O δανεισμός και οι συνέπειές του
Του Απόστολου Παπαδημηρίου
Πολύς ο λόγος τις τελευταίες ημέρες για την οικονομική κατάσταση της χώρας μας. Η φήμη βέβαια για επικείμενη πτώχευση διαψεύσθηκε κατηγορηματικά τόσο από κυβερνητικούς παράγοντες, όσο και από αρμοδίους της ΕΕ. Πόσο όμως ανακουφιστική πρέπει να είναι για όλους μας η διαβεβαίωση ότι δεν κινδυνεύουμε με οικονομική κατάρρευση;
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι το δημόσιο χρέος διογκώθηκε υπέρμετρα σε περίοδο τριακονταετίας (1980-2009). Από το ύψος του 30% περίπου του ΑΕΠ αυτό εξακοντίστηκε στο δυσθεώρητο ύψος του 110% και πλέον του ΑΕΠ. Υπήρξε αυτή η περίοδος, κατά την οποία έρευσε άφθονο χρήμα στην αγορά και καλλιεργήθηκε στην μέσο Έλληνα η εντύπωση ότι αυτό ήταν προϊόν του κόπου του. Ο εθισμός στον καταναλωτισμό (κάθε εθισμός είναι επικίνδυνος) δεν του επέτρεψε να συνειδητοποιήσει τη διαρκή συρρίκνωση της εγχώριας παραγωγής λόγω του αγρίου ανταγωνισμού στην ενοποιημένη παγκόσμια αγορά, στην οποία απαγορεύεται κάθε προστατευτική υπέρ της εγχώριας παραγωγής παρέμβαση.
Κατά το διάστημα αυτό τα κοινοτικά κονδύλια διατέθησαν, ως επί το πλείστον σε μη παραγωγικές επενδύσεις, και η διαπλοκή εισήχθη ως οικονομικός όρος στην καθομιλουμένη γλώσσα. Οι ελπίδες στράφηκαν στο ακέραιο προς τον τομέα του τουρισμού με την "αισιόδοξη" προοπτική να καταστούμε οι Νεοέλληνες αυτό, για το οποίο μας προώριζαν οι μεγάλοι της Ευρώπης: Θεραπαινίδες των ευκαταστάτων Ευρωπαίων που επιλέγουν τη χώρα μας για τουρισμό, συνέδρια ή γηροκόμηση! Η μικρομεσαία επιχείρηση, οικογενειακής υφής ως επί το πλείστον, καθ' όλο αυτό το διάστημα παλεύει εναγωνίως για την επιβίωσή της και πολλές φορές καταφεύγει στον εσωτερικό δανεισμό με την ελπίδα να ξημερώσουν γι' αυτήν κάπως καλύτερες ημέρες. Αλλά πώς να ξημερώσουν αυτές, όταν τα πάμφθηνα προϊόντα της Ασίας, τα παραγόμενα από απόκληρους εργαζομένους και διατιθέμενα στις αγορές του κόσμου από το αδηφάγο κεφάλαιο κατακλύζουν τον τόπο και απωθούν τα εγχώρια;
Η αύξηση της ανεργίας ως απόρροια της συρρίκνωσης της βιομηχανικής παραγωγής ελάχιστες επιπτώσεις είχε στα οικονομικά της Πολιτείας, καθώς σε κάθε οικογένεια συστάθηκε το οικογενειακό ταμείο ανεργίας για την κάλυψη των οικονομικών αναγκών των ανέργων τέκνων ώς την ηλικία των 30 ετών και πέραν αυτής. Η νέα γενιά, η εθισμένη κυρίως από εμάς (και ας μη κατηγορούμε για όλα την Πολιτεία) στην κατανάλωση αντιλαμβάνεται το κατρακύλισμα της κοινωνίας, όταν είναι υποχρεωμένη να αναζητήσει εργασία δίχως οικογενειακό στήριγμα. Καθώς ο δημόσιος πλούτος έχει εκποιηθεί σε μεγάλο ποσοστό προς κάλυψη επιτακτικών υποχρεώσεων του παραπαίοντος Κράτους και ο εγχώριος ιδιωτικός τομέας δίνει μάχες οπισθοφυλακής προς επιβίωση του έναντι της επελάσεως του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, οι θέσεις εργασίας σπανίζουν πλέον. Βέβαια υπάρχουν ακόμη κάποιες στον τριτογενή τομέα των υπηρεσιών, ο οποίος ελέγχεται σχεδόν πλήρως από το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο.
