Το νόμισμα στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο Ι

Το νόμισμα στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο – Μέρος Ι
Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού

Κείμενα των: Δέσποινας Ευγενίδου, Ευαγγελίας Αποστόλου, Γιάννη Στόγια, Παναγιώτη Τσελέκα, Μαίρης Φουντουλή, Ευτέρπης Ράλλη, * Αλέξη Τότσικα

 
 


Το χρήμα χρησιμοποιείται σε όλες τις εποχές προς όλες τις κατευθύνσεις και για όλους τους σκοπούς. Η απόκτησή του υπήρξε εδώ και πολλούς αιώνες μία από τις κύριες επιδιώξεις των ανθρώπων. Τα νομίσματα αποτελούν μια βασική μονάδα μέτρησης του χρήματος. Τα νομίσματα άλλαξαν, μεταβλήθηκαν, προσαρμόστηκαν στις εκάστοτε αλλαγές που προκάλεσαν ή προκλήθηκαν από διαφορετικές αιτίες παρακολουθώντας κοινωνικές, οικονομικές και ιστορικές συνθήκες.

Τα πρώτα νομίσματα κατασκευάστηκαν στη Μ. Ασία από ήλεκτρο, κράμα χρυσού και αργύρου, στα τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα. Το πολύτιμο μέταλλο έδινε την αξία, το μικρό σχήμα το έκανε εύκολο στη μεταφορά, το σύμβολο της κάθε εκδίδουσας αρχής, που προστέθηκε αργότερα, έδινε την εγγύηση για το βάρος και την αυθεντικότητά του.

Οι ελληνικές πόλεις διέδωσαν την χρήση του νομίσματος από την Ισπανία μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Χρησιμοποίησαν τα σύμβολά τους, ήρωες, θεούς, ζώα, φυτά κ.λπ., για να σηματοδοτήσουν τα νομίσματα. Έκοψαν νομίσματα κυρίως σε άργυρο, καθώς αυτό ήταν το πολύτιμο μέταλλο στο οποίο είχαν ευκολότερη πρόσβαση. Στα τέλη του 5ου και κυρίως τον 4ο π.Χ. αιώνα κυκλοφόρησαν και χάλκινα νομίσματα για τις μικρές καθημερινές συναλλαγές.

Ο βασιλιάς Φίλιππος Β’ διέδωσε τη χρήση των χρυσών νομισμάτων, καθώς είχε πρόσβαση στα μεταλλεία χρυσού του Παγγαίου. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου Γ’ άρχισαν να απεικονίζονται ηγεμόνες και βασιλείς της κάθε περιοχής στα νομίσματα. Η παράσταση του ηγεμόνα αυτοκράτορα γίνεται το βασικό θέμα της εικονογραφίας στα ρωμαϊκά αυτοκρατορικά νομίσματα από τον 1ο π.Χ. έως τον 4ο μ.Χ. αιώνα.

Τα ρωμαϊκά νομίσματα διαδόθηκαν σε όλο το γνωστό κόσμο και κόπηκαν σε χρυσό, άργυρο και χαλκό. Στα βυζαντινά νομίσματα εκτός από τον αυτοκράτορα προστέθηκε και η απεικόνιση του θείου, ο Χριστός, το χέρι του Θεού, η Θεοτόκος, χριστιανικά σύμβολα, έγιναν παραστάσεις στην κύρια όψη του νομίσματος. Ένας Θεός και ένας αυτοκράτορας, η αντίληψη του βυζαντινού για τον κόσμο απεικονίστηκαν στα νομίσματα.

Ο βυζαντινός χρυσός σόλιδος επικράτησε από τον 4ο έως τον 11ο αιώνα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και πολύ πέρα απ’ αυτήν. Στη Δυτική Ευρώπη, νομίσματα χρυσά ακολούθησαν τα πρότυπα των ρωμαϊκών και βυζαντινών νομισμάτων. Από το 13ο έως και το 15ο αιώνα, το βενετσιάνικο νόμισμα θα επικρατήσει σ’ αυτήν την περιοχή. Στην Ευρώπη, τα χρυσά φιορίνια της Φλωρεντίας θα αποτελέσουν τη βάση των εμπορικών συναλλαγών στη διάρκεια του 14ου αιώνα.

