Εθνικοσοσιαλισμός, η οικονομική πλευρά (β):
Η κοινοβουλευτική δημοκρατία καταλήγει αργά ή γρήγορα στη δικτατορία κάποιας ελίτ – ενώ η χρυσή μεσότητα είναι πιθανότατα η άμεση Δημοκρατία, σε καθεστώς φιλελεύθερης μεν, αλλά ελεγχόμενης οικονομίας
Του Βασίλη Βιλιάρδου*
Συνέχεια από το Μέρος (α): Εθνικοσοσιαλισμός, η οικονομική πλευρά (α)
"Ολόκληρη η φορολογική νομοθεσία μας είναι και θα παραμείνει να είναι, για όσο χρονικό διάστημα δεν έχουμε απαλλαγεί από τη δουλεία των τόκων, «απότιση φόρου τιμής» απέναντι στο μεγάλο κεφάλαιο. Δυστυχώς δεν πρόκειται για μία εθελοντική θυσία με σκοπό την πραγματοποίηση κοινωφελών έργων, όπως φανταζόμαστε οι περισσότεροι.
Επομένως, η απαλλαγή μας από τη δουλεία των τόκων των χρημάτων, είναι ο μοναδική λύση – ο στόχος μίας παγκόσμιας επανάστασης, για την απελευθέρωση της δημιουργικής εργασίας από τα σφιχτά δεσμά των υπερεθνικών, μεγάλων δυνάμεων του κεφαλαίου" (G. Feder).
Σημείωση: Πολλά νέα κείμενα στο www.analyst.gr και στο www.viliardos.analyst.gr
Ανάλυση
Στο πρώτο μέρος του κειμένου μας για την οικονομική πλευρά του εθνικοσοσιαλισμού, είχαμε αναλύσει τις βασικές αρχές του, παρουσιάζοντας τους δύο από τους τρείς οικονομολόγους, οι οποίοι επηρέασαν καταλυτικά την πορεία του – αν και δυστυχώς ο δεύτερος ήταν ναζί. Αναφερθήκαμε επίσης στα ευρωπαϊκά σχέδια του τότε γερμανικού καθεστώτος, όπου έγινε η προσπάθεια εφαρμογής του συγκεκριμένου πολιτεύματος, στην εξέλιξη της γερμανικής οικονομίας μεταξύ των ετών 1933 και 1939, καθώς επίσης στο πρόγραμμα των 25 σημείων.
Το πρόγραμμα αυτό προετοιμάσθηκε ουσιαστικά από έναν άλλο οικονομολόγο, τον G. Feder, ο οποίος είχε σπουδάσει μηχανικός – ενώ είχε εκδώσει το "Μανιφέστο για την καταπολέμηση της δουλείας των τόκων". Η στάση του οικονομολόγου ήταν μεν αντικαπιταλιστική, αλλά σε καμία περίπτωση αντισημιτική – ενώ διορίσθηκε γραμματέας του υπουργείου οικονομικών το 1933, μετά την ανάληψη της εξουσίας από το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα.
Ο όρος «δουλεία των τόκων» χρησιμοποιήθηκε αρχικά από το γερμανικό εργατικό κόμμα, το οποίο απαιτούσε με το νέο του πρόγραμμα (1913), την καταπολέμηση του βασικότερου «εργαλείου» του χρηματοπιστωτικού συστήματος: του επιτοκίου.
Σύμφωνα δε με τον G. Feder, η «καταστολή» της δουλείας των τόκων θα είχε σαν αποτέλεσμα το μηδενισμό των περισσότερων άμεσων και έμμεσων φόρων του κράτους – το μεγαλύτερο μέρος των οποίων εξυπηρετούσε τότε (σήμερα δεν είναι καθόλου διαφορετικά) τους τόκους του χρέους. Οι εννέα βασικές αρχές του προγράμματος του ήταν οι εξής:
(α) Μετατροπή όλων των χρεών της Γερμανίας «υπό καθεστώς» αναστολής της υποχρέωσης καταβολής τόκων. Πληρωμή τους με το εθνικό νόμισμα, στην ονομαστική τους αξία (χωρίς τόκους).
(β) Για τους τίτλους σταθερού εισοδήματος, στους οποίους είχαν υπολογισθεί ήδη οι τόκοι, έπρεπε η υποχρέωση καταβολής τόκων, να συνδυαστεί με την υποχρέωση επιστροφής τους.
(γ) Επιστροφή με δόσεις όλων των χρεών στα ακίνητα και στις υποθήκες
(δ) Υπαγωγή ολόκληρου του νομισματικού συστήματος στον έλεγχο του κράτους – στα κεντρικά του ταμεία. Λειτουργία όλων των ιδιωτικών τραπεζών σαν υποκαταστήματα του κράτους – παραμένοντας στους ιδιώτες.
