Μέχρι πότε όταν λέμε όλοι θα εννοούμε όλοι;
Του Νικήτα Χιωτίνη*
Στα τρία τελευταία κείμενά μου, που το φιλόξενο «Ποντίκι» μού έκανε την τιμή να δημοσιεύσει, επιχειρηματολογούσα για να ψηφίσουμε υποψηφίους με γνώσεις και ικανότητες, ισχυρά βιογραφικά και παρελθόν κοινωνικής προσφοράς, τουλάχιστον εκεί όπου δραστηριοποιούνται επαγγελματικώς. Γιατί βεβαίως θα πρέπει να έχουν και κάποιο επάγγελμα, που να το ασκούν με επιτυχία. Να μπορούν δηλαδή κατ' αρχήν να σκέφτονται, αλλά και να έχουν τη δυνατότητα να σκέφτονται ελευθέρως, όπως οφείλουν δηλαδή να κάνουν οι βουλευτές, μη εκβιαζόμενοι ότι θα μείνουν άνεργοι.
Να μην είναι δηλαδή «πολιτικοί» εξ επαγγέλματος, «πολιτικοί» του σωλήνα, χαϊδεμένοι συνδικαλιστές και φοιτητοπατέρες ανίκανοι να σκεφτούν και να δράσουν πέραν των κομματικών εντολών. Ούτε να είναι γόνοι μεγαλοσχημόνων που δήθεν σπούδασαν, αλλά που βεβαίως ποτέ δεν δούλεψαν[1]. Ενδεχομένως να φάνηκα αιθεροβάμων ή ρομαντικός – με την έννοια αυτού που ονειρεύεται τα αδύνατα -, τα γεγονότα όμως μάλλον με δικαιώνουν.
Ας δούμε τι έγινε τον τελευταίο καιρό. Στις εκλογές ο λαός δεν ψήφισε «μονοκούκι» τα εναλλασσόμενα στην εξουσία πρώην μεγάλα κόμματα, επί τέλους. Επί τέλους γιατί τα κόμματα αυτά απεδείχθησαν απολύτως ανίκανα, αν όχι δόλια και προδοτικά των εντολών των πολιτών και του συμφέροντος της χώρας. Ο λαός λοιπόν μοίρασε τις προτιμήσεις του. Τι σημαίνει όμως αυτό; Σημαίνει πως ψήφισε κατά κάποιο ποσοστό τα διάφορα κομματικά προγράμματα. Οι εκλογές δηλαδή αυτές όφειλαν να οδηγήσουν σε κυβέρνηση με συγκερασμό όλων αυτών των προγραμμάτων κατά τα ποσοστά αυτά. Όμως τα κόμματα, όλα τα κόμματα, έμειναν στην παλαιά νοοτροπία, την εγκατασταθείσα με τον δικομματισμό: το καθένα επέμεινε – παρά τα επικοινωνιακά τους τερτίπια – στο αρχικό του πρόγραμμα, δηλαδή υποστήριξε τη δικομματική πρακτική και νοοτροπία. Μπορούμε δηλαδή βασίμως να υποστηρίξουμε πως τα κόμματα επεδίωξαν – και επιδιώκουν – την επανασύσταση του καταγγελθέντος από τον λαό δικομματισμού, με διαφορετικά όμως τα δύο «μεγάλα» κόμματα.
Δικαιούμαστε όμως επιπροσθέτως – και εδώ βασίμως – να υποστηρίξουμε πως δεν είναι μόνο η επιδίωξη ενός άλλου δικομματισμού, η εγκαταστημένη πολιτική νοοτροπία και οι εγκαταστημένοι (απλοϊκοί) πολιτικοί ρόλοι, που εμπόδισαν τον συγκερασμό όλων των προγραμμάτων, κατά το ποσοστό που όρισε ο λαός. Εκτός δηλαδή του ότι τα τρία μικρότερα σε εκλογικό ποσοστό κόμματα ελπίζουν το μεν ΠΑΣΟΚ να επανέλθει στην πρότερη θέση του, τα δε άλλα δύο θέλουν να γίνουν αυτά «χαλίφης στη θέση του χαλίφη», μεγάλο πρόβλημα φαίνεται να βρίσκεται και στην ποιότητα του πολιτικού προσωπικού, που, εκτός των άλλων εχεγγύων ανικανότητας που καταδήλως διαθέτει, δείχνει επίσης να βολεύεται με τον δικομματισμό. Οι μεν ανήκοντες στα δύο μεγάλα κόμματα βολεύονται γιατί περιμένουν κάποια στιγμή να έρθει και η σειρά τους, οι δε ανήκοντες στα μικρότερα βολεύονται με τον δευτερεύοντα ρόλο τους, αυτόν του διαμαρτυρομένου, που επί πλέον τους εξυπηρετεί γενικώς, δηλαδή και εξωπολιτικώς – ιδιαιτέρως τους οπαδούς τους, θα έλεγα καλύτερα τους δηλώνοντες οπαδοί τους. Ίσως μάλιστα αυτό να αποτελεί και τον θεσμικό τους ρόλο στο σύστημα – αναφέρομαι εδώ ιδιαιτέρως στο ΚΚΕ. Είναι χαρακτηριστικό πως η Γραμματέας του κόμματος αυτού, σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου της τηλεόρασης, θεώρησε καλαμπούρι τη συμμετοχή της στη διακυβέρνηση της χώρας και έβαλε τα γέλια.
