Το άδοξο τέλος της μεταπολίτευσης*
Του Γιάννη Στρούμπα
Η απόπειρα αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης, στο σκέλος που αφορά την Ελλάδα, περιλαμβάνει διακρατικές συμφωνίες αποτυπωμένες σε κείμενα μακροσκελή και πολύπλοκα. Για έναν μέσο πολίτη η πρόσβαση στις σχετικές συμφωνίες, καθώς και η κατανόησή τους καθίστανται απαγορευτικές. Γι’ αυτό και οι επιχειρούμενες προσεγγίσεις μέσα από διαλέξεις και δημόσιες συζητήσεις, επιδιώκοντας την εκλαΐκευση και τη διαφώτιση ενός πλατιού κοινού, λειτουργούν αναμφίβολα γόνιμα.
* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 336, 1/2/2012.
Ο «Α», επιχειρώντας να φωτίσει το ζήτημα της οικονομικής κρίσης, προβαίνει σε μια σειρά βιβλιοπαρουσιάσεων, που έχουν ως στόχο τους την πολύπλευρη προσέγγιση του θέματος από ποικίλες οπτικές. Τα τελικά συμπεράσματα ας διαμορφωθούν στο τέλος αυτής της πορείας από τους αναγνώστες. |
Μία διάλεξη αναφορικά με την οικονομική κρίση και την πολιτική κατάσταση που διαμορφώνεται στην Ελλάδα περιλαμβάνει και το βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη «Ανίερη συγκυβέρνηση». Πρόκειται για διάλεξη που δόθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2011 στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, και συνέπεσε με την ημέρα κατά την οποία η κυβέρνηση του νέου πρωθυπουργού κ. Λουκά Παπαδήμου έλαβε στη Βουλή ψήφο εμπιστοσύνης από τις παρατάξεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ., της Ν.Δ. και του ΛΑ.Ο.Σ. με 255 ψήφους υπέρ.
Ο Ζουμπουλάκης διευκρινίζει ότι δεν υποκαθιστά τους οικονομολόγους ή τους πολιτικούς επιστήμονες, τοποθετείται όμως ως πολίτης δυσαρεστημένος μεν από τις στάσεις της χώρας του, μα και με βαθιά αγάπη απέναντί της. Άλλωστε δεν θα εκχωρούσε στους «τεχνικούς της οικονομίας» την καθοδήγηση της κοινωνίας και του έθνους, εφόσον η σοφία τους δεν επαρκεί για τον αντίστοιχο ρόλο. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα το επιβεβαιώνουν: παρόλο που στις Η.Π.Α. βρίσκονται ακόμη εν ζωή είκοσι οικονομολόγοι βραβευμένοι με το νόμπελ οικονομίας, κανένας τους δεν προέβλεψε την κρίση του 2008· επιπλέον η «συνταγή» της άγριας λιτότητας που προτάθηκε από τις «σοφές κεφαλές» για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση απέτυχε παταγωδώς.
Η ελληνική κρίση είναι για τον Ζουμπουλάκη πολιτική και ηθική, με δύο πτυχές: μία εξωτερική και μία εσωτερική. Η εξωτερική σχετίζεται με την παγκόσμια συστημική κρίση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και της άγριας νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Σ’ ένα περιβάλλον όπου η παγκοσμιοποίηση έχει καταστήσει δυσχερέστατη την προστασία των εθνικών οικονομιών, ακόμη και οι σοβαρότεροι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού τρομάζουν με την αποχαλίνωσή του. Η εργασία και η δημοκρατία είναι δύο τομείς που ’χουν πληγεί βαρύτατα από τον νεοφιλελευθερισμό. Η εργασία, υπό την απειλή της ανεργίας, της υποαπασχόλησης και της αβεβαιότητας, κατάντησε απλός αγώνας επιβίωσης· κι όταν ο άνθρωπος γίνεται έρμαιο της ανάγκης, εκδηλώνει ατομικισμό κι επιθετικότητα, που θρυμματίζουν κάθε έννοια συλλογικού βίου. Η δημοκρατία, πάλι, υποτάχτηκε στις «αγορές» κι υποχρεώθηκε να αποδεχτεί τους τεχνοκράτες που αυτές τής επέβαλαν. Όταν όμως τα κόμματα και τα πρόσωπα που ψηφίζονται από τον λαό για να κυβερνήσουν υποκαθίστανται από άλλα, τότε είναι δεδομένη η κρίση της δημοκρατίας, ενώ προλειαίνεται και το έδαφος για κάθε πολιτειακή εκτροπή.
