Ανέστιος επαίτης

Ανέστιος επαίτης*

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

Η επέλαση της φτώχειας και του μαρασμού στη νεοελληνική κοινωνία, ως αποτέλεσμα των μνημονιακών πολιτικών που εφαρμόζονται από τα εγχώρια και τα διεθνή κέντρα εξουσίας, αποτυπώνεται σε μια σειρά γελοιογραφιών δημοσιευμένων στον τύπο, στις οποίες πρωταγωνιστούν άνθρωποι άστεγοι, διακρινόμενοι από το «δισάκι» με τα όποια εναπομείναντά τους υπάρχοντα, από τα κουρελιασμένα ρούχα κι από τα χαρτόκουτα με τις εφημερίδες, που υποκαθιστούν το σπίτι και τα στρωσίδια για όσους υποχρεώθηκαν στην ανεργία και σε ξεσπίτωμα.



* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 357, 16/12/2012.

Η κεντρική ιδέα αυτού του τύπου των γελοιογραφιών αποτελεί πλέον σχεδόν μοτίβο για όσους τη μεταχειρίζονται. Άστεγοι που προβάλλουν μέσα από χαρτόκουτα, σκεπασμένοι με εφημερίδες, χωμένοι μέσα σε κάδους απορριμμάτων, όπου αναζητούν υπολείμματα τροφών, συνήθως παρουσιασμένοι σε δυάδες ώστε να ευνοείται η επικοινωνία, σχολιάζουν καυστικότατα, με πικρή ειρωνεία που τσακίζει κόκαλα, την τρέχουσα επικαιρότητα. «Μας υποβάθμισε κι η Moody's», σχολιάζει ο ένας, για να πάρει τη δηκτική απάντηση «Θα μας φαλιρίσουν, οι πούστηδες»· στο σχόλιο «Είμαι περίεργος να δω αυτήν την περιβόητη λίστα των φοροφυγάδων» εισπράττεται η πληρωμένη απάντηση «Γι' αυτό δεν θα κάνεις ποτέ σου καριέρα στην πολιτική»· στην ερώτηση «Πιστεύεις ότι θα ορθοποδήσουμε ποτέ οικονομικά;», αντιτείνεται από τον έτερο άστεγο, που 'ναι σκεπασμένος – όπως κι ο πρώτος – με εφημερίδα, το αμίμητο «Πού να ξέρω; Τις οικονομικές σελίδες τις έχεις εσύ».

Είναι απορίας άξιο πώς η πολιτικά καθεστηκυία τάξη δεν έχει επιχειρήσει ακόμη τη λογοκρισία της συγκεκριμένης μορφής ανατρεπτικού σχολιασμού, επικαλούμενη την «πολιτική ορθότητα» που δεν επιτρέπει αστεϊσμούς σε βάρος ανθρώπων βαθιά αναγκεμένων. Αν και στο σπίτι του κρεμασμένου -πόσο μάλλον στο ανύπαρκτο του αστέγου- δεν μιλάνε για σκοινί, δεδομένου πως για την εξαθλίωση, την ανέχεια και τις αυτοκτονίες δεν ευθύνονται οι γελοιογράφοι ή οι σατιρικοί συγγραφείς, παρά οι υπερασπιστές των μνημονιακών πολιτικών, το προσποιητό θίξιμο για τον «εμπαιγμό» των απόρων είναι ζήτημα χρόνου να εκδηλωθεί, ως επιχείρημα του ανάλγητου κι αποθρασυμένου πολιτικού κατεστημένου, που πρώτα εξαθλιώνει τον κοινωνικό ιστό, κι έπειτα μεταβιβάζει τις ευθύνες του στους άλλους, προσποιούμενο ευαισθησίες. Κι είναι ζήτημα χρόνου να εκδηλωθεί, εφόσον εδώ η μνημονιακή πτέρυγα θα εντοπίσει μια ιδανική ευκαιρία να καμωθεί τη δημοκρατική και την προοδευτική, επιτιθέμενη επί ενός είδους τέχνης που όχι μόνο δεν εμπαίζει τους απόρους, μα τους υπερασπίζεται μαχητικά, προβάλλοντας τον παραλογισμό των υφιστάμενων πολιτικών και υιοθετώντας κάθε εγκαταλειμμένο στη μοίρα του πολίτη, στο πρόσωπο του οποίου ανάγεται εντέλει η κοινή μοίρα συνολικά των Ελλήνων εντός της επικράτειάς τους, μιας επικράτειας χειμαζόμενης από την καταστροφική πολιτική των οικονομικών τής χώρας κατακτητών.