Η ανεπάρκεια ή η δολιότητα του υφιστάμενου πολιτικού προσωπικού – τουλάχιστον αυτού που μπορεί να επηρεάσει τα προγράμματα κομμάτων – έχει νομίζω καταδειχτεί. Έχει επίσης καταδειχτεί και ο ρόλος των ΜΜΕ, ιδίως των τηλεοράσεων. Ας αρχίσουμε από αυτές. Αν εξαιρέσουμε τα μικρότερα κόμματα που φαίνεται να λειτουργούν συλλογικώς και έτσι αποφασίζουν αυτά ποιους θα στείλουν στα κανάλια ως εκπροσώπους τους, που είναι κατά κανόνα σοβαροί και διαβασμένοι, οι καλεσμένοι από τα πρώην μεγάλα κόμματα καταδήλως δεν είναι οι καλύτεροι των κομμάτων αυτών (θέλουμε να ελπίζουμε) και είναι προκλητικά οι ίδιοι σε όλα σχεδόν τα κανάλια. Είναι κυρίως είτε γόνοι πολιτικών με «ιστορία» και «διασυνδέσεις», είτε «διορισμένοι» πολιτικοί, με προσόντα καταδήλως άλλα από την πνευματική τους εμβέλεια. Ας πάμε όμως στα προγράμματα των κομμάτων, δηλαδή αυτά που προέβαλαν ως τέτοια και που μαρτυρούν την ποιότητα του πολιτικού προσωπικού τους. Επικεντρώθηκαν όλα στο «Μνημόνιο»[2]. Αντιμνημονιακοί και μνημονιακοί, με εναλλασσόμενες αποχρώσεις, εν πολλοίς αδιευκρίνιστες: καταγγελία, επαναδιαπραγμάτευση, σταδιακή απαγκίστρωση κ.λπ. Πολύ λίγο όμως παρουσιάστηκε η ουσία: η Ελλάδα χρωστάει χρήματα, ασχέτως αν εμπεριέχουν χρέος που είναι επαχθές και που μπορεί να καταγγελθεί. Μάλιστα ακόμα και αν καλύψουμε όλα τα χρέη μας διαγράφοντάς τα, ή με τη συνδρομή των κατοχικών δανείων, δεν έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα που να εγγυάται τη διατήρηση του επιπέδου ζωής υπέρ του οποίου μαχόμαστε στην πλατεία Συντάγματος. Το ΚΚΕ μάλιστα υπερθεμάτιζε, 1.300 ευρώ κατώτατος μισθός (ή κάτι τέτοιο) – δεν βρέθηκε άλλος να δώσει περισσότερα. Έτσι όμως πάλι θα αναγκαζόμαστε να δανειστούμε. Βεβαίως κανείς δεν εγγυάται ότι θα μας ξαναδάνειζαν, αλλά και να μας ξαναδάνειζαν, πάλι θα μπαίναμε στον φαύλο κύκλο. Άρα το ζήτημα δεν βρίσκεται εκεί. Το ζήτημα βρίσκεται στο να σταθούμε ικανοί να αυτοσυντηρηθούμε. Πολύ λίγο όμως ακούσαμε γι' αυτό και σίγουρα αυτό δεν επηρέασε ουσιαστικά στην επιλογή της ψήφου μας. Ψηφίζουμε εν πολλοίς με στερεότυπα, απλώς στις εκλογές αυτές τα παλιά στερεότυπα κατεξευτελίστηκαν – σάπισε το ΠΑΣΟΚ διακήρυξε ο αρχηγός του – και αυτό είναι θετικό σημάδι για να απομυθοποιηθούν τα στερεότυπα αυτά, όλα τα στερεότυπα αυτά.
