Εδώ είναι «Ινδο-Κίνα»;*
Του Γιάννη Στρούμπα
«Άρωμα Ινδίας διαχέεται γύρω από τη Σ.Ε.ΚΑΠ.», αναφέρεται στο ρεπορτάζ της εφημερίδας «Κέρδος» (http://www.kerdos.gr/default.aspx?id=1623788&nt=103) τής 2/12/2011. Η Συνεταιριστική Ελληνική Καπνοβιομηχανία, ένα ακόμη θύμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης που μαστίζει και την Ελλάδα, είναι αναγκασμένη πλέον να αναζητά νέους επενδυτές που θα την ενισχύσουν με την εισροή κεφαλαίων, δεδομένης τόσο της συρρίκνωσης στις εργασίες της ελληνικής καπνοβιομηχανίας, όσο και των οφειλών που προέκυψαν από τις ζημιές κατά τη λειτουργία της εταιρείας τα δύο τελευταία έτη (2010-2011).
* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 334, 1/1/2012.
Από τις προσφορές λοιπόν που κατατέθηκαν κατά την πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την πώληση του 50,36% των μετοχών της ξανθιώτικης καπνοβιομηχανίας, το οποίο κατέχει η Αγροτική Τράπεζα, ανακηρύχθηκε «πρώτος προτιμητέος υποψήφιος» επενδυτής, σύμφωνα πάντα με το δημοσίευμα του «Κέρδους», η ινδική εταιρεία «Bommidala Enterprises Pvt Ltd».
Η διείσδυση μίας ινδικής επιχείρησης στην ελληνική οικονομία θα χαρακτηριζόταν τραγικά ειρωνική, εφόσον συνδυαζόταν με το πρόσφατο σχόλιο του μέχρι πρότινος πρωθυπουργού κ. Γιώργου Παπανδρέου ότι στην Ελλάδα «δεν είμαστε “Ινδία” και ούτε πρόκειται να γίνουμε» (3/10/2011, http://news247.gr/ellada/politiki/apanthsh_papandreoy_sthn_troika.1396146.html ). Το σχόλιο του κ. Παπανδρέου προέκυψε ως απόρροια της πίεσης στην Ελλάδα από την τριμελή επιτροπή («τρόικα») των Ευρωπαίων αξιωματούχων που εποπτεύουν την εφαρμογή του «Μνημονίου», προκειμένου να καταργηθεί η Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Παριστάνοντας λοιπόν ο κ. Παπανδρέου ότι αντιστέκεται στις πιέσεις, υπενθύμισε πως υπάρχουν θεσμοί για την προστασία των εργαζομένων, οι οποίοι δεν πρόκειται να επιτρέψουν την εξομοίωση των όρων εργασίας στην Ελλάδα με τους όρους που ισχύουν για τους εργαζόμενους στην Ινδία.
Το ενδεχόμενο να καταστεί η Ελλάδα «Ινδία» δεν γίνεται βεβαίως να προσπεραστεί με την απλή διαβεβαίωση του κ. Παπανδρέου πως οι ελληνικοί θεσμοί δεν πρόκειται να επιτρέψουν μία αντίστοιχη εξέλιξη. Ο κ. Παπανδρέου έχει διαψευστεί κι έχει αποδειχτεί αναξιόπιστος πολλές φορές μέχρι σήμερα. Οι θεσμοί, πάλι, δεν έχουν αιώνια ισχύ· υποβάλλονται σε μεταβολές. Βεβαίως, αν υπονοηθεί πως η δήλωση ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να γίνει Ινδία αφορά την πιθανότητα να μετατραπεί η Ελλάδα σε μία από τις είκοσι ισχυρότερες οικονομίες διεθνώς, τότε πράγματι είναι δήλωση αδιαφιλονίκητη και δεν απέχει πολύ από την επαλήθευσή της, εφόσον το τραγικό σημερινό ελληνικό αδιέξοδο δεν προοιωνίζεται καμία αίσια προοπτική. Επειδή όμως το πνεύμα της δήλωσης δεν είναι ασφαλώς αυτό, οι αντικειμενικοί φόβοι για την περαιτέρω κατάργηση στην Ελλάδα όσων θεμελιωδών δικαιωμάτων απέμειναν στους εργαζομένους είναι δυστυχώς βάσιμοι.
