Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΜΟΥ Ο ΕΛΑΧΙΣΤΟΣ
Του Απόστολου Παπαδημητρίου
Η Εκκλησία μας, η διαχρονικά διωκόμενη, όρισε ως ανάγνωσμα ευαγγελικής περικοπής κατά την Τρίτη Κυριακή του Τριωδίου τη γνωστή ως περικοπή περί της μελλούσης κρίσεως. Παραθέτουμε τμήμα της περικοπής αυτής, προκειμένου να το σχολιάσουμε.
«Όταν έλθει ο Υιός του ανθρώπου με τη δόξα του και όλοι οι άγιοι άγγελοι μαζί του, τότε θα καθήσει στον ένδοξο θρόνο του και θα συναχθούν μπροστά του όλα τα έθνη. Και θα χωρίσει τους μεν από τους δε, όπως ο βοσκός χωρίζει τα πρόβατα από τα γίδια, και θα θέσει τα μεν πρόβατα στα δεξιά του, τα δε γίδια στα αριστερά του. Τότε ο Βασιλιάς θα πει σ’ αυτούς στα δεξιά του: “Έλάτε σεις, οι ευλογημένοι από τον Πατέρα μου, και κληρονομείστε τη βασιλεία που έχει ετοιμαστεί για σας από την αρχή του κόσμου. Διότι πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και με ποτίσατε, ξένος ήμουν και με φιλοξενήσατε, γυμνός και με ντύσατε, ασθένησα και με επισκεφθήκατε, ήμουν στη φυλακή και ήλθατε να με δείτε”».
Ενώ αυτά ακούγονται στους ναούς κατά τη θεία Λειτουργία, ο Κόσμος ετοιμάζεται να γιορτάσει την αποκριά, τη γνωστότερη ως καρναβάλι. Και είναι προτιμητέα η χρήση της λέξης καρναβάλι, καθώς την ελληνική αποκριά την κατανοούμε ως αποτρεπτική από την κατανάλωση κρέατος. Βέβαια το ίδιο σημαίνει και η λέξη καρναβάλι, όμως εμείς την έχουμε ταυτίσει με ξεφαντώματα, χαρές και γλέντια, χρήση λέξεων και φράσεων που δεν συνηθίζουμε κατά το υπόλοιπο έτος και, τέλος, μασκαρέματα, δηλαδή χρήση προσωπείων. Και όλα αυτά γιατί; Επειδή η Εκκλησία εγκαινιάζει με τη λήξη της αποκριάς μακρά περίοδο «επώδυνης νηστείας» με πλήθος «απαγορεύσεων»! Δεν είναι λίγοι αυτοί που τόνισαν το πλήθος των απαγορεύσεων αυτών και το πνεύμα ανελευθερίας που διέπει τον εκκλησιαστικό λόγο. Γι’ αυτό ακριβώς και παρέθεσα στην αρχή το τμήμα της περικοπής, ώστε να δειχθεί περίτρανα πόσο ανυπόστατες και ψευδείς είναι οι επικρίσεις. Οι εντολές υπό μορφή απαγορεύσεων έχουν δοθεί στην Παλαιά Διαθήκη. Αλλά και ο αρχαίος ελληνικός κόσμος με αρνητική διατύπωση προέβαλε την ύψιστη εντολή: «Ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις» (Κλεόβουλος ο Ρόδιος).
Βέβαια ο Κόσμος δεν είναι πρόθυμος να δεχθεί ότι δεν υπάρχουν απαγορεύσεις και θέτει ερωτήματα: Και η προσευχή, η νηστεία, η εγκράτεια δεν είναι απαγορεύσεις; Είχα διαβάσει τον λόγο ενός Άγγλου ορθοδόξου επισκόπου, του Καλλίστου Γουέαρ: «Ίσως ο Θεός να μη μας ερωτήσει πόσες προσευχές, πόσες αγρυπνίες, πόσες νηστείες κάναμε, οπωσδήποτε θα μας ρωτήσει τι κάναμε για τον αδελφό μας τον ελάχιστο». Θα μπορούσε κάποιος κριτικά ιστάμενος έναντι της Εκκλησίας με φθηνό πνεύμα να υποστηρίξει ότι μπορεί να κάνει εκείνα που ζήτησε ο Χριστός για το συνάνθρωπό μας που πάσχει χωρίς προαπαιτούμενο την εκκλησιαστική ζωή και τα επακόλουθά της, αφού και ένας επίσκοπος ακόμη δεν τα θεωρεί σημαντικά! Η παραποίηση των λόγων και οι προφάσεις είναι διαχρονική καταφυγή των «εν αμαρτίαις». Ο επίσκοπος Κάλλιστος έχει κατά νουν τους πιστούς που αδυνατούν να ξεχωρίσουν τα μέσα από τον σκοπό. Γίνεται αυτό κατανοητό στην περικοπή επιστολής του Αποστόλου Παύλου, γνωστή ως «ύμνος της αγάπης», από την οποία το απόσπασμα: «Και εάν διαθέσω όλα τα υπάρχοντά μου, για να θρέψω τους φτωχούς, και εάν παραδώσω το σώμα μου, ώστε να γίνω ολοκαύτωμα, αλλά δεν έχω αγάπη, δεν ωφελούμαι διόλου».
