Ο ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΑΡΜΑΓΕΔΔΩΝΑΣ:
Υπάρχουν πάρα πολλές ενδείξεις σχετικά με το ότι, πλησιάζει το τέλος της Ευρωζώνης – ένα ενδεχόμενο που θα ισοδυναμούσε με μία πυρηνική χρηματοπιστωτική έκρηξη, με καταστροφικές, παγκόσμιες συνέπειες – Μέρος ΙΙ
Του Βασίλη Βιλιάρδου*
ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ
Σύμφωνα με τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, πάνω από το 50% των Γερμανών επιθυμούν την υιοθέτηση του μάρκου – έχοντας πλέον τρομοκρατηθεί από τη συνεχιζόμενη κρίση χρέους της Ευρωζώνης. Επομένως δεν είναι απίθανο να συμβεί κάτι τέτοιο, ενώ σε γενικές γραμμές θα λειτουργούσε ως εξής:
Παρασκευή βράδυ, μετά το κλείσιμο του αμερικανικού χρηματιστηρίου, ανακοινώνεται η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, έτσι ώστε να μεσολαβήσει ενδιάμεσα το σαββατοκύριακο – παράλληλα με την ενημέρωση των πολιτών, σχετικά με το κλείσιμο των τραπεζών για δύο ημέρες (Δευτέρα και Τρίτη), καθώς επίσης με τη σύσταση μίας υπηρεσίας ελέγχου της διακίνησης των κεφαλαίων. Φυσικά η αλλαγή του νομίσματος είναι μεν προετοιμασμένη από πριν, αλλά γίνεται ξαφνικά και χωρίς καμία προειδοποίηση – επίσης, με γρήγορους ρυθμούς, έτσι ώστε να εμποδιστούν τυχόν παρενέργειες.
Στην περίπτωση της υιοθέτησης του μάρκου από τη Γερμανία, η σημαντικότερη ενέργεια θα ήταν ο έλεγχος των συνόρων – επειδή θα ήθελαν αρκετοί πολίτες άλλων χωρών να ανταλλάξουν τα ευρώ τους με μάρκα, προσβλέποντας σε μία αύξηση της ισοτιμίας κατά τουλάχιστον 40%.
Τα προβλήματα που θα αντιμετώπιζε αμέσως μετά η χώρα δεν θα ήταν εντελώς αμελητέα. Το ισχυρό μάρκο θα έκανε πανάκριβες τις εξαγωγές της, με αποτέλεσμα να βυθιστεί στην ύφεση η οικονομία της, το χρηματιστήριο της θα ακολουθούσε την πορεία της οικονομίας, θα έπρεπε να τυπωθούν χαρτονομίσματα αξίας 400 δις μάρκων, τα πάντα θα έπρεπε να μετατραπούν στο νέο νόμισμα κοκ.
Σε κάθε περίπτωση, ο χρόνος αναπροσαρμογής υπολογίζεται στα περίπου δύο χρόνια – ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, με προβλήματα που είναι πολύ δύσκολο να προβλεφθούν. Εν τούτοις, η διαδικασία επιστροφής θα ήταν πολύ πιο εύκολη για τη Γερμανία, από ότι για οποιαδήποτε άλλη χώρα – πόσο μάλλον για τα ελλειμματικά κράτη της Ευρωζώνης, τα οποία θα ερχόταν αντιμέτωπα με πολύ πιο δύσκολα προβλήματα.
ΤΑ ΣΕΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ
Φυσικά οι αγορές προσπαθούν να είναι προετοιμασμένες απέναντι σε κάθε ενδεχόμενο, ακόμη και στο πιο απίθανο να συμβεί – για παράδειγμα, τι ακριβώς θα επακολουθούσε, εάν η Ελλάδα εγκατέλειπε πρώτη το κοινό νόμισμα, υιοθετώντας το δικό της, με θετικά επακόλουθα για την οικονομία της. Στην περίπτωση αυτή υποθέτουν ότι, αμέσως μετά θα ακολουθούσαν οι υπόλοιπες ελλειμματικές χώρες, οι οποίες υποφέρουν κάτω από το βάρος της πολιτικής λιτότητας – η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ιταλία και η Ισπανία.
