Σπονδυλωτή κινηματογραφική λογοτεχνία*
Του Γιάννη Στρούμπα
Άνθρωποι με σάρκα και οστά. Άνθρωποι γήινοι, με ρίζες στην πραγματικότητα κι αναφορές στον ρεαλισμό. Συνάμα όμως κι άνθρωποι παράδοξοι, υπερβατικοί, που παγιδεύονται σε σουρεαλιστικές καταστάσεις. «Άνθρωποι από λέξεις» είναι οι ήρωες του Γιάννη Ευσταθιάδη στο ομότιτλο βιβλίο του, όπου συγκεντρώνονται τρία μακροσκελή διηγήματά του. Τα διηγήματα προσδιορίζονται στον υπότιτλο του έργου ως «μεγάλου μήκους». Ο προσδιορισμός σχετίζεται τόσο με την έκτασή τους όσο και με τη δόμησή τους κατά τρόπο κινηματογραφικό.
* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ, φύλλου 346, 1/7/2012.
Οι τρεις ιστορίες του Ευσταθιάδη, που θα μπορούσαν να συγκροτούν ενότητες μιας σπονδυλωτής κινηματογραφικής ταινίας, τιτλοφορούνται, με τη σειρά της εμφάνισής τους, «Ο Έψιλον έρως», «Η σαρδέλα θα κολυμπήσει στην κονσέρβα» και «Δον Ιωάννης. Dramma giocoso». Στο πρώτο διήγημα ο ήρωας διεκδικεί τον έρωτα στο πρόσωπο μιας γυναικείας φιγούρας ιδεατής ως προς τις προσωπικές του απαιτήσεις, ώστε αυτή καταντά ένα ερωτικό ανεκπλήρωτο. Στο δεύτερο διήγημα ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας υλοποιεί την πρωτοποριακή του ιδέα να προσφέρει στο καταναλωτικό κοινό σαρδέλες που σπαρταρούν ολοζώντανες μέσα στην κονσέρβα τους, ώσπου καταλήγει κι ο ίδιος κατά τρόπο μαγικό μέσα σε μια απ' τις κονσέρβες του. Στο τρίτο και τελευταίο διήγημα το περιβάλλον ενός διεθνούς φήμης σκηνοθέτη όπερας ανασυνθέτει την προσωπικότητα του καλλιτέχνη, αναλύοντας τον βίο και την πολιτεία του έπειτα από τον αδόκητο χαμό του σε τροχαίο δυστύχημα.
Οι ήρωες του Ευσταθιάδη πολιτογραφούνται ήδη από τον τίτλο της συλλογής διηγημάτων του ως οντότητες πλαστές, πλασμένες από λέξεις εντός μιας φανταστικής συγγραφικής σύνθεσης. Η συγκεκριμένη τοποθέτηση δεν επιχειρεί απλώς να ερμηνεύσει την επιλογή του συγγραφέα να κινηθεί, ιδίως στο δεύτερο διήγημα, σε επίπεδο σουρεαλιστικό – άλλωστε το εγχείρημα έχει πρωτίστως αισθητική στόχευση και η όποια του εκλογίκευση θα 'ταν ανούσια· η τοποθέτηση τούτη επιχειρεί κυρίως να προϊδεάσει για την πρόθεση του Ευσταθιάδη να συμπλέξει τον κόσμο του συγγραφέα και των αναγνωστών του με τον κόσμο των λογοτεχνικών ηρώων. Η συμπλοκή των δύο κόσμων αφενός δημιουργεί υπόνοιες για την πιθανότητα να καταστούν ρεαλιστικές οι παραδοξότητες· αφετέρου όμως λειτουργεί κυρίως αντίστροφα, εφόσον οι καταστάσεις οι θεωρούμενες ως ρεαλιστικές αμφισβητούνται διαλεγόμενες με τη μυθοπλασία και συνυπάρχοντας με τα πλάσματα της συγγραφικής φαντασίας. Στο πλαίσιο αυτό η υπόσταση του συγγραφέα και των αναγνωστών του τίθεται υπό διαπραγμάτευση και δυναμιτίζεται, καθώς «άνθρωποι από λέξεις» θα μπορούσαν να 'ναι οι ίδιοι, σε μια τεχνική που 'χει καλλιεργηθεί τόσο στην ξένη τέχνη όσο και στην ελληνική, με χαρακτηριστικότερο και συνεπέστερο Έλληνα λογοτεχνικό της φορέα τον Παύλο Μάτεσι.
Η σχετική πρόθεση του Ευσταθιάδη κατατίθεται εξαρχής, όταν ήδη στο πρώτο διήγημα ο αφηγητής σχολιάζει εύγλωττα: «Αγνοώ αν η ηρωίδα στην οποία θα αναφερθώ υπάρχει […] ή αν προσπαθώ να την επινοήσω μόλις τώρα […]» Αργότερα ο αφηγητής, αναφερόμενος στους αναγνώστες, σχολιάζει πως η ηρωίδα του, απορρίπτοντάς τον, μοιάζει να αποχωρεί από το κείμενο και να μετοικεί αλλού, ίσως σε άλλη μυθιστορία, σε άλλον συγγραφέα. Η εναλλακτική εμφάνιση ενός σκηνοθέτη ως αφηγητή υπονομεύει εκ νέου την αληθοφάνεια της ιστορίας, καθώς την παρουσιάζει σαν μια πλαστή κινηματογραφική υπόθεση. Ακριβώς ανάλογη είναι η εμφάνιση ως αφηγητή ενός κριτικού λογοτεχνίας, μέσω του οποίου συμπλέκεται ο μύθος με την πραγματικότητα του Ευσταθιάδη, ως συγγραφέα του κρινόμενου έργου. Ο αφηγητής μάλιστα δηλώνει πως εισάγοντας στην ιστορία του τον αναγνώστη τον καθιστά μάρτυρα του γεγονότος πως η ηρωίδα του είναι υπαρκτή, κι όχι πλαστή. Ακόμη και η επιλογική απόφανση του συγγραφέα «Δεν μ' ενδιαφέρει η τέχνη. Θέλω να ζήσω», η οποία αποδέχεται πως η ζωή αποκτά νόημα εκτός τέχνης κι αποδεσμεύει τους ήρωες από τη συγγραφική πένα, έρχεται μέσα από την αντιφατικότητα της έκφρασής της ακριβώς μέσω ενός έργου τέχνης να αυτονομήσει τους ήρωες, να τους προσδώσει ζωή κι εντέλει διαχρονικότητα σαν χαρακτήρες. Ο επιλογικός προσδιορισμός του αφηγητή ως συγγραφέα στο τρίτο διήγημα της συλλογής τείνει να ταυτίσει τον αφηγητή με τον συγγραφέα Ευσταθιάδη, σε μια ταύτιση που προσδίδει μεγαλύτερη αληθοφάνεια σαν κατάθεση βιωματικού γεγονότος, μα και που αμφισβητεί παράλληλα την ίδια την ιστορία σαν προϊόν συγγραφικής φαντασίας.
Η σύμφυρση του μυθοπλαστικού με τον συγγραφικό κόσμο, υπηρετούμενη από το εύρημα του κινηματογραφιστή-αφηγητή, αποκτά μία πρόσθετη καλλιτεχνική διάσταση, πέρα από τη λογοτεχνική, εφόσον οι εναλλαγές οπτικής γωνίας διά των ποικίλων αφηγητών παραπέμπουν σε ενότητες-σπονδύλους κινηματογραφικής ταινίας. Ο Ευσταθιάδης εναλλάσσει διαρκώς τα πλάνα στα διηγήματά του είτε διαφοροποιώντας την οπτική γωνία εισάγοντας ποικίλους αφηγητές των τεκταινομένων στις ιστορίες του είτε παρεμβάλλοντας μια σειρά ενθετικών υλικών που κομίζουν νέες πληροφορίες σχετικές με τους ήρωες και τα συμβάντα στα οποία αυτοί μετέχουν. Τον ρόλο του αφηγητή αναλαμβάνουν, παράλληλα με τον κεντρικό, ένας ψυχαναλυτής, ένας μουσικολόγος, ένας σκηνοθέτης, ένας κριτικός λογοτεχνίας. Τα υλικά, πάλι, που παρατίθενται «αφηγούνται» με τον δικό τους τρόπο: ένα ωροσκόπιο, ένα ημερολόγιο, ένα βιογραφικό σημείωμα, μια επιστολή, ένας κατάλογος ρούχων, ένα οπερετικό ρετσιτατίβο ή ένα ιντερμέτζο άριας, μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, μια κασέτα με το περιεχόμενό της.
Καμία αφηγηματική παρεμβολή και κανένα από τα ενθέματα του Ευσταθιάδη δεν εμφανίζονται τυχαία. Καθένα τους μπολιάζει την κατάλληλη στιγμή την ιστορία στην οποία συμμετέχει, φωτίζοντας ανθρώπινες συμπεριφορές κι ερμηνεύοντας τις εξελίξεις. Η παρουσία του ψυχαναλυτή υπογραμμίζει την «ατέλεια των νευρολογικών λειτουργιών» της ηρωίδας στο διήγημα «Ο Έψιλον έρως», ενώ ο κατάλογος ρούχων αποκαλύπτει διαθέσεις και αισθητικές στάσεις. Οι παρέμβλητες αφηγήσεις λειτουργούν ακόμη και σαν παύσεις στον διάλογο του αφηγητή με την ηρωίδα του, δηλώνοντας τη διστακτικότητά του στην εξομολόγηση του έρωτά του. Οι αναγνωστικές αναμνήσεις του επιχειρηματία Λεωνίδα Ραγούση στο διήγημα «Η σαρδέλα θα κολυμπήσει στην κονσέρβα», με την παράθεση αποσπάσματος από τις «Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα» του Ιουλίου Βερν, τοποθετούν τον ήρωα του Ευσταθιάδη πλάι στον επινοητικό, επιβλητικό, ηγεμονικό ήρωα του Βερν, τον πλοίαρχο Νέμο. Το απόκομμα εφημερίδας, στο τρίτο και τελευταίο διήγημα «Δον Ιωάννης» της σειράς, προσκομίζει αβίαστα τις συνθήκες θανάτου και την ηλικία του διάσημου σκηνοθέτη όπερας.
Ιδιαίτερος είναι ο ρόλος των ενθεμάτων του Ευσταθιάδη τα οποία σχετίζονται με την κλασική μουσική. Το ενδιαφέρον των ηρώων για τον κλασικό συνθέτη Σούμαν στο διήγημα «Ο Έψιλον έρως» δηλώνει τις λεπτές αισθητικές τους απαιτήσεις, τις ψυχικές τους ευαισθησίες και ποιότητες. Το βιογραφικό σημείωμα του συνθέτη μάλιστα, με την απόπειρα αυτοκτονίας και τον ψυχιατρικό του εγκλεισμό, φωτίζει τον ψυχισμό της ηρωίδας, εφόσον εμφανίζει κοινά ψυχικά χαρακτηριστικά μ' εκείνον. Στο διήγημα «Η σαρδέλα θα κολυμπήσει στην κονσέρβα» οι καλλιτεχνικές αναζητήσεις του Ραγούση δεν προκύπτουν μόνο από την παρουσία του σε όπερα αλλά κι από τα προσωπικά του ρετσιτατίβα και τις