Από το 15ο αιώνα στο Νέο Κόσμο που διαμορφώνεται με τις ανακαλύψεις, τα νέα κοιτάσματα και την άνθηση του εμπορίου εκδίδονται αργυρά και αργότερα χρυσά μεγάλα νομίσματα τα οποία θα κατακλύσουν τον κόσμο. Ισπανικά και αργότερα αυστροουγγρικά τάληρα θα κατακτήσουν τις αγορές και οι άλλες περιφερειακές δυνάμεις θα αναγκαστούν να προσαρμοστούν στο σύστημα του ταλήρου.

Μετά τη γαλλική επανάσταση καθιερώθηκε πρώτα στη Γαλλία και στη συνέχεια σε μεγάλο μέρος του κόσμου το δεκαδικό σύστημα. Από το 19ο αιώνα διαδίδεται η χρήση των χαρτονομισμάτων. Σταματά η σχέση του νομίσματος με το πολύτιμο μέταλλο από το οποίο είναι κατασκευασμένο. Η κυκλοφορία των χαρτονομισμάτων ήταν μέχρι πρόσφατα εξαρτημένη από την επάρκεια χρυσού. Το τέλος αυτής της αντιστοιχίας σε πολύτιμο μέταλλο, είχε ως αποτέλεσμα να αλλάξει η διεθνής οικονομία, και να σηματοδοτήσει την παγκόσμια κυριαρχία του άυλου χρήματος.
                                                                                                                             Πριν από το νόμισμα

Πριν από το νόμισμα, η ανταλλαγή προϊόντων, ο αντιπραγματισμός, υπήρξε η πιο διαδεδομένη πρακτική εξα­σφάλισης των βασικών αναγκών των ανθρώπων. Ο αντιπραγματισμός είναι πολύ παλιός και με κάποια έννοια, μερικά στοι­χεία του μοιάζουν να υπάρχουν και μέσα στη φύση, στα φυτά, έντομα και ζώα όπου ανταλλάσσονται υπηρεσίες και πόροι για την εξασφάλιση της επιβίωσης των ειδών και τη διατήρηση της ισορροπίας του περιβάλλοντος.

Οι συναλλαγές σε είδος διευκόλυναν τις πρώτες κοινωνίες των ανθρώπων στην επιβίωσή τους. Γεωργικά προϊόντα διατροφής, δέρματα, ζώα, κοχύλια ήταν τα αποδεκτά μέσα συναλλαγής. Το πιο πολύτιμο ήταν το πιο σπάνιο. Ανάλογα με την αφθονία, τη χρησιμότη­τα και το ρόλο του κάθε προϊόντος σε κάθε κοινωνία προσδιοριζόταν και η τιμή του. Με την εγκατάσταση του ανθρώπου σε μόνιμη κατοικία, η οικονομία έγινε γεωργοκτηνοτροφική. Ως μέσο συναλλαγής χρησιμο­ποιήθηκαν κυρίως τα ζώα. Στην Ιλιάδα τα χάλκινα όπλα του Διομή­δη αναφέρονται ως εννεάβοια (αξίζουν 9 βόδια) ενώ τα χρυσά του Γλαύκου εκατόμβοια.

Ο πλούσιος λεγόταν πολυβούτης (που διαθέ­τει πολλά βόδια), ο ακτήμων αβούτης. Ακόμα και σήμερα, αυτό απο­τυπώνεται σε πολλές γλώσσες του κόσμου. Λατινικά caput σημαίνει κεφαλή βοσκήματος και από κει προέρχεται η λέξη κεφάλαιο (capital) και καπιταλισμός. Pecus σημαίνει τα θρέμματα, τα βοσκήματα και από κει προέρχεται ο όρος pecunia (περιουσία, χρήματα).

Τον τρόπο αυτών των συναλλαγών που δεν μπορούμε να τον ανιχνεύ­σουμε με ασφάλεια στις προϊστορικές κοινωνίες, μπορούμε να τον παρακολουθηθούμε καλύτερα σε κοινωνίες νεώτερες όπως της Αφρικής, της Ωκεανίας κ.λπ. όπου μέχρι πρόσφατα ήταν σε χρήση.

Στις σύγχρονες κοινωνίες το φαινόμενο επανεμφανίζεται, όταν διαμορφώνονται ειδικές συνθήκες, όπως στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου οι ανταλλαγές με τσιγάρα και λάδι. Επίσης παρουσιάζονται σε μικρή κλίμακα, ανταλλαγές αντικειμένων και αγαθών, μέσω των αγγελιών στις εφημερίδες και στο διαδίκτυο οι οποίες καθιστούν τη ζωή των πολιτών ευκολότερη.

