Η «επετηριδοποίηση» της αξιοκρατίας*
Του Γιάννη Στρούμπα
Το αίτημα της αξιοκρατικής στελέχωσης κάθε δημόσιας υπηρεσίας παραμένει από τη σύσταση του ελληνικού κράτους ανεκπλήρωτο, λόγω των ρουσφετολογικών πρακτικών των πολιτικών κομμάτων. Η ίδρυση του Α.Σ.Ε.Π. το 1994 αποτέλεσε τομή στις ευνοιοκρατικές τακτικές των ελληνικών κυβερνήσεων. Η ελπίδα για αξιοκρατία, ωστόσο, που γεννήθηκε συνάμα με την ίδρυση ενός αξιοκρατικού θεσμού, θόλωσε καθώς υπονομεύτηκε και πάλι από τους πολιτευτές, που τον παρέκαμπταν επινοώντας «παράθυρα» και «θύρες» ώστε να εξυπηρετούν την κομματική τους πελατεία.
* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 284, 1/12/2009.
Η διαιώνιση του νεποτισμού στην Ελλάδα ακόμη και μετά από την είσοδό της στην Ε.Ε. καθιστά ακόμη επιτακτικότερη την ανάγκη της αξιοκρατίας. Η νέα κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. έχει εκφράσει τη βούλησή της να υπαγάγει στη δικαιοδοσία του Α.Σ.Ε.Π. κάθε πρόσληψη: «Χρωστάμε στους Έλληνες και ειδικά στις νέες γενιές ένα δίκαιο σύστημα προσλήψεων στο Δημόσιο», τόνισε ο υπουργός Εσωτερικών κ. Γιάννης Ραγκούσης (11/11/2009). Η κατίσχυση της αξιοκρατίας είναι σαν στόχευση καλοδεχούμενη, αρκεί να μην ακυρωθεί στην πορεία από τους ίδιους παράγοντες που την υπονομεύουν μέχρι και σήμερα.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία η στελέχωση των δημόσιων θέσεων υπόκειται σε παραμέτρους που, υπό το πρόσχημα της «κοινωνικής πολιτικής» ή των «αυξημένων προσόντων», καταργούν κάθε έννοια ισότητας των υποψηφίων για τη διεκδίκηση μίας εργασιακής θέσης και, κατ' επέκταση, κάθε έννοια αξιοκρατίας. Ο κ. Ραγκούσης έχει επισημάνει την ανάγκη να επανεξεταστούν όλα τα κοινωνικά κριτήρια και τα προσόντα, των οποίων η μοριοδότηση θα είναι αυστηρή. Μία μοριοδότηση ωστόσο, έστω «αυστηρή» ή «αντικειμενική», δεν παύει να ακυρώνει την αξιοκρατία, ακόμη κι όταν μοιάζει να την υπηρετεί, αφού στην πράξη την «επετηριδοποιεί» συγκροτώντας νέους και πολυπληθείς καταλόγους προτεραιότητας.
Η θέση της κυβέρνησης για την άρση της μοριοδότησης όσων διαθέτουν προϋπηρεσία στον δημόσιο τομέα είναι απολύτως βάσιμη. Ο παραγκωνισμός του Α.Σ.Ε.Π. στο παρελθόν από τα κυβερνητικά κόμματα για τη στελέχωση, την έστω προσωρινή ή «εποχική», των δημόσιων υπηρεσιών με κομματικούς ψηφοφόρους, είναι γεγονός. Είναι απαράδεκτο συνεπώς να αποκτά πλεονέκτημα ο κομματικός διαγωνιζόμενος για μία θέση έναντι των υπολοίπων, τη στιγμή που τα όποια μόρια τα συγκέντρωσε με μεθόδους αθέμιτες κι όχι αξιοκρατικές.
Ακόμη όμως και σε περιπτώσεις στις οποίες οι προσλήψεις εποχικών υπαλλήλων ήταν όντως αξιοκρατικές, οποιαδήποτε μοριοδότηση που τορπιλίζει τον ισότιμο ανταγωνισμό κρίνεται απορριπτέα. Είναι αδιανόητο ένας υποψήφιος να πετυχαίνει σε γραπτό διαγωνισμό καλύτερες επιδόσεις από κάποιον άλλο, και τελικά να προσπερνιέται απ' αυτόν λόγω της «εμπειρίας» που ο δεύτερος διαθέτει. Αν η εμπειρία είναι τόσο απαραίτητη για την κάλυψη μιας θέσης, τότε ας προκηρύσσονται διαγωνισμοί αποκλειστικά για «έμπειρους». Την εμπειρία ωστόσο μπορούν να την αποκτήσουν με την κατάλληλη καθοδήγηση και οι διαγωνιζόμενοι που πετυχαίνουν καλύτερες επιδόσεις απ' τους «έμπειρους» συνυποψηφίους τους. Το αντικειμενικό κριτήριο της υψηλότερης επίδοσης δεν πρέπει να αναιρείται από μοριοδοτήσεις.
Γι' αυτό κι ενώ η αρχική τοποθέτηση της υπουργού Παιδείας κ. Άννας Διαμαντοπούλου για τερματισμό των «κονέ» και των «βυσμάτων» (12/11/2009) στις διαδικασίες πρόσληψης εκπαιδευτικού προσωπικού κινήθηκε προς απολύτως σωστή κατεύθυνση, η αναδίπλωση της υπουργού για τη μοριοδότηση των υποψήφιων προς διορισμό εκπαιδευτικών που διαθέτουν προϋπηρεσία (17/11/2009) αποτέλεσε επιστροφή στον βάλτο της αναξιοκρατίας. Στον χώρο της εκπαίδευσης μέχρι τη στιγμή αυτή ισχύουν ποικίλοι πίνακες εκπαιδευτικών που διεκδικούν διορισμό, οι οποίοι, καθώς συντάχτηκαν – υποτίθεται – με βάση «κοινωνικά κριτήρια» και την προϋπηρεσία των εκπαιδευτικών, καταστρατηγούν την αξιοκρατία γελοιοποιώντας το Α.Σ.Ε.Π. κι εμπαίζοντας τους επιτυχόντες στους διαγωνισμούς του. Η πρόσκληση αναπληρωτών και ωρομίσθιων εκπαιδευτικών δεν γίνεται πάντα σύμφωνα με τη σειρά επιτυχίας του Α.Σ.Ε.Π., αλλά και σύμφωνα με τις πολιτικές προτιμήσεις και τις διασυνδέσεις, δηλαδή τα «κονέ» στα οποία αναφέρθηκε αρχικά η υπουργός. Πόσο θεμιτό λοιπόν είναι να προσμετράται η προϋπηρεσία όσων την απέκτησαν πλαγίως;
Βέβαια, η υποχώρηση της κ. Διαμαντοπούλου στο συγκεκριμένο ζήτημα σχετίζεται με το γεγονός πως πολλοί εκπαιδευτικοί, που δεν είχαν πρόσβαση σε «κονέ» και «βύσματα», αποδέχτηκαν να υπηρετήσουν οπουδήποτε ως ωρομίσθιοι μόνο και μόνο για να συγκεντρώσουν μόρια. Απέναντι σ' αυτούς το υπουργείο φέρει την ευθύνη να φανεί συνεπές. Εδώ χρειάζεται ίσως μία μεταβατική περίοδος. Δεν χρειάζεται όμως η θεωρητική νομιμοποίηση της προϋπηρεσίας, που υπονομεύει τους γραπτούς διαγωνισμούς του Α.Σ.Ε.Π. Χωλαίνει ο ισχυρισμός της υπουργού μετά από την αναδίπλωσή της πως «είναι σημαντικό να έχεις έναν εκπαιδευτικό ο οποίος έχει εμπειρία». Οι «εκπαιδευτικοί με εμπειρία» δεν ξεκίνησαν από μηδενική βάση; Επιπρόσθετα, αν ο εκπαιδευτικός με προϋπηρεσία είναι τόσο αξιότερος σε σχέση με τους συναδέλφους του που δεν αξιώθηκαν κάποιο «δόντι» ώστε να την αποκτήσουν κι εκείνοι, ας το αποδείξει στους γραπτούς διαγωνισμούς. Κι αν η προϋπηρεσία βαραίνει τόσο στην εκπαίδευση, τότε γιατί να μην βαραίνει και στην περίπτωση των stage, στην οποία ωστόσο η κυβέρνηση την απορρίπτει – και ορθώς – μετά βδελυγμίας; Άλλες προϋπηρεσίες είναι «ουσιαστικές» ενώ κάποιες άλλες «ανούσιες»;
