Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος: η ιστορικοποίηση του παρελθόντος
Του Ανδρέα Παπαγεωργίου*
Αλήθεια, τα συντρίμμια
δεν είναι εκείνα εσύ ‘σαι το ρημάδι.
σε κυνηγούν με μια παράξενη παρθενιά
στο σπίτι στο γραφείο στις δεξιώσεις.
των μεγιστάνων, στον ανομολόγητο φόβο του ύπνου
μιλούν για περιστατικά που θα ήθελες να μην υπάρχουν
ή να γινόντουσαν χρόνια μετά το θάνατό σου,
κι αυτό είναι δύσκολο γιατί …
– Τ’ αγάλματα είναι στο μουσείο.
Καληνύχτα.
– … γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια, είμαστε
εμείς.
Γ. Σεφέρης, Κίχλη, Ο ηδονικός Ελπήνωρ.
Το Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος συμπληρώνει φέτος ικανό διάστημα λειτουργίας. Ανεξάρτητα από τις ειδικές συνθήκες δημιουργίας και λειτουργίας του, οφείλουμε – πιστεύω – να θέσουμε τα (συναφή μεταξύ τους) ερωτήματα: Γιατί δημιουργήσαμε το Μουσείο;
Τι (πρέπει να) προσδοκούμε από τη λειτουργία του; ή – με διαφορετική διατύπωση – τι (και πώς) θα μπορούσε να προσφέρει στη «διάσωση της μνήμης» του ιστορικού γεγονότος ή στη διαμόρφωση της ιστορικής συνείδησης αυτού και – ως κεφάλαιο πολιτισμικής κληρονομιάς – στη νοηματοδότηση του παρόντος;
Το θέμα μεγάλο και, χωρίς αμφιβολία, δεν εξαντλείται – ίσως δεν προσεγγίζεται καν – σε λίγες παραγράφους. Περιοριζόμαστε σε κατάθεση σκέψεων ως αφετηρία προβληματισμού.
Πρόχειρες (και μάλλον άστοχες) απόπειρες απαντήσεων στα παραπάνω ερωτήματα: Δημιουργήσαμε το Μουσείο, για να «στεγάσουμε» το πένθος μας το πένθος ωστόσο δεν στεγάζεται – δεν βολεύεται ή δεν χωράει – σ’ ένα (δημόσιο) κτίριο, αλλά βιώνεται στις ψυχές των πενθούντων.
Για να συντηρήσουμε την ιστορική μας μνήμη όμως η «ιστορική μνήμη» δεν είναι δεδομένη και οπωσδήποτε δεν είναι κονσέρβα για να χρειάζεται συντήρηση (άλλωστε, οι συντηρητικές ουσίες βλάπτουν εξίσου την ιστορία όπως και τα τρόφιμα)…
Μήπως για να εικονογραφήσουμε αυτήν την κληρονομιά της φρίκης ή για να «τακτοποιήσουμε τους λογαριασμούς μας», μια για πάντα, με το τραυματικό παρελθόν, να το ενταφιάσουμε σε μια πολυτελή σαρκοφάγο, να το μουμιοποιήσουμε; Η προσωπική-βιωματική σχέση των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας με το Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος – όπως και όλων των θυμάτων του πολέμου με τα μουσεία του Ολοκαυτώματος στην ευρωπαϊκή ήπειρο – είναι δεδομένη και απολύτως σεβαστή. Ωστόσο, παράλληλα – και ανεξαρτήτως της «εμπλοκής» του καθενός μας με το ιστορικό γεγονός – θα ήταν ωφέλιμο να σκεφτούμε:
Το Μουσείο – κάθε μουσείο – λειτουργεί ως κατεξοχήν χώρος επανοικείωσης (δηλαδή εκ νέου οικείωσης) με το παρελθόν, το οποίο μέσα σ’ αυτό μεταβάλλεται σε ιστορικό (δηλαδή εκλογικευμένο – αντικειμενοποιημένο) παρελθόν. Το μουσείο δεν είναι απλώς μια αίθουσα με προθήκες, μια «μπουτίκ» με βιτρίνες, ούτε καν μια «κιβωτός» τραυματικής μνήμης αποτελεί έναν άλλο τρόπο θέασης, έναν άλλο τρόπο σχέσης με τα γεγονότα, τα πρόσωπα και τα αντικείμενα, τα οποία, όταν εκτίθενται σ’ αυτό (και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο και μ’ αυτό το σκοπό εκτίθενται σ’ αυτό), μπαίνουν σ’ ένα νέο αντιληπτικό πλαίσιο, κατανοούνται, συνδέονται με νέες σημασίες και νοήματα – μ’ ένα λόγο: ιστορικοποιούνται.