Με την ανακάλυψη και τη διάδοση των μετάλλων, ένα νέο μέσο συναλλαγής προστέθηκε παράλληλα με τα ζώα. Η χρήση του μετάλλου στις εμπορικές συναλλαγές μαρτυρείται από τα τέλη της 3ης χιλιετίας π.Χ. στη Μεσοποταμία. Επιγραφές αναφέρουν νόμους, πληρωμές, συμβόλαια τα οποία πραγματοποιούνταν με βάση ζυγισμέ­νο άργυρο, μερικές φορές σε συνδυασμό με κριθάρι ή άλλα σιτηρά. Καθώς πρόκειται για τις πρώτες γραπτές πηγές που έχουμε, συνδέεται έτσι και η γραφή με την καταμέτρηση των αγαθών και των εμπο­ρικών συναλλαγών.

Με την πάροδο του χρόνου, το μέταλλο επικράτησε στις συναλλαγές και σε άλλες περιοχές. Στην Αίγυπτο, στο τέλος της 2ης χιλιετίας αναφέρονται μέταλλα ζυγισμένα με σταθερά σταθμά για τον υπολογι­σμό της αξίας μιας ομάδας προϊόντων. Και εδώ ήταν δυνατόν οι πληρωμές να υπολογιστούν σε χαλκό (1 ντέμπεν =91 γρ.) και να πραγμα­τοποιηθούν ή σε χαλκό ή σε συνδυασμό με άλλα προϊόντα.

Αν και η Αίγυπτος δε διέθετε άργυρο, ήταν δυνατόν να γίνουν αγορές και με πολύτιμα μέταλλα όπως χρυσό και άργυρο. Έχουν βρεθεί θησαυροί με ράβδους, δαχτυλίδια, σύρμα κ.λπ. από αυτά τα πολύτιμα μέταλλα.

Τα μέταλλα, άργυρος, χρυσός, αλλά και σίδηρος και χαλκός, χρησιμοποιήθηκαν σε κομμάτια ακατέργαστα, σε ράβδους, ορθογώνια σχήματα, με τη μορφή λεπτού σύρματος ή ακόμα και ολόκληρα μεταλλικά χρη­στικά αντικείμενα, όπως τρίποδες, λέβητες, πελέκεις: σκεύη – νομίσμα­τα όπως τα ονόμασε ο Γάλλος ιστορικός και νομισματολόγος Theodore Reinach.

Οι ιδιότητες του μετάλλου κάλυπταν βασικές αδυναμίες του προηγούμενου συστήματος ανταλλαγής προϊόντων. Τα μέταλλα ήταν ανθεκτικότερα, λιγότερο ογκώδη, διαιρούνταν σε κομμάτια μικρότερης αξίας, μεταφέρονταν πιο εύκολα και δεν φθείρονταν. Η αξία τους ήταν ανάλογη με το βάρος τους και υπολογιζόταν με το ζύγισμα.

Στον Ελλαδικό χώρο από τη 2η χιλιετία π.Χ. φαίνεται να χρησιμο­ποιούνται ως μέσο συναλλαγής τα τάλαντα, δηλαδή πλάκες μετάλ­λου που το σχήμα τους, για πολλούς μελετητές, αναπαράγει αυτό της τεντωμένης δοράς βοδιού και για άλλους ήταν πιο πρακτικό στη μετα­φορά. Τάλαντα έχουν βρεθεί σε διάφορες περιοχές της Μεσογειακής λεκάνης, στα νότια παράλια της Μ. Ασίας, στη Σαρδηνία, στην Κύπρο, στις Μυκήνες, στην Κύμη, στην Κρήτη και σε άλλα νησιά του Αιγαίου.

                                                                                                                                      Τα πρώτα νομίσματα

Στα τέλη του 8ου και τις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα, ένα ακόμα χρηστικό αντικεί­μενο, ο σιδερένιος οβελός (σούβλα ψησίμα­τος) χρησιμοποιήθηκε ως μέσο συναλλαγής. Έξι οβελοί, όσοι δηλαδή χωράει να κρατή­σει η παλάμη του ανθρώπου, είχαν αξία μιας δραχμής (δράττομαι = κρατώ, δράξ = παλάμη > δραχμή).

