Ο καπιταλισμός ως ωρολογιακή βόμβα
Συνέντευξη του Φρέντρικ Τζέιμσον* [στον Άαρον Λέοναρντ – Μετάφραση: Γιώργος Σουβλής]
Από την περίοδο του Ρήγκαν και της Θάτσερ ωστόσο, έχουμε περάσει σε κάτι το οποίο προσομοιάζει πολύ περισσότερο στη θεμελιώδη λογική του κεφαλαίου που περιγράφει ο Μαρξ
Ο Φρέντρικ Τζέιμσον, μαρξιστής που ασχολείται κυρίως με την κριτική λογοτεχνίας και την πολιτική θεωρία, εξέδωσε πρόσφατα το Representing Capital: A Reading of Volume One, ένα βιβλίο το οποίο επανεξετάζει το πιο σημαντικό έργο του Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο.
Υπό μια έννοια, ίσως να φαίνεται παράδοξη η επανεξέταση ενός βιβλίου 150 χρόνων. Για ποιο λόγο μας είναι χρήσιμο για την ερμηνεία της τρέχουσας συγκυρίας; Εν τούτοις, το να αγνοούμε Το Κεφάλαιο, όπως είθισται να συμβαίνει, σημαίνει την απώλεια της οξυδερκούς κριτικής του και της διεισδυτικής βαθύνοιάς του.
Το ότι καταπιάνεται με τις κεντρικούς άξονες της κατάστασης που αντιμετωπίζουμε σήμερα δεν πρέπει να θεωρηθεί ως συμπτωματικό: τον τρόπο με τον οποίο οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι, τον τρόπο με τον οποίο οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι και τον τρόπο με τον οποίο όλες οι διευθετήσεις και οι προτεινόμενες λύσεις εδράζονται στην ψευδαίσθηση πως ο καπιταλισμός μπορεί με κάποιον τρόπο να ικανοποιήσει τις ανάγκες της πλειοψηφίας του πληθυσμού και να συνεχίζει να υφίσταται ως τέτοιος.
Εν συντομία, ο Μαρξ και Το Κεφάλαιο είναι ζητήματα που χρήζουν διερεύνησης. Άαρον Λέοναρτ: Yποστηρίζετε ότι, «Το Κεφάλαιο δεν είναι ένα βιβλίο που καταπιάνεται με την πολιτική, ούτε καν με την εργασία: είναι ένα βιβλίο για την ανεργία». Μπορείτε να μας πείτε για ποιον λόγο θεωρείτε ότι αυτό ισχύει;
Φρέντρικ Τζέιμσον: Γνωρίζω πως αυτό ενδεχομένως να προκαλεί έκπληξη στους ανθρώπους που σκέφτονταν πάντα τον Μαρξ υπό το πρίσμα της πολιτικής, αλλά στην πραγματικότητα υπάρχουν ελάχιστες αναφορές για οποιαδήποτε μορφή πολιτικής δράσης στο Κεφάλαιο. Προκύπτουν βεβαίως συμπεράσματα για το είδος της κοινωνίας που θα μπορούσε να προκύψει από τον καπιταλισμό και επίσης τις αντιφάσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο τέλος του καπιταλισμού. Δεν υποστηρίζω πως ο Μαρξ ήταν αδιάφορος για την πολιτική ή ότι δεν σκεφτόταν διαρκώς πολιτικές στρατηγικές, αλλά ότι το Κεφάλαιο δεν είναι ένα βιβλίο που αφορά αυτά, αλλά ένα βιβλίο για αυτή την ωρολογιακή βόμβα που είναι ο καπιταλισμός.
