Η καρδιά μας σταμάτησε στο Έσσεξ
Του Γιάννη Ποταμιάνου*
Τα φορτηγά ψυγεία στριγγλίζουν
στους μεγάλους δρόμους της Ευρώπης
Άνθρωποι σφιχταγκαλιασμένοι
στα παγωμένα σωθικά τους
ικετεύουν μια ανάσα
Είναι φαίνεται η άτεγκτη δικαιοσύνη
έσχατη μεταμόρφωση της αδικίας,
το σιδηρούν προσωπείο της
έχει περιορισμένο οπτικό πεδίο
κι οι σιδερόφρακτοι της τάξης ιππότες της
καλπάζουν με παρωπίδες στο μονόδρομο
που τους χαράχτηκε
Τι να συμβαίνει άραγε
στο γέρμα του Ιούλη
Μήπως είναι η κάψα του μεσημεριού
ή μπας κι είναι του τζίτζικα
η μουσική ανάσα
Πιθανόν και να φταίει
ο πυρπολημένος άνεμος
που πυρώνει τις κεραμιδένιες στέγες
Στον Νίκο Τεμπονέρα
Ο ωραίος Δάσκαλος, όρθιος
στο μετερίζι της παιδείας
να κοιτά την επερχόμενη καταιγίδα
με την έγνοια στα μάτια
και το δάκρυ έτοιμο να κυλήσει
στα ζυγωματικά του
Τι φωνάζει αυτός ο θεματοφύλακας
από το βήμα, ωρυόμενος
καθαρότητα κι ορθοδοξία;
Αγκομαχάει η ζωή
καθώς τραβάει την ανηφόρα
Θρυμματίζονται τα όνειρά μας
στις συμπληγάδες της ματαίωσης
Επτά χρόνια σπασμοί,
σπαρταράει το σώμα της Πόλης
ψυχορραγεί
ι
Αυτή η σύγκρουση
που ανατινάζει τη γνώση
Δύο σωμάτια όπως σώματα
τρέχουν αλλόφρονα
σφιχταγκαλιάζονται μέχρι θανάτου
Χάνονται ανάμεσα σε ερωτήματα
ίσως και αισθήματα
Στα συντρίμμια η απόγνωση
γίνεται αγανάκτηση
έκρηξη ή φυγή
Πώς να μην διψάς για λίγο ουρανό ειρήνης
Παραπαίει και πάλι απόψε στη βαρύτητα
το άστρο μου
έτοιμο να καταρρεύσει
στ’ απερινόητα ερωτήματα
που συνθλίβουν τα θεμέλιά μου