Αν και στο σενάριο αυτό δίνουν πολύ μικρές πιθανότητες, ειδικά μετά την υπογραφή του PSI, με βάση το οποίο το δημόσιο χρέος της Ελλάδας δεν μπορεί να μετατραπεί πια σε δραχμές, τίποτα δεν μπορεί να αποκλεισθεί – πόσο μάλλον εάν η Ελλάδα διαπραγματευόταν σωστά με τους δανειστές της και ακολουθούσε το δρόμο της Ισλανδίας, αποδεχόμενη μία οδυνηρή μεν διαδικασία, η οποία όμως θα είχε αίσιο τέλος. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα ήταν αναμφίβολα ένας εφιάλτης για την πολιτική ηγεσία της Ευρωζώνης – η οποία αφενός μεν θα ερχόταν αντιμέτωπη με μία Lehman Brothers του 1 τρις €, αφετέρου δεν θα μπορούσε πλέον να εγγυηθεί τη συνέχεια της νομισματικής ένωσης. Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, υπάρχουν τα εξής σενάρια:
(α) Καταθέσεις σε μετρητά: Στην περίπτωση χρεοκοπίας ενός κράτους, θα ήταν πολύ επικίνδυνες οι τράπεζες της οποιασδήποτε άλλης χώρας – ακόμη και της πιο ισχυρής. Επομένως, θα απειλούταν οι αποταμιεύσεις, παρά το ότι είναι εγγυημένες πανευρωπαϊκά, μέχρι το ύψος των 100.000 € – επειδή οι εγγυήσεις αυτές έχουν τα όρια τους. Ακριβώς για το λόγο αυτό, οι καταθέτες οφείλουν να έχουν μικρότερους λογαριασμούς σε περισσότερες τράπεζες – κυρίως σε αυτές που δεν δραστηριοποιούνται επενδυτικά.
Εν τούτοις, ούτε αυτό αποτελεί μία επαρκή εγγύηση – αφού, με βάση την εμπειρία, ένα μεγάλο μέρος των καταθέσεων μπορεί να παγώσει, με νομοθετική ρύθμιση, με στόχο να αποφευχθεί ένα bank run (επίσης αυτών που ευρίσκονται σε θυρίδες, οι οποίες συνήθως ελέγχονται παρουσία των Αρχών).
Από την άλλη πλευρά, αυτός που φροντίζει να μεταφέρει τα χρήματα του στο εξωτερικό, με στόχο να αποφύγει τέτοιου είδους ενδεχόμενα, οφείλει να γνωρίζει ότι, στην περίπτωση διάλυσης της Ευρωζώνης, τα περισσότερα νομίσματα θα υποτιμηθούν – οπότε θα χάσει ένα μεγάλο μέρος της αξίας των χρημάτων του (ακριβώς για το λόγο αυτό οι Γερμανοί αποσύρουν μαζικά τις επενδύσεις και τις καταθέσεις τους από το Νότο). Εάν δε τα τοποθετήσει σε μία σίγουρη χώρα, όπως για παράδειγμα στην Ελβετία, οι έλεγχοι στη διακίνηση των κεφαλαίων θα τον δυσκολέψουν να τα χρησιμοποιήσει στη χώρα του.
(β) Κρατικά και εταιρικά ομόλογα: Τα ομόλογα του δημοσίου είναι στον πυρήνα της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης – επομένως, θα επιβαρύνονταν πολύ περισσότερο, από οποιαδήποτε άλλη επένδυση. Εάν διαλυόταν η Ευρωζώνη, τότε η ΕΚΤ δεν θα αγόραζε πλέον κανένα ομόλογο εκείνων των χωρών, οι οποίες είναι βυθισμένες στην κρίση – με αποτέλεσμα να επιδεινωθεί σε μεγάλο βαθμό η οικονομία τους. Θα έπρεπε λοιπόν να διαγράψουν ένα μέρος των χρεών τους, όπως έκανε πρόσφατα η Ελλάδα – οπότε να μειωθεί ανάλογα η αξία των υφισταμένων ομολόγων τους.
Εάν τυχόν επέστρεφαν οι χώρες της Ευρωζώνης στην πεσέτα, στη λίρα, στη δραχμή κοκ., η αξία των ομολόγων των χωρών αυτών θα μειωνόταν ακόμη περισσότερο – αφού όλα όσα θα είχαν εκδοθεί με το εθνικό δίκαιο, θα μετατρέπονταν στο εθνικό νόμισμα. Για παράδειγμα, οι Γερμανοί (ιδιώτες, ασφαλιστικές εταιρείες κλπ.), οι οποίοι θα είχαν αγοράσει ισπανικά κρατικά ή εταιρικά ομόλογα σε ευρώ, θα αποπληρώνονταν σε υποτιμημένες πεσέτες, τις οποίες θα υποχρεώνονταν στη συνέχεια να ανταλλάξουν με υπερτιμημένα μάρκα – ένα τρομακτικό σενάριο, το οποίο όμως δεν είναι ουτοπικό.
