Η μάνα μου καθαρίστρια, εγώ παιδί κι ανήψι καθαριστριών
Του Αρχιμανδρίτη Βασίλειου Βαρβέλη*
Έλαμπαν τα σπίτια που δούλευε 6 μέρες την εβδομάδα και την έβδομη, την Κυριακή, (στην «αργία» της), να καθαρίσει και το δικό μας το σπίτι κ εμάς, να μαγειρέψει ένα πιάτο ζεστό φαγητό, να πλύνει, ν΄απλώσει, να σιδερώσει, να μας αγκαλιάσει και να ξεκουραστεί.
Αυτή η μάνα μου!
Αυτές οι Περιστεριώτισες οι μανάδες των φίλων μας, που ξεκινούσαν χαράματα νηστικές, αφήνοντας τα παιδιά στους δρόμους, για να φτάσουν στην Εκάλη, στη Φιλοθέη, στο Ψυχικό, με κρύο, με βροχή, με χιόνι, με ζέστη και να γίνουν «παραδουλεύτρες» όπως τις έλεγαν οι «Κυρίες», για να μας μεγαλώσουν, με το μεροκάματο τους, να μας μορφώσουν, να γίνουμε άνθρωποι. Και οι περισσότεροι γίναμε!
Κι όταν επέστρεφε η μάνα απ τη δουλεία, έχοντας μέσα στην τσάντα της την βρεγμένη της ρόμπα που φορούσε όταν σφουγγάριζε με τα γόνατα τα πατώματα, μικρός εγώ, πολύ μικρός, την ρώταγα με αγωνία: