Στο μίξερ του τυχοδιωκτικού μπλοφαρίσματος*
Του Γιάννη Στρούμπα
«Αγεφύρωτο μοιάζει το χάσμα μεταξύ του Δ.Ν.Τ. και της καγκελαρίου της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ με αφορμή το σχέδιο σωτηρίας της Ελλάδας», ενημερώνει ο ειδησεογραφικός ιστότοπος «iefimerida» σε δημοσίευμά του της 1/10/2012 με τον χαρακτηριστικότατο τίτλο «Γιατί οι Γερμανοί θέλουν να διώξουν το Δ.Ν.Τ. από την Ελλάδα» (http://www.iefimerida.gr/node/70210#ixzz285NBoUqs). Σύμφωνα με το δημοσίευμα, το οποίο αντλεί τις πληροφορίες του από το γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel» και τις αγγλικές εφημερίδες «Guardian» και «Daily Telegraph», το Δ.Ν.Τ., το οποίο δεν μπορεί εκ του καταστατικού του να δανείζει σε χώρες με χρέος μη βιώσιμο, προσανατολίζεται να ζητήσει «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, κατεύθυνση με την οποία η Γερμανία διαφωνεί.
* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 353, 16/10/2012.
Η Γερμανία είναι αποφασισμένη πλέον να κρατήσει την Ελλάδα στην ευρωζώνη και να μη θέσει σε κίνδυνο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, γι' αυτό και θα επιχειρήσει να επιβάλει στην τρόικα τη σύνταξη θετικής έκθεσης για την Ελλάδα, ώστε να δοθεί στη χώρα η δόση των 31,5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Οι συγκρουόμενες επιδιώξεις της Γερμανίας και του Δ.Ν.Τ. ερμηνεύουν, λοιπόν, τη γερμανική βούληση να απομακρύνει το Δ.Ν.Τ. από την Ελλάδα.
Επιχειρώντας κανείς να παρακολουθήσει την παραπάνω είδηση προσκρούει στην ολική σύγχυση που διέπει όχι μόνο όσους επιδιώκουν να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν τις εξελίξεις, μα και όσους τις διαμορφώνουν κατέχοντας καίριες θέσεις στο παγκόσμιο πολιτικοοικονομικό στερέωμα ή κινώντας υπογείως τα νήματα των τελουμένων. Είναι κατόρθωμα να προσδιοριστεί πού σταματά η υποκρισία και τι ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Το Δ.Ν.Τ., λοιπόν, δεν μπορεί εκ του καταστατικού του να δανείζει σε χώρες με χρέος μη βιώσιμο· πάντα, ωστόσο, εργάζεται νωρίτερα ώστε το σχετικό χρέος να καθίσταται όντως μη βιώσιμο. Η Γερμανία είναι αποφασισμένη να κρατήσει την Ελλάδα στην ευρωζώνη, ώστε να μην απειληθεί το ευρωπαϊκό οικοδόμημα· ασχέτως αν ταυτόχρονα δηλώνει πανέτοιμη για μια ελληνική έξοδο από το ευρώ. Η έκθεση της τρόικας, πάλι, θα διαμορφωθεί σύμφωνα με τις γερμανικές επιταγές· δηλαδή γίνεται ευθέως παραδεκτό πως οι αντίστοιχες οικονομικές αποφάνσεις δεν είναι αντικειμενικές, παρά αποτελούν αποτέλεσμα της πολιτικής βούλησης των ισχυρών. Αφορμές και αιτίες, προσχήματα και στοχεύσεις, επιφάνεια και βάθος στροβιλισμένα στο μίξερ του τυχοδιωκτικού μπλοφαρίσματος.
Διανύοντας πλέον τον Οκτώβριο του 2012 φαίνεται πως η γερμανική πολιτική έχει μεταστραφεί ολοσχερώς αναφορικά με τη συμμετοχή του Δ.Ν.Τ. στη χορήγηση δανείων στις χώρες της ευρωζώνης, σε σχέση με το ξεκίνημα της ελληνικής κρίσης, οπότε η γερμανική επιδίωξη ήταν να εμπλακεί το Δ.Ν.Τ. στις ευρωπαϊκές οικονομικές ζυμώσεις, προκειμένου να μην αναλάβει εξολοκλήρου η Ε.Ε., δηλαδή πρωτίστως η Γερμανία, το φορτίο της δανειοδότησης. Η γερμανική πολιτική έχει υπάρξει από το ξέσπασμα της κρίσης τόσο σαθρή, ώστε δικαίως προκαλεί απορίες ως προς τα κίνητρα και τη σκοπιμότητά της.
Ήταν, βέβαια, η Γερμανία εκείνη που προώθησε την ανάμειξη του Δ.Ν.Τ. στην οικονομική κρίση; Αν γίνει δεκτό πως ο Έλληνας πρώην πρωθυπουργός κ. Γιώργος Παπανδρέου «φλέρταρε» με τους κύκλους του Δ.Ν.Τ. ήδη πριν από την ανάληψη της εξουσίας από το κόμμα του, συμπεραίνεται πως εκείνη που αποτέλεσε τον δούρειο ίππο για την άλωση της ευρωζώνης από το Δ.Ν.Τ. ήταν η ελληνική κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Με βάση το συγκεκριμένο δεδομένο υπήρξαν αναλύσεις σύμφωνα με τις οποίες η Γερμανία αποδέχτηκε τελικά την εισβολή του Δ.Ν.Τ. στα του «οίκου» της τής Ε.Ε., επιδιώκοντας μέσω των αλλεπάλληλων εξοντωτικών μνημονίων, και υιοθετώντας τις ισοπεδωτικές για τις «βοηθούμενες» χώρες πρακτικές του Δ.Ν.Τ., να τιμωρήσει την Ελλάδα για την υπονομευτική σε βάρος της Ε.Ε. επιλογή της να διευκολύνει στην ουσία την αμερικανική επίθεση σε βάρος του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, μα και του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Η παραπάνω ερμηνεία γεννά εύλογα το ερώτημα πώς είναι δυνατόν η διάθεση «τιμωρίας» ή «αντεκδίκησης» να νομιμοποιεί μια πολιτική που σε βάθος χρόνου θα αποδειχτεί καταστροφική όχι μόνο για τον «τιμωρούμενο» μα και για τον «τιμωρό». Γιατί η καταβαράθρωση της Ελλάδας επέτρεψε στις Η.Π.Α., χρησιμοποιώντας όλα τους τα όπλα οικονομικού πολέμου, και με αιχμή αυτών τις χρηματοπιστωτικές αγορές και τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, να επεκτείνουν το πολεμικό μέτωπο σε όλες τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, δυναμιτίζοντας τα θεμέλια σύσσωμης της Ε.Ε. Διαλυμένη Ε.Ε. προφανώς θα σημαίνει και για τη Γερμανία την απώλεια του πλεονεκτήματος ενός νομίσματος διεθνούς, ενώ η γερμανική οικονομία θα υποστεί σοβαρό κλονισμό, αναγκαζόμενη να απολέσει προς διάθεση των προϊόντων της τις αγορές ευρωπαϊκών κρατών που θα 'χουν υποστεί συντριβή από την κρίση.
Τούτες οι δικαιολογημένες απορίες αναζήτησαν απαντήσεις σε οφέλη που θα 'πρεπε λογικά να έχει η Γερμανία από την αποδοχή τής περιγραφείσας κατάστασης. Η κρίση της ευρωζώνης φάνηκε να ευνοεί τη Γερμανία, δεδομένου πως η ανασφάλεια απέναντι στις ευρωπαϊκές οικονομίες έστρεψε τους επενδυτές στο γερμανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τη στιγμή που οι ευάλωτες χώρες διαπίστωναν την εκροή κεφαλαίων από τα τραπεζικά τους ιδρύματα προς «ασφαλέστερους» προορισμούς, η Γερμανία εκμεταλλευόταν την εξωτερική της εικόνα της εύρωστης κι ασφαλούς οικονομίας, προσελκύοντας τα διαφυγόντα από αλλού κεφάλαια κι εκμεταλλευόμενη την κρίση, την οποία επιδείνωνε προς προσωρινό της όφελος η εκ μέρους της επιβεβλημένη πολιτική της ύφεσης και του οικονομικού σμπαραλιάσματος των «επιτηρούμενων» χωρών. Παράλληλα τα επιτόκια του γερμανικού δανεισμού από τις χρηματοπιστωτικές αγορές μειώνονταν σε χαμηλότατα επίπεδα, παρέχοντας έναν πρόσθετο λόγο στη Γερμανία ώστε να θεωρεί συμφέρουσα για την ίδια τη συγκεκριμένη κατάσταση.
Όσο ευνοϊκές όμως κι αν απέβησαν για τη Γερμανία οι παραπάνω εξελίξεις, δεν έπαψαν ποτέ να είναι εξελίξεις που υπόσχονται μόνο πρόσκαιρα κέρδη. Μια διάλυση της ευρωζώνης, ως συνέπεια των ασφυκτικών πιέσεων προς τις χώρες που έγιναν οι αποδέκτες της οικονομικής επίθεσης, θα σήμαινε για τη Γερμανία ένα «σκληρό» μάρκο, που θα της στερούσε την ευελιξία του εξασθενημένου ευρώ, κυρίως λόγω της συμμετοχής σε αυτό και πολλών ασθενέστερων οικονομιών, θα εκτόξευε τις τιμές των προϊόντων της, καθιστώντας τα μη ανταγωνιστικά, ενώ, όπως ήδη σχολιάστηκε, θα της στερούσε και τις αγορές που εισάγουν πολλά από τα προϊόντα της, δεδομένου πως εκείνες, υπό συνθήκες διάλυσης για τις ίδιες, δεν θα 'χαν πλέον την ικανότητα απορρόφησης των γερμανικών προϊόντων.
Είναι άραγε τόσο ανίκανη η Γερμανία να οσφρανθεί τους επικείμενους και για λογαριασμό της κινδύνους; Το ενδεχόμενο δεν είναι απίθανο. Συχνά η αλαζονεία της δύναμης οδηγεί σε λανθασμένες εκτιμήσεις. Επειδή όμως είναι πολύ πιθανότερο ότι διέβλεπε τους κινδύνους, κατατέθηκε μία ακόμη πιο προωθημένη ερμηνεία, η οποία υποψιαζόταν στη ριψοκίνδυνη και «κοντόθωρη» πολιτική της Γερμανίας την εφαρμογή ενός κοινού της με τον αμερικανικό παράγοντα σχεδίου, που θα επέτρεπε στους δύο συνεταίρους να εκμεταλλευτούν προς ίδιο όφελος την οικονομική κρίση των υπόλοιπων χωρών, και θα 'δινε στη Γερμανία τη δυνατότητα να διεκδικήσει στο μετά την καταστροφή τοπίο μια θέση για το νόμισμά της συμπληρωματική του δολαρίου στο παγκόσμιο οικονομικό στερέωμα, ακριβώς σε αντικατάσταση του ευρώ από το μάρκο, μα χωρίς να αμφισβητείται η ηγεμονία του δολαρίου.
Αν το προηγούμενο σενάριο εμπεριέχει έστω και μερικώς ψήγματα αλήθειας, η πρόσφατη τροπή των αμερικανογερμανικών σχέσεων, με τη γερμανική αντίδραση στο Δ.Ν.Τ., θα πρέπει λογικά να υποδηλώνει πως οι σχέσεις των δύο συμμάχων έχουν κλονιστεί. Μπορεί μέχρι πρότινος η Γερμανία να αποκόμιζε τα δικά της οφέλη από την οικονομική συντριβή της Ελλάδας, έχοντας όμως κρίνει πλέον ότι δεν τη συμφέρει η κατάρρευση της Ελλάδας, που θα συμπαρασύρει όλη την ευρωζώνη, απορρίπτει την ισοπεδωτική οικονομική πρόταση του Δ.Ν.Τ. Άλλωστε, το νέο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, που θα καταστήσει, σύμφωνα με το Δ.Ν.Τ. «βιώσιμο» το ελληνικό χρέος, θα 'χει αποκλειστικώς βλαπτικό αποτέλεσμα για τη χώρα και το τραπεζικό της σύστημα: οι διεθνείς χρηματαγορές έχουν ήδη μεριμνήσει για την απαλλαγή τους από τα προβληματικά ελληνικά ομόλογα, και οι μόνοι που θα ζημιωθούν θα είναι εκ νέου οι ελληνικοί οικονομικοί φορείς. Ήδη από το πρώτο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους προέκυψε πως ζημιώθηκαν οι ελληνικές τράπεζες που κατείχαν ελληνικά ομόλογα, καθώς επίσης και τα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία, για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Επιθυμώντας, συνεπώς, η Γερμανία να στηρίξει πλέον την ευρωζώνη, απολύτως φυσιολογικά απορρίπτει τις προτάσεις του Δ.Ν.Τ.