Η μοριοδότηση των μεταπτυχιακών σπουδών συνιστά άλλο ένα καίριο πλήγμα στην αξιοκρατία. Η ύπαρξη αξιολογότατων φοιτητών που προχωρούν σε μεταπτυχιακές σπουδές δεν παραγνωρίζεται. Ειδικά στη χώρα μας, όμως, οι μεταπτυχιακές σπουδές δεν απορρέουν πάντοτε από την αξία. Απορρέουν κι από τις δημόσιες σχέσεις, από την πλήρη υποτέλεια στους πανεπιστημιακούς καθηγητές και το δουλικό φρόνημα ή από το παχυλό πορτοφόλι των γονέων που χρηματοδοτούν τα ακριβοπληρωμένα μεταπτυχιακά, ιδίως σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Τη στιγμή λοιπόν που η ελληνική πολιτεία αδυνατεί να εγγυηθεί την αντικειμενική αξία των διάφορων μεταπτυχιακών τίτλων, η μοριοδότησή τους καταργεί τις ίσες ευκαιρίες. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη επίσης το γεγονός πως οι μεταπτυχιακές σπουδές αφορούν τις περισσότερες φορές εξειδικευμένα αντικείμενα που ελάχιστη σχέση έχουν με τους τομείς πάνω στους οποίους καλούνται να εργαστούν οι υποψήφιοι για την πλήρωση θέσεων στις δημόσιες υπηρεσίες. Αν βέβαια αυτό δεν ισχύει, και απαιτείται σε ορισμένους τομείς μόνο εξειδικευμένο προσωπικό, τότε ας προκηρύσσονται οι αντίστοιχες θέσεις μόνο για υποψήφιους με αυξημένα προσόντα, όπως οι μεταπτυχιακοί ή οι διδακτορικοί τίτλοι. Αν όμως οι θέσεις που προκηρύσσονται δεν απαιτούν τις εξειδικευμένες γνώσεις των μεταπτυχιακών, τότε η μόνη αξιοκρατική επιλογή είναι εκείνη που θα προκύψει από γραπτό διαγωνισμό, στον οποίο τα κριτήρια αξιολόγησης θα είναι όμοια για όλους, χωρίς να γίνεται αποδεκτή καμία μοριοδότηση. Θα ξανατονίσουμε μάλιστα πως αν ο κάτοχος οποιουδήποτε μεταπτυχιακού τίτλου είναι τόσο αξιότερος σε σχέση με τους συνυποψηφίους του, δεν έχει παρά να το αποδείξει επιτυγχάνοντας καλύτερες επιδόσεις στους κοινούς για όλους τους υποψηφίους γραπτούς διαγωνισμούς.
Σε κανέναν έλεγχο αξιοκρατίας δεν αντέχουν και παράμετροι τοπικές ή χρονικές. Η «εντοπιότητα» συνιστά κατάφωρη παραβίαση της ισότητας μεταξύ των υποψηφίων για την κατάληψη μιας θέσης, γι' αυτό και ο Συνήγορος του Πολίτη την έκρινε αναξιοκρατική (εφημ. «Το Βήμα», 4/11/2009). Αν υπάρχει η ανάγκη μίας μονιμότερης στελέχωσης των δημόσιων ή των δημοτικών υπηρεσιών σε ευαίσθητες περιοχές, όπως οι παραμεθόριες, ας επιστρατευτούν άλλα κίνητρα ή υποχρεώσεις για όσους διορίζονται. Η μοριοδότηση όμως της «εντοπιότητας» είναι απαράδεκτη. Ομοίως, σε σχέση με τους χρονικούς παράγοντες, η αποδοχή ορίων ηλικίας για την πρόσληψη εργαζομένων καταστρατηγεί τα ίσα δικαιώματα των συνυποψηφίων. Η δυνατότητα διαγωνισμού για την κατάληψη μιας θέσης επιβάλλεται να παρέχεται σε οποιονδήποτε ενήλικα ενδιαφερόμενο, είτε είναι εικοσάρης είτε πενηντάρης.
