Τι αίτημα είναι η άρνηση του χρέους;
Ένα αποκαλυπτικό «ταξίδι» από το ι8ο αιώνα μέχρι τη θηλιά ΔΝΤ-Ε.Ε.
Του Δημήτρη Καζάκη
Γι' αυτό κι ο λαός μπορεί ελεύθερα να εξεγείρεται, να κάνει πόλεμο, να κατεβαίνει στους δρόμους και να οργίζεται γι' αυτό που του επιβάλουν, αρκεί να μην θέτει αιτήματα που ενοχλούν το σύστημα. Ολόκληρος ο μικροαστισμός της γραφειοκρατίας των κομμάτων της Αριστεράς επί σκηνής.
Αυτά τα αιτήματα, λένε, είναι πολύ επαναστατικά για την υγεία του λαού και της εργατικής τάξης. Λείπουν οι συνθήκες, δεν είναι έτοιμος ο λαός. Και τέλος πάντων, αφήστε πρώτα να έρθει η δευτέρα παρουσία μιας πανευρωπαϊκής αναγέννησης, ή έστω κάποιο είδος σοσιαλισμού και ύστερα βλέπουμε. Τώρα, αν μέχρι τότε ο ελληνικός λαός υποστεί μια από τις χειρότερες καταστροφές στην ιστορία του, δεν έχει καμιά σημασία. Οι κύριοι αυτοί είναι αρκετά επαναστάτες και «διεθνιστές», ώστε να το αντέξουν. Αρκεί να διασωθεί η θεσούλα τους στον κομματικό μηχανισμό, η πολιτική αργομισθία που έχουν εξασφαλίσει και φυσικά οι ιδεοληψίες που δικαιώνουν την ύπαρξη τους. Όλα τα άλλα θα τα φορτωθεί ο λαουτζίκος για να μπορούν να του πουν, όπως πάντα, «είδες που είχαμε δίκιο, ο καπιταλισμός είναι πολύ κακό πράγμα!».
Από αίτημα της ανερχόμενης φιλελεύθερης αστικής τάξης…
Ας τους βγάλουμε από την αγωνία τους. Τα αιτήματα της άρνησης της πληρωμής του χρέους και η έξοδος από το ευρώ δεν είναι ούτε επαναστατικά, ούτε σοσιαλιστικά μέτρα. Είναι βαθιά δημοκρατικά αιτήματα από τη σκοπιά του λαού και της εργατικής τάξης. Ειδικά η άρνηση του χρέους, που ορισμένοι στην Αριστερά κάνουν σαν να το ακούν για πρώτη φορά, κατάγεται από τις μεγάλες αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις του 18ου αιώνα. «Η Ιακωβίνικη κυβέρνηση του 1793 υιοθέτησε τη θέση ότι ένας ελεύθερος λαός δεν χρειάζεται να πληρώσει τα χρέη που ένας "τύραννος" (…) έχει συσσωρεύσει» (1), έγραφε ο Καρλ Σμιτ. Έτσι για πρώτη φορά η ελευθερία και η κυριαρχία ενός λαού συνδέθηκε με την ακύρωση και διαγραφή των χρεών των «τυραννικών καθεστώτων» που ανατρέπει η δημοκρατία. Οι νεοσύστατες ΗΠΑ πάτησαν στα πόδια τους διαγράφοντας τα χρέη τους προς τους Βρετανούς.
Μερικά χρόνια αργότερα, ο Τόμας Τζέφερσον απαντούσε σ' όσους έτρεμαν την ιδέα της διαγραφής του χρέους ως εξής: «Δεν ανήκω σ' εκείνους που φοβούνται το λαό. Αυτός και όχι οι πλούσιοι αποτελούν την εγγύηση μας για διαρκή ελευθερία. Και για να προστατεύσουμε την ανεξαρτησία του δεν θα πρέπει να επιτρέψουμε στους κυβερνώντες να μας φορτώσουν με διαρκές χρέος… Αν βρεθούμε σε κατάσταση τέτοιου χρέους ώστε να αναγκαστούμε να φορολογηθούμε για ό,τι τρώμε και πίνουμε, για τα αναγκαία και τις ανέσεις μας, για τις εργασίες και τις διασκεδάσεις μας… όπως συμβαίνει με το λαό της Αγγλίας, τότε και ο λαός μας θα χρειαστεί να δουλεύει 16 ώρες από τις 24 και να δίνει ό,τι κερδίζει από τις 15 ώρες στην κυβέρνηση για τα χρέη της και τις καθημερινές δαπάνες της… Τότε όμως δεν θα έχουμε χρόνο για να σκεφτούμε και κανένα μέσο για να εγκαλέσουμε αυτούς που μας κυβερνάνε άσχημα. Δεν θα έχουμε καμιά άλλη επιλογή από το να εκ-μισθώνουμε τους εαυτούς μας σε εκείνους που το μόνο που θέλουν είναι να μας κρατάνε δεμένους… έως ότου ο κύριος όγκος της κοινωνίας καταλήξει να είναι ένα απλό αυτόματο μιζέριας δίχως καμιά άλλη αίσθηση εκτός από το να αμαρτάνει και να υποφέρει» (2).