Το δημόσιο οδεύει προς οριστική εκτόπιση από την αγορά, ο μικροεπιχειρηματίας αδυνατεί να αμείψει κατά τρόπο στοιχειωδώς ικανοποιητικό και το διεθνές κεφάλαιο ως στόχο έχει την αύξηση της κερδοφορίας και μόνο. Υπό τις συνθήκες αυτές πώς θα καταφέρουμε ως χώρα να μειώσουμε τον εξωτερικό δανεισμό, μέσω του οποίου κάθε κυβέρνηση παρατείνει τον επιθανάτιο ρόγχο της οικονομίας της χώρας ως το τέλος της τετραετίας της; Γιατί αλλοίμονο, αν δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι απειλούμαστε με πτώχευση, αν δεν καταφέρουμε να ανατρέψουμε την παρούσα οικονομική κατάσταση. Ας θυμίσουμε τον λόγο του Ανδρέα Παπανδρέου σε στιγμή περισυλλογής (ίσως και αυτοκριτικής): «Αν η χώρα δεν κατορθώσει να αφανίσει το χρέος, το χρέος θα αφανίσει τη χώρα». Όμως το αγωνιώδες ερώτημα είναι: Πώς;
Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι: Διαθέτει η χώρα μας (το Κράτος και οι πολίτες της δηλαδή) αποθεματικά ύψους ικανού, ώστε να μειωθεί δραστικά το εξωτερικό χρέος και στο εξής η κάθε κυβέρνηση να προσφεύγει προς τον εσωτερικό δανεισμό, αν δεν πάψει να δανείζεται; Ας λάβουμε υπ' όψη ότι το κεφαλήν χρέος μας ανέρχεται σε 18.000 € περίπου, συνάγεται ότι υπάρχει πλούτος επαρκής ακόμη, ώστε να συμπιεστεί το χρέος μας. Βέβαια ο πλούτος δεν είναι ισοκατανεμημένος. Υπάρχουν πολίτες απόκληροι, χωρίς εξασφαλισμένο ημερομίσθιο, και άλλοι που έχουν επωφεληθεί στο έπακρο από το χρήμα που έρρευσε στην εσωτερική αγορά μέσω των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και των δημοσίων επενδύσεων κατά την τριακονταετία. Οι πλουτοκράτες δεν έχουν την παραμικρή διάθεση να εκχωρήσουν μέρος των τεραστίων τους εισοδημάτων προς σωτηρία της πατρίδος, δεδομένου ότι δεν πιστεύουν στην πατρίδα.
Άλλωστε σε περίπτωση πτώχευσης αυτής δεν έχουν να χάσουν, καθώς τα κέρδη αποταμιεύονται σε "ασφαλείς" αγορές! Ούτε όμως και η Πολιτεία φαίνεται να έχει τη διάθεση αλλά και την τόλμη να προβεί σε μείωση της κοινωνικής αδικίας μέσω ενός δικαιότερου συστήματος φορολόγησης και σε βάθος εξέτασης του "πόθεν έσχες". Οι μεσοαστοί, ίσως να είχαν κάποια διάθεση να δανείσουν το Κράτος, υπό την προϋπόθεση βέβαια της αξιοπιστίας του. Υπάρχει όμως παραμένουσα αξιοπιστία μετά το άθλιο παιχνίδι του χρηματιστηρίου, τα σκάνδαλα διαπλοκής εξουσίας και οικονομικά ισχυρών, το μεσουράνημα της αναξιοκρατίας, την αντιπαλότητα μέχρι τελικής πτώσεως μεταξύ των εκάστοτε κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης, όταν ακόμη και ο απονήρευτος πολίτης έχει συνειδητοποιήσει ότι η πολιτική χαράσσεται από το διευθυντήριο των Βρυξελλών και οι κυβερνήσεις είναι πλέον εντολοδόχοι; Τέλος βέβαια υπάρχουν και πολλοί που θα είχαν όλη τη διάθεση να βοηθήσουν την πατρίδα, όμως ισχύει γι' αυτούς η αρχαιότερη οικονομική αρχή: Ουκ αν λάβης παρά του μη έχοντος. Αν υπήρχε σύγκλιση του πολιτικού κόσμου για την ανόρθωση της οικονομίας και λαμβάνονταν μέτρα προς την ορθή κατεύθυνση (κοινωνική δικαιοσύνη), τότε θα έπρεπε να σπεύσει και η Εκκλησία να διαθέσει στην Πολιτεία την περιουσία της, όπως έπραξε και άλλες φορές στο παρελθόν.