άριες, που προσδίδουν στον βίο του τη θεατρικότητα μιας μουσικής παράστασης, μιας όπερας ή ενός χορικού αρχαίου δράματος. Μάλιστα και το περιεχόμενο των οπερετικών ενθεμάτων, με την εμφαντική επανάληψη του στίχου «Τρέλα παντού!» από τους «Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης» του Βάγκνερ, αποδίδει την εκτεινόμενη ως την τρέλα τόλμη του Ραγούση. Η ίδια τεχνική αξιοποιείται από τον Ευσταθιάδη στο έπακρο στο διήγημα «Δον Ιωάννης», όπου ο ήρωας, σκηνοθέτης όπερας ο ίδιος, έχει όνομα ταιριαστό με την αγαπημένη του όπερα «Ντον Τζιοβάνι» του Μότσαρτ, πολύ δε περισσότερο ο βίος του φαντάζει μελόδραμα, οι κινήσεις του διαθέτουν θεατρικότητα, μέχρι και οι παύσεις του είναι οπερετικές και περιγράφονται με όρους κριτικής όπερας:
«[…] η κίνηση του χεριού του απέκτησε μια θεατρική, θαρρείς, αλληγορία, αλλά ήταν γεμάτη ρεαλισμό στη δύναμη…» Ο θάνατος του σκηνοθέτη αποκαθιστά την ηθική τάξη που θα πρότεινε μια αρχαία τραγωδία ή ένα μελόδραμα, εφόσον ο κυνικός ήρωας βρίσκει το τραγικό τέλος που θα άρμοζε στον ανάλγητο χαρακτήρα του.
Το γκροτέσκο του Ευσταθιάδη στην απόδοση κάποιων ηρώων, αναπαριστάνοντας τις πρακτικές των μελοδραμάτων, εξυπηρετεί παράλληλα την πρόθεσή του να μιλήσει ο ίδιος, πέρα από τους ήρωές του, αλληγορικά. Γιατί, αν στο δεύτερο διήγημα το όνειρο του Ραγούση, εδρασμένο στο παραμύθι του Χανς και της Γκρέτελ, προσαρμόζεται στη σύγχρονη πραγματικότητα κι αποκτά αλληγορικές διαστάσεις μέσω του οικολογικού, διατροφικού σχολίου για τις τροφές τις γεμάτες χημικές ουσίες, πολύ περισσότερο αλληγορικά λειτουργεί το διήγημα στο σύνολό του, όταν παρουσιάζει τον ήρωα θύμα των ψαροπουλιών, τα οποία, σε τραγικά ειρωνικό για τον Ραγούση σχηματισμό ψαριού, τον ρίχνουν στα νερά του ιχθυοτροφείου του, για να καταλήξει στο συσκευαστήριο ακολουθώντας κι εκείνος την τύχη των σαρδελών του. Το σχόλιο για την προσωπική εκδίκηση της βιασμένης φύσης σε βάρος του βιαστή της δηλώνει παρόν, και μάλιστα με όρους βιβλικής αποκαλύψεως: «Τότε, ο ουρανός εσχίσθη από αιφνίδια αστραπή […]»
Η αποκατάσταση της ηθικής τάξης στα διηγήματα του Ευσταθιάδη επισφραγίζει τον θεατρικό τους χαρακτήρα, ο οποίος προϋποθέτει την ψυχογραφική απόδοση των ηρώων. Πράγματι, από τα τρία διηγήματα δεν απουσιάζει το ψυχογράφημα. Ενισχύεται δε περαιτέρω από το φιλοσοφικό καταστάλαγμα των ηρώων με την ωριμότητα που το πέρασμα του χρόνου επιφέρει, καθώς και με τη νηφαλιότητα της απόστασης από τις ψυχοφθόρες καταστάσεις. «[…] η πραγματική μοναξιά δεν είναι να μην αγαπιέσαι αλλά να μην αγαπάς», φιλοσοφεί ο αφηγητής-συγγραφέας στο «Ο Έψιλον έρως». Στο «Δον Ιωάννης» η διατήρηση της γυναίκας του σκηνοθέτη στη ζωή προσφέρει την ψυχογραφική ερμηνεία για τη «νίκη» της ηρωίδας, εφόσον εκείνη, σε αντίθεση με τον νεκρό σύζυγό της, παραμένει ζωντανή και «θαυμάζει με την αναίδεια επισκέπτριας μουσείου το αχρονικό πια έκθεμα».