Ήταν τόσο φυσιολογικό το αίτημα της διαγραφής των κρατικών χρεών από την ανερχόμενη φιλελεύθερη αστική τάξη, που ο Φράνσις Γουόκερ, ένας από τους πατέρες της δημόσιας οικονομικής τον 19ο αιώνα, έγραφε: «Κανένα μεγάλο εθνικό χρέος δεν πληρώθηκε ποτέ, ούτε αντιμετωπίστηκε με κάποιον άλλο τρόπο, εκτός από την άρνηση της αποπληρωμής του». Κι αυτό γιατί, «η οικονομία του εθνικού χρέους, κάτω από το υπάρχον χρηματοπιστωτικό σύστημα, οδηγεί πάντα στην εξαθλίωση των παραγωγικών τάξεων. Ολόκληρη η επίδραση πάνω τους είναι καταπιεστική. Τους στερεί κάθε δυνατότητα έντιμης ανταμοιβής, μέσα από ένα ψεύτικο χρήμα, το οποίο τους ληστεύει ένα μεγάλο μέρος από τους ονομαστικούς μισθούς τους. Τους επιβάλει, μέσα από την έμμεση φορολογία, ένα εντελώς άδικο ποσοστό των δημόσιων βαρών και στην πράξη είναι ένας τεράστιος μηχανισμός για την καταπίεση και την υποβάθμιση τους, έστω κι αν δεν είναι εκ προθέσεως». (3)
…αίτημα της εργατικής τάξης
Καθώς η αστική τάξη σταθεροποιούνταν στην εξουσία και λίγο αργότερα η κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου την μετάλλασσε σε μια βαθιά αντιδραστική τάξη, ξέχασε ότι η διαγραφή των χρεών υπήρξε η ιδρυτική πράξη της δημοκρατίας της. Οι εκπρόσωποι της ανέλαβαν να την εξορκίσουν δια παντός από την πολιτική και οικονομική φιλολογία. Όμως, από την εποχή της «Συνωμοσίας των Ίσων», ήταν η εργατική τάξη εκείνη που υιοθέτησε τα ριζοσπαστικά αιτήματα της αστικής δημοκρατίας. Το ίδιο συνέβη και με το αίτημα της διαγραφής των κρατικών χρεών, που ιδίως μετά τις επαναστάσεις του 1848 διαχώριζε το εργατικό κίνημα από τους αστούς και μικροαστούς δημοκράτες που ζητούσαν απλά ρύθμιση των χρεών. Από τότε δεν υπήρξε εργατικό κίνημα και κόμμα που να μην υιοθέτησε στο πρόγραμμά του το αίτημα της διαγραφής των κρατικών χρεών, όχι από τ δική του μελλοντική εξουσία; αλλά ως άμεση διεκδίκηση στην πάλη του για την κατάκτηση της δημοκρατίας.
