τρομερή νόσο. Ἀκόμη ἡ νόσος διέρρηξε καί τόν κοινωνικό ἰστό τῆς Ἀθήνας. Ἡ ἀλληλεγγύη καί ἡ φροντίδα πρός τούς ἄρρωστους χάθηκαν, ἐνῶ οἱ πιό φιλότιμοι καί γενναῖοι, καθώς ἔρχονταν σέ ἐπαφή μέ τούς ἀσθενεῖς χωρίς νά λαμβάνουν τά κατάλληλα καί ἀναγκαῖα προφυλακτικά μέσα, προπαντός αὐτοί μολύνονταν καί χάνονταν. Τό μόνο παρήγορο ἦταν ἡ ἀνοσία πού ἐπακολουθοῦσε σέ ὅσους ἀρρώστησαν ἀλλά δέν πέθαναν ἀπό τή νόσο. Ὁ Θουκυδίδης γράφει σχετικά (μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλου):  «Τό φοβερότερο ὅμως ἀπ̉ ὅλα σέ τοῦτο τό κακό ἦταν ἡ κατάθλιψη, ὅταν καταλάβαινε κανείς ὅτι ἀρρώστησε (γιατί τούς ἔπιανε ἀμέσως ἀπελπισία, παραδίνονταν καί δέν ἀντιστέκονταν) καί τό ὅτι, ἐπειδή κολλοῦσαν τήν ἀρρώστια ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο καθώς περιποιοῦνταν κάποιον, πέθαιναν ἀράδα σάν πρόβατα· κι αὐτό ἦταν τό πιό ὀλέθριο. Ἐπειδή φοβοῦνταν νά πλησιάσουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο, οἱ ἄρρωστοι ἤ χάνονταν ἀβοήθητοι, καί σπίτια πολλά ἐρημώθηκαν ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε κανένας νά τούς περιποιηθεῖ, ἤ πάλι, ἐάν πλησίαζαν, πέθαιναν, προπαντός ὅσοι ἤθελαν νά φανοῦν κάπως γενναῖοι· ἀπό φιλότιμο ἔμπαιναν στά σπίτια ἀρρώστων φίλων χωρίς νά λογαριάζουν τόν ἑαυτό τους, γιατί στό τέλος ἀκόμη καί οἱ δικοί τους, ἀποκαμωμένοι ἀπό τή συμφορά, παρατοῦσαν τά μοιρολόγια γι̉ αὐτούς πού πέθαιναν. Περισσότερο ὅμως λυποῦνταν τόν ἑτοιμοθάνατο καί τόν πάσχοντα ὅσοι εἶχαν περάσει τήν ἀρρώστια κι εἶχαν σωθεῖ, διότι ἤξεραν ἀπό δική τους πείρα πῶς ἔνιωθαν καί ἐπειδή οἱ ἴδιοι ἦσαν πιά ἀσφαλεῖς· πράγματι, δύο φορές τόν ἴδιο ἄνθρωπο δέν τόν ἔπιανε ἡ ἀρρώστια, θανατηφόρα τουλάχιστον. Καί οἱ ἄλλοι τούς μακάριζαν ἐνῶ καί οἱ ἴδιοι ἀπό τή χαρά τους ἐκείνης τῆς στιγμῆς ἄρχιζαν νά τρέφουν κάποιες ἐπιπόλαιες ἐλπίδες γιά τό μέλλον πώς τάχα δέν θά πέθαιναν πιά οὔτε ἀπό ἄλλη ἀρρώστια». [5]  

