Τι έμαθε η αριστερά από τη Σύνοδο Κορυφής;

Τι έμαθε η αριστερά από τη Σύνοδο Κορυφής;

 

Του Χρίστου Κατσούλα

 

Με ουρανομήκεις πανηγυρισμούς υποδέχτηκαν οι θιασώτες της ευρωπαϊκής ενοποίησης την τελευταία Σύνοδο Κορυφής. Για μια ακόμα φορά η ΕΕ σώθηκε, οι ηγέτες πήραν γενναίες αποφάσεις, αλλά μέσα τους όλοι μετράνε αντίστροφα μέχρι το καινούριο χαντάκωμα των καινούριων αποφάσεων. Γιατί παρά τα θρυλούμενα η κρίση της Ευρωζώνης είναι βαθιά συστημική και άλυτη, ως Γόρδιος Δεσμός που μπορεί να κοπεί, αλλά δεν μπορεί να λυθεί. Τουλάχιστον όχι ομαλά.

Σε αντίθεση με στελέχη της αριστεράς που είδαν στις πρόσφατες αποφάσεις μια "σοβαρή υποχώρηση της Μέρκελ", ή πολύ περισσότερο αποφάνθηκαν ότι η "ημέρα θα πρέπει να διδάσκεται ως παράδειγμα των κανόνων του αποτελεσματικού διαπραγματεύεσθαι", μια ματιά απαλλαγμένη από παραμορφωτικούς φακούς, γεννά τελείως διαφορετικά συμπεράσματα.

Λύθηκε το αδιέξοδο της Ευρωζώνης;

Όσοι σήμερα πανηγυρίζουν για τη λύση, δεν θυμούνται ότι πανηγύριζαν ομοίως – ίσως και περισσότερο – στις 18 προηγούμενες Συνόδους Κορυφής. Δυστυχώς δεν θυμούνται επίσης, ότι πριν περάσουν λίγες μέρες, κάθε φορά, η ευφορία έδινε εκ νέου τη θέση της στον επιθανάτιο ρόγχο.

Τι νέο υπάρχει σε αυτή τη Σύνοδο; Δύο αποφάσεις που θα ήταν καλές αν ήταν πραγματικές. Πρώτον η δυνατότητα του EFSF να παρέμβει στις αγορές συναλλάγματος υπέρ της Ιταλίας. Δεν μπορούσε νωρίτερα; Όχι μόνο μπορούσε, αλλά η ίδια η ΕΚΤ είχε αναλάβει την έμμεση στήριξη μέρους του περιφερειακού χρέους με ισχυρές παρεμβάσεις στις αγορές ομολόγων.

Δεύτερο, η δυνατότητα να αναχρηματοδοτούνται οι τράπεζες χωρίς να μεσολαβούν τα κράτη. Θα επρόκειτο για σοφή απόφαση αν δεν υπήρχε ο αυστηρός περιορισμός των ποσών που μπορεί να ξοδέψει ο ευρωπαϊκός μηχανισμός, καθώς και το ναρκοθετημένο έδαφος πάνω στο οποίο στηρίζεται αυτός ο μηχανισμός. Επί της ουσίας, άνθρακες ο θησαυρός.

Πρώτον γιατί ακόμα και οι παραπάνω αποφάσεις αφορούν αποκλειστικά Ιταλία και Ισπανία επειδή μόνον αυτές "πληρούν τους όρους της δημοσιονομικής πειθαρχίας". Οι μικρότερες χώρες αντί να ανοίξουν παραθυράκι, είδαν τον Γιούνκερ να τους κλείνει μεγαλοπρεπώς την πόρτα.

Δεύτερον επειδή η χρέωση των κρατών για να σωθούν οι τράπεζες, ειδικά όταν τα κράτη δεν μπορούν να δανειστούν, δεν μπορούν να έχουν έλλειμμα, δεν μπορούν να κόψουν νόμισμα, θα μείνει στην ιστορία σαν η απόλυτη σεκάνς ιμπεριαλιστικής και κεφαλαιοκρατικής αποχαλίνωσης. Και λογικά δεν μπορούσε να διαρκέσει καιρό.

Τρίτον επειδή η πολυπόθητη χρηματοπιστωτική ενοποίηση δεν αφορά τη μήτρα του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, δηλαδή την ΕΚΤ, αλλά το EFSF μιας εύθραυστης δομής, που όσο περισσότερο φορτώνεται, τόσο περισσότερο σπρώχνει την Ευρωζώνη στο γκρεμό.

Τέταρτον επειδή η αγορά χρέους από το EFSF σκοντάφτει στα περιορισμένα κεφάλαιά του, αλλά και στο διηνεκές πιθανό βέτο μιας και μόνο πιστώτριας χώρας, και αυτό αντικειμενικά δεν καθησυχάζει, αλλά εξαγριώνει – μιλώντας με αστικούς όρους – τις αγορές.