Το 1914 ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Η επίσημη διεθνής εργατική σοσιαλδημοκρατία τρομοκρατημένη από τη δύναμη που φαινόταν να έχει το σύστημα, αλλά και την αδυναμία των εργατικών και λαϊκών κινημάτων να αντιταχθούν και να σταματήσουν τη σφαγή, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το πρωτεύον δεν είναι η οργάνωση της μαζικής πάλης ενάντια στον πόλεμο, αλλά η διάσωση των κομμάτων τους. Λίγοι διαφώνησαν με αυτή την λογική και τη θεώρησαν ανοιχτή προδοσία της εργατικής τάξης. Μια μικρή ομάδα διεθνιστών επαναστατών, εν μέσω ενός άγριου μακελειού, με την πλειοψηφία της εργατικής τάξης και λαού στις εμπόλεμες χώρες να έχει υποταχθεί στον κάλπικο πατριωτισμό των ιμπεριαλιστών, μαζεύτηκαν στην Ελβετική πόλη του Τσίμερβαλντ τον Σεπτέμβρη του 1915. Είχαν προηγηθεί εντατικές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις διαφορετικές τάσεις, που παρ' όλες τις διαφορές τους είχαν συμφωνήσει στην ανάγκη να προτάξουν ένα «δημοκρατικό πρόγραμμα» ενάντια στον πόλεμο. Ο Λένιν επέμενε: «Σαν θετικό σύνθημα που τραβάει τις μάζες στον επαναστατικό αγών και εξηγεί την ανάγκη των επαναστατικών μέτρων για "δημοκρατική" ειρήνη θα πρέπει να ριχτεί το σύνθημα: άρνηση πληρωμής των δημόσιων χρεών». Κι έτσι έγινε. Η ασήμαντη, για την πανίσχυρη ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας, διεθνής Αριστερά του Τσίμερβαλντ περιέλαβε στα συνθήματα της και την «άρνηση πληρωμής των δημόσιων χρεών» (4) ως μέσο για το τράβηγμα στην επαναστατική πάλη των πολύ πλατιών μαζών.
Πολύ πιο πίσω οι ηγεσίες της Αριστεράς
Σήμερα, οι ηγεσίες της Αριστεράς, είτε του μανιοκαταθλιπτικού ευρωπαϊσμού, είτε της δήθεν ταξικής καθαρότητας, είναι πολύ πιο πίσω ακόμη και από τους εκπροσώπους της παλιάς φιλελεύθερης αστικής τάξης. Το βασικό τους πρόβλημα είναι ότι έχουν παραιτηθεί από την πάλη για την κατάκτηση της δημοκρατίας. Γι' αυτό και αδυνατούν να κατανοήσουν αιτήματα σαν την άρνηση του χρέους και την έξοδο από το ευρώ. Τα θεωρούν ανέφικτα, όσο ανέφικτη θεωρούν και την ίδια τη δημοκρατία για το λαό και την εργατική τάξη. Όποιος νομίζει ότι μπορεί να παρακάμψει την πάλη για τη δημοκρατία σήμερα, για να βρεθεί πιο γρήγορα στο σοσιαλισμό, ή στην όποια δική του ουτοπία, προσπαθεί να κρύψει το γεγονός ότι αρνείται τη δημοκρατία και σήμερα και αύριο. Ότι θεωρεί τη δημοκρατία σήμερα ανέφικτη και αύριο περιττή. Είτε μιλάει εξ ονόματος της «Ευρώπης», είτε της «Λαϊκής Εξουσίας». Γι' αυτόν, όποιο καθεστώς κι αν υπάρχει είναι το ίδιο, αρκεί να τον ανέχεται. Είτε η χώρα βρίσκεται υποτελής και υπό καθεστώς αποικίας της Ε. Ε. και του ΔΝΤ, είτε όχι.
Μόνο που η πράξη λέει ότι όποιος δεν ξέρει| ή αρνείται να παλέψει για τη δημοκρατία σήμερα, δηλαδή για τη λαϊκή κυριαρχία και την εθνική ανεξαρτησία, τότε η επίκληση του σοσιαλισμού ή του όποιου «οράματος» είναι απλό πρόσχημα. Όποιος αδιαφορεί για το τι καθεστώς επιβάλλεται στη χώρα του σήμερα, είναι σίγουρο ότι με τον ίδιο τρόπο θα αδιαφορήσει για το τι καθεστώς θα επιβληθεί αύριο, ό,τι φερετζέ κι αν του φορέσει. Κι ο νοών νοείτω…
Σημειώσεις
(1) Carl Schmitt, Constitutional theory, Duke University Press, 2008, σ. 142.
(2) The Writings of Thomas Jefferson, vol. X, new York: G. P. Putnam's sons, 1989, σελ. 41-42.
(3) Francis Amasa Walker, The Science of Wealth A Manual of Political Economy, Boston: Little, Brown and Co, 1987, σελ. 362, 371.
(4) Β. Ι. Λένιν, Για το «Πρόγραμμα Ειρήνης», Άπαντα, τ. 27, Αθήνα: ΣΕ, 1980, σελ. 279.
ΠΗΓΗ: Ο Δρόμος, Σάββατο 19-6-2010, σελ. 8.