Ἕνα ἄλλο μεγάλο κακό πού χτύπησε τήν Ἀθήνα ἦταν τό μακάβριο θέαμα τῶν ἄταφων νεκρῶν, ἐρριμένων ἄτακτα ἐδῶ καί κεῖ. Μάλιστα τό κακό ἦταν διπλό στήν πυκνοκατοικημένη Ἀθήνα, ἀφοῦ ὁ πληθυσμός τῆς ὑπαίθρου εἶχε συγκεντρωθεῖ στό ἄστυ. Οἱ νεκροί κείτονταν ἀκόμη καί στά ἱερά. Ἀλλά καί τίς θρησκευτικές ἐπιταγές τῆς ταφῆς, οἱ ὁποῖες ἦσαν πολύ ἰσχυρές στήν συνείδηση τῆς κλασσικῆς Ἀθήνας ἄν κρίνουμε ἀπό τήν τραγωδία Ἀντιγόνη, παραμελοῦσαν ἀπό τήν ἀπόγνωσή τους οἱ Ἀθηναῖοι. Ἄλλοι πάλι κατέφευγαν ὅπως-ὅπως σέ ἀνόσιους καί ἀναίσχυντους τρόπους ταφῆς. Ὅπως γράφει ὁ Θουκυδίδης (μετάφραση Ν.Μ. Σκουτερόπουλου): «Κάτι πολύ πιεστικό, πέρα ἀπό τήν ταλαιπωρία τῆς ἀρρώστιας, ἦταν καί ἡ συγκέντρωση τοῦ πληθυσμοῦ ἀπό τήν ὕπαιθρο στήν πόλη, ἰδίως γιά τούς πρόσφυγες. Καθώς δέν ὑπῆρχαν ἀρκετά σπίτια ἀλλά ζοῦσαν σέ καλύβια ἀποπνικτικά μέσα στό κατακαλόκαιρο, ὁ ὄλεθρος συντελεῖτο σέ συνθῆκες μεγάλης ἀταξίας, νεκροί κείτονταν ὁ ἕνας ἐπάνω στόν ἄλλο, ὅπως ξεψυχοῦσαν, κι ἄλλοι μισοπεθαμένοι κυλιοῦνταν στούς δρόμους καί γύρω σέ ὅλες τίς βρύσες ἀπό τή λαχτάρα τους γιά νερό. Καί τά ἱερά ὅπου εἶχαν κατασκηνώσει ἦσαν γεμάτα πτώματα, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι πέθαιναν ἐκεῖ. Διότι μέ τίς διαστάσεις πού εἶχε πάρει τό κακό, οἱ ἄνθρωποι, στήν ἀπόγνωσή τους, ἀδιαφοροῦσαν γιά τά ἱερά καί τά ὅσια. Καί τά ἔθιμα πού τηροῦσαν ὥς τότε κατά τήν ταφή τῶν νεκρῶν καταπατήθηκαν ὅλα, καί τούς ἔθαβαν ὅπως καθένας μποροῦσε. Πολλοί μάλιστα, ἀπό ἔλλειψη τῶν ἀπαιτούμενων γιά τήν ταφή, ἐπειδή προηγουμένως εἶχαν ἤδη πεθάνει ἀρκετοί δικοί τους, κατέφυγαν σέ ἀναίσχυντους τρόπους ταφῆς· ἔτρεχαν σέ ξένες πυρές καί προλαβαίνοντας ἐκείνους πού εἶχαν σωριάσει τά ξύλα ἀκουμποῦσαν ἐπάνω τόν δικό τους νεκρό κι ἄναβαν τή φωτιά, ἄλλοι πάλι ἔριχναν τόν νεκρό πού ἔφεραν ἐπάνω σέ κάποιον ἄλλο πού καιγόταν κι ἔφευγαν». [6]