Το κρίσιμο ερώτημα που απορρέει από τη συγκεκριμένη υπόθεση σχετίζεται με τη διερεύνηση των προϋποθέσεων υπό τις οποίες μία ινδική εταιρεία αποφασίζει να δραστηριοποιηθεί στην ελληνική επικράτεια. Για ποιους λόγους μία εταιρεία συνηθισμένη να λειτουργεί με τους ευνοϊκότατους όρους που ισχύουν για την ανάπτυξή της στην Ινδία, θα διακινδύνευε την επέκτασή της σε άλλη χώρα με συνθήκες ασύμφορες γι’ αυτήν; Η πιθανή επιθυμία της να διεισδύσει σε μία νέα χώρα ώστε να διευρύνει τις αγορές για τη διάθεση των προϊόντων της δεν φαίνεται λόγος πειστικός. Η αντίστοιχη διείσδυση είναι ήδη επιτρεπτή στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερο ρίσκο. Επιπλέον το μικρό μέγεθος της ελληνικής αγοράς δύσκολα δελεάζει όποιον επιδιώκει μεγάλα κέρδη. Το ενδεχόμενο λοιπόν να επιχειρείται εκ μέρους της ινδικής εταιρείας μία μετάθεση του βάρους παραγωγής δυτικότερα, ώστε να διευκολυνθεί η πρόσβαση στις μεγάλες δυτικές αγορές με όρους παραγωγής εξίσου συμφέροντες με εκείνους της Ινδίας, προβάλλει εφιαλτικό για τους Έλληνες εργαζόμενους και τις εξελίξεις που προδιαγράφονται αναφορικά με τις εργασιακές τους συνθήκες.
Η Ινδία, αν και παρουσιάζει μία διαρκή οικονομική ανάπτυξη, μέσω της οποίας σταθεροποιεί και ισχυροποιεί περαιτέρω τη θέση της στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, δεν επικεντρώνει τις προτεραιότητές της στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και στην αύξηση των απολαβών για τους εργαζομένους στην επικράτειά της. Ακολουθώντας την ίδια πολιτική με την Κίνα, η Ινδία κατόρθωσε να παρουσιάζει πλεονάσματα στην οικονομία της, το μέγεθος των οποίων την καθιστά μία παγκόσμια οικονομική δύναμη. Ο πλούτος της Ινδίας, ως χώρας, αντικατοπτρίζεται στο κέντρο των μεγαλουπόλεών της, με τους επιβλητικούς ουρανοξύστες και τα εκτεταμένα εμπορικά κέντρα. Η συνέχιση της περιδιάβασης ωστόσο από το κέντρο προς τα περίχωρα των ίδιων μεγαλουπόλεων, αποκαλύπτει παραγκουπόλεις με άθλιες συνθήκες διαβίωσης για τους κατοίκους τους, χωρίς ρυμοτομικό σχέδιο και χωρίς βασικότατες υποδομές, όπως εκείνη της ύδρευσης. Ο πλούτος της Ινδίας, όταν δεν κατακρατείται ως αποθεματικό στα κρατικά ταμεία ή όταν δεν μεταφράζεται σε προγράμματα εξερεύνησης του διαστήματος(!), διανέμεται σε μια μικρή οικονομική ελίτ, που εδράζει την άνθισή της στην εκμετάλλευση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Καμία προοπτική ανακατανομής του πλούτου και στοιχειώδους βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης για τους πολλούς δεν περιλαμβάνεται στα σχέδια διακυβέρνησης της χώρας. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αύξηση των οικονομικών μεγεθών, που στηρίζεται στην εξαθλίωση της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού, αποδεικνύεται παντελώς ανούσια.
Η κατίσχυση της συγκεκριμένης πραγματικότητας στις αναδυόμενες οικονομίες της Κίνας και της Ινδίας δικαίως εγείρει ανησυχίες αναφορικά με τις εργασιακές συνθήκες στην Ελλάδα, για τις οποίες ήδη προϊδεάζει η διαφαινόμενη εγκατάσταση επιχειρήσεων από τις οικονομίες της Ανατολής. Δεδομένου πως οι επιχειρήσεις αυτές δεν έχουν προφανείς λόγους ώστε να λειτουργήσουν με δυσχερέστερους όρους σε ό,τι αφορά το κόστος της παραγωγής, η ίδια τους η παρουσία επικυρώνει την εξάτμιση των εργασιακών δικαιωμάτων, που ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη. Άλλωστε οι οικονομικές τούτες επιλογές ενθαρρύνονται, ή – μάλλον – επιβάλλονται στην Ελλάδα από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο της «μνημονιακής» πολιτικής.