Η ασκητική θεώρηση του βίου, κατά τους πατέρες της Εκκλησίας, δεν είναι αυτοσκοπός. Σκοπός είναι η κάθαρση, ο αγιασμός και, τέλος, η θέωση του ανθρώπου. Ο λόγος του επισκόπου Καλλίστου σκοπό έχει να προστατεύσει τους πιστούς από του να χάσουν τον δρόμο στην έπαρση για τα «πνευματικά» τους επιτεύγματα. Όσο για την άποψη του Κόσμου ότι μπορούμε να συμπαραστεκόμαστε στον συνάνθρωπό μας χωρίς τις δεσμεύσεις της Εκκλησίας, αυτή καταρρέει με μία ματιά στο τρομακτικό πλήθος των πασχόντων συνανθρώπων μας. Η πλανήτης στενάζει από το μέγεθος της δυστυχίας δισεκατομμυρίων συνανθρώπων μας, στους οποίους έρχονται κατ’ έτος να προστεθούν εκατομμύρια νέων. Η λεγόμενη ανθρωπιστική βοήθεια είναι οι πενταροδεκάρες, με τις οποίες επιχειρούμε να φιμώσουμε τις τύψεις της συνείδησής μας, γιατί κατά βάθος αισθανόμαστε τις ενοχές μας. Ο συνάνθρωπός μας πεινά, διψά, κρυώνει, γεύεται την προσφυγιά και την αθλιότητα του κελλιού της φυλακής και εμείς γλεντούμε. Ειδικά στην Ελλάδα γλεντούμε ακόμη και εφέτος, ενώ η οικονομική κρίση σοβεί και το μέλλον προοιωνίζεται δεινότερο.
Βέβαια ο Κόσμος προβάλλει και άλλο επιχείρημα: Από παντού είμαστε στριμωγμένοι. Δεν έχουμε ανάγκη από λίγη εκτόνωση; Η αποκριά είναι πρώτης τάξεως ευκαιρία. Οι εκδηλώσεις των ημερών είναι σαφής αντίρρηση προς το κατανυκτικό πνεύμα του Τριωδίου, μέσω του οποίου η Εκκλησία καλεί τους πιστούς να εισέλθουν στο στάδιο του πνευματικού αγώνα. Έχουμε πλείστες άλλες ευκαιρίες για γλέντια καθ’ όλο το έτος. Εμείς όμως θέλουμε τώρα. Μάλιστα με περισσή καύχηση οι πρωταγωνιστές των εκδηλώσεων τονίζουν ότι το έθιμο ανάγεται στην ειδωλολατρική αρχαιότητα. Εμείς δεν θέλουμε προσευχές και νηστείες, θέλουμε χαρές και γλέντια. Τώρα τι είναι χαρά, ασφαλώς δεν γνωρίζουμε, καθώς δεν την έχουμε γευθεί και οι πλείστοι τη συγχέουμε με την ευχαρίστηση. Εμείς θέλουμε να εκφραστούμε «ελεύθερα» με βωμολοχίες, όπως και οι βάκχες και οι σάτυροι των προγόνων μας. Δεν είναι άσχετο το ότι σε όλους τους τόπους τουριστικού προορισμού ξένων διατίθεται σε μεγάλες ποσότητες αγαλματίδιο σατύρου με υπερμεγέθη γεννητικά όργανα. Θέλουμε να δείξουμε ότι αυτοί ήσαν οι πρόγονοί μας, αυτοί είμαστε και μεις! Και επειδή παλαιότερα η συντηρητική κοινωνία δεν το επέτρεπε τις «εκτροπές» καλύπταμε το πρόσωπο με προσωπείο (μάσκα). Τώρα όμως προοδεύσαμε και το αποβάλαμε.
Αλλοίμονο στον αθλητή που εισέρχεται στο στάδιο των αγώνων ανέτοιμος. Αν αντιλαμβανόμαστε την προσευχή ως καταναγκαστική επικοινωνία με τον δεσπότη και όχι ως αναπνοή που μας κρατά στη ζωή, αν τη νηστεία θεωρούμε απαγόρευση ικανοποίησης των αισθήσεων και όχι ως το πλέον αποτελεσματικό μέτρο κατά της εγωπάθειας, αν την εγκράτεια ειδικά περί την γενετήσια σφαίρα προ του γάμου εκλαμβάνουμε ως στραγγαλισμό της κατ’ εξοχήν απόλαυσης, τότε εκείνο που επιτυγχάνουμε είναι να χάνεται από τον ορίζοντά μας ο πάσχων συνάνθρωπός μας και τελικά να καταντούμε και εμείς πάσχοντες από έλλειψη νοήματος του βίου. Το μαρτυρεί η κατάρρευση των κοινωνιών της αφθονίας.
Ο Χριστός κρούει τη θύρα μας διακριτικά. Σ’ εκείνους που θα την ανοίξουν προσφέρει σταυρό. Ο σταυρός του Χριστού δεν είναι διαρκές αυτομαστίγωμα, όπως ο Κόσμος θεωρεί. Είναι αποδοχή του πόνου, του προσωπικού, και ανακούφιση του πόνου του αδελφού μας του ελαχίστου, όπως ο Κυρηναίος, που σήκωσε τον σταυρό του Κυρίου. Η άρνηση του σταυρού, η άρνηση δηλαδή του πόνου, μας οδηγεί στην ανία, την οποία αυτές τις ημέρες αποδιώκουμε με εντονότερους «εξορκισμούς».
Βέβαια υπάρχει και η κυνική υλιστική θεώρηση του βίου: «Φάγωμεν, πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν». Δικαιώνεται όμως έτσι η ιστορία του ανθρώπου. Κι όλοι αυτοί οι ελάχιστοι αδελφοί μας που πέθαναν νηστικοί και διψασμένοι, γυμνοί και ξένοι ή αδίκως καταδικασμένοι από την ανθρώπινη δικαιοσύνη πότε και από ποιόν θα δικαιωθούν; Η μέλλουσα κρίση είναι αίτημα δικαιοσύνης.