Ένας χρόνος πέρασε*
Του Βένιου Αγγελόπουλου
Οι επέτειοι είναι γεμάτες παγίδες. Οι πιο παλιές μας φλομώνουν στους πανηγυρικούς και στα «μεγαλειώδη» ότι-νάναι. Οι πιο πρόσφατες τροφοδοτούν την ψευδαίσθηση ότι θα ξαναβιώσουμε το γεγονός πιο έντονα, πιο ωραία, πιο αποτελεσματικά. Ψέμα: από την επανάληψη δεν παράγεται αυθεντικό γεγονός, η μοιραία κατάληξη είναι η στερεότυπη τελετουργία, σποραδικά κάποιοι αδικοχαμένοι και ξεχασμένοι νεκροί: Κουμής, Κανελλοπούλου σε κάποια επετειακή πορεία.
Οι επέτειοι έχουν κάτι κοινό με τις κηδείες: μια ευκαιρία για τους ζωντανούς να διαπιστώσουν ότι είναι ζωντανοί, ότι η ζωή συνεχίζεται κουβαλώντας το παρελθόν μέσα στο σήμερα, ενόψει του αύριο. Μια ευκαιρία αναστοχασμού.
Τι μένει από τον περσινό χαμό του Αλέξη Γρηγορόπουλου: Μήπως το αυθόρμητο όχι, το ξεχείλισμα οργής, η στιγμιαία αίσθηση ασφυξίας από τα δακρυγόνα – και για τους πιο άτυχους οι ατέλειωτες ώρες ή και μέρες εγκλεισμού; Ή μήπως ο φόβος του χάους, της βίας, της αναρχίας, της προβοκάτσιας, και όλα τα ενοχικά συναισθήματα που συνδέονται με τις σπασμένες βιτρίνες, και που καλλιεργήθηκαν, διαρκώς και συστηματικά, από τα Μέσα Μαζικής Χειραγώγησης;
Η κυρίαρχη αντίληψη πριμοδοτεί τη δεύτερη στάση: Ο περσινός Δεκέμβρης ήταν κάτι το «κακό», ένα ξέσπασμα κοινωνικού πυρετού που ευτυχώς πέρασε. Χωρίς ανάγκη παραπέρα ερμηνείας. Η μόνη ανάγκη που διατυπώνεται είναι να καταδικάσουμε τους «αλήτες», να τους εξοβελίσουμε από την κοινωνία, να εξορκίσουμε τη βία της οργής. Και μόνη προσπάθεια ερμηνείας η δράση των μυστικών υπηρεσιών, ο μόνιμος από μηχανής θεός όσων, από ΚΚΕ μέχρι ΛΑΟΣ, αδυνατούν να βγάλουν τη σκέψη από τα κουτάκια. Ούτε ο Σόρος ούτε το παρακράτος μπορούν να προκαλέσουν κοινωνικά φαινόμενα, άσχετο αν θα επιχειρήσουν να τα εκμεταλλευτούν όταν εμφανίζονται.
Είναι η ίδια λογική που θεώρησε το Λένιν πράκτορα του Κάιζερ, καθώς διέσχισε σιδηροδρομικά τη Γερμανία το 1917, η ίδια που θεώρησε απόφυση του Βατικανού την πολωνική «Αλληλεγγύη», με τις πολύμηνες απεργίες του 1970, εφόσον εξ ορισμού η πολωνική εργατική τάξη εκφραζόταν από το κυβερνητικό Κομμουνιστικό Κόμμα.