Η διαγραφόμενη μεταστροφή της Γερμανίας ίσως υποδηλώνει ένα επαναπροσδιορισμένο, ακριβέστερα «ζυγισμένο» ενδιαφέρον για το εθνικό της συμφέρον. Ίσως όμως το διακυβευόμενο συμφέρον να μην είναι και τόσο «εθνικό». Οι «εθνικές» πολιτικές διαμορφώνονται συχνά από τις ισχυρές οικονομικές κάστες, που χρηματοδοτούν το πολιτικό σύστημα κι επιβάλλουν κατευθυντήριους άξονες ανάλογους με τα συμφέροντά τους. Πίσω, δηλαδή, απ' όλες τις μεγάλες πολιτικές αντιφάσεις δύναται να διαβλέπει κανείς τα αντικρουόμενα συμφέροντα των ανταγωνιστών εντός της οικονομικής ολιγαρχίας, στους οποίους υπόκεινται και οι πολιτικές παρατάξεις. Γι' αυτό και η ανερμάτιστη, η αλλοπρόσαλλη, η τυχοδιωκτική εντέλει γερμανική πολιτική στο ζήτημα της οικονομικής κρίσης φαίνεται πως συγγενεύει με την ομόλογή της ελληνική ως προς τον εξής παράγοντα: την ικανοποίηση των αρχουσών κοινωνικοπολιτικών τάξεων.
Σε μια διεθνή γενίκευση των τεκταινομένων, φαίνεται πως οι εξελίξεις καθορίζονται από ένα κράμα ιδιωτικών και εθνικών συμφερόντων, το ποσοστό των οποίων στο κράμα αυξομειώνεται σε κάθε κρατική υπόσταση ανάλογα με την πολιτικοοικονομική παράδοση της κάθε χώρας, μα και τη δυναμική ή την ευκαιριακή αντίδραση των πολιτικών ηγεσιών της. Η Γερμανία, παρά την παράδοσή της στη δόμηση και αποτελεσματική λειτουργία φορέων κοινωνικού κράτους, επέλεξε μια κοντόθωρη (χωρίς εισαγωγικά τη φορά αυτή), τυχοδιωκτική πολιτική, που προφανώς ευνοεί τις άρχουσες τάξεις της, μα δεν υπόσχεται για την ίδια ιδιαίτερα αίσιες προοπτικές σε ό,τι αφορά τον οικονομικό πόλεμο που μαίνεται με αντίπαλο τις Η.Π.Α. Η Ελλάδα, εντελώς απορρυθμισμένη, στο έλεος της κρίσης, με πολιτικό της ιδεολόγημα τον ξοφλημένο νεοφιλελευθερισμό, σύρεται σήμερα κι εκείνη πίσω από τα ιδιωτικά συμφέροντα – κι, ακόμη χειρότερα, όχι μόνο τα εγχώρια – σε βάρος του εθνικού της συμφέροντος. Μόνη διακύβευση για την ελληνική κυβέρνηση αποδεικνύεται η κομματική επίπλευση, που επιχειρείται μέσω του γαντζώματος στην εξουσία. Η αποκλειστικά μικροπολιτική στόχευση του εγχώριου πολιτικού συστήματος έχει χορηγό το μεγάλο κεφάλαιο, περιγράφοντας την ελληνική κατάντια: μεγάλοι πλουτοκράτες, μικροί πολιτικοί.