Δεδομένης της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, την οποία κατά καιρούς επιδεινώνουν άθλια οικονομικά παιχνίδια για την επιτάχυνση της συσσώρευσης του πλούτου των λαών στα χέρια μιας ασήμαντης αριθμητικά οικονομικής ολιγαρχίας, δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα η δυνατότητα μείωσης του εξωτερικού δημοσίου χρέους. Οι προσδοκούμενες νέες επενδύσεις στη χώρα μας αποτελούν χίμαιρα και ο τουρισμός θα φθίνει, καθώς η παγκόσμια ύφεση θα εντείνεται. Στον λαό δεν πρόκειται οι κρατούντες να το αναγγείλουν ποτέ. Θα τον τρέφουν με φρούδες ελπίδες και θα τον αποκοιμίζουν, καθώς κι αυτός εκδηλώνει έντονη την προδιάθεση προς τον ύπνο, όχι πάντως του δικαίου. Το κράτος θα εκποιήσει και τα τελευταία υπολείμματα δημοσίου πλούτου και μετά;
Ας συνέλθουμε λοιπόν, ως λαός, και ας προβούμε στην αναθεώρηση του βίου μας στο μέτρο των δυνατοτήτων μας. Ας επιδοθούμε σε αγώνα απεξάρτησης από τον καταναλωτισμό και ας διαπαιδαγωγήσουμε τα παιδιά μας με το πνεύμα της συνετής διαχείρησης των οικονομικών μας, σε αντίθεση προς το χαρακτηριζόμενο ως σπάταλο κράτος. Ας κλείνουμε τα αυτιά μας στις εκμαυλιστικές σειρήνες του εσωτερικού δανεισμού, που δεν είναι και τόσο εσωτερικός, καθώς οι τράπεζες, η μία μετά την άλλη, αλλάζουν χέρια. Σ' αυτό έχουμε ως στήριγμα την ασκητική θεώρηση του βίου εκ μέρους της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. Το κράτος μας το έστησαν οι δυτικοί "προστάτες" και οι εντόπιοι εντολοδόχοι αυτών και αφανιστήκαμε με το να υιοθετήσουμε τον δυτικό τρόπο ζωής. Ας αγοράζουμε εγχώρια προϊόντα, έστω και ακριβότερα, αν μπορούμε. Ας μειώνουμε διαρκώς τον όγκο των εισαγωγών ως αντιστάθμιζα της διαρκούς μείωσης των εξαγωγών μας. Ας στραφούμε πάλι προς την πρωτογενή παραγωγή, προς την οποία οι οικονομικά ισχυροί εκδηλώνουν καθημερινά την απέχθεια τους. Ας στηρίξουμε κάθε προσπάθεια των γεωργών και των κτηνοτρόφων να αντισταθούν στον αφανισμό τους από τα καρτέλ της αγοράς.
Αν επιμείνουμε στον τρόπο του σημερινού βίου, θα έλθει κάποια στιγμή που η χώρα μας θα αδυνατεί να ανταποκριθεί προς τις εκ του δανεισμού υποχρεώσεις της. Και τότε οι δανειστές θα απαιτήσουν πληρωμή σε είδος. Ακόμη και τα εθνικά θέματα δεν βρίσκονται έξω από τα οικονομικά ενδιαφέροντα των ισχυρών.
"ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ", 06-12-2009