Η διετής εφαρμογή του «Μνημονίου» στην ελληνική πραγματικότητα από τις αρχές του 2010 υπηρέτησε τη λογική της συρρίκνωσης στα εισοδήματα και στο κόστος εργασίας, προκειμένου η ελληνική οικονομία να καταστεί «ανταγωνιστική», αναπτύσσοντας δηλαδή τη δυνατότητα, όπως φανερώνουν οι εξελίξεις, να παρέχει σε όσες πολυεθνικές επιχειρήσεις αποφασίσουν να δραστηριοποιηθούν στη χώρα συνθήκες κόστους παραγωγής ανάλογες με εκείνες της Κίνας και της Ινδίας. Υποτίθεται βέβαια πως ο στόχος της «ανταγωνιστικότητας» αφορά πρωτίστως τις ελληνικές επιχειρήσεις, ώστε μέσα από τη μείωση του κόστους εργασίας να πετύχουν την παραγωγή ελκυστικών οικονομικά προϊόντων ή την αντίστοιχη παροχή υπηρεσιών. Η ύφεση ωστόσο που ’χει επέλθει μέσω της πολιτικής του «Μνημονίου», με τη δραματική συρρίκνωση των οικογενειακών προϋπολογισμών, δεν ευνοεί ούτε την ανάπτυξη των ελληνικών επιχειρήσεων, καθώς το ελληνικό καταναλωτικό κοινό έχει χάσει την αγοραστική του δύναμη και περιορίζει την κατανάλωση. Ο κύκλος είναι φαύλος κι αδιέξοδος. Οι σχετικές διαπιστώσεις καθίστανται με το πέρασμα του χρόνου όλο κι εναργέστερες. Τούτη όμως την εμφανέστατη αρνητική εξέλιξη η τρόικα αρνείται να την κατανοήσει. Και, φυσικά, δεν πρόκειται εντέλει για ζήτημα «κατανόησης», παρά για ζήτημα ωμής προώθησης συγκεκριμένων συμφερόντων. Γιατί ζητούμενο για την τρόικα και τους πολιτικούς της προϊσταμένους στο ευρωπαϊκό διευθυντήριο δεν είναι η ανάκαμψη της Ελλάδας. Ζητούμενο είναι η δημιουργία μίας ζώνης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία θα προσφέρει στις πολυεθνικές επιχειρήσεις – άρα καί στις γερμανικές – σκανδαλωδώς ευνοϊκές συνθήκες παραγωγής. Η δε εμπορική στόχευση δεν αφορά το εξαντλημένο καταναλωτικό κοινό της Ελλάδας – επουσιώδες σε αριθμό, άλλωστε – αλλά τις παγκόσμιες αγορές.
Μα αν η Ελλάδα κατόρθωνε να επωφεληθεί, έστω κι ελάχιστα, από τις προαναφερθείσες συνθήκες, δεν θα βελτίωνε τη θέση της; Η Ελλάδα, για να βελτιώσει τη θέση της, έχει ανάγκη να στηριχτεί στην παραγωγική δύναμη των δικών της επιχειρήσεων, οι οποίες θα επιστρέψουν τα κέρδη τους στην ίδια την ελληνική αγορά, κι όχι σε αλλοδαπές, που θα τα «φυγαδεύσουν». Ακόμη όμως κι αν γινόταν δεκτό πως ένα ενδεχόμενο ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας διά της παραπάνω οδού θα ήταν πιθανό, θα παρέμενε εκκρεμές το μείζον ζήτημα της εργασιακής εξαθλίωσης για το εργατικό δυναμικό της χώρας. Οι Έλληνες πολιτικοί, στον βαθμό που δεν είναι ταγμένοι στην εξυπηρέτηση συμφερόντων εκπορευόμενων από ξένα κέντρα αποφάσεων, οφείλουν να αναλογιστούν ποιο είναι το όραμά τους για την κοινωνία της χώρας τους. Όσες ιδιομορφίες ή παθογένειες κι αν κουβαλά η Ελλάδα από τον γεωγραφικό της εντοπισμό στον χώρο των Βαλκανίων, η μετακίνησή της στη χέρσα οικονομική χερσόνησο της «Ινδο-Κίνας» – που νοηματοδοτεί επακριβώς τη διάφορη γεωγραφικά, μα «συνώνυμή» της Ινδοκίνα, αντιστοιχίζοντάς την επιτέλους στα συνθετικά της – είναι αδύνατο να συνιστά πρόοδο. Στην πραγματικότητα δεν μπορεί καν να νοηθεί σαν μία, έστω, ανεκτή προοπτική.