Τό μεγαλύτερο δεινό πού ἐπέπεσε στήν πόλη ἐξαιτίας τοῦ λοιμοῦ ἦταν ἡ ἀνομία, ἡ ἠθική καί θρησκευτική παραλυσία. Κανένας ἠθικός ἤ θρησκευτικός φραγμός δέν ἐμπόδιζε τούς πολῖτες ἀπό τήν ἄνομη συμπεριφορά καί τήν ἀπόλαυση τῆς στιγμῆς. Κάθε ἠθικός καί θρησκευτικός χαλινός θεωρήθηκε μάταιος καί αὐτό πού πρυτάνευε στούς πολῖτες ἦταν νά προλάβουν νά ἀπολαύσουν τά ὅποια ἐφήμερα ἀγαθά πού τούς ἀπέμειναν. Ἡ ἄσκηση τοῦ καλοῦ θεωρήθηκε ματαιοπονία. Ἡ θρησκεία κυριολεκτικά καταρρακώθηκε, ἀφοῦ οὔτε οἱ εὐσεβεῖς προφυλλάσονταν ἀπό τούς θεούς νά μή μολυνθοῦν ἀπό τή νόσο. Ὅλοι ἀνεξαιρέτως, εὐσεβεῖς καί μή, προσβάλλονταν ἀπό τόν λοιμό. Ὅπως γράφει χαρακτηριστικά ὁ Θουκυδίδης (μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλος): «Καί ἀπό ἄλλες ἀπόψεις ὁ λοιμός ἔγινε ἀφορμή γιά μεγαλύτερη ἀνομία στήν πόλη. Εὐκολότερα δηλαδή ἀποτολμοῦσε κανείς πράγματα πού πρωτύτερα ἀπέφευγε νά κάνει κατά τίς ὀρέξεις του, διότι ἔβλεπαν τώρα πόσο ἀπότομα ἦσαν τά γυρίσματα τῆς τύχης καί γιά τούς εὐκατάστατους πού ξαφνικά πέθαιναν καί γιά τούς ἄλλους πού προτύτερα δέν εἶχαν τίποτα δικό τους καί τώρα ἔπαιρναν ἀμέσως τά πλούτη ἐκείνων. Ἀποφάσιζαν ἔτσι νά χαροῦν τή ζωή τους καί νά τήν ἀπολαύσουν γρήγορα, πιστεύοντας ὅτι καί τά σώματα καί τά χρήματα ἦσαν ἐξίσου ἐφήμερα. Κανένας δέν εἶχε διάθεση νά ἐπιμένει περισσότερο σέ κάτι πού τό θεωροῦσε καλό, ἀφοῦ δέν ἦταν βέβαιος ὅτι δέν θά πέθαινε προτοῦ τό πραγματοποιήσει· κι ἔτσι ἡ ἀπόλαυση τῆς στιγμῆς καί ὅ,τι κατά ὁποιονδήποτε τρόπο συντείνει σέ αὐτήν θεωρήθηκε καλό καί χρήσιμο. Κανένας φόβος τῶν θεῶν ἤ νόμος τῶν ἀνθρώπων δέν τούς συγκρατοῦσε, ἀφ̉ ἑνός διότι ἔκριναν ὅτι εἶναι τό ἴδιο εἴτε σέβεται κανείς τούς θεούς εἴτε ὄχι, ἀφοῦ ἔβλεπαν ὅτι χάνονταν ὅλοι ἀδιακρίτως, καί ἀφ̉ ἑτέρου διότι κανένας δέν ἔτρεφε τήν ἐλπίδα ὅτι θά ζοῦσε μέχρι νά γίνει ἡ δίκη καί νά τιμωρηθεῖ γιά τίς πράξεις του, ἀπεναντίας πολύ μεγαλύτερη τιμωρία θεωροῦσαν νά πέσει στό κεφάλι τους αὐτή πού τούς εἶχε κιόλας ἐπιβληθεῖ καί πού, προτοῦ νά τούς χτυπήσει, λογικό ἦταν νά θέλουν νά ἀπολαύσουν κάτι στή ζωή τους». [7]

Αὐτός λοιπόν ἦταν ὁ λοιμός πού ἐνέσκηψε στήν Ἀθήνα κατά τό δεύτερο ἔτος τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου. Ἀπό τόν λοιμό μάλιστα προσεβλήθη καί πέθανε ὁ ἡγέτης τῆς κλασσικῆς Ἀθήνας, ὁ Περικλῆς τό 429. Ὁ λοιμός αὐτός μέ τίς τρομερές ἐπιπτώσεις του στήν πόλη καί τούς πολῖτες της ἦταν ὁ πρῶτος σοβαρός κλονισμός τῆς κραταιᾶς ὥς τότε Ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας.