(ε) Παροχή πραγματικών δανείων, δανείων δηλαδή απόκτησης κατοικίας, μόνο από την κρατική τράπεζα. Οι ιδιωτικές τράπεζες θα επιτρεπόταν να δίνουν μόνο καταναλωτικά και εμπορικά δάνεια, μετά από άδεια του κράτους.
(στ) Πληρωμή των μερισμάτων με τον ίδιο τρόπο, όπως με τους τίτλους σταθερού εισοδήματος.
(ζ) Όλοι οι πολίτες, οι οποίοι δεν θα ήταν σε θέση να κερδίσουν τα προς το ζην, θα δικαιούνταν να παίρνουν, έναντι των τόκων που δεν θα επιτρεπόταν πλέον από τα χρεόγραφα που διέθεταν, μία σύνταξη εφ όρου ζωής – με την προϋπόθεση της παράδοσης των αξιόγραφων τους.
(η) Με κριτήριο την περιουσιακή κατάσταση των ανθρώπων, θα δημιουργούνταν κλίμακες κατάσχεσης των πολεμικών ομολόγων ή άλλων τίτλων του δημοσίου.
(θ) Δημόσιο διάγγελμα για να ανακοινωθεί σε όλους ότι, τα χρήματα δεν θα ήταν και δεν θα επιτρεπόταν πλέον να είναι τίποτα άλλο, από την αμοιβή πραγματοποιηθείσας εργασίας.
Ολοκληρώνοντας την αναφορά μας στα εννέα σημεία οφείλει να σημειωθεί εδώ πως, όταν οι ναζί ανήλθαν στην εξουσία, δεν υιοθέτησαν την παραπάνω διαδικασία καταπολέμησης της δουλείας των τόκων – αφού υπουργός έγινε ο H.Schacht (ο Feder απολύθηκε το 1934), ο οποίος δεν ήταν οπαδός της συγκεκριμένης θεωρίας, έχοντας την άποψη ότι ήταν ανόητη και επικίνδυνη για το σύστημα.
Συνεχίζοντας, οι απίστευτες θηριωδίες των ναζί, τα εγκλήματα του Hitler, το ολοκαύτωμα, ο αιματηρός πόλεμος και όλα όσα τον συνόδευσαν, έχουν «περιθωριοποιήσει» πολλές άλλες απόψεις – μεταξύ των οποίων αυτές που αφορούν τα πραγματικά αίτια του αντισημιτισμού. Ειδικότερα, όπως λέγεται, δεν επρόκειτο στην αρχή για ρατσιστικά συναισθήματα, με στόχο τους Εβραίους – έως εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον που «εφευρέθηκε» ο φυλετισμός (Άρια φυλή), από την εγκληματική ομάδα που κυβερνούσε, με στόχο την κοινωνική συσπείρωση για τη διεξαγωγή του πολέμου.
Ο αρχικός εχθρός λοιπόν δεν ήταν ο εβραϊκός λαός, αλλά οι χρηματοπιστωτικές αγορές και το αδρανές, κερδοσκοπικό κεφάλαιο – το οποίο δυστυχώς «ενσάρκωναν» οι Εβραίοι τότε, έχοντας στην ιδιοκτησία τους τα περισσότερα χρήματα, πολλές και μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις (περί τις 100.000, εκ των οποίων το 1938 είχαν απομείνει μόλις 40.000, αφού είχαν κατασχεθεί από τους ναζί οι υπόλοιπες, με τη μέθοδο της «αριοποίησης» τους), ενώ κατείχαν τις σημαντικότερες διευθυντικές θέσεις στις τράπεζες, καθώς επίσης στα χρηματιστήρια.
Συνεχίζοντας τώρα την αναφορά μας στον εθνικοσοσιαλισμό, θεωρούμε σωστό να ξεκινήσουμε με τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης – η οποία ακολούθησε αμέσως μετά την αναστολή πληρωμών, εκ μέρους της ναζιστικής κυβέρνησης της Γερμανίας, το 1933, η οποία την απομόνωσε από τις αγορές.
Το χρηματοπιστωτικό θηρίο «δάγκωνε» από τότε, όταν κάποιο κράτος τολμούσε να αθετήσει τις πληρωμές του – με το δάγκωμα να γίνεται θανατηφόρο, όταν μία χώρα σχεδίαζε να αγγίξει κάποιο από τα μέλη του (εθνικοποιήσεις εμπορικών, πόσο μάλλον κεντρικών τραπεζών) ή, σήμερα, να περιορίσει την ελευθερία του (διαχωρισμός επενδυτικών και εμπορικών τραπεζών, εμπόδια στην ελευθερία κινήσεων του κεφαλαίου, επιβολή υψηλών φόρων στις χρηματιστηριακές συναλλαγές κλπ).
