Στο σταυροδρόμι της ιστορίας να δώσουμε διέξοδο

Στο σταυροδρόμι της ιστορίας να δώσουμε διέξοδο

 

Του Παναγιώτη Σωτήρη

 

Υπάρχουν ορισμένες ιστορικές συγκυρίες όπου τα διλήμματα, οι διαφορετικοί δρόμοι που ανοίγονται για μια κοινωνία δεν αντιστοιχούνται σε πολιτικά ρεύματα, έστω και εάν αυτοί οι δρόμοι σαν υλικά, πραγματικά ενδεχόμενα εγγράφονται μέσα στην ίδια την ιστορική δυναμική των πραγμάτων.

Μια τέτοια κατάσταση ξεδιπλώνεται τώρα και στην ελληνική κοινωνία. Η συγκυρία των μνημονίων έχει δείξει ότι εκ των πραγμάτων δύο δρόμοι ανοίγονται:

η συνέχιση της πρόσδεσης με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο σχέδιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται (λιτότητα, υποχρεωτικός νεοφιλελευθερισμός, προσαρμογή στον ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας, μειωμένη εθνική και λαϊκή κυριαρχία) και η αναζήτηση, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μιας ρήξης με αυτό το σχέδιο.

Μικρή σημασία έχει το εάν αυτό το σταυροδρόμι έχει εκφραστεί συγκεκριμένα ως τέτοιο. Το βασικό είναι ότι μέσα στην ίδια την υλικότητα των κοινωνικών αντιπαραθέσεων έχει αναδειχτεί. Το βλέπει κανείς, πάνω από όλα, στον τρόπο που ο κυρίαρχος λόγος δύο χρόνια τώρα έχει ορίσει την προοπτική της εξόδου από το ευρώ ως το βασικό ιδεολογικό φόβητρο για να δικαιολογήσει το τρομαχτικό κόστος των μέτρων που έχουν αποφασιστεί. Αυτό που παρουσιάζουν ως επικίνδυνο «ατύχημα» προς αποφυγή είναι, επομένως, ένα πραγματικό ενδεχόμενο.

Αυτό σημαίνει ότι το ερώτημα είναι πραγματικό. Γιατί τα αυθεντικά ιστορικά διλήμματα δεν είναι ποτέ αυτά που ορίζονται απλώς ως τέτοια μέσα στη δημόσια σφαίρα, αλλά που αναδύονται ως χνάρια και ενδεχόμενα μέσα στην ίδια τη συγκυρία.

Όμως, υπάρχουν εποχές που τα διλήμματα αυτά δεν εκφράζονται άμεσα και ρητά ή εκφράζονται με ιδιαίτερα τεθλασμένο τρόπο. Αυτές είναι εποχές οδυνηρής ιστορικής κυοφορίας του νέου και συχνά γι' αυτό το λόγο ανοιχτής πολιτικής κρίσης. Η Ελλάδα του Μεσοπολέμου είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, όπου η βαθιά ταξική πόλωση ανάμεσα στο λαϊκό μπλοκ και τις αστικές δυνάμεις δεν έπαιρνε τέτοια πολιτική μορφή, αλλά η πολιτική σκηνή σφραγιζόταν από τη διαμάχη δύο αστικών στρατηγικών και την αστική διχογνωμία για την αντιμετώπιση της πολιτικής κρίσης (παράδειγμα χαρακτηριστικό η διαρκής επαναφορά του ενδεχομένου της δικτατορίας μέχρι τελικά τη Μεταξική δικτατορία). Θα χρειαστεί να περιμένουμε την Κατοχή και την ΕΑΜική επανάσταση, μέσα σε μια συνθήκη αναγκαστικής αποδιάρθρωσης του αστικού μπλοκ ανάμεσα στο δωσιλογισμό και τη φυγή, για να πάρει η αντικειμενική ιστορική διχοτόμηση άμεση και σαφή πολιτική έκφραση.

Έτσι και στο σημερινό πολιτικό τοπίο παρατηρούμε το παράδοξο το σύνολο σχεδόν της πολιτικής σκηνής, παρά την τεράστια πόλωσή του ως προς τη στάση απέναντι στα μνημόνια, απέναντι στο ερώτημα «ναι ή όχι στο ευρώ και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» να συμπεριφέρεται ως αυτό το ερώτημα να μην υπάρχει η ως εάν να είναι αυτονόητο ότι ο ορίζοντας των πολιτικών επιλογών είναι εντός της ευρωζώνης και της ΕΕ. Σε αυτό στρατεύεται το τρικομματικό μνημονιακό μπλοκ, εμμέσως η ακροδεξιά, ο ΣΥΡΙΖΑ, μέσα από τη θέση ότι η δική του πρόταση ρήξης με τη λιτότητα είναι και δρόμος για να παραμείνουμε μέσα στην ευρωζώνη, και εκ του αποτελέσματος το ΚΚΕ (εφόσον η θέση για έξοδο από την ΕΕ μετατίθεται μετά την ωρίμανση συνθηκών που θα καταστήσουν εφικτή την επαναστατική ανατροπή). Με αυτό δεν θέλω να αποσιωπήσω πραγματικές πολιτικές διαχωριστικές γραμμές, να μειώσω την ειλικρίνεια της αντιπολιτευτικής διάθεσης του ΣΥΡΙΖΑ ή της αντικαπιταλιστικής προσήλωσης του λόγου του ΚΚΕ. Αναφέρομαι στο ότι ένα ιστορικό ενδεχόμενο, ρητά εγγεγραμμένο στη ροή των πραγμάτων, δεν εκπροσωπείται πολιτικά, ακόμη και τώρα που μέχρι και σε δημοσκοπήσεις διαπιστώνεται για πρώτη φορά ένα ισχυρό ρεύμα απονομιμοποίησης του ευρώ, παρά τη συστηματική του δαιμονοποίηση στη δημόσια σφαίρα (συγκρινόμενη μόνο με την εμφυλιοπολεμική τερατολογία για τον «κομμουνισμό»).

Εάν ισχύει αυτή η διαπίστωση και εάν όντως σήμερα γύρω από το θέμα του ευρώ συμπυκνώνονται όλες οι αντιφάσεις και τα διλήμματα που αφορούν την ελληνική κοινωνία (κοινωνία λιτότητας και μειωμένων προσδοκιών ή κοινωνία της αξιοπρέπειας των εργαζομένων, αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού εντός του νέου ευρωπαϊκού καταμερισμού εργασίας ή παραγωγική ανασυγκρότηση, μνημονιακή επιτροπεία και κατάλυση της λαϊκή κυριαρχίας ή αναζήτηση μιας σύγχρονης δημοκρατίας, νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα ή σύγχρονη σοσιαλιστική προοπτική), έπεται ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να χαραχτεί ένας άλλος δρόμος περνάει αναγκαστικά από την τοποθέτηση σε αυτό το ερώτημα.

Αυτό σημαίνει ότι η προσπάθεια για τη συσπείρωση των ρευμάτων, των αγωνιστών, των συλλογικοτήτων που επιμένουν στην έξοδο από το ευρώ και τη ρήξη με την ΕΕ δεν είναι απλώς μια προσπάθεια αναδιάταξης δυνάμεων μέσα στην Αριστερά. Είναι, πάνω από όλα η προσπάθεια ένα υπαρκτό ιστορικό ενδεχόμενο, η έξοδος από το σημερινό ελληνικό αδιέξοδο να βρει επιτέλους πολιτική αντιστοίχηση. Γι' αυτό και δεν μπορεί να αντιμετωπιστούν οι σχετικές πρωτοβουλίες ως «οικογενειακή υπόθεση» αλλά ως τόλμη και αυτοϋπέρβαση σε μια μαζική, ενωτική και πρωτότυπη εκδοχή αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου που να διεκδικήσει απέναντι και στο μνημονιακό μπλοκ και στα αδιέξοδα της εν δυνάμει κυβερνώσας Αριστεράς να συναντηθεί με ευρύτερες κοινωνικές δυναμικές, να συμβάλει – μέσα από την πρωτοπόρα δράση στην οικοδόμηση των αγώνων, της αλληλεγγύης και της αυτοοργάνωσης – στην επεξεργασία και στον πειραματισμό για το αναγκαίο πρόγραμμα διεξόδου και τελικά να ανοίξει δρόμους ανατροπών και μετασχηματισμού. Για να αποφύγουμε τον κίνδυνο η όποια κυβερνητική αλλαγή προς τα Αριστερά, να είναι απλώς η ενδιάμεση φάση πριν την ακόμη πιο αντιδραστική αναδίπλωση του μνημονιακού μπλοκ με καταλύτη την άνοδο του φασιστικού κινήματος.

Γι' αυτό το λόγο και το τελευταίο που χρειαζόμαστε είναι να πρυτανεύσει και στη ριζοσπαστική Αριστερά η εσωστρέφεια, η αναδίπλωση στην καχυποψία ότι όποιος δεν προσυπογράφει πλήρως τη μία ή την άλλη εγκεφαλική σύλληψη του «επαναστατικού προγράμματος» είναι ρεφορμιστής, η απροθυμία για ώριμα βήματα μετωπικής συσπείρωσης. Αντίθετα, απαιτείται η τόλμη εκείνη που αναλογεί στην κλίμακα των διακυβευμάτων, των ευκαιριών αλλά και των κινδύνων, και στην επίγνωση ότι ως πολιτικό ρεύμα η ριζοσπαστική Αριστερά δεν έχει την πολυτέλεια να πιστεύει ότι δεν έχει και αυτή ιστορικές ευθύνες.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.