Ο καπιταλισμός δεν χωρά στον εαυτό του ΙΙ

Κρίση, επιστημονική – τεχνολογική έκρηξη: Ο καπιταλισμός δεν χωρά στον εαυτό του – Μέρος ΙΙ

 

Του Αλέκου Αναγνωστάκη

 

 

Η Επιστήμη ως κοινωνική πρακτική

Οι επιστημονικές παρεχόμενες γνώσεις υπάγονται πλέον σαφέστερα σε εξωεπιστημονικά κριτήρια κερδώας αποδοτικότητας. Κατακερματίζονται σε βραχύβιες ενότητες προσανατολισμένες εργαλειακά στα κελεύσματα της αγοράς. Εντός αυτών των ορίων βαθαίνει η μερικότητα, η υπερειδίκευση – αποειδίκευση, η ενίσχυση των ταξικών φραγμών, η ταξική λογική και ρόλος της παιδείας. Οι σπουδές, αντί να προσφέρουν πρόσβαση σε ενιαία γνωστικά αντικείμενα, είναι περισσότερο ένα άθροισμα πληροφοριών και δεξιοτήτων, που αλλάζουν ευέλικτα με βάση τις τρέχουσες ανάγκες του κεφαλαίου. Όμως πληροφορίες, δεξιότητες και θραύσματα γνώσης, χωρίς τις βαθύτερες εσωτερικές αιτιακές τους σχέσεις, δεν συνιστούν γνώση. Οδηγούν στην προοδευτική παρακμή της κριτικής διάνοιας, δηλαδή της θεμελιώδους δεξιότητας του ανθρώπου να κατανοεί σε ποιον κόσμο καλείται να ζήσει.

Η αστική τάξη ακολουθεί μια ανομολόγητη αλλά αυστηρά σχεδιασμένη πολιτική πάνω στη γνώση και την επιστήμη. Πολιτική που καθορίζεται από το γεγονός πως η σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, η κοινωνία του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, δεν μπορεί να συνδεθεί με θετικές ελπίδες και επαγγελίες, να υποσχεθεί βελτιώσεις της θέσης της κοινωνικής πλειοψηφίας, να βρει σημεία επαφής με τις σύγχρονες ανθρώπινες ανάγκες και δυνατότητες. Γι' αυτό δεν προβάλλεται ως ο καλύτερος δυνατός κόσμος, αλλά ως ο μόνος δυνατός.

Αυτό εξηγεί και τη μεγάλη ακαμψία των κυρίαρχων αστικών ιδεολογικών προτύπων, ερμηνεύει τη «φυματικότητα» και το εύκολο ξέφτισμα των σύγχρονων ιδεολογικών κατασκευών του αστισμού (τέλος ιστορίας, εργασίας, πολιτικής, ιδεολογιών – πόλεμοι πολιτισμών – μετακαπιταλιστική ή μεταβιομηχανική κοινωνία – κοινωνία γνώσης, πληροφορικής, τεχνολογιών – σύγχρονος αντικομουνισμός κλπ.). Απαντά στο γιατί «χωνεύτηκαν» τόσο γρήγορα οι θριαμβολογίες για τις καταρρεύσεις. (Η νίκη απέναντι σε μια καρικατούρα αντιπάλου δεν αποδεικνύει εξ ορισμού και την υπεροχή του νικητή.)

Κάθε επιστημονικό πεδίο αντιμετωπίζεται αποσπασματικά, συχνά καλυμμένο από αντιεπιστημονικές, θεοκρατικές ή και σκοταδιστικές αντιλήψεις εντείνοντας τη σύγχυση και την αδυναμία των νέων ανθρώπων να κατανοήσουν την πραγματικότητα και την αλήθεια για τη ζωή.