Είναι ένα βιβλίο το οποίο καταπιάνεται με την ανεργία με την έννοια ότι ο θεμελιώδης γενικός νόμος του καπιταλισμού, όπως αυτός αναφέρει σαφώς, είναι η αύξηση της παραγωγικότητας, με αποτέλεσμα, όπως γράφει, «η εξαρτημένη μάζα του εφεδρικού στρατού, δηλαδή οι άνεργοι, να αυξάνεται από κοινού με τη δυνητική παραγωγικότητα του πλούτου». Αυτό αντιστοιχεί σε μεγάλο βαθμό με αυτά που συμβαίνουν στις μέρες μας. Πρόσφατα ακουσα το πιο αποκαλυπτικό πράγμα από έναν καπιταλιστή θιασώτη του επιχειρηματικού κινδύνου, εμφανέστατα ενοχλημένο από τη συζήτηση τόσο των Ρεπουμπλικάνων όσο και των Δημοκρατικών για την υποστήριξη των επιχειρήσεων έτσι ώστε να μπορούν να «δημιουργούν θέσεις εργασίας»: «Κανένας δεν σηκώνεται το πρωί και λέει, θέλω να αυξήσω το μισθολογικό κόστος επειδή θεωρώ πως είναι καλό για την Αμερικάνικη οικονομία». Αυτός είναι ένας εύσχημος τρόπος για πεις ότι οι επιχειρήσεις δεν υπάρχουν για να δημιουργούν θέσεις εργασίας• υπάρχουν για να παράγουν κέρδος. Αυτό ακριβώς είναι εκείνο που ο Μαρξ περιγράφει στο Κεφαλαίο. Δεν προκύπτει καμία ευθεία σύνδεση μεταξύ παραγωγικότητας και δημιουργίας θέσεων εργασίας.
Όσο τα κεϋνσιανά οικονοµικά εφαρμόζονταν σε ορισμένες χώρες, η συγκεκριμένη θέση φαινόταν εξωπραγματική. Ο Κέυνς αντιλήφθηκε πως είναι αναγκαίο να υπάρχουν εργάτες με αρκετά χρήματα για να αγοράζουν όλα αυτά τα αγαθά που παράγονταν. Από την περίοδο του Ρήγκαν και της Θάτσερ ωστόσο, έχουμε περάσει σε κάτι το οποίο προσομοιάζει πολύ περισσότερο στη θεμελιώδη λογική του κεφαλαίου που περιγράφει ο Μαρξ. Δεν είναι μόνο η μεταφορά εργασίας σε άλλες χώρες• αυτό αποτελεί τμήμα μιας παγκόσμιας διαδικασίας.
Η επιθυμία για την επιστροφή των εργοστασίων στις Ηνωμένες Πολιτείες συγκρούεται με την επιθυμία να είναι παραγωγικά. Αυτό προφανώς σημαίνει ολοένα και μεγαλύτερο αυτοματισμό και ολοένα και λιγότερους εργάτες. Ως εκ τούτου, θεωρώ πως ανακύπτει μια θεμελιώδης αντίφαση μεταξύ της απασχόλησης και των επιθυμιών του συστήματος. Υπό αυτή την έννοια το πολιτικό αίτημα για πλήρη απασχόληση μου φαίνεται να αποτελεί ένα αίτημα που το σύστημα δεν μπορεί να ικανοποιήσει.
Α. Λ.: Αναπτύσσετε ένα επιχείρημα σε αυτό το βιβλίο, και στο «Valences of the Dialectic» ότι, «Ο Μαρξ στα Grundrisse (ίσως πιο έντονα κι από ό,τι στα πιο χαρακτηριστικά αποσπάσματα του Κεφαλαίου) επιμένει στη σημασία της παγκόσμιας αγοράς ως απώτατου ορίζοντα στον καπιταλισμό». Με ποιο τρόπο το διατυπώνει αυτό και με ποιον τρόπο βλέπετε να πραγματοποιείται κάτι τέτοιο σήμερα;
Φ. Τ.: Δεν καταπιάνεται αρκετά με αυτό στο συγκεκριμένο έργο. Το βασικό ζήτημα είναι η γενίκευση της εμπορευματοποίησης: παντού η μισθωτή εργασία αρχίζει να αντικαθιστά οποιαδήποτε άλλη μορφή εργασίας, είτε τη δουλική είτε την φεουδαρχική. Μόνο όταν διαπιστώνεις την υπεροχή της μισθωτής εργασίας σε μια περιοχή, όπως η δυτική Ευρώπη για παράδειγμα, συνειδητοποιείς τι είδους καπιταλισμός υπάρχει, τι είδους διαδικασία είναι αυτή, και με ποιον τρόπο καθίσταται καθολική.