Η ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΜΕΤΑ ΤΟ 1933
Δύο χρόνια πριν, το 1931, είχε καταργηθεί ουσιαστικά ο κανόνας του χρυσού, ο οποίος βοηθούσε στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού – με αποτέλεσμα να έχει ξεσπάσει ένας «αιματηρός» συναλλαγματικός πόλεμος μεταξύ πολλών κρατών, τα οποία υποτιμούσαν ανταγωνιστικά τα νομίσματα τους.
Ο τότε πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας λοιπόν, μη έχοντας τη δυνατότητα να δανεισθεί από το εξωτερικό, έθεσε στην κυκλοφορία τα «ειδικά γραμμάτια» – τα οποία ήταν καλυμμένα από την κεντρική τράπεζα και εγγυημένα από το κράτος. Όλα όσα αφορούσαν τα συγκεκριμένα γραμμάτια διατηρήθηκαν αρχικά κρυφά από τη δημοσιότητα – έτσι ώστε να μην υπάρχει καθαρή εικόνα, για τις μελλοντικές επενδύσεις της χώρας σε εξοπλιστικά προγράμματα (τα οποία δεν επιτρεπόταν από τη συνθήκη ειρήνης των Βερσαλλιών που καθόριζε τις υποχρεώσεις της Γερμανίας, μετά την ήττα της στον 1ο παγκόσμιο πόλεμο).
Από την άλλη πλευρά βέβαια δεν θα έπρεπε να δημιουργηθούν ανησυχίες στις αγορές χρήματος, όσον αφορούσε το μάρκο – με στόχο να αποφευχθεί τυχόν υποτίμηση του, ως εύλογο αποτέλεσμα της αύξησης της ποσότητας χρήματος, μέσω των παραπάνω γραμματίων. Για να επιτευχθούν και οι δύο στόχοι της κυβέρνησης, ιδρύθηκε μία πλασματική επιχείρηση – η «Μεταλλουργική Εταιρεία Έρευνας» (Mefo Ε.Π.Ε.), μέτοχοι της οποίας ήταν τέσσερις γνωστές βιομηχανίες της χώρας: η Siemens, η Krupp, η Rheinmetall και η Guttehoffnungshuette.
Το αντικείμενο της Mefo ήταν απλά και μόνο η δεύτερη υπογραφή, για να μπορέσει να γίνει νομικά εφικτή η προεξόφληση των ειδικών γραμματίων, εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας – η οποία, με αυτόν τον τρόπο, δημιουργούσε χρήματα από το πουθενά. Περίπου 11,9 δις μάρκα διατέθηκαν για εξοπλιστικά προγράμματα, από το 1934 έως το 1938, τα οποία καλύφθηκαν από τα ειδικά γραμμάτια «Mefo» – το 30% δηλαδή των συνολικών πολεμικών προγραμμάτων ή περισσότερα από χίλιες φορές τα ίδια κεφάλαια της πλασματικής εταιρείας (1 εκ. μάρκα). Ουσιαστικά λοιπόν, με 1 εκ. μάρκα δημιουργήθηκαν από το πουθενά και δαπανήθηκαν 11,9 δις – γεγονός που τεκμηριώνει τις εξαιρετικές ικανότητες του τότε προέδρου της κεντρικής τράπεζας.
Παράλληλα, εκδίδονταν άτοκα κρατικά ομόλογα, ενώ από το Μάιο του 1939 ξεκίνησε η έκδοση των «πιστωτικών φορολογικών κουπονιών» – με τα οποία πληρώνονταν οι λογαριασμοί που χρωστούσε το κράτος (το 40% εξοφλούταν με μετρητά χρήματα, ενώ για το υπόλοιπο 60% το κράτος έδινε τα παραπάνω κουπόνια, τα οποία μείωναν κατά το αντίστοιχο ποσόν τις φορολογικές υποχρεώσεις των πολιτών).
Περαιτέρω, την ίδια ακριβώς ημέρα που ενώθηκε η Γερμανία με την Αυστρία, στις 12 Μαΐου του 1938, μεταβιβάσθηκε ο αυστριακός χρυσός προς τη γερμανική κεντρική τράπεζα. Εκείνη την εποχή η Αυστρία είχε στην κατοχή της τριπλάσιες ποσότητες χρυσού από τη Γερμανία – περί τους 78,3 τόνους, αξίας τότε 8,5 εκ. μάρκων (33,9 εκ. ευρώ).
Μεταβιβάσθηκαν επίσης συναλλαγματικά αποθέματα, αξίας 1,1 εκ. μάρκων (4,4 εκ. ευρώ), τα οποία ήταν απολύτως αναγκαία, λόγω της αποκοπής της Γερμανίας από τις διεθνείς αγορές συναλλάγματος – ενώ έκτοτε η Γερμανία στόχευε πάντοτε το χρυσό των χωρών που κατακτούσε.