Βέβαια ἡ Ἀθήνα ἀνένηψε μετά τό τέλος τοῦ λοιμοῦ καί ἀνέκτησε τή δύναμή της, ὅμως τό πλῆγμα τοῦ λοιμοῦ ἦταν τεράστιο. Καί μάλιστα ἦταν κάτι πού δέν μπόρεσε νά προβλέψει ὁ Περικλῆς γιά τήν διεξαγωγή τοῦ πολέμου μέ τούς Λακεδαιμόνιους. Ὁ Περικλῆς ἦταν αὐτός πού ἔσυρε τούς Ἀθηναίους στόν πόλεμο. Τό πολεμικό σχέδιό του ἦταν νά φρόντιζαν τό ναυτικό καί νά μή προσπαθοῦσαν νά ἐπεκείνουν τήν ἡγεμονία τους διαρκοῦντος τοῦ πολέμου. Γράφει σχετικά ὁ Θουκυδίδης (μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλου): «Ἔζησε (ὁ Περικλῆς) δύο χρόνια καί ἕξι μῆνες ἀπό τήν ἔναρξη τοῦ πολέμου· κι ὅταν πέθανε φάνηκε ἀκόμη περισσότερο πόσο σωστά εἶχε προβλέψει σχετικά μέ τόν πόλεμο. Διότι εἶχε πεῖ στούς Ἀθηναίους ὅτι, ἐάν εἶχαν ὑπομονή, φρόντιζαν τό ναυτικό τους καί δέν ἐπεδίωκαν νέες κατακτήσεις ὅσο διαρκοῦσε ὁ πόλεμος οὔτε ἐξέθεταν σέ κίνδυνο τήν πόλη, θά ἐπικρατοῦσαν». [8] Ὁ Περικλῆς, ὅπως εἶναι ἄλλωστε εὔλογο, δέν μπόρεσε νά προβλέψει τή φθορά πού θά προκαλοῦσε ὁ λοιμός στήν πόλη, ἀλλά καί τό κυριώτερο ὅτι μετά ἀπό αὐτόν δέν θά ὑπῆρχαν ἀντάξιοι ἡγέτες, ἀλλά τοὐναντίον θά ἐπικρατοῦσαν δημαγωγοί πού θά ὁδηγοῦσαν τούς Ἀθηναίους στήν (αὐτο)καταστροφή.

Παραπομπές

[1] Ντόναλντ Κέιγκαν,  Πελοποννησιακός πόλεμος, μετάφραση Νικόλας Πηλαβάκης, ἐκδ. Ὠκεανίδα, Ἀθήνα 2004, σελ. 134

[2] Θουκυδίδη στορία, εἰσαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, δεύτερη ἔκδοση, ἔκδ. Πόλις, Ἀθήνα, Νοέμβριος 2011, σελ. 271-273

 [3] Θουκυδίδη, στορία, ὅ.π. σελ. 273-275

 [4]  Θουκυδίδη, στορία, ὅ.π. σελ. 275-277

[5]  Θουκυδίδη, στορία, ὅ.π. σελ. 277

[6]  Θουκυδίδη, στορία, ὅ.π. σελ.277-279

[7]  Θουκυδίδη, στορία, ὅ.π. σελ. 279

[8]  Θουκυδίδη, στορία, ὅ.π. σελ. 295

Σημείωση: Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Ο λοιμός των Αθηνών”, 17ος αι.) είναι έργο του, φλαμανδού, Μίχιελ Σβέηρτς.

ΠΗΓΗ: 30.03.2020, https://antifono.gr/

Ο Φώτης Σχοινάς είναι συνταξιούχος φιλόλογος εκπαιδευτικός και πρώην σχολικός σύμβουλος.