Αν οι εξωτερικοί λόγοι της κρίσης είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν από την Ελλάδα, οι εσωτερικοί επιβάλλεται να υπερφαλαγγιστούν. Το σπάταλο κι αναποτελεσματικό πελατειακό κράτος ευθύνεται αναμφίβολα για την κρίση. Όμως, όπως πιστεύει ο Ζουμπουλάκης, δεν αρκεί να εμμένει κανείς στην παθολογία του κράτους. Η ευθύνη της κοινωνίας δεν πρέπει να παραγνωρίζεται, αφού η ανομία βρίσκει γόνιμο έδαφος στον νοσηρό ατομικισμό του Έλληνα, ο οποίος αποδίδει όλα τα δεινά στους άλλους, αποποιούμενος οποιαδήποτε προσωπική του ευθύνη. Έτσι παρακάμπτεται ο ορθός λόγος ως μέσο δυνατό να εντοπίσει τις αιτίες της κρίσης.
Η πλέον προβληματική εξέλιξη, ωστόσο, είναι για τον Ζουμπουλάκη η συμμετοχή της ακροδεξιάς παράταξης του ΛΑ.Ο.Σ. στη νέα κυβέρνηση συνεργασίας που σχηματίστηκε. Η συμμετοχή ακροδεξιών στη νέα ελληνική κυβέρνηση, που έρχεται ως συνέχεια της συμμετοχής στελεχών του ΛΑ.Ο.Σ. σε τηλεοπτικές συζητήσεις ακόμη και πλάι σε πανεπιστημιακούς καθηγητές, με τους οποίους τα στελέχη της ακροδεξιάς παράταξης αναδεικνύονται ισόκυροι συνομιλητές, έχει τεράστια συμβολική σημασία και παραβιάζει έναν ιδρυτικό κανόνα της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής δημοκρατίας. Η ανάδειξη του ΛΑ.Ο.Σ. σε πολιτικό παράγοντα οφείλεται στην ανεύθυνη πολιτικάντικη επιδίωξη του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και των μέσων ενημέρωσης που επηρεάζει (Mega Channel) να στερήσουν ψήφους από τη Ν.Δ., μα και στον τυφλό αρνητισμό της Αριστεράς, που με την άγονη στάση της να θεωρεί κάθε λόγο περί ασφάλειας και νομιμότητας ως αστυνομική καταστολή, μεταβίβασε τα δύο κρίσιμα ζητήματα του μεταναστευτικού και της ασφάλειας στα χέρια του ΛΑ.Ο.Σ., και του επέτρεψε να εμφανίζεται ως δύναμη «εθνικής ευθύνης» και «σύνεσης». Σύνεση όμως, όπως εύστοχα αποκαθιστά τον όρο ο Ζουμπουλάκης, δεν είναι η συνεργασία με ρατσιστές, αντισημίτες, φιλοχουντικούς, φιλοχιτλερικούς, όσους μισούν τους μετανάστες, τους Τούρκους, τους ομοφυλόφιλους.
Η συμμετοχή του ΛΑ.Ο.Σ. στην κυβέρνηση είναι ανησυχητική, μα εξίσου ανησυχητική είναι η απουσία αντιδράσεων για τη συγκεκριμένη εξέλιξη. Ο Ζουμπουλάκης αποδίδει την έλλειψη αντιδράσεων στην αγωνία της κοινωνίας μπροστά στην οικονομική κρίση. Ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας υπήρξε μια ανακούφιση, υποτιμήθηκε ωστόσο ο κίνδυνος από τη συμμετοχή του ΛΑ.Ο.Σ. σε αυτήν. Η συγκυβέρνηση σοσιαλιστών και ακροδεξιών είναι για τον Ζουμπουλάκη ανίερη, όπως άλλωστε τιτλοφορεί και το βιβλίο του, και, μέσα στο κλίμα της γενικής σιωπής κι ανακούφισης που επήλθε, αποτελεί το πιο άδοξο τέλος της μεταπολίτευσης. Η κοινωνία παγιδεύτηκε στην εξέλιξη τούτη, γιατί κανείς δεν θα επιθυμούσε την αποτυχία της νέας κυβέρνησης. Όμως η πιθανή επιτυχία της θα χρεωθεί και στον ΛΑ.Ο.Σ.· κι όταν προδίδονται θεμελιώδεις πολιτικές αρχές κι αξίες της δημοκρατίας, ακολουθεί η πληρωμή του τιμήματος. Κανείς δεν πρέπει να προσπερνά με ελαφρότητα το γεγονός πως η πολιτική αβελτερία του ευρωπαϊκού μεσοπολέμου οδήγησε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στοίχισε εξήντα εκατομμύρια νεκρούς.
Στην πολιτική λοιπόν η κατάσταση είναι απελπιστική. Η κοινωνία, πάλι, είναι φοβισμένη κι ανέτοιμη για επανάσταση. Η αβεβαιότητα, η ανασφάλεια, η παγωμάρα κι ο φόβος κυριαρχούν μπροστά στην εκρηκτική ανεργία και το ενδεχόμενο της εξαθλίωσης. Η νέα γενιά εξωθείται στη μετανάστευση, αν και η Ελλάδα δεν έχει περιθώρια για απώλεια άξιων ανθρώπων. Από την άλλη μεριά, η τυχοδιωκτική κι εκβιαστική πολιτική του πρώην πρωθυπουργού κ. Γιώργου Παπανδρέου μπορεί να ταπείνωσε τη χώρα, όμως ώθησε την κοινωνία στη συνειδητοποίηση του κινδύνου. Έτσι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για ένα πολιτικό ακροατήριο που θα υποστηρίξει νέες πολιτικές προτάσεις και σχήματα, τα οποία θα δημιουργηθούν πάνω στα ερείπια του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Ο Ζουμπουλάκης εύχεται να ηττηθεί η πολιτική των ηγετών της Γερμανίας και της Γαλλίας, κυρίας Μέρκελ και κυρίου Σαρκοζί αντίστοιχα, καθώς και να βρει η ελληνική κοινωνία τις απαιτούμενες δυνάμεις για να αντέξει και να ανακάμψει. Επειδή όμως πιστεύει ότι η κρίση που διέρχεται η Ελλάδα είναι κοινή πολιτική και οικονομική κρίση όλης της Ευρώπης, θεωρεί και πως η χώρα θα πρέπει να ακολουθήσει την κοινή ευρωπαϊκή περιπέτεια μέχρι το τέλος.
Παρά το γεγονός πως ο Ζουμπουλάκης δεν είναι οικονομολόγος και ειδικός επί σχετικών θεμάτων, όπως άλλωστε παραδέχεται κι ο ίδιος, κατορθώνει χάρη στην ευαισθησία του να προσεγγίσει το ζήτημα της παρούσας κρίσης με ευστοχία. Υποπίπτει ωστόσο σε επιμέρους αστοχίες, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν ούτε από το γεγονός πως ο λόγος του απευθύνεται σε ακροατήριο, είναι δηλαδή στην πρώτη του εκφώνηση προφορικός, άρα περισσότερο επιρρεπής σε γενικόλογες στρογγυλώσεις. Όταν, για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι στην Ελλάδα «όλοι χτίζουν αυθαίρετα», προβαίνει σε μία υπερβολική, απόλυτη γενίκευση, η οποία δεν ευσταθεί ούτε ως προς το περιεχόμενό της ούτε σαν σκόπιμη υπερβολή. Η απόδοση ευθυνών στην κοινωνία γίνεται μέσω ανακριβειών, όπως εκείνη που πρεσβεύει ότι οι «εθιμοτυπικές» καταλήψεις σχολείων από τους μαθητές «βολεύουν» και τους καθηγητές. Η στάση αυτή του Ζουμπουλάκη παραβλέπει πως η ατιμωρησία για παραπτώματα στα οποία διολισθαίνουν μέλη της κοινωνίας δεν οφείλεται στην κοινωνία. Η ευθύνη για την εφαρμογή των νόμων εμπίπτει στην πολιτεία, επομένως ανάγεται στους φορείς εξουσίας που εκπροσωπούν το κράτος, είναι δηλαδή βαθύτατα πολιτική. Γι’ αυτό ακριβώς κι όταν ο Ζουμπουλάκης διαπιστώνει εντέλει πως «η γενικευμένη μέσα στην κοινωνία ανομία και ατιμωρησία συνεπάγονται και προϋποθέτουν έναν διαλυμένο κρατικό μηχανισμό», στην ουσία αποδέχεται την ευθύνη του κράτους, υποπίπτοντας σε αντίφαση με τη θέση του περί ευθύνης της κοινωνίας.
Αστήρικτη επίσης είναι η θέση του Ζουμπουλάκη πως κανένας βραβευμένος οικονομολόγος στις Η.Π.Α. δεν πρόβλεψε την οικονομική κρίση (ο Τζόζεφ Στίγκλιτς, για παράδειγμα, τον διαψεύδει). Εσφαλμένα ερμηνεύει και την αντικατάσταση των εκλεγμένων πρωθυπουργών από τεχνοκράτες, κατ’ απαίτηση των χρηματαγορών. Βεβαίως το πλήθος ανάλογων αντικαταστάσεων που παραθέτει σε διεθνές επίπεδο εντυπωσιάζει. Όμως η ελληνική περίπτωση διαφέρει, αφού η παραίτηση του κ. Παπανδρέου δεν προκλήθηκε από εξωτερικές, παρά κυρίως από εσωτερικές, και μάλιστα εσωκομματικές του ΠΑ.ΣΟ.Κ. πιέσεις. Άλλωστε οι χρηματαγορές δεν θα είχαν λόγους να επιδιώξουν την πτώση του κ. Παπανδρέου, δεδομένου πως εκείνος υπηρέτησε τις επιδιώξεις τους. Η δε «αναστάτωση» από τον ελιγμό του δημοψηφίσματος, με το οποίο ο κ. Παπανδρέου επιχείρησε να εκβιάσει μάλλον τον ελληνικό λαό παρά τα ξένα κέντρα, διευθετήθηκε ταχύτατα από τους Ευρωπαίους ηγέτες, που ανάγκασαν τον κ. Παπανδρέου σε εξάχνωση της κίνησής του, μέσω της επιβολής πολύ συγκεκριμένου τρόπου με τον οποίο θα την εφάρμοζε, εφόσον θα προέβαινε, φυσικά, στην υλοποίησή της.