Είναι ακόμα φανερό πως μήτε αυτοί που πήγαν να διαπραγματευτούν τις δανειακές μας συμβάσεις σκέφτηκαν γι' αυτό (την ανάγκη δηλαδή να μπορούμε να αυτοσυντηρήσουμε το επίπεδο της ζωής μας και την ίδια την ύπαρξη της χώρας μας), παρ' ότι ήσαν εξ επαγγέλματος οικονομολόγοι (δεν αναφέρομαι στους ανεπαγγέλτους και απολύτως ασχέτους, που ίσως να έκαναν τη μεγαλύτερη ζημιά). Θεωρούμε προφανές πως αν προέβαλαν – ή αν είχαμε – ένα καλό πρόγραμμα ανάπτυξης της οικονομίας, ρεαλιστικό πρόγραμμα πάταξης της φοροδιαφυγής και της φοροκλοπής και τρόπο ορθολογικής διαχείρισης των χρημάτων, δεν θα φτάναμε σε μειώσεις μισθών και συντάξεων, ούτε στη δαιμονοποίηση του δημόσιου τομέα και των δημοσίων υπαλλήλων. Άλλωστε έχει επανειλημμένως ειπωθεί από πλευράς δανειστών μας πως δεν ήταν αυτά τα ζητούμενα. Αν τελικώς οι «πολιτικοί» μας κατέληξαν στη λύση της μείωσης μισθών και συντάξεων και σε φορολογικές λαίλαπες και χαράτσια, είναι γιατί είναι ανίκανοι να σκεφτούν και να υλοποιήσουν κάτι άλλο – ή είναι απατεώνες και προδότες. Το ίδιο και η «τρόικα», που στο κάτω-κάτω τη συνέφερε κιόλας, γιατί ελπίζει έτσι να αγοράσει όλη την Ελλάδα αύτανδρη. Αν συνομιλήσετε με δημοσίους υπαλλήλους, θα σας πουν ότι έχουν κάθε γνώση και διάθεση να δουλέψουν, αρκεί κάποιος να τους πει τι να κάνουν. Το ότι είναι αντιπαραγωγικοί δεν φταίνε αυτοί, ούτε γενικώς ο «δημόσιος τομέας», φταίνε αυτοί που τον διαχειρίζονται. Όποτε έγινε προσπάθεια – και έγιναν τέτοιες προσπάθειες[3]– αξιοποίησης των δημοσίων υπαλλήλων ως παραγωγικών λειτουργών της δημόσιας διοίκησης απέτυχαν και απέτυχαν γιατί οι Υπουργοί και οι δεκάδες, ου μην εκατοντάδες, μετακλητοί «σύμβουλοί» τους δεν ήθελαν να χάσουν τις εξουσίες τους, το ίδιο και οι διορισμένοι Γενικοί Γραμματείς και μεγαλοδιευθυντές. Ό,τι επιβάλλεται τώρα με το «μνημόνιο» – αξιοποίηση της περιουσίας των ασφαλιστικών ταμείων, ορθολογική χρήση των χρημάτων των ασφαλισμένων, αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, λειτουργική αποκέντρωση υπηρεσιών, κ.λπ. – το έχω προ πολλών ετών δει γραμμένο[4] σε προτάσεις και μελέτες διευθύνσεων υπουργείων, δηλαδή από τους δαιμονοποιημένους δημοσίους υπαλλήλους, που επί πλέον είχαν προσόντα περισσότερα των πολιτικών προϊσταμένων τους, σε μελέτες άρτιες που υποδείκνυαν και τους τρόπους υλοποίησης των προτεινομένων. Οι μελέτες όμως αυτές είτε έμειναν στα συρτάρια των ανεπαρκών Υπουργών και ανεπαρκών Γενικών Γραμματέων – οι περισσότεροι εξ αυτών μας ξαναζητούν σήμερα την ψήφο μας – είτε πολεμήθηκαν από τους κομματικούς συνδικαλιστές, συνδικαλιστές κατά κανόνα χαμηλών προσόντων, που σύντομα όμως έγιναν βουλευτές και υπουργοί, ή ελπίζουν να γίνουν βουλευτές και υπουργοί. Τους ξέρετε και τους ξέρουμε. Έχω δει σοβαρότατες μελέτες και προτάσεις τρόπων ανάπτυξης των περιφερειών, δηλαδή τρόπων παραγωγής πλούτου και ταυτοχρόνως τρόπων προώθησης των επιδιώξεών μας περί οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής. Είναι έτοιμα και τα οικονομικά και θεσμικά προς τούτο εργαλεία. Κανείς όμως δεν νοιάζεται και δεν μιλάει γι' αυτό. Κανείς δεν μιλάει για τον πλούτο της ελληνικής επικράτειας, δηλαδή για τον πλούτο που μπορεί να παράξει η ελληνική επικράτεια. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στα «πιασάρικα» περί πετρελαίου και φυσικού αερίου – γιατί είναι και αυτά θέματα κρίσιμα. Μιλάμε για δραστηριότητες που μπορούν, αθόρυβα και αποτελεσματικά, να αναπτυχθούν και να παράξουν πλούτο και ανάπτυξη στις Περιφέρειες της χώρας και κατ' επέκταση στην ίδια τη χώρα, αρκεί να γίνουν οι κατάλληλες θεσμικές προσαρμογές και αρκεί να επιδειχτεί σωστή εκμετάλλευση των προσφερομένων δυνατοτήτων, από ανθρώπους ικανούς προς τούτο. Συζητάμε γενικώς και αορίστως περί «μνημονίου». Αυτό όμως δεν είναι παρά μια δανειακή σύμβαση, που και αυτή, όπως και κάθε άλλη σύμβαση, μπορεί ανά πάσα στιγμή να μπει σε επαναδιαπραγμάτευση αν υπάρχουν ή τεθούν νέα δεδομένα. Κανείς όμως δεν αναφέρεται σε τέτοιες εναλλακτικές της υπάρχουσας συμβάσεως προτάσεις και στα νέα δεδομένα που θα εισαγάγει – ίσως μόνον ακροθιγώς και πάντως με τρόπο μη πειστικό, γι' αυτό άλλωστε και κανείς δεν επιμένει στην πρόταξή τους, όταν βγαίνει εις άγραν ψηφοφόρων. Ούτε και κανείς πείθεται όταν κάποια κόμματα ξαφνικά και εξ επιφοιτήσεως προτάσσουν νέα «μίγματα πολιτικής». Τι έκαναν άλλωστε όλα αυτά τα χρόνια; Με τα επαγγελματικά στελέχη των παλαιών αποτυχημένων πολιτικών θα υλοποιήσουν τα νέα αυτά «μίγματα», που με καθυστέρηση ανακάλυψε ο νέος αρχηγός;
Βεβαίως κανείς δεν έθεσε το ζήτημα της γεωστρατηγικής θέσης της Ελλάδας, ούτε τα γεωπολιτικά όπλα που διαθέτουμε. Αυτό… κάνει τζιζ ή οι πολιτικοί μας είναι άσχετοι ή και τα δύο μαζί;[5]
Απαισιοδοξία και αδιέξοδο; Όχι, αν υπερβούμε πραγματικά τις παλιές νοοτροπίες, νοοτροπίες πολιτικές αλλά και νοοτροπίες ζωής. Οι εκλογές έδωσαν το έναυσμα, ας προχωρήσουμε παραπέρα. Τα λάθη και οι εμμονές όλων, όλων των κομμάτων και όλων ημών, μπορούν να αιτιολογηθούν και να συγχωρηθούν, όχι όμως για πολύ ακόμα.
* O Νικήτας Χιωτίνης είναι Αρχιτέκτων-Καθηγητής ΤΕΙ
Παραπομπές
[1] Να επισημάνουμε εδώ πως δεν είναι δουλειά το γεγονός ότι ο μπαμπάς-πρωθυπουργός τους διόρισε δήθεν συμβούλους μεγάλων τραπεζών με τεράστιους μισθούς, αλλά με πραγματική ασχολία να φτιάχνουν κομματικούς στρατούς για βουλευτικές πρωτιές.
[2] Δεν αναφέρομαι βεβαίως στο ΚΚΕ με την… ξεκούραστη θέση «έξω από την Ευρώπη» και τα τοιαύτα, χωρίς βεβαίως να εξηγεί το πώς και με τι αποτελέσματα, πέραν των γενικών συνθημάτων του
[3] Δεν υπάρχει χώρος για την λεπτομερή αναφορά σε αυτό, τα στοιχεία όμως είναι στη διάθεση κάθε ενδιαφερομένου
[4] Τη δεκαετία του ‘80, έχω τα σχετικά στοιχεία
[5] Στο ζήτημα αυτό, επειδή χρήζει ιδιαίτερου σχολιασμού, θα επανέλθουμε, πάλι με την ανοχή του «Ποντικιού».
ΠΗΓΗ: ΤΡΙΤΗ, 29 ΜΑΙΟΥ 2012, http://topontiki.gr/article/36036