Η αύξηση της ποσότητας χρήματος από την κεντρική τράπεζα της Γερμανίας θεωρήθηκε επικίνδυνη από τους τότε οικονομολόγους της, οι οποίοι φοβούνταν την επανεμφάνιση του πληθωρισμού – γνωρίζοντας πολύ καλά τις καταστροφικές συνέπειες του, από την σχετικά πρόσφατη εμπειρία τους (1923). Εν τούτοις, το οικονομικό σύστημα λειτούργησε σωστά και δεν προκλήθηκε αύξηση του πληθωρισμού – παρά το ότι η ανεργία μειωνόταν συνεχώς, οπότε αυξανόταν τα διαθέσιμα εισοδήματα.
Στο σημείο αυτό είναι ίσως σκόπιμο να αναφερθούμε στη μεγάλη διαφορά μεταξύ της κεντρικά κατευθυνόμενης οικονομίας του κομμουνισμού (όπου το κράτος αντικαθιστά πλήρως την ελεύθερη αγορά, δίνοντας ακριβείς οδηγίες για το ποιό προϊόν και σε ποιές ποσότητες οφείλει να παραχθεί), με την ελεγχόμενη οικονομία του εθνικοσοσιαλισμού – στον οποίο η ελεύθερη αγορά δεν υποκαθίσταται, αλλά ελέγχεται αυστηρά από το κράτος. Βέβαια και τα δύο συστήματα είναι αντίθετα στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς – όπου όμως ο εθνικοσοσιαλισμός την αποδέχεται, ως αναγκαίο κακό.
Συνεχίζοντας, παρά την αύξηση της ποσότητας χρήματος από την κεντρική τράπεζα, ο κρατικός έλεγχος της αγοράς, όσον αφορά τις τιμές των προϊόντων και τα επιτρεπόμενα ποσοστά εμπορικού κέρδους, εκ μέρους των υπεύθυνων «επιθεωρητών» της χώρας, λειτούργησε εξαιρετικά αποτελεσματικά – εξουδετερώνοντας τις βασικές αρχές της ελεύθερης αγοράς, αφού οι τιμές καταναλωτή, παρά την μεγαλύτερη ρευστότητα, αυξάνονταν μόλις κατά 1% ετήσια.
Εν τούτοις, επειδή η σταθερότητα του νομίσματος οφειλόταν στην καταναγκαστική πολιτική που ακολουθήθηκε και όχι στις δυνάμεις της ελεύθερης οικονομίας, οι διεθνείς αγορές δεν εμπιστεύονταν το μάρκο – με αποτέλεσμα να μην γίνεται κανενός είδους επένδυση στη Γερμανία, από ξένους επενδυτές.
Το γεγονός αυτό προκάλεσε μία χρόνια έλλειψη συναλλάγματος στη χώρα, η οποία απομονωνόταν όλο και περισσότερο από το εξωτερικό – παρά τις προσπάθειες της να διατηρήσει σταθερό τόσο το νόμισμα, όσο και την οικονομία της. Η ενοχοποίηση των Εβραίων εδώ ήταν αναμενόμενη, ανεξάρτητα από τους υπόλοιπους παράγοντες (ναζιστικές πεποιθήσεις κλπ.) – επειδή θεωρούταν ότι, ήταν οι κύριοι «εκπρόσωποι» των διεθνών κεφαλαίων.
ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΟΣ
Σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές, οι κατακτητικοί πόλεμοι της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας είχαν παράλληλα στόχο την απόκτηση συναλλαγματικών αποθεμάτων – ενδεχομένως δε τον έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο θεωρούταν εχθρικό για τη χώρα. Κατά τους ίδιους, η ναζιστική κυβέρνηση χρησιμοποίησε στην αρχή μη σοβαρούς τρόπους χρηματοδότησης του ετήσιου κρατικού προϋπολογισμού.
Στη συνέχεια, οι μέθοδοι έγιναν εγκληματικοί – άποψη την οποία τεκμηριώνουν από το ότι, μετά το 1935 η κυβέρνηση δεν δημοσίευε τον εκάστοτε προϋπολογισμό, με στόχο να συγκαλύψει την άσχημη οικονομική θέση της χώρας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν, "Οι ηγέτες των ναζί, προπαγανδίζοντας, υπερηφανεύονταν ότι τοποθετούσαν τα θεμέλια μίας μεγάλης αυτοκρατορίας – όταν στην πραγματικότητα δεν ήξεραν πως θα πλήρωναν τους λογαριασμούς της επόμενης ημέρας".