Οι κοινωνικές επιστήμες αποτελούν ένα πανόραμα της ζωής και της εξέλιξης του ανθρώπου. Μέσω αυτών θα μπορούσαμε να γνωρίσουμε σημαντικές μορφές της ανθρώπινης κοινωνικής συνείδησης. Ο άνθρωπος δημιουργεί την κοινωνία και μέσω αυτής της δημιουργίας διαμορφώνεται και ο ίδιος παράλληλα με τον αγώνα εντός της μετασχηματιζόμενης σχέσης ανθρώπου – φύσης από την οποία αποσπά τα προς το ζην. Σε επιστήμες κοινωνικού περιεχομένου όμως, παράλληλα με την αποσπασματικότητα, κεντρική ιδέα είναι η άποψη για την «αιώνια φύση του ανθρώπου». Η ανθρώπινη φύση, δήθεν, είναι που οδηγεί στην κοινωνικότητα, στην έμφυτη τάση της ανάγκης της θρησκείας. Η πολυμορφία και η ιδιαιτερότητα των ανθρώπων προκύπτει από την ίδια τους τη φύση. Στη φύση δήθεν του Έλληνα είναι η δημοκρατία. Το κέρδος και η μεγιστοποίησή του εμφανίζονται σαν φυσική και φυσιολογική αναγκαιότητα όπου πηγή του είναι η εξυπνάδα, το ρίσκο, η επιχειρηματικότητα του επιχειρηματία που εμφανίζεται και σαν συντελεστής παραγωγής.

Έτσι ο άνθρωπος εμφανίζεται σαν άνθρωπος πριν καν γίνει κοινωνικό ον και η φύση εμφανίζεται σαν «οπαδός» του καπιταλισμού. Στη δε σχέση ατόμου κοινωνίας εμφανίζεται το άτομο να καθορίζει κυρίως την κοινωνία και όχι το αντίθετο. Το κράτος εμφανίζεται όχι σαν ιστορικό δημιούργημα της αστικής τάξης -και επομένως στην υπηρεσία της- αλλά σαν εκφραστής της ομαλής λειτουργίας των ανθρώπινων σχέσεων, των αναλλοίωτων και ενιαίων συμφερόντων της κοινής βούλησης των «πολιτών».

Στις ιστορικές επιστήμες κυριαρχεί η τεχνοκρατική προσέγγιση, η ανερμήνευτη παράθεση γεγονότων, η απόκρυψη άλλων, η αποσπασματικότητα που αίρει τη δυνατότητα σφαιρικής προσέγγισης των γεγονότων, η πλήρης αποσιώπηση του ρόλου των τάξεων.

Στις θετικές επιστήμες το περιεχόμενο τους ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο ακραίους πόλους. Ο πρώτος, ο κύριος, απορρίπτει στην πράξη τη γενίκευση των συμπερασμάτων των θετικών επιστημών, τις σφοδρές φιλοσοφικές τους επιδράσεις, την αξία της θεωρητικής τους προσέγγισης στα θεμελιακά προβλήματα του κόσμου. Και τις περιχαρακώνει στο πεδίο των ατράνταχτων δήθεν επιστημονικών, χειροπιαστών αποδείξεων τις οποίες όμως αποσπά από την καθημερινή πρακτική τους, ωφελιμότητα και εφαρμογή. Ο άλλος πόλος τις συνδέει, πιο ορατά κατά περιόδους στη βιολογία και την αστρονομία, με θεοκεντρικές κυρίως απόψεις για τη δημιουργία του σύμπαντος και του ανθρώπου.  Ανάμεσα τους, σαν αναγκαίο κακό, εμφανίζονται απόψεις που τείνουν προς κάποιο έωλο, αναπόδεικτο και προς εξαφάνιση υλισμό.

Τα μαθηματικά, ο κλάδος που αντικειμενικά καλλιεργεί τη φαντασία και το συλλογισμό, που «δείχνουν τις σχέσεις των πραγμάτων από τη σκοπιά της τάξης, του αριθμού και της έκτασης» (Λένιν, Φιλοσοφικά Τετράδια) μετατρέπονται σε ένα ακατάληπτο σύνολο μυστηριακών φορμαλισμών ξεκομμένων από τη ζωή και τη φύση.