Οι παραπάνω επιμέρους αστοχίες, βέβαια, δεν μειώνουν τη γενικώς εύστοχη τοποθέτηση του Ζουμπουλάκη, η οποία πετυχαίνει, μέσα από τη σύνοψη που προϋποθέτει μία ομιλία ενώπιον ακροατηρίου, να σκιαγραφήσει τόσο το διεθνές τοπίο, όσο και να καταδείξει τους κινδύνους για την ελληνική πολιτική σκηνή, κι ευρύτερα για την παγκόσμια, από την ανοχή ακροδεξιών ιδεοληψιών. Η επιδίωξη της πρόκλησης προβληματισμών, και μάλιστα γόνιμων, εκπληρώνεται, αποδεικνύοντας για μία ακόμη φορά πως οι πολιτικοοικονομικές εξελίξεις είναι προορισμένες να λειτουργήσουν υγιώς και να εξυπηρετήσουν το κοινωνικό σύνολο μόνο όταν αποδέχονται ως βάση τους την ηθική.
Σταύρος Ζουμπουλάκης**, «Ανίερη συγκυβέρνηση. Μια διάλεξη για την ελληνική κρίση», εκδ. Πόλις, Αθήνα 2011, σελ. 48.
«Η συστημική ανεργία, το πρεκαριάτο, η υποαπασχόληση, η αστάθεια, η αβεβαιότητα, οι ελαστικές συμβάσεις εργασίας καταστρέφουν κάτι πολύ σημαντικό, με σοβαρές κοινωνικές αλλά και ανθρωπολογικές συνέπειες, καταστρέφουν την έννοια της επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Αυτό που διαβάζουμε ότι γίνεται αλλού, το ζούμε σήμερα καθημερινά πια και στον τόπο μας. Η εργασία έχει γίνει απλώς αγώνας επιβίωσης. Κάποιος αίφνης που σπούδασε αρχιτεκτονική (ή ό,τι άλλο) και θέλει να ζήσει και να εργαστεί ως αρχιτέκτονας, που έχει εννοήσει τον κοινωνικό του ρόλο συνδεδεμένο με αυτό το επάγγελμα, σήμερα είναι υποχρεωμένος να τα ξεχάσει όλα αυτά. Ο άνθρωπος όμως για τον οποίο η εργασία του είναι μόνο σκληρός αγώνας επιβίωσης γίνεται έρμαιο, έρμαιο της ανάγκης, μεταβάλλεται σε φρικτό ατομιστή, που αντιμετωπίζει τους άλλους ως εχθρούς. Μια κοινωνία όπου δεν υπάρχει η προοπτική της επαγγελματικής σταδιοδρομίας είναι μια κοινωνία στην οποία θρυμματίζεται κάθε έννοια συλλογικού βίου και κάθε έλλογη αντιστασιμότητα στο κοινωνικό κακό και την αδικία.» |
«[…] Έτσι λοιπόν 37 χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, την παραμονή του εορτασμού της 38ης επετείου του Πολυτεχνείου, ορκίστηκε κυβέρνηση σοσιαλιστών και ακροδεξιών, μέσα στη γενική σιωπή και ανακούφιση! Δεν μπορώ να φανταστώ πιο άδοξο τέλος της Μεταπολίτευσης! Ο πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς συγκυβερνάει με τον παλαιό γραμματέα της Νεολαίας της Ε.Π.ΕΝ. (το κόμμα του Παπαδόπουλου) και πρόεδρο επίσης του λεπενικού Ελληνικού Μετώπου! […]» |
Ο «Α», επιχειρώντας να φωτίσει το ζήτημα της οικονομικής κρίσης, προβαίνει σε μια σειρά βιβλιοπαρουσιάσεων, που έχουν ως στόχο τους την πολύπλευρη προσέγγιση του θέματος από ποικίλες οπτικές. Τα τελικά συμπεράσματα ας διαμορφωθούν στο τέλος αυτής της πορείας από τους αναγνώστες. |
** Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης (1953) σπούδασε νομική, φιλολογία και φιλοσοφία. Από το 1998 διευθύνει το περιοδικό «Νέα Εστία».