Περαιτέρω, ο απόλυτος έλεγχος των τραπεζών αποτελούσε ένα σημαντικότατο εργαλείο, για τη χρηματοδότηση της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας. Στα πλαίσια αυτά, όταν ο υπουργός οικονομικών ανέλαβε τη διοίκηση της κεντρικής τράπεζας το 1938, παράλληλα με τον έλεγχο του παραδοσιακά ισχυρού δημόσιου τραπεζικού τομέα (ακόμη και σήμερα, οι περισσότερες τράπεζες στη Γερμανία είναι κρατικές), εξασφάλισε την πρόσβαση του στη διεύθυνση μίας σειράς από ιδιωτικές τράπεζες.
Εν τούτοις, δεν τις εθνικοποίησε κατά τα πρότυπα των κομμουνιστικών καθεστώτων, ενώ οι μεγάλες τράπεζες προσπάθησαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους – αναγκάσθηκαν όμως να υποταχθούν το 1942/43, μετά από ένα νομοσχέδιο που ψηφίσθηκε από την κυβέρνηση. Στο τέλος βέβαια του πολέμου, το μεγαλύτερο μέρος των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών (ενεργητικό) αποτελούταν από ομόλογα, καθώς επίσης από διάφορες απαιτήσεις απέναντι στο δημόσιο – προφανώς, μηδενικής τότε αξίας.
Ουσιαστικά, το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς αντιπαθούσε τις ελεύθερες αγορές, θέλοντας όμως ταυτόχρονα να εκμεταλλεύεται τα αδιαφιλονίκητα πλεονεκτήματα τους – έχοντας τη άποψη ότι, δεν μπορούσαν να αντικατασταθούν από κάποιο αποτελεσματικότερο σύστημα. Η θέση αυτή φαίνεται καθαρά από τον τρόπο αντιμετώπισης των χρηματιστηρίων – τα οποία ήταν «ύποπτα» για τους εθνικοσοσιαλιστές.
Ειδικότερα, από τη μία πλευρά τα απέρριπταν για ιδεολογικούς λόγους – αφού πίστευαν ότι τα χρήματα δεν έπρεπε να παράγουν χρήματα, ότι ο τόκος ήταν συνώνυμος με τη δουλεία, πως έπρεπε να υπάρχει μόνο η πραγματική οικονομία, καθώς επίσης ότι, τα μοναδικά έντιμα χρήματα, ήταν αυτά που κερδίζονταν με την εργασία. Από την άλλη πλευρά, οι περισσότεροι συμμετέχοντες στις χρηματιστηριακές συναλλαγές ήταν Εβραίοι – τους οποίους αντιμετώπιζε εχθρικά το ναζιστικό καθεστώς.
Όμως, τα χρηματιστήρια ήταν απολύτως απαραίτητα για τη χρηματοδότηση του κράτους και της οικονομίας – οπότε, η μοναδική δυνατότητα που απέμενε, ήταν η απομάκρυνση των Εβραίων από τη διοίκηση όλων των χρηματιστηρίων. Αυτό ακριβώς επελέγη, ενώ εφαρμόσθηκε ο ίδιος τρόπος ελέγχου τους, με αυτόν που εφαρμοζόταν στην ελεύθερη αγορά – αυστηρός και μεθοδικός.
Για να αποφευχθεί τώρα ο ανταγωνισμός μεταξύ των διαφόρων χρηματιστηρίων, ψηφίσθηκε το 1934 ένας νόμος, ο οποίος υποχρέωνε τις εισηγμένες επιχειρήσεις να διαπραγματεύονται τους τίτλους τους μόνο στο χρηματιστήριο της περιοχής τους. Εκτός αυτού, μειώθηκε ο αριθμός των χρηματιστηρίων από 21 στα 9 – έτσι ώστε να είναι εφικτός ο έλεγχος τους από το κράτος.
Συνεχίζοντας, για να ενισχυθεί η εσωτερική χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, περιορίσθηκαν με νόμο τα μερίσματα, τα οποία διανέμονταν – κάτι που όμως μείωσε σημαντικά την ελκυστικότητα των μετοχών των εισηγμένων επιχειρήσεων, ενώ σχεδόν μηδενίσθηκαν οι αιτήσεις εισαγωγής νέων εταιρειών. Παρά το ότι η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 50% μεταξύ των ετών 1933 και 1938, τα κεφάλαια των εισηγμένων επιχειρήσεων δεν αυξήθηκαν – ενώ ο αριθμός τους μειώθηκε.