Από την άλλη πλευρά, τα κρατικά και εταιρικά ομόλογα της Γερμανίας θα ήταν πολύ πιο ελκυστικά για τους ξένους επενδυτές, επειδή θα «εμπλουτίζονταν» με συναλλαγματικά κέρδη. Ακριβώς για το λόγο αυτό η ζήτηση τους σήμερα είναι πολύ αυξημένη, παρά τις χαμηλές έως και μηδενικές αποδόσεις τους. Εν τούτοις, θα έπρεπε κανείς να είναι πολύ προσεκτικός, ακόμη και με αυτά τα ομόλογα – αφού μία ενδεχόμενη διάλυση της Ευρωζώνης θα κόστιζε πολύ ακριβά στη Γερμανία (μόνο η Bundesbank είναι εκτεθειμένη με 600 δις € στο ευρωσύστημα, ενώ οι απαιτήσεις των εταιρειών της από τους πελάτες τους στο εξωτερικό, είναι πολλές εκατοντάδες δις €).
Εκτός αυτού, οι διάφοροι άλλοι γερμανικοί δανειακοί τίτλοι (certificates) θα έπρεπε να αποφεύγονται, επειδή συνήθως εκδίδονται από τράπεζες – πολλές από τις οποίες θα χρεοκοπούσαν, εάν διαλυόταν η Ευρωζώνη (κατά το παράδειγμα της Lehman Brothers, οι δήθεν «εγγυημένου κεφαλαίου» τίτλοι της οποίας έχασαν εντελώς την αξία τους, όταν χρεοκόπησε).
Σε κάθε περίπτωση, αυτού καθαυτού το γεγονός ότι, οι αγορές εγκαταλείπουν την αγορά ομολόγων δημοσίου, ενώ οι τράπεζες διαθέτουν ήδη περισσότερα από όσα μπορούν, σημαίνει πως ο δανεισμός κρατών και εταιρειών θα γίνεται συνεχώς δυσκολότερος και ακριβότερος – μέχρι εκείνο το σημείο που δεν θα μπορούν πια να ανταπεξέλθουν, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν μαζικές χρεοκοπίες, οι οποίες θα οδηγούσαν αυτόματα στην ανεξέλεγκτη διάλυση της Ευρωζώνης.
(γ) Μετοχές, Εμπορεύματα, Πρώτες ύλες: Εάν τυχόν διαλυόταν η Ευρωζώνη, τα χρηματιστήρια θα κατέρρεαν, ενώ η κρίση θα διαρκούσε πολλά χρόνια. Γνωρίζοντας δε ότι, τα χρηματιστήρια προβλέπουν ή υποθέτουν το μέλλον, διαμορφώνοντας ανάλογα τις αξίες στο παρόν (ανάδραση), θα κατέρρεαν πολύ πριν από ένα τέτοιο ενδεχόμενο – επιταχύνοντας ή/και προκαλώντας το, στα πλαίσια μίας αυτοεκπληρούμενης προφητείας.
Οι επενδυτές λοιπόν θα αποσύρονταν μαζικά από όλα τα χρηματιστήρια του πλανήτη, κυρίως δε από αυτά του Ευρωπαϊκού νότου. Περαιτέρω, οι μετοχές θα μετατρέπονταν στα εθνικά νομίσματα της κάθε χώρας, με αποτέλεσμα να υποτιμηθούν ανάλογα με την υποτίμηση του νομίσματος. Όλοι όσοι λοιπόν θα διέθεταν μέχρι εκείνη τη στιγμή μετοχές σε ιταλικές εταιρείες, για παράδειγμα, θα πανικοβάλλονταν και θα τις πουλούσαν αμέσως, έτσι ώστε να αποφύγουν την προβλεπόμενη υποτίμηση – με πρώτες από όλες τις τραπεζικές μετοχές και κυρίως αυτές εκείνων των τραπεζών, οι οποίες δραστηριοποιούνταν στο νότο.