Παράγοντες «κοινωνικοί», πάλι, όπως η οικογενειακή κατάσταση, ο αριθμός των παιδιών κάθε διαγωνιζομένου, η πολυτεκνία ή η ένταξη σε «ιδιαίτερες» πληθυσμιακές ομάδες καμία σχέση δεν έχουν με τις ικανότητες των υποψηφίων για την πλήρωση θέσεων εργασίας. Είναι καιρός επιτέλους να καταστεί κατανοητό πως η αξιοκρατία και η «κοινωνική πολιτική» διαφέρουν μεταξύ τους και δεν στέκει να συμπλέκονται. Ιδίως όταν πρόκειται για υπηρεσίες που προαπαιτούν ειδικά προσόντα, κριτήρια όπως η πολυτεκνία είναι προκλητικό να χαρίζουν προτεραιότητα σ' όσους τα πληρούν. Πόσο αξιοκρατικό είναι να διορίζεται ένας πολύτεκνος εκπαιδευτικός εις βάρος εκπαιδευτικών με επιτυχίες στους διαγωνισμούς του Α.Σ.Ε.Π., για τους οποίους ωστόσο δεν στάθηκαν αρκετές οι θέσεις που προκηρύχτηκαν; Και με ποια αξιοκρατική λογική παρακάμπτει ο πολύτεκνος τον ισότιμο συναγωνισμό; Γιατί, αν οι οικογενειακές του υποχρεώσεις δεν του επιτρέπουν να προετοιμαστεί επαρκώς για να διαγωνιστεί με τους συναδέλφους του, τότε τι εγγυάται ότι θα μπορεί να προετοιμάζεται επαρκώς για τις υποχρεώσεις του μέσα στις σχολικές αίθουσες; Κι αν, πάλι, κατορθώνει να προετοιμάζεται επαρκώς για τη διδασκαλία στις αίθουσες, τότε γιατί να μην προλαβαίνει να προετοιμαστεί και για ισότιμο διαγωνισμό με τους συνυποψηφίους του; Ή πόσο αξιοκρατικό είναι να διορίζονται σε δημόσια νοσοκομεία γιατροί προερχόμενοι από «ευαίσθητες» πληθυσμιακές ομάδες, που προσλαμβάνονται παρακάμπτοντας κάθε διαγωνισμό; Ποια «κοινωνική ευαισθησία» επιτρέπει να παραγκωνίζονται οι εκλεκτότεροι επιστήμονες υπέρ των μέτριων; Αν, συνεπώς, η πολιτεία θεωρεί πως επείγει να εξυπηρετούνται οι «ευαίσθητες» ομάδες, η εξυπηρέτηση αυτή δεν μπορεί να γίνεται σε βάρος της ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών και της αξιοκρατίας. Ας ισχύουν οι οποιεσδήποτε διευκολύνσεις σε θέσεις στις οποίες η ανάγκη της επιστημοσύνης δεν προτάσσεται επιτακτικά.
Προκύπτει, επομένως, πως εφαρμόσιμη αξιοκρατία είναι μόνο εκείνη που διασφαλίζει ίσους όρους αξιολόγησης για όλους τους ενδιαφερομένους, χωρίς να προσμετρούνται «μόρια» από αμφίβολες διαδικασίες. «Κοινωνικοί» παράγοντες, προϋπηρεσία, πρόσθετοι τίτλοι σπουδών, προφορικές συνεντεύξεις είναι κριτήρια υποκειμενικά, «χρήσιμα» μόνο στη σύνταξη νέων «καταλόγων αναμονής», δηλαδή επετηρίδων, και ικανά να διαστρεβλώσουν την αληθινή εικόνα της αξίας των ανθρώπων. Η νέα κυβέρνηση θα δυσκολευτεί να υπερβεί στρεβλώσεις από τις οποίες εξαρτώνται πλέον πολλοί ενδιαφερόμενοι για θέσεις εργασίας. Πέρα όμως από το μεταβατικό διάστημα που ίσως χρειαστεί μέχρι να εφαρμοστεί ένα πραγματικά αξιοκρατικό σύστημα προσλήψεων, απαιτείται, σε σχέση μ' αυτό, να αποδειχτούν οι προθέσεις ειλικρινείς. Η «αξιοκρατική» επιλογή όσων θα στελεχώσουν τις θέσεις των γενικών και ειδικών γραμματέων των υπουργείων και των γενικών γραμματέων των περιφερειών από μία καθαρά πολιτική επιτροπή με επικεφαλής τον κ. Θεόδωρο Πάγκαλο συνιστά κακό προηγούμενο, όχι επειδή μια κυβέρνηση δεν δικαιούται να επιλέγει τους συνεργάτες της σε καίριες θέσεις, αλλά επειδή επιχειρεί την αντίστοιχη πολιτική επιλογή να την εμφανίσει σαν αξιοκρατική. Αν οι υποσχέσεις αξιοκρατίας για τις προσλήψεις στο δημόσιο εκφυλιστούν κατ' αντίστοιχο τρόπο, η όλη συζήτηση θ' αποδειχτεί κενή περιεχομένου, με μόνη εξαίρεση το «επικοινωνιακό» της σκέλος.
Γιάννης Στρούμπας