Ἡ ἱστορία τῆς ἐπιβολῆς τοῦ Filioque

στορία τς πιβολς το Filioque

Ο θεολογικές, γλωσσικές καί πολιτικές προϋποθέσεις τς πιβολς το Filioque

Το Φώτη Σχοιν*

Τό Filioque, ὅτι δηλαδή τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται καί κ το Υο, συνιστᾶ αἱρετική ἀπόκλιση τῆς Δύσεως καί ὄχι ζήτημα θεολογούμενον, ὅπως ὑποστηρίζουν ὁρισμένοι σύγχρονοι θεολόγοι καί θεολογοῦντες. Λέγεται ὅτι τό πρῶτον ἐμφανίσθηκε σέ δύο συνόδους τοῦ Τολέδου τό 547 καί τό  589 [1]. Οἱ σύνοδοι αὐτές πρόσθεσαν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τό Filioque. Πολλοί δογματολόγοι ἀμφισβητοῦν τό γεγονός αὐτό καί θεωροῦν ὅτι ἐμφανίσθηκε ἀργότερα σέ ἄλλες συνόδους τῆς Δύσεως [2]. Προτοῦ ὅμως προβοῦμε στήν ἱστορική πλευρά τοῦ ζητήματος, θεωροῦμε σκόπιμο νά ἐξετάσουμε ἐν ἄκρᾳ συντομίᾳ τίς θεολογικές, γλωσσικές καί πολιτικές προϋποθέσεις τοῦ Filioque στή Δύση.

Συνέχεια

Περί τοῦ τραγικοῦ

Περί το τραγικο

Το Φώτη Σχοιν*

Τό τραγικό ἐμπεριέχει ἀφεύκτως τό στοιχεῖο τῆς ρήξης, τῆς σύγκρουσης.  Ὁ τραγικός ἥρωας συγκρούεται μέχρις ἐσχάτων μέ τόν Θεό, τήν Μοῖρα ἤ τήν Κοινωνία. Οὐσία τοῦ τραγικοῦ εἶναι ἡ σύγκρουση τῶν ἐναντίων προθετικοτήτων, τῶν ἐναντίων ἀξιῶν καί προκύπτει ἀπό τήν παραβίαση τῆς ἱεραρχίας διαφορετικῶν δικαίων – τοῦ θείου καί τοῦ ἀνθρωπίνου, τοῦ μητριαρχικοῦ καί τοῦ πατριαρχικοῦ, τοῦ ἐθιμικοῦ καί τοῦ κρατικοῦ. Κατά τόν κλασσικό ὁρισμό τοῦ Hegel τραγικό εἶναι «ἡ σύγκρουση ἀνάμεσα σέ δυό δυνάμεις, πού καθεμιά ἔχει τό δικαίωμα νά πραγματώσει τήν οὐσία της, ἀλλά δέν τό κατορθώνει ἀλλιῶς παρά καταπατώντας τά ἐπίσης σεβαστά δίκαια τῆς ἄλλης». Ἡ καθηγήτρια Χαρά Μπακονικόλα-Γεωργοπούλου προλογίζοντας τό ἔργο τοῦ Μάξ Σέλερ Τό φαινόμενο το  τραγικο γράφει: « Σέλερ πιγκεντρώνει τό τραγικό φαινόμενο στό σημεο   ντιπαράθεσης δύο ξιν, πό τίς ποες  μία προορίζεται νά “καταστραφε”». Μάλιστα κατά τόν Μ. Σέλερ «τό τραγικό εναι μλλον να οσιδες στοιχεο στό διο τό σύμπαν».

Συνέχεια

Ἡ ἐνοχή τοῦ Ἰούδα

  νοχή το ούδα

Του Φώτη Σχοινά*

Ἔχει λεχθεῖ ὅτι « ούδας εναι τό μυστηριωδέστερον πρόσωπον ες τήν στορίαν το κόσμου» [1]. Ὄντως ὁ Ἰούδας Σίμωνος ὁ Ἰσκαριώτης εἶναι μία τόσο αἰνιγματική καί μυστηριώδης μορφή, ὥστε κάθε προσπάθεια ἀναλύσεως τῆς ἐνοχῆς καί τῆς ἀχαριστίας πού ἐπέδειξε στόν Διδάσκαλό του εἶναι σχεδόν ματαία. Ἐν τούτοις στό μικρό αὐτό ἀρθρίδιο θά προσπαθήσουμε, ὅσο τοῦτο εἶναι δυνατόν, νά ἀναλύσουμε τήν ἐνοχή του βάσει τῶν ἱερῶν Πατέρων καί δή βάσει τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου.