Περαιτέρω, οι μετοχές των γερμανικών επιχειρήσεων δεν θα ήταν τόσο ασφαλείς, όσο νομίζουμε – αφού δεν θα υπήρχε πλέον κανένα «σίγουρο λιμάνι». Ολόκληρο το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα θα κινδύνευε να καταρρεύσει, ενώ η ανάπτυξη θα σταματούσε ακαριαία – με πολύ οδυνηρά επακόλουθα για τις εξαγωγικές γερμανικές εταιρείες, οι οποίες πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να επιβιώσουν (επί πλέον στο ισχυρό μάρκο, το οποίο θα εμπόδιζε παράλληλα τις εξαγωγές). Επίσης για τα εμπορεύματα (πετρέλαιο), για τις πρώτες ύλες (μέταλλα) κλπ. – αφού ακόμη και η παραμικρή ένδειξη περιορισμού του ρυθμού ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας, γκρεμίζει απότομα τις τιμές τους.
(δ) Ακίνητα: Αν και συνήθως επιβαρύνονται με πολλούς φόρους (χαράτσια), όταν οι χώρες αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης, τα ακίνητα (ιδιαίτερα τα οικόπεδα) αποτελούν την καλύτερη επένδυση σε εποχές κρίσης – γεγονός που σημαίνει ότι, η Ελλάδα ευρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση από άλλες χώρες, αφού οι τοποθετήσεις των Πολιτών της είναι κυρίως σε ακίνητα (σε αντίθεση με αυτές των Γερμανών, οι οποίες είναι σε μετρητά χρήματα).
Στην περίπτωση λοιπόν διάλυσης της Ευρωζώνης ή επιστροφής κάποιας χώρας στο εθνικό της νόμισμα, γεγονός που ενδεχομένως θα την οδηγούσε ακόμη και σε υπερπληθωρισμό, οι καταθέσεις και οι μετοχές θα έχαναν σε μεγάλο βαθμό την αξία τους – τα ακίνητα όμως όχι. Επί πλέον, θα μειωνόταν η αξία των ενυπόθηκων δανείων λόγω πληθωρισμού, με αποτέλεσμα να πληρώνονται πολύ πιο εύκολα από τους δανειολήπτες – ενώ τα επιτόκια θα διατηρούταν σχετικά χαμηλά, για να αποφευχθεί η ύφεση (ειδικά σε ισχυρές χώρες, όπως η Γερμανία). Μοναδικό πρόβλημα θα ήταν οι φόροι επί της αξίας και όχι επί των εσόδων τους – όπως δυστυχώς συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Έχουμε την άποψη πως από όλα τα παραπάνω έχει γίνει κατανοητό ότι, η πολιτική ηγεσία της Ευρωζώνης, καθώς επίσης η Γερμανία, παίζουν στην κυριολεξία με τη φωτιά – ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, η οποία εκβιάζεται και ενδεχομένως θα κάνει τελικά το μεγάλο λάθος να επιλέξει ξανά μία κυβέρνηση, στα πλαίσια του προηγουμένου δικομματισμού. Ένας λαός όμως ο οποίος τρομοκρατείται και ψηφίζει με μίσος αυτούς που αντιπαθεί, σιχαίνεται και δεν μπορεί να τιμωρήσει, οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια σε αιματηρές εξεγέρσεις και σε επαναστάσεις άνευ προηγουμένου – ένα ενδεχόμενο που θα οδηγούσε πολύ σύντομα στη διάλυση της Ευρωζώνης, για την οποία οι αγορές ήδη προετοιμάζονται (επιταχύνοντας ή/και προκαλώντας το μοιραίο).
Με την Ελλάδα λοιπόν να κινδυνεύει να «εξελιχθεί» άδικα σε ένα «αποτυχημένο κράτος» (failed state – σε μία χώρα δηλαδή, η κυβέρνηση της οποίας αδυνατεί να εξασφαλίσει την ασφάλεια, την ευημερία και τη δικαιοσύνη σε όλους τους Πολίτες της) και με την ευθύνη να μην αποδίδεται σε κανέναν, τα αποτελέσματα για την Ευρώπη δεν θα είναι αμελητέα – γεγονός που οφείλει να προβληματίσει ακόμη και αυτά τα πολιτικά κόμματα, οι ηγέτες των οποίων οδηγούνται ερήμην τους στην εξουσία, με στόχο να καλυφθούν τα εγκλήματα των περισσότερων προκατόχων τους.
