Το Ψηφιακό Σχολείο – ανοιχτά ερωτήματα

Το Ψηφιακό Σχολείο και τα ανοιχτά ερωτήματα

 

Του  Γιώργου Μαυρογιώργου*

 

Σύμφωνα με την επίσημη  κοινοτική ρητορική στην Ευρώπη, η εκπαίδευση προκαλείται να απαλλαγεί από τα συμβατικά δεσμά για να ανασυγκροτηθεί συνολικά και δραστικά και να ενσωματώσει, σε όλες  τις εκπαιδευτικές  δραστηριότητες, ως δομικό της στοιχείο, τη χρήση των  τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας(ΤΠΕ). Όπως υποστηρίζεται, το ψηφιακό σχολείο προσφέρει  απεριόριστες ευκαιρίες πρόσβασης σε ολοκληρωμένες βάσεις εκπαιδευτικών δεδομένων, με επαναστατικές προϋποθέσεις για διδασκαλία και μάθηση.

Κυριαρχεί μια «διαφημιστική» εκδοχή που προωθεί την αγορά νέων εκπαιδευτικών προϊόντων. Όπως είναι φυσικό, η υιοθέτηση αυτής της εκδοχής, εκτός των άλλων,  δημιουργεί νέες ανάγκες στην εκπαίδευση, με την ανακατανομή πόρων και τη  μετατόπιση προτεραιοτήτων, για την προμήθεια του απαραίτητου εξοπλισμού και την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών.

Η ιστορία της εκπαίδευσης έχει να επιδείξει πολλά τέτοια «επεισόδια» εισαγωγής παιδαγωγικών και διδακτικών καινοτομιών. Το πρόβλημα είναι ότι οι σχετικές αναλύσεις υποβαθμίζουν, συνήθως, τα σχετικά ζητήματα. Συνήθως, οι πολιτικές μαζικής εισαγωγής των τεχνολογιών εξαντλούνται σε ζητήματα υποδομών και άσκησης στη χρήση τους. Αυτό, όμως που χρειαζόμαστε, κατά προτεραιότητα,  δεν είναι πώς να χρησιμοποιούμε τις τεχνολογίες όσο να κατανοούμε τις αλλαγές που συντελούνται: οι νέες τεχνολογίες ως αντικείμενο μελέτης και όχι ως εργαλεία χρήσης. Όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζεται, τα σημαντικά ερωτήματα είναι: Ποιο πρόβλημα επιλύει μια νέα τεχνολογία; Ποιανού είναι αυτό το πρόβλημα; Ποια νέα προβλήματα ανακύπτουν με την επίλυση ενός υπάρχοντος προβλήματος; Ποιες κοινωνικές ομάδες και ποιοι θεσμοί πλήττονται; Ποιες αλλαγές επέρχονται στη γλώσσα; Και, ποιος αποκτά νέα εξουσία;

 Γίνεται σαφές ότι η εισαγωγή των τεχνολογιών στην εκπαίδευση χρειάζεται να πλαισιωθεί με την ανάλυση των επιπτώσεών τους στην εκπαιδευτική διαδικασία, καθώς βρισκόμαστε σε μια εποχή έντασης της γνώσης, με την υπαγωγή της διανοητικής εργασίας, της επικοινωνίας και του εποικοδομήματος εν γένει, στη σφαίρα της παραγωγής εμπορευμάτων. Η γνώση μετατρέπεται σε πρώτη ύλη, στη διαδικασία της παραγωγής και αποκτάει υλική υπόσταση. Έτσι, έρχεται η αγορά να καθορίζει ποια γνώση έχει προτεραιότητα και αξία. Τα ΜΜΕ και οι επιχειρήσεις ΤΠΕ δεν είναι μόνο στοιχεία του ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους αλλά και τεράστιες κεφαλαιοκρατικές επιχειρήσεις που παράγουν μια ειδική μορφή εμπορευματικής πληροφορίας.