Συνέχεια

Τραγωδία καί Δημοκρατία

Τραγωδία καί Δημοκρατία

Του Φώτη Σχοινά*

«Θά πρεπε νά εχαριστήσουμε τήν λλάδα. Εναι Δύση πού χρωστάει στήν λλάδα. φιλοσοφία, δημοκρατία, τραγωδία… Πάντα ξεχνμε τή σχέση νάμεσα  στήν τραγωδία καί τή δημοκρατία. Χωρίς Σοφοκλ δέν θά πρχε Περικλς. Χωρίς τόν Περικλ δέν θά πρχε Σοφοκλς».

(Ζάν Λύκ Γκοντάρ)

1. Εσαγωγή

       Ἡ τραγωδία εἶναι ἀποκλειστικό προϊόν τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος, ὅπως καί ἡ δημοκρατία. Θέατρο ἔχουμε καί σέ ἄλλους Ἀνατολικούς λαούς, τραγωδία ὅμως ὄχι. Μάλιστα οἱ τῦχες τῆς τραγωδίας καί τῆς δημοκρατίας βαίνουν παραλλήλως. Ἡ τραγωδία γεννιέται ὅταν γεννιέται ἡ δημοκρατία καί στερεύει ὅταν ἡ δημοκρατία παρακμάζει ὁριστικά. Οὐσιαστικά ἡ τραγωδία ζεῖ τόν 5ο αἰώνα, ὅσο καί ἡ ἀκμή τῆς δημοκρατίας. Τόν 4ο αἰώνα δέν ἔχουμε πιά μεγάλους τραγικούς ποιητές. Βέβαια ἡ δημοκρατία διατηρεῖται ἐν ζωῇ, ἀλλά σέ παρακμή, γιά ἕνα ἀκόμα αἰώνα περίπου ὡς τό 322 π.Χ, ὁπότε πεθαίνει ὁριστικά.

Εἶναι ἑπομένως λογικό καί ἀκόμη ἐντελῶς βάσιμο νά ὑποθέσουμε ὅτι ὑπάρχει ἕνας ὀργανικός, ἐσωτερικός καί αἰτιώδης δεσμός ἀνάμεσα στήν τραγωδία καί τή δημοκρατία. Ἡ κοινή τους μοῖρα δέν εἶναι μόνο ψιλή χρονική σύμπτωση. δημοκρατία συνδέεται ατιωδς μέ τήν τραγωδία, σέ βαθμό πού ἡ τελευταία δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει χωρίς τήν πρώτη. Ἡ δημοκρατία εἶναι ἡ μήτρα πού κυοφόρησε καί ἔκανε νά ἀνθίσει καί νά καρπίσει ἡ τραγωδία.

Συνέχεια

Παιδαγωγικές ἀντιλήψεις τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν

Παιδαγωγικές ντιλήψεις τν Τριν εραρχν

Του Φώτη  Σχοινά*

Ἡ ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἔχει θεσπισθεῖ ἤδη ἀπό τό ἀκαδημαϊκό ἔτος 1843/44 ἀπό τή Σύγκλητο τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ἀθήνας ὡς ἡ ἑορτή τῆς παιδείας. Ἡ καθιέρωση αὐτή ὀφείλεται  στό γεγονός ὅτι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες ἐπεχείρησαν καί ἐπέτυχαν τή σύζευξη τοῦ χριστιανικοῦ σωτηριολογικοῦ μηνύματος μέ τήν ἑλληνική παιδεία, τή χριστιανική Πίστη μέ τόν ἑλληνικό Λόγο. Οἰ ἑλληνομαθεῖς χριστιανοί Πατέρες ἔδωσαν καινές, χριστιανικοῦ περιεχομένου, ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα – θεολογικά, ὀντολογικά, κοσμολογικά, γνωσιοθεωρητικά, ἠθικά καί ἀνθρωπολογικά – πού ἀπασχολοῦσαν τήν ἑλληνική ἀπορητική διανόηση.