Το 1933 υπήρχαν 10.000 εισηγμένες επιχειρήσεις στη Γερμανία – ενώ το 1941 είχαν απομείνει μόλις 5.000 (χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η Αυστρία και οι καινούργιες περιοχές που κατακτήθηκαν). Μειώθηκαν επίσης οι εκδόσεις ομολόγων από τις επιχειρήσεις – από 3,4 δις μάρκα το 1933, στα 2,9 δις μάρκα το 1938. Αντίθετα, αυξήθηκαν οι εκδόσεις δημοσίων ομολόγων από την κυβέρνηση – στα 24,1 δις μάρκα το 1938, από 10,8 δις μάρκα το 1933.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Παρά της τεράστιες προσπάθειες των εθνικοσοσιαλιστών, με στόχο την αυτάρκεια, η εξάρτηση της οικονομίας από το εξωτερικό, στην αρχή του πολέμου, ήταν σημαντική – αν και στον τομέα των τροφίμων, η αυτάρκεια έφτασε στα επίπεδα του 83%. Σε εκείνους τους τομείς όμως, οι οποίοι ήταν απαραίτητοι για τους επεκτατικούς πολέμους (πετρέλαιο, σίδηρος, μέταλλα, ρουχισμός κλπ.), υπήρχαν αρκετά προβλήματα – τα οποία δεν έγιναν αισθητά έως τις αρχές του 1942, επειδή η χώρα είχε συγκεντρώσει αρκετά αποθέματα (Πίνακας Ι).
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Εξάρτηση ως ποσοστό επί της συνολικής ζήτησης το 1939
Προϊόν |
Εξάρτηση |
|
|
Σιδηρομεταλλεύματα |
75% |
Χαλκός |
70% |
Πετρελαιοειδή |
65% |
Καουτσούκ |
85% |
Λίπη και έλαια (τρόφιμα) |
50% |
Ακριβώς για το λόγο αυτό οι ναζί διεξήγαγαν αστραπιαίους πολέμους μικρής διάρκειας όπως, για παράδειγμα, εναντίον της Γαλλίας και της Πολωνίας – έτσι ώστε να προλαβαίνουν να ανεφοδιάζονται. Όταν αργότερα η διεξαγωγή αστραπιαίων εισβολών έγινε αδύνατη, η Γερμανία έχασε τον πόλεμο.
Το 1939 η παραγωγή εξοπλισμού ήταν μόλις της τάξης του 12% του ΑΕΠ της χώρας – ενώ αυξήθηκε στο 19% το 1941, χωρίς να μειωθεί σημαντικά η υπόλοιπη παραγωγή. Αυτό σημαίνει ότι, ο λαός δεν αντιμετώπισε αρχικά προβλήματα, όσον αφορά την κατανάλωση – αφού η «πολιτική παραγωγή» μειώθηκε μόλις κατά 5%. Επίσης δεν αυξήθηκε σημαντικά ο χρόνος εργασίας των πολιτών στη βιομηχανία – ο οποίος, από 47,8 ώρες την εβδομάδα το 1939, έφτασε μόλις στις 49,1 ώρες το 1943.
Αντίθετα με την «πολιτική οικονομία», η οικονομία του πολέμου, κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών, ήταν χαοτική – ενώ διορθώθηκε μετά το 1940, όπου οι πολιτικές βιομηχανίες, οι οποίες μετατράπηκαν σε βιομηχανίες παραγωγής εξοπλισμού, ανέλαβαν παράλληλα την οργάνωση της όλης διαδικασίας. Άλλαξαν όμως όλα το Δεκέμβριο του 1941, όπου οι Η.Π.Α. μπήκαν στον πόλεμο – με αποτέλεσμα να είναι αδύνατον να ανταπεξέλθει με τον απαιτούμενο εξοπλισμό η βιομηχανία της χώρας.
Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες, το κόστος του πολέμου ανήλθε στα 510 δις μάρκα στη Γερμανία – ενώ οι υπόλοιπες δαπάνες της πολιτικής οικονομίας δεν ξεπέρασαν τα 185 δις μάρκα. Το συνολικό κόστος πάντως, ύψους περί τα 695 δις μάρκα, ήταν σχεδόν εξαπλάσιο του ΑΕΠ της χώρας το 1938.
Η κάλυψη του κόστους προήλθε κατά 5% από φόρους, από τα κέρδη των κρατικών επιχειρήσεων (σιδηρόδρομοι, ταχυδρομεία, κεντρική τράπεζα), από τις εγκληματικές ληστείες των κατεχομένων κρατών, καθώς επίσης από τη σύναψη δανείων ύψους 350 δις μάρκων.
Ουσιαστικά λοιπόν το 50% του συνολικού κόστους (το 70% του πολεμικού) καλύφθηκε από το δανεισμό – ενώ, σε αντίθεση με τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, αυξήθηκαν σημαντικά οι φόροι. Ήδη από το Σεπτέμβριο του 1939 νομοθετήθηκε 50% αύξηση φόρων στους μισθούς, στα εισοδήματα και στα κέρδη των επιχειρήσεων, ως «επιδότηση πολέμου» – καθώς επίσης μία αύξηση 20% στα ποτά και στον καπνό. Η φορολόγηση αυτή έμεινε σταθερή κατά τη διάρκεια του πολέμου, με μοναδική εξαίρεση τη φορολογία των κερδών των επιχειρήσεων – ενώ το κόστος του πολέμου σχεδιαζόταν να επιβαρύνει τους «εχθρούς».