Έχασε η Γερμανία;

Αυτό που έγινε στη Σύνοδο Κορυφής ήταν ένας επικοινωνιακός συμβιβασμός, χωρίς καμιά παραχώρηση από τη Γερμανική πλευρά, που πάσχισε να αγοράσει χρόνο για την Ιταλία και την Ισπανία, δηλαδή να αγοράσει χρόνο για την ανατίναξη της Ευρωζώνης.

Στην πραγματικότητα δεν υπήρξε σύγκρουση Βόρειων – Νότιων. Υπήρξε ισχυρό αδιέξοδο της Ευρωζώνης με ορατή πλέον την πιθανότητα αμετάκλητης πορείας διάλυσης. Η Ιταλία δεν είναι Ελλάδα ή Πορτογαλία, δεν είναι καν Ισπανία. Κι αν καταδικαζόταν στο καθοδικό σπιράλ της χρεοκοπίας θα έπαιρνε στο λαιμό της ολόκληρο το ευρώ. Αυτό προς το παρόν είναι ανεπίτρεπτο για τη Γερμανική πλευρά. Μια τέτοια εξέλιξη θα είχε πολύ μεγαλύτερο κόστος για τη Γερμανική ηγεμονία από μια δήλωση χωρίς νόημα για το Ιταλικό χρέος και από μια χρηματοδότηση χωρίς χρήματα για τις Ισπανικές Τράπεζες.

Ας κρατήσουμε και τη δήλωση της Μέρκελ για τα ευρωομόλογα. Πώς μπορεί να χάνει κάτι η Γερμανία, να υποχωρεί έστω και ελάχιστα, όταν το ευρωομόλογο, δηλαδή η μανιώδης διεκδίκηση της Γαλλίας, της Ιταλίας, σύσσωμου του Νότου, της ευρωπαϊκής αριστεράς, και των σοφών οικονομολόγων, χλευάζεται τόσο σκληρά από την καγκελάριο;

Αυτό που επιδιώκει η Γερμανική ηγεσία, ειλικρινά ή προσχηματικά, είναι η μεγαλύτερη δυνατή ενοποίηση. Και αυτή η πολιτική προκρίνεται βάζοντας βέτο στην οποιαδήποτε κοινή ανάληψη του χρέους του Νότου. Προϋποτίθεται για τους Γερμανούς και τους βόρειους συμμάχους τους η αποφασιστική μεταφορά εξουσιών στις Βρυξέλλες – ή ακριβέστερα στο Βερολίνο. Μια τέτοια ενοποίηση ίσως υπάρξει μετά από μια σοκαριστική αποβολή των μικρών και ασήμαντων άτακτων χωρών. Ή μπορεί να προχωρήσει κι άλλο, αργά και βασανιστικά, εδραιώνοντας βήμα το βήμα μια Ευρώπη υπό την μπότα της Γερμανικής πολιτικής. Αν μετρήσουμε προσεκτικά τα αποτελέσματα των 18 προηγούμενων Συνόδων θα δούμε ότι κάθε φορά οι Γερμανοί προχωρούν ένα βήμα. Και κάθε φορά οι υπόλοιποι οπισθοχωρούν, συναινούν, συγκλίνουν. Και βγαίνουν στο τέλος αναμνηστική φωτογραφία.

Οι Γερμανοί μιλούν για περισσότερη Ευρώπη ζητώντας να αναλάβουν την πολιτική και οικονομική διακυβέρνηση. Οι υπόλοιποι μιλούν για περισσότερη Ευρώπη ζητώντας να βάλουν οι πλεονασματικές χώρες το χέρι στην τσέπη. Δεν θέλει πολύ μυαλό να καταλάβει κανείς από ποια μεριά έχει γύρει η ζυγαριά.

Η ευρωπαϊκή ενοποίηση σαράντα χρόνια προχωρά με διαδοχικές προσεγγίσεις και συμβιβασμούς. Όχι με μονομερείς ενέργειες. Το τελευταίο διάστημα, στα περίπου τρία χρόνια της κρίσης της Ευρωζώνης οι μονομερείς ενέργειες, ευθείες ή έμμεσες, από το Βερολίνο, υπήρξε ο κανόνας. Την τελευταία και μόνο φορά υπήρξε κάτι σαν συμβιβασμός. Είναι στ' αλήθεια κάτι τέτοιο γερμανική ήττα;

Η μαγκιά του διαπραγματευτή;