Στη φυσική και χημεία, η υλικότητα του κόσμου, η ενότητα και η αλληλουχία των φυσικών φαινομένων, η πολυμορφία των διαφόρων μορφών της ύλης και το ανεξάντλητό της, η σχέση ανάμεσα στο αίτιο και το αποτέλεσμα, το τυχαίο και το αναγκαίο, η ιστορικότητα αλλά και η χρησιμότητα των επιστημονικών μοντέλων, η επίδραση στη φιλοσοφία, δίνουν τη θέση τους στην άποψη ότι περίπου αυτή είναι η τελική άποψη της φυσικής, αποσπασματικά, σαν άθροισμα πληροφοριών, με αμφίβολη για τους διδασκόμενους την καθημερινή χρησιμότητα τους.

Η εξίσωση, η υποκατάσταση και η ανάμιξη της επιστημονικής γνώσης με τη μυθοπλασία, την αποσπασματικότητα και τη θεολογική ερμηνεία της πραγματικότητας δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα βιβλίων και αναλυτικών προγραμμάτων.

Στη βάση των οδηγιών του ΟΟΣΑ εισάγεται η ωφελιμιστική αντίληψη για τη γνώση. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή χρήσιμη είναι μόνο η επιστημονική γνώση που φέρνει άμεσες «πληρωμές». Η κεφαλαιοκρατική κοινωνία αναπτύσσει λοιπόν και ταυτόχρονα επιχειρεί να την οριοθετήσει, περιορίσει στα όρια των σκοπών και επιδιώξεών της.  Ωστόσο η ίδια η φύση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αέναη κίνηση, μια αέναη ανανεούμενη ενότητα εμφάνισης και εξαφάνισης. Η διαρκής κίνηση, η δυναμική εμφάνισης, εξαφάνισης και μετασχηματισμού των σωματίων, η γένεση και το σβήσιμο αστέρων στο μεγάκοσμο, το επιβεβαιώνουν. «Το αιώνιο μυστήριο αυτής της φύσης στη αιώνια κίνησή της, στην αέναη κίνηση του χώρου, του χρόνου και του σύμπαντος, είναι η ίδια η δυνατότητα κατανόησής της». Ο επιχειρούμενος επομένως περιορισμός της επιστήμης είναι ανέφικτος και μάταιος.

Κάθε επιστημονική κατάκτηση είναι ένα πρόσκαιρο όριο το οποίο πλουτίζει τις γνώσεις του ανθρώπου. Είναι μια περίπλοκη κατασκευή που συνθέτει, οργανώνει και ερμηνεύει «προφανή» και εμπειρικά δεδομένα, επιστημονικές γνωστικές κατακτήσεις, μαζί με πολιτισμικές και φιλοσοφικές τάσεις. Δίχως αυτό το ταξίδι προς την ασυμπτωτική γνώση της αντικειμενικής πραγματικότητας να τελειώνει ποτέ αφού κάθε επιστημονική ανακάλυψη αποκαλύπτει νέες περιοχές άγνοιας, δημιουργεί νέες απαιτήσεις.

Η επιστήμη παραμένει φυσικά ανθρώπινο δημιούργημα και συνεπώς όχι αλάνθαστο. Μπορεί να γνωρίσει σε μεγάλο βαθμό την πραγματικότητα, δίχως όμως να φθάνει ποτέ στην πλήρη και οριστική κατάκτησή της. Τα όρια και το περιορισμένο επομένως της ανθρώπινης δυνατότητας εμφανίζονται στην ανάπτυξη των επιστημών.

Τα όρια και το πεπερασμένο υπάρχουν και ταυτόχρονα αναιρούνται για να επανεμφανισθούν ξανά ως νέα όρια και νέοι περιορισμοί στην ασυμπτωτική συγκλονιστική πορεία του ανθρώπου για την κατανόηση της αντικειμενικής πραγματικότητας.

