Ο «απαγορευμένος θάνατος» στην εποχή του κορωνοϊού
Του Γιώργου Κρανιδιώτη*
Η πανδημία του κορωνοϊού έφερε, για πρώτη φορά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τους ανθρώπους της Δύσης αντιμέτωπους με το φάσμα του θανάτου σε μαζική κλίμακα. Πρόκειται για μία καινοφανή για τις ζώσες γενιές απειλή, που θα ανέμενε κανείς να ωθήσει, εκ των πραγμάτων, τα άτομα προς μία βαθύτερη συνειδητοποίηση της θνητότητάς τους. Ωστόσο, μεταβάλλει όντως η αντικειμενική πραγματικότητα της πανδημίας τις διαμορφωμένες στάσεις έναντι του θανάτου και τις γνώριμες συνθήκες αυτού ή μήπως απεναντίας τις παγιώνει, τις εντείνει και τις παροξύνει;
Η «απαγόρευση» του θανάτου
Σύμφωνα με τον Γάλλο ιστορικό Φιλίπ Αριές,[1] κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα παρατηρείται ένα φαινόμενο εντελώς απρόσμενο, μία βίαιη επανάσταση στις παραδοσιακές ιδέες και τα συναισθήματα, το οποίο ονομάζει «απαγόρευση του θανάτου»: «Ο θάνατος, που άλλοτε ήταν παρών και τόσο οικείος, σβήνει κι εξαφανίζεται. Γίνεται ντροπή, αντικείμενο απαγόρευσης».[2] Ο θάνατος έγινε ταμπού και αντικατέστησε το σεξ ως κύρια απαγόρευση: είναι πια ντροπή να μιλάς για τον θάνατο και τους σπαραγμούς του, όπως ήταν άλλοτε ντροπή να μιλάς για το σεξ και τις ηδονές του. Έγινε ο «ακατονόμαστος»∙ η αναφορά στον θάνατο προκαλεί συναισθηματική ένταση ασυμβίβαστη με την καθημερινότητα, και οι άνθρωποι αρνούνται να υποστούν τη φυσική συγκίνηση που προκαλεί η ιδέα ή η θέα του. Τοποθετήθηκε έξω από την καθημερινή ζωή, απομακρύνθηκε από τον κόσμο των πιο οικείων πραγμάτων, διότι «δημιουργεί πρόβλημα»: η κοινωνία πρέπει να αποφύγει την ταραχή «που προκαλούν η αγωνία κι η απλή παρουσία του θανάτου σε μια ευτυχισμένη ζωή, αφού είναι πια γενικά παραδεκτό πως η ζωή είναι πάντα ευτυχισμένη ή, τουλάχιστον, πρέπει να φαίνεται πως είναι».[3] Οι φανερές εκδηλώσεις του πένθους καταδικάζονται ή εξαφανίζονται. Η επίγνωση της προσωπικής θνητότητας εξασθενεί: «Τεχνικά, δεχόμαστε ότι μπορεί να πεθάνουμε […]. Αλλά, στην πραγματικότητα, στο βάθος του εαυτού μας, δε νιώθουμε θνητοί».[4]