Μήπως και η Ελλάδα χρειάζεται έναν Μόντι; Κατά τις διαβεβαιώσεις πολλών ο Ιταλός πρωθυπουργός δίδαξε διαπραγματευτική διπλωματία, έδειξε ισχύ, κέρδισε τη Μέρκελ, είπε το πολυπόθητο όχι. Σε μια νύχτα ξεχάστηκε ότι ο Μάριο Μόντι ήταν η πλέον επιθυμητή επιλογή της Γερμανίας για την ιταλική πρωθυπουργική καρέκλα. Ότι ήταν για χρόνια επίτροπος στην Κομισιόν, λαμπρό μέλος της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας και της ελίτ των Βρυξελλών. Και μιλώντας στοιχειωδώς ως αριστεροί, είναι πολύ χοντρό να ξεπερνάμε το ασφυκτικό πρόγραμμα λιτότητας που έχει επιβληθεί στον ιταλικό λαό, χαζεύοντας απέναντι στην "διαπραγματευτική του δεινότητα".

Ο Μόντι δεν άσκησε βέτο για λογαριασμό του λαού του, ούτε πολύ περισσότερο για λογαριασμό των λαών του Νότου. Το ιταλικό κεφάλαιο εκπροσώπησε, σε έναν περισσότερο επικοινωνιακό παρά ουσιαστικό συμβιβασμό.

Και ακόμα κι αν δεχτούμε τον μύθο της νικήτριας Ιταλίας, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι δεν κέρδισε ο "διαπραγματευτής" Μόντι, αλλά το μέγεθος και η ειδική σημασία της τρίτης οικονομίας της Ευρωζώνης. Που αν έπεφτε θα συμπαρέσυρε και τη Γαλλία, μετατρέποντας τη μάχη για τη σωτηρία του ευρώ σε εφιάλτη καλοκαιρινής νυκτός.

Ένας ιμπεριαλισμός, ακόμα κι αν είναι κουρελής, δεν παύει να είναι ιμπεριαλισμός. Και ακόμα κι αν έχουν περάσει εκατό χρόνια από την ευφυή διατύπωση του Λένιν, η ουσία δεν αλλάζει. Η Ιταλία μετρά πολύ περισσότερο στη ζυγαριά μιας ιμπεριαλιστικής ένωσης, από όσο η Ελλάδα. Αν αγνοήσουμε αυτό το στοιχειώδες δεδομένο, θα φτάσουμε, ακόμα και στην αριστερά, να αναρωτιόμαστε γιατί ο Θεός χαρίζει στην Ελλάδα Λουκάδες, αλλά στην Ιταλία Μάριους.

Ο μύθος ότι η Ελλάδα μπορεί να επιζήσει στην ΕΕ αν έχει ικανό διαπραγματευτή πρωθυπουργό, είναι επικίνδυνος. Δεν σημαίνει βέβαια ότι το ελληνικό πολιτικό προσωπικό είναι άμοιρο ευθυνών, ή ότι δεν αποτελεί κατά βάση έναν ανερμάτιστο, παράλυτο συρφετό. Σημαίνει όμως ότι δεν μπορείς να επιβιώσεις σε μια ένωση που ισχύει ο νόμος του ισχυρότερου και έχεις στερηθεί κάθε μηχανισμό και δικαίωμα νόμιμης άμυνας.

Αν πρέπει να βγάλουμε ένα συμπέρασμα από την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής είναι το εξής: Ή δανειζόμαστε από την διεθνή αγορά έναν διαπραγματευτή με κοχόνες μπας και μοιάσουμε στους Ισπανούς. Ή αντιλαμβανόμαστε ότι στον ενδοευρωπαϊκό ανταγωνισμό μετράει το μέγεθος, δηλαδή πρόκειται για ατόφιο ιμπεριαλισμό στα χειρότερά του.

Αλλιώτικα θα εξακολουθήσουμε να χάσκουμε με τον Μόντι και τον Ραχόι. Θα διασκεδάζουμε με ποδοσφαιρικές παραβολές τη μετατροπή της Ηπείρου σε Γερμανικό στρατόπεδο ανταγωνιστικότητας. Θα αγνοούμε ότι η Γερμανία μέσα στα δύο χρόνια της κρίσης έχει κερδίσει περισσότερα από όσα κέρδισε στις δύο δεκαετίες προ κρίσης. Θα ξεχνάμε ότι η Ιταλική και η Ισπανική κυβέρνηση έχουν στραγγίσει τους λαούς τους στην πιο σκληρή λιτότητα, για αυτό και επικοινωνιακά επιβραβεύονται. Και θα εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι η ΕΕ και η Ευρωζώνη είναι μια ένωση στη βάση των αρχών της εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης, της ισοτιμίας, της δικαιοσύνης. Μετά όμως θα πρέπει να ξυπνήσουμε.

 

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 05 Ιουλίου 2012, http://antapocrisis.gr/index.php/2012-04-24-19-38-44/item/327

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.