Με στοχαστική και συνάμα παιγνιώδη διάθεση, άλλοτε μπριόζος κι άλλοτε βαρύθυμος, ευέλικτος μεταξύ ρεαλισμού κι υπερβατικότητας, ο Ευσταθιάδης δομεί τις ιστορίες του μετερχόμενος σύμβολα που, έστω κι αν αποτελούν λογοτεχνικούς κοινούς τόπους, αξιοποιούνται με φρεσκάδα κι αποκτούν νέα δυναμική. Το προτασσόμενο στο πρώτο διήγημα μότο του Μπόρχες είναι επ' αυτού άκρως αποκαλυπτικό: «Εκείνος που αγκαλιάζει μια γυναίκα, είν' ο Αδάμ. Η γυναίκα, η Εύα. Όλα γίνονται για πρώτη φορά.» Το πρωτογενές σύμβολο του έρωτα, η πρώτη γυναίκα της πλάσης, η Εύα, προσφέρεται από τον συγγραφέα, μ' όλον τον υπόλοιπο λογοτεχνικό του κόσμο, για μια νέα προσέγγιση, εφόσον κάθε Εύα είναι εντέλει διαφορετική. Αρχέτυπος έρως, τόσο οικείος, τόσο αλλότριος. Έρως που εκκινεί από το γράμμα έψιλον. Έρως, όπως Εύα. Λογοτεχνικός Έρως, όπως Ευσταθιάδης.
Γιάννης Ευσταθιάδης, «Άνθρωποι από λέξεις. Διηγήματα μεγάλου μήκους», εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2011, σελ. 144.
Γιάννης Στρούμπας
«[…] Αυτή σου λέει "Ποια να πηδούσε, άραγε, τότε;" και ακούει γάργαρες τις λέξεις της, ενώ εκείνον τον έχει οριστικά αποδομήσει το μαύρο. Βλέπεις, λοιπόν, τα πάντα είναι θέμα χρόνου… εννοώ, χρόνου μεγαλύτερου… Επέζησε… νίκησε… μαρμαρυγή εναντίον θνησιμότητας… ιδού η αλληγορία στη σύντομη και μπανάλ, θα πρόσθετα, φράση της. Κατά τα άλλα ναι, τον θαυμάζει… συμφωνώ μαζί σου… και, μάλιστα, τώρα ακόμα περισσότερο… Μόνο που τώρα θαυμάζει με την αναίδεια επισκέπτριας μουσείου το αχρονικό πια έκθεμα. Με ορθάνοιχτα τα μάτια της – που έκλεισε τόσες φορές -, θαυμάζει τα σφραγισμένα βλέφαρά του, το υποκίτρινο χρώμα του δέρματος, τον μπλαβή τόνο των χειλιών, τα ακινητοποιημένα – σαν σε φωτογραφία – μέλη του. Και ονειρεύεται – θαυμάζοντας πάντα – τον ευθυτενή σκελετό πρώην υψηλόσωμου άνδρα να συρρικνώνεται σε ασφυκτικό οστεοφυλάκιο, και μετά, μ' ένα αίσθημα αηδίας, να μετατρέπεται σταδιακά σε χώμα, σκόνη, τίποτα… Να πού καταλήγω: με τα δάκρυά της πενθεί ειλικρινά το σώμα, αλλά με κρυφή χαρά θαυμάζει τώρα το πτώμα. […]» Από το διήγημα «Δον Ιωάννης. Dramma giocoso». |