Η επιστήμη δεν είναι αυτόνομη περιοχή και ιδανικό βασίλειο του ορθού λόγου, τόπος καθαρής ορθολογικότητας. Είναι κοινωνική πρακτική που συνδέεται οργανικά με την τεχνολογία, την παραγωγή, το σύνολο των υπερδομών. Υπηρετείται από επιστήμονες που φέρουν διαμορφούμενες αντιλήψεις και προκαταλήψεις και κατέχουν συγκεκριμένη θέση στην κοινωνία. Η επιστήμη είναι εσωτερικό πραγματικό στοιχείο αυτής της κάθε φορά κοινωνίας στην εξέλιξή της! Γι' αυτό στο χώρο της επιστήμης και των επιστημόνων, οι κοινωνικές διεργασίες που προκαλούν, αποτρέπουν ή και συντηρούν, ανορθολογικούς, μη επιστημονικούς προβληματισμούς και πεποιθήσεις εμφανίζονται ως εγγενές στοιχείο πολλών επιστημονικών έργων.

Η ίδια η επιστήμη δια επιστημόνων εκτρέφει και την άρνησή της! Εκτρέφει δηλαδή παλαιά και σημερινά ανορθολογικά ρεύματα. Η εξέλιξη στην ανάπτυξη και χρήση των ατομικών όπλων, εκτός των άλλων πολιτικών προβλημάτων που θέτουν, τοποθετούν με ιδιαίτερο οξύ τρόπο το θέμα του ρόλου της επιστήμης στην εξέλιξη της κοινωνίας. Ωστόσο στην ασυμπτωτική πορεία για τη γνώση της αντικειμενικής φυσικής πραγματικότητας, οι ανακαλύψεις και τα επιστημονικά επιτεύγματα θα εμπεριέχουν πάντα τη δυνατότητα της καταστροφικής για τον άνθρωπο εφαρμογής. Κατανοώντας τη διαλεκτική της ανάπτυξης της επιστήμης, τη ρεαλιστική περίπτωση σφάλματος, το συσχετισμό μεταξύ της απόλυτης και της σχετικής αλήθειας που υπάρχει μέσα της, το σημαντικότατο ρόλο στις δυνατές πρακτικές εφαρμογής της, δεν μπορούμε παρά να απορρίπτουμε αποφασιστικά οποιαδήποτε προσπάθεια υποταγής της επιστήμης και περιορισμού της επιστημονικής έρευνας, σε προκαθορισμένα από εξωεπιστημονικά κέντρα αποτελέσματα. «Τον άνθρωπο που τείνει να προσαρμόζει την επιστήμη σε μια άποψη η οποία προέρχεται όχι από την ίδια την επιστήμη (όσο και αν η τελευταία κάνει και λάθη), αλλά απ' έξω, σε μια άποψη που επιβάλλεται από ξένα για την επιστήμη, εξωτερικά συμφέροντα, αυτόν τον άνθρωπο τον ονομάζω τιποτένιο», σημείωνε ο Μαρξ.

Μια τέτοια όμως απελευθερωμένη επιστήμη μπορεί να ζει σε μια αντίστοιχα απελευθερωμένη κοινωνία αφού «η επιστήμη μπορεί να παίξει τον πραγματικό της ρόλο μόνο μέσα στη Δημοκρατία της Εργασίας» (Ένγκελς). Ως τότε το εργατικό κίνημα και εντός του οι δικοί του επιστήμονες θα δίνουν το δικό τους αγώνα όχι για να περιορίσουν την επιστήμη και την επιστημονική έρευνα, αλλά το αντίθετο. Για να περιορίσουν, ελέγξουν και τελικά εκμηδενίσουν το ρόλο και επίδραση σε αυτήν των τυφλών καπιταλιστικών δυνάμεων που αντιστρέφουν και διαστρέφουν το ρόλο της.

