Το αδύνατο του ρεαλισμού & ο ρεαλισμός της ρήξης

Το αδύνατο του ρεαλισμού και ο ρεαλισμός της ρήξης

 

Του Παναγιώτη Σωτήρη


 

Η επίκληση του ρεαλισμού κυριαρχεί στην προεκλογική συζήτηση. Η βασικότερη κριτική που απευθύνεται σε όσους αμφισβητούν την καταναγκαστική λιτότητα και τη μνημονιακή εξαθλίωση δεν είναι ότι έχουν άδικο, αλλά ότι «δεν είναι ρεαλιστές» και ότι προτείνουν μέτρα που δεν μπορούν να εφαρμοστούν μέσα στις δοσμένες συνθήκες.

Όμως, εσχάτως στη ρητορική του ρεαλισμού καταφεύγει και η εν δυνάμει κυβερνώσα Αριστερά. Οι τοποθετήσεις του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθούν – στο όνομα του ρεαλισμού… – να κρατήσουν όσο το δυνατόν περισσότερες από τις σταθερές της υπάρχουσας κατάστασης. Παράμετροι όπως η δανειακή σύμβαση ως σταθερή ροή δανειακών ροών από την Τρόικα, η στήριξη των Τραπεζών σε ρευστότητα από την ΕΕ και η παραμονή μέσα στο ευρώ θεωρούνται αναπόδραστες. Η ρήξη με τη λιτότητα πρέπει να έρθει με αυτά τα δεδομένα. Όμως, όπως όλοι ξέρουμε οι αρχικές παραδοχές που κάνει κανείς ορίζουν και το εύρος των πιθανών αποτελεσμάτων.

Το αποτέλεσμα είναι να εξαγγέλλεται μια ρήξη με τη λιτότητα και μια σωτηρία της κοινωνίας που δεν αναιρεί τους μηχανισμούς που οδήγησαν στη σημερινή καταστροφή. Φαινομενικά αυτό δείχνει να έχει το στοιχείο του ρεαλισμού: η αλλαγή πολιτικής φαντάζει σε συνέχεια με τη σημερινή συνθήκη. Όμως, καθόλου ρεαλιστική δεν είναι η παραδοχή ότι χρηματοδοτικές και δανειακές ροές που εξαρχής δόθηκαν υπό την προϋπόθεση της λιτότητας και της αναίρεσης κοινωνικών κατακτήσεων, θα συνεχίσουν να υπάρχουν εάν υπάρχει ριζική αλλαγή πολιτικής.

Βεβαίως υπάρχει και η «υπόθεση της μπλόφας»: σύμφωνα με αυτήν οι ευρωπαίοι εταίροι στο τέλος θα τρομάξουν μπροστά στην κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος και του κραδασμού που αυτό θα φέρει στο σύνολο της ευρωζώνης και έτσι θα σπεύσουν να διατηρήσουν τη χρηματοδότηση. Υπάρχει, όμως, και ο κίνδυνος να το εννοούν. Σε αυτή την περίπτωση η έστω και προσωρινή διακοπή ή καθυστέρηση της χρηματοδότησης, με τον τρόπο που ήδη εν μέρει συμβαίνει, θα οδηγήσει σε αλυσιδωτά αποτελέσματα γενικευμένης στάσης πληρωμών και στον εκβιασμό της επιστροφής στην πεπατημένη της λιτότητας.

Εδώ υπάρχει ο αντίλογος ότι μπορεί αντί για αναίρεση της λιτότητας να διεκδικήσουμε αυτή να «παγώσει» στο σημερινό σημείο. Όμως, ακόμη και εάν υποθέσουμε ότι δεν έρχονται νέα μέτρα, τα μέτρα που είναι σε ισχύ αρκούν για να συνεχιστεί ο φαύλος κύκλος λιτότητα – ύφεση – έκρηξη ανεργίας. Σε τελική ανάλυση αυτό το πάγωμα ονομάζουν οι ευρωπαίοι «αναδιαπραγμάτευση»: συνεχίστε στη λιτότητα και μπορούμε να συνεχίσουμε και τη συζήτηση. Επομένως, ο «ρεαλισμός» μπορεί να οδηγήσει στη διολίσθηση στη συμμόρφωση με τη λιτότητα και άρα στη συνθήκη κοινωνικής χρεοκοπίας ακόμη και εάν με διαπραγματευτική πίεση ή με λύσεις της τελευταίας στιγμής αποφευχθεί το ενδεχόμενο της τυπικής χρεοκοπίας. Το αποτέλεσμα θα είναι μια κυβέρνηση λαϊκής προσδοκίας να συνδεθεί με το ενδεχόμενο μιας παρατεταμένης καταστροφής.

Με αυτό τον τρόπο πρέπει να αντιμετωπίσουμε και το επιχείρημα ότι τυχόν άμεση και μονομερής καταγγελία των μνημονιακών συμβάσεων θα οδηγήσει στο άμεσο πάγωμα των ροών χρηματοδότησης, σε ντε φάκτο στάση πληρωμών και σε άτακτη αποχώρηση από την ευρωζώνη. Πριν σπεύσουμε να μιλήσουμε αμέσως για καταστροφή, μήπως πρέπει να εξετάσουμε εάν μεσοπρόθεσμα η άρνηση των θεσμικών εξαναγκασμών των μνημονίων, αλλά και του εμπεδωμένου νεοφιλελευθερισμού του ευρώ, απελευθερώνουν δυνατότητες κοινωνικής δικαιοσύνης και παραγωγικής ανασυγκρότησης; Εάν ναι, τότε όχι απλώς η προετοιμασία της κοινωνίας για αυτά τα ενδεχόμενα, αλλά και η επεξεργασία των άμεσων βημάτων, μαζί με την προειδοποίηση για το κόστος της μετάβασης, είναι πολύ πιο χρήσιμη και τελικά «ρεαλιστική» στάση.