Σε μια υποσημείωση στα Grundrisse, ο Μαρξ αναφέρει ότι μια παγκόσμια επανάσταση, μια σοσιαλιστική επανάσταση δεν καθίσταται προβλέψιμη παρά μόνο όταν φτάσουμε στα όρια της παγκόσμιας αγοράς. Με αυτό εννοεί ότι βαθμιαία σε όλο τον κόσμο όλες αυτές οι μορφές εργασίας θα έχουν αντικατασταθεί από την μισθωτή εργασία και ως εκ τούτου τα κέρδη που παράγουν θα έχουν αντικατασταθεί από το κεφάλαιο (από την υπεραξία).
Τι συμβαίνει όταν το κεφάλαιο οδηγείται σε μια αντίφαση ή σε μια κρίση; Ανακύπτει μια πτωτική κίνηση. Στο βιβλίο έγραψα πως ο καπιταλισμός αποτελεί «μια ιδιόμορφη μηχανή της οποίας η εξέλιξη είναι συνυφασμένη με τη διάλυσή της, η επέκταση της είναι συνυφασμένη με την δυσλειτουργία της, η ανάπτυξή της με την κατάρρευσή της». Η κατάρρευση του συστήματος είναι ενδογενής στην επέκταση του συστήματος. Η αγροτιά εξαντλείται με τη μετατροπή της σε κτηματίες και στην συνέχεια σε ανέργους, το σύστημα κινείται προς αυτή κατεύθυνση επιδιώκοντας να διασφαλίσει ολοένα και φτηνότερη εργασία και τελικά φτάνει σε ένα σημείο που δεν υπάρχει πλέον οποιαδήποτε μορφή φτηνής εργασίας, αλλά ταυτόχρονα και κάποιος να αγοράσει όλα αυτά τα προϊόντα.
Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε στις μέρες μας ευκολότερα και με μεγαλύτερη σαφήνεια παρά στον 20ο αιώνα. Στο βαθμό που πλησιάσει τα όρια της παγκόσμιας αγοράς, ο καπιταλισμός δεν μπορεί στην πραγματικότητα να διευρυνθεί περεταίρω. Σήμερα δεν βρισκόμαστε σε αυτό το σημείο. Εν τούτοις, το σημείο στο οποίο έχουν φτάσει τα πράγματα μας επιτρέπει να διαγνώσουμε τα όρια της κατάστασης στην οποία πλησιάζουμε, σε σχέση με την περίοδο που ζούσε ο Μαρξ. Δηλαδή, την στιγμή εκείνη που το σύστημα καθίσταται ανυπόφορο και που γίνεται σαφές πως είτε θα καταρρεύσει είτε θα αντικατασταθεί με κάτι άλλο.
Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που πιστεύουν ότι ο Μαρξ υποστήριζε πως ο σοσιαλισμός είναι αναπόφευκτος. Όμως, ακόμα και στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο έγραφε τόσο για μια επαναστατική ανασυγκρότηση «όσο και για την από κοινού συντριβή των αντιμαχόμενων τάξεων». Ως εκ τούτου δεν είναι αναπόφευκτη αλλά συνιστά το σημείο όπου αλληλεπιδρούν η ανθρώπινη δράση και ο πολιτικός σχεδιασμός.
Α. Λ.: Στο βιβλίο σας γράφετε ότι «Ο Μαρξ μόνο επιχείρησε να συγκεράσει μια πολιτική της επανάστασης με την “ποιητική του μέλλοντος” και ο ίδιος επιχείρησε να καταδείξει πως ο σοσιαλισμός ήταν πιο σύγχρονος από ό,τι ο καπιταλισμός αλλά και πιο παραγωγικός. Επανευρίσκουμε πως ο φουτουρισμός και η παρακίνηση είναι πράγματι τα θεμελιώδη καθήκοντα οποιουδήποτε αριστερού αγώνα σήμερα». Μπορείτε να σχολιάσετε εκτενέστερα την συγκεκριμένη θέση, και με ποιον τρόπο κάποιος μπορεί να αρχίσει να οραματίζεται έναν φουτουριστικό σοσιαλισμό;
Φ. Τ.: Ο ίδιος ο Μαρξ ήταν πάντοτε ενθουσιώδης με την τεχνολογία – πράγματα όπως τα χημικά λιπάσματα (με τα οποία εμείς δυσανασχετούμε σήμερα, αλλά οδήγησαν σε μια έκρηξη της αγροτικής παραγωγής στην εποχή τους), τα υποθαλάσσια καλώδια, κι άλλες ανακαλύψεις της εποχής. Είναι σαφές πως φανταζόταν τον σοσιαλισμό ως πιο προηγμένο τεχνολογικά, και υπό οποιαδήποτε άλλη έννοια, σε σχέση με τον καπιταλισμό. Ο Ρέιμοντ Γουίλιαμς έγραψε για τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι φαντάζονται πως τον σοσιαλισμό ως μια νοσταλγική επιστροφή σε μια πιο απλή κοινωνία. Ο Γουίλιαμς αμφισβητήθηκε όταν υποστήριξε πως ο σοσιαλισμός δεν θα είναι πιο απλός αλλά περισσότερο σύνθετος.