Ο τεράστιος δανεισμός (σχεδόν το τριπλάσιο του ΑΕΠ του 1938) επετεύχθη αθόρυβα – μέσω των τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών, οι οποίες αγόραζαν ομόλογα του δημοσίου. Ειδικότερα, επειδή οι καταναλωτικές δαπάνες του πληθυσμού είχαν μειωθεί σημαντικά, οι αποταμιεύσεις των Γερμανών κατέληγαν στις τράπεζες – όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα, αφού οι καταθέσεις παραμένουν το αγαπημένο «αποταμιευτικό εργαλείο» των πολιτών της χώρας.
Από εδώ φαίνεται καθαρά πόσο εύκολα μπορεί να χρηματοδοτηθεί ένα κράτος από τους ίδιους τους πολίτες του – αφού, στην περίπτωση της Γερμανίας, χρηματοδοτήθηκε μόνο από τους πολίτες ένα χρέος της τάξης του 300% του ΑΕΠ της. Εάν κατανοήσει κανείς δε ότι, στο παράδειγμα της Ελλάδας σήμερα, αναζητείται η κάλυψη ενός χρηματοδοτικού κενού ύψους περί τα 10 δις €, ενώ έχουν «αποδράσει» καταθέσεις άνω των 100 δις €, θα καταλάβει το μέγεθος της ανοησίας μας (οι καταθέσεις δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τα δάνεια που παρέχουν οι τράπεζες – ανάλυση). Φυσικά η συγκεκριμένη χρηματοδότηση προϋποθέτει είτε το φόβο των πολιτών, όπως επί εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία, είτε την εμπιστοσύνη τους στην Πολιτεία – προϋποθέσεις που δεν υπάρχουν σήμερα στην πατρίδα μας.
Συνεχίζοντας, οι καταθέσεις από τις γερμανικές τράπεζες μεταφέρονταν στα ταμεία του κράτους, με στόχο τη χρηματοδότηση του πολέμου – εν αγνοία φυσικά των καταθετών. Η προπαγάνδα του καθεστώτος, το οποίο παρότρυνε τους πολίτες να αποταμιεύουν, βοήθησε αρκετά – οπότε ο πόλεμος, σε τελική ανάλυση, χρηματοδοτήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του από τον ιδιωτικό τομέα.
Το υψηλό δημόσιο χρέος όμως είχε σαν αποτέλεσμα να αυξηθεί πολύ η ποσότητα χρήματος, όπως ακριβώς συνέβη και στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο – ενώ απέναντι στην ποσότητα αυτή δεν υπήρχε η ανάλογη παραγωγή αγαθών (όπως παρατηρείται σήμερα στην Ιαπωνία, στις Η.Π.Α. κλπ.).
Ολοκληρώνοντας, η κατά κεφαλήν ποσότητα χρήματος αυξήθηκε από τα 86 μάρκα το 1932 στα 812 μάρκα τον Απρίλιο του 1945 – γεγονός που σημαίνει ότι, ο πληθωρισμός ήταν πλέον εκτός ελέγχου. Η αληθινή αξία των χρημάτων όμως ήταν έως το 1944 φανερή μόνο στη μαύρη αγορά – αφού οι τιμές των προϊόντων στην κανονική οικονομία διατηρούταν σε λογικά επίπεδα, λόγω των κρατικών ελέγχων και των αυστηρών ποινών, για τυχόν παραβάσεις.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η Δημοκρατία είναι αναμφίβολα ένα από τα καλύτερα πολιτεύματα που «εφηύρε» ποτέ ο άνθρωπος, όταν υποχρεώθηκε να δημιουργήσει τις κοινωνίες – χωρίς τις οποίες δεν θα μπορούσε να επιβιώσει στην άγρια Φύση, πόσο μάλλον να καλυτερεύσει την ποιότητα της ζωής του. Εν τούτοις, αποτελώντας μία μορφή κοινωνικής οργάνωσης, όπως πολλές άλλες, δεν έχει μόνο προτερήματα, αλλά και ελαττώματα.
Το κυριότερο είναι ίσως το ότι χωρίζει και δεν ενώνει τους ανθρώπους, αφού στηρίζεται στο σεβασμό, στην αποδοχή καλύτερα των απόψεων της πλειοψηφίας – γεγονός που σημαίνει ότι η μειοψηφία, η οποία πολύ συχνά έχει ποσοστά υψηλότερα του 50%, είναι υποχρεωμένη να υποτάσσεται στην πλειοψηφία (η οποία έχει ποσοστά χαμηλότερα του 50%, πάντοτε επί του κοινωνικού συνόλου).
Περαιτέρω η Δημοκρατία, σε καθεστώς φιλελεύθερης ή σοσιαλδημοκρατικής οικονομίας, προσβάλλεται με την πάροδο του χρόνου από μία πολύ σοβαρή ασθένεια: από το «πελατειακό κράτος», το οποίο ουσιαστικά διορίζει και δεν ψηφίζει δημοκρατικά την εκάστοτε κυβέρνηση. Η «δικτατορία του πελατειακού κράτους» εν προκειμένω παρομοιάζεται με μία γάγγραινα, η οποία μολύνει αργά ή γρήγορα ολόκληρο το κοινωνικό σώμα – με αποτέλεσμα να το οδηγεί σε έναν επώδυνο θάνατο, με τη διαδικασία της σήψης.
Από την άλλη πλευρά η Δημοκρατία, στο καθεστώς της νεοφιλελεύθερης οικονομίας της σχολής του Σικάγου, μεταβάλλεται σε μία, δικομματική συνήθως, δικτατορία της ελίτ – η οποία διορίζει με τη σειρά της την εκάστοτε κυβέρνηση, ελέγχοντας τα ΜΜΕ και χρηματοδοτώντας τις προεκλογικές εκστρατείες και των δύο κομμάτων εξουσίας. Χωρίζει λοιπόν και αυτή τις κοινωνίες οδηγώντας τες, μετά από απανωτές χρηματοπιστωτικές εκρήξεις, στην απόλυτη καταστροφή.
Τα 54.540 άστεγα νοικοκυριά στην Αγγλία σήμερα (αύξηση 31% μέσα σε δύο μόλις χρόνια), τα 30 εκ. αμερικανών που αντιμετώπισαν την αναγκαστική έξωση από τις κατοικίες τους, μετά το ξέσπασμα της κρίσης, τα 50 εκ. αμερικανών που ζουν με κουπόνια διατροφής, οι 20.000 άστεγοι στην Ελλάδα, η εκρηκτική άνοδος της ακροδεξιάς σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη, καθώς επίσης πολλά άλλα επί μέρους γεγονότα, τεκμηριώνουν αναμφίβολα ότι, θα είμαστε σύντομα αντιμέτωποι με ριζικές εξελίξεις.
Στην αντίπερα όχθη τώρα ευρίσκονται τα ολοκληρωτικά καθεστώτα – τα οποία, αν και ενώνουν τις κοινωνίες, το πετυχαίνουν δυστυχώς με καταναγκαστικά, με βίαια. με αστυνομικά και, πολύ συχνά, με σκληρά μέτρα – καθώς επίσης με απάνθρωπα βασανιστήρια ή με πειθαναγκασμούς. Ειδικά όσον αφορά τα κομμουνιστικά καθεστώτα και την κεντρική κατεύθυνση της οικονομίας, την οποία επιβάλλουν, φαίνεται ότι εξασφαλίζουν απλά και μόνο την επιβίωση – έχοντας πλήρη αδυναμία να εκμεταλλευθούν σωστά τα ατομικά και συλλογικά πλεονεκτήματα των ανθρώπων, ενώ χαρακτηρίζονται επίσης ως «δικτατορία της (κομματικής) ελίτ».
Η χρυσή μεσότητα είναι πιθανότατα η άμεση Δημοκρατία, σε καθεστώς φιλελεύθερης μεν, αλλά ελεγχόμενης οικονομίας – όπου τόσο το κράτος, όσο και οι ιδιώτες, θα μοιράζονται εξ ίσου τα μέσα παραγωγής και την ίδια την εξουσία. Εν τούτοις, η συγκεκριμένη μορφή οργάνωσης απαιτεί συνειδητούς πολίτες, οι οποίοι οφείλουν να συμμετέχουν ενεργά στα πολιτικά δρώμενα – κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο να επιτευχθεί.
Είναι όμως απαραίτητο, απόλυτα αναγκαίο καλύτερα, αφού η κοινοβουλευτική Δημοκρατία καταλήγει, αργά ή γρήγορα, σε κάποιας μορφής δικτατορία – επειδή είναι αδύνατον να διατηρήσει μακροπρόθεσμα την ασφάλεια, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία, το βιοτικό επίπεδο και την κοινωνική συνοχή. Η όλη διαδικασία δε είναι σήμερα σε εξέλιξη στις Η.Π.Α., στην Ιαπωνία και στην Ευρώπη – όπου το μαύρο πέπλο του φασισμού πλανάται ήδη στο σκοτεινό ουρανό της Δύσης, αναγγέλλοντας την «τέλεια καταιγίδα» που φαίνεται στην άκρη του τούνελ.
* Αθήνα, 23 Οκτωβρίου 2013, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.
ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2982.aspx