Σίγουρα η άμεση έξοδος από το ευρώ, η παύση πληρωμών στο χρέος (και η άρνηση των υπόλοιπων «δόσεων» των δανείων της Τρόικας), η εθνικοποίηση των Τραπεζών, ο έλεγχος στις κινήσεις κεφαλαίων θα συνεπάγονται μια δύσκολη μεταβατική περίοδο, που θα περιλαμβάνει ανατροπές στις καταναλωτικές συνήθειες και εκτεταμένη χρήση παρεμβάσεων ως προς τη διάθεση βασικών αγαθών. Όμως, θα ανοίξουν δρόμους μετασχηματισμού, ενώ διαφορετικά θα ζούμε τον αργό θάνατο μιας κοινωνίας από αλλεπάλληλες εναλλαγές παρ' ολίγον χρεοκοπιών και νέων κυμάτων έκτακτων μέτρων.

Μήπως τελικά μερικοί μήνες πραγματικών δυσκολιών αλλά και ανάκτησης δημοκρατικού κοινωνικού ελέγχου στην οικονομική και κοινωνική πολιτική, είναι προτιμότεροι από μια παρατεταμένη περίοδο διαρκούς εναγώνιας αναζήτησης απάντησης στους κάθε λογής εκβιασμούς (πότε με μια έκτακτη εισφορά, πότε με την ελπίδα ότι μια έκδοση πχ. Εντόκων γραμματίων θα καλύψει μέρος των αναγκών του δημοσίου) που τελικά θα αποκαρδιώσουν την κοινωνία και θα οδηγήσουν στην παλινόρθωση των μνημονιακών δυνάμεων;

Αρκεί βέβαια αυτή η αναγκαστικά βίαια ρήξη με τις δεσμεύσεις των μνημονίων και της ΕΕ να συνδυαστεί με την εμπιστοσύνη όχι στις αγορές αλλά στη δύναμη ενός οργανωμένου, αλληλέγγυου και διεκδικητικού κινήματος για την αντοχή στις δυσκολίες, για τη συσπείρωση γύρω από το νέο νόμισμα και τη νέα πολιτική και για τον πειραματισμό με νέες κοινωνικές μορφές και ένα εναλλακτικό παραγωγικό πρότυπο πέραν του καταναγκασμού της αγοράς.

Άλλωστε, η μετατόπιση στο έδαφος του «ρεαλισμού», ενισχύει τις συστημικές λογικές. Η ταύτιση στην προεκλογική συζήτηση, από όλες τις πλευρές, της μονομερούς καταγγελίας των μνημονίων με την έξοδο από το ευρώ, η δαιμονοποίηση αυτού του ενδεχομένου και η μετατόπιση από το ναι ή όχι στα μνημόνια στο ποιος έχει την ικανότητα να «διαπραγματευτεί» καλύτερα, μετατοπίζει το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης σε πεδία πιο φιλικά για τις μνημονιακές δυνάμεις.

Ο πυρήνας της κριτικής που κάνει σήμερα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, σε αντίθεση με την ηττοπαθή και καταστροφολογική πολεμική που κάνει το ΚΚΕ, αυτή την αντίφαση προσπαθεί να αναδείξει. Η συμμετοχή της Αριστεράς στην κυβέρνηση, καθαυτή μια κατάθεση ελπίδας από τη μεριά των λαϊκών μαζών, πρέπει να σημαίνει και αριστερή διακυβέρνηση: δηλαδή ρήξη πραγματική με την κυρίαρχη πολιτική, ενεργοποίηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος, εμπιστοσύνη στη δυνατότητα του αγωνιζόμενου λαού να αγκαλιάσει και να μπολιάσει ένα πρόγραμμα κοινωνικού μετασχηματισμού. Διαφορετικά, η ταύτιση της Αριστεράς με την αποτυχία και την ήττα θα ανοίξει το δρόμο για πολύ πιο αντιδραστικές λύσεις, που ήδη εκκολάπτονται στο υβρίδιο αγοραίου αντικομμουνισμού, κυνικού νεοφιλελευθερισμού και κανιβαλικού ρατσισμού στο οποίο επενδύουν οι μνημονιακές δυνάμεις.

Ας μην ξεχνάμε ότι εάν στις 6 Μάη ζήσαμε ένα πολιτικό σεισμό ήταν γιατί η ελληνική κοινωνία δεν έδειξε ρεαλισμό, αλλά οργή και απαίτηση για ριζική αλλαγή. Αυτό το νήμα πρέπει να το κρατήσουμε. Η τόλμη και η διάθεση ρήξης είναι ο πραγματικός ρεαλισμός της εποχής μας.

 

ΠΗΓΗ: 29-5-2012,  Αριστερό Βήμα

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.