Συνέχεια

Ἕλληνες Πατέρες καί πρόσωπο

λληνες Πατέρες καί πρόσωπο

Του Φώτη Σχοινά*

Ἡ ἔννοια τοῦ προσώπου εἶναι γέννημα καί θρέμμα τῆς πατερικῆς σκέψεως, ἄγνωστη στούς Ἕλληνες. Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ γράφει ὅτι « ννοια το προσώπου καθ’ αυτήν πήρξε πιθανς μεγαλύτερη χριστιανική συμβολή στή φιλοσοφία» (π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα ρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 1989, σ. 154). Βέβαια οἱ Πατέρες διήνυσαν πολύ δρόμο γιά νά φθάσουν στήν ἔννοια τοῦ προσώπου. Πρῶτα διέκριναν τήν οὐσία ἀπό τήν ὑπόσταση καί κατόπιν ἐταύτισαν τήν ὑπόσταση μέ τό πρόσωπο.

Συνέχεια

Φιλοσοφία καί πρόσωπο (Πλάτων καί πρόσωπο) μέρος Β’

Φιλοσοφία καί πρόσωπο (Πλάτων καί πρόσωπο) μέρος Β’ 

Του Φώτη Σχοινά

Στό παρόν ἄρθρο θά προσπαθήσουμε νά καταδείξουμε τήν ὅποια συμβολή τοῦ Πλάτωνος στήν διαμόρφωση τῆς ἐννοίας τοῦ προσώπου. Πρός τόν σκοπό αὐτό θά παρακάμψουμε τίς ἄλλες πλευρές τῆς πλατωνικῆς φιλοσοφίας καί θά ἐπικεντρωθοῦμε στήν ψυχολογία (τήν θεωρία περί ψυχῆς) καί στήν στενά συνημμένη μέ αὐτήν πολιτειολογία τοῦ Πλάτωνος.

Συνέχεια

Φιλοσοφία καί πρόσωπο (Ἀριστοτέλης καί πρόσωπο) Μέρος Γ

Φιλοσοφία καί πρόσωπο (ριστοτέλης καί πρόσωπο) Μέρος Γ

Του Φώτη Σχοινά

Στό παρόν τρίτο μέρος τῆς τριλογίας μας, μετά τόν Σωκράτη καί τόν Πλάτωνα, θά ἐξετάσουμε τήν συμβολή τοῦ Ἀριστοτέλη στή διαμόρφωση τῆς ἐννοίας τοῦ προσώπου. Σημειωτέον ὅτι οἱ ὅροι  «ἄτομο» καί «πρόσωπο» ἐκλαμβάνονται καί στήν παροῦσα ἐργασία ὡς ταυτόσημοι. Θά ἐξετάσουμε τήν ἀριστοτελική θεωρία περί ψυχῆς καί καθ̉ ἑαυτήν καί σέ ἀντιπαραβολή μέ τήν ἀντίστοιχη θεωρία περί ψυχῆς τοῦ Πλάτωνα.

Συνέχεια

Ἡ ἔννοια τῆς εἰκόνας στήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία καί στήν Πατερική θεολογία

ννοια τς εκόνας στήν ρχαία λληνική φιλοσοφία καί στήν Πατερική θεολογία

Cristougenna_ThanPapathanasiou

Του Φώτη Σχοινά

Ἡ λέξη εκών εἶναι πολυσήμαντη καί κεφαλαιώδους σημασίας στήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία καί περιλαμβάνει ἐφαρμογές στήν ὀντολογία, στήν κοσμολογία, στή γνωσιοθεωρία, στήν ἀνθρωπολογία, στήν αἰσθητική ἀκόμη καί στήν πολιτική θεωρία. Στήν παροῦσα ἐργασία δέν προτιθέμεθα νά προβοῦμε σέ ἐξαντλητική ἀνάλυση τῆς ἐννοίας τῆς εἰκόνος σέ ὅλες τίς ἀνωτέρω πτυχές. [1] Ἐμεῖς ἔχουμε πολύ πιό περιορισμένο στόχο: νά δείξουμε πῶς μία βασική ἔννοια τῆς ἀρχαιοελληνικῆς φιλοσοφίας παραλαμβάνεται ἀπό τήν Πατερική θεολογία καί συγκεκριμένα ἀπό τό ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό καί ἐνοφθαλμίζεται στήν χριστιανική προβληματική. Στήν Καινή Διαθήκη ἔλαβε ὡσαύτως θεμελιώδη σπουδαιότητα, ἐπειδή κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο ὁ Χριστός ἐμφανίζεται ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου.

Συνέχεια