Κυρίως όμως οφείλει να προβληματίσει τη Γερμανία, την Ευρώπη, τη Δύση και ολόκληρο τον πλανήτη, για τον οποίο η σπίθα της Ελλάδας θα μπορούσε να προκαλέσει, αθέλητα της φυσικά, μία πυρηνική έκρηξη χωρίς κανένα προηγούμενο – καταστρέφοντας ένα τραπεζικό και πολιτικό σύστημα ηλικίας άνω των διακοσίων ετών, το οποίο οδήγησε αρκετούς λαούς στην πρόοδο και στην ευημερία.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ολοκληρώνοντας την ανάλυση μας, επειδή είναι αρκετοί αυτοί που αναρωτιούνται σχετικά με το ποιος είναι ο κύριος υπεύθυνος για τη σημερινή κρίση της χώρας μας, ενοχοποιώντας σε μεγάλο βαθμό τη «νοοτροπία» του λαού μας, θα ήταν ίσως σωστό να διακρίνουμε (τουλάχιστον) δύο χρονικές περιόδους:
(α) Έως το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, την οποία αναμφίβολα προκάλεσαν οι Η.Π.Α. – πολύ πιθανόν σκόπιμα, με στόχο να εξάγουν σε όλο τον υπόλοιπο πλανήτη τα μεγάλα προβλήματα της (υπερβολικά νεοφιλελεύθερης, μετά το 1980) οικονομίας τους.
Για το χρονικό αυτό διάστημα, οι περισσότεροι θεωρούν ως κύριους υπεύθυνους τα δύο κόμματα εξουσίας, τα οποία δημιούργησαν και συντήρησαν έναν διεφθαρμένο (σε μεγάλο βαθμό) δημόσιο τομέα – μία διαδικασία και ένα «πρότυπο», το οποίο μιμήθηκε δυστυχώς μία μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, με αποτέλεσμα να συμβάλλει με τη σειρά της στη διόγκωση του προβλήματος (αποβιομηχανοποίηση, «ομηρεία» των επιχειρήσεων, διεφθαρμένο και ασαφές φορολογικό σύστημα, ελλειμματικό επιχειρηματικό πλαίσιο, αδυναμία προσέλκυσης επενδύσεων κλπ.).
Φυσικά δεν εξαιρούνται κάποιες συνδικαλιστικές οργανώσεις (ποτέ δεν γενικεύουμε), καθώς επίσης αρκετές επαγγελματικές και λοιπές συντεχνίες, οι οποίες ανέκαθεν εμπόδιζαν την "αναδιάρθρωση" της οικονομίας και τη λειτουργία ενός πραγματικού Κράτους Δικαίου.
Από την άλλη πλευρά, ένας από τους πλέον σημαντικούς εξωτερικούς παράγοντες, ο οποίος συνέβαλλε με τη σειρά του στην σημερινή κρίση της χώρας μας, ήταν η «μερκαντιλιστική» πολιτική, την οποία ακολούθησε η πλεονασματική Γερμανία μετά το 2000 – οδηγώντας στις ευρωπαϊκές ασυμμετρίες, από τις οποίες σήμερα απειλείται να διαλυθεί ολόκληρη η Ευρωζώνη.
(β) Μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης και ιδιαίτερα μετά την «προδοσία» της χώρας, στην οποία προσκλήθηκαν χωρίς κανέναν απολύτως λόγο οι σύνδικοι του διαβόλου – δηλαδή, οι μπράβοι των τοκογλύφων (ΔΝΤ).
Για το χρονικό αυτό διάστημα δεν είναι σε καμία περίπτωση υπεύθυνοι οι Έλληνες Πολίτες – οι οποίοι για τρία ολόκληρα χρόνια υπέφεραν και συνεχίζουν να υποφέρουν τα πάνδεινα, χωρίς καμία σχεδόν διαμαρτυρία. Η συμπεριφορά τους αυτή τεκμηρίωσε το ότι, γνώριζαν πολύ καλά τα τεράστια προβλήματα του συστήματος και συμφωνούσαν με την διόρθωση τους – παρά το μεγάλο κόστος για τους ίδιους.
Απόλυτα υπεύθυνοι για την περίοδο αυτή είναι πριν από όλους οι Έλληνες Πολιτικοί. Αμέσως μετά οι άπληστες αγορές (πολυεθνικές τράπεζες, κερδοσκόποι), η ευρωπαϊκή ηγεσία (πίσω από την οποία κρύβεται η πρωσική Γερμανία), καθώς επίσης το ΔΝΤ – πρόθεση του οποίου δεν ήταν ποτέ η «θεραπεία» της Ελλάδας, αλλά η είσπραξη των τοκογλυφικών χρεών της, καθώς επίσης η λεηλασία τόσο του δημοσίου, όσο και του ιδιωτικού πλούτου της.
* Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 03. Ιουνίου 2012, viliardos@kbanalysis.com. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι συγγραφέας, οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει πρόσφατα τρία βιβλία της σειράς «Η κρίση των κρίσεων».