Το πολιτικό πρόβλημα επομένως για την Αριστερά δεν είναι οι αντιφάσεις του διανοούμενου και επιστήμονα. Είναι η ίδια η Αριστερά. Η οποία οφείλει να αναπτύσσεται οργανωτικά, προγραμματικά, γενικότερα πολιτικά, να αναπτύσσει την υλιστική φιλοσοφία, σύμφωνα με τις νέες εκρηκτικές ανακαλύψεις της επιστήμης και της τεχνικής. Εκεί θα βρίσκεται ο πυρήνας του ρόλου του επαναστάτη επιστήμονα και διανοούμενου. Αυτή θα 'πρεπε να είναι η προτροπή της Αριστεράς απέναντι και στους δικούς της οργανικούς διανοητές.

Όλοι οι άνθρωποι κατά τον Γκράμσι είναι διανοούμενοι, με την έννοια πως έχουν τη δυνατότητα της σκέψης και σχηματισμού νοητικών σχημάτων για την κατανόηση του κόσμου που τους περιβάλλει. Δεν έχουν όμως όλοι την ικανότητα να ασκήσουν ορισμένες λειτουργίες σαν ειδική κοινωνική κατηγορία που κατέχει επιστημονικούς νόμους και χωρίς να περιορίζεται σε αυτούς, αρθρώνει γενικότερες θέσεις για την κοινωνία. Με αυτή την έννοια δεν μπορεί όλοι να γίνουν διανοούμενοι.

Ο επιστήμονας, ως οργανικός διανοούμενος δεν περιορίζεται στην περιγραφή της επιστήμης του και της κοινωνικής ζωής μόνο σύμφωνα με τους ειδικούς επιστημονικούς κανόνες. Δεν αρθρώνει μόνο, μέσω της γλώσσας του πολιτισμού θέσεις, ερμηνείες και συναισθήματα που οι μάζες δυσκολεύονται να εκφράσουν για τον εαυτό τους. Κατακτά γενικές επιστημονικές γνώσεις για να υπηρετήσει ένα επιστημονικό πεδίο που με τη σειρά του το χρησιμοποιεί σαν εφαλτήριο στην προσπάθεια δόμησης μιας γενικής επιστήμης καθολικής ερμηνείας του φυσικού κόσμου και της κοινωνίας. Κύριο χαρακτηριστικό του δεν είναι η τοποθέτησή του στα διάκενα της κοινωνίας με μια αίσθηση διαταξικότητας που θα του επέτρεπε να προσκολλάται στην εκάστοτε κυρίαρχη ομάδα της αστικής εξουσίας. Αντίθετα, χωρίς να είναι απαραίτητα αναπόσπαστο μέρος της εργατικής τάξης, συμβάλλει με τις θέσεις του στην προώθηση των στρατηγικών συμφερόντων της και στην ενίσχυση της ταξικής της συνείδησης. Γενικά, κυρίως και με αντιφάσεις. Αυτό δε που τον καθορίζει δεν είναι οι υπαρκτές και αναπόφευκτες αντιφάσεις αλλά το «γενικά και κυρίως».

«Στο χωροχρόνο, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον είναι όλα απλωμένα μπροστά μας, ακίνητα σαν τις λέξεις ενός βιβλίου. Στο χωροχρόνο, καθετί που για μας αποτελεί το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, εμφανίζεται ενιαία», σημειώνει ο Αϊνστάιν. Ο άνθρωπος, γράφει στο 1ο τεύχος του αμερικανικού περιοδικού «Μάνθλι Ριβιού» το 1949, μπορεί να βρει νόημα στη ζωή – που είναι τόσο σύντομη και γεμάτη κινδύνους – μόνο αφιερώνοντας τον εαυτό του στην κοινωνία. «Η οικονομική αναρχία της καπιταλιστικής κοινωνίας, όπως υπάρχει σήμερα, είναι κατά τη γνώμη μου η πραγματική πηγή του κακού

 

* Ομιλία σε εκδήλωση του φεστιβάλ νεολαίας «αναιρέσεις 2012» στο Κάστρο της Πάτρας (26/5/2012).

 

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.