Όταν λοιπόν μια φωτογραφία, ένα προσωπικό αντικείμενο ή μια λατρευτική εικόνα μεταφέρεται από τον ιδιωτικό χώρο – το σπίτι ήτο εικονοστάσι – στο μουσείο, αποχωρίζεται, αποξενώνεται από την οικεία εμπειρία (η οποία εκδηλώνεται με την αφή, τον ασπασμό, τη λατρεία και άλλες παρόμοιες εκδηλώσεις) και αποκτά άλλη διάσταση, μετατρέπεται σε «κοινόν κτῆμα», ιστορική πηγή, αντικείμενο θέασης και μελέτης. Αυτή η αίσθηση της ανοικείωσης, της αποξένωσης – που αναμφίβολα σοκάρει όσους έχουν μια βιωματική, συγκινησιακή σχέση με το παρελθόν και τα υλικά κατάλοιπά του – είναι απαραίτητη για την πολύτιμη διατήρηση της μνήμης, δηλαδή την επεξεργασία της, τη μετατροπή της από ατομική-υποκειμενική υπόθεση, από τραυματικό βίωμα (που ανατροφοδοτούμενο συχνά κακοφορμίζει) σε ιστορία, σε παράθυρο γνώσης για τους νεότερους.
Γιατί, περισσότερο απ’ όλες, η τραυματική εμπειρία, αν δεν ιστορικοποιηθεί, κινδυνεύει να μεταλλαχθεί σε σώμα νεκρού που επιστρέφει στη ζωή με υπερφυσικό, «παρά φύσιν», τρόπο, στοιχειώνοντας και απειλώντας τους ζωντανούς. Τα θύματα της Καλαβρυτινής θηριωδίας το ξέρουν καλά: η τραυματική εμπειρία, καλά-καλά δεν ανακοινώνεται, δεν συζητιέται δεν αναλύεται ούτε επουλώνεται. Η Αθηνά Μαρνιέρου από το Γερακάρι της Κρήτης, εκφράζοντας την οδύνη και το πένθος εκατομμυρίων θυμάτων πολέμου, καταθέτει: «Όχι, τίποτα δεν θέλω να πω για τους Γερμανούς. Μακριά από μένα. Έκαψαν το χωριό, σκότωσαν το γιο μου. Είναι 54 χρόνια που εφόρεσα μαύρα. Εγώ στο σπίτι μου, στο πένθος μου – ε, ωστόσο θα κατεβώ στον Άδη μ’ αυτή την καταστροφή» [1]. Για τους λαβωμένους, η πληγή αιμορραγεί συνεχώς, καθώς διατηρείται ανοιχτή από τη μνήμη, το τραυματικό βίωμα.
Ωστόσο, όταν το τραύμα δεν αντικειμενοποιείται και δεν τοποθετείται στα ιστορικά του συμφραζόμενα, όταν δεν μετατρέπεται σε γνωσιακή διαδικασία – ανίερη ίσως για κάποιους αλλά πολύτιμη για τους πολλούς – με την πάροδο των χρόνων, αν δεν διαστεβλωθεί επικίνδυνα, κινδυνεύει να μετατραπεί σε μύθο, σε τελετή, σε δρώμενο κατ’ έθος επαναλαμβανόμενο, σε δεκάρικο πανηγυρικό λόγο, σε ακατανόητο λυγμό ή σε γραφικότητα. Ας αναρωτηθούμε, με τόλμη και με ειλικρίνεια: πόσο γνήσια και γόνιμη είναι η σχέση μας με το παρελθόν, όταν επικοινωνούμε μ’ αυτό κυρίως μέσω εκδηλώσεων και τελετών; Μήπως είναι παρόμοια με τη σχέση των πολλών με την κλασική μουσική, όταν την ακούν στο ραδιόφωνο την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής;
Για ν’ αποφύγουμε παρερμηνείες: το αίτημα ιστορικοποίησης δεν αποτελεί παρασιώπηση ή δικαιολόγηση δεν είναι συμψηφισμός, ούτε «εκποίηση σε τιμή ευκαιρίας». Είναι αναγκαιότητα. Μ’ αυτόν τον τρόπο τα ερείπια του παρελθόντος μετασχηματίζονται σε οργανωμένη ανάγνωσή του. Αιώνες τώρα έτσι λειτουργεί η ιστορία: μεταμορφώνει το παρελθόν σε ιστορικό χρόνο, αφού το «ενταφιάσει» έτσι ώστε αυτό να αποκαθαρθεί από την παλαιά εμπειρική οικειότητά του προς εμάς και να ενδυθεί μια νέα οικειότητα.
Η μεταβολή του παρελθόντος σε ιστορία είναι αυτονόητο καθήκον που επιτρέπει στις σύγχρονες κοινωνίες να αναζητήσουν και να συγκροτήσουν την ταυτότητά τους. Με τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς-ιστορικούς χώρους το παρελθόν ερμηνεύεται, αντικειμενοποιείται και εντάσσεται στη σύγχρονη κουλτούρα. Χωρίς ναρκισσιστική και μνημειακή απεικόνιση, χωρίς να εικονογραφεί τη φρίκη, το Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος αποτελεί ένα πρώτο βήμα ιστορικοποίησης του παρελθόντος. Αν η «ταφή» του παρελθόντος οδηγεί στη γέννηση της ιστορίας, ας προχωρήσουμε στο αποφασιστικόβήμα: την επιστημονική μελέτη και συγγραφή της ιστορίας του Καλαβρυτινού δράματος πέρα από το μύθο και την εκδραμάτιση. Όσο και σε όποιο βαθμό μπορούμε ακόμη …
[1] Βλ. Johanna Weber, Πρόσωπα από την Αντίσταση, Αθήνα 1996, εκδ. Άγρα.
* Ο Ανδρέας Παπαγεωργίου είναι φιλόλογος.