* [Η χρήση των οβελών. Ο οβελός ως μέσο συναλλαγής, αποδίδεται από ορισμένους μελετητές στο βασιλιά του Άργους Φείδωνα. Αυτός ήταν που καθιέρωσε τη χρήση του μετάλλου ως νομίσματος με τη μορφή οβελών.

Η χρήση των οβελών ήταν ευρύτατα διαδεδομένη για πρακτικούς λόγους και γι' αυτό επικράτησαν αμέσως και ως μέσο συναλλαγής. Ήταν ταυτόχρονα όργανα με χρήση πρακτική, αφού χρησίμευαν για το ψήσιμο των ζώων, αλλά και νομισματική, εφόσον αναπλήρωναν με επιτυχία τα προηγούμενα μέσα συναλλαγής. Το πάχος κάθε οβελού ήταν τόσο λεπτό, ώστε στο ένα του χέρι ήταν δυνατό να κρατήσει κανείς 6 οβελούς συγχρόνως. Από το «δράττω – δραξ» (= αδράχνω, πιάνω, κρατώ) προήλθε και η λέξη «δραχμή», που εξακολούθησε επί τόσους αιώνες να είναι η νομισματική μονάδα των Ελλήνων.

Στο νομισματικό μουσείο της Αθήνας φυλάσσεται το περίφημο αφιέρωμα οβελών του βασιλιά του Άργους Φείδωνα, όπως πιστεύουν ορισμένοι ερευνητές, προς τη θεά Ήρα. Οι οβελοί αυτοί βρέθηκαν κατά τη διάρκεια των αμερικανικών ανασκαφών στο ιερό του αρχαίου Ηραίου του Άργους το 1894. Παρόμοιοι οβελοί έχουν βρεθεί και σε δυο αρχαίους τάφους μέσα στην πόλη του Άργους και φυλάσσονται στο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης. Η χρήση των οβελών ως μέ­σων συναλλαγής συνεχίστηκε και στους επόμενους αιώνες, ενώ ο όρος δραχμή επιβίωσε ως την εποχή μας].

Ο Αριστοτέλης αναφέρει : ”ότι τον καιρό του έβλεπε κανείς στον ναό της Ήρας του Άργους μετάλλινους οβελίσκους, που ο βασιλεύς Φείδων αφιέρωσε άλλοτε. Δεν ήσαν παρά δείγματα πού χρησίμευαν για την ανταλλαγή, πριν αντικατασταθούν από τα αργυρά νομίσματα, τις χελώνες. Ο Φείδων τα εκρέμασε στο τοίχωμα, σαν ιερά λείψανα, προς μαρτυρίαν σεβασμού και εθίμων”.

Η επινόηση του νομίσματος ήταν θέμα χρόνου. Η εμπειρία του μετάλλου στις συναλλαγές και η τυποποίησή του σε διάφορα σχήματα οδήγησαν εύκολα στο νόμισμα. Το μικρό του μέγεθος επέτρεπε την εύκολη μεταφορά του. Σφραγισμένο από την υπεύθυνη αρχή, η αξία του ήταν συγκεκριμένη και δεν υπήρχε πια η ανά­γκη του ζυγίσματος. Η γενικευμένη χρή­ση όμως του νομίσματος διαδόθηκε αρ­γά.

Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν στο βα­σίλειο της Λυδίας και στις ελληνικές πό­λεις της Μικράς Ασίας, στην Ιωνία, περι­οχές αναπτυγμένες εμπορικά και οικονο­μικά, στα τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα. Το υλι­κό τους ήταν ο ήλεκτρος, κράμα χρυσού και αργύρου. Το σχήμα τους ήταν ωοει­δές και στη μία πλευρά είχαν ακανόνι­στα βαθουλώματα.

Το «θησαυρό» που βρέθηκε στα θεμέ­λια του ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο το 1904/5 αποτελούσαν νομίσματα από ήλεκτρο, αλλά και κοσμήματα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Ο θησαυρός περιείχε νομίσματα από πόλεις της Λυδίας αλλά και ελληνικές των παραλίων της Μικράς Ασίας. Η απόκρυψη θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε μεταξύ 600-560 π.Χ. Το εύρημα αυτό βοήθησε στη χρονολόγηση των πρώτων νομισμάτων. Τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου γρήγορα έκοψαν ανάλογα νομίσματα.

 

ΠΗΓΗ:  Ημερομηνία καταχώρησης 20-01-2012, http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=1336

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2614

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.