Υπάρχει μια τάση στην αριστερά σήμερα – και εννοώ σε όλες τις εκδοχές της αριστεράς – να περιορίζεται στην προστασία των κοινωνικών κατακτήσεων, στη διάσωση όλων των πραγμάτων που ο καπιταλισμός καταστρέφει και τα οποία εκτείνονται από την φύση έως τις κοινότητες, τις πόλεις, την κουλτούρα κ.λπ. Αυτό συνιστά μια μορφή συντηρητισμού. Η αριστερά παίρνει μια αρκετά αμυντική και νοσταλγική θέση, προσπαθώντας μόνο να επιβραδύνει την κίνηση της ιστορίας. Υπάρχει μια γενεαλογική γραμμή που ξεκινάει από τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, η οποία θεωρεί ότι οι επαναστάσεις – αν και δεν γνωρίζω με ποιον τρόπο ακριβώς τις αντιλαμβανόταν – «τραβούν τον μοχλό της έκτακτης ανάγκης», σταματώντας την έλευση του τραίνου. Δεν νομίζω ότι ο Μαρξ είχε αυτήν την άποψη ως προς αυτά τα ζητήματα. Μου φαίνεται πως ο Μαρξ πίστευε πως η παραγωγικότητα θα αυξανόταν με το ξεπέρασμα του καπιταλισμού. Στο επίπεδο της οργάνωσης, της τεχνολογίας και της παραγωγής, ο Μαρξ δεν επιθυμούσε επιστροφή στη χειρονακτική εργασία, αλλά να επιμείνουμε σε όλα τα είδη σύνθετων μορφών αυτοματισμού και εκμηχάνισης.
Το ιστορικό συμβάν της Οκτωβριανής Επανάστασης η οποία οδήγησε σε κάτι που έμοιαζε με σοσιαλισμό ή κομμουνισμό, το οποίο συνέβη σε μια υποανάπτυκτη χώρα, στη Ρωσία, μας έκανε να σκεφτόμαστε τον σοσιαλισμό με ένα τρόπο ο οποίος δεν εναρμονιζόταν με τον τρόπο που ο Μαρξ τον φανταζόταν. Το σοσιαλιστικό κίνημα πρέπει να εμπνευστεί από τον οραματισμό του Μαρξ.
ΠΗΓΗ: rabble.ca. Το είδα: 15 February 2012, http://www.rednotebook.gr/details.php?id=4845
* Ο Αμερικανός στοχαστής Φρέντρικ Τζέιμσον είναι θεωρητικός σε ζητήματα κουλτούρας. Διδάσκει συγκριτική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Duke, όπου και διευθύνει το Κέντρο Κριτικής Θεωρίας. Το έργο του καλύπτει ένα πολύ μεγάλο εύρος σχετικά με τα ζητήματα κουλτούρας που απασχόλησαν τον 20ό αιώνα: μοντερνισμός, μεταμοντέρνο, λογοτεχνία και κινηματογράφος του Τρίτου Κόσμου, Μαρξ και Φρόιντ, η σχολή της Φρανκφούρτης, επιστημονική φαντασία κ.λπ. Από τα πιο γνωστά του βιβλία είναι τα εξής: The Prison House of Language (Η φυλακή της γλώσσας, 1972), Late Marxism (Ύστερος μαρξισμός, 1990), Signatures of the Visible (Υπογραφές του ορατού, 1990), (1991), Postmodernim: Or, The Cultural Logic of Late Capitalism (Το μεταμοντέρνο, ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού, 1992), και το Seeds of Time (Η σπορά του χρόνου, 1994). Περισσότερα για το θεωρητικό έργο του Τζέιμσον διαβάστε εδώ (Οδηγός Ανάγνωσης).