Υπήρξαν ευτυχώς αρκετοί που αναζήτησαν κλειδιά ερμηνείας, που διαπίστωσαν πως η νεολαία εισπράττει την έχθρα της κοινωνίας. Από τις κοινοβουλευτικές δυνάμεις μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ αναζήτησε κοινωνικά αίτια, πρόβαλε πολιτικά αιτήματα και ένωσε τις δυνάμεις του με τη νεολαία. Αλλά κι εδώ η πίεση της κυρίαρχης ιδεολογίας ενεργοποίησε φοβικά αντανακλαστικά και εμφανίστηκε συχνά μια στάση απολογητική. Κάποια στελέχη έλεγαν στο γυαλί «δεν πετάμε εμείς τα μολότωφ» αντί να λένε «εσείς τα πετάτε», αντί να δείχνουν τους ηθικούς αυτουργούς της κοινωνικής βίας: την κρατική καταστολή, την κοινωνία της ανισότητας, την ιδεολογία του ατομικισμού. Το καπιταλιστικό σύστημα δηλαδή, όποια λόγια κι αν χρησιμοποιήσεις για να το καταδείξεις.
Όχι πως το θέμα της βίας, και των μεθόδων πάλης γενικότερα, δεν είναι σημαντικό. Είναι όμως κάτι που πρέπει να συζητιέται εντός κινήματος και όχι να χρησιμοποιείται για την απόκτηση τίτλων νομιμοφροσύνης.
Οι συνθήκες ήταν βέβαια δύσκολες και το σύστημα φοβισμένο πολύ. Η σκεπτόμενη Αριστερά άντεξε, δεν προχώρησε όμως αρκετά. Στήριξε τη νεολαία και την έκρηξή της, δεν κατόρθωσε όμως να της δώσει πολιτικό περιεχόμενο. Το σύνθημα του αφοπλισμού της αστυνομίας ήρθε κι έφυγε, χωρίς να αλλάξει την ατζέντα, χωρίς εμβάθυνση. Το θέμα της αυθαιρεσίας της Δικαιοσύνης ουδέποτε τέθηκε. Η πολιτική διάσταση του κινήματος περιορίστηκε για πολλούς στην αντιπαράθεση «μπάτσων» και «κουκουλοφόρων», σε ένα στατικό υποκατάστατο εμφυλίου, που αν στιγμιαία προσφέρει σε κάποιους εκτόνωση, σε καμία κοινωνική ανατροπή δεν οδηγεί.
Κι όμως, πέρσι οι νέοι δεν πήραν μόνο τα μολότωφ και τις πέτρες. Πήραν και το λόγο. Και είπαν ότι η κοινωνία τους αποκλείει, τους εχθρεύεται, τους φορτώνει με ανούσια έργα, τους κλέβει το χρόνο. Μέχρι και τμήμα της εξουσίας θορυβήθηκε: σχημάτισε επιτροπές και επισήμανε προβλήματα που η Αριστερά είχε από καιρό θίξει. Καταλήγοντας βέβαια σ' αυτό που ξέρει καλά να κάνει: άλλη μια πρόταση αλλαγής στο εξεταστικό. Όπως αυτός που έχασε τα κλειδιά του και τα ψάχνει εκεί που έχει φως.
Η Αριστερά όμως δεν προχώρησε. Δεν αντιμετώπισε το νεκρό σχολικό χρόνο και την αιχμαλωσία της εφηβείας. Δεν έδειξε στην κοινωνία ότι η απέχθεια της νεολαίας για το μέλλον που της προσφέρεται είναι πολιτικό πρόβλημα. Και, παρόλο που κάποιοι Δον Κιχώτες συνεχίζουν απτόητοι να το παλεύουν, δεν έδωσε στη νεολαία δείγμα σχολείου που να σηματοδοτεί χαρά και όχι καταναγκασμό.
Ο Δεκέμβρης, μήνας είναι και θα περάσει. Η ρήξη της κοινωνίας με τη νεολαία θα παραμείνει. Και σίγουρα δε λύνεται αυτό μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα. Όμως το αύριο, στο σήμερα υπάρχει και ριζώνει. Όσο δεν ασχολούμαστε με το τι σχολείο θέλουμε, τίποτα δεν κάνουμε.
Βένιος Αγγελόπουλος, ang@math.ntua.gr, 4-12-2009
* Υπό δημοσίευση στην Εποχή της Κυριακής 6/12/09