Αυτό συνδέεται με την εμπορευματοποίηση της γνώσης, η οποία γίνεται πιο προσιτή για χρήση, όταν βρίσκεται σε μορφή που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αγοραπωλησίας. Σε μια τέτοια διαδικασία, δε μπορούμε να παραβλέψουμε ότι οι κοινωνικές ανισότητες είναι καθοριστικός παράγων για το ποιος έχει πρόσβαση σε ποια γνώση. Θα χρειασθεί να διερευνήσουμε ερωτήματα όπως: πώς αναγνώστες με άνισες υλικές, κοινωνικές και πολιτισμικές αφετηρίες αξιοποιούν και αντιδρούν σε διάφορες μορφές πληροφοριακού περιβάλλοντος; ποια εμπόδια συναντούν και ποιες μορφές χρήσης ευνοούν ποια μορφή μάθησης; Ένα υπέρ-κειμενικό σύστημα δεν προσφέρεται με τον ίδιο τρόπο σε όλους. Το τεχνολογικό περιβάλλον μάθησης δεν είναι με τον ίδιο τρόπο φιλικό προς όλους. Λαμβάνοντας υπόψη το κόστος υποδομής , θα έχουν τη δυνατότητα όλοι οι μαθητές και μαθήτριες να έχουν πρόσβαση με δημόσια δαπάνη ή θα έχουν αυτή τη δυνατότητα μόνο με ιδιωτική συνδρομή; Πιο συγκεκριμένα, θα έχουν τα δημόσια σχολεία στις διάφορες περιοχές της χώρας ίσες ευκαιρίες πρόσβασης σε τέτοιο σύστημα; Ποιοι μαθητές/τριες θα έχουν πρόσβαση σ' αυτά; Πέρα από αυτά, το ζήτημα, δεν είναι απλά αν οι μαθητές/ τριες μπορούν να υιοθετούν προσωπικό ρυθμό μάθησης, με τη χρήση των  τεχνολογιών, αλλά κυρίως πώς αλλάζουν οι αντιλήψεις για το μαθητή, για το σχολείο, τη γνώση κ.α., και ποιο είναι το νέο περιεχόμενό τους.

Το πληροφοριακό υλικό του Παγκόσμιου Ιστού είναι οργανωμένο γύρω από πηγές πληροφόρησης, λέξεις, πίνακες, στατιστικές, δεδομένα κ.α. Αυτό δημιουργεί συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξη καταναλωτικών μορφών συμπεριφοράς μπροστά στη γνώση. Ο καταναλωτικός προσανατολισμός, σε συνδυασμό με τη φιλικότητα προς το χρήση, μπορεί να μετατρέψει τον Ιστό σε εφιαλτικό εργαλείο για χειραγώγηση.

Η πληροφόρηση μας κατακλύζει και είναι διαθέσιμη για «ανάκληση». Μήπως όμως έχει αποσυνδεθεί η πληροφόρηση από το νόημα, το σκοπό και τη θεωρία, με αποτέλεσμα να καθίσταται μάλλον πηγή σύγχυσης, παρά προϋπόθεση ενημέρωσης και κατανόησης; Η πλημμυρίδα της πληροφορίας εξαντλεί την απορροφητική μας ικανότητα, τη συγκέντρωση της προσοχής  και τα όρια της διαύγειάς μας και μας συνθλίβει κάτω από το φορτίο μιας «εγκυκλοπαίδειας του στιγμιαίου» σε μια υπόθεση υπερπληροφόρησης. Αν είναι έτσι, πώς θεμελιώνεται η άποψη περί δραστικών περικοπών της ύλης;

Σε αυτό το νέο πεδίο των ηλεκτρονικών εκπαιδευτικών δικτύων, της νέας δημόσιας σφαίρας, της «διαδικτυακής μανίας» του κυβερνοχώρου, το ερώτημα είναι αν μπορούν να αναπτυχθούν νέοι τρόποι πρόσληψης, κριτικού τεχνολογικού εναλφαβητισμού και κριτικής υπέρ-ανάγνωσης, ώστε να εντοπίζονται και τα κυρίαρχα ιδεολογήματα ενός νέου ηγεμονικού συγκεντρωτισμού;

 

* Ο Γιώργος Μαυρογιώργος είναι Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΥΠΠ Κύπρου.

 

ΠΗΓΗ: http://www.alfavita.gr/artra/art31_3_10_935.php

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.