Αν και αναμφίβολα οι προθέσεις των γελοιογράφων είναι ευαίσθητες και αλτρουιστικές, ελλοχεύει ωστόσο πίσω από τη συγκεκριμένη τους θεώρηση ένας κίνδυνος. Δίνεται η εντύπωση σε ορισμένες περιπτώσεις πως όταν διαπιστώνονται τόσο έντονα βιοποριστικά προβλήματα, με πολίτες άστεγους και πεινασμένους, η όποια αναφορά στη σύγχρονη πολιτική κατάσταση μοιάζει άκαιρη κι εντελώς δευτερεύουσα. Σαν να σχολιάζεται, δηλαδή, πως όταν κανείς δεν διαθέτει τα προς το ζην, οι βαθυστόχαστες πολιτικές αναλύσεις για τις κινήσεις των διεθνών οίκων χρηματοπιστωτικής αξιολόγησης, για το χρονοδιάγραμμα της εξόδου από την κρίση ή για την ανακατανομή των φορολογικών βαρών, με την επιφόρτιση των μεγαλύτερων υποχρεώσεων στις ισχυρές οικονομικά τάξεις, συνιστούν όχι απλώς συζητήσεις κενές περιεχομένου, μα πολύ περισσότερο ειρωνικά σχόλια, που χλευάζουν την κατάντια μιας σημαντικότατης και, δυστυχώς, συνεχώς αυξανόμενης μερίδας πολιτών.

 Την ένσταση, επομένως, που θα μπορούσε να ενεργοποιήσει προς την εξυπηρέτηση μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων η μνημονιακή συμμαχία, είναι πιθανό να την καταθέσει, καλοπροαίρετα τη φορά αυτή, οποιαδήποτε άποψη εμφορείται από ανθρωπιστικές ευαισθησίες. Η καλή προαίρεση, ωστόσο, δεν συνεπάγεται αναγκαστικά και ορθή τοποθέτηση. Χρειάζεται να επαναληφτεί πως η διαρκώς εξελισσόμενη εξαθλίωση των Ελλήνων δεν είναι άσχετη με τις πολιτικές εξελίξεις και τις μνημονιακές επιλογές που προκρίθηκαν από το 2010 κι εξής. Είναι παντελώς επιπόλαιο, αν όχι αφελές ή ύπουλο, να αποσυνδέεται η μία κατάσταση από την άλλη. Οι υφιστάμενες πολιτικές της μιζέριας και της ανέχειας φέρουν την απόλυτη ευθύνη για την εξαθλίωση της ελληνικής κοινωνίας. Δεν ενδείκνυται, συνεπώς, ούτε να προσπερνιούνται ούτε να παρακάμπτονται με ελαφρά καρδιά. Στην πραγματικότητα, μόνο ο παραμερισμός των βαθύτερων αιτιών της κρίσης θα συνιστούσε βαρύτατη προσβολή για το σύνολο των Ελλήνων, ενώ θα συνέχιζε να τους καταδικάζει στη φρίκη, αφού θα εμπόδιζε τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση της ρίζας των δεινών.

Η υποθετική διαστροφή της πραγματικότητας, ασύνειδη ή συνειδητή, στο όνομα της όποιας ευαισθησίας, ειλικρινούς ή προσποιητής, δεν είναι ένας επινοημένος κίνδυνος, υπερβολικός στη σύλληψή του. Είναι μια βιωμένη πρακτική, με φορέα της το μνημονιακό μπλοκ, που, λόγω της πολύχρονης εναλλαγής των δύο βασικών του συντελεστών στην εξουσία καθ' όλη τη μεταπολίτευση, γνωρίζει να διαχειρίζεται άριστα μεθόδους διαστροφής των θέσεων της αντίπαλης ιδεολογίας, να παραπλανά, να τρομοκρατεί, να προπαγανδίζει, να «φυλακίζει» τους πολίτες σε ψευδοδιλήμματα και σε επιλογές-«μονόδρομους», πέρα από τις οποίες υποτίθεται ότι υπάρχει μονάχα η καταστροφή και το χάος. Υποδειγματική εφαρμογή της συγκεκριμένης τακτικής, κατάλληλη για σεμιναριακές παρουσιάσεις, σημειώθηκε κατά την τελευταία εκλογική αναμέτρηση τον Ιούνιο του 2012, οπότε και η εκβιαστική προπαγάνδα του κατεστημένου πολιτικού και δημοσιογραφικού χώρου επέφερε την παλινόρθωση των μνημονιακών παρατάξεων, αποτρέποντας τη διάθεση αλλαγής κατεύθυνσης που χαρακτήριζε έως τότε το εκλογικό σώμα, όπως μάλιστα αυτή εκφράστηκε πολύ εύγλωττα στις αμέσως προηγούμενες εκλογές τον Μάιο του 2012.

Η λυσσαλέα επιχείρηση διαστροφής από το υπάρχον καθεστώς κάθε αντίθετης θέσης ή πρότασης αναφορικά με την υπέρβαση της κρίσης είναι δεδομένη. Το ενδεικτικότερο ίσως παράδειγμα αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο διαστρεβλώθηκε η πρόταση του κ. Μανώλη Γλέζου για κρατικοποίηση των τραπεζών και διοχέτευση κεφαλαίων προς στήριξη των μικρών επιχειρήσεων, προκειμένου αυτές να ορθοποδήσουν και να ανακάμψει η αγορά. Μία πρόταση λογική, συμβατή με τις κατάλληλες και νομιμοποιημένες ενέργειες που θα συνέβαλλαν σε μια πρώτη, υγιή αντίδραση στην κρίση, διαστράφηκε σε κατάσχεση των οικονομιών κάθε μικρού τραπεζικού καταθέτη, με την παράλληλη θεωρητική στήριξη του αποτυχημένου νεοφιλελεύθερου ιδεολογήματος, το οποίο έσπευσε να δαιμονοποιήσει κάθε απόπειρα τιθάσευσης της ανεξέλεγκτης ιδιωτικής δράσης, προμαντεύοντας την καταστροφή κι αρνούμενο να θυμηθεί πως μόλις πριν από μία δεκαπενταετία οι τράπεζες στην Ελλάδα ήταν δημόσια περιουσία, παρείχαν μεγαλύτερα επιτόκια στους καταθέτες, και δεν διακινδύνευαν τα κεφάλαιά τους σε επισφαλείς χρηματοπιστωτικές «επενδύσεις».

 Όταν, βεβαίως, έχει συνηθίσει ο επί δεκαετίες κυβερνητικός πολιτικός κόσμος να διαχειρίζεται οφίκια κι επιδοτήσεις, χωρίς να μεριμνά για το παραγωγικό σκέλος, όταν έχει βαθύτατα πιστέψει πως η μόνη ικανότητα της Ελλάδας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι να προσφέρει διοικητικές υπηρεσίες, είναι επόμενο να μην κινητοποιείται ώστε η χώρα να αναλάβει τις τύχες της στα χέρια της. Ακόμη και τώρα, σχεδόν μισό χρόνο από την ανάληψη της εξουσίας από την τρικομματική κυβέρνηση, τα μοναδικά της ενδιαφέροντα περιορίζονται στη λήψη ενός ακόμη δανείου και στη συντήρηση του παλαιοκομματικού καθεστώτος των μικροκομματικών εξυπηρετήσεων για χάρη της πολιτικής επίπλευσης, χωρίς να ανακοινώνεται ο οποιοσδήποτε σχεδιασμός για παραγωγική ανασυγκρότηση και για δραστικό περιορισμό των εξωτερικών εξαρτήσεων.

Στην απεγνωσμένη ωστόσο προσπάθεια των διαχειριστών της ελληνικής συντριβής να διασωθούν μονάχα οι ίδιοι με κάθε αθέμιτο μέσο, με εργαλεία τους τη σπίλωση, την τρομοκράτηση και τη διαστρέβλωση, η επαγρύπνηση είναι ζήτημα επιβίωσης. Η εξαθλίωση του ελληνικού πληθυσμού δεν αφορά μόνο όσους την υφίστανται προς το παρόν· είναι υπόθεση όλων, εφόσον η πρόοδος ή η καταστροφή της χώρας αποτελούν συνάρτηση της πορείας των κατοίκων της, καθώς και το αντίστροφο, σε μια διαδικασία που από τη φύση της είναι αμφίδρομη. Χωρίς κοινωνική αλληλεγγύη, οι άστεγοι πρωταγωνιστές των γελοιογραφιών θ' αρχίσουν σταδιακά να αντικαθίστανται από τη γυναικεία μορφή που συμβολίζει διαχρονικά την Ελλάδα σε ζωγραφικές παραστάσεις και σατιρικές αποτυπώσεις. Μόνο που η φιγούρα της χώρας δεν θα αναδύεται ονειρεμένη σαν σε σολωμικό ποίημα, παρά θα τριγυρνά ανέστιος επαίτης με τα ανασυρμένα της ρετάλια από το μπαούλο